Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 36 (ΛϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἔλαβεν ὁ λαὸς τῆς γῆς τὸν ᾿Ιωάχαζ υἱὸν ᾿Ιωσίου καὶ ἔχρισαν αὐτόν, καὶ κατέστησαν αὐτὸν ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ εἰς βασιλέα ἐπὶ ᾿Ιερουσαλήμ. 1 Ο ιουδαϊκός λαός επήρε τον Ιωάχαζ υιόν του Ιωσίου, τον έχρισαν βασιλέα και εγκατέστησαν αυτόν ως βασιλέα αντί του πατρός του εις την Ιερουσαλήμ. 1 Ο λαὸς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἐπῆρε τὸν Ἰωαχάζ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσία, καὶ τὸν ἔχρισε καὶ τὸν ἐγκατέστησε βασιλιᾶ εἰς τὴν θέσιν τοῦ πατέρα του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
2 υἱὸς εἴκοσι καὶ τριῶν ἐτῶν ᾿Ιωάχαζ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τρίμηνον ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ ᾿Αμιτὰλ θυγάτηρ ῾Ιερεμίου ἐκ Λοβενά. καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου κατὰ πάντα, ἃ ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ. καὶ ἔδησεν αὐτὸν φαραὼ Νεχαὼ ἐν Δεβλαθὰ ἐν γῇ Αἰμάθ, τοῦ μὴ βασιλεύειν αὐτὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, 2 Ο Ιωάχαζ, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, ήτο είκοσι τριών ετών. Τρεις μήνας εβασίλευσεν εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Αμιτάλ, ήτο δε θυγάτηρ του Ιερεμίου, ο οποίος κατήγετο από την Λοβενά. Ο Ιωαχάζ διέπραξε το μεγάλο αμάρτημα της ειδωλολατρείας, όπως ακριβώς είχαν πράξει οι προπάτορές του. Ο Νεχαώ ο Φαραώ τον έδεσεν εις την πόλιν Δεβλαθά της χώρας Αιμάθ, δια να παύση πλέον να είναι βασιλεύς της Ιερουσαλήμ. 2 Ὁ Ἰωαχάζ ἦταν εἴκοσι τριῶν ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ τρεῖς μῆνες. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ἀμιτὰλ καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἱερεμία, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν πόλιν Λοβενά. Ὁ Ἰωαχάζ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἀκολούθησε καὶ ἐμιμήθη ὅλα, ὅσα ἔκαμαν οἱ ἀσεβεῖς προπάτορές του. Καὶ ὁ φαραὼ Νεχαὼ τὸν ἔδεσεν εἰς τὴν πόλιν Δεβλαθά, εἰς τὴν χώραν Αἰμάθ, ὥστε νὰ μὴ βασιλεύῃ πλέον αὐτὸς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
3 καὶ μετήγαγεν αὐτὸν ὁ βασιλεὺς εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἐπέβαλε φόρον ἐπὶ τὴν γῆν ἑκατὸν τάλαντα ἀργυρίου καὶ τάλαντον χρυσίου. 3 Ο βασιλεύς Νεχαώ τον μετέφερε κατόπιν εις την Αίγυπτον και υπέβαλεν εις την χώραν του φόρον εκατόν τάλαντα αργυρίου και ένα τάλαντον χρυσίου. 3 Ἔπειτα ὁ βασιλιᾶς Νεχαῶ τὸν μετέφερεν εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐπέβαλεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν ὡς φόρον ὑποτελείας ἑκατὸν ἀσημένια τάλαντα καὶ ἕνα τάλαντον χρυσοῦ.
4 καὶ κατέστησε φαραὼ Νεχαὼ τὸν ᾿Ελιακὶμ υἱὸν ᾿Ιωσίου βασιλέα ἐπὶ ᾿Ιούδα ἀντὶ ᾿Ιωσίου τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ μετέστρεψε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Ιωακίμ· καὶ τὸν ᾿Ιωάχαζ ἀδελφὸν αὐτοῦ ἔλαβε φαραὼ Νεχαώ, καὶ εἰσήγαγεν αὐτὸν εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ. καὶ τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον ἔδωκε τῷ φαραῷ· τότε ἤρξατο ἡ γῆ φορολογεῖσθαι τοῦ δοῦναι τὸ ἀργύριον ἐπὶ στόμα φαραώ, καὶ ἕκαστος κατὰ δύναμιν ἀπῄτει τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον παρὰ τοῦ λαοῦ τῆς γῆς δοῦναι φαραῷ Νεχαῷ. 4 Ο Φαραώ Νεχαώ εγκατέστησεν ως βασιλέα επί της Ιουδαίας τον Ελιακίμ, υιόν του Ιωσίου, αντί του πατρός του Ιωσίου, το δε όνομά του το μετέβαλεν εις Ιωακίμ. Ο Φαραώ Νεχαώ επήρε τον αδελφόν του Ιωακίμ, τον Ιωάχαζ, και τον μετέφερεν εις την Αίγυπτον. Εκεί ο Ιωάχαζ απέθανεν. Ο Ιωακίμ εδιδεν στον Φαραώ κάθε έτος το επιβληθέν ως φόρον αργύριον και χρυσίον. Δια την πληρωμήν του φόρου αυτού η χώρα της Ιουδαίας ήρχισε να φορολογήται, δια να δίδεται το ορισθέν από τον Φαραώ ποσόν. Από κάθε φορολογούμενον της Ιουδαίας εζητείτο το κατά δύναμιν αργύριον και χρυσίον, δια να συγκεντρώνεται έτσι και δίδεται το ορισθέν ποσόν στον Φαραώ Νεχαώ. 4 Ὁ φαραὼ Νεχαὼ ἐγκατέστησε βασιλιᾶ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα τὸν Ἐλιακίμ, τὸν ἄλλον υἱὸν τοῦ Ἰωσία, ὡς διάδοχον τοῦ Ἰωσία, τοῦ πατέρα του, καὶ ἄλλαξε τὸ ὄνομά του ἀπὸ Ἐλιακὶμ εἰς Ἰωακὶμ. Τὸν δὲ Ἰωαχάζ, τὸν ἀδελφὸν του, ὁ φαραὼ Νεχαὼ τὸν παρέλαβε καὶ τὸν μετέφερεν εἰς τὴν Αἴγυπτον ἐκεῖ ἀπέθανεν ὁ Ἰωαχάζ. 4α Καὶ ὁ Ἰωακὶμ κατέβαλλεν εἰς τὸν φαραὼ τὸν φόρον ὑποτελείας ἄργυρον καὶ χρυσοῦ, ποὺ εἶχεν ἐπιβληθῇ εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα. Ἀλλὰ διὰ νὰ συγκεντρώσῃ τὸν φόρον, ποὺ ἐχρειάζετο, ἄρχισε νὰ ἐπιβάλλῃ ἀναγκαστικὴν φορολογίαν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Ἰουδαίας, διὰ νὰ πληρώνεται τὸ χρηματικὸν ποσόν, ποὺ καθώρισεν ὁ φαραώ. Ἔτσι ἀπὸ κάθε φορολογούμενον κάτοικον τῆς Ἰουδαίας ἀπαιτοῦσε, ἀνάλογα μὲ τὴν οἰκονομικήν του δύναμιν, ἀσῆμι καὶ χρυσάφι, ὥστε νὰ συγκεντρώνεται τὸ ἀναγκαῖον ποσὸν καὶ νὰ δίδεται εἰς τὸν φαραὼ Νεχαώ.
5 ῍Ων εἴκοσι καὶ πέντε ἐτῶν ᾿Ιωακὶμ ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῆς μητρὸς αὐτοῦ Ζεχωρὰ θυγάτηρ Νηρίου ἐκ Ραμά. καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐναντίον Κυρίου κατὰ πάντα ὅσα ἐποίησαν οἱ πατέρες αὐτοῦ. ἐν ταῖς ἡμέραις αὐτοῦ ἦλθε Ναβουχοδονόσορ ὁ βασιλεὺς Βαβυλῶνος εἰς τὴν γῆν, καὶ ἦν αὐτῷ δουλεύων τρία ἔτη καὶ ἀπέστη ἀπ' αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλε Κύριος ἐπ' αὐτοὺς τοὺς Χαλδαίους καὶ λῃστήρια Σύρων καὶ λῃστήρια Μωαβιτῶν καὶ υἱῶν ᾿Αμμὼν καὶ τῆς Σαμαρείας, καὶ ἀπέστησαν μετὰ τὸν λόγον τοῦτον κατὰ τὸν λόγον Κυρίου ἐν χειρὶ τῶν παίδων αὐτοῦ τῶν προφητῶν. πλὴν θυμὸς Κυρίου ἦν ἐπὶ ᾿Ιούδαν τοῦ ἀποστῆναι αὐτὸν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ διὰ τὰς ἁμαρτίας Μανασσῆ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐποίησε, καὶ ἐν αἵματι ἀθῴῳ, ᾧ ἐξέχεεν ᾿Ιωακὶμ καὶ ἔπλησε τὴν ῾Ιερουσαλὴμ αἵματος ἀθῴου, καὶ οὐκ ἠθέλησε Κύριος ἐξολοθρεῦσαι αὐτούς. 5 Ο Ιωακίμ ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον, όταν ήτο είκοσι πέντε ετών. Εβασίλευσεν επί ένδεκα έτη εις την Ιερουσαλήμ. Η μητέρα του ωνομάζετο Ζεχωρά, ήτο δε θυγάτηρ του Νηρίου του καταγομένου από την Ραμά. Και αυτός διέπραξε το μεγάλο αμάρτημα της ειδωλολατρείας ενώπιον του Κυρίου και ηκολούθησεν όλα όσα είχαν κάμει και οι προπάτορές του. Επί των ημερών του επήλθεν εναντίον της Ιουδαίας ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος. Ο Ιωακίμ υπετάγη εις αυτόν επί τρία έτη. Επειτα δε απεστάτησεν από αυτόν. Κατόπιν ο Κυριος εξαπέστειλεν εναντίον του Ιωακίμ τους Χαλδαίους, ληστρικά σώματα Συρων και ληστρικά σώματα Μωαβιτών, Αμμωνιτών και Σαμαρειτών. Αυτοί επέδραμον εναντίον της Ιουδαίας, δια να τιμωρηθούν οι κάτοικοί της σύμφωνα με τον λόγον, τον οποίον ο Κυριος είχεν είπει δια μέσου των δούλων του των προφητών. Ο θυμός του Κυρίου ήτο τόσος εναντίον των Ιουδαίων, ώστε να απομακρύνη αυτούς από την προστασίαν του εξ αιτίας όλων των αμαρτιών, τας οποίας ο Μανασσής είχε διαπράξει. Και ειδικώτερον εξ αιτίας του αθώου αίματος, το οποίον έχυσεν ο Ιωακίμ και το οποίον ήτο τόσον πολύ, ώστε με αυτό το αθώον αίμα επλημμύρισεν η Ιερουσαλήμ. Ο Κυριος δεν ηθέλησε να αποστείλη τιμωρίαν τότε, που διεπράττοντο αυτά, διότι ο Μανασσής είχεν εν τω μεταξύ μετανοήσει. 5 Ὁ Ἰωακὶμ ἦταν εἴκοσι πέντε ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ἕνδεκα χρόνια. Ἡ μητέρα του ὠνομάζετο Ζεχωρὰ καὶ ἦταν θυγατέρα τοῦ Νηρία, ὁ ὁποῖος κατήγετο ἀπὸ τὴν Ραμά. Ὁ Ἰωακὶμ παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἀκολούθησε καὶ ἐμιμήθη ὅλα, ὅσα ἔκαμαν οἱ ἀσεβεῖς προπάτορές του. Κατὰ τὴν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωακὶμ ὁ Ναβουχοδονόσορ, βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, εἰσέβαλεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα. Καὶ ὁ Ἰωακὶμ ἔγινε ὑποτελής του ἐπὶ τρία χρόνια. Κατόπιν ὅμως ὁ Ἰωακὶμ ἐπανεστάτησε κατὰ τοῦ Ναβουχοδονόσορος. Καὶ ὁ Κύριος ἔστειλε πρὸς τιμωρίαν τῶν Ἰουδαίων ἐναντίον τοῦ Ἰωακὶμ τοὺς Χαλδαίους (Βαβυλωνίους) καὶ ληστρικὲς συμμορίες Σύρων, Μωαβιτῶν, Ἀμμωνιτῶν καὶ Σαμαρειτῶν. Ὁ Κύριος ἔστειλεν ὅλες αὐτὲς τὶς συμμορίες εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας, διὰ νὰ τὴν τιμωρήσῃ σύμφωνα μὲ τὸν λόγον, ποὺ προεῖπεν (ὁ Κύριος) διὰ τῶν δούλων του, τῶν προφητῶν. Τοῦτο (οἱ ἐπιθέσεις τῶν ληστοσυμμοριτῶν) συνέβη ἀσφαλῶς κατ’ ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος, ἕνεκα τοῦ ἀμετακλήτου θυμοῦ του κατὰ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἀπεφάσισε νὰ τιμωρήσῃ τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, νὰ τὸν ἀπομακρύνη ἀπ’ ἐμπρός του καὶ νὰ παύσῃ νὰ τὸν προστατεύη, ἐξ αἰτίας ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τὶς ὁποῖες διέπραξεν ὁ βασιλιᾶς Μανασσῆς· εἰδικώτερα δὲ διὰ τὸ ἀθῶον αἷμα, ποὺ ἔχυσεν ὁ Ἰωακίμ, τὸ ὁποῖον ἦταν τόσον ἄφθονον, ὥστε ἐπλημμύρισε τὴν Ἱερουσαλήμ μὲ τὸ ἀθῶον αὐτὸ αἷμα. Ἀλλ’ ὁ Κύριος δὲν ἠθέλησε νὰ ἐξολοθρεύσῃ τοὺς Ἰουδαίους, ὅταν ἔγιναν ὅλα αὐτά, διότι ὁ Μανασσῆς τελικῶς μετενόησεν.
6 καὶ ἀνέβη ἐπ' αὐτὸν Ναβουχοδονόσορ βασιλεὺς Βαβυλῶνος καὶ ἔδησεν αὐτὸν ἐν χαλκαῖς πέδαις καὶ ἀπήγαγεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα. 6 Ο Ναβουχοδονόσορ ο βασιλεύς της Βαβυλώνος επήλθεν εναντίον του αποστατήσαντος Ιωακίμ, τον συνέλαβε, τον έδεσε με χαλκίνας χειροιπέδας και τον ωδήγησεν εις την Βαβυλώνα. 6 Ὁ Ναβουχοδονόσορ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Βαβυλῶνος, ἐπετέθη κατὰ τοῦ Ἰωακίμ, ποὺ εἶχεν ἐπαναστατήσει ἐναντίον του, τὸν ἔδεσε μὲ χάλκινες χειροπέδες καὶ τὸν μετέφερεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
7 καὶ μέρος τῶν σκευῶν οἴκου Κυρίου ἀπήνεγκεν εἰς Βαβυλῶνα καὶ ἔθηκεν αὐτὰ ἐν τῷ ναῷ αὐτοῦ ἐν Βαβυλῶνι. 7 Ενα μέρος από τα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου επήρεν ο βασιλεύς της Βαβυλώνος και τα έφερεν εις την Βαβυλώνα. Τα ετοποθέτησεν στον εν Βαβυλώνι ιδιαίτερον ναόν του. 7 Ὁ Ναβουχοδονόσορ μετέφερεν ἐπίσης εἰς τὴν Βαβυλῶνα καὶ μέρος ἀπὸ τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ἔβαλε εἰς τὸν ἰδιωτικόν του ναόν (ποὺ εὑρίσκετο μέσα εἰς τὸ παλάτι) εἰς τὴν Βαβυλῶνα.
8 καὶ τὰ λοιπὰ τῶν λόγων ᾿Ιωακὶμ καὶ πάντα, ἃ ἐποίησεν, οὐκ ἰδοὺ ταῦτα γεγραμμένα ἐν βιβλίῳ λόγων τῶν ἡμερῶν τοῖς βασιλεῦσιν ᾿Ιούδα; καὶ ἐκοιμήθη ᾿Ιωακὶμ μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν Γανοζὰ μετά τῶν πατέρων αὐτοῦ, καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Ιεχονίας υἱὸς αὐτοῦ ἀντ' αὐτοῦ. 8 Τα υπόλοιπα από τα έργα του Ιωακίμ, όλα όσα έκαμε, δεν είναι γραμμένα στο βιβλίον των ημερών των έργων των βασιλέων του Ιούδα; Ο Ιωακίμ εκοιμήθη, όπως και οι προπάτορές του, και ενεταφιάσθη εις Γανοζά με τους προπάτορας αυτού. ' Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο υιός του ο Ιεχονίας. 8 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἰωακὶμ καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, δὲν εἶναι μήπως αὐτὰ γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον «Χρονικά (ἢ Ἔργα καὶ Ἡμέραι) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰούδα»; Ἀπέθανε δὲ ὁ Ἰωακὶμ καὶ προσετέθη εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του καὶ ἐτάφη εἰς Γανοζά (κῆπον τοῦ Ὀζά) μαζὶ μὲ τοὺς προπάτορές του· ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Ἰεχονίας (ἢ Ἰωαχίμ), ὁ υἱός του.
9 ᾿Οκτὼ ἐτῶν ᾿Ιεχονίας ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ τρίμηνον καὶ δέκα ἡμέρας ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου. 9 Ο Ιεχονίας ήτο οχτώ ετών, όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον. Εβασίλευσεν αυτός εις την Ιερουσαλήμ επί τρεις μήνας και δέκα ημέρας και διέπραξε το αμάρτημα της ειδωλολατρείας ενώπιον του Κυρίου. 9 Ὁ Ἰεχονίας ἦταν ὀκτὼ ἐτῶν, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ τρεῖς μῆνες καὶ δέκα ἡμέρες. Ὁ Ἰεχονίας παρεσύρθη εἰς ἐκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν.
10 καὶ ἐπιστρέφοντος τοῦ ἐνιαυτοῦ ἀπέστειλεν ὁ βασιλεὺς Ναβουχοδονόσορ καὶ εἰσήνεγκεν αὐτὸν εἰς Βαβυλῶνα μετὰ τῶν σκευῶν τῶν ἐπιθυμητῶν οἴκου Κυρίου καὶ ἐβασίλευσε Σεδεκίαν ἀδελφὸν τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐπὶ ᾿Ιούδαν καὶ ῾Ιερουσαλήμ. 10 Κατά την αρχήν του νέου έτους απέστειλεν ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσορ στρατιώτας και μετέφερε τον Ιεχονίαν εις την Βαβυλώνα με τα πολύτιμα ιερά σκεύη του ναού του Κυρίου. Ο Ναβουχοδονόσορ εγκατέστησεν ως βασιλέα εις την Ιουδαίαν και εις την πόλιν Ιερουσαλήμ τον Σεδεκίαν, αδελφόν του πατρός του Ιεχονίου. 10 Τὸ ἑπόμενον ἔτος, κατὰ τὴν ἄνοιξιν, ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ ἔστειλεν ἀπεσταλμένους, οἱ ὁποῖοι μετέφεραν τὸν Ἰεχονίαν ὡς αἰχμάλωτον εἰς τὴν Βαβυλῶνα μαζὶ μὲ τὰ πολύτιμα ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου. Ὁ Ναβουχοδονόσορ ἀνέβασε εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Ἰούδα, ὡς διάδοχον τοῦ Ἰεχονία, εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τὸν Σεδεκίαν, θεῖον τοῦ Ἰεχονία.
11 ᾿Ετῶν εἴκοσιν υἱὸς καὶ ἑνὸς ἔτους Σεδεκίας ἐν τῷ βασιλεύειν αὐτὸν καὶ ἕνδεκα ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 11 Ο Σεδεκίας όταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ήτο είκοσι και ενός ετών. Εβασίλευσεν αυτός εις την Ιερουσαλήμ επί ένδεκα έτη. 11 Ὁ Σεδεκίας ἦταν εἴκοσι ἐνὸς ἔτους, ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα· ἐβασίλευσε δὲ μὲ ἔδραν τὴν Ἱερουσαλὴμ ἐπὶ ἕνδεκα χρόνια.
12 καὶ ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου Θεοῦ αὐτοῦ, οὐκ ἐνετράπη ἀπὸ προσώπου ῾Ιερεμίου τοῦ προφήτου καὶ ἐκ στόματος Κυρίου 12 Και αυτός διέπραξε το μεγάλο αμάρτημα της ειδωλολατρείας ενώπιον Κυρίου του Θεού αυτού και δεν μετενόησεν ενώπιον του Ιερεμίου του προφήτου, ο οποίος ωμιλούσε προς αυτόν εν ονόματι του Κυρίου. 12 Ὁ Σεδεκίας παρεσύρθη εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμεν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ του· κατήντησεν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν. Δὲν ἄκουσε ταπεινὰ καὶ μὲ πνεῦμα μετανοίας τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, ὁ ὁποῖος τὸν ἐσυμβούλευσε καὶ τοῦ ἐμίλησε ἐκ μέρους τοῦ Κυρίου.
13 ἐν τῷ τὰ πρὸς τὸν βασιλέα Ναβουχοδονόσορ ἀθετῆσαι, ἃ ὥρκισεν αὐτὸν κατὰ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐσκλήρυνε τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ τὴν καρδίαν αὐτοῦ κατίσχυσε τοῦ μὴ ἐπιστρέψαι πρὸς Κύριον Θεὸν ᾿Ισραήλ. 13 Επανεστάτησε δε εναντίον του βασιλέως Ναβουχοδονόσορος, ο οποίος τον είχεν υποχρεώσει να του ορκισθή πίστιν, εν ονόματι του Θεού, εγωϊστής καθώς ήτο, εσκλήρυνε τον τράχηλόν του, έκαμε σκληράν την καρδίαν του, ώστε να μη επιστρέψη προς τον Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ. 13 Ἐπὶ πλέον ὁ Σεδεκίας ἐπανεστάτησεν ἐναντίον τοῦ βασιλιᾶ Ναβουχοδονόσορος, ὁ ὁποῖος τὸν εἶχεν ὑποχρεώσει νὰ ὁρκισθῇ εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὅτι θὰ ἦταν πιστὸς καὶ νομιμόφρων ἀπέναντί του. Ὁ Σεδεκίας ἐπωρώθη καὶ ἔγινε τόσον σκληροτράχηλος καὶ ἀναίσθητος, ἔδειξε δὲ τόσην ἰσχυρογνωμοσύνην καὶ ἐπιμονήν, ὥστε ἀρνήθηκε πεισματικὰ νὰ μετανοήσῃ καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ.
14 καὶ πάντες οἱ ἔνδοξοι ᾿Ιούδα καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὁ λαὸς τῆς γῆς ἐπλήθυναν τοῦ ἀθετῆσαι ἀθετήματα βδελυγμάτων ἐθνῶν καὶ ἐμίαναν τὸν οἶκον Κυρίου τὸν ἐν ῾Ιερουσαλήμ. 14 Αλλά και όλοι οι επίσημοι Ιουδαίοι κατά τας ημέρας εκείνας και οι ιερείς και ο λαός επλήθυναν τας αμαρτίας αυτών, ελάτρευσαν τα βδελυρά είδωλα των εθνών και εμόλυναν τον ναόν του Κυρίου, που υπήρχεν εις την Ιερουσαλήμ. 14 Παράλληλα καὶ ὅλοι οἱ ἐπίσημοι (ἡγέται) τὸν βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ ὅλος ὁ λαὸς τῆς χώρας ἐπρόσθεσαν παρανομίαν εἰς τὴν παρανομίαν των καὶ ἔτσι αὔξησαν πάρα πολὺ τὶς ἁμαρτίες των, μὲ τὸ νὰ ἀκολουθήσουν τὸ παράδειγμα τῶν ἐθνῶν, τὰ ὁποῖα ἐλάτρευαν τὰ σιχαμερὰ εἴδωλα, καὶ ἐμόλυναν τὸν Ναὸν τὸν Κυρίου, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
15 καὶ ἐξαπέστειλε Κύριος ὁ Θεὸς τῶν πατέρων αὐτῶν ἐν χειρὶ τῶν προφητῶν αὐτοῦ ὀρθρίζων καὶ ἀποστέλλων τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, ὅτι ἦν φειδόμενος τοῦ λαοῦ αὐτοῦ καὶ τοῦ ἁγιάσματος αὐτοῦ· 15 Παρ' όλα όμως αυτά Κυριος ο Θεός των πατέρων των απέστελλε συνεχώς και εγκαίρως δια μέσου των προφητών αυτού τας προτροπάς του προς μετάνοιαν, διότι ελυπείτο τον λαόν του και τον άγιον και ιερόν αυτού ναόν. 15 Ἀλλ' ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων των, ἀκόμη καὶ τότε ἔστειλεν εἰς αὐτοὺς ἐγκαίρως, πολὺ ἐνωρὶς καὶ συνεχῶς, τὶς συμβουλὲς καὶ προτροπές του διὰ μετάνοιαν, μέσῳ τῶν ἀπεσταλμένων του, τῶν προφητῶν του· τοῦτο τὸ ἔκαμεν ὁ Κύριος, διότι εὐσπλαγχνίζετο τὸν λαόν του καὶ δὲν ἤθελε νὰ βλάψῃ οὔτε αὐτὸν οὔτε τὸν ἅγιον Ναόν του.
16 καὶ ἦσαν μυκτηρίζοντες τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐξουθενοῦντες τοὺς λόγους αὐτοῦ καὶ ἐμπαίζοντες ἐν τοῖς προφήταις αὐτοῦ, ἕως ἀνέβη ὁ θυμὸς Κυρίου ἐν τῷ λαῷ αὐτοῦ, ἕως οὐκ ἦν ἴαμα. 16 Εκείνοι όμως περιγελούσαν τους αγγελιαφόρους, ειρωνεύοντο και ενέπαιζον τους προφήτας του, έως ότου άναψεν ο θυμός του Κυρίου εναντίον του λαού αυτού, ώστε να μη υπάρχον πλέον τρόπος θεραπείας δι' αυτούς. 16 Ὅμως αὐτοὶ εἰρωνεύοντο τοὺς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ καὶ ἐξευτέλιζαν τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπερίπαιζαν τοὺς προφῆτες του, μέχρις ὅτου τελικῶς ἄναψε πάρα πολὺ ὀ θυμὸς καὶ ἡ σφοδρὰ ἀγανάκτησις τοῦ Κυρίου ἐναντίον τοῦ λαοῦ του, καὶ μάλιστα μέχρι τέτοιου σημείου, ὥστε δὲν ὑπῆρχε πλέον ἐλπίδα θεραπείας καὶ σωτηρίας!
17 καὶ ἤγαγεν ἐπ' αὐτοὺς βασιλέα Χαλδαίων, καὶ ἀπέκτεινε τοὺς νεανίσκους αὐτῶν ἐν ρομφαίᾳ ἐν οἴκῳ ἁγιάσματος αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐφείσατο τοῦ Σεδεκίου καὶ τὰς παρθένους αὐτῶν οὐκ ἠλέησε καὶ τοὺς πρεσβυτέρους αὐτῶν ἀπήγαγον· τὰ πάντα παρέδωκεν ἐν χερσίν αὐτῶν. 17 Τοτε έφερεν εναντίον αυτών τον βασιλέα των Χαλδαίων, ο οποίος εφόνευσε τους νεαρούς Ιουδαίους δια της ρομφαίας μέσα στον άγιον ναόν και δεν ελυπήθη ούτε αυτόν τον Σεδεκίαν. Δεν αισθάνθη κανένα οίκτον ούτε απέναντι των παρθένων και των, γερόντων, τους οποίους ωδήγησεν αιχμαλώτους. Ο Θεός είχε παραδώσει τα πάντα εις τα χέρια των Χαλδαίων. 17 Ἕνεκα τούτου ὁ Κύριος ὠδήγησεν ἐναντίον των τὸν βασιλιᾶ τῶν Χαλδαίων (Βαβυλωνίων), ὁ ὁποῖος ἐσκότωσε τοὺς νεαροὺς Ἰουδαίους μὲ τὴν ρομφαίαν (πλατὺ καὶ μεγάλο δίκοπο σπαθί) μέσα εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον Ναὸν τὸν Θεοῦ. Ὁ βασιλιᾶς Ναβουχοδονόσορ δὲν ἐλυπήθη οὔτε τὸν Σεδεκίαν οὔτε εὐσπλαγχνίσθη τὶς παρθένους κόρες τῶν Ἰουδαίων καὶ τοὺς γέροντες, τοὺς ὁποίους συνέλαβαν καὶ ὠδήγησαν εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν. Ὁ Θεὸς παρέδωκεν ὅλους τοὺς Ἰουδαίους καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των εἰς τὰ χέρια τῶν Βαβυλωνίων.
18 καὶ πάντα τὰ σκεύη οἴκου τοῦ Θεοῦ τά μεγάλα καὶ τὰ μικρὰ καὶ τοὺς θησαυροὺς οἴκου Κυρίου καὶ πάντας τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλέως καὶ τῶν μεγιστάνων, πάντα εἰσήνεγκεν εἰς Βαβυλῶνα. 18 Ο Ναβουχοδονόσορ ελεηλάτησε και μετέφερεν εις την Βαβυλώνα όλα τα ιερά σκεύη, τα μικρά και τα μεγάλα, και όλους τους θησαυρούς του ναού του Κυρίου και όλους τους θησαυρούς του βασιλέως και των μεγιστάνων του. 18 Ὁ βασιλιᾶς τῶν Χαλδαίων ἐλαφυραγώγησε καὶ μετέφερεν εἰς τὴν Βαβυλῶνα ὅλα τὰ ἱερὰ σκεύη τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ, τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρά, καὶ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ ὅλους τοὺς θησαυροὺς τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν μεγιστάνων (ἀρχόντων) του.
19 καὶ ἐνέπρησε τὸν οἶκον Κυρίου καὶ κατέσκαψε τὸ τεῖχος ῾Ιερουσαλὴμ καὶ τὰς βάρεις αὐτῆς ἐνέπρησεν ἐν πυρὶ καὶ πᾶν σκεῦος ὡραῖον εἰς ἀφανισμόν. 19 Παρέδωκεν στο πυρ τον ναόν του Κυρίου, εκρήμνισε και ανέσκαψε το τείχος της Ιερουσαλήμ, και τα βασιλικά της ανάκτορα παρέδωκεν στο πυρ. Καθε πολύτιμον και ωραίον αντικείμενον παρέδωκεν εις καταστροφήν και αφανισμόν. 19 Ὁ Ναβουχοδονόσορ παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιὰ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ κατεδάφισε τὸ τεῖχος τῆς Ἱερουσαλὴμ καὶ τὰ βασιλικά της παλάτια παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιά, κατέστρεψε δὲ ἐντελῶς καὶ κάθε πολύτιμον ἀντικείμενον.
20 καὶ ἀπῴκισε τοὺς καταλοίπους εἰς Βαβυλῶνα, καὶ ἦσαν αὐτῷ καὶ τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ εἰς δούλους ἕως βασιλείας Μήδων 20 Οσους διέφυγον την σφαγήν Ιουδαίους μετέφερεν εις την Βαβυλώνα ο Ναβουχοδονόσορ. Αυτοί εχρησιμευαν ως δούλοι του, δούλοι των απογόνων του μέχρι και της βασιλείας των Μηδων. 20 Τοὺς Ἰουδαίους δὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὴν σφαγήν, τοὺς μετέφερεν ὁ Ναβουχοδονόσορ εἰς τὴν Βαβυλῶνα, ὅπου κατέστησαν δοῦλοι τοῦ Βαβυλωνίου βασιλιᾶ καὶ τῶν ἀπογόνων του, μέχρι τῆς ἱδρύσεως τῆς βασιλείας τῶν Μήδων καὶ Περσῶν.
21 τοῦ πληρωθῆναι λόγον Κυρίου διὰ στόματος ῾Ιερεμίου ἕως τοῦ προσδέξασθαι τὴν γῆν τὰ σάββατα αὐτῆς σαββατίσαι· πάσας τὰς ἡμέρας ἐρημώσεως αὐτῆς ἐσαββάτισεν εἰς συμπλήρωσιν ἐτῶν ἑβδομήκοντα. 21 Αυτό δε όλον έγινε, δια να εκπληρωθή ο λόγος του Κυρίου, τον οποίον είχεν εκφράσει δια του στόματος του Ιερεμίου λέγων· “η εξορία αυτή θα διαρκέση, έως ότου η χώρα συμπληρώσει τας ημέρας της αργίας των σαββάτων, κατά τα οποία οι κάτοικοί της παραβαίνοντες τον Νομον του Μωϋσέως ειργάζοντο”. Ετσι ίόλα τα έτη, που διαρκούσεν η ερήμωσις της χώρας, η γη ανεπαύθη από τας εργασίας, ώστε συνεπληρώθησαν εβδομήκοντα έτη. 21 Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν, διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐπροφητεύθη ἀπὸ τὸν Ἱερεμίαν καὶ ἔλεγεν: «Ἡ Βαβυλώνιος αἰχμαλωσία θὰ διαρκέσῃ, μέχρις ὅτου ἡ χώρα τῆς Ἰουδαίας συμπληρώσῃ τὶς ἡμέρες τῆς ἀναπαύσεως καὶ ἀργίας τῶν Σαββάτων, κατὰ τὴν διαρκειαν τῶν ὁποίων δὲν εἶχεν ἀναπαυθῆ, ἐπειδὴ οἱ ἀποστάται κάτοικοί της εἶχαν καταλύσει τὴν ἀργίαν τοῦ Σαββάτου καὶ εἰργάζοντο. Κατὰ τὴν διάρκειαν ὅλων τῶν ἡμερῶν (ἐτῶν) τῆς ἐρημώσεως τῆς χώρας ἡ γῆ ἀνεπαύθη ἀπὸ τὴν ἐργασίαν, μέχρις ὅτου συνεπληρώθησαν ἑβδομῆντα χρόνια».
22 ῎Ετους πρώτου Κύρου βασιλέως Περσῶν, μετὰ τὸ πληρωθῆναι ρῆμα Κυρίου διὰ στόματος ῾Ιερεμίου, ἐξήγειρε Κύριος τὸ πνεῦμα Κύρου βασιλέως Περσῶν καὶ παρήγγειλε κηρύξαι ἐν πάσῃ τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ ἐν γραπτῷ λέγων· 22 Κατά δε το πρώτον έτος της βασιλείας του Κυρου βασιλέως των Περσών, αφού συνεπληρώθησαν πλέον τα έτη της ερημώσεως σύμφωνα με τον λόγον του Κυρίου, που είχεν είπει δια του προφήτου Ιερεμίου, ο Κυριος διέθεσεν ευμενώς το πνεύμα Κυρου του βασιλέως των Περσών δια την αποκατάστασιν των Ιουδαίων. Διέταξε τότε ο Κύρος να κηρυχθούν εις όλην αυτού την βασιλείαν γραπτώς τα εξής· 22 Καὶ κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν Κύρου, ἀφοῦ πλέον ἐξεπληρώθησαν οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου, τοὺς ὁποίους ἐπροφήτευσε ὁ Ἱερεμίας, ὁ Κύριος παρεκίνησε καὶ διέθεσεν εὐμενῶς τὴν ψυχὴν τοῦ Κύρου, τοῦ βασιλιᾶ τῶν Περσῶν, ὥστε ὁ Κῦρος ἐξέδωκε διάταγμα, διὰ τοῦ ὁποίου ὥριζε νὰ διακηρυχθῇ γραπτῶς εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν τῆς αὐτοκρατορίας του τοῦτο:
23 τάδε λέγει Κῦρος βασιλεὺς Περσῶν πάσαις ταῖς βασιλείαις τῆς γῆς· ἔδωκέ μοι Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αὐτὸς ἐνετείλατό μοι οἰκοδομῆσαι οἶκον αὐτῷ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐν τῇ ᾿Ιουδαίᾳ. τίς ἐξ ὑμῶν ἐκ παντὸς τοῦ λαοῦ αὐτοῦ; ἔσται Θεὸς αὐτοῦ μετ' αὐτοῦ, καὶ ἀναβήτω. 23 “Αυτά λέγει ο Κύρος ο βασιλεύς των Περσών εις όλας τας βασιλείας της γης. Ο Κυριος ο Θεός του ουρανού μου έδωκεν αυτάς τας βασιλείας της γης και με διέταξε να ανοικοδομήσω εις την πόλιν της Ιερουσαλήμ και εις την χώραν της Ιουδαίας ναόν προς δόξαν αυτού. Ποιός λοιπόν από σας είναι από τον λαόν αυτόν των Ιουδαίων; Είναι ελεύθερος να επανέλθη εις την πατρίδα του”. 23 «Αὐτὰ λέγει ὁ Κῦρος, ὁ αὐτοκράτωρ τῶν Περσῶν, εἰς ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς: «Ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τὸν οὐρανοῦ, παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν μου ὅλα τὰ βασίλεια τῆς γῆς. Αὐτὸς ὁ ἴδιος ἐπίσης μοῦ ἔδωκεν ἐντολὴν νὰ ἀνοικοδομήσω Ναὸν πρὸς δόξαν καὶ τιμήν του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὴν χώραν τῆς Ἰουδαίας. Ποῖος λοιπὸν ἀπὸ σᾶς, τοὺς ὑπηκόους μου, ἀνήκει εἰς τὸν λαὸν αὐτὸν τῶν Ἰουδαίων; Ὅποιος ἀνήκει εἰς τὸν Ἰουδαϊκὸν λαόν, εἴθε νὰ εἶναι ὁ Θεός του μαζί του! Καὶ ἂς μεταβῇ ἐλεύθερος πλέον εἰς τὴν χώραν του».