Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 33 (ΛΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΩΝ δεκαδύο ἐτῶν Μανασσῆς ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτὸν καὶ πεντηκονταπέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 1 Ο Μανασσής ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, όταν ήτο δώδεκα ετών. Εβασίλευσε δε εις την Ιερουσαλήμ επί πεντήκοντα πέντε έτι. 1 Ο Μανασσῆς ἦταν δώδεκα ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα. Ἐβασίλευσε δὲ ἐπὶ πενῆντα πέντε χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ.
2 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου ἀπὸ πάντων τῶν βδελυγμάτων τῶν ἐθνῶν, οὓς ἐξωλόθρευσε Κύριος ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. 2 Εξέκλινεν όμως από τον δρόμον του Θεού και διέπραξε τας πονηράς πράξεις της ειδωλολατρείας ενώπιον του Κυρίου. Κατεσκεύασεν αγάλματα όλων των βδελυρών θεοτήτων, που είχαν τα άλλα έθνη, τα οποία ο Κυριος εξωλόθρευσεν εμπρός από τους Ισραηλίτας. 2 Παρεσύρθη δὲ εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἀκολούθησε τὴν λατρείαν τῶν σιχαμερῶν εἰδώλων τῶν ἄλλων ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα ἐξωλόθρευσεν ὁ Κύριος, καθὼς οἱ Ἰσραηλῖται ἐπροχωροῦσαν καὶ ἐγκαθίσταντο εἰς τὴν Γῆν τῆς Ἐπαγγελίας.
3 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ᾠκοδόμησε τὰ ὑψηλά, ἃ κατέσπασεν ᾿Εζεκίας ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ ἔστησε στήλας τοῖς Βααλὶμ καὶ ἐποίησεν ἄλση καὶ προσεκύνησε πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἐδούλευσεν αὐτοῖς. 3 Εκτισε πάλιν τους υψηλούς τόπους, τους οποίους ο πατήρ του ο Εζεκίας είχε κατεδαφίσει, έστησε ειδωλολατρικάς στήλας εις τα είδωλα του Βαάλ, καθιέρωσεν άλση προς τιμήν της Αστάρτης, προσεκύνησεν όλην την στρατιάν των αστέρων του ουρανού και έγινε δούλος εις τα είδωλα. 3 Ὁ Μανασσῆς ἔκτισε καὶ πάλιν τοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους τῆς λατρείας, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς ὑψηλὲς τοποθεσίες, τοὺς ὁποίους κατέστρεψεν ὁ πατέρας του Ἐζεκίας, καὶ ἔστησε στῆλες εἰς τὰ εἴδωλα τοῦ Βάαλ καὶ κατεσκεύασεν ἀγάλματα τῆς θέας Ἀστάρτης εἰς δασώδη μέρη καὶ ἐλάτρευσεν ὅλα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἔκλινε δουλικὰ τὰ γόνατά του ἐμπρός των.
4 καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήρια ἐν οἴκῳ Κυρίου, οὗ εἶπε Κύριος· ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἔσται τὸ ὄνομά μου εἰς τὸν αἰῶνα. 4 Ανοικοδόμησε μάλιστα και ειδωλολατρικά θυσιαστήρια εντός του ναού του Κυρίου στον τόπον, δια τον οποίον ο Κυριος είχεν είπει· “εις την Ιερουσαλήμ θα είναι και θα ακούεται αιωνίως το Ονομά μου”. 4 Ἔκτισεν ἐπίσης εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν τόπον ἐκεῖνον, περὶ τοῦ ὁποίου εἶπεν ὁ Κύριος: «Εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ θὰ εἶναι καὶ θὰ ἀκούεται τὸ ὄνομά μου καὶ ἐκεῖ πρέπει νὰ δοξολογῆται καὶ νὰ λατρεύεται αἰωνίως».
5 καὶ ᾠκοδόμησε θυσιαστήρια πάσῃ τῇ στρατιᾷ τοῦ οὐρανοῦ ἐν ταῖς δυσὶν αὐλαῖς οἴκου Κυρίου. 5 Ανοικοδόμησε θυσιαστήρια εις τας δύο αυλάς του ναού του Κυρίου προς τιμήν όλης της στρατιάς των αστέρων του ουρανού. 5 Ἐπίσης ἔκτισεν εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια δι ’ ὅλα τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ μέσα εἰς τὶς δύο αὐλὲς τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου - τὴν ἐξωτερικὴν καὶ τὴν ἐσωτερικήν.
6 καὶ αὐτὸς διήγαγε τὰ τέκνα αὐτοῦ ἐν πυρὶ ἐν Γεβενεννὸμ καὶ ἐκληδονίζετο καὶ οἰωνίζετο καὶ ἐφαρμακεύετο καὶ ἐποίησεν ἐγγαστριμύθους καὶ ἐπᾳοιδούς· καὶ ἐπλήθυνε τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου τοῦ παροργίσαι αὐτόν. 6 Επέρασεν ο ίδιος τα παιδιά του με το εξαγνιστικόν, τάχα, πυρ, όπως εσυνήθιζαν οι ειδωλολάτραι εις την Γεβενεννόμ, εσυμβουλεύετο τους μάντεις, τους οιωνοσκόπους, τους μάγους, ανέδειξεν ανθρώπους που ωμιλούσαν με την κοιλίαν, και άλλους οι οποίοι έψαλλον μαγικά άσματα. Ετσι δε διέπραξε πλήθος πονηρά έργα της ειδωλολατρείας, ώστε να εξοργίση εναντίον του τον Θεόν. 6 Ὁ ἴδιος δὲ ἐθυσίαζε τὰ παιδιά του ὡς ὁλοκαύτωμα εἰς τὰ εἴδωλα εἰς τὴν κοιλάδα Γεβενεννόμ (κατ’ ἄλλους: Τὰ ἐπερνοῦσε ἀπὸ τὴν φωτιὰ διὰ νὰ τὰ ἑξαγνίσῃ) καὶ ἐπεδίδετο εἰς μαντεῖες καὶ εἰδωλολατρικές (νεκρο)μαντεῖες μὲ «μέντιουμ» καὶ μαγεῖες καὶ ἀνέδειξεν ἐγγαστρίμυθους (ἀνθρώπους ποὺ ἐμιλοῦσαν ἀπὸ τὴν κοιλία των), οἱ ὁποῖοι ἔδιδαν χρησμούς, καὶ ἐπαοιδούς, οἱ ὁποῖοι ἐμάγευαν καὶ ἐγιάτρευαν μὲ ὠδές. Μὲ ὅλα αὐτὰ ἁμάρτησε πάρα πολὺ καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, ποὺ εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· ἐβουτήχθη κυριολεκτικὰ εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἐξώργισε τὸν Κύριον.
7 καὶ ἔθηκε τὸ γλυπτὸν καὶ τὸ χωνευτόν, εἰκόνα ἣν ἐποίησεν, ἐν οἴκῳ Θεοῦ, οὗ εἶπε Θεὸς πρὸς Δαυὶδ καὶ πρὸς Σαλωμὼν υἱὸν αὐτοῦ· ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ καὶ ῾Ιερουσαλήμ, ἣν ἐξελεξάμην ἐκ πασῶν φυλῶν ᾿Ισραήλ, θήσω τὸ ὄνομά μου εἰς τὸν αἰῶνα· 7 Κατεσκεύασεν ένα γλυπτόν άγαλμα και ένα άλλο χυτόν και τα ετοποθέτησεν στον ναόν του Θεού, εκεί όπου ο Θεός είπε προς τον Δαυίδ και προς τον υιόν του τον Σολομώντα, ότι “στον ναόν αυτόν και εις την πόλιν αυτήν την Ιερουσαλήμ, την οποίαν εγώ εξέλεξα από όλας τας φυλάς του ισραηλιτικού λαού, θα θέσω το Ονομά μου, δια να είναι και να ακούεται στους αιώνας. 7 Ὁ Μανασσῆς ἔστησεν ἐπίσης τὸ γλυπτὸν ἄγαλμα τῆς θέας Ἀστάρτης καὶ τὸ ἄγαλμα τὸ χυτὸν (τὸ κατασκευασμένον ἀπὸ χωνευμένον μέταλλον), τὴν εἰδωλολατρικὴν εἰκόνα, ποὺ κατεσκεύασεν, εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, εἰς τὸν τόπον, περὶ τοῦ ὁποίου ὁ Θεὸς εἶπε πρὸς τὸν Δαβὶδ καὶ πρὸς τὸν Σολομῶντα, τὸν υἱόν του: «Εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν καὶ ἐδῶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ εἶναι ὁ τόπος, τὸν ὁποῖον ἔχω διαλέξει ἀπὸ ὅλην τὴν περιοχὴν τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ, διὰ νὰ θέσω τὸ ὄνομά μου, ὥστε νὰ λατρεύεται καὶ νὰ δοξολογῆται αἰωνίως.
8 καὶ οὐ προσθήσω σαλεῦσαι τὸν πόδα ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα τοῖς πατράσιν αὐτῶν, πλὴν ἐὰν φυλάσσωνται τοῦ ποιῆσαι πάντα, ἃ ἐνετειλάμην αὐτοῖς, κατὰ πάντα τὸν νόμον καὶ τὰ προστάγματα καὶ τὰ κρίματα ἐν χειρὶ Μωϋσῆ. 8 Δεν θα αφήσω πλέον να σαλευθή το πόδι του ισραηλιτικού μου λαού από την χώραν αυτήν, την οποίαν έδωκα στους πατέρας των, υπό τον όρόν όμως να προσέξουν αυτοί να εφαρμόζουν όλα όσα τους έχω διατάξει σύμφωνα με τον Νομον και με τα προστάγματα και τας θείας αποφάσεις, που έχουν δοθή δια του Μωϋσέως”. 8 Καί ποτὲ πλέον δὲν θὰ ἐπιτρέψω νὰ συρθῇ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν αὐτήν, τὴν ὁποίαν ἔδωκα ὡς κληρονομίαν εἰς τοὺς πατέρας των, μὲ τὴν προϋπόθεσιν ὅτι οἱ Ἰσραηλῖται θὰ προσέχουν, ὥστε νὰ ὑπακούουν εἰς ὅλες τις ἐντολές μου, καὶ θὰ μένουν σταθεροὶ εἰς ὅλες τὶς διατάξεις τοῦ Νόμου καὶ τὰ προστάγματα καὶ τὶς ἀποφάνσεις καὶ δίκαιες κρίσεις, ποὺ τοὺς ἐδόθησαν κατ’ ἐντολήν μου μέσω τοῦ Μωϋσῆ».
9 καὶ ἐπλάνησε Μανασσῆς τὸν ᾿Ιούδαν καὶ τοὺς κατοικοῦντας ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ὑπὲρ πάντα τὰ ἔθνη, ἃ ἐξῇρε Κύριος ἀπὸ προσώπου υἱῶν ᾿Ισραήλ. 9 Ο Μανασσής όχι μόνον εξέκλινεν ο ίδιος εις την ειδωλολατρείαν, αλλά παρεπλάνησε και τους Ιουδαίους γενικώς και τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ, ώστε και αυτοί να υποπέσουν στο μεγάλον κακόν της ειδωλολατρείας, και μάλιστα περισσότερον από όλα τα αλλά έθνη, τα οποία είχεν αποδιώξει ο Κυριος από το πρόσωπον των Ισραηλιτών. 9 Ὁ Μανασσῆς ὅμως ἐξηπάτησε δυστυχῶς τοὺς κατοίκους γενικῶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ τοὺς κατοίκους τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τοὺς ὠδήγησεν εἰς τὸ νὰ κάμουν ἐκεῖνο ποὺ εἶναι πονηρόν, νὰ καταντήσουν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν περισσότερον ἀπὸ ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα κατέστρεψεν ὁ Κύριος, καθὼς οἱ Ἰσραηλῖται ἐπροχωροῦσαν καὶ ἐγκαθίσταντο εἰς τὴν Γῆν τῆς ἐπαγγελίας.
10 καὶ ἐλάλησε Κύριος ἐπὶ Μανασσῆ καὶ ἐπὶ τὸν λαὸν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐπήκουσαν. 10 Ωμίλησεν ο Κυριος στον Μανασσήν και στον λαόν αυτού και τους συνέστησε να μετανοήσουν. Εκείνοι όμως δεν υπήκουσαν εις την προτροπήν του Κυρίου. 10 Ὁ Κύριος ἐμίλησε εἰς τὸν Μανασσῆν καὶ τὸν λαόν του καὶ τοὺς προειδοποίησε ποὺ θὰ τοὺς ὡδηγοῦσε ἡ ἀποστασία καὶ ἡ εἰδωλολατρία των· αὐτοὶ ὅμως ἀρνήθηκαν νὰ ἀκούσουν τὴν θείαν προειδοποίησιν.
11 καὶ ἤγαγε Κύριος ἐπ' αὐτοὺς τοὺς ἄρχοντας τῆς δυνάμεως τοῦ βασιλέως ᾿Ασσούρ, καὶ κατέλαβον τὸν Μανασσῆ ἐν δεσμοῖς καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν πέδαις καὶ ἤγαγον εἰς Βαβυλῶνα. 11 Δια τούτο ο Κυριος έφερεν εναντίον αυτών τους στρατηγούς του στρατού του βασιλέως της Ασσυρίας, οι οποίοι και συνέλαβον τον Μανασσήν, τον έδεσαν και δεμένον με χειροπέδας τον έφεραν εις την Βαβυλώνα. 11 Ἔτσι ὁ Κύριος ἕνεκα τῆς παρακοῆς των ὠδήγησεν ἐναντίον των τοὺς στρατηγοὺς τοῦ στρατοῦ τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων, οἱ ὁποῖοι σννέλαβαν τὸν Μανασσῆν καὶ τὸν ἔδεσαν μὲ δεσμά (ἁλυσίδες;). Ἔβαλαν εἰς τὰ χέρια του χειροπέδες καὶ τὸν ὡδήγησαν αἰχμάλωτον εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
12 καὶ ὡς ἐθλίβη, ἐζήτησε τὸ πρόσωπον Θεοῦ τοῦ Κυρίου αὐτοῦ καὶ ἐταπεινώθη σφόδρα ἀπὸ προσώπου Θεοῦ πατέρων αὐτοῦ. 12 Ο Μανασσής επειδή κατεβαρύνθη πολύ από την θλίψιν, ικέτευσε Κυριον τον Θεόν, εταπεινώθη πάρα πολύ ενώπιον του Θεού των πατέρων του 12 Ὁ δὲ Μανασσῆς, μέσα εἰς τὸν πόνον καὶ τὴν στενοχώριαν τῆς αἰχμαλωσίας, ἐζήτησε μὲ πόθον πολὺν τὸν Θεόν, τὸν Κύριόν του, συνεφιλιώθη μαζί του καὶ ἐταπεινώθη πάρα πολὺ ἐμπρὸς εἰς τὸν Θεὸν τῶν πατέρων του.
13 καὶ προσηύξατο πρὸς αὐτόν, καὶ ἐπήκουσεν αὐτοῦ· καὶ ἐπήκουσε τῆς βοῆς αὐτοῦ καὶ ἐπέστρεψεν αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἐπὶ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ· καὶ ἔγνω Μανασσῆς, ὅτι Κύριος αὐτός ἐστι Θεός. 13 και προσευχήθη προς τον Θεόν. Ο δε Θεός ήκουσε την θερμήν προσευχήν του, τον απηλευθέρωσε και τον επανέφερεν εις την Ιερουσαλήμ στον βασιλικόν του θρόνον. Ο Μανασσής έμαθε τότε καλά, ότι ο Κυριος αυτός είναι ο αληθινός Θεός. 13 Καὶ προσηυχήθη πρὸς Αὐτὸν καὶ ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴν δυνατὴν φωνὴν τῆς προσευχῆς του καὶ τὸν ἔφερε πίσω εἰς τὴν Ἱερονσαλημ καὶ τὸν ἀποκατέστησεν εἰς τὸν βασιλικὸν τὸν θρόνον. Τοῦτο ἔκαμε τοῦ Μανασσῆν νὰ πεισθῇ ὅτι ὁ Κύριος, αὐτὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
14 καὶ μετὰ ταῦτα ᾠκοδόμησε τεῖχος ἔξω τῆς πόλεως Δαυὶδ ἀπὸ λιβὸς κατὰ Γιὼν ἐν τῷ χειμάρρῳ καὶ κατὰ τὴν εἴσοδον τὴν διὰ τῆς πύλης τῆς ἰχθυϊκῆς ἐκπορευομένων τὴν πύλην τὴν κυκλόθεν καὶ εἰς ᾿Οφλὰ καὶ ὕψωσε σφόδρα. καὶ κατέστησεν ἄρχοντας τῆς δυνάμεως ἐν πάσαις ταῖς πόλεσι ταῖς τειχήρεσιν ἐν ᾿Ιούδᾳ 14 Μετά ταύτα ο Μανασσής οικοδόμησε το έξω από την πόλιν Δαυίδ τείχος προς δυσμάς πλησίον της πηγής Γιών και του χειμάρρου Κέδρων μέχρι της εισόδου της πύλης των ιχθύων, ώστε αυτό περιέκλεισε την έξοδον της πύλης, την Οφλά. Υψωσε αυτό εις μέγα ύψος, εγκατέστησε δε διοικητάς του στρατού εις όλας τας οχυράς πόλεις της Ιουδαίας. 14 Μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ ὁ Μανασσῆς ἔκτισε καὶ πάλιν τὸ ἐξωτερικὸν τεῖχος τῆς πόλεως τοῦ Δαβὶδ πρὸς τὰ δυτικά, κοντὰ εἰς τὴν πηγὴν Γιὼν καὶ τὸν χείμαρρον τῆς κοιλάδος τῶν Κέδρων, μέχρι τῆς εἰσόδου τῆς Πύλης τῶν Ἰχθύων, ἔτσι ὥστε τὸ τεῖχος νὰ φθάνῃ μέχρι τὴν ἔξοδον τῆς Γωνιαίας Πύλης καὶ γύρω ἀπὸ τὴν Ὀφλά. Τὸ ἔκτισε καὶ τὸ ὕψωσε πάρα πολύ. Ἐπίσης ἐγκατέστησε στρατιωτικοὺς διοικητὰς εἰς ὅλες τὶς ὠχυρωμένες μὲ τείχη πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα.
15 καὶ περιεῖλε τοὺς θεοὺς τοὺς ἀλλοτρίους καὶ τὸ γλυπτὸν ἐξ οἴκου Κυρίου καὶ πάντα τὰ θυσιαστήρια, ἃ ᾠκοδόμησεν ἐν ὄρει οἴκου Κυρίου καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἔξωθεν τῆς πόλεως. 15 Εξέβαλε τα αγάλματα των ξένων θεών και το γλυπτόν άγαλμα από τον ναόν του Κυρίου. Επίσης εκρήμνισεν όλα τα θυσιαστήρια, τα οποία είχεν οικοδομήσει στο όρος του ναού του Κυρίου εν Ιερουσαλήμ και έξω από την πόλιν. 15 Ἐπίσης ἐσήκωσε καὶ ἀπεμάκρυνε τὰ ἀγάλματα τῶν εἰδωλολατρικῶν θεῶν καὶ τὸ γλυπτὸν ἄγαλμα (ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε στήσει ἄλλοτε) ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου· ἐσήκωσε καὶ ἀπεμάκρυνεν ἐπίσης ὅλα τὰ εἰδωλολατρικὰ θυσιαστήρια, τὰ ὁποῖα εἶχεν οἰκοδομήσει εἰς τὸν λόφον, ὅπον ἦταν κτισμένος ὁ Ναὸς τὸν Κυρίου, καὶ εἰς ἄλλα μέρη εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ (κατ’ ἄλλην γραφήν: Ἐπέταξε ὅλα αὐτὰ ἔξω ἀπὸ τὴν Ἱερουσαλήμ).
16 καὶ κατώρθωσε τὸ θυσιαστήριον Κυρίου καὶ ἐθυσίασεν ἐπ' αὐτὸ θυσίαν σωτηρίου καὶ αἰνέσεως καὶ εἶπε τῷ ᾿Ιούδᾳ τοῦ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ ᾿Ισραήλ· 16 Ανώρθωσε το θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων του Κυρίου και επάνω εις αυτό προσέφερε θυσίας σωτηρίου και αινέσεως και προέτρεψεν εντόνως τους Ιουδαίους να λατρεύουν Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ. 16 Ἀκόμη ἐπεσκεύασε τὸ θυσιαστήριον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἐλατρεύετο ὁ Κύριος, καὶ προσέφερεν εἰς αὐτὸ θυσίες «σωτήριον» (εἰρηνικές) καὶ «αἰνέσεως» (εὐχαριστίας) καὶ διέταξε τὸν λαὸν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα νὰ λατρεῦουν τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τὸν Ἰσραήλ.
17 πλὴν ἔτι ὁ λαὸς ἐπὶ τῶν ὑψηλῶν ἐθυσίαζε, πλὴν Κύριος ὁ Θεὸς αὐτῶν. 17 Παρ' όλα όμως αυτά ο λαός εξακολουθούσε να προσφέρη θυσίας στους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους. Εν τούτοις ο Κυριος ο Θεός ήτο μαζή των. 17 Ἐν τούτοις ὁ λαὸς συνέχιζεν ἀκόμη νὰ προσφέρῃ θυσίες εἰς τὰ θυσιαστήρια, ποὺ ὑπῆρχαν εἰς τοὺς ὑψηλοὺς εἰδωλολατρικοὺς τόπους, ἂν καὶ προσέφεραν τὶς θυσίες αὐτὲς μόνον εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν των (ἤ: ἐν τούτοις ὁ Κύριος ἦταν ὁ Θεός των).
18 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων Μανασσῆ καὶ ἡ προσευχὴ αὐτοῦ ἡ πρὸς τὸν Θεὸν καὶ λόγοι τῶν ὁρώντων τῶν λαλούντων πρὸς αὐτὸν ἐπ' ὀνόματι Θεοῦ ᾿Ισραὴλ 18 Τα υπόλοιπα έργα του Μανασσή, όπως η προσευχή του προς τον Θεόν, και οι λόγοι των προφητών, οι οποίοι του ωμιλούσαν εν ονόματι του Θεού του Ισραήλ, 18 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τὸν Μανασσῆ, δηλαδή: Ἡ προσευχή του, τὴν ὁποίαν ἀπηύθυνε πρὸς τὸν Θεόν, ὅταν ἦταν αἰχμάλωτος εἰς τὴν Βαβυλῶνα, καὶ τὰ μηνύματα τῶν προφητῶν, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἐμίλησαν ἐν ὀνόματι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ,
19 ἰδοὺ ἐπὶ λόγων προσευχῆς αὐτοῦ, ὡς καὶ ἐπήκουσεν αὐτοῦ, καὶ πᾶσαι αἱ ἁμαρτίαι αὐτοῦ καὶ ἀποστάσεις αὐτοῦ καὶ οἱ τόποι, ἐφ' οἷς ᾠκοδόμησεν ἐν αὐτοῖς τὰ ὑψηλὰ καὶ ἔστησεν ἐκεῖ ἄλση καὶ γλυπτά, πρὸ τοῦ ἐπιστρέψαι, ἰδοὺ γέγραπται ἐπὶ τῶν λόγων τῶν ὁρώντων. 19 η εις τα λόγια της προσευχής του απάντησις του Θεού, πως δηλαδή εισήκουσεν ο Θεός αυτόν, αι αμαρτίαι του, αι αποστασίαι του και τα μέρη εις τα οποία αυτός είχεν ανοικοδομήσει τους υψηλούς ειδωλολατρικούς τόπους, τα αγάλματα της Αστάρτης και τα άλλα γλυπτά αγάλματα, τα οποία είχε τοποθετήσει και ελάτρευεν ως θεούς πριν μετανοήση, είναι όλα αυτά γραμμένα εις τα βιβλία των προφητών. 19 νά· καὶ ἡ προσευχή του καὶ ὁ τρόπος, διὰ τοῦ ὁποίου ἔγινε αὐτὴ εἰσακουστὴ ἀπὸ τὸν Θεόν, καὶ ὅλες οἱ ἁμαρτίες του καὶ οἱ ἀποστασίες του ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ οἱ τοποθεσίες, εἰς τὶς ὁποῖες ἔκτισε τὰ ὑψηλὰ εἰδωλολατρικὰ ἱερὰ καὶ ἔστησεν ἐκεῖ τὰ ἀγάλματα καὶ σύμβολα τῆς θεᾶς Ἀστάρτης (τῆς Ἀφροδίτης τῶν Χαναναίων) καὶ τὰ γλυπτά, τὰ ὁποῖα εἶχε στήσει πρὶν μετανοήσῃ καὶ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Θεόν, ὅλα αὐτά, νά· εἶναι γραμμένα εἰς τὰ βιβλία τῶν προφητῶν.
20 καὶ ἐκοιμήθη Μανασσῆς μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν παραδείσῳ οἴκου αὐτοῦ· καὶ ἐβασίλευσεν ἀντ' αὐτοῦ ᾿Αμὼν υἱὸς αὐτοῦ. 20 Ο Μανασσής απέθανε και τον έθαψαν με τους πατέρας του εις ένα κήπον του οίκου του. Αντί δε αυτού εβασίλευσεν ο υιός του Αμών. 20 Καὶ ἀπέθανεν ὁ Μανασσῆς μαζὶ μὲ τοὺς προγόνους του καὶ τὸν ἔθαψαν εἰς κῆπον τοῦ βασιλικοῦ του ἀνακτόρου. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἀμών, ὁ υἱός του.
21 ῍Ων ἐτῶν εἴκοσι καὶ δύο ᾿Αμὼν ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ δύο ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 21 Οταν ο Αμών ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ήτο είκοσι δύο ετών. Εβασίλευσε δε επί δύο έτη εις την Ιερουσαλήμ. 21 Ὁ Ἀμὼν ἦταν εἴκοσι δύο ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα, ἐβασίλευσε δὲ ἐπὶ δύο χρόνια μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλήμ.
22 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, ὡς ἐποίησε Μανασσῆς ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ πᾶσι τοῖς εἰδώλοις, οἷς ἐποίησε Μανασσῆς ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ἔθυεν ᾿Αμὼν καὶ ἐδούλευσεν αὐτοῖς. 22 Διέπραξε και αυτός το μέγα αμάρτημα της ειδωλολατρείας, όπως και ο πατήρ του ο Μανασσής, εθυσίαζεν εις αυτά και τα υπηρετούσε δουλικώς. 22 Παρεσύρθη ὅμως εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν, ὅπως εἶχε καταντήσει καὶ ὁ Μανασσῆς, ὁ πατέρας του. Διότι ὁ Ἀμὼν προσέφερε θυσίαν εἰς ὅλα τὰ εἴδωλα, τὰ ὁποῖα κατεσκεύασεν ὁ Μανασσῆς, ὁ πατέρας του, καὶ τὰ ἐλάτρευε μὲ τρόπον δουλικόν.
23 καὶ οὐκ ἐταπεινώθη ἐναντίον Κυρίου, ὡς ἐταπεινώθη Μανασσῆς ὁ πατὴρ αὐτοῦ, ὅτι υἱὸς αὐτοῦ ᾿Αμὼν ἐπλήθυνε πλημμέλειαν. 23 Αλλά δεν εταπεινώθη ενώπιον του Κυρίου, όπως είχε ταπεινωθή και μετενόησε ο Μανασσής ο πατήρ του. Εξ αντιθέτου ο υιός του Μανασσή ο Αμών διέπραξε πλήθος ανομιών. 23 Ἀλλὰ δὲν ἐταπεινώθη ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, ὅπως ἐταπεινώθη καὶ μετενόησεν ὁ Μανασσῆς, ὁ πατέρας του· διότι ὁ υἱὸς αὐτὸς τοῦ Μανασσῆ, ὁ Ἀμών, ἐπλήθυνε τὶς ἁμαρτίες του, ἔγινε ἁμαρτωλότερος τοῦ πατέρα του καὶ ἐπωρώθη!
24 καὶ ἐπέθεντο αὐτῷ οἱ παῖδες αὐτοῦ καὶ ἐπάταξαν αὐτὸν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ. 24 Οι δούλοι του όμως έκαμαν συνωμοσίαν εναντίον του και τον εφόνευσαν μέσα στον οίκον του. 24 Συνωμότησαν δὲ οἱ ὑπηρέται (κατ’ ἄλλους: Οἱ ἀξιωματοῦχοι) τοῦ Ἀμὼν ἐναντίον του καὶ τὸν ἐσκότωσαν μέσα εἰς τὸ ἀνάκτορόν του.
25 καὶ ἐπάταξεν ὁ λαὸς τῆς γῆς τοὺς ἐπιθεμένους ἐπὶ τὸν βασιλέα ᾿Αμών, καὶ ἐβασίλευσεν ὁ λαὸς τῆς γῆς τὸν ᾿Ιωσίαν υἱὸν αὐτοῦ ἀντ' αὐτοῦ. 25 Αλλ' ο λαός της χώρας εθανάτωσε τους συνωμοτήσαντας εναντίον του βασιλέως Αμών, ανεβίβασε δε στον βασιλικόν θρόνον αντ' αυτού τον υιόν του Ιωσίαν. 25 Ἀλλ’ ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἐσκότωσεν ὅσους εἶχαν συνωμοτήσει κατὰ τοῦ βασιλιᾶ Ἀμών· καὶ ὁ λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἀνέβασε εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον ὡς διάδοχόν του τὸν Ἰωσίαν, τὸν υἱόν του.