Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35 (ΛΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐποίησεν ᾿Ιωσίας τὸ φασὲκ τῷ Κυρίῳ Θεῷ αὐτοῦ, καὶ ἔθυσε τὸ φασὲκ τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς τοῦ πρώτου. 1 Ο Ιωσίας εόρτασε το Πασχα προς δόξαν Κυρίου του Θεού αυτού. Προσέφερεν ως θυσίαν τον πασχάλιον αμνόν κατά την δεκάτην τετάρτην ημέραν του πρώτου μηνός. 1 Ο βασιλιᾶς Ἰωσίας ἑώρτασε τὸ Πάσχα εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ πρὸς τιμὴν καὶ δόξαν τὸν Κυρίου καὶ Θεοῦ του. Ἔσφαξε τὰ ζῶα καὶ προσέφερε τὶς οὐσίες διὰ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα κατὰ τὴν δεκάτην τετάρτην ἡμέραν τοῦ πρώτου μηνός.
2 καὶ ἔστησε τοὺς ἱερεῖς ἐπὶ τὰς φυλακὰς αὐτῶν καὶ κατίσχυσεν αὐτοὺς εἰς τὰ ἔργα οἴκου Κυρίου. 2 Διώρισε τους ιερείς εις τας υπηρεσίας των και τους ανεθάρυννε να εκτελούν τας εργασίας των στον ναόν του Κυρίου. 2 Ἐγκατέστησε τοὺς ἱερεῖς εἰς τὰ καθήκοντα καὶ διακονήματά των καὶ τοὺς ἐνεθάρρυνε να ἐπιτελέσουν τὸ καθῆκον των εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
3 καὶ εἶπε τοῖς Λευίταις τοῖς δυνατοῖς ἐν παντὶ ᾿Ισραὴλ τοῦ ἁγιασθῆναι αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, καὶ ἔθηκαν τὴν κιβωτὸν τὴν ἁγίαν εἰς τὸν οἶκον, ὃν ᾠκοδόμησε Σαλωμὼν υἱὸς Δαυὶδ τοῦ βασιλέως ᾿Ισραήλ. καὶ εἶπεν ὁ βασιλεύς· οὐκ ἔστιν ὑμῖν ἐπ' ὤμων ἆραι οὐδέν· νῦν οὖν λειτουργήσατε τῷ Κυρίῳ Θεῷ ὑμῶν καὶ τῷ λαῷ αὐτοῦ ᾿Ισραὴλ 3 Εις δε τους Λευίτας, οι οποίοι είχον ως καθήκον να διδάσκουν όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και ήσαν αφιερωμένοι στον Κυριον, είπε και έθεσαν την Ιεράν Κιβωτόν στον ναόν, τον οποίον οικοδόμησεν ο Σολομών ο υιός του Δαυίδ του βασιλέως του ισραηλιτικού λαού. Και προσέθεσεν ο βασιλεύς. “Δεν υπάρχει πλέον ανάγκη να σηκώνετε τίποτε επάνω στους ώμους σας. Από τώρα και στο εξής θα προσφέρετε τας άλλας υπηρεσίας εις Κυριον τον Θεόν σας και στον λαόν αυτού τον ισραηλιτικόν. 3 Κατόπιν ἔδωκεν ἐντολὴν εἰς τοὺς Λευῖτες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὡς ἔργον τὴν διδασκαλίαν ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ οἱ ὁποῖοι ἦσαν ἀφιερωμένοι εἰς τὸν Κύριον, καὶ τοὺς εἶπε: «Τοποθετῆστε τὴν ἁγίαν Κιβωτὸν εἰς τὸν Ναόν, τὸν ὁποῖον ἔκτισεν ὁ Σολομών, ὁ υἱὸς τοῦ Δαβίδ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραήλ». Ἀκόμη ὁ βασιλιᾶς ἐπρόσθεσε: «Δὲν χρειάζεται νὰ μεταφέρετε πλέον τὴν Κιβωτὸν ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους σας. Εἰς τὸ ἑξῆς λοιπὸν προσφέρετε τὶς διακονίες καὶ τὶς ὑπηρεσίες σας εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν σας, καὶ εἰς τὸν λαόν του, τὸν Ἰσραήλ.
4 καὶ ἑτοιμάσθητε κατ' οἴκους πατριῶν ὑμῶν καὶ κατὰ τὰς ἐφημερίας ὑμῶν κατὰ τὴν γραφὴν Δαυὶδ βασιλέως ᾿Ισραὴλ καὶ διὰ χειρὸς Σαλωμὼν υἱοῦ αὐτοῦ 4 Τακτοποιηθήτε κατά τους πατριαρχικούς σας οίκους και κατά τας τάξεις σύμφωνα με την ταξινόμησίν σας, την οποίαν γραπτώς παρέδωκεν ο Δαυίδ ο βασιλεύς του Ισραήλ και η οποία παρεδόθη μέχρις ημών δια του υιού του του Σολομώντος. 4 Ἐτοιμασθῆτε καὶ ὀργανωθῆτε κατὰ τὶς πατριαρχικές σας οἰκογένειες καὶ κατὰ τὶς ἐφημερίες σας, σύμφωνα μὲ τὴν τάξιν καὶ τὴν διαίρεσιν, ὅπως τὴν καθώρισε γραπτὼς ὁ Δαβίδ, βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραήλ, καὶ ἡ ὁποία παρεδόθη μέχρι τῶν ἡμερῶν μας διὰ τοῦ Σολομῶντος, τοῦ υἱοῦ του.
5 καὶ στῆτε ἐν τῷ οἴκῳ κατὰ τὰς διαιρέσεις οἴκων πατριῶν ὑμῶν τοῖς ἀδελφοῖς ὑμῶν υἱοῖς τοῦ λαοῦ, καὶ μερὶς οἴκου πατριᾶς τοῖς Λευίταις, 5 Να είσθε, λοιπόν, πάντοτε έτοιμοι προς υπηρεσίαν στον ναόν του Κυρίου, σύμφωνα με τας τάξεις των πατριαρχικών σας οίκων μεταξύ των αδελφών σας του ισραηλιτικού λαού. Θα υπάρχη λοιπόν, δια τους Λευίτας μία κατανομή σύμφωνα με τους οίκους των πατριαρχικών οικογενειών των. 5 Καὶ λάβετε τὶς καθωρισμένες θέσεις σας εἰς τὸν Ναόν, διὰ νὰ προσφέρετε τὶς ὑπηρεσίες σας, κατὰ τὶς τάξεις τῶν πατριαρχικῶν σᾶς οἰκογενειῶν, μεταξὺ τῶν ἀδελφῶν σας λαϊκῶν, τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, ὥστε να ὑπάρχουν Λευῖται διὰ κάθε οἰκογενειακὴν διαίρεσιν (τάξιν),
6 καὶ θύσατε τὸ φασὲκ καὶ ἑτοιμάσατε τοῖς ἀδελφοῖς ὑμῶν τοῦ ποιῆσαι κατὰ τὸν λόγον Κυρίου διὰ χειρὸς Μωυσῆ. 6 Βοηθήσατε, λοιπόν, εις την θυσίαν του Πασχα και ετοιμάσατε αυτήν δια τους αδελφούς σας σύμφωνα με την εντολήν του Κυρίου, που εδόθη δια μέσου του Μωϋσέως”. 6 Σφάξετε τὰ ζῶα διὰ τὶς θυσίες τοῦ Πάσχα (ἀφοῦ ἁγιασθῆτε καὶ ἑξαγνισθῆτε) καὶ ἐτοιμάστε τὶς θυσίες αὐτὲς διὰ τοὺς ἀδελφούς σας Ἰουδαίους καὶ Ἰσραηλῖτες, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν καὶ τὶς ὁδηγίες, ποὺ ἔδωκεν ὁ Κύριος διὰ τοῦ Μωϋσῆ».
7 καὶ ἀπήρξατο ᾿Ιωσίας τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ πρόβατα καὶ ἀμνοὺς καὶ ἐρίφους ἀπὸ τῶν τέκνων τῶν αἰγῶν, πάντα εἰς τὸ φασέκ, καὶ πάντας τοὺς εὑρεθέντας εἰς ἀριθμὸν τριάκοντα χιλιάδας καὶ μόσχων τρεῖς χιλιάδας· ταῦτα ἀπὸ τῆς ὑπάρξεως τοῦ βασιλέως. 7 Ο βασιλεύς Ιωσίας έκαμεν αρχήν και έδωσεν στον λαόν πρόβατα, αμνούς, ερίφια αιγών· έδωσεν όλα αυτά δια το Πασχα και δι' όλους εκείνους, οι οποίοι ευρέθησαν εκεί. Ο αριθμός των προβάτων, που προσεφέρθησαν, ανήλθεν εις τριάκοντα χιλιάδας, των δε μόσχων εις τρεις χιλιάδας. Ολα δε αυτά προήρχοντο από την ιδιαιτέραν περιουσίαν του βασιλέως. 7 Τότε ὁ Ἰωσίας, ἀρχίζοντας πρῶτος τὶς προσφορὲς διὰ τὶς θυσίες τοῦ Πάσχα, ἔδωκεν εἰς τὸν λαὸν πρόβατα, ἀρνιά, ἐρίφια (ποὺ γεννήθηκαν) ἀπὸ αἶγες· ὅλα αὐτὰ τὰ προσέφερε διὰ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα καὶ δι’ ὅλους ἐκείνους, ποὺ παρευρίσκοντο ἐκεῖ. Ὅλα τὰ ζῶα, ποὺ προσέφερεν ὁ Ἰωσίας - πρόβατα, ἀρνιά, ἐρίφια - ἔφθασαν τὶς τριάντα χιλιάδες (30.000), ἐπὶ πλέον δὲ προσέφερε καὶ τρεῖς χιλιάδες (3.000) μοσχάρια. Ὅλα αὐτὰ τὰ ζῶα προήρχοντο ἀπὸ τὰ κοπάδια, ποὺ ἦσαν ἀτομικὴ περιουσία τοῦ βασιλιᾶ.
8 καὶ οἱ ἄρχοντες αὐτοῦ ἀπήρξαντο τῷ λαῷ καὶ τοῖς ἱερεῦσι καὶ τοῖς Λευίταις· ἔδωκε δὲ Χελκίας καὶ Ζαχαρίας καὶ ᾿Ιιὴλ οἱ ἄρχοντες τοῖς ἱερεῦσιν οἴκου Θεοῦ καὶ ἔδωκεν εἰς τὸ φασὲκ πρόβατα καὶ ἀμνοὺς καὶ ἐρίφους δισχίλια ἑξακόσια καὶ μόσχους τριακοσίους. 8 Και οι άρχοντες του βασιλέως προσέφεραν στον λαόν, στους ιερείς και στους Λευίτας ζώα προς θυσίας. Ο Χελκίας, ο Ζαχαρίας, ο Ιειήλ, οι αρχηγοί, έδωκαν στους ιερείς του ναού του Θεού δια το Πασχα δύο χιλιάδας εξακόσια πρόβατα, αμνούς και ερίφια και τριακοσίους μόσχους. 8 Ἀλλὰ καὶ οἱ ἀρχηγοί (οἱ ἀξιωματοῦχοι) τοῦ βασιλιᾶ προσέφεραν πρόθυμα καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους εἰς τὸν λαὸν καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ εἰς τοὺς Λευῖτες. Ἔτσι οἱ ἀρχηγοὶ Χελκίας, Ζαχαρίας καὶ Ἰειήλ, ποὺ διοικοῦσαν τὶς ὑποθέσεις τοῦ Ναοῦ, ἔδωκαν εἰς τοὺς ἱερεῖς τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ διὰ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα δύο χιλιάδες ἑξακόσια (2.600) πρόβατα, ἀρνιὰ καὶ ἐρίφια καὶ τριακόσια (300) μοσχάρια.
9 καὶ Χωνενίας καὶ Βαναίας καὶ Σαμαίας καὶ Ναθαναὴλ ἀδελφὸς αὐτοῦ καὶ ᾿Ασαβίας καὶ ᾿Ιιὴλ καὶ ᾿Ιωζαβὰδ ἄρχοντες τῶν Λευιτῶν ἀπήρξαντο τοῖς Λευίταις εἰς τὸ φασὲκ πρόβατα πεντακισχίλια καὶ μόσχους πεντακοσίους. 9 Ο Χωνενίας, ο Βαναίας, ο Σαμαίας και ο αδελφός του ο Ναθαναήλ, ο Ασαβίας, ο Ιειήλ, ο Ιωζαβάδ, οι αρχηγοί των Λευιτών έδωκαν προθύμως προς τους Λευίτας δια το Πασχα πέντε χιλιάδας πρόβατα και πεντακοσίους μόσχους. 9 Ἐπίσης οἱ ἀρχηγοὶ τῶν Λευϊτῶν Χωνενίας, Βαναίας, Σαμαίας καὶ ὁ ἀδελφός του (ἢ ὁ συγγενής του) Ναθαναήλ, ὁ Ἀσαβίας, ὁ Ἰειὴλ καὶ ὁ Ἰωζαβὰδ προσέφεραν πρόθυμα καὶ ἀπὸ τοὺς πρώτους εἰς τοὺς Λευῖτες διὰ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα πέντε χιλιάδες (5.000) πρόβατα καὶ πεντακόσια (500) μοσχάρια.
10 καὶ κατωρθώθη ἡ λειτουργία, καὶ ἔστησαν οἱ ἱερεῖς ἐπὶ τὴν στάσιν αὐτῶν καὶ οἱ Λευῖται ἐπὶ τὰς διαιρέσεις αὐτῶν κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως 10 Ετσι δε ετακτοποιήθη η όλη υπηρεσία. Οι ιερείς ίσταντο εις τας θέσεις των, οι Λευίται εις τας τάξεις των, σύμφωνα με την εντολήν του βασιλέως. 10 Ἔτσι ἐτακτοποιήθησαν ὅλα καὶ ὠργανώθησαν διὰ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα. Οἱ ἱερεῖς ἔλαβαν τὶς καθωρισμένες θέσεις των καὶ οἱ Λευῖται τὶς τάξεις των, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλιᾶ.
11 καὶ ἔθυσαν τὸ φασέκ, καὶ προσέχεαν οἱ ἱερεῖς τὸ αἷμα ἐκ χειρὸς αὐτῶν, καὶ οἱ Λευῖται ἐξέδειραν. 11 Οι Λευίται εθυσίαζαν τας πασχαλινάς θυσίας, οι δε ιερείς ελάμβαναν τα αίμα των θυσιών από τα χέρια των Λευιτών και έχυναν αυτό στο θυσιαστήριον. Οι Λευίται είχαν αναλάβει επί πλέον το έργον της εκδοράς των θυσιαζομένων ζώων. 11 Μετὰ τὴν σφαγὴν τῶν πρὸς θυσίαν ζώων διὰ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα οἱ ἱερεῖς ἐλάμβαναν τὸ αἷμα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Λευϊτῶν καὶ τὸ ἔχυναν (τὸ ἐρράντιζαν) εἰς τὸ θυσιαστήριον οἱ Λευῖται ἐπίσης ἔγδερναν τὰ σφάγια, ποὺ προωρίζοντο διὰ τὴν θυσίαν.
12 καὶ ἡτοίμασαν τὴν ὁλοκαύτωσιν παραδοῦναι αὐτοῖς κατὰ τὴν διαίρεσιν κατ' οἴκους πατριῶν τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ τοῦ προσάγειν τῷ Κυρίῳ, ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ Μωυσῆ, καὶ οὕτως εἰς τὸ πρωΐ. 12 Ετακτοποίησαν τα τεμάχια τα προοριζόμενα προς ολοκαύτωσιν, δια να παραδώσουν αυτά εις τας τάξεις των οικογενειών των ανθρώπων του λαού, να προσφέρουν αυτά προς τον Κυριον, όπως είναι γραμμένον στο βιβλίον του Μωϋσέως. Το ίδιο έκαμε και δια την θυσίαν της επομένης ημέρας. 12 Ἔπειτα ἔθεσαν κατὰ μέρος τὰ κομμάτια τῶν κρεάτων, ποὺ προωρίζοντο διὰ τὴν θυσίαν τῶν ὁλοκαυτωμάτων, διὰ νὰ τὰ διανείμουν εἰς τὶς τάξεις τοῦ λαοῦ κατὰ τὶς πατριαρχικὲς οἰκογένειές των, ὥστε νὰ τὰ προσφέρουν εἰς τὸν Κύριον, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφῆ εἰς τὸ Βιβλίον τοῦ Μωϋσῆ. Τὸ ἴδιον ἔκαμαν καὶ διὰ τὴν θυσίαν τῆς ἑπομένης ἡμέρας (κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: Τὸ ἴδιον ἔκαμαν καὶ διὰ τοὺς ταύρους).
13 καὶ ὤπτησαν τὸ φασὲκ ἐν πυρὶ κατὰ τὴν κρίσιν καὶ τὰ ἅγια ὕψησαν ἐν τοῖς χαλκείοις καὶ ἐν τοῖς λέβησι· καὶ εὐωδώθη, καὶ ἔδραμον πρὸς πάντας τοὺς υἱοὺς τοῦ λαοῦ. 13 Εψησαν ταν πασχάλιον αμνόν στο πυρ, όπως διέτασσεν ο Νομος, τας δε άλλας ιεράς θυσίας έβρασαν εις τα χάλκινα δοχεία και τους λέβητας. Το έργον των κατευωδώθη. Κατόπιν έσπευσαν να διανείμουν αυτά εις όλους τους ανθρώπους του λαού. 13 Ἐπίσης οἱ Λευῖται ἔψησαν εἰς τὴν φωτιὰ τὶς πασχαλινὲς θυσίες (τὸν πασχαλινὸν ἀμνόν), σύμφωνα μὲ ὅσα ὥριζεν ὁ Νόμος· ἐνῷ τὶς ἄλλες ἱερὲς θυσίες τὶς ἔβρασαν μέσα εἰς τὰ χάλκινα δοχεῖα καὶ τοὺς λέβητες. Καὶ τὸ ἔργον αὐτὸ εὐωδώθη, εἶχεν αἰσίαν ἔκβασιν. Κατόπιν διένειμαν τὰ βρασμένα κρέατα, ὅσον πιὸ γρήγορα ἠμποροῦσαν, εἰς τοὺς λαϊκούς, τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.
14 καὶ μετὰ τὸ ἑτοιμάσαι αὐτοῖς καὶ τοῖς ἱερεῦσιν, ὅτι οἱ ἱερεῖς ἐν τῷ ἀναφέρειν τὰ ὁλοκαυτώματα καὶ τὰ στέατα ἕως νυκτός, καὶ οἱ Λευῖται ἡτοίμασαν αὐτοῖς καὶ τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν υἱοῖς ᾿Ααρών. 14 Κατόπιν ητοίμασαν το Πασχα δι' αυτούς και δια τους ιερείς. Ητοίμασαν δε αυτοί τα Πασχα και δια τους ιερείς, επειδή οι ιερείς ήσαν απησχολημένοι να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα και τα λιπαρά μέρη των ζώων έως την νύκτα. Δι' αυτό οι Λευίται ητοίμασαν το Πασχα και δια τον εαυτόν των και δια τους αδελφούς των τους ιερείς, τους απογόνους του Ααρών. 14 Ἔπειτα ἀπὸ αὐτὰ οἱ Λευῖται ἐφρόντισαν νὰ ἐτοιμάσουν τὸ Πάσχα (τοὺς ψημένους πασχαλινοὺς ἀμνούς) διὰ τοὺς ἑαυτούς τῶν καὶ διὰ τοὺς ἱερεῖς. Διότι οἰ ἱερεῖς ἦσαν ἀπησχολημένοι εἰς τὴν προσφορὰν τῶν θυσιῶν τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τῶν λιπαρῶν τεμαχίων τῶν ζώων μέχρι τὴν νύκτα. Ἕνεκα τοῦτν οἱ Λευῖται ἐτοίμασαν τὸ Πάσχα διὰ τοὺς ἑαυτούς των καὶ διὰ τοὺς ἀδελφούς των ἱερεῖς, τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀαρών.
15 καὶ οἱ ψαλτῳδοὶ υἱοὶ ᾿Ασὰφ ἐπὶ τῆς στάσεως αὐτῶν κατὰ τὰς ἐντολὰς Δαυὶδ καὶ ᾿Ασὰφ καὶ Αἰμὰν καὶ ᾿Ιδιθὼμ οἱ προφῆται τοῦ βασιλέως καὶ οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ πυλωροὶ πύλης καὶ πύλης, οὐκ ἦν αὐτοῖς κινεῖσθαι ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῶν ἁγίων, ὅτι ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ Λευῖται ἡτοίμασαν αὐτοῖς. 15 Οι ψάλται οι απόγονοι του Ασάφ ευρίσκοντο και αυτοί εις τας θέσεις των σύμφωνά με τας εντολάς, που είχε δώσει ο Δαυίδ, ο Ασάφ, ο Αιμάν και ο Ιδιθώμ, οι προφήται αυτοί του βασιλέως και οι άρχοντες αυτού. Επίσης εις τας θέσεις των ευρίσκοντο και οι θυρωροί των διαφόρων πυλών, διότι εις αυτούς δεν ήτο επιτετραμμένον να μετακινηθούν από τας θέσεις των, από την υπηρεσίαν δηλαδή των ιερών χώρων. Δι' αυτό και οι αδελφοί των, οι Λευίται, ητοίμασαν και δι' αυτούς το Πασχα. 15 Ἐπίσης οἱ ψάλται, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀσάφ, εὑρίσκοντο εἰς τὴν καθωρισμένην θέσιν των, σύμφωνα μὲ τὶς ὁδηγίες τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν Ἀσάφ, Αἰμὰν καὶ Ἰδιθώμ, τῶν προφητῶν τοῦ βασιλιᾶ καὶ τῶν ἀρχόντων του. Εἰς τὶς καθωρισμένες θέσεις των εὑρίσκοντο ἐπίσης οἱ θυρωροὶ τῶν διαφόρων πυλῶν τοῦ Ναοῦ. Ἐπειδὴ δὲ οἱ θυρωροὶ δὲν ἠμποροῦσαν (ἢ δὲν ἐπετρέπετο) νὰ ἀφήσουν τὶς θέσεις των καὶ νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ καθῆκον των, οἱ ἀδελφοί των οἱ Λευῖται ἐτοίμασαν δι’ αὐτοὺς τὸ Πάσχα.
16 καὶ κατωρθώθη καὶ ἡτοιμάσθη πᾶσα ἡ λειτουργία Κυρίου ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τοῦ ποιῆσαι τὸ φασὲκ καὶ ἐνεγκεῖν τὰ ὁλοκαυτώματα ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον Κυρίου κατὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ βασιλέως ᾿Ιωσίου. 16 Ετσι επετεύχθη και ητοιμάσθη όλη η λειτουργία της υπηρεσίας του Κυρίου κατά την ημέραν εκείνην, ώστε να εορτασθή το Πασχα, να προσφερθούν τα ολοκαυτώματα στο θυσιαστήριον του Κυρίου σύμφωνα με την εντολήν του βασιλέως Ιωσίου. 16 Ἔτσι ἐτακτοποιήθη, ὠργανώθη καὶ ἐτοιμάσθη ὅλη ἡ λειτουργία τῶν διαφόρων ὑπηρεσιῶν καὶ διακονημάτων τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην, διὰ νὰ ἐορτασθῇ τὸ Πάσχα καὶ νὰ προσφερθοῦν οἱ θυσίες τῶν ὁλοκαυτωμάτων ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Κυρίου, σύμφωνα μὲ τὴν διαταγὴν τοῦ βασιλιᾶ Ἰωσία.
17 καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ οἱ εὑρεθέντες τὸ φασὲκ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ καὶ τὴν ἑορτὴν τῶν ἀζύμων ἑπτὰ ἡμέρας. 17 Οι Ισραηλίται, οι οποίοι ευρέθησαν εκεί, εώρτασαν το Πασχα κατά τον καιρόν εκείνον και την εορτήν των αζύμων επί επτά ημέρας. 17 Ἔτσι κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ εὑρέθησαν ἐκεῖ παρόντες, ἑώρτασαν τὸ Πάσχα καὶ τὴν ἑορτὴν τῶν Ἀζύμων ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες.
18 καὶ οὐκ ἐγένετο φασὲκ ὅμοιον αὐτῷ ἐν ᾿Ισραὴλ ἀπὸ ἡμερῶν Σαμουὴλ τοῦ προφήτου καὶ παντὸς βασιλέως ᾿Ισραὴλ οὐκ ἐποίησαν τὸ φασέκ, ὃ ἐποίησεν ᾿Ιωσίας καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ πᾶς ᾿Ιούδα καὶ ᾿Ισραὴλ ὁ εὑρεθεὶς καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τῷ Κυρίῳ. 18 Ομοιον Πασχα προς αυτό δεν είχεν εορτασθή μεταξύ των Ισραηλιτών από τας ημέρας του προφήτου Σαμουήλ. Κανείς βασιλεύς του Ισραήλ δεν εώρτασε τόσον λαμπρόν Πασχα, όμοιον προς εκείνο που εώρτασεν ο βασιλεύς Ιωσίας, οι ιερείς, οι Λευίται, όλοι οι Ιουδαίοι και οι Ισραηλίται, που ήσαν εκεί παρόντες, μαζή με τους κατοίκους της Ιερουσαλήμ. 18 Κανένα Πάσχα, ὡσὰν αὐτό, δὲν εἶχεν ἐορτασθῆ μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν ἐποχὴν τοῦ προφήτου Σαμουήλ· ἀλλ’ οὔτε καὶ κανεὶς βασιλιᾶς τοῦ Ἰσραὴλ ἑώρτασε τὴν ἑορτὴν τοῦ Πάσχα πρὸς δόξαν καὶ τιμὴν τοῦ Κυρίου μὲ τόσην λαμπρότητα καὶ ἀκρίβειαν, ὅπως τὸ ἑώρτασεν ὁ Ἰωσίας καὶ οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται καὶ ὅλος ὁ Ἰουδαϊκὸς καὶ Ἰσραηλιτικὸς λαός, οἱ ὁποῖοι ἦσαν τότε παρόντες ἐκεῖ, καὶ ὅσοι ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
19 τῷ ὀκτωκαιδεκάτῳ ἔτει τῆς βασιλείας ᾿Ιωσίου ἐποιήθη τὸ φασὲκ τοῦτο. 19α καὶ τοὺς ἐγγαστριμύθους καὶ τοὺς γνώστας καὶ τὰ θεραφὶν καὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ καρησίμ, ἃ ἦν ἐν γῇ ᾿Ιούδα καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐνεπύρισεν ὁ βασιλεὺς ᾿Ιωσίας, ἵνα στήσῃ τοὺς λόγους τοῦ νόμου τοὺς γεγραμμένους ἐπὶ τοῦ βιβλίου, οὗ εὗρε Χελκίας ὁ ἱερεὺς ἐν τῷ οἴκῳ Κυρίου. 19β ὅμοιος αὐτῷ οὐκ ἐγενήθη ἔμπροσθεν αὐτοῦ, ὃς ἐπέστρεψε πρὸς Κύριον ἐν ὅλῃ καρδίᾳ αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ ψυχῇ αὐτοῦ καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ἰσχύϊ αὐτοῦ κατὰ πάντα τὸν νόμον Μωυσῆ, καὶ μετ' αὐτὸν οὐκ ἀνέστη ὅμοιος αὐτῷ· 19γ πλὴν οὐκ ἀπεστράφη Κύριος ἀπὸ ὀργῆς θυμοῦ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου, οὗ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν τῷ ᾿Ιούδᾳ, ἐπὶ πάντα τὰ παροργίσματα αὐτοῦ, ἃ παρώργισε Μανασσῆς. 19δ καὶ εἶπε Κύριος· καί γε τὸν ᾿Ιούδαν ἀποστήσω ἀπὸ προσώπου μου, καθὼς ἀπέστησα τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ ἀπωσάμην τὴν πόλιν, ἣν ἐξελεξάμην τὴν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ τὸν οἶκον ὃν εἶπα· ἔσται τὸ ὄνομά μου ἐκεῖ. 19 Αυτό το Πασχα έγινε κατά το δέκατον όγδοον έτος της βασιλείας του Ιωσίου. 19α Ο βασιλεύς Ιωσίας παρέδωσεν στο πυρ τους εγγαστριμύθους, τους μάγους, τα ειδωλολατρικά αγαλμάτια, τα είδωλα και τα άλλα βδελυρά σύμβολα της ειδωλολατρικής θρησκείας, τα οποία υπήρχον εις την χώραν της Ιουδαίας και εις την πόλιν Ιερουσαλήμ, δια να εφαρμόση έτσι τας εντολάς του Νομου, που ήσαν γραμμέναι στο βιβλίον, το οποίον είχεν ανεύρει ο Χελκίας ο αρχιερεύς στον ναόν του Κυρίου. 19β Βασιλεύς όμοιος προς τον Ιωσίαν δεν υπήρξε ποτέ προ αυτού, ο οποίος να είχε δώσει προς τον Κυριον όλην του την καρδίαν και όλην του την ψυχήν και όλην του την δύναμιν, δια να ζήση σύμφωνα με όλα όσα υπήρχον στον Νομον του Μωϋσέως. Αλλά και έπειτα από αυτόν δεν παρουσιάσθη όμοιος προς αυτόν βασιλεύς. 19γ Ο Κυριος όμως δεν απέστρεψεν την φοβεράν και μεγάλην αυτού οργήν εναντίον του Ιούδα και εναντίον όλων των εξοργιστικών ειδωλολατρικών πράξεων, με τας οποίας ο Μανασσής προηγουμένως είχε παροργίσει τον Θεόν. 19δ Δια τούτο ο Κυριος είπε· “και από αυτούς ακόμη τους Ιουδαίους θα αποσύρω την προστασίαν μου, όπως την απέσυρα από τον άλλον ισραηλιτικόν λαόν και θα απωθήσω μακράν από εμέ την Ιερουσαλήμ, την πόλιν, την οποίαν εγώ εξέλεξα και τον ναόν, δια τον οποίον εγώ είχα είπει· Εκεί θα υμνήται το Ονομά μου”. 19 Τὸ Πάσχα τοῦτο ἑωρτάσθη κατὰ τὸ δέκατον ὄγδοον ἔτος τῆς βασιλείας τοῦ Ἰωσία. 19α Ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας παρέδωκεν εἰς τὴν φωτιὰ τοὺς ἐγγαστριμύθους (ἀνθρώπους ποὺ ἐμιλοῦσαν ἀπὸ τὴν κοιλία των) καὶ τοὺς νεκρομάντεις καὶ τὰ μικρὰ ἀγάλματα τῶν οἰκιακῶν (ἐφεστίων) θεῶν καὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὰ σιχαμερὰ ἀντικείμενα, ποὺ ἐχρησιμοποιοῦντο διὰ τὴν εἰδωλολατρίαν, τὰ ὁποῖα εὑρίσκοντο εἰς τὴν χώραν τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Τοῦτο τὸ ἔκαμεν ὁ Ἰωσίας, διὰ νὰ θέσῃ εἰς ἐφαρμογὴν καὶ νὰ ἐδραιώσῃ τὰ λόγια τοῦ Νόμου, ποὺ ἦσαν γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον τοῦ Νόμου, τὸ ὁποῖον εὑρῆκε ὁ ἀρχιερεὺς Χελκίας εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου. 19β Οὐδέποτε ὑπῆρξε πρὶν ἀπὸ τὸν Ἰωσίαν βασιλιᾶς ὅμοιος μὲ αὐτόν, ὁ ὁποῖος ἐστράφη καὶ ἐλάτρευσε τὸν Κύριον μὲ ὅλην τὴν καρδιά του, ὥστε Αὐτὸν ἐξ ὁλοκλήρου ἐποθοῦσε καὶ εἰς Αὐτὸν μὲ ὅλα τὰ βάθη τῆς ἐσωτερικῆς καὶ πνευματικῆς ὑπάρξεώς του ἦταν παραδόμενος· καὶ μὲ ὅλην τὴν ψυχήν του, ὥστε μὲ ὅλον τὸ συναίσθημά του Αὐτὸν ἐποθοῦσε καὶ ὁλόκληρον τὸ ἐσωτερικόν του εἰς Αὐτὸν ἦταν παροδομένον· καὶ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῆς θελήσεώς του, ἔχοντας ἀπόλυτον ὑπακοὴν εἰς τὸν Νόμον τοῦ Μωϋσῆ. Ἀλλ' οὔτε καὶ παρουσιάσθη ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰωσίαν βασιλιᾶς ἄλλος, ὅμοιος μὲ αὐτόν. 19γ Παρ’ ὅλην ὅμως τὴν ἀφοσίωσιν τοῦ Ἰωσία εἰς τὸν Θεὸν καὶ τὴν ριζικὴν θρησκευτικὴν μεταρρύθμισιν, ποὺ ἐπραγματοποίησεν, ὁ Κύριος δὲν μετεστράφη ἀπὸ τὴν μεγάλην ἀγανάκτησιν τῆς φοβερᾶς ὀργῆς του, ποὺ εἶχεν ἐκσπάσει ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα ἕνεκα τῶν ἁμαρτωλῶν παραβάσεων καὶ προκλήσεων, μὲ τὶς ὁποῖες τὸν ἐξώργισεν ὁ βασιλιᾶς Μανασσῆς. 19δ Ἔτσι ὁ Κύριος εἶπε: «Καὶ αὐτὸ ἀκόμη τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα θὰ ἀπομακρύνω ἀπ’ ἐμπρός μου καὶ θὰ παύσω νὰ τὸ προστατεύω, ὅπως ἀπεμάκρυνα καὶ ἔπαυσα νὰ προστατεύω τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ, καὶ θὰ ἀπορρίψω τὴν πόλιν αὐτήν, τὴν Ἱερουσαλήμ, τὴν ὁποίαν ἐδιάλεξα, καὶ τὸν Ναόν, διὰ τὸν ὁποῖον εἶπα· «ἐκεῖ θὰ εἶναι (πάντοτε) τὸ ὄνομά μου, ὥστε νὰ λατρεύεται καὶ νὰ δοξολογῆται».
20 Καὶ ἀνέβη φαραὼ Νεχαὼ βασιλεὺς Αἰγύπτου ἐπὶ τὸν βασιλέα ᾿Ασσυρίων ἐπὶ τὸν ποταμὸν Εὐφράτην, καὶ ἐπορεύθη βασιλεὺς ᾿Ιωσίας εἰς συνάντησιν αὐτῷ. 20 Ετσι και έγινε. Ο Φαραώ Νεχαώ, βασιλεύς της Αιγύπτου εξεστράτευσεν εναντίον των Ασσυρίων παρά τον ποταμόν τον Ευφράτην. Ο βασιλεύς Ιωσίας εξήλθε, δια να πολεμήση εναντίον του. 20 Ἔπειτα ἀπὸ ὅλα αὐτά, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰωσίας διὰ τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ Ναοῦ, ἐξεστράτευσεν ὁ φαραὼ Νεχαώ, βασιλιᾶς τῆς Αἰγύπτου, διὰ λογαριασμόν (ἐξ ὀνόματος) τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀσσυρίων, μὲ κατεύθυνσιν τὸν ποταμὸν Εὐφράτην. Καὶ ὁ βασιλιᾶς Ἰωσίας ἐπροχώρησε διὰ νὰ συναντήσῃ καὶ ἀναχαιτίσῃ τὸν φαραώ.
21 καὶ ἀπέστειλε πρὸς αὐτὸν ἀγγέλους λέγων· τί ἐμοὶ καὶ σοί, βασιλεῦ ᾿Ιούδα; οὐκ ἐπὶ σὲ ἥκω σήμερον πόλεμον πολεμῆσαι, καὶ ὁ Θεὸς εἶπε τοῦ κατασπεῦσαί με· πρόσεχε ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ μετ' ἐμοῦ μὴ καταφθείρῃ σε. 21 Ο Φαραώ απέστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Ιωσίαν και του είπα· “τι διαφοράς έχομεν ημείς μεταξύ μας, βασιλέα του Ιούδα; Εγώ δεν έχω έλθει σήμερον να πολεμήσω εναντίον σου, διότι ο Θεός με διέταξε να σπεύσω εναντίον άλλων. Παψε λοιπόν να εξοργίζης τον θεόν μου, δια να μη σε εξολοθρεύση”. 21 Ἀλλ’ ὁ Νεχαὼ ἀπέστειλε πρὸς τὸν Ἰωσίαν ἀγγελιαφόρους, οἱ ὁποῖοι τοῦ διεβίβασαν τὸ ἑξῆς μήνυμα: «Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἐμοῦ καὶ σοῦ, καὶ τὶ ζητεῖς ἀπὸ ἐμέ, βασιλιᾶ τοῦ Ἰούδα: Δὲν ἔχω ἔλθει σήμερα ἐναντίον σου, διὰ νὰ σὲ πολεμήσω. Ὁ Θεὸς μὲ διέταξε νὰ κινηθῶ, νὰ σπεύσω γρήγορα ἐναντίον ἄλλων ἐχθρῶν μου. Πρόσεχε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι μαζί μου· μὴ ἐναντιώνεσαι εἰς τὴν διαταγήν του, διὰ νὰ μὴ σὲ καταστρέψῃ καὶ σὲ θανατώσῃ».
22 καὶ οὐκ ἀπέστρεψεν ᾿Ιωσίας τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ἀπ' αὐτοῦ, ἀλλ' ἢ πολεμεῖν αὐτὸν ἐκραταιώθη καὶ οὐκ ἤκουσε τῶν λόγων Νεχαὼ διά στόματος Θεοῦ καὶ ἦλθε τοῦ πολεμῆσαι ἐν τῷ πεδίῳ Μαγεδδώ. 22 Ο Ιωσίας όμως δεν ηθέλησε να αποχωρήση από τον βασιλέα της Αιγύπτου, αλλά ώρμησε να πολεμήση εναντίον του. Δεν ήκουσε τα λόγια του Νεχαώ, που ήσαν λόγια του Θεού, και ήλθε να πολεμήση εναντίον του Νεχαώ, εις την πεδιάδα Μαγεδδώ. 22 Ὁ Ἰωσίας ὅμως δὲν ἐστράφη πίσω καὶ δὲν ἀπεμακρύνθη ἀπὸ τὸν Νεχαώ, ἀλλ’ ἔλαβε σταθερὰν ἀπόφασιν νὰ ριφθῇ εἰς τὴν μάχην ἐναντίον του. Ἀρνήθηκε νὰ ἀκούσῃ καὶ νὰ συμμορφωθῇ πρὸς τὰ λόγια τοῦ Νεχαώ, τὰ ὁποῖα προήρχοντο ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἦλθε νὰ πολεμήσῃ κατὰ τοῦ Νεχαὼ εἰς τὴν πεδιάδα Μαγεδδῶ.
23 καὶ ἐτόξευσαν οἱ τοξόται ἐπὶ βασιλέα ᾿Ιωσίαν· καὶ εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς παισὶν αὐτοῦ· ἐξαγάγετέ με, ὅτι ἐπόνεσα σφόδρα. 23 Οι τοξόται του Φαραώ έρριψαν τα τόξα των εναντίον του βασιλέως Ιωσία και τον επλήγωσαν. Ο βασιλεύς είπεν στους δούλους του· “βγάλτε με μακράν από την μάχην, διότι επληγώθηκα βαρειά”. 23 Κατὰ τὴν διάρκειαν ὅμως τῆς μάχης οἱ τοξόται τοῦ Νεχαὼ ἐκτύπησαν μὲ τὰ τόξα των τὸν βασιλιᾶ Ἰωσίαν. Τότε ὁ βασιλιᾶς εἶπεν εἰς τοὺς δούλους (ἀκολούθους) του: «Μεταφέρετέ με μακριὰ ἀπὸ ἐδῶ, διότι ἐπληγώθηκα βαριά».
24 καὶ ἐξήγαγον αὐτὸν οἱ παῖδες αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἅρματος καὶ ἀνεβίβασαν αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἅρμα τὸ δευτεραῖον, ὃ ἦν αὐτῷ, καὶ ἤγαγον αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ἀπέθανε καὶ ἐτάφη μετὰ τῶν πατέρων αὐτοῦ. καὶ πᾶς ᾿Ιούδα καὶ ῾Ιερουσαλὴμ ἐπένθησαν ἐπὶ ᾿Ιωσίαν, 24 Οι δούλοι του τον κατέβασαν από το πολεμικόν του άρμα και τον ανεβίβασαν εις δεύτερον άρμα αναπαυτικώτερον, το οποίον ανήκεν εις αυτόν, και έτσι τον έφεραν εις την Ιερουσαλήμ. Ο Ιωσίας απέθανε και ετάφη μαζή με τους προπάτοράς του. Ολοι οι Ιουδαίοι, μάλιστα δε οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, επένθησαν δια τον θάνατον του Ιωσίου. 24 Ἔτσι οἱ δοῦλοι (ἢ ἀξιωματοῦχοι) τοῦ Ἰωσία τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὸ πολεμικόν του ἅρμα καὶ τὸν ἀνέβασαν εἰς ἄλλο δεύτερον, ἐφεδρικὸν ἅρμα, ἰδικόν του, καὶ τὸν μετέφεραν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ἐκεῖ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπέθανεν ὁ Ἰωσίας καὶ ἐτάφη εἰς τοὺς βασιλικοὺς τάφους μὲ τοὺς ἀποθαμένους προγόνους του. Ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰούδα καὶ τῆς Ἱερουσαλὴμ ἐπένθησαν τὸν θάνατον τοῦ βασιλιᾶ Ἰωσία.
25 καὶ ἐθρήνησεν ῾Ιερεμίας ἐπὶ ᾿Ιωσίαν, καὶ εἶπαν πάντες οἱ ἄρχοντες καὶ αἱ ἄρχουσαι θρῆνον ἐπὶ ᾿Ιωσίαν ἕως τῆς σήμερον· καὶ ἔδωκαν αὐτὸν εἰς πρόσταγμα ἐπὶ ᾿Ισραήλ, καὶ ἰδοὺ γέγραπται ἐπὶ τῶν θρήνων. 25 Ωδάς θρήνων συνέθεσεν ο προφήτης Ιερεμίας δια τον Ιωσίαν. Ολοι δε οι ψαλτωδοί, άνδρες και γυναίκες, συνέθεσαν και αυτοί θρήνους δια ταν Ιωσίαν, οι οποίοι υπάρχουν μέχρι σήμερον. Οι θρήνοι δε αυτοί δια τον Ιωσίαν επεβλήθησαν και εψάλλοντο από όλον τον ισραηλιτικόν λαόν. Ιδού, αυτοί οι θρήνοι έχουν γραφή στο βιβλίον των θρήνων. 25 Ὁ προφήτης Ἱερεμίας συνέθεσε θρήνους διὰ τὸν Ἰωσίαν. Ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἰ ψαλτωδοί, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, συνέθεσαν θρήνους διὰ τὸν Ἰωσίαν, οἱ ὁποῖοι διετηροῦντο μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτὲς (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ ὅλοι οἱ ᾄδοντες ἄνδρες καὶ αἱ ᾄδουσαι γυναῖκες μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας θρηνοῦν τὸν Ἰωσίαν μὲ τοὺς θρήνους των). Ἔγινε δὲ ἔθιμον οἱ θρῆνοι αὐτοὶ νὰ ψάλλωνται εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Καὶ νά· οἱ θρῆνοι αὐτοὶ ἔχουν καταγραφῆ εἰς τὸ Βιβλίον τῶν Θρήνων.
26 καὶ ἦσαν οἱ λοιποὶ λόγοι ᾿Ιωσίου καὶ ἡ ἐλπὶς αὐτοῦ γεγραμμένα ἐν νόμῳ Κυρίου· 26 Τα υπόλοιπα έργα του Ιωσίου και αι άλλαι αυτού πράξεις, όπως και η έλπίς του εις όλα όσα ήσαν γραμμένα στον Νομον του Κυρίου, 26 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἰωσία καὶ ὅλα, ὅσα ἔκαμε, τὰ ὁποῖα φανερώνουν τὴν πιστὴν ἀφοσίωσιν καὶ τὴν σταθερὰν ἐλπίδα του εἰς τὸν Θεόν, εἶναι γραμμένα εἰς τὸν νόμον τοῦ Κυρίου (κατὰ τὸ Ἑβραϊκόν: ...Καὶ τὰ καλὰ ἔργα του, σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ ἔχουν γραφῆ εἰς τὸν νόμον τοῦ Κυρίου).
27 καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ ἔσχατοι ἰδοὺ γεγραμμένοι ἐπὶ βιβλίῳ βασιλέων ᾿Ισραὴλ καὶ ᾿Ιούδα. 27 τα έργα αυτού, τα πρώτα και τα τελευταία, ιδού, είναι γραμμένα στο βιβλίον των βασιλέων του Ισραήλ και του Ιούδα. 27 Καὶ τὰ ἔργα τοῦ Ἰωσία τὰ πρῶτα μέχρι τὰ τελευταῖα (ἢ ἱστορία του ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους), νά· εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον «Ἱστορία (Χρονικά ) τῶν βασιλέων (τοῦ βασιλείου) τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τοῦ Ἰούδα».