Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέστειλε Χιρὰμ βασιλεὺς Τύρου ἀγγέλους πρὸς Δαυὶδ καὶ ξύλα κέδρινα καὶ οἰκοδόμους καὶ τέκτονας ξύλων τοῦ οἰκοδομῆσαι αὐτῷ οἶκον. 1 Ο βασιλεύς της Τυρου, ο Χιράμ, έστειλε προς τον Δαυίδ ανθρώπους, οι οποίοι έφεραν προς αυτόν ξύλα κέδρινα, κτίστας και ξυλουργούς, δια να οικοδομήσουν τον βασιλικόν του οίκον. 1 Μετὰ τὴν κατάληψιν τῆς Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Δαβίδ, ὁ Χιράμ, ὁ βασιλιᾶς τῆς Τύρου, ἔστειλεν ἀπεσταλμένους πρὸς τὸν Δαβὶδ καὶ ξύλα ἀπὸ κέδρον καὶ οἰκοδόμους καὶ ξυλουργούς, διὰ νὰ κτίσουν διὰ τὸν Δαβὶδ παλάτι.
2 καὶ ἔγνω Δαυὶδ ὅτι ἡτοίμασεν αὐτὸν Κύριος εἰς βασιλέα ἐπὶ ᾿Ισραήλ, ὅτι ηὐξήθη εἰς ὕψος ἡ βασιλεία αὐτοῦ διὰ τὸν λαὸν αὐτοῦ ᾿Ισραήλ. 2 Ο Δαυίδ είχε πλέον κατανοήσει και πεισθή, ότι ο Κυριος ετακτοποίησε και εστερέωσε την βασιλείαν του επί του ισραηλιτικού λαού, διότι η βασιλεία του αυτή υψώθη και εμεγάλωσε προς χάριν του ισραηλιτικού λαού. 2 Ὁ Δαβὶδ ἐκατάλαβε πλέον καὶ ἐβεβαιώθη, ὅτι ὁ Κύριος τὸν προετοίμασε καὶ τὸν κατέστησε βασιλιᾶ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, διότι ἡ βασιλεία του ὑψώθη καὶ ἡ κυριαρχία του ἐπεξετάθη χάριν τοῦ λαοῦ του, τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ.
3 Καὶ ἔλαβε Δαυὶδ ἔτι γυναῖκας ἐν ῾Ιερουσαλήμ, καὶ ἐτέχθησαν Δαυὶδ ἔτι υἱοὶ καὶ θυγατέρες. 3 Ο Δαυίδ επήρεν ακόμη και άλλας γυναίκας εις την Ιερουσαλήμ ως συζύγους του και δι' αυτών απέκτησε και άλλους υιούς και θυγατέρας. 3 Ὁ Δαβὶδ ἐνυμφεύθη καὶ ἄλλες ἀκόμη γυναῖκες εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ἀπὸ αὐτὲς δὲ ἀπέκτησε καὶ ἄλλους υἱοὺς καὶ θυγατέρες.
4 καὶ ταῦτα τὰ ὀνόματα αὐτῶν τῶν τεχθέντων, οἳ ἦσαν αὐτῷ ἐν ῾Ιερουσαλήμ· Σαμαά, Σωβάβ, Νάθαν καὶ Σαλωμὼν 4 Τα δε ονόματα των υιών αυτών, που απέκτησε και έμεναν κοντά του εις την Ιερουσαλήμ, ήσαν τα εξής· Ο Σαμαά, ο Σωβάβ, ο Ναθαν, ο Σολομών, 4 Αὐτὰ δὲ εἶναι τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν, ποὺ ἐγεννήθησαν εἰς τὸν Δαβὶδ καὶ οἱ ὁποῖοι ἔμεναν κοντά του εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ: Σαμαά, Σωβάβ, Νάθαν, Σαλωμών,
5 καὶ ᾿Ιβαὰρ καὶ ᾿Ελισαὲ καὶ ᾿Ελιφαλὲτ 5 ο Ιβαάρ, ο Ελισαέ, ο Ελιφαλέτ, 5 Ἰβαάρ, Ἐλισαέ, Ἐλιφαλέτ,
6 καὶ Ναγὲθ καὶ Ναφὰγ καὶ ᾿Ιαφιὲ 6 ο Ναγέθ, ο Ναφάγ, ο Ιαφιέ, 6 Ναγέθ, Ναφάγ, Ἰαφιέ,
7 καὶ ᾿Ελισαμαὲ καὶ ᾿Ελιαδὲ καὶ ᾿Ελιφαλέτ. 7 ο Ελισαμαέ, ο Ελιαδέ και ο Ελιφαλέτ. 7 Ἐλισαμαέ, Ἐλιαδὲ καὶ Ἐλιφαλέτ.
8 Καὶ ἤκουσαν ἀλλόφυλοι ὅτι ἐχρίσθη Δαυὶδ βασιλεὺς ἐπὶ πάντα ᾿Ισραήλ, καὶ ἀνέβησαν πάντες οἱ ἀλλόφυλοι ζητῆσαι τὸν Δαυίδ· καὶ ἤκουσε Δαυὶδ καὶ ἐξῆλθεν εἰς ἀπάντησιν αὐτοῖς. 8 Οι Φιλισταίοι ήκουσαν ότι ο Δαυίδ εχρίσθη βασιλεύς επί όλου του ισραηλιτικού λαού και εξεστράτευσαν όλοι οι αλλόφυλοι, δια να αναζητήσουν και θανατώσουν τον Δαυίδ. Επληροφορήθη ο Δαυίδ το γεγονός και εξήλθε, δια να τους αντιμετωπίση. 8 Ὅταν οἱ Φιλισταῖοι ἐπληροφορήθησαν ὅτι ὁ Δαβὶδ ἐχρίσθη βασιλιᾶς ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, εἰσέβαλαν ὅλοι, διὰ νὰ τὸν εὔρουν καὶ τὸν φονεύσουν. Ὁ Δαβὶδ ἐπληροφορήθη περὶ τῆς εἰσβολῆς καὶ ἐβγῆκε διὰ νὰ τοὺς ἀντιμετωπίσῃ.
9 καὶ ἀλλόφυλοι ἦλθον καὶ συνέπεσον ἐν τῇ κοιλάδι τῶν γιγάντων. 9 Οι Φιλισταίοι ήλθον και εστρατοπέδευσαν εις την Κοιλάδα των Γιγάντων. 9 Οἱ Φιλισταῖοι ἦλθαν καὶ ἀνέπτυξαν τὸν στρατόν των εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Γιγάντων (νοτιοδυτικῶς τῆς Ἱερουσαλὴμ ).
10 καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διὰ τοῦ Θεοῦ λέγων· εἰ ἀναβῶ ἐπὶ τοὺς ἀλλοφύλους καὶ δώσεις αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖράς μου; καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος· ἀνάβηθι, καὶ δώσω αὐτοὺς εἰς τὰς χεῖράς σου. 10 Ο Δαυίδ ηρώτησε τον Θεόν λέγων· “εάν εκστρατεύσω εναντίον των Φιλισταίων, θα τους παραδώσης εις τα χέρια μου;” Ο δε Κυριος απήντησεν εις αυτόν· “κάμε την εκστρατείαν και εγώ θα παραδώσω αυτούς εις τα χέρια σου”. 10 Ὁ Δαβὶδ ἐρώτησε τότε τὸν Θεόν (διὰ τοῦ ἀρχιερέως) καὶ εἶπεν: «Ἐὰν ἐπιτεθῶ ἐναντίον τῶν Φιλισταίων, θὰ τοὺς παραδώσῃς εἰς τὰ χέρια μου;» Ὁ Θεὸς τοῦ ἀπεκρίθη: «Ναί· νὰ ἐπιτεθῇς καὶ ἐγὼ θὰ τοὺς παραδώσω εἰς τὰ χέρια σου».
11 καὶ ἀνέβη εἰς Βαὰλ Φαρασὶν καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς ἐκεῖ Δαυίδ· καὶ εἶπε Δαυίδ· διέκοψεν ὁ Θεὸς τοὺς ἐχθρούς μου ἐν χειρί μου ὡς διακοπὴν ὕδατος· διὰ τοῦτο ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Διακοπὴ Φαρασίν. 11 Ανέβη ο Δαυίδ μετά του στρατού εις την τοποθεσίαν Βαάλ Φαρασίν και εκεί αυτός εκτύπησε και κατέβαλε τους εχθρούς του. Ο Δαυίδ είπε τότε· “ο Θεός ανεχαίτισεν αυτούς, όπως το πρόχωμα αναχαιτίζη την ροήν του ύδατος” δια τούτο δε εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου “Διακοπή Φαρασίν”. 11 Καὶ ὁ Δαβὶδ ἀνέβη εἰς Βαὰλ Φαρασίν, τοὺς ἐπετέθη καὶ ἐκεῖ τοὺς συνέτριψε. Τότε εἶπεν ὁ Δαβίδ: «Ὁ Θεὸς ἔκαμε ρῆγμα μεταξὺ τῶν ἐχθρῶν μου μὲ τὸ χέρι μου, ποὺ ἐχρησιμοποίησεν ὡς ὄργανον· ἔκαμε ρῆγμα, ὅπως τὸ νερὸν ἀνοίγει μὲ τὴν δύναμίν του ρῆγμα καὶ πέρασμα». Διὰ τοῦτο ὁ Δαβὶδ ὠνόμασε τὸν τόπον ἐκεῖνον «Διακοπὴ Φαρασίν».
12 καὶ ἐγκατέλιπον ἐκεῖ τοὺς θεοὺς αὐτῶν οἱ ἀλλόφυλοι, καὶ εἶπε Δαυὶδ κατακαῦσαι αὐτοὺς ἐν πυρί. 12 Οι Φιλισταίοι φεύγοντες αφήκαν στο πεδίον της μάχης τα αγάλματα των θεών των. Ο Δαυίδ διέταξε να παραδώσουν αυτά στο πυρ και να τα κατακαύσουν. 12 Οἱ νικημένοι Φιλισταῖοι ἐγκατέλειψαν ἐκεῖ εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης τὰ εἴδωλα τῶν θεῶν των, καὶ ὁ Δαβὶδ διέταξε νὰ τὰ ρίξουν εἰς τὴν φωτιὰ καὶ νὰ τὰ καύσουν
13 καὶ προσέθεντο ἔτι ἀλλόφυλοι καὶ συνέπεσαν ἔτι ἐν τῇ κοιλάδι τῶν γιγάντων. 13 Και πάλιν όμως οι Φιλισταίοι ώρμησαν και κατέλαβαν την Κοιλάδα των Γιγάντων. 13 Ἀλλὰ οἱ Φιλισταῖοι ἐπέδραμαν πάλιν καὶ ἀνέπτυξαν πάλιν τὸν στρατόν των εἰς τὴν κοιλάδα τῶν Γιγάντων.
14 καὶ ἠρώτησε Δαυὶδ ἔτι ἐν Θεῷ, καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ Θεός· οὐ πορεύσῃ ὀπίσω αὐτῶν, ἀποστρέφου ἀπ᾿ αὐτῶν καὶ παρέσῃ αὐτοῖς πλησίον τῶν ἀπίων· 14 Ο Δαυίδ ηρώτησε πάλιν τον Θεόν, αν πρέπει να πολεμήση εναντίον εκείνων και ο Θεός του είπε· “δεν θα εξέλθης εις πόλεμον εναντίον των, αλλά να απομακρυνθής από αυτούς. Θα βαδίζης όμως πλησίον των ανάμεσα εις τας απιδέας, ώστε να τους παρακολουθής. 14 Ὁ Δαβὶδ ἐρώτησε πάλιν τὸν Θεόν (διὰ τοῦ ἀρχιερέως) τὶ ἔπρεπε νὰ κάμῃ, καὶ ὁ Θεὸς τοῦ ἀπάντησε: «Νὰ μὴ ἐπιτεθῇς κατὰ μέτωπον ἐναντίον των ἀπὸ ἐδῶ· νὰ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ αὐτούς, πήγαινε ἀπὸ πίσω τους καὶ πλησίασέ τους κοντὰ εἰς τὶς ἀπιδιές.
15 καὶ ἔσται ἐν τῷ ἀκοῦσαί σε τὴν φωνὴν τοῦ συσσεισμοῦ τῶν ἄκρων τῶν ἀπίων, τότε εἰσελεύσῃ εἰς τὸν πόλεμον, ὅτι ἐξῆλθεν ὁ Θεὸς ἔμπροσθέν σου τοῦ πατάξαι τὴν παρεμβολὴν τῶν ἀλλοφύλων. 15 Οταν δε ακούσης θόρυβον αναταραχής εις τας κορυφάς των απιδεών, τότε θα εισέλθης στον πόλεμον, διότι αυτό σημαίνει ότι έμπροσθέν σου προπορεύεται, ο Θεός, δια να κτυπήση το στρατόπεδον των αλλοφύλων. 15 Ὅταν δὲ ἀκούσῃς τὸν Θόρυβον τῶν κορυφῶν τῶν ἀπιδιῶν, τότε νὰ ἐπιχειρήσῃς τὴν ἐπίθεσιν ἐναντίον των· διότι ὁ θόρυβος αὐτὸς εἶναι σημεῖον, ὅτι ο Θεὸς ἐβγῆκε καὶ προχωρεῖ ἐμπρός σου διὰ να ἐπιτεθῇ καὶ συντρίψῃ τοὺς Φιλισταίους».
16 καὶ ἐποίησε καθὼς ἐνετείλατο αὐτῷ ὁ Θεός, καὶ ἐπάταξε τὴν παρεμβολὴν τῶν ἀλλοφύλων ἀπὸ Γαβαὼν ἕως Γαζηρά. 16 Ο Δαυίδ έκαμεν όπως τον διέταξεν ο Θεός, εκτύπησε και κατεδίωξε τον στρατόν των Φιλισταίων από την Γαβαών μέχρι της πόλεως Γαζηρά. 16 Ὁ Δαβὶδ ἔκαμεν, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ ἔδωκεν ἐντολὴν ὁ Θεός· ἐπετέθη καὶ συνέτριψε τὸ στρατόπεδον τῶν Φιλισταίων καὶ ἔδιωξε τοὺς Φιλισταίους ἀπὸ τὴν Γαβαὼν μέχρι τὴν περιοχὴν τῆς πόλεως Γαζηρά
17 καὶ ἐγένετο ὄνομα Δαυὶδ ἐν πάσῃ τῇ γῇ, καὶ Κύριος ἔδωκε τὸν φόβον αὐτοῦ ἐπὶ πάντα τὰ ἔθνη. 17 Ετσι δε το όνομα του Δαυίδ έγινε γνωστόν και ένδοξον εις όλην την χώραν. Ο δε Κυριος κατέστησεν αυτόν φοβερόν εις όλα τα έθνη. 17 Ἔτσι ἡ ἔνδοξος φήμη τοῦ Δαβὶδ ἀπλώθη εἰς ὅλην τὴν χώραν καὶ ὁ Κύριος τὸν κατέστησε φοβερὸν εἰς ὅλα τὰ ἔθνη.