Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐβουλεύσατο Δαυὶδ μετὰ τῶν χιλιάρχων καὶ τῶν ἑκατοντάρχων, παντὶ ἡγουμένῳ, 1 Ο Δαυίδ έκαμε σύσκεψιν με τους χιλιάρχους και τους εκατοντάρχους του στρατού του και με όλους τους άλλους άρχοντας. 1 Ο Δαβὶδ συνεσκέφθη εἰς ἰδιαίτερον συμβούλιον μὲ τοὺς χιλιάρχους καὶ τοὺς ἑκατοντάρχοας τοῦ στρατοῦ του καὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους ἡγέτας.
2 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῇ πάσῃ ἐκκλησίᾳ ᾿Ισραήλ· εἰ ἐφ᾿ ὑμῖν ἀγαθὸν καὶ παρὰ Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν εὐοδωθῇ, ἀποστείλωμεν πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς ὑπολελειμμένους ἐν πάσῃ γῇ ᾿Ισραήλ, καὶ μετ᾿ αὐτῶν οἱ ἱερεῖς οἱ Λευῖται ἐν πόλεσι κατασχέσεως αὐτῶν, καὶ συναχθήσονται πρὸς ἡμᾶς, 2 Εκάλεσε κατόπιν τους αντιπροσώπους όλου του ισραηλιτικού λαού και είπε προς αυτούς· “εάν και σστο ευρίσκετε καλόν, ευοδωθή δε και εκ μέρους του Κυρίου του Θεού ημών, πρέπει να αποστείλωμεν προς τους άλλους αδελφούς μας, που ευρίσκονται εις όλην την χώραν του Ισραήλ, μαζή με τους οποίους είναι οι ιερείς και οι Λευίται, οι οποίοι μένουν εις τας πόλεις, που έχουν δοθή δια κλήρου εις αυτούς, και να τους παραγγείλωμεν να συγκεντρωθούν πλησίον μας, 2 Καὶ κατόπιν εἶπεν εἰς ὅλην τὴν σύναξιν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ: «Ἐὰν τὸ εὑρίσκετε καλὸν καὶ ἐὰν αὐτὸ εἶναι εὐάρεστον εἰς τὸν Θεὸν καὶ εὐοδωθῇ, ἂς ἀποστείλωμεν ἀμέσως ἀγγελιαφόρους πρὸς τοὺς ἄλλους ἀδελφούς μας, ποὺ ζοῦν εἰς ὅλην τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ εἰς τοὺς Λευῖτες, οἱ ὁποῖοι μένουν εἰς τὶς πόλεις, ποὺ τοὺς ἔχουν δοθῇ μὲ κλῆρον διὰ νὰ κατοικοῦν· καὶ οἱ ἀγγελιαφόροι νὰ καλέσουν ὅλους αὐτοὺς νὰ συναχθοῦν ἐδῶ, ὅπου εἴμεθα συγκεντρωμένοι καὶ ἡμεῖς.
3 καὶ μετενέγκωμεν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πρὸς ἡμᾶς· ὅτι οὐκ ἐζήτησαν αὐτὴν ἀφ᾿ ἡμερῶν Σαούλ. 3 δια να μεταφέρωμεν την κιβωτόν του Θεού μας κοντά μας εις την Ιερουσαλήμ. Διότι περί αυτής δεν έγινε καμμία φροντίς από της εποχής του Σαούλ”. 3 Κατόπιν ἂς πᾶμε ὅλοι νὰ μεταφέρωμεν πάλιν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ) κοντά μας εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Διότι τὴν εἶχαν ἀγνοήσει καὶ παραμελήσει, ὅσον χρόνον ἦταν βασιλιᾶς ὁ Σαούλ».
4 καὶ εἶπε πᾶσα ἡ ἐκκλησία τοῦ ποιῆσαι οὕτως, ὅτι εὐθὴς ὁ λόγος ἐν ὀφθαλμοῖς παντὸς τοῦ λαοῦ. 4 Ολη η συγκέντρωσις είπε, “να γίνη έτσι”, διότι εφάνη ενώπιον όλου του λαού καλή αυτή η πρότασις. 4 Καὶ ὅλη ἡ συγκέντρωσις τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπάντησε ὅτι ἐγκρίνει νὰ γίνῃ, ὅπως ἐπρότεινεν ὁ Δαβίδ, διότι ἡ εἰσήγησις τοῦ Δαβὶδ ἐφάνη πολὺ ὀρθὴ εἰς τὴν κρίσιν ὅλου τοῦ λαοῦ.
5 καὶ ἐξεκκλησίασε Δαυὶδ τὸν πάντα ᾿Ισραὴλ ἀπὸ ὁρίων Αἰγύπτου καὶ ἕως εἰσόδου ῾Ημὰθ τοῦ εἰσενέγκαι τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἐκ πόλεως ᾿Ιαρίμ. 5 Κατόπιν ο Δαυίδ συνεκέντρωσεν όλον τον ισραηλιτικόν λαόν από τα σύνορα της Αιγύπτου έως τας εισόδους της Ημάθ, δια να μεταφέρουν την Κιβωτόν του Θεού εις την Ιερουσαλήμ από την πόλιν Ιαρίμ. 5 Ἔτσι ὁ Δαβὶδ συνεκέντρωσεν ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτες ἀπὸ τὰ σύνορα τῆς Αἰγύπτου (πρὸς νότον) μέχρι τὴν εἴσοδον τοῦ δρόμου, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν πόλιν Ἡμάθ (πρὸς βορρᾶν), διὰ νὰ μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὴν πόλιν Ἰαρὶμ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
6 καὶ ἀνήγαγεν αὐτὴν Δαυίδ, καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ ἀνέβη εἰς πόλιν Δαυίδ, ἣ ἦν τοῦ ᾿Ιούδα, τοῦ ἀναγαγεῖν ἐκεῖθεν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ Κυρίου καθημένου ἐπὶ Χερουβίμ, οὗ ἐπεκλήθη ὄνομα αὐτοῦ. 6 Πράγματι ο Δαυίδ και όλος ο ισραηλιτικός λαός ανέβησαν εις την πόλιν Δαυίδ, η οποία ανήκεν εις την φυλήν του Ιούδα, δια να μεταφέρουν εκεί την Κιβωτόν Κυρίου του Θεού, του καθημένου επί των Χερουβίμ, Κιβωτόν η οποία ήτο αφιερωμένη στο Ονομα αυτού. 6 Καὶ τὴν μετέφερεν ὁ Δαβδ· ὁ Δαβὶδ καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀνέβησαν εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα (κατὰ τὸ Ἑβραικόν: Ἀνέβησαν εἰς τὴν πόλιν Βααλά, δηλαδὴ εἰς τὴν Ἰαρὶμ ἢ Καριαθιαρίμ), διὰ νὰ μεταφέρουν ἀπὸ ἐκεῖ τὴν Κιβωτὸν Κυρίου τοῦ Θεοῦ, ποὺ κάθεται ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, καὶ ἡ ὁποία (Κιβωτὸς) ἦταν ἀφιερωμένη εἰς τὸν Θεὸν ὡς ἁγιαστήριον ἰδικόν του.
7 καὶ ἐπέθηκαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἐφ᾿ ἅμαξαν καινὴν ἐξ οἴκου ᾿Αμαναδάβ, καὶ ᾿Οζὰ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἦγον τὴν ἅμαξαν. 7 Παρέλαβον, λοιπόν, αυτήν από τον οίκον του Αμιναδάβ και ετοποθέτησαν την Κιβωτόν του Θεού εις άμαξαν καινουργή. Ο Οζά και οι αδελφοί του ωδηγούσαν αυτήν την άμαξαν. 7 Καὶ ἔβαλαν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ἐπάνω εἰς καινούργιο ἁμάξι, ἀφοῦ τὴν ἐσήκωσαν καὶ τὴν παρέλαβαν ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἀμιναδάβ· ὡδηγοῦσαν δὲ τὸ ἁμάξι ὁ Ὀζὰ καὶ οἱ ἀδελφοί του.
8 καὶ Δαυὶδ καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ παίζοντες ἐναντίον τοῦ Θεοῦ ἐν πάσῃ δυνάμει καὶ ἐν ψαλτῳδοῖς καὶ ἐν κινύραις καὶ ἐν νάβλαις, ἐν τυμπάνοις, καὶ ἐν κυμβάλοις καὶ ἐν σάλπιγξι. 8 Ο Δαυίδ και όλος ο ισραηλιτικός λαός ευφραινόμενος εχόρευεν εμπρός εις την Κιβωτόν με όλην των την δύναμιν, άδοντες και παίζοντες μουσικά όργανα, κινύρας, νάβλας, τύμπανα και σαλπίζοντες με σάλπιγγας. 8 Ὁ Δαβὶδ καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἀκολουθοῦσαν τὴν πομπὴν καὶ διὰ νὰ τιμήσουν τὸν Θεὸν ἐχόρευαν ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ μὲ ὅλην τὴν ἀφοσίωσιν καὶ τὴν δύναμιν των ταυτοχρόνως ἔψαλλαν θρησκευτικὰ ᾄσματα καὶ ἔπαιζαν μουσικὰ ὄργανα - κινύρες, νάβλες (ἄρπες), τύμπανα, κύμβαλα καὶ σάλπιγγες.
9 καὶ ἤλθοσαν ἕως τῆς ἅλωνος, καὶ ἐξέτεινεν ᾿Οζὰ τὴν χεῖρα αὐτοῦ τοῦ κατασχεῖν τὴν κιβωτόν, ὅτι ἐξέκλινεν αὐτὴν ὁ μόσχος. 9 Εφθασαν εις κάποιο αλώνι, οπότε ο Οζά άπλωσε το χέρι του να κρατήση την Κιβωτόν της Διαθήκης, διότι ο βους που έφερε την άμαξαν, παρεπάτησε και η Κιβωτός έγειρε με κίνδυνον να πέση. 9 Ὅταν ὅμως ἡ πομπὴ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ τὴν συνώδευαν, ἔφθασαν εἰς τὸ ἁλῶνι (τοῦ Ναχών), ὁ Ὀζὰ ἄπλωσε τὸ χέρι του διὰ νὰ συγκρατήσῃ τὴν Κιβωτόν, ὥστε νὰ μὴ πέσῃ· διότι τὸ βόδι, ποὺ ἔσυρε τὸ ἁμάξι, ἐπαραπάτησε, ἡ δὲ Κιβωτὸς ἐταλαντεύθη καὶ ἐφάνη ὅτι θὰ ἔπεφτε.
10 καὶ ἐθυμώθη Κύριος ὀργῇ ἐπὶ ᾿Οζὰ καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ἐκεῖ διὰ τὸ ἐκτεῖναι τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τὴν κιβωτόν, καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. 10 Ο Κυριος εθύμωσε με μεγάλην οργήν εναντίον του Οζά και εθανάτωσεν αυτόν εκεί, διότι αυτός άπλωσε το χέρι του και ήγγισε την Κιβωτόν. Ετσι απέθανεν ο Οζά στο μέρος αυτό απέναντι από την Κιβωτόν του Θεού. 10 Τότε ὅμως ὁ Κύριος ὠργίσθη πάρα πολύ, ἄναψε ὁ θυμός του ἐναντίον τοῦ Ὀζά, διότι, ἐνῶ δὲν ἦταν ἱερεύς, ἐτόλμησε νὰ ἀγγίξῃ τὴν Κιβωτόν· δι’ αὐτὸ ὁ Κύριος τὸν ἐκτύπησεν ἀμέσως καὶ ἀπέθανεν ἐκεῖ, ἐπὶ τόπου, ἐπειδὴ ἄπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἄγγιξε τὴν Κιβωτόν. Καὶ ἀπέθανεν ὁ Ὀζὰ ἐκεῖ, ἐπὶ τόπον, ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ.
11 καὶ ἠθύμησε Δαυίδ, ὅτι διέκοψε Κύριος διακοπὴν ἐν ᾿Οζά, καὶ ἐκάλεσε τὸν τόπον ἐκεῖνον Διακοπὴ ᾿Οζὰ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 11 Ο Δαυίδ κατελήφθη από λύπην, διότι ο Κυριος με τέτοιο κτύπημα εθανάτωσε τον Οζά, εκάλεσε δε το όνομα του τόπου εκείνου “Διακοπή Οζά”, και έτσι ονομάζεται αυτός ο τόπος μέχρι της ημέρας αυτής. 11 Ὁ Δαβὶδ ἐστενοχωρήθη πολύ, διότι ὁ Κύριος ἐτιμώρησε καὶ ἐκτύπησε μὲ θάνατον τὸν Ὀζά· ὠνόμασε δὲ τὴν τοποθεσίαν ἐκείνην «Διακοπὴ Ὀζά» (θανάτωσις τὸν Ὀζά), ὄνομα ποὺ διατηρεῖται ἀκόμη μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.
12 καὶ ἐφοβήθη Δαυὶδ τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, λέγων· πῶς εἰσοίσω τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμαυτόν; 12 Ο Δαυίδ εφοβήθη πολύ τον Θεόν κατά την ημέραν εκείνην και είπε· “Πως θα τολμήσω να μεταφέρω την Κιβωτόν του Θεού κοντά μου;” 12 Καὶ ὁ Δαβὶδ ἐφοβήθη τὸν Θεὸν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ἐεἶπεν: «Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ πῶς ἠμπορῶ νὰ μεταφέρω τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ κοντά μου εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ;»
13 καὶ οὐκ ἀπέστρεψε Δαυὶδ τὴν κιβωτὸν πρὸς ἑαυτὸν εἰς πόλιν Δαυίδ, καὶ ἐξέκλινεν αὐτὴν εἰς οἶκον ᾿Αβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου. 13 Ο Δαυίδ εξ αιτίας αυτού του φόβου δεν μετέφερε την Κιβωτόν του Θεού πλησίον του εις την πόλιν Δαυίδ, την Ιερουσαλήμ. Είπεν όμως και μετέφεραν αυτήν στον οίκον του Αβεδδαρά του Γεθθαίου. 13 Ἔτσι ὁ Δαβὶδ δὲν μετέφερε τὴν Κιβωτὸν κοντά του εἰς τὴν πόλιν Δαβίδ, τὴν Ἱερουσαλήμ· ἀλλὰ ἄλλαξε πορείαν καὶ τὴν μετέφερεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβεδδαρὰ τοῦ Γεθθαίου.
14 καὶ ἐκάθισεν ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἐν οἴκῳ ᾿Αβεδδαρὰ τρεῖς μῆνας· καὶ εὐλόγησεν ὁ Θεὸς ᾿Αβεδδαρὰ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ. 14 Ετσι δε η Κιβωτός του Θεού παρέτεινε στον οίκον Αβεδδαρά επί τρεις μήνας. Ο δε Θεός ηυλόγησε πλουσίως τον Αβεδδαρά και όλα τα υπάρχοντά του. 14 Καὶ ἡ Κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ ἔμεινεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ἀβεδδαρὰ τρεῖς μῆνες. Ὁ δὲ Θεὸς εὐλόγησε τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἀβεδδαρὰ καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του.