Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ εἶπε Δαυὶδ ὁ βασιλεὺς πάσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ· Σαλωμὼν ὁ υἱός μου, εἰς ὃν ᾑρέτικεν ἐν αὐτῷ Κύριος, νέος καὶ ἁπαλός, καὶ τὸ ἔργον μέγα, ὅτι οὐκ ἀνθρώπῳ, ἀλλ᾿ ἢ Κυρίῳ Θεῷ. | 1 Ο βασιλεύς Δαυίδ είπε προς όλην την συγκέντρωσιν του ισραηλιτικού λαού· “ο υιός μου ο Σολομών, τον οποίον ο Κυριος εξέλεξεν αυτόν μόνον μεταξύ όλων των υιών μου, είναι νέος και άπειρος. Το δε έργον της ανοικοδομήσεως του ναού είναι μέγα και δύσκολον. Διότι ο οίκος αυτός δεν προορίζεται δι' άνθρωπον, αλλά θα είναι αφιερωμένος στον Κυριον και Θεόν ημών. | 1 Επὶ πλέον ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ εἶπεν εἰς ὅλην τὴν μεγάλην συνάθροισιν τῶν ἐπισήμων τοῦ βασιλείου του: «Ὁ Σολομών, ὁ υἱός μου, τὸν ὁποῖον εἰδικῶς ἐξέλεξεν ἀπὸ ὅλα τὰ παιδιά μου ὁ Κύριος, εἶναι ἀκόμη νέος, ἀνώριμος καὶ ἄπειρος, ἐνῷ τὸ ἔργον τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ Ναοῦ εἶναι μεγάλο, δύσκολον καὶ ἐπίπονον. Διότι τὸ οἰκοδόμημα τοῦτο προορίζεται διὰ κάποιον ἄνθρωπον, ἀλλὰ θὰ εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεόν. |
2 κατὰ πᾶσαν τὴν δύναμιν ἡτοίμακα εἰς οἶκον Θεοῦ μου χρυσίον, ἀργύριον, χαλκόν, σίδηρον, ξύλα, λίθους σοόμ, καὶ πληρώσεως λίθους πολυτελεῖς καὶ ποικίλους καὶ πάντα λίθον τίμιον καὶ Πάριον πολύν. | 2 Εγώ με όλην μου την δύναμιν έχω ετοιμάσει δια τον ναόν του Θεού μου χρυσόν, άργυρον, χαλκόν, σίδηρον, ξύλα, ονυχίτας λίθους, λίθους κοινούς δια την συμπλήρωσιν, λίθους πολυτίμους ποικίλων χρωμάτων και κάθε άλλον πολύτιμον λίθον, όπως επίσης και πολύ λευκόν μάρμαρον (εκ της νήσου Παρου). | 2 Ἐγὼ μὲ ὅλην τὴν δύναμιν, ποὺ διαθέτω, κατέβαλα κάθε δυνατὴν προσπάθειαν καὶ ἐτοίμασα διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ μου χρυσάφι, ἀσῆμι, χαλκόν, σίδερο, ξύλα, πολυτίμους λίθους (ὄνυχα), λίθους συνηθισμένους διὰ συμπλήρωσιν, λίθους λαμπροὺς καὶ ποικιλοχρώμους διὰ μωσαϊκά, καὶ κάθε ἄλλο εἶδος πολυτίμων λίθων καὶ πολλὴν ποσότητα λευκοῦ μαρμάρου (ἀπὸ τὸ νησὶ τῆς Πάρου). |
3 καὶ ἔτι ἐν τῷ εὐδοκῆσαί με ἐν οἴκῳ Θεοῦ μου ἔστι μοι ὃ περιπεποίημαι χρυσίον καὶ ἀργύριον, καὶ ἰδοὺ δέδωκα εἰς οἶκον Θεοῦ μου εἰς ὕψος, ἐκτὸς ὧν ἡτοίμακα εἰς τὸν οἶκον τῶν ἁγίων, | 3 Υπάρχει εις εμέ, ως ιδιωτική μου περιουσία, χρυσός και άργυρος, τα οποία εν τη μεγάλη μου επιθυμία και αφοσιώσει δια τον οίκον του Κυρίου προσφέρω δια την μεγαλοπρέπειαν του ναού του Θεού μου, έκτος βέβαια εκείνων, τα οποία έχω ετοιμάσει δια τον ναόν του Κυρίου. | 3 Ἐπὶ πλέον, διότι ὅλες οἱ ἐπιθυμίες μου συγκεντρώνονται εἰς τὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ μου, ἀπὸ τὴν εἰς χρυσὸν καὶ ἄργυρον ἰδιωτικὴν περιουσίαν ποὺ κατέχω, νά· ἔδωκα διὰ τὴν μεγαλοπρέπειαν τοῦ Ναοῦ τοῦ Θεοῦ μου, ἐκτὸς ἀπὸ ἐκεῖνα ποὺ ἔχω προετοιμάσει μὲ δημοσίους ἐράνους διὰ τὸν ἅγιον Ναὸν τοῦ Θεοῦ. |
4 τρισχίλια τάλαντα χρυσίου τοῦ ἐκ Σουφὶρ καὶ ἑπτακισχίλια τάλαντα ἀργυρίου δοκίμου ἐξαλειφῆναι ἐν αὐτοῖς τοὺς τοίχους τοῦ ἱεροῦ, | 4 Διδω τρεις χιλιάδας χρυσά τάλαντα από το χρυσίον Σουφίρ, επτά χιλιάδας αργυρά τάλαντα από εκλεκτόν καθαρόν άργυρον δια την επένδυσιν των εσωτερικών τοίχων του ιερού. | 4 Συγκεκριμένως προσφέρω τρεῖς χιλιάδες (3.000) τάλαντα χρυσοῦ ἀπὸ τὸ πολυτιμότερον χρυσάφι, τὸ χρυσάφι τῆς Σουφίρ, καὶ ἑπτὰ χιλιάδες (7.000) τάλαντα ἀργύρου ἀπὸ ἀσῆμι καθαρόν, πολύτιμον, διὰ νὰ ἐπενδυθοῦν μὲ τὰ πολύτιμα αὐτὰ μέταλλα οἱ ἐσωτερικοὶ τοῖχοι τοῦ ἱεροῦ. |
5 εἰς τὸ χρυσίον τῷ χρυσίῳ καὶ εἰς τὸ ἀργύριον τῷ ἀργυρίῳ, καὶ εἰς πᾶν ἔργον διὰ χειρὸς τῶν τεχνιτῶν. καὶ τίς ὁ προθυμούμενος πληρῶσαι τὰς χεῖρας αὐτοῦ σήμερον Κυρίῳ; | 5 Διδω τον χρυσόν δια τα εκ χρυσού αντικείμενα. Διδω τον άργυρον, δια να κατασκευασθούν όλα τα εξ αργύρου αντικείμενα και όλα τα έργα, τα οποία θα κατασκευάσουν χέρια τεχνιτών. Ποιός λοιπόν, από σας θα προθυμοποιηθή να ανοίξη το χέρι του και να προσφέρη σήμερον δια τον ναόν του Κυρίου;” | 5 Προσφέρω τὸν χρυσὸν διὰ νὰ κατασκευασθοῦν μὲ αὐτὸν ὅσα ἀντικείμενα πρέπει νὰ γίνουν ἀπὸ χρυσόν· προσφέρω τὸν ἄργυρον διὰ νὰ κατασκευασθοῦν μὲ αὐτὸν ὅσα πρέπει νὰ κατασκευασθοῦν ἀπὸ ἄργυρον καὶ δι’ ὅλα τὰ ἀντικείμενα, ποὺ πρέπει νὰ κατασκευάσουν οἱ τεχνῖται. Τώρα λοιπὸν ποῖος ἔχει τὴν προθυμίαν νὰ προσφέρῃ ἑκουσίως σήμερα γενναίαν προσφορὰν διὰ τὸν Ναὸν τοῦ Κυρίου; |
6 καὶ προεθυμήθησαν ἄρχοντες πατριῶν καὶ οἱ ἄρχοντες τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ ἑκατόνταρχοι, καὶ οἱ προστάται τῶν ἔργων καὶ οἱ οἰκοδόμοι τοῦ βασιλέως | 6 Επροθυμοποίηθησαν οι αρχηγοί των πατριαρχικών οικογενειών, οι άρχοντες των φυλών, οι χιλίαρχοι, οι εκατόνταρχοι, οι επιστάται των έργων και οι οικοδόμοι του βασιλέως. | 6 Εἰς τὴν πρόσκλησιν αὐτὴν τοῦ Δαβὶδ ἀνταπεκρίθησαν μὲ προθυμίαν οἱ ἀρχηγοὶ τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τῶν δώδεκα φυλῶν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ οἱ χιλίαρχοι καὶ οἱ ἑκατόνταρχοι καὶ οἱ διαχειρισταὶ (ἐπόπται) τῆς βασιλικῆς περιουσίας καὶ οἱ οἰκοδόμοι τοῦ βασιλιᾶ. |
7 καὶ ἔδωκαν εἰς τὰ ἔργα τοῦ οἴκου Κυρίου χρυσίου τάλαντα πεντακισχίλια καὶ χρυσοῦς μυρίους καὶ ἀργυρίου ταλάντων δέκα χιλιάδας καὶ χαλκοῦ τάλαντα μύρια ὀκτακισχίλια καὶ σιδήρου ταλάντων χιλιάδας ἑκατόν. | 7 Προσέφεραν προθύμως δια τα έργα του ναού του Κυρίου πέντε χιλιάδας χρυσά τάλαντα, δέκα χιλιάδας χρυσά νομίσματα, δέκα χιλιάδας αργυρά τάλαντα, δεκακτώ χιλιάδας τάλαντα χαλκού και εκατόν χιλιάδας τάλαντα σιδήρου. | 7 Προσέφεραν αὐθόρμητα καὶ μὲ τὴν θέλησίν των διὰ τὰ ἔργα τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ Ναοῦ τοῦ Κυρίου πέντε χιλιάδες (5.000) χρυσὰ τάλαντα καὶ δέκα χιλιάδες (10.000) χρυσὰ νομίσματα (δαρεικούς), δέκα χιλιάδες (10.000) ἀργυρᾶ τάλαντα, δεκαοκτὼ χιλιάδες (18.000) χάλκινα τάλαντα καὶ ἑκατὸν χιλιάδες (100.000) σιδηρᾶ τάλαντα. |
8 καὶ οἷς εὑρέθη παρ᾿ αὐτοῖς λίθος, ἔδωκαν εἰς τὰς ἀποθήκας οἴκου Κυρίου διὰ χειρὸς ᾿Ιεϊὴλ τοῦ Γεδσωνί. | 8 Εκείνοι, οι οποίοι ε*χον υπό την κατοχήν των πολυτίμους λίθους, έδωκαν αυτούς δια το θησαυροφυλάκιον του ναού του Κυρίου, το οποίον ευρίσκετο υπό την εποπτείαν του Ιεϊήλ του Γεθσωνίτου. | 8 Ἐκεῖνοι δέ, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πολυτίμους λίθους, τοὺς κατέθεσαν εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον τοῦ Ναοῦ) τοῦ Κυρίου, τοῦ ὁποίου τὴν ἐποπτείαν καὶ διαχειρίσῃ» εἶχεν ὁ Ἰειήλ, ποὺ ἀνῆκεν εἰς τὴν Λευϊτικὴν οἰκογένειαν τοῦ Γεδσών. |
9 καὶ εὐφράνθη ὁ λαὸς ὑπὲρ τοῦ προθυμηθῆναι, ὅτι ἐν καρδίᾳ πλήρει προεθυμήθησαν τῷ Κυρίῳ, καὶ Δαυὶδ ὁ βασιλεὺς εὐφράνθη μεγάλως. | 9 Ο λαός ηυφράνθη δια την ολοπρόθυμον αυτήν προσφοράν, διότι με όλην των την καρδίαν τα αφιέρωσαν στον Κυριον. Και ο βασιλεύς Δαυίδ ηυφράνθη επίσης πάρα πολύ. | 9 Κατόπιν τούτου ὁ λαὸς ἐγέμισεν ἀπὸ ἀγαλλίασιν δι ’ ὅσα ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ἐπίσημοι προσέφεραν αὐθόρμητα καὶ μὲ προθυμίαν, ἐπειδὴ μὲ τέτοιαν ἐλευθέραν, ἐγκάρδιον καὶ εἰλικρινῆ διάθεσιν ἀφιέρωσαν ὅλα αὐτὰ εἰς τὸν Κύριον. Ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἐγέμισεν ἐπίσης ἀπὸ μεγάλην χαρὰν καὶ ἀνέκφραστον ἀγαλλίασιν. |
10 καὶ εὐλόγησεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ τὸν Κύριον ἐνώπιον τῆς ἐκκλησίας λέγων· εὐλογητὸς εἶ, Κύριε ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ὁ πατὴρ ἡμῶν ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος. | 10 Τοτε δε ο βασιλεύς Δαυίδ εδόξασε τον Θεόν ενώπιον όλης της συγκεντρώσεως λέγων· “δοξασμένος είσαι, Κυριε, ο Θεός του ισραηλιτικού λαού, ο πατήρ ημών από αιώνων έως αιώνας των αιώνων. | 10 Ἕνεκα τούτου ἐδοξολόγησεν ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ τὸν Κύριον ἐμπρὸς εἰς ὁλόκληρον τὴν συνάθροισιν ἐκείνην καὶ εἶπεν: «Εἶσαι ἄξιος νὰ ὑμνῆσαι καὶ νὰ εὐλογῆσαι, Κύριε, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ὁ πατέρας μας, ἀπὸ τώρα καὶ πάντοτε καὶ μέχρι τῆς ἀτελευτήτου διαδοχῆς τῶν αἰώνων! |
11 σοί, Κύριε, ἡ μεγαλωσύνη καὶ ἡ δύναμις καὶ τὸ καύχημα καὶ ἡ νίκη καὶ ἡ ἰσχύς, ὅτι σὺ πάντων τῶν ἐν τῷ οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς δεσπόζεις, ἀπὸ προσώπου σου ταράσσεται πᾶς βασιλεὺς καὶ ἔθνος. | 11 Εις σέ, Κυριε, υπάρχει πάντοτε η μεγαλωσύνη, η δύναμις, η δόξα, η νίκη, η ισχύς, διότι συ είσαι ο απόλυτος Κυριος όλων όσα υπάρχουν στον ουρανόν και εις την γην. Ενώπιόν σου τρέμει και συγκλονίζεται κάθε βασιλεύς και έθνος. | 11 Εἰς σέ, Κύριε, ὑπάρχει τὸ ἄπειρον πλῆθος τῆς μεγαλωσύνης καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ λαμπρότης καὶ ἡ νίκη καὶ ἡ ἰσχύς, διότι σὺ κυριαρχεῖς καὶ ἐξουσιάζεις ἀπολύτως ὅλων, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ εἰς τὴν γῆν. Ἐνώπιόν σου ταράσσεται καὶ τρομάζει κάθε βασιλιᾶς καὶ κάθε ἔθνος. |
12 παρὰ σοῦ ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα, σὺ πάντων ἄρχεις, Κύριε, ὁ ἄρχων πάσης ἀρχῆς, καὶ ἐν χειρί σου ἰσχὺς καὶ δυναστεία, καὶ ἐν χειρί σου, παντοκράτωρ, μεγαλῦναι καὶ κατισχῦσαι τὰ πάντα. | 12 Από σε προέρχεται ο πλούτος και η δόξα. Συ, Κυριε, είσαι ο άρχων των πάντων, ο άρχων των αρχόντων και εις τα χέρια σου, Κυριε παντοκράτωρ, υπάρχει η ισχύς και η δύναμις, και εις τα χέρια σου εναπόκειται να κάμης τα πάντα μεγάλα και ισχυρά. | 12 Ἀπὸ σὲ πηγάζουν ὁ πλοῦτος καὶ ἡ δόξα, Σὺ κυριαρχεῖς ἐφ’ ὅλων, Κύριε, ἀρχηγὲ ὅλων τῶν ἀρχόντων· εἰς τὸ χέρι σου ὑπάρχει ἡ δύναμις καὶ ἡ ἀπόλυτος ἐξουσία καὶ ἀπὸ τὸ χέρι σου, παντοκράτωρ Κύριε, ἐξαρτᾶται τὸ να δώσῃς εἰς ὅλους, ὅσους κρίνεις, μεγαλεῖον, ἐνίσχυσιν καὶ ἐνδυνάμωσιν καὶ κυριαρχίαν. |
13 καὶ νῦν, Κύριε, ἐξομολογούμεθά σοι καὶ αἰνοῦμεν τὸ ὄνομα τῆς καυχήσεώς σου. | 13 Και τώρα, Κυριε, δοξολογούμεν και υμνολογούμεν το πανένδοξον όνομά σου. | 13 Τώρα λοιπόν, Κύριε, σὲ εὐχαριστοῦμεν καὶ δοξάζομεν τὸ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου. |
14 καὶ τίς εἰμι ἐγὼ καὶ τίς ὁ λαός μου, ὅτι ἰσχύσαμεν προθυμηθῆναί σοι κατὰ ταῦτα; ὅτι σὰ τὰ πάντα, καὶ ἐκ τῶν σῶν δεδώκαμέν σοι. | 14 Ποιός δε είμαι εγώ και ποιός είναι ο λαός μου, που ηξιώθημεν να προσφέρωμεν προθύμως τας δωρεάς αυτάς; Ιδικά σου είναι τα πάντα, και από τα ιδικά σου προσφέρομεν εις σε τα δώρα μας. | 14 Ποιὸς εἶμαι ἐγὼ καὶ ποιὸς εἶναι ὁ λαός μου, ὥστε να ἀξιωθῶμεν νὰ ἀνταποκριθῶμεν μὲ προθυμίαν καὶ νὰ προσφέρωμεν εἰς σὲ τὰ δῶρα αὐτά; Διότι ἰδικά σου εἶναι ὅλα, ἀπὸ σὲ προέρχονται ὅλα καὶ ἐμεῖς σοῦ ἐπροσφέραμε ἁπλῶς ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ σὺ μᾶς ἐπεδαψίλευσες. |
15 ὅτι πάροικοί ἐσμεν ἐναντίον σου καὶ παροικοῦντες ὡς πάντες οἱ πατέρες ἡμῶν· ὡς σκιὰ αἱ ἡμέραι ἡμῶν ἐπὶ γῆς, καὶ οὐκ ἔστιν ὑπομονή. | 15 Ημείς είμεθα παρεπίδημοι ενώπιόν σου και παρεπίδημοι επάνω εις την γην, όπως ήσαν και όλοι οι πατέρες μας. Σαν σκια φεύγουν αι ημέραι μας εις την γην και δεν υπάρχει μονιμότης επάνω εις αυτήν. | 15 Διότι ἐμεῖς εἴμεθα ἐνώπιον σου ξένοι καὶ ταξιδιῶται καὶ ἄνθρωποι ποὺ διαμένομεν προσωρινὰ εἰς τὴν γῆν, φιλοξενούμενοι ἀπὸ σέ, χωρὶς νὰ ἔχωμεν μόνιμον πατρίδα πουθενὰ εἰς τὸν κόσμον, ὅπως ὅλοι οἱ πατέρες μας. Οἱ ἡμέρες τῆς ζωῆς μᾶς ἐπάνω εἰς τὴν γῆν εἶναι σὰν τὴν σκιάν, ἡ ὁποία, ὅταν δύῃ ἡ ἡμέρα, κλίνει καὶ φεῦγει· ἔτσι ὁ καθένας μας ἐξαφανίζεται ἀπὸ τὴν ζωὴν αὐτήν, πρὶν ἀκόμη λάβῃ γνῶσιν καὶ πεῖραν. Καὶ δὲν ὑπάρχει ἐλπίδα νὰ διαφύγωμεν τὸν θάνατον καὶ νὰ ζήσωμεν αἰωνίως ἐπάνω εἰς τὴν γῆν. |
16 Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, πρὸς πᾶν τὸ πλῆθος τοῦτο, ὃ ἡτοίμακα οἰκοδομηθῆναι οἶκον τῷ ὀνόματι τῷ ἁγίῳ σου, ἐκ χειρός σού ἐστι, καὶ σοὶ τὰ πάντα. | 16 Κυριε ο Θεός ημών, όλαι αυταί αι πλούσιαι προσφοραί, τας οποίας εγώ έχω ετοιμάσει δια να οικοδομηθή ο ναός προς τιμήν του αγίου σου Ονόματος, προέρχονται από τα χέρια σου και εις σε ανήκουν όλα. | 16 Ὤ, Κύριε καὶ Θεέ μας, ὅλα αὐτὰ τὰ πολλὰ ὑλικά, τὰ ὁποῖα ἐτοίμασα διὰ νὰ ἀνοικοδομηθῇ Ναὸς πρὸς τιμὴν τοῦ παναγίου Ὀνόματός σου, ἀπὸ τὰ χέρια τὰ ἰδικά σου προέρχονται καὶ εἰς σὲ ἀνήκουν ὅλα. |
17 καὶ ἔγνων, Κύριε, ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐτάζων καρδίας καὶ δικαιοσύνην ἀγαπᾶς· ἐν ἁπλότητι καρδίας προεθυμήθην ταῦτα πάντα, καὶ νῦν τὸν λαόν σου τὸν εὑρεθέντα ὧδε εἶδον ἐν εὐφροσύνῃ προθυμηθέντα σοι. | 17 Εγώ, Κυριε, εγνώρισα και κατενόησα ότι συ είσαι εκείνος, που εξετάζεις τας καρδίας των ανθρώπων και αγαπάς την δικαιοσύνην. Εγώ με απλότητα καρδίας επροθυμοποιήθην να προσφέρω όλα αυτά δια το έργον σου. Αλλά είδα και τον λαόν σου, ο οποίος τώρα ευρίσκεται εδώ συγκεντρωμένος, με μεγάλην προθυμίαν και ευφροσύνην να προσφέρη εις σε τα δώρα του. | 17 Τὰ γεγονότα τῆς ζωῆς μου μὲ ἔπεισαν ἀπολύτως, Κύριε, ὅτι σὺ ἐξετάζεις καὶ ἐρευνᾷς τὶς σκέψεις καὶ ἐπιθυμίες, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὰ βάθη τῶν καρδιῶν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ἀγαπᾷς τὴν ἀρετὴν καὶ τὴν εὐθύτητα. Λοιπὸν μὲ ἁπλότητα καὶ εἰλικρίνειαν καρδίας προσέφερα μὲ προθυμίαν ὅλα αὐτὰ τὰ δῶρα. Τώρα ὅμως εἶδα καὶ τὸν λαόν σου, ὁ ὁποῖος εὑρέθη συγκεντρωμένος ἐδῶ, ὅτι μὲ μεγάλην χαρὰν καὶ προθυμίαν προσέφερε καὶ αὐτὸς τὰ δῶρα του. |
18 Κύριε ὁ Θεὸς ῾Αβραὰμ καὶ ᾿Ισαὰκ καὶ ᾿Ισραήλ, τῶν πατέρων ἡμῶν, φύλαξον ταῦτα ἐν διανοίᾳ καρδίας λαοῦ σου εἰς τὸν αἰῶνα καὶ κατεύθυνον τὰς καρδίας αὐτῶν πρός σε. | 18 Κυριε, ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, των προπατόρων ημών, διατήρησε στον αιώνα τα ευσεβή αυτά αισθήματα εις τας καρδίας του λαού σου και κατεύθυνε τας καρδίας αυτών προς σέ. | 18 Κύριε καὶ Θεὲ τῶν πατριαρχῶν Ἀβραάμ, Ἰσαὰκ καὶ Ἰσραήλ ( = Ἰακώβ), τῶν πατέρων μᾶς, διατήρησε δυνατὴν τὴν εὐλάβειαν καὶ ἀφοσίωσιν αὐτὴν εἰς τὰ βάθη τῆς διανοίας καὶ τῆς καρδιᾶς τοῦ λαοῦ σου αἰωνίως· καὶ ἀσφάλιζε καὶ ὁδήγει τὶς προθέσεις καὶ τὶς σκέψεις των πρὸς σέ. |
19 καὶ Σαλωμὼν τῷ υἱῷ μου δὸς καρδίαν ἀγαθὴν ποιεῖν τὰς ἐντολάς σου καὶ τὰ μαρτύριά σου καὶ τὰ προστάγματά σου καὶ τοῦ ἐπὶ τέλους ἀγαγεῖν τὴν κατασκευὴν τοῦ οἴκου σου. | 19 Και στον Σολομώντα, τον υιόν μου, δώσε αγαθήν καρδίαν, δια να τηρή τας εντολάς σου, τα μαρτύριά σου και τα προστάγματά σου και να φέρη έτσι εις πέρας την κατασκευήν του ναού σου”. | 19 Εἰς δὲ τὸν Σολομῶντα, τὸν υἱόν μου, χάρισε καρδίαν εἰλικρινῆ, εὐθεῖαν καὶ γενναίαν, ὥστε νὰ φυλάσσῃ καὶ νὰ ἐφαρμόζῃ τὶς ἐντολές σου καὶ τὶς μαρτυρίες τοῦ στόματός σου καὶ τὰ προστάγματά σου, καὶ ἔτσι νὰ ἠμπορέσῃ νὰ ὁλοκληρώσῃ τὴν κατασκευὴν τοῦ Ναοῦ σου, διὰ τὸν ὁποῖον ἔκαμα ὅλες αὐτὲς τὶς προετοιμασίες». |
20 καὶ εἶπε Δαυὶδ πάσῃ τῇ ἐκκλησίᾳ· εὐλογήσατε Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν· καὶ εὐλόγησε πᾶσα ἡ ἐκκλησία Κύριον τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν, καὶ κάμψαντες τὰ γόνατα προσεκύνησαν τῷ Κυρίῳ, καὶ τῷ βασιλεῖ. | 20 Απηυθύνθη τότε ο Δαυίδ και είπε προς όλην την συγκέντρωσιν των Ισραηλιτών· “δοξολογήσατε τον Κυριον μας και Θεόν μας”. Ολόκληρος η συγκέντρωσις ευλόγησε Κυριον τον Θεόν των πατέρων των και κλίναντες τα γόνατά των προσεκύνησαν τον Κυριον και τον βασιλέα. | 20 Κατόπιν ὁ Δαβὶδ ἀπηυθύνθη πρὸς ὅλην τὴν συνάθροισιν τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ εἶπεν: «Ὑμνήσατε καὶ δοξολογήσατε τὸν Κύριον καὶ Θεόν μας». Καὶ ὅλη ἡ συνάθροισις ὕμνησε καὶ ἐδοξολόγησε τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των, καί, ἀφοῦ ἔκλιναν τὰ γόνατα, ἐπροσκύνησαν μὲ εὐλάβειαν τὸν Κύριον καὶ τὸν βασιλιᾶ Δαβίδ. |
21 καὶ ἔθυσε Δαυὶδ τῷ Κυρίῳ θυσίας καὶ ἀνήνεγκεν ὁλοκαυτώματα τῷ Θεῷ τῇ ἐπαύριον τῆς πρώτης ἡμέρας μόσχους χιλίους, κριοὺς χιλίους, ἄρνας χιλίους καὶ τὰς σπονδὰς αὐτῶν καὶ θυσίας εἰς πλῆθος παντὶ τῷ ᾿Ισραήλ. | 21 Την επομένην της ημέρας αυτής προσέφερεν ο Δαυίδ θυσίας στον Κυριον. Προσέφερεν ως ολοκαυτώματα χιλίους μόσχους, χιλίους κριούς, χιλίους αμνούς, σπονδάς οίνου και πολυαρίθμους άλλας θυσίας δι' όλον τον ισραηλιτικόν λαόν. | 21 Τὴν ἑπομένην δὲ ἡμέραν ὁ Δαβὶδ προσέφερε θυσίες εἰς τὸν Κύριον· προσέφερεν εἰς τὸν Κύριον θυσίαν ὁλοκαυτωμάτων χίλια (1.000) μοσχάρια, χίλια (1.000) κριάρια, χίλια (1.000) ἀρνιὰ καὶ τὶς ἀντίστοιχες ἀναίμακτες θυσίες ἀπὸ κρασί καὶ πάρα πολλὲς ἄλλες εἰρηνικὲς θυσίες δι’ ὁλόκληρον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. |
22 καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον ἐναντίον τοῦ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ μετὰ χαρᾶς καὶ ἐβασίλευσαν ἐκ δευτέρου τὸν Σαλωμὼν υἱὸν Δαυὶδ καὶ ἔχρισαν αὐτὸν τῷ Κυρίῳ εἰς βασιλέα καὶ Σαδὼκ εἰς ἱερωσύνην. | 22 Οι δε Ισραηλίται έφαγον και έπιον ενώπιον του Κυρίου κατά την ημέραν εκείνην με μεγάλην χαράν. Τοτε δια δευτέραν φοράν ανεκήρυξαν τον Σολομώντα, τον υιόν του Δαυίδ, ως βασιλέα και έχρισαν αυτόν ως βασιλέα εις δόξαν του Κυρίου. Εχρισαν δε και τον Σαδώκ ως αρχιερέα. | 22 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἔφαγαν καὶ ἤπιαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον μὲ μεγάλην χαράν. Τότε, διὰ δευτέραν φοράν, ἀνεκήρυξαν ὡς βασιλιᾶ τὸν Σολομῶντα, τὸν υἱὸν τοῦ Δαβίδ, καὶ τὸν ἔχρισαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ὡς βασιλιᾶ, τὸν δὲ Σαδὼκ ὡς ἀρχιερέα. |
23 καὶ ἐκάθισε Σαλωμὼν ἐπὶ θρόνου Δαυὶδ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ εὐδοκήθη, καὶ ὑπήκουσαν αὐτοῦ πᾶς ᾿Ισραήλ· | 23 Εκάθισεν ο Σολομών στον θρόνον του πατρός του του Δαυίδ και ευδοκίμησεν ως βασιλεύς. Ολοι δε οι Ισραηλίται υπήκουσαν εις αυτόν. | 23 Ἔτσι ὁ Σολομὼν ἐκάθισεν εἰς τὸν βασιλικὸν θρόνον τοῦ Δαβίδ, τοῦ πατέρα του, καὶ ἔγινε ἀποδεκτὸς μὲ εὐμένειαν ἀπὸ τὸν λαόν (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν καὶ εὐδοκίμησεν ὡς βασιλιᾶς). Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ὑπήκουσε καὶ ὑπετάγη εἰς αὐτόν. |
24 οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ δυνάσται καὶ πάντες υἱοὶ Δαυὶδ τοῦ βασιλέως τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ὑπετάγησαν αὐτῷ. | 24 Υπήκουσαν όλοι οι αρχηγοί, όλοι οι επ' εξουσίαις, όλοι οι άλλοι υιοί του βασιλέως Δαυίδ του πατρός του. | 24 Ἐπίσης καὶ ὅλοι οἰ ἀρχηγοὶ καὶ τὰ ἠγετικὰ πρόσωπα τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἀκόμη ὅλοι οἱ ἄλλοι υἱοὶ τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, τοῦ πατέρα του, ὑπετάγησαν εἰς αὐτόν, |
25 καὶ ἐμεγάλυνε Κύριος τὸν Σαλωμὼν ἐπάνωθεν παντὸς ᾿Ισραὴλ καὶ ἔδωκεν αὐτῷ δόξαν βασιλέως, ὃ οὐκ ἐγένετο ἐπὶ παντὸς βασιλέως ἔμπροσθεν αὐτοῦ. | 25 Ο Κυριος ανέδειξε μέγαν και ένδοξον τον Σολομώντα άρχοντα εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και έδωκεν εις αυτόν τέτοιαν βασιλικήν δόξαν, ομοία της οποίας δεν υπήρχε προ αυτού εις κανένα βασιλέα. | 25 Ὁ δὲ Κύριος ἀνέδειξε τὸν Σολομῶντα ὑπερβολικὰ δυνατὸν καὶ ἔνδοξον ἐπὶ ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τοῦ ἔδωκε τέτοιαν βασιλικὴν λαμπρότητα καὶ δόξαν, ὁμοία τῆς ὁποίας δὲν ὑπῆρξεν εἰς κανένα βασιλιᾶ πρὶν ἀπὸ αὐτόν. |
26 καὶ Δαυὶδ υἱὸς ᾿Ιεσσαὶ ἐβασίλευσεν ἐπὶ ᾿Ισραὴλ | 26 Ο Δαυίδ, ο υιός του Ιεσσαί, εβασίλευσεν επί του ισραηλιτικού λαού | 26 Καὶ ὁ Δαβίδ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰεσσαί, ἐβασίλευσεν ἐπὶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ |
27 ἔτη τεσσαράκοντα, ἐν Χεβρὼν ἔτη ἑπτὰ καὶ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ ἔτη τριακοντατρία. | 27 τεσσαράκοντα έτη· επτά έτη εις την Χεβρών και τριάκοντα τρία έτη εις την Ιερουσαλήμ. | 27 συνολικῶς σαράντα χρόνια. Ἐβασίλευσεν εἰς τὴν Χεβρὼν ἑπτὰ χρόνια καὶ εἰς τὴν Ἱερουσαλὴμ τριάντα τρία χρόνια. |
28 καὶ ἐτελεύτησεν ἐν γήρᾳ καλῷ, πλήρης ἡμερῶν, πλούτῳ καὶ δόξῃ, καὶ ἐβασίλευσε Σαλωμὼν υἱὸς αὐτοῦ ἀντ᾿ αὐτοῦ. | 28 Απέθανε δε εις ένα ευτυχισμένον γήρας πλήρης ημερών, γεμάτος πλούτη και δόξαν. Αντί δε αυτού έγινε βασιλεύς ο Σολομών, ο υιός του. | 28 Ἀπέθανεν εἰς εὐλογημένην καὶ προχωρημένην ἡλικίαν (71 ἐτῶν), ἀφοῦ ἔζησε ζωὴν μακρὰν καὶ γεμάτην ἀπὸ πολλὰ ἀγαθά, πλοῦτον καὶ δόξαν. Ἐβασίλευσε δὲ ὡς διάδοχός του ὁ Σολομών, ὁ υἱός του. |
29 οἱ δὲ λοιποὶ λόγοι τοῦ βασιλέως Δαυίδ, οἱ πρότεροι καὶ οἱ ὕστεροι, γεγραμμένοι εἰσὶν ἐν λόγοις Σαμουὴλ τοῦ βλέποντος καὶ ἐπὶ λόγων Νάθαν τοῦ προφήτου καὶ ἐπὶ λόγων Γὰδ τοῦ βλέποντος | 29 Ολα τα άλλα έργα του βασιλέως Δαυίδ, προηγούμενα και επόμενα, είναι γραμμένα στο βιβλίον του Σαμουήλ του προφήτου, στο βιβλίον Ναθαν του προφήτου και στο βιβλίον Γαδ του προφήτου. | 29 Τὰ δὲ ὑπόλοιπα ἔργα τοῦ βασιλιᾶ Δαβίδ, τὰ προηγούμενα καὶ τὰ τελευταῖα (=ὅλα τὰ ἔργα του), εἶναι γραμμένα εἰς τὰ Χρονικὰ Σαμουὴλ τὸ προφήτου καὶ εἰς τὰ Χρονικὰ τοῦ προφήτου Νάθαν καὶ εἰς τὰ Χρονικὰ τοῦ προφήτου Γάδ. |
30 περὶ πάσης τῆς βασιλείας αὐτοῦ καὶ τῆς δυναστείας αὐτοῦ, καὶ οἱ καιροί, οἳ ἐγένοντο ἐπ᾿ αὐτῷ, καὶ ἐπὶ τὸν ᾿Ισραὴλ καὶ ἐπὶ πάσας βασιλείας τῆς γῆς. | 30 Εκεί είναι γραμμένα τα περί όλης της βασιλείας του Δαυίδ, περί των κατορθωμάτων του, όπως επίσης και περί των διαφόρων περιστάσεων και συνθηκών, υπό τας οποίας έζητεν αυτός και ο ισραηλιτικός λαός και όλαι αι βασιλείαι των άλλων χωρών, με τας οποίας ήλθεν εις κάποιον σχέσιν ο Δαυίδ. | 30 Εἰς τὰ βιβλία αὐτὰ ἐκτίθεται ἡ ἱστορία ὅλης τῆς βασιλείας τοῦ Δαβὶδ καὶ τῶν πολεμικῶν του κατορθωμάτων, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἄλλων γεγονότων, εὐχαρίστων ἢ δυσαρέστων, τὰ ὁποῖα ἔζησε κατὰ καιροὺς αὐτὸς καὶ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς καὶ ὅλα τὰ γύρω ἀπὸ τὸν Ἰσραὴλ βασίλεια, ποὺ ἦλθαν εἰς σχέσιν καὶ ἐπικοινωνίαν μαζί του. |