Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Β' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπε Σαλωμὼν τοῦ οἰκοδομῆσαι οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου καὶ οἶκον τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. 1 Ο Σολομών απεφάσισε και είπε τότε να ανοικοδομήση ναόν στο όνομα του Κυρίου, όπως επίσης και το βασιλικόν του ανάκτορον. 1 Ο βασιλιᾶς Σολομὼν ἀπεφάσισε νὰ κτίσῃ Ναὸν ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον καὶ βασιλικὸν ἀνάκτορον διὰ τὸν ἑαυτόν του.
2 καὶ συνήγαγε Σαλωμὼν ἑβδομήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν νωτοφόρων καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδας λατόμων ἐν τῷ ὄρει, καὶ οἱ ἐπιστάται ἐπ' αὐτῶν τρισχίλιοι ἑξακόσιοι. 2 Προς τον σκοπόν αυτόν ο Σολομών συνήθροισεν εβδομήκοντα χιλιάδες αχθοφόρους και ογδοήκοντα χιλιάδες λατόμους, οι οποίοι θα έκοπταν λίθους στο όρος. Επιστάτας επάνω εις αυτούς ώρισεν τρεις χιλιάδας εξακοσίους άνδρας. 2 Διὰ τὸν σκοπὸν αὐτὸν ὁ Σολομὼν ἐμάζευσεν ἑβδομῆντα χιλιάδες (70.000) ἀχθοφόρους καὶ ὀγδόντα χιλιάδες (80.000) λατόμους, διὰ νὰ κόβουν πέτρες εἰς τὸ ὅρος. Δι' ὅλους αὐτοὺς καθώρισε τρεῖς χιλιάδες ἑξακοσίους (3.600) ἐπιστάτες.
3 καὶ ἀπέστειλε Σαλωμὼν πρὸς Χιρὰμ βασιλέα Τύρου λέγων· ὡς ἐποίησας μετὰ Δαυὶδ τοῦ πατρός μου καὶ ἀπέστειλας αὐτῷ κέδρους τοῦ οἰκοδομῆσαι ἑαυτῷ οἶκον κατοικῆσαι ἐν αὐτῷ, 3 Εστειλε δε ο Σολομών ανθρώπους του προς τον Χιράμ, τον βασιλέα της Τυρου, δια να του είπουν· “όπως εξυπηρέτησες τον πατέρα μου τον Δαυίδ και έστειλες προς αυτόν ξύλα κέδρινα, δια να ανοικοδομήση την κατοικίαν του και να κατοικήση εις αυτήν, έτσι κάμε τώρα και με εμέ. 3 Καὶ ὁ Σολομὼν ἔστειλε μήνυμα πρὸς τὸν Χιράμ, τὸν βασιλιᾶ τῆς Τύρου, εἰς τὸ ὁποῖον τοῦ ἔλεγε: «Κάμε καὶ εἰς ἐμέ, ὅπως ἔκαμες εἰς τὸν Δαβίδ, τὸν πατέρα μου, ὅταν τοῦ ἀπέστειλες ξύλα κέδρινα, διὰ νὰ κτίσῃ διὰ τὸν ἑαυτόν του ἀνάκτορον, ὥστε νὰ κατοικήσῃ εἰς αὐτό.
4 καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ὁ υἱὸς αὐτοῦ οἰκοδομῶ οἶκον τῷ ὀνόματι Κυρίου Θεοῦ μου ἁγιάσαι αὐτὸν αὐτῷ τοῦ θυμιᾶν ἀπέναντι αὐτοῦ θυμίαμα καὶ πρόθεσιν διὰ παντὸς καὶ τοῦ ἀναφέρειν ὁλοκαυτώματα διὰ παντὸς τὸ πρωΐ καὶ τὸ δείλης καὶ ἐν τοῖς σαββάτοις καὶ ἐν ταῖς νουμηνίαις καὶ ἐν ταῖς ἑορταῖς τοῦ Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν· εἰς τὸν αἰῶνα τοῦτο ἐπὶ τὸν ᾿Ισραήλ. 4 Ιδού εγώ, ο υιός του Δαυίδ, θα ανοικοδομήσω ναόν στο όνομα Κυρίου του Θεού μου, θα αφιερώσω τούτον εις αυτόν, ώστε να του προσφέρεται θυμίαμα και να παρατίθενται πάντοτε οι άρτοι της προθέσεως εις την τράπεζαν. Να προσφέρουν διαρκώς εις αυτόν θυσίας ολοκαυτωμάτων, πρωί και εσπέρας, όπως επίσης κατά τα σάββατα, κατά την πρώτην εκάστου μηνός και κατά τας άλλας εορτάς Κυρίου του Θεού μας. Αυτό είναι αιωνίως επιβεβλημένον καθήκον στον ισραηλιτικόν λαόν. 4 Διότι νά· καὶ ἐγώ, ὁ υἱός του, πρόκειται νὰ κτίσω Ναὸν εἰς τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου καὶ νὰ τὸν ἀφιερώσω εἰς αὐτόν, διὰ να προσφέρεται εἰς αὐτὸν θυμίαμα καὶ διὰ νὰ παραθέτουν πάντοτε τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως (ἐπάνω εἰς τὴν εἰδικὴν τράπεζαν τῆς προθέσεως) καὶ διὰ νὰ προσφέρουν συνεχῶς θυσίες ὁλοκαυτωμάτων τὸ πρωῒ καὶ τὸ ἑσπέρας (δεῖλι) καὶ κατὰ τὰ σάββατα καὶ κατὰ τὴν πρώτην κάθε μηνός (τὴν ἀρχὴν νέας σελήνης) καὶ κατὰ τὶς ἄλλες ἐορτὲς τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ μας· ὅπως ἔχει ὁρισθῇ να γίνεται τοῦτο εἰς τὸν Ἰσραὴλ διαπαντός.
5 καὶ ὁ οἶκος, ὃν ἐγὼ οἰκοδομῶ μέγας, ὅτι μέγας Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν παρὰ πάντας τοὺς θεούς. 5 Ο ναός δέ, τον οποίον εγώ θα ανοικοδομήσω, θα είναι πολύ μεγάλος, διότι Κυριος ο Θεός ημών είναι ο απολύτως μέγας υπέρ πάντας τους άλλους θεούς. 5 Καὶ ὁ Ναός, τὸν ὁποῖον ἐγὼ πρόκειται νὰ οἰκοδομήσω, πρέπει νὰ εἶναι πολὺ μεγάλος, διότι εἶναι ἀπείρως μέγας ὁ Κύριος, ὁ Θεός μας, ὑπέρτερος ἀπὸ ὅλους τοὺς ψευδοθεούς.
6 καὶ τίς ἰσχύσει οἰκοδομῆσαι αὐτῷ οἶκον; ὅτι ὁ οὐρανὸς καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ οὐρανοῦ οὐ φέρουσι τὴν δόξαν αὐτοῦ. καὶ τίς ἐγὼ οἰκοδομῶν αὐτῷ οἶκον; ὅτι ἀλλ' ἢ τοῦ θυμιᾶν κατέναντι αὐτοῦ. 6 Και ποιός άνθρωπος θα ημπορέση ποτέ να ανοικοδομήση ναόν αντάξιον αυτού; Διότι ο ουρανός ο ένας και οι ουρανοί των ουρανών δεν ημπορούν να βαστάσουν την δόξαν του. Ποιός λοιπόν είμαι εγώ, ο οποίος θα τολμήσω να ανοικοδομήσω οίκον προς τιμήν του; Ο ναός αυτός κτίζεται μόνον και μόνον, δια να προσφέρεται ενώπιόν του θυμίαμα. 6 Καὶ ποιὸς ἄραγε ἄνθρωπος θὰ ἠμπορέσῃ νὰ οἰκοδομήσῃ Ναὸν ἀντάξιον τοῦ Θεοῦ μας; Διότι ὁλόκληρος αὐτὸς ὁ ἀπέραντος οὐρανός, τὸν ὁποῖον βλέπομεν, καὶ ὁ οὐρανὸς τοῦ ἀχανοῦς οὐρανοῦ, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν φθάνει τὸ ἀνθρώπινον βλέμμα, δὲν ἠμποροῦν νὰ χωρέσουν τὴν δόξαν τοῦ ἀπείρου Θεοῦ. Καὶ ποῖος εἶμαι ἐγώ, ὁ ὁποῖος θὰ τολμήσω νὰ οἰκοδομήσω Ναὸν δι’ αὐτόν; Ἀλλ’ ὁ Ναὸς αὐτὸς κτίζεται μόνον καὶ μόνον διὰ νὰ προσφέρεται θυμίαμα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
7 καὶ νῦν ἀπόστειλόν μοι ἄνδρα σοφὸν καὶ εἰδότα τοῦ ποιῆσαι ἐν τῷ χρυσίῳ καὶ ἐν τῷ ἀργυρίῳ καὶ ἐν τῷ χαλκῷ καὶ ἐν τῷ σιδήρῳ καὶ ἐν τῇ πορφύρᾳ καὶ ἐν τῷ κοκκίνῳ καὶ ἐν τῇ ὑακίνθῳ καὶ ἐπιστάμενον γλύψαι γλυφὴν μετὰ τῶν σοφῶν τῶν μετ' ἐμοῦ ἐν ᾿Ιούδᾳ καὶ ἐν ῾Ιερουσαλήμ, ἃ ἡτοίμασε Δαυὶδ ὁ πατήρ μου. 7 Και τώρα, λοιπόν, σε παρακαλώ στείλε μου άνδρα σοφόν, γνωρίζοντα να κατεργάζεται τον χρυσόν, τον άργυρον, τον χαλκόν, τον σίδηρον και τα υφάσματα τα πορφυρά, τα βαθέως ερυθρά και τα κυανά. 7 Τώρα λοιπὸν στεῖλε μου ἄνδρα σοφόν, ἔξυπνον καὶ ἱκανόν, ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ κατεργάζεται τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσῆμι, τὸν χαλκὸν καὶ τὸ σίδερο· ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ κατεργάζεται ὑφάσματα πορφυρᾶ (μὲ χρῶμα ὅπως τῆς φωτιᾶς), βαθειὰ κόκκινα καὶ βαθυγάλαζα. Στεῖλε μου ἄνδρα, ὁ ὁποῖος νὰ κατέχῃ τὴν χαρακτικὴν καὶ γλυπτικὴν τέχνην, ὁ ὁποῖος θὰ συνεργασθῇ μὲ τοὺς ἱκανοὺς καὶ ἐμπείρους τεχνίτες μου εἰς τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν Ἱερουσαλήμ, τοὺς ὁποίους ἐδιάλεξε καὶ προετοίμασε ὁ Δαβίδ, ὁ πατέρας μου.
8 καὶ ἀπόστειλόν μοι ξύλα κέδρινα καὶ ἀρκεύθινα καὶ πεύκινα ἐκ τοῦ Λιβάνου, ὅτι ἐγὼ οἶδα ὡς οἱ δοῦλοί σου οἴδασι κόπτειν ξύλα ἐκ τοῦ Λιβάνου· καὶ ἰδοὺ οἱ παῖδές σου μετὰ τῶν παίδων μου 8 Στείλε μου άνδρα, που να γνωρίζη την τέχνην του γλύπτου, δια να συνεργασθή με άλλους τεχνίτας ιδικούς μου, που ευρίσκονται εις την Ιερουσαλήμ και την Ιουδαίαν, δια να κατεργασθούν τα ύλικά, τα οποία προητοίμασεν ο πατήρ μου. Στείλε μου επίσης ξυλείαν κέδρων, αγριοκυπαρίσσων και πεύκων από το όρος Λιβανον, διότι γνωρίζω πόσον ικανοί, είναι οι δούλοι σου να κόπτουν τέτοια ξύλα από τον Λιβανον. Οι δούλοι σου δε θα συνεργασθούν προς τούτο με τους ιδικούς μου δούλους. 8 Στεῖλε μου ἐπίσης ξύλα κέδρινα καὶ ἀρκεύθινα καὶ πεύκινα ἀπὸ τὸ ὅρος Λίβανος, διότι γνωρίζω ὅτι οἱ δοῦλοι σου γνωρίζουν καὶ εἶναι ἱκανοὶ νὰ κόβουν ξυλείαν ἀπὸ τὸν Λίβανον. Καὶ νά· οἱ δοῦλοι μου εἶναι ἕτοιμοι νὰ συνεργασθοῦν μαζὶ μὲ τοὺς δούλους σου καὶ νὰ τοὺς βοηθήσουν.
9 πορεύσονται ἑτοιμάσαι μοι ξύλα εἰς πλῆθος, ὅτι ὁ οἶκος, ὃν ἐγὼ οἰκοδομῶ μέγας καὶ ἔνδοξος. 9 Μαζή θα πάνε και οι μεν και οι δέ, δια να προετοιμάσουν πολυάριθμα τέτοια ξύλα, διότι ο ναός, τον οποίον θα ανοικοδομήσω, θα είναι μέγας και ένδοξος. 9 Θὰ μεταβοῦν διὰ νὰ συνεργασθοῦν μὲ τοὺς δούλους σου, ὥστε νὰ ἑτοιμάσουν δι’ ἐμὲ ἄφθονον ποσότητα ξυλείας, διότι ὁ Ναός, τὸν ὁποῖον προτίθεμαι νὰ οἰκοδομήσω, θὰ εἶναι πολὺ μεγάλος, μεγαλοπρεπὴς καὶ Θαυμαστός.
10 καὶ ἰδοὺ τοῖς ἐργαζομένοις τοῖς κόπτουσι ξύλα εἰς βρώματα δέδωκα σῖτον εἰς δόματα τοῖς παισί σου κόρων πυροῦ εἴκοσι χιλιάδας καὶ κριθῶν κόρων εἴκοσι χιλιάδας καὶ οἴνου μέτρων εἴκοσι χιλιάδας καὶ ἐλαίου μέτρων εἴκοσι χιλιάδας. 10 Εγώ δε θα δώσω στους εργάτας τους άνδρας σου, οι οποίοι θα κόπτουν αυτά τα ξύλα, ως αμοιβήν των είδη προς διατροφήν, τέσσαρα και πλέον εκατομμύρια κιλά σίτου, τέσσαρα και πλέον εκατομμύρια κιλά κριθής, εκατόν τριαντατέσσαρας χιλιάδας και πλέον κιλά οίνου, εκατόν τριαντατέσσαρας χιλιάδας και πλέον κιλά λάδι”. 10 Καὶ νά· διὰ τὴν διατροφὴν καὶ συντήρησιν τῶν ξυλοκόπων ἀνδρῶν σου Θὰ δώσω ὡς ἀμοιβὴν ὀκτὼ χιλιάδες ἑκατὸν ὀγδόντα τόννους (ἢ 8.180.000 κιλά) σιτάρι καὶ ὀκτὼ χιλιάδες ἑκατὸν ὀγδόντα τόννους (ἢ 8.180.000 κιλά) κριθάρι καὶ διακόσιες ἑβδομῆντα δύο χιλιάδες ἑξακόσια (272.600) κιλά (ἢ 272,6 τόννους) κρασὶ καὶ διακόσιες ἑβδομῆντα δύο χιλιάδες ἑξακόσια (272.600) κιλά (ἢ 272,6 τόννους) λάδι».
11 καὶ εἶπε Χιρὰμ βασιλεὺς Τύρου ἐν γραφῇ καὶ ἀπέστειλε πρὸς Σαλωμὼν λέγων· ἐν τῷ ἀγαπῆσαι Κύριον τὸν λαὸν αὐτοῦ ἔδωκέ σε ἐπ' αὐτοὺς βασιλέα. 11 Ο βασιλεύς της Τυρου ο Χιράμ απήντησε με επιστολήν προς τον Σολομώντα, την οποίαν του έστειλε με ανθρώπους του και του έλεγεν· “επειδή ο Κυριος ηγάπησε τον λαόν του, δια τούτο έδωκε σε ως βασιλέα εις αυτόν τον λαόν”. 11 Καὶ ὁ Χιράμ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Τύρου, ἀπέστειλεν εἰς τὸν Σολομῶντα γραπτὴν ἀπάντησιν, εἰς τὴν ὁποίαν τοῦ ἔγραφεν: «Ἐπειδὴ ὁ Κύριος ἀγάπησε τὸν λαόν του, ἀνέδειξε σὲ ὡς βασιλιᾶ ἰδικόν των».
12 καὶ εἶπε Χιράμ· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ὃς ἐποίησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὃς ἔδωκε τῷΔαυὶδ τῷ βασιλεῖ υἱὸν σοφὸν καὶ ἐπιστάμενον ἐπιστήμην καὶ σύνεσιν, ὃς οἰκοδομήσει οἶκον τῷ Κυρίῳ καὶ οἶκον τῇ βασιλείᾳ αὐτοῦ. 12 Και προσέθεσεν ακόμη ο Χιράμ· “ας είναι ευλογητός Κυριος ο Θεός του Ισραήλ, ο οποίος εδημιούργησε τον ουρανόν και την γην, διότι αυτός έδωκεν στον βασιλέα Δαυίδ υιόν σοφόν, ο οποίος είναι κάτοχος επιστήμης και σοφίας, και αυτός θα ανοικοδομήση ναόν προς τιμήν του Κυρίου, και βασιλικόν ανάκτορον δια τον εαυτόν του. 12 Ἀκόμη ὁ Χιρὰμ ἐπρόσθεσε εἰς τὸ γράμμα του: «Εὐλογημένος καὶ δοξασμένος ἂς εἶναι ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ ὁποῖος ἐδημιούργησε τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν, ὁ ὁποῖος ἔδωκεν εἰς τὸν βασιλιᾶ Δαβὶδ υἱὸν σοφόν, προικισμένον με ὀρθὴν καὶ ἀκριβὴ γνῶσιν τῶν πραγμάτων καὶ φρόνησιν καὶ ὀξύνοιαν, καὶ ὁ ὁποῖος υἱὸς προτίθεται νὰ οἰκοδομήσῃ Ναὸν διὰ τὸν Κύριον καὶ ἀνάκτορον, εἰς τὸ ὁποῖον νὰ βασιλεύῃ.
13 καὶ νῦν ἀπέστειλά σοι ἄνδρα σοφὸν καὶ εἰδότα σύνεσιν Χιρὰμ τὸν πατέρα μου 13 Και τώρα έστειλα προς σε ένα άνδρα σοφόν και συνετόν, τον Χιράμ, τον οποίον έχω ωσάν τον πατέρα μου. 13 Τώρα λοιπὸν σοῦ ἀποστέλλω ἄνδρα σοφόν, ἔξυπνον, ἐπιτήδειον καὶ ἐπιδέξιον τεχνίτην, τὸν Χιράμ, τὸν ὁποῖον σέβομαι σὰν πατέρα μου (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὸν ἀξιότιμον κύριον Χιράμ).
14 (ἡ μήτηρ αὐτοῦ ἀπὸ θυγατέρων Δάν, καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀνὴρ Τύριος) εἰδότα ποιῆσαι ἐν χρυσίῳ καὶ ἐν ἀργυρίῳ καὶ ἐν χαλκῷ καὶ ἐν σιδήρῳ καὶ ἐν λίθοις καὶ ξύλοις καὶ ὑφαίνειν ἐν τῇ πορφύρᾳ καὶ ἐν τῇ ὑακίνθῳ καὶ ἐν τῇ βύσσῳ καὶ ἐν τῷ κοκκίνῳ καὶ γλύψαι γλυφὰς καὶ διανοεῖσθαι πᾶσαν διανόησιν, ὅσα ἂν δῷς αὐτῷ, μετὰ τῶν σοφῶν σου καὶ σοφῶν Δαυὶδ κυρίου μου πατρός σου. 14 ( Η μητέρα αυτού κατάγεται από την ισραηλιτικήν φυλήν του Δαν, ο δε πατέρας του είναι πολίτης της Τυρου)· αυτός λοιπόν, γνωρίζει να κατεργάζεται τον χρυσόν, τον άργυρον, τον χαλκόν, τον σίδηρον, τους λίθους και τα ξύλα. Γνωρίζει επίσης να υφαίνη υφάσματα πορφυρά, κυανά, βαθέως ερυθρά. Γνωρίζει την τέχνην του γλύπτου και ημπορεί να επινοή διάφορα σχέδια, γενικώς να φέρη εις πέρας κάθε τι, που θα του αναθέσης, μαζή με τους ιδικούς σου σοφούς τεχνίτας και τους σοφούς τεχνίτας του πατρός σου και κυρίου μου, του Δαυίδ. 14 (Ἡ μητέρα του κατάγεται ἀπὸ τὶς γυναῖκες τῆς Ἰσραηλιτικῆς φυλῆς τοῦ Δάν, ὁ δὲ πατέρας του εἶναι ἐντόπιος κάτοικος τῆς Τύρου). Ὁ Χιρὰμ αὐτὸς γνωρίζει νὰ κατεργάζεται τὸ χρυσάφι, τὸ ἀσῆμι, τὸν χαλκόν, τὸ σίδερο, τὴν πέτραν, τὸ ξύλον. Γνωρίζει ἐπίσης νὰ ὑφαίνῃ καὶ νὰ κατεργάζεται ὑφάσματα πορφυρᾶ (με χρῶμα ὅπως τῆς φωτιᾶς), βαθυγάλαζα, ὑφάσματα λευκὰ ἀπὸ λεπτὸν αἰγυπτιακὸν λινάρι καὶ βαθεῖα κόκκινα. Γνωρίζει ἀκόμη τὴν χαρακτικὴν καὶ γλυπτικὴν τέχνην καὶ ἠμπορεῖ νὰ ἐφευρίσκῃ διάφορα σχέδια καὶ νὰ φέρῃ εἰς πέρας κάθε εἶδος καλλιτεχνικοῦ σχεδίου ἢ κατασκευῆς, τὰ ὁποῖα τυχὸν θὰ τοῦ εἰσηγηθῇς ἢ θὰ τοῦ ἀναθέσης. Ὅλα αὐτὰ ἠμπορεῖ νὰ τὰ ἐπιτελέσῃ συνεργαζόμενος μὲ τοὺς ἱκανοὺς καὶ ἐμπείρους τεχνίτες σου καὶ μὲ τοὺς ἱκανοὺς καὶ ἐμπείρους τεχνίτες τοῦ Δαβίδ, τοῦ κυρίου μου, τοῦ πατέρα σου.
15 καὶ νῦν τὸν σῖτον καὶ τὴν κριθὴν καὶ τὸ ἔλαιον καὶ τὸν οἶνον, ἃ εἶπεν ὁ κύριός μου, ἀποστειλάτω τοῖς παισὶν αὐτοῦ. 15 Ως προς δε τον σίτον, το κριθάρι, το έλαιον και τον οίνον, τα οποία συ ώρισες ως αμοιβήν των, συ ο κύριός μου ας τα αποστείλης στους δούλους του εδώ. 15 Τώρα λοιπὸν τὸ σιτάρι καὶ τὸ κριθάρι καὶ τὸ λάδι καὶ τὸ κρασί, τὰ ὁποῖα καθώρισες καὶ ὑπεσχέθης σύ, ὁ κύριός μου, ὅτι θὰ μᾶς ἀποστείλῃς, ἀπόστειλέ τα εἰς ἡμᾶς τοὺς δούλους σου.
16 καὶ ἡμεῖς κόψομεν ξύλα ἐκ τοῦ Λιβάνου κατὰ πᾶσαν τὴν χρείαν σου καὶ ἄξομεν αὐτὰ σχεδίαις ἐπὶ θάλασσαν ᾿Ιόππης, καὶ σὺ ἄξεις αὐτὰ εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 16 Ημείς δε θα κόψωμεν από το όρος Λιβανον όσα ξύλα χρειασθής και θα φέρωμεν με σχεδίας δια της Μεσογείου Θαλάσσης έως εις την Ιόππην. Από εκεί δε συ θα τα μεταφέρης εις την Ιερουσαλήμ”. 16 Ἐμεῖς δὲ θὰ κόψωμεν τὴν ξυλείαν ἀπὸ τὸ ὅρος Λίβανος, τόσην, ὅσην θὰ χρειασθῇς, καὶ ἀφοῦ δέσωμεν τὰ ξύλα πολλὰ μαζὶ εἰς σχεδίαν, θὰ τὰ μεταφέρωμεν ὡς σχεδίες διὰ θαλάσσης εἰς τὴν παραλίαν τῆς Ἰόππης· σὺ δὲ θὰ τὰ παραλάβῃς ἀπὸ ἐκεῖ καὶ θὰ τὰ μεταφέρῃς ὑπ’ εὐθύνην σου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ».
17 καὶ συνήγαγε Σαλωμὼν πάντας τοὺς ἄνδρας τοὺς προσηλύτους τοὺς ἐν γῇ ᾿Ισραὴλ μετὰ τὸν ἀριθμόν, ὃν ἠρίθμησεν αὐτοὺς Δαυὶδ ὁ πατὴρ αὐτοῦ, καὶ εὑρέθησαν ἑκατὸν πεντήκοντα χιλιάδες καὶ τρισχίλιοι ἑξακόσιοι. 17 Ο Σολομών συνεκέντρωσεν όλους τους ξένους άνδρας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την χώραν του Ισραήλ και οι οποίοι κατά την αρίθμησιν, που είχε κάμει ο πατήρ του ο Δαυίδ, ευρέθη ότι ήσαν εκατόν πενήντα τρεις χιλιάδες εξακόσιοι. 17 Ὁ Σολομὼν συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς ξένους, ποὺ δὲν ἦσαν Ἰσραηλῖται, ἐκατοικοῦσαν ὅμως εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ οἱ ὁποῖοι μετὰ τὴν ἀπογραφήν, ποὺ ἔκαμεν ὁ Δαβίδ, ὁ πατέρας του, εὑρέθησαν ἑκατὸν πενῆντα τρεῖς χιλιάδες ἑξακόσιοι (153.600).
18 καὶ ἐποίησεν ἐξ αὐτῶν ἑβδομήκοντα χιλιάδας νωτοφόρων καὶ ὀγδοήκοντα χιλιάδας λατόμων καὶ τρισχιλίους ἑξακοσίους ἐργοδιώκτας ἐπὶ τὸν λαόν. 18 Από αυτούς εξεχώρισε εβδομήντα χιλιάδας ως αχθοφόρους, ογδοήκοντα χιλιάδας ως λατόμους και τρεις χιλιάδας εξακοσίους ως επιστάτας του εργαζομένου αυτού λαού. 18 Ἀπὸ αὐτοὺς ἐξεχώρισε ἑβδομῆντα χιλιάδες (70.000) ἀχθοφόρους καὶ ὀγδόντα χιλιάδες (80.000) λατόμους καὶ τρεῖς χιλιάδες ἑξακοσίους (3.600) ἐπιστάτας ἐπὶ τῶν ἐργατῶν, ποὺ εἰργάζοντο τὰ διάφορα ἔργα.