Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ὡς συνετέλεσε Σαλωμὼν προσευχόμενος, καὶ τὸ πῦρ κατέβη ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατέφαγε τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰς θυσίας, καὶ δόξα Κυρίου ἔπλησε τὸν οἶκον. | 1 Οταν ο Σολομών ετελείωσε την προσευχήν του, πυρ κατέβηκε από τον ουρανόν και κατέφαγε τας θυσίας των ολοκαυτωμάτων και τας άλλας θυσίας. Θεία δε λάμψις εγέμισε τον ναόν του Κυρίου. | 1 Καὶ ὅταν ὁ Σολομὼν ἐτελείωσε νὰ προσεύχεται, φωτιὰ κατέβη ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ κατέκαυσεν ἐντελῶς, ἔκαμε κάρβουνο καὶ στάχτη τὰ κομμάτια τῶν ζώων, ποὺ προσεφέροντο ὡς ὁλοκαυτώματα, καὶ τὶς ἄλλες θυσίες· ταυτοχρόνως ἡ δόξα Κυρίου, ἡ ὑπερφυσικὴ καὶ ἐκθαμβωτικὴ λάμψις, ἐγέμισε τὸν Ναόν! |
2 καὶ οὐκ ἠδύναντο οἱ ἱερεῖς εἰσελθεῖν εἰς τὸν οἶκον Κυρίου ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὅτι ἔπλησε δόξα Κυρίου τὸν οἶκον. | 2 Οι ιερείς δεν ημπορούσαν να εισέλθουν στον ναόν του Κυρίου κατά το χρονικόν εκείνο διάστημα, διότι θεία λάμψις είχε γεμίσει τον ναόν του Κυρίου. | 2 Ἕνεκα τούτου οἱ ἱερεῖς δὲν ἠμποροῦσαν να εἰσέλθουν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, διότι ἡ δόξα τοῦ Κυρίου, ἡ ὑπερφυσικὴ καὶ ἐκθαμβωτικὴ λάμψις, ἐγέμισε τὸν Ναόν. |
3 καὶ πάντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἑώρων καταβαῖνον τὸ πῦρ, καὶ ἡ δόξα Κυρίου ἐπὶ τὸν οἶκον, καὶ ἔπεσον ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν ἐπὶ τὸ λιθόστρωτον καὶ προσεκύνησαν καὶ ᾔνουν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. | 3 Ολοι οι Ισραηλίται έβλεπον το πυρ να κατεβαίνη από τον ουρανόν και την θείαν λάμψιν, η οποία εγέμισε τον ναόν. Επεσαν δε κατά γης με το πρόσωπον αυτών στο λιθόστρωτον δάπεδον, προσεκύνησαν τον Θεόν και υμνούσαν αυτόν λέγοντες· “ότι είναι αγαθός, ότι το έλεός του παραμένει στους αιώνας των αιώνων”. | 3 Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς εἶδαν τὴν φωτιὰ νὰ κατεβαίνῃ ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν δόξαν τοῦ Κυρίου, τὴν ὑπερφυσικὴν καὶ ἐκθαμβωτικὴν λάμψιν, νὰ γεμίζῃ τὸν Ναόν, καὶ ἔπεσαν μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν, ἐπάνω εἰς τὸ λιθόστρωτον δάπεδον, προσκυνοῦντες καὶ δοξολογοῦντες τὸν Θεὸν μὲ τό: «Διότι τοῦτο εἶναι ὠφέλιμον, γλυκύ, καλὸν καὶ πρέπον· διότι πάντοτε καὶ διαρκῶς ὁ Κύριος ἐλεεῖ καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του εἶναι ἀστείρευτος πηγὴ ἐλέους, ὥστε τὸ ἔλεός του νὰ μένῃ ἀνεξάντλητον εἰς τὸν αἰῶνα». |
4 καὶ ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶς ὁ λαὸς θύοντες θύματα ἔναντι Κυρίου. | 4 Ο βασιλεύς και όλος ο λαός προσέφερον θυσίας ενώπιον του Κυρίου. | 4 Ὁ βασιλιᾶς καὶ μαζί του ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς προσέφεραν θυσίες ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. |
5 καὶ ἐθυσίασεν ὁ βασιλεὺς Σαλωμὼν τὴν θυσίαν μόσχων εἴκοσι καὶ δύο χιλιάδας καὶ βοσκημάτων ἑκατὸν καὶ εἴκοσι χιλιάδας, καὶ ἐνεκαίνισε τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ὁ βασιλεὺς καὶ πᾶς ὁ λαός. | 5 Ο βασιλεύς Σολομών προσέψερεν ως θυσίαν εικοσιδύο χιλιάδας μόσχους και εκατόν είκοσι χιλιάδας πρόβατα. Με αυτόν τον τρόπον ο βασιλεύς και όλος ο λαός έκαμαν τα εγκαίνια του ναού του Θεού. | 5 Ὁ βασιλιᾶς Σολομὼν προσέφερε θυσίαν εἴκοσι δύο χιλιάδες (22.000) μοσχάρια καὶ ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες (120.000) πρόβατα. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἐγκαινίασαν τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ ὁ βασιλιᾶς καὶ μαζί του ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. |
6 καὶ οἱ ἱερεῖς ἐπὶ τὰς φυλακὰς αὐτῶν ἑστηκότες, καὶ οἱ Λευῖται ἐν ὀργάνοις ᾠδῶν Κυρίου τοῦ Δαυὶδ τοῦ βασιλέως τοῦ ἐξομολογεῖσθαι ἔναντι Κυρίου, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ, ἐν ὕμνοις Δαυὶδ διὰ χειρὸς αὐτῶν, καὶ οἱ ἱερεῖς σαλπίζοντες ταῖς σάλπιγξιν ἐναντίον αὐτῶν, καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ ἑστηκώς. | 6 Οι ιερείς εστέκοντο όρθιοι εις τας θέσεις των και οι Λευίται με τα ιερά μουσικά των όργανα, δια να υμνούν με αυτά τον Κυριον λέγοντες, ότι στον αιώνα το έλεος αυτού. Επίσης εδοξολογούσαν τον Κυριον με άσματα, τα οποία ο Δαυίδ ιδιοχείρως είχε γράψει, και οι ιερείς εσάλπιζαν με τας ιεράς σάλπιγγας ενώπιον αυτών και όλοι οι Ισραηλίται ίσταντο όρθιοι. | 6 Οἱ ἱερεῖς ἐστέκοντο εἰς τὶς ὠρισμένες θέσεις των, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ Λευῖται (ἀπέναντί των) μὲ τὰ ἱερά των ὄργανα, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ τοὺς εἶχεν ἐφοδιάσει, διὰ νὰ ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Κύριον μὲ τὴν συνοδείαν τῶν ὀργάνων αὐτῶν λέγοντες: «Διότι πάντοτε καὶ διαρκῶς ὁ Κύριος ἐλεεῖ καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του εἶναι ἀστείρευτος πηγὴ ἐλέους, ὥστε τὸ ἔλεός του νὰ μένῃ ἀνεξάντλητον εἰς τὸν αἰῶνα. Ἐπίσης ἐδοξολογοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ μὲ ὕμνους, τοὺς ὁποίους εἶχε συνθέσει ὁ ἴδιος ὁ Δαβίδ. Ἀπέναντι δὲ ἀπὸ τοὺς Λευῖτες οἱ ἱερεῖς ἐσάλπιζαν μὲ τὶς σάλπιγγες, ἐνῷ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ εἶχε συναθροισθῇ, ἐστέκετο ὄρθιος. |
7 καὶ ἡγίασε Σαλωμὼν τὸ μέσον τῆς αὐλῆς τῆς ἐν οἴκῳ Κυρίου, ὅτι ἐποίησεν ἐκεῖ τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰ στέατα τῶν σωτηρίων, ὅτι τὸ θυσιαστήριον τὸ χαλκοῦν, ὃ ἐποίησε Σαλωμών, οὐκ ἐξεποίει δέξασθαι τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰ μαναὰ καὶ τὰ στέατα. | 7 Ο Σολομών ηγίασε την αυλήν, που ευρίσκετο στον ναόν του Κυρίου, διότι εκεί επί του νέου θυσιαστηρίου προσέφερε τα ολοκαυτώματα και τα λίπη των θυσιών του σωτηρίου, επειδή το άλλο το χαλκούν θυσιαστήριον, το οποίον είχε κατασκευάσει ο Σολομών, δεν ήτο αρκετόν να δέχεται όλα τα ολοκαυτώματα και τα δώρα και τα λίπη των ειρηνικών θυσιών. | 7 Ὁ Σολομὼν ἐκαθαγίασε τὸ κέντρον τῆς αὐλῆς, ἡ ὁποία εὑρίσκετο ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. Διότι ἐκεῖ προσέφερε τὶς θυσίες τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τὰ λίπη (τὰ λιπαρὰ κομμάτια) τῶν θυσιῶν τοῦ «σωτηρίου«, ἐπειδὴ τὸ χάλκινον θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων, ποὺ κατεσκεύασεν ὁ Σολομών, δὲν ἐπαρκοῦσε εἰς τὸ νὰ δεχθῇ ὅλες τὶς θυσίες τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τὰ ἄλλα δῶρα καὶ τὰ λίπη (τὰ λιπαρὰ κομμάτια). |
8 καὶ ἐποίησε Σαλωμὼν τὴν ἑορτὴν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἑπτὰ ἡμέρας καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ μετ' αὐτοῦ, ἐκκλησία μεγάλη σφόδρα ἀπὸ εἰσόδου Αἰμὰθ καὶ ἕως χειμάρρου Αἰγύπτου. | 8 Κατά τον καιρόν εκείνον ετέλεσεν ο Σολομών την εορτήν αυτήν των εγκαινίων επί επτά ημέρας. Μαζή δε με αυτόν ήσαν όλοι οι Ισραηλίται, συγκέντρωσις πολύ μεγάλη, διότι είχον έλθει Ισραηλίται από την είσοδον της χώρας Αιμάθ έως τον χείμαρρον της Αιγύπτου. | 8 Καὶ ὁ Σολομὼν ἑώρτασε τὴν ἑορτὴν αὐτὴν τῶν Ἐγκαινίων ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸν καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀποτελοῦσε μίαν πολὺ μεγάλην συνάθροισιν πλήθους, τὸ ὁποῖον ἦλθεν ἀπὸ τὴν περιοχὴν ποὺ ἐξετείνετο ἀπὸ τὴν εἴσοδον Αἰμάθ (εἰς τὸ βορειότερον ἄκρον τῆς Παλαιστίνης) μέχρι τὸν χείμαρρον τῆς Αἰγύπτου (εἰς τὸ νοτιώτερον ἄκρον τῆς Παλαιστίνης). |
9 καὶ ἐποίησεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ὀγδόῃ ἐξόδιον, ὅτι ἐγκαινισμὸν τοῦ θυσιαστηρίου ἐποίησεν ἑπτὰ ἡμέρας ἑορτήν. | 9 Κατά την ογδόην ημέραν εώρτασεν ο Σολομών την λήξιν της εορτής. Επί επτά ημέρας ετέλεσε την εορτήν των εγκαινίων του θυσιαστηρίου. | 9 Κατὰ δὲ τὴν ὀγδόην ἡμέραν ὁ Σολομὼν ἑώρτασε τὴν λῆξιν τῆς ἑορτῆς τῶν Ἐγκαινίων· διότι οἱ ἐορτασμοὶ τῶν ἐγκαινίων τοῦ θυσιαστηρίου διήρκεσαν ἑπτὰ ἥμερες. |
10 καὶ ἐν τῇ τρίτῃ καὶ εἰκοστῇ τοῦ μηνὸς τοῦ ἑβδόμου ἀπέστειλε τὸν λαὸν εἰς τὰ σκηνώματα αὐτῶν εὐφραινομένους καὶ ἀγαθῇ καρδίᾳ ἐπὶ τοῖς ἀγαθοῖς, οἷς ἐποίησε Κύριος τῷ Δαυίδ, καὶ τῷ Σαλωμῶντι καὶ τῷ ᾿Ισραὴλ λαῷ αὐτοῦ. | 10 Κατά την εικοστήν τρίτην ημέραν του εβδόμου μηνός αφήκεν ο Σολομών τους Ισραηλίτας να επιστρέψουν χαρούμενοι εις τας οικίας των δια τας ευεργεσίας, τας οποίας ο Κυριος έκαμεν στον Δαυίδ, στον Σολομώντα και στον ισραηλιτικόν λαόν. | 10 Κατὰ δὲ τὴν εἰκοστὴν τρίτην ἡμέραν του ἑβδόμου μηνὸς (τοῦ ἑβραϊκοῦ ἔτους) ὁ Σολομὼν ἀπέλυσε τὸν λαὸν διὰ νὰ ἀναχωρήσουν εἰς τὰ σπίτια των. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐπέστρεψαν εἰς τὶς πόλεις των εὐτυχισμένοι, χαρούμενοι καὶ μὲ καρδιὰ γεμάτην ἀγαλλίασιν δι’ ὅλα τὰ ἀγαθὰ καὶ τὶς εὐλογίες, ποὺ ὁ Κύριος ἐχάρισεν εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ εἰς τὸν Σολομῶντα καὶ εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες, τὸν περιούσιον λαόν του. |
11 Καὶ συνετέλεσε Σαλωμὼν τὸν οἶκον Κυρίου καὶ τὸν οἶκον τοῦ βασιλέως· καὶ πάντα, ὅσα ἠθέλησεν ἐν τῇ ψυχῇ Σαλωμὼν τοῦ ποιῆσαι ἐν οἴκῳ Κυρίου καὶ ἐν οἴκῳ αὐτοῦ, εὐωδώθη. | 11 Εφερεν εις πέρας ο Σολομών τον ναόν του Κυρίου και το βασιλικόν του ανάκτορον. Επραγματοποίησεν επιτυχώς όλα όσα εσκέφθη και επεθύμησε να κάμη στον οίκον του Θεού και στον ιδικόν του οίκον. | 11 Ἔτσι ὁ Σολομὼν ἐτελείωσε τὸ κτίσιμον τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ βασιλικοῦ ἀνακτόρου. Ὠλοκλήρωσε μὲ ἐπιτυχίαν ὁ Σολομὼν ὅλα, ὅσα ἐσχεδίασε καὶ ἀπεφάσισε νὰ κάμῃ εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου καὶ εἰς τὸ βασιλικόν του ἀνάκτορον. |
12 καὶ ὤφθη Κύριος τῷ Σαλωμὼν τὴν νύκτα καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἤκουσα τῆς προσευχῆς σου καὶ ἐξελεξάμην ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ ἐμαυτῷ εἰς οἶκον θυσίας. | 12 Ο Κυριος παρουσιάσθη στον Σολομώντα την επομένην νύκτα και του είπε· “ήκουσα την προσευχήν σου και εξέλεξα τον τόπον αυτόν, δια να είναι ναός μου, στον οποίον θα προσφέρετε τας θυσίας σας. | 12 Τότε ὁ Κύριος παρουσιάσθη μὲ θεῖον, ἰερὸν καὶ ὑπερφυσικὸν ὄνειρον εἰς τὸν Σολομῶντα τὴν νύκτα (ἐνῷ ἐκοιμᾶτο) καὶ τοῦ εἶπεν: «Ἄκουσα τὴν προσευχήν σου καὶ ἐδιάλεξα καὶ ἐξεχώρισα τὸν τόπον αὐτὸν διὰ τὸν ἑαυτόν μου ὡς Ναόν, ὅπου θὰ προσφέρωνται θυσίες. |
13 ἐὰν συσχῶ τὸν οὐρανὸν καὶ μὴ γένηται ὑετός, καὶ ἐὰν ἐντείλωμαι τῇ ἀκρίδι καταφαγεῖν τὸ ξύλον, καὶ ἐὰν ἀποστείλω θάνατον ἐν τῷ λαῷ μου, | 13 Εάν κλείσω τον ουρανόν και δεν πέση βροχή, εάν διατάξω τας ακρίδας να καταφάγουν τα δένδρα, εάν στείλω θάνατον στον λαόν μου, | 13 Ἐὰν κλείσω τὸν οὐρανὸν καὶ δὲν πίπτῃ βροχὴ εἰς τὴν γῆν, ἢ ἐὰν διατάξω τὶς ἀκρίδες νὰ καταφάγουν τὰ δένδρα, ἢ ἐὰν στείλω θανατηφόρον ἐπιδημίαν μεταξὺ τοῦ λαοῦ μου, |
14 καὶ ἐὰν ἐντραπῇ ὁ λαός μου ἐφ' οὓς ἐπικέκληται τὸ ὄνομά μου ἐπ' αὐτούς, καὶ προσεύξωνται καὶ ζητήσωσι τὸ πρόσωπόν μου καὶ ἀποστρέψωσιν ἀπὸ τῶν ὁδῶν αὐτῶν τῶν πονηρῶν, καὶ ἐγὼ εἰσακούσομαι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἵλεως ἔσομαι ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν καὶ ἰάσομαι τὴν γῆν αὐτῶν. | 14 στον οποίον έχει δοθή ως όνομα το Ονομά μου και συναισθανθή το σφάλμα του και μετανοήση, εάν προσευχηθούν τότε οι Ισραηλίται προς εμέ και ζητήσουν το πρόσωπόν μου και απομακρυνθούν από τας πονηράς αυτών οδούς, εγώ από τον ουρανόν θα ακούσω τας προσευχάς των, θα γίνω ίλεως εις τας αμαρτίας των και θα απαλλαξω την χώραν των από τας θλίψεις των. | 14 (τότε) ἐὰν ὁ λαός μου, εἰς τὸν ὁποῖον ἔχω θέσει τὸ ὄνομά μου, ταπεινωθῇ, συντριβῇ καὶ προσευχηθῇ καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ζητήσουν τὸ πρόσωπόν μου καὶ τὴν περιφανῆ ἐπίσκεψιν τῆς προστασίας μου μὲ ἅγιον πόθον, καὶ ἐπιστρέψουν μὲ μετάνοιαν ἀπὸ τὸν δρόμον τῆς ἁμαρτίας καὶ πονηρίας των, τότε καὶ ἐγὼ θὰ εἰσακούσω τὴν προσευχήν των ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ φανῶ συγχωρητικὸς καὶ εὐσπλαγχνικὸς εἰς τὶς ἁμαρτίες των καὶ θὰ ἀποκαταστήσω τὴν γῆν των καὶ θὰ φέρω πάλιν εὐημερίαν εἰς τὴν χώραν των. |
15 καὶ νῦν οἱ ὀφθαλμοί μου ἔσονται ἀνεῳγμένοι καὶ τὰ ὦτά μου ἐπήκοα τῇ προσευχῇ τοῦ τόπου τούτου. | 15 Τωρα οι οφθαλμοί μου θα είναι ανοικτοί και τα ώτα μου προσεκτικά εις την προσευχήν, η οποία θα αναπέμπεται προς εμέ από τον τόπον αυτόν. | 15 Τώρα τὰ μάτια μου θὰ εἶναι ἀνοικτὰ καὶ ἄγρυπνα καὶ τὰ αὐτιά μου προσεκτικὰ καὶ πρόθυμα νὰ ἀκούουν τὴν προσευχήν, ἡ ὁποία θὰ ἀναπέμπεται ἀπὸ τὸν τόπον αὐτόν, τὸν Ναόν. |
16 καὶ νῦν ἐξελεξάμην καὶ ἡγίακα τὸν οἶκον τοῦτον τοῦ εἶναι ὄνομά μου ἐκεῖ ἕως αἰῶνος, καὶ ἔσονται οἱ ὀφθαλμοί μου καὶ ἡ καρδία μου ἐκεῖ πάσας τὰς ἡμέρας. | 16 Εξέλεξα και ηγίασα τον ναόν αυτόν, δια να είναι και να αναφέρεται εκεί αιωνίως το Ονομά μου. Οι οφθαλμοί μου και η καρδία μου θα είναι εκεί όλας τας ημέρας. | 16 Διότι τώρα ἐδιάλεξα, ἐξεχώρισα καὶ ἁγίασα τὸν Ναὸν αὐτὸν διὰ νὰ λατρεύεται ἐκεῖ εἰς αὐτὸν αἰωνίως τὸ ὄνομά μου. Ἐκεῖ, εἰς τὸν Ναὸν αὐτόν, θὰ εἶναι στραμμένοι οἱ ὀφθαλμοί μου καὶ ἢ καρδιά μου πάντοτε, ὅλες τὶς ἡμέρες. |
17 καὶ σὺ ἐὰν πορευθῇς ἐναντίον μου ὡς Δαυὶδ ὁ πατήρ σου καὶ ποιήσεις κατὰ πάντα, ἃ ἐνετειλάμην σοι, καὶ τὰ προστάγματά μου καὶ τὰ κρίματά μου φυλάξῃ, | 17 Και συ, εάν πορευθής και ζήσης ενώπιόν μου, όπως ο πατήρ σου ο Δαυίδ, και εκτελέσης όλα όσα εγώ σε έχω διατάξει και φυλάξης τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου, | 17 Σὺ δέ, ἐὰν συμπεριφερθῇς ἀπέναντί μου, ὅπως εἶχε συμπεριφερθῆ ὁ Δαβίδ, ὁ πατέρας σου, καὶ ἐὰν ἐφαρμόσῃς μὲ ἀκρίβειαν ὅλα, ὅσα σὲ ἔχω διατάξει, καὶ φυλάξῃς τὰ προστάγματά μου καὶ τὶς ἀποφάνσεις καὶ δίκαιες κρίσεις μου, |
18 καὶ ἀναστήσω τὸν θρόνον τῆς βασιλείας σου, ὡς διεθέμην Δαυὶδ τῷ πατρί σου λέγων· οὐκ ἐξαρθήσεταί σοι ἡγούμενος ἀνὴρ ἐν ᾿Ισραήλ. | 18 εγώ θα ανορθώσω και θα στερεώσω τον βασιλικόν σου θρόνον, όπως υπεσχέθην στον πατέρα σου Δαυίδ λέγων· Ποτέ δεν θα λείψη βασιλεύς επί του ισραηλιτικού λαού εκ των απογόνων σου. | 18 τότε καὶ ἐγὼ θὰ στερεώσω τὸν βασιλικόν σου θρόνον, ὅπως εἶχα ὑποσχεθῆ εἰς τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα σου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶπα: «Δὲν θὰ λείψῃ ποτὲ ἀπόγονος (διάδοχός) σου ἀπὸ τὸν βασιλικὸν θρόνον σου (ἐπί) τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ». |
19 καὶ ἐὰν ἀποστρέψητε ὑμεῖς καὶ ἐγκαταλίπητε τὰ προστάγματά μου καὶ τὰς ἐντολάς μου, ἃς ἔδωκα ἐναντίον ὑμῶν, καὶ πορευθῆτε καὶ λατρεύσητε θεοῖς ἑτέροις καὶ προσκυνήσητε αὐτοῖς, | 19 Εάν όμως σεις στραφήτε προς άλλους δρόμους και εγκαταλείψετε τα προστάγματά μου και τας εντολάς μου, τας οποίας έδωκα ενώπιόν σας, και πορευθήτε και λατρεύσετε άλλους θεούς και προσκυνήσετε αυτούς, | 19 Ἐὰν ὄμως σεῖς ἀποστραφῆτε ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἐγκαταλείψετε τὰ προστάγματά μου καὶ τὶς ἐντολές μου, τὶς ὁποῖες ἔθεσα ἐνώπιόν σας διὰ νὰ τὶς τηρῆτε, καὶ προχωρήσετε καὶ λατρεύσετε ἄλλους θεοὺς καὶ προσκυνήσετε αὐτούς, |
20 καὶ ἐξαρῶ ὑμᾶς ἀπὸ τῆς γῆς, ἧς ἔδωκα αὐτοῖς, καὶ τὸν οἶκον τοῦτον, ὃν ἡγίασα τῷ ὀνόματί μου, ἀποστρέψω ἐκ προσώπου μου καὶ δώσω αὐτὸν εἰς παραβολὴν καὶ εἰς διήγημα ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσι. | 20 εγώ θα σας ξερριζώσω από την χώραν αυτήν, την οποίαν έδωκα στους πατέρας σας, και τον ναόν αυτόν, τον οποίον ηγίασα δια τον εαυτόν μου, θα απορρίψω από το πρόσωπόν μου και θα καταστήσω αυτόν παροιμίαν και θλιβεράν διήγησιν μεταξύ όλων των ειδωλολατρικών εθνών. | 20 τότε καὶ ἐγὼ θὰ σᾶς ξερριζώσω ἀπὸ τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ἔδωκα εἰς αὐτούς (τοὺς πατέρες σας)· αὐτὸν δὲ τὸν Ναόν, τὸν ὁποῖον ἁγίασα καὶ ἀφιέρωσα εἰς τὸ ὄνομά μου, θὰ τὸν ἀποκηρύξω καὶ θὰ τὸν ἀποδιώξω ἀπὸ τὸ πρόσωπόν μου καὶ θὰ κάμω, ὥστε νὰ καταντήσῃ παροιμιώδης ἢ ταπείνωσις καὶ ἡ ἐρήμωσίς του καὶ ἀντικείμενον ἐξευτελισμοῦ καὶ ἐμπαιγμοῦ εἰς τὰ στόματα ὅλων τῶν ἐθνικῶν. |
21 καὶ ὁ οἶκος οὗτος ὁ ὑψηλός, πᾶς ὁ διαπορευόμενος αὐτὸν ἐκστήσεται καὶ ἐρεῖ· χάριν τίνος ἐποίησε Κύριος τῇ γῇ ταύτῃ καὶ τῷ οἴκῳ τούτῳ; | 21 Ο μεγαλοπρεπής αυτός ναός θα καταστροφή και καθένας, που θα διέρχεται και θα βλέπη αυτόν, θα μένη έκπληκτος και θα ερωτά· Δια ποίαν αιτίαν επέφερεν ο Κυριος εις την γην αυτήν και στον ναόν τούτον την καταστροφήν; | 21 Καὶ ὁ μεγαλοπρεπὴς αὐτὸς Ναός, ὁ ὁποῖος σήμερα εἶναι ὑψηλός (διότι εἶναι κτισμένος εἰς τὸν λόφον Μορία), ἐπίσημος καὶ φημισμένος, θὰ ἐρειπωθῇ τόσον πολύ, ὥστε, ὅποιος θὰ περνᾷ ἀπὸ δίπλα του, θὰ ἐκπλήσσεται, θὰ διερωτᾶται καὶ γεμᾶτος ἀπορίαν θὰ λέγῃ: « Διὰ ποῖον λόγον ὁ Κύριος ἐτιμώρησε τὴν χώραν αὐτὴν καὶ ἐρήμωσε τὸν Ναὸν αὐτόν; » |
22 καὶ ἐροῦσι· διότι ἐγκατέλιπον Κύριον τὸν Θεόν τῶν πατέρων αὐτῶν τὸν ἐξαγαγόντα αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἀντελάβοντο θεῶν ἑτέρων καὶ προσεκύνησαν αὐτοῖς καὶ ἐδούλευσαν αὐτοῖς, διὰ τοῦτο ἐπήγαγεν ἐπ' αὐτούς πᾶσαν τὴν κακίαν ταύτην. | 22 Και θα απαντούν· Διότι αυτοί εγκατέλιπον Κυριον τον Θεόν των πατέρων των, ο οποίος τους έβγαλεν ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου, και προσεκολλήθησαν εις άλλους ειδωλολατρικούς θεούς και προσεκύνησαν αυτούς και υπεδουλώθησαν εις αυτούς, δια τούτο επέφερεν ο Θεός όλην αυτήν την συμφοράν εναντίον των. | 22 Εἰς αὐτὸ τὸ γεμᾶτον ἀπορίαν ἐρώτημα θὰ τοὺς ἀπαντοῦν: «Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν, διότι (οἱ Ἰσραηλῖται) ἐγκατέλειψαν τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐλευθέρωσε καὶ τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου, καὶ διότι ὑπετάγησαν καὶ ἀφωσιώθηκαν εἰς ξένους (εἰδωλολατρικούς) θεοὺς καὶ τοὺς ἐπροσκύνησαν καὶ τοὺς ἐλάτρευσαν. Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος ἐπροξένησε καὶ ἔσυρεν ἐπάνω τους ὅλην αὐτὴν τὴν μεγάλην συμφοράν)». |