Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ μετὰ ταῦτα ἦλθον οἱ υἱοὶ Μωάβ, καὶ υἱοὶ ᾿Αμμὼν καὶ μετ' αὐτῶν ἐκ τῶν Μιναίων πρὸς ᾿Ιωσαφὰτ εἰς πόλεμον. 1 Επειτα από τα γεγονότα αυτά οι Μωαβίται και οι Αμμωνίται, μαζή δε με αυτούς και οι Μιναίοι, εξεστράτευσαν να πολεμήσουν εναντίον του Ιωσαφάτ. 1 Λίγα χρόνια μετὰ τὰ γεγονότα αὐτὰ οἱ Μωαβῖται καὶ οἱ Ἀμμωνῖται, μαζὶ δὲ μὲ αὐτοὺς καὶ οἱ Μιναῖοι, εἰσέβαλαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν, διὰ νὰ πολεμήσουν κατὰ τοῦ Ἰωσαφάτ.
2 καὶ ἦλθον καὶ ὑπέδειξαν τῷ ᾿Ιωσαφὰτ λέγοντες· ἥκει ἐπὶ σὲ πλῆθος πολὺ ἐκ πέραν τῆς θαλάσσης ἀπὸ Συρίας, καὶ ἰδού εἰσιν ἐν ᾿Ασασὰν Θαμὰρ (αὕτη ἐστὶν ᾿Εγγαδί). 2 Αγγελιαφόροι δε ήλθον και επληροφορήσαν τον Ιωσαφάτ λέγοντες· “έχει έλθει εναντίον σου πολύ πλήθος στρατού από την Συρίαν, την πέραν της Νεκράς Θαλάσσης. Ιδού, αυτοί ευρίσκονται εις Ασασάν Θαμάρ (αυτή δε η περιοχή είναι η Εγγαδί)”. 2 Ἦλθαν δὲ ἀγγελιαφόροι καὶ ἐπληροφόρησαν τὸν Ἰωσαφὰτ περὶ τῆς εἰσβολῆς καὶ τοῦ εἶπαν: «Μεγάλη στρατιωτικὴ δύναμις εἰσέβαλεν ἀπὸ τὴν Συρίαν, ποὺ εὑρίσκεται ἀπὸ τὴν ἄλλην πλευρὰν τῆς Νεκρᾶς Θαλάσσης, καὶ προχωρεῖ ἐναντίον σου. Καὶ νά· ὁ στρατὸς αὐτὸς ἔφθασεν ἤδη καὶ κατέλαβε τὴν πόλιν Ἀσασὰν Θαμάρ» (αὐτὴ εἶναι ἡ πόλις Ἐγγαδί).
3 καὶ ἐφοβήθη καὶ ἔδωκεν ᾿Ιωσαφὰτ πρόσωπον αὐτοῦ ἐκζητῆσαι τὸν Κύριον καὶ ἐκήρυξε νηστείαν ἐν παντὶ ᾿Ιούδᾳ. 3 Ο Ιωσαφάτ εφοβήθη, έστρεψε το πρόσωπον του προς τον Κυριον, δια να ζητήση βοήθειαν από αυτόν και εκήρυξε νηστείαν εις όλους τους Ιουδαίους. 3 Εἰς τὸ ἄκουσμα τῆς εἰδήσεως αὐτῆς ὁ Ἰωσαφὰτ ἐφοβήθη καὶ ἐστράφη διὰ νὰ ζητήσῃ μὲ πόθον πολὺν τὴν βοήθειαν καὶ τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου καὶ ἐκήρυξε νηστείαν εἰς ὅλον τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα.
4 καὶ συνήχθη ᾿Ιούδας ἐκζητῆσαι τὸν Κύριον, καὶ ἀπὸ πασῶν τῶν πόλεων ᾿Ιούδα ἦλθον ζητῆσαι τὸν Κύριον. 4 Ολοι οι Ιουδαίοι συνεκεντρώθησαν, δια να ζητήσουν με θερμήν προσευχήν βοήθειαν από τον Κυριον. Από όλας τας πόλστου Ιούδα ήλθαν αυτοί, δια να παρακαλέσουν θερμώς τον Κυριον. 4 Ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι συνεκεντρώθησαν γρήγορα εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ ζητήσουν μὲ πόθον πολὺν τὴν βοήθειαν καὶ τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου. Ἦλθαν ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, διὰ νὰ ζητήσουν τὴν βοήθειαν καὶ τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου.
5 καὶ ἀνέστη ᾿Ιωσαφὰτ ἐν ἐκκλησίᾳ ᾿Ιούδα ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἐν οἴκῳ Κυρίου κατὰ πρόσωπον τῆς αὐλῆς τῆς καινῆς 5 Ο Ιωσαφάτ εσηκώθη όρθιος ανάμεσα εις την συγκέντρωσιν στον ναόν, εμπρός εις την νέαν αυλήν, και είπε· 5 Τότε ὁ Ἰωσαφὰτ ἐσηκώθη ὄρθιος εἰς τὴν συνάθροισιν ἐκείνην τῶν Ἰουδαίων εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου, ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν καινούργιαν ἐξωτερικὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ,
6 καὶ εἶπε· Κύριε ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μου, οὐχὶ σὺ εἶ Θεὸς ἐν οὐρανῷ ἄνω καὶ σὺ κυριεύεις πασῶν τῶν βασιλειῶν τῶν ἐθνῶν καὶ ἐν τῇ χειρί σου ἰσχὺς δυναστείας καὶ οὐκ ἔστι πρός σε ἀντιστῆναι; 6 “Κυριε και Θεέ των πατέρων μου, συ δεν εξουσιάζεις εις όλας τας βασιλείας των εθνών και στο παντοδύναμόν σου χέρι δεν υπάρχει η δύναμις της κυριαρχίας, εις την οποίαν κανείς δεν ημπορεί να αντισταθή; 6 καὶ εἶπεν: «Ὤ! Κύριε, Θεὲ τῶν πατέρων μας, Σὺ δὲν εἶσαι Θεός, ποὺ κατοικεῖς ἄνω, εἰς τὸν οὐρανόν, καὶ Σὺ δὲν εἶσαι Κύριος ὅλων τῶν βασιλειῶν τῶν ἐθνῶν καὶ εἰς τὸ παντοδύναμον χέρι σου δὲν εἶναι ἡ δύναμις τῆς κραταιᾶς, ἀκατανικήτου διακυβερνήσεώς σου, εἰς τὴν ὁποίαν κανεὶς δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀντισταθῇ;
7 οὐχὶ σὺ ὁ Κύριος ὁ ἐξολοθρεύσας τοὺς κατοικοῦντας τὴν γῆν ταύτην ἀπὸ προσώπου τοῦ λαοῦ σου ᾿Ισραὴλ καὶ ἔδωκας αὐτὴν σπέρματι ῾Αβραὰμ τῷ ἠγαπημένῳ σου εἰς τὸν αἰῶνα; 7 Συ δεν είσαι ο Κυριος, ο οποίος εξωλόθρευσες τους κατοίκους αυτής της χώρας εμπρός στον ισραηλιτικόν σου λαόν και την παρέδωκες ως αιώνιον κτήμα στους απογόνους του ηγαπημένου σου Αβραάμ; 7 Σὺ δὲν εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ἐξωλόθρευσες τοὺς κατοίκους τῆς χώρας αὐτῆς, καθὼς ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός σου εἰσέβαλεν εἰς τὴν Παλαιστίνην, καὶ τὴν ἔδωκες εἰς τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ ἀγαπημένου φίλου σου, διὰ νὰ εἶναι αἰωνίως ἰδική των;
8 καὶ κατῴκησαν ἐν αὐτῇ καὶ ᾠκοδόμησαν ἐν αὐτῇ ἁγίασμα τῷ ὀνόματί σου λέγοντες· 8 Αυτοί υπό την προστασίαν σου και την ευλογίαν σου εγκατεστάθησαν εις την χώραν αυτήν, οικοδόμησαν τον άγιον ναόν επί τω Ονόματί σου και είπαν· 8 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἐγκατεστάθησαν εἰς αὐτὴν καὶ ἔκτισαν εἰς αὐτὴν Ναὸν ἅγιον πρὸς τιμὴν τοῦ ὀνόματός σου, λέγοντες:
9 ἐὰν ἐπέλθῃ ἐφ' ἡμᾶς κακά, ρομφαία, κρίσις, θάνατος, λιμός, στησόμεθα ἐναντίον τοῦ οἴκου τούτου καὶ ἐναντίον σου, ὅτι τὸ ὄνομά σου ἐπὶ τῷ οἴκῳ τούτῳ, καὶ βοησόμεθα πρὸς σὲ ἀπὸ τῆς θλίψεως, καὶ ἀκούσῃ καὶ σώσεις. 9 Εάν επέλθουν εναντίον μας συμφοραί, πόλεμος, τιμωρία, επιδημία θανατηφόρος, πείνα, θα παρουσιασθώμεν ενώπιον του ναού τούτου, δηλαδή ενώπιόν σου, διότι το Ονομά σου λατρεύεται στον οίκον αυτόν, θα βοήσωμεν προς σε ταλαιπωρούμενοι από αυτήν την θλίψιν μας, και συ θα μας ακούσης. 9 « Ἐὰν μᾶς κτυπήσουν συμφορές, δηλαδὴ πλατύ, μεγάλο δίστομο σπαθί (=πόλεμος), περίοδος δυσκολιῶν καὶ κινδύνων, ἐπιδημικὴ θανατηφόρος ἀρρώστια, πεῖνα, καὶ σταθῶμεν ἐνώπιον τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ καὶ ἐνώπιόν Σου, διότι τὸ ὄνομά σου εἰς τὸν Ναὸν αὐτὸν λατρεύεται καὶ δοξάζεται, καὶ μέσα εἰς τὴν θλῖψιν μας προσευχηθῶμεν μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν πρὸς Σέ, θά εἰσακούσῃς τὴν προσευχήν μας καὶ θὰ μᾶς σώσῃς».
10 καὶ νῦν ἰδοὺ οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν καὶ Μωὰβ καὶ ὄρος Σηείρ, εἰς οὓς οὐκ ἔδωκας τῷ ᾿Ισραὴλ διελθεῖν δι' αὐτῶν, ἐξελθόντων αὐτῶν ἐκ γῆς Αἰγύπτου, ὅτι ἐξέκλιναν ἀπ' αὐτῶν καὶ οὐκ ἐξωλόθρευσαν αὐτούς. 10 Και τώρα ιδού, οι Αμμωνίται, οι Μωαβίται και οι κάτοικοι του όρους Σηείρ, οι Ιδουμαίοι, δια μέσου της χώρας των οποίων δεν επέτρεψες στους Ισραηλίτας να περάσουν, όταν έβγαιναν από την Αίγυπτον, άλλα παρέκαμψαν από αυτούς και δεν τους κατέστρεψαν, 10 Καὶ τώρα, νά, κύτταξε, Κύριε· οἱ Ἀμμωνῖται καὶ οἱ Μωαβῖται καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ ὄρους Σηείρ (οἱ Ἰδουμαῖοι), ἀπὸ τὴν χώραν τῶν ὁποίων δὲν ἐπέτρεψες εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες, ὅταν ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, νὰ περάσουν, καὶ ἔτσι οἱ πρόγονοί μας παρέκαμψαν τὴν χώραν των καὶ δὲν τοὺς ἐξωλόθρευσαν
11 καὶ νῦν ἰδοὺ αὐτοὶ ἐπιχειροῦσιν ἐφ' ἡμᾶς ἐξελθεῖν ἐκβαλεῖν ἡμᾶς ἀπὸ τῆς κληρονομίας ἡμῶν, ἧς ἔδωκας ἡμῖν. 11 Ιδού αυτοί έχουν εκστρατεύσει εναντίον μας και επιχειρούν να μας διώξουν από την κληρονομίαν μας, την οποίαν συ μας έχεις δώσει. 11 νά, λοιπὸν τώρα, Κύριε, κύτταξε· αὐτοὶ ἐπιχειροῦν νὰ ἔλθουν ἐναντίον μας καὶ νὰ μᾶς βγάλουν ἀπὸ τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν Σὺ μᾶς ἐδωκες ὡς κληρονομίαν καὶ μόνιμον ἰδιοκτησίαν.
12 Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, οὐ κρινεῖς ἐν αὐτοῖς; ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἰσχὺς τοῦ ἀντιστῆναι πρὸς τὸ πλῆθος τὸ πολὺ τοῦτο τὸ ἐλθὸν ἐφ' ἡμᾶς, καὶ οὐκ οἴδαμεν τί ποιήσωμεν αὐτοῖς, ἀλλ' ἢ ἐπὶ σοὶ οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν. 12 Κυριε, ο Θεός ημών, δεν θα κρίνης και δεν θα τιμωρήσης αυτούς; Καταφεύγομεν προς σέ, διότι ημείς δεν έχομεν την απαιτουμένην δύναμιν να αντισταθώμεν στο μέγα αυτό πλήθος, το οποίον επήλθεν εναντίον μας, και δεν γνωρίζομεν, τι να κάμωμεν εις αυτούς. Αλλά οι οφθαλμοί μας έχουν στραφή ικετευτικοί προς σε». 12 Κύριε καὶ Θεέ μας, δὲν θὰ τοὺς τιμωρήσῃς; Ζητοῦμεν τὴν ἐκ μέρους σου ἐπέμβασιν καὶ τιμωρίαν, διότι ἐμεῖς δὲν ἔχομεν τὴν δύναμιν νὰ ἀντισταθῶμεν ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ πολυαρίθμου στρατοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ μᾶς ἐπιτεθῇ καὶ δὲν γνωρίζομεν τὶ νὰ κάμωμεν εἰς αὐτούς· ὅμως τὰ μάτια μας εἶναι στραμμένα μὲ ἀπόλυτον πίστιν καὶ ἐλπίδα πρὸς Σέ!»
13 καὶ πᾶς ᾿Ιούδας ἑστηκὼς ἔναντι Κυρίου, καὶ τὰ παιδία αὐτῶν καὶ αἱ γυναῖκες αὐτῶν. 13 Ολοι οι Ιουδαίοι ήσαν όρθιοι ενώπιον του Κυρίου, μαζή των δε ήσαν τα παιδιά και αι γυναίκες των. 13 Ὅλος δὲ ὁ Ἰουδαϊκὸς λαὸς ἐστέκετο εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ Ναοῦ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου! Μαζί των ἦσαν καὶ τὰ παιδιά των καὶ οἱ γυναῖκες των!
14 καὶ τῷ ᾿Οζιὴλ τῷ τοῦ Ζαχαρίου τῶν υἱῶν Βαναίου τῶν υἱῶν ᾿Ελεϊὴλ τοῦ Ματθανίου τοῦ Λευίτου ἀπὸ τῶν υἱῶν ᾿Ασάφ, ἐγένετο ἐπ' αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ 14 Κατά την συγκέντρωσιν εκείνην ήλθε Πνεύμα Κυρίου στον Οζιήλ, τον υιόν του Ζαχαρίου, από τους υιούς του Βαναίου, ενός εκ των απογόνων του Ελεϊήλ υιού του Λευίτου Ματθανίου εκ των απογόνων του Ασάφ. 14 Εἰς τὴν συνάθροισιν ἐκείνην τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἐκυρίευσεν ὅλην τὴν ὕπαρξιν τοῦ Ὀζιήλ, υἱοῦ τοῦ Ζαχαρία, ἀπὸ τοὺς υἱοὺς τοῦ Βαναία, ἑνὸς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐλεϊήλ, υἱοῦ τοῦ Λευΐτῃ Ματθανία, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀσάφ· τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου τὸν ἐφώτισε, τὸν ἐχαρίτωσε, τὸν εὐλόγησε, τὸν ἔκαμεν ἱκανὸν νὰ ὁμιλήσῃ
15 καὶ εἶπεν· ἀκούσατε πᾶς ᾿Ιούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ὁ βασιλεὺς ᾿Ιωσαφάτ· τάδε λέγει Κύριος ὑμῖν αὐτοῖς· μὴ φοβεῖσθε μηδὲ πτοηθῆτε ἀπὸ προσώπου τοῦ ὄχλου τοῦ πολλοῦ τούτου, ὅτι οὐχ ὑμῖν ἐστιν ἡ παράταξις, ἀλλ' ἢ τῷ Θεῷ. 15 Αυτός είπεν· “ακούσατε όλοι οι Ιουδαίοι, που κατοικείτε την Ιερουσαλήμ· ας ακούση και ο βασιλεύς Ιωσαφάτ. Αυτά λέγει ο Κυριος προς σας τους ιδίους· Μη φοβείσθε και μη τρομοκρατείσθε από τον πολύν αυτόν όχλον, που επήλθεν εναντίον σας, διότι η μάχη δεν είναι ιδική σας αλλά του Θεού. 15 καὶ ἔτσι ὁ Ὀζιὴλ εἶπεν: «Ἀκοῦστε, ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι καὶ ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ σύ, ὁ βασιλιᾶς Ἰωσαφάτ! Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος πρὸς σᾶς τοὺς ἰδίους: « Μὴ φοβάσθε καὶ μὴ κατατρομάξετε ἀπὸ τὴν παρουσίαν τοῦ πολυαρίθμου αὐτοῦ ὄχλου, διότι ἡ μάχη καὶ ὁ πόλεμος αὐτὸς δὲν ἀφορᾷ σᾶς καὶ ἄρα δὲν ἐξαρτᾶται ἀπὸ σᾶς· ὁ πόλεμος αὐτὸς ἀφορᾷ τὸν Θεὸν καὶ δι' αὐτὸ εἶναι ὑπόθεσις ἰδική του.
16 αὔριον κατάβητε ἐπ' αὐτούς· ἰδοὺ ἀναβαίνουσι κατὰ τὴν ἀνάβασιν ᾿Ασάς, καὶ εὑρήσετε αὐτοὺς ἐπ' ἄκρου ποταμοῦ τῆς ἐρήμου ᾿Ιεριήλ. 16 Αύριον να επέλθετε εναντίον αυτών. Ιδού αυτοί θα ανεβαίνουν τον ανήφορον του λόφου Ασάς, και θα τους εύρετε στο άκρον του ποταμού εις την έρημον Ιεριήλ. 16 Αὔριον κατεβῆτε ἐναντίον τους. Νά· αὐτοὶ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὸν ἀνήφορον Ἀσὰς καὶ θὰ τοὺς συναντήσετε εἰς τὸ ἄκρον τοῦ ποταμοῦ, ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν ἔρημον Ἰεριήλ.
17 οὐχ ὑμῖν ἐστι πολεμῆσαι· ταῦτα σύνετε καὶ ἴδετε τὴν σωτηρίαν Κυρίου μεθ' ὑμῶν, ᾿Ιούδα καὶ ῾Ιερουσαλήμ· μὴ φοβηθῆτε μηδὲ πτοηθῆτε αὔριον ἐξελθεῖν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῖς, καὶ Κύριος μεθ' ὑμῶν. 17 Δεν είναι ιδικόν σας έργον να πολεμήσετε εναντίον των. Αυτά κατανοήσατέ τα καλά, Ιουδαίοι και κάτοικοι της Ιερουσαλήμ, και προσέξατε ότι η σωτηρία σας θα προέλθη από τον Κυριον. Μη φοβηθήτε και μη πτοηθήτε. Αύριον να εξέλθετε εις συνάντησιν αυτών και ο Κυριος θα είναι μαζή σας”. 17 Δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ πολεμήσετε ἐναντίον των σεῖς (διότι ἐναντίον των θὰ πολεμήσῃ ὁ Θεός). Αὐτὰ σκεφθῆτε τα καλά, κατανοῆστε τα, Ἰουδαῖοι καὶ ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ θὰ ἰδῆτε ὅτι ἡ σωτηρία σας θὰ προέλθῃ ἀπὸ τὸν Κύριον. Μὴ φοβηθῆτε καὶ μὴ κατατρομάξετε νὰ προχωρήσετε αὔριον διὰ νὰ τοὺς συναντήσετε· καὶ ὁ Κύριος θὰ εἶναι μαζί σας».
18 καὶ κύψας ᾿Ιωσαφὰτ ἐπὶ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ πᾶς ᾿Ιούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ῾Ιερουσαλὴμ ἔπεσαν ἔναντι Κυρίου προσκυνῆσαι Κυρίῳ. 18 Ο Ιωσαφάτ έσκυψε το πρόσωπον αυτού και προσεκύνησε και όλοι οι Ιουδαίοι και οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ έπεσαν κατά γης ενώπιον του Κυρίου, να προσκυνήσουν αυτόν. 18 Τότε ὁ Ἰωσαφάτ, ἀφοῦ ἔσκυψε τὸ πρόσωπόν του, ἔπεσε μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν καὶ ἐπροσκύνησε εὐλαβικὰ καὶ ταπεινά· ἀλλὰ καὶ ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι καὶ ὅσοι ἐκατοικοῦσαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἔπεσαν μπρούμυτα εἰς τὴν γῆν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ προσκυνήσουν εὐλαβικὰ καὶ ταπεινὰ τὸν Κύριον.
19 καὶ ἀνέστησαν οἱ Λευῖται ἀπὸ τῶν υἱῶν Καὰθ καὶ ἀπὸ τῶν υἱῶν Κορὲ αἰνεῖν Κυρίῳ Θεῷ ᾿Ισραὴλ ἐν φωνῇ μεγάλῃ εἰς ὕψος. 19 Οι Λευίται, οι προερχόμενοι από τους απογόνους του Καάθ και από τους απογόνους του Κορέ, εσηκώθησαν, δια να υμνήσουν Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ με πολύ δυνατήν φωνήν. 19 Οἱ δὲ Λευῖται, ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Καὰθ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Κορέ, ἐσηκώθησαν ὄρθιοι διὰ νὰ ὑμνήσουν τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, μὲ φωνὴν ἰσχυρὰν καὶ ὑψηλήν.
20 Καὶ ὤρθρισαν πρωΐ καὶ ἐξῆλθον εἰς τὴν ἔρημον Θεκωέ, καὶ ἐν τῷ ἐξελθεῖν αὐτοὺς ἔστη ᾿Ιωσαφὰτ καὶ ἐβόησε καὶ εἶπεν· ἀκούσατέ μου ᾿Ιούδα καὶ οἱ κατοικοῦντες ἐν ῾Ιερουσαλήμ· ἐμπιστεύσατε ἐν Κυρίῳ Θεῷ ἡμῶν, καὶ ἐμπιστευθήσεσθε· ἐμπιστεύσατε ἐν προφήτῃ αὐτοῦ, καὶ εὐοδωθήσεσθε. 20 Την επομένην, λίαν πρωϊ, εσηκώθησαν οι Ιουδαίοι και εξήλθον εις την έρημον Θεκωέ. Οταν αυτοί ανεχώρησαν, ο Ιωσαφάτ εστάθη όρθιος, εφώναξε και είπεν· “ακούσατέ με, Ιουδαίοι και οι άλλοι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ. Εμπιστευθήτε τον εαυτόν σαν στον προφήτην αυτού και θα ευοδωθούν αι προσπάθειαί σας”. 20 Τὴν ἑπομένην ἐσηκώθησαν πολὺ ἐνωρὶς τὸ πρωῒ καὶ ἐβγῆκαν διὰ νὰ προχωρήσουν εἰς τὴν ἔρημον Θεκωέ. Καθὼς δὲ ἐξεκινοῦσαν, ὁ Ἰωσαφὰτ ἐστάθη ὄρθιος καὶ ἐφώναξε καὶ εἶπεν: «Ἀκοῦστε με, Ἰουδαῖοι καὶ ὅσοι κατοικεῖτε εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ! Δώστε ἀπόλυτον πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν μας, καὶ θὰ εἶσθε ἀκλόνητοι καὶ ἀσφαλεῖς. Δῶστε ἀπόλυτον πίστιν καὶ ἐμπιστοσύνην εἰς τὸν προφήτην του καὶ τὰ ἔργα σας θὰ στεφθοῦν μὲ ἐπιτυχίαν».
21 καὶ ἐβουλεύσατο μετὰ τοῦ λαοῦ καὶ ἔστησε ψαλτῳδοὺς καὶ αἰνοῦντας ἐξομολογεῖσθαι καὶ αἰνεῖν τὰ ἅγια ἐν τῷ ἐξελθεῖν ἔμπροσθεν τῆς δυνάμεως, καὶ ἔλεγον· ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 21 Κατόπιν συνεσκέφθη με τον λαόν και ώρισεν, όπως οι ψαλτωδοί και οι άλλοι μουσικοί υμνούν και δοξολογούν τον Θεόν και τα άγια αυτού, προπορευόμενοι εμπρός από τον στρατόν. Αυτοί λοιπόν έψαλλον· “Αινείτε τον Κυριον, διότι είναι αγαθός και το έλεός του υπάρχει στους αιώνας των αιώνων”. 21 Κατόπιν ὁ Ἰωσαφὰτ συνεσκέφθη μὲ τὸν λαὸν καὶ καθώρισεν ὡρισμένους ψάλτες καὶ ὑμνωδούς, διὰ νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἁγιότητά του, προπορευόμενοι τῆς στρατιωτικῆς δυνάμεως. Αὐτοὶ δὲ ἔψαλλαν ἐπαναλαμβάνοντες τὴν ἐπωδόν: «Δοξολογεῖτε μὲ βαθεῖα εὐγνωμοσύνην τὸν Κύριον, διότι πάντοτε καὶ διαρκῶς ἐλεεῖ καὶ τὸ ἔλεός του μένει εἰς τὸν αἰῶνα».
22 καὶ ἐν τῷ ἄρξασθαι αὐτοὺς τῆς αἰνέσεως καὶ τῆς ἐξομολογήσεως ἔδωκε Κύριος πολεμεῖν τοὺς υἱοὺς ᾿Αμμὼν ἐπὶ Μωὰβ καὶ ὄρος Σηεὶρ τοὺς ἐξελθόντας ἐπὶ ᾿Ιούδαν, καὶ ἐτροπώθησαν. 22 Οταν οι ψάλται αυτοί ήρχισαν να υμνούν και να δοξολογούν τον Θεόν, ο Κυριος έδωκεν, ώστε οι Αμμωνίται να μάχωνται εναντίον Μωαβιτών και των Ιδουμαίων, που είχαν έλθει από το όρος Σηείρ. Ολοι δε αυτοί είχαν εξέλθει εις πόλεμον εναντίον των Ιουδαίων. Ετσι δε οι εχθροί εξωντώθησαν πολεμούντες ο ένας τον άλλον. 22 Μόλις οἱ ψάλται καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἄρχισαν νὰ ὑμνοῦν καὶ νὰ δοξολογοῦν τὸν Θεόν, ὁ Κύριος ἐπροκάλεσε σύγχυσιν καὶ πανικὸν εἰς τὸν στρατὸν τῶν εἰσβολέων. Ἀποτέλεσμα τούτου ἦταν τὸ ὅτι οἱ Ἀμμωνῖται ἐπολεμοῦσαν ἐναντίον τῶν Μωαβιτῶν καὶ ἐναντίον ἐκείνων ποὺ κατήγοντο ἀπὸ τὸ ὄρος Σηείρ (τῶν Ἰδουμαίων)· αὐτοὶ ἦσαν, ποὺ εἰσέβαλαν εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ ἐπετέθησαν κατὰ τῶν Ἰουδαίων. Ἔτσι οἱ ἐχθροὶ ἀλληλοεξωντώθησαν!
23 καὶ ἀνέστησαν οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν καὶ Μωὰβ ἐπὶ τοὺς κατοικοῦντας ὄρος Σηεὶρ ἐξολοθρεῦσαι καὶ ἐκτρῖψαι αὐτούς· καὶ ὡς συνετέλεσαν τοὺς κατοικοῦντας Σηείρ, ἀνέστησαν εἰς ἀλλήλους τοῦ ἐξολοθρευθῆναι. 23 Πράγματι εσηκώθηκαν οι Αμμωνίται και οι Μωαβίται εναντίον των κατοίκων του όρους Σηείρ, των Ιδουμαίων, δια να τους εξολοθρεύσουν και τους συντρίψουν. Οταν δε οι Αμμωνίται και οι Μωαβίται εξώντωσαν τους Ιδουμαίους του όρους Σηείρ, εστράφησαν τότε εναντίον αλλήλων και εξωντώθησαν αναμεταξύ των. 23 Διότι συνέβη τοῦτο: Ἐπετέθησαν οἱ Ἀμμωνῖται καὶ οἱ Μωαβῖται ἐναντίον τῶν κατοίκων τοῦ ὄρους Σηείρ (τῶν Ἰδουμαίων), διὰ νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσουν καὶ νὰ τοὺς συντρίψουν. Ὅταν δὶ οἱ Ἀμμωνῖται καὶ Μωαβῖται συνέτριψαν καὶ κατέστρεψαν ἐντελῶς τοὺς κατοίκους τοῦ ὄρους Σηείρ (τοὺς Ἰδουμαίους), ἐστράφησαν οἱ μὲν ἐναντίον τῶν δὲ εἰς ἄγριον ἐξοντωτικὸν πόλεμον, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐξολοθρευθοῦν ἀμοιβαίως ὅλοι!
24 καὶ ᾿Ιούδας ἦλθεν ἐπὶ τὴν σκοπιὰν τῆς ἐρήμου καὶ ἐπέβλεψε καὶ εἶδε τὸ πλῆθος, καὶ ἰδοὺ πάντες νεκροὶ πεπτωκότες ἐπὶ τῆς γῆς, οὐκ ἦν σωζόμενος. 24 Οταν οι Ιουδαίοι ανέβηκαν εις κάποιο υψηλόν μέρος της ερήμου και παρετήρησαν προς το πλήθος των εχθρών των, είδον αίφνης ότι όλοι ήσαν νεκροί, πεσμένοι στο χώμα και κανείς από αυτούς δεν είχε διαφύγει. 24 Ὅταν ὁ Ἰουδαϊκὸς στρατὸς ἔφθασεν εἰς κάποιον ὕψωμα τῆς ἐρήμου τῆς Θεκωέ, ἐκύτταξαν πρὸς τὸ μέρος τοῦ πολυαρίθμου ἐχθροῦ καὶ νά· ὅλοι οἰ ἐχθροὶ ἦσαν πεσμένοι κατὰ γῆς νεκρὸν κανεὶς δὲν ὑπῆρχε, ποὺ νὰ εἶχε σωθῇ καὶ νὰ ζῇ!
25 καὶ ἐξῆλθεν ᾿Ιωσαφὰτ καὶ ὁ λαὸς αὐτοῦ σκυλεῦσαι τὰ σκῦλα αὐτῶν καὶ εὗρον κτήνη πολλὰ καὶ ἀποσκευὴν καὶ σκῦλα καὶ σκεύη ἐπιθυμητὰ καὶ ἐσκύλευσαν ἐν αὐτοῖς. καὶ ἐγένοντο ἡμέραι τρεῖς σκυλευόντων αὐτῶν τὰ σκῦλα, ὅτι πολλὰ ἦν. 25 Ο Ιωσαφάτ και ο λαός του μετέβησαν, δια να πάρουν τα λάφυρα των εχθρών των. Εκεί ευρήκαν πολλά ζώα, όπως επίσης και πολύτιμα σκεύη, τα οποία και ελαφυραγώγησαν. Επί τρεις κατά συνέχειαν ημέρας έπαιρναν τα λάφυρα των εχθρών των, διότι αυτά ήσαν πολλά. 25 Καὶ ὁ Ἰωσαφὰτ καὶ ὁ στρατος του ἐπροχώρησαν πρὸς τὸ μέρος τῶν νεκρῶν ἐχθρῶν διὰ νὰ πάρουν τὰ λάφυρά των. Εὑρῆκαν πολλὰ κατοικίδια ζῶα καὶ προμήθειες καὶ λάφυρα καὶ πολύτιμα ἀντικείμενα, τὰ ὁποῖα καὶ ἐλαφυραγώγησαν. Συνεπληρώθησαν δὲ τρεῖς ἡμέρες, κατὰ τὶς ὁποῖες οἱ Ἰουδαῖοι ἐλαφυραγωγοῦσαν τοὺς νεκροὺς ἐχθρούς των, διότι τὰ λάφυρα ἦσαν πολλά!
26 καὶ ἐγένετο τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ ἐπισυνήχθησαν εἰς τὸν αὐλῶνα τῆς εὐλογίας, ἐκεῖ γὰρ ηὐλόγησαν τὸν Κύριον· διὰ τοῦτο ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Κοιλὰς εὐλογίας ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 26 Κατά την τετάρτην ημέραν συνεκεντρώθησαν εις μίαν κοιλάδα, η οποία ωνομάσθη “Κοίλας ευλογίας”, διότι εκεί ευλόγησαν και εδοξολόγησαν τον Κυριον. Δια τούτο εκάλεσαν τον τόπον εκείνον “Κοιλάδα ευλογίας” και η ονομασία αυτή παρέμεινεν έως την ημέραν αυτήν. 26 Κατὰ δὲ τὴν τετάρτην ἡμέραν συνέβη τοῦτο: Οἱ Ἰουδαῖοι συνεκεντρώθησαν εἰς τὴν Κοιλάδα τῆς Εὐλογίας, διότι ἐκεῖ εὐλόγησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Κύριον. Διὰ τοῦτο ὠνόμασαν τὴν τοποθεσίαν ἐκείνην Κοιλάδα Εὐλογίας· ἡ ὀνομασία αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονταὶ οἱ γραμμὲς αὐτές.
27 καὶ ἐπέστρεψε πᾶς ἀνὴρ ᾿Ιούδα εἰς ῾Ιερουσαλὴμ καὶ ᾿Ιωσαφὰτ ἡγούμενος αὐτῶν ἐν εὐφροσύνῃ μεγάλῃ, ὅτι εὔφρανεν αὐτοὺς Κύριος ἀπὸ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, 27 Με επικεφαλής τον Ιωσαφάτ όλοι οι άνδρες του Ιούδα επανήλθαν εις την Ιερουσαλήμ με μεγάλην χαράν, διότι ο Κυριος τους ηύφρανε απαλλάξας αυτούς από τους εχθρούς των. 27 Κατόπιν ἐπέστρεψαν ὅλοι οἱ Ἰουδαῖοι μὲ τὸν ἀρχηγόν των Ἰωσαφὰτ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, μὲ μεγάλην χαράν, διότι ὁ Κύριος τοὺς ἐχάρισεν εὐφροσύνην, ἐπειδὴ τοὺς ἀπήλλαξεν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς των.
28 καὶ εἰσῆλθον εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἐν νάβλαις καὶ κινύραις καὶ ἐν σάλπιγξιν εἰς οἶκον Κυρίου. 28 Εισήλθον εις την Ιερουσαλήμ και στον ναόν του Κυρίου, παίζοντες τα μουσικά των όργανα, νάβλας και κινύρας, και σαλπίζοντες με τας ιεράς των σάλπιγγας. 28 Καὶ ὅλοι οἰ Ἰουδαῖοι μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰωσαφὰτ ἐμπῆκαν εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ μὲ νάβλες (λύρες) καὶ κινύρες (ἄρπες) καὶ σάλπιγγες καὶ ἐπροχώρησαν εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου.
29 καὶ ἐγένετο ἔκστασις Κυρίου ἐπὶ πάσας τὰς βασιλείας τῆς γῆς ἐν τῷ ἀκοῦσαι αὐτοὺς ὅτι Κύριος ἐπολέμησε πρὸς τοὺς ὑπεναντίους ᾿Ισραήλ. 29 Εκ μέρους του Θεού τρόμος έπεσεν στους κατοίκους των άλλων βασιλειών της γης, όταν επληροφορήθησαν ότι αυτός ο ίδιος ο Κυριος επολέμησεν εναντίον των εχθρών του ισραηλιτικού λαού. 29 Καὶ πανικός, φρίκη, θεῖος τρόμος, τὸν ὁποῖον ἐπροκάλεσε ὁ Κύριος, ἐκυρίευσεν ὅλα τά (γειτονικά) βασίλεια τῆς γῆς, ὅταν ἄκουσαν καὶ ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπολέμησεν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
30 καὶ εἰρήνευσεν ἡ βασιλεία ᾿Ιωσαφάτ, καὶ κατέπαυσεν αὐτῷ ὁ Θεὸς αὐτοῦ κυκλόθεν. 30 Ετσι ειρήνευσεν η βασιλεία του Ιωσαφάτ, διότι ο Κυριος τον ανέπαυσε και τον περιεφρούρησε από τους γύρω από αυτόν εχθρούς. 30 Ἕνεκα τούτου ὁ Ἰωσαφὰτ ἐκυβέρνησεν ἀπὸ τότε ἀνενόχλητος, χωρὶς πολέμους, διότι ὁ Θεός του τοῦ ἐχάρισεν εἰρήνην καὶ ἀσφάλειαν ἀπὸ τοὺς γύρω του ἐχθρούς.
31 Καὶ ἐβασίλευσεν ᾿Ιωσαφὰτ ἐπὶ τὸν ᾿Ιούδαν, ὢν ἐτῶν τριακονταπέντε ἐν τῷ βασιλεῦσαι αὐτόν, καὶ εἴκοσι καὶ πέντε ἔτη ἐβασίλευσεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ὄνομα τῇ μητρὶ αὐτοῦ ᾿Αζουβὰ θυγάτηρ Σαλί. 31 Ο Ιωσαφάτ εβασίλευσεν στο βασίλειον του Ιούδα. Οταν ανήλθεν στον βασιλικόν θρόνον ήτο ηλικίας τριάκοντα πέντε ετών. Εβασίλευσε με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ επί είκοσι πέντε έτη. Το όνομα της μητρός του ήτο Αζουβά, η οποία ήτο θυγάτηρ του Σαλί. 31 Ὁ Ἰωσαφὰτ ἐβασίλευσεν εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰούδα· ἦταν δὲ τριάντα πέντε ἐτῶν, ὅταν ἄρχισε νὰ βασιλεύῃ, καὶ ἐβασίλευσεν εἴκοσι πέντε χρόνια μὲ πρωτεύουσαν τὴν Ἱερουσαλήμ. Τὸ ὄνομα τῆς μητέρας του ἦταν Ἀζουβά· αὐτὴ δὲ ἦταν κόρη τοῦ Σαλί.
32 καὶ ἐπορεύθη ἐν ταῖς ὁδοῖς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ᾿Ασὰ καὶ οὐκ ἐξέκλινε τοῦ ποιῆσαι τὸ εὐθὲς ἐνώπιον Κυρίου· 32 Αυτός εβάδιζε τον δρόμον του ευσεβούς πατρός του Ασά και δεν παρεξέκλινεν από του να πράττη το ορθόν και ευάρεστον ενώπιον του Κυρίου. 32 Ὁ Ἰωσαφατ ἀκολούθησε τὸ θεοφιλὲς παράδειγμα τοῦ πατέρα του, τοῦ Ἀσά,καὶ δὲν παρεξέκλινεν, ἀλλ’ ἔζησε σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα καὶ τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου.
33 ἀλλὰ τὰ ὑψηλὰ ἔτι ὑπῆρχε, καὶ ἔτι ὁ λαὸς οὐ κατεύθυνε τὴν καρδίαν αὐτῶν πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν. 33 Οι υψηλοί όμως ειδωλολατρικοί τόποι υπήρχον ακόμη, διότι ο ιουδαϊκός λαός δεν είχε κατευθύνει πλήρως την καρδίαν του προς Κυριον τον Θεόν των πατέρων του. 33 Ἀλλ’ οἱ ὑψηλοὶ εἰδωλολατρικοὶ τόποι ὑπῆρχαν ἀκόμη, καὶ ὁ λαὸς δὲν ἔστρεψεν ἀκόμη σταθερὰ τὴν καρδία του πρὸς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων του.
34 καὶ οἱ λοιποὶ λόγοι ᾿Ιωσαφὰτ οἱ πρῶτοι καὶ οἱ ἔσχατοι ἰδοὺ γεγραμμένοι ἐν λόγοις ᾿Ιοὺ τοῦ ᾿Ανανί, ὃς κατέγραψε βιβλίον βασιλέων ᾿Ισραήλ. 34 Τα υπόλοιπα έργα του Ιωσαφάτ, τα πρώτα και τα τελευταία, είναι γραμμένα στο βιβλίον του Ιού, υιού του Ανανί, ο οποίος κατέγραψε το βιβλίον των βασιλέων του Ισραήλ. 34 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ Ἰωσαφάτ, τὰ πρῶτα μέχρι τὰ τελευταῖα (ἡ ἱστορία του ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι τέλους), νά· εἶναι γραμμένα εἰς τὸ βιβλίον «Ἱστορία (Χρονικά) τοῦ Ἰού, υἱοῦ τοῦ Ἀνανί», ὁ ὁποῖος συνέγραψε βιβλίον «Ἱστορία τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραήλ».
35 Καὶ μετὰ ταῦτα ἐκοινώνησεν ᾿Ιωσαφὰτ βασιλεὺς ᾿Ιούδα πρὸς ᾿Οχοζίαν βασιλέα ᾿Ισραήλ (καὶ οὗτος ἠνόμησεν) 35 Επειτα από αυτά ο Ιωσαφάτ, ο βασιλεύς του Ιούδα, ήλθεν εις στενήν επικοινωνίαν με τον βασιλέα του ισραηλιτικού λαού τον Οχοζίαν, (ο οποίος είχε παρανομήσει ενώπιον του Κυρίου). 35 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Ἰωσαφάτ, ὁ βασιλιᾶς τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰούδα, ἦλθεν εἰς ἐπικοινωνίαν καὶ ἔγινε συνεταῖρος μὲ τὸν Ὀχοζίαν, βασιλιᾶ τοῦ βασιλείου τοῦ Ἰσραήλ (αὐτὸς δὲ εἶχεν ἁμαρτήσει εἰς τὸν Θεόν).
36 ἐν τῷ ποιῆσαι καὶ πορευθῆναι πρὸς αὐτὸν τοῦ ποιῆσαι πλοῖα τοῦ πορευθῆναι εἰς Θαρσεῖς καὶ ἐποίησε πλοῖα ἐν Γασιὼν Γαβέρ. 36 Συνεδέθη δε ο Ιωσαφάτ με αυτόν, δια να κατασκευάση πλοία, τα οποία θα έπλεαν εις Θαρσείς. Πράγματι δε κατεσκεύασεν αυτά τα πλοία εις Γασιών Γαβέρ. 36 Ἔγινε συνεταῖρος με τὸν Ὀχοζίαν διὰ νὰ κατασκευάσουν πλοῖα, τὰ ὁποῖα θὰ ἐταξίδευαν εἰς Θαρσεῖς. Ἔτσι ἐναυπήγησαν πλοῖα εἰς τὴν πόλιν - λιμάνι Γασιὼν Γαβέρ.
37 καὶ ἐπροφήτευσεν ᾿Ελιέζερ ὁ τοῦ Δωδία ἀπὸ Μαρισῆς ἐπὶ ᾿Ιωσαφὰτ λέγων· ὡς ἐφιλίασας τῷ ᾿Οχοζίᾳ, ἔθραυσε Κύριος τὸ ἔργον σου, καὶ συνετρίβη τὰ πλοῖά σου. καὶ οὐκ ἐδυνάσθη πορευθῆναι εἰς Θαρσεῖς. 37 Τοτε ο Ελιέζερ, ο υιός του Δωδία, από την Μαρισήν προεφήτευσεν εναντίον του Ιωσαφάτ και είπεν· “επειδή συνήψες φιλίαν με τον Οχοζίαν, ο Κυριος θα καταστρέψη το έργον σου”. Και πράγματι τα πλοία αυτού κατεστράφησαν και δεν κατώρθωσαν να πλεύσουν εις Θαρσείς. 37 Ἀλλ’ ὁ Ἐλιέζερ, ὁ υἱὸς τοῦ Δωδία, ἀπὸ τὴν πόλιν Μαρισῆς, ἐπροφήτευσε ἐναντίον τοῦ Ἰωσαφὰτ καὶ τὸν προειδοποίησεν ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδὴ συνεδέθης μὲ φιλίαν με τὸν Ὀχοζίαν, ὁ Κύριος θὰ καταστρέψῃ τὸ ἔργον σου καὶ θὰ συντρίψῃ τὰ πλοῖα σου». Πράγματι· τὰ πλοῖα του συνετρίβησαν (εἰς τὴν Γασιὼν Γαβέρ) καὶ δὲν κατέστη δυνατὸν νὰ πλεύσουν εἰς Θαρσεῖς.