Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ὡς κατῴκησε Δαυὶδ ἐν οἴκῳ αὐτοῦ, καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς Νάθαν τὸν προφήτην· ἰδοὺ ἐγὼ κατοικῶ ἐν οἴκῳ κεδρίνῳ, καὶ ἡ κιβωτὸς διαθήκης Κυρίου ὑποκάτω δέρρεων. 1 Οταν ο Δαυίδ εγκατεστάθη στον οίκον του, είπε προς τον Ναθαν τον προφήτην· “ιδού, εγώ κατοικώ εις πολυτελή οίκον από ξύλα κέδρου καμωμένον, ενώ η Κιβωτός του Κυρίου στεγάζεται κάτω από τα δέρματα της Σκηνής του Μαρτυρίου”. 1 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν ὁ Δαβὶδ ἐγκατεσταθη πλέον εἰς τὸ παλάτι τοῦ, εἰπὲ πρὸς τὸν προφήτην Νάθαν: «Νά! ἐγὼ κατοικῶ εἰς στερεὸν καὶ μεγαλοπρεπὲς ἀνάκτορον, ποὺ εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ ξύλα κέδρου, ἐνῷ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου εὑρίσκεται κάτω ἀπὸ σκηνὴν μὲ δερμάτινα παραπετάσματα».
2 καὶ εἶπε Νάθαν πρὸς Δαυίδ· πᾶν τὸ ἐν τῇ ψυχῇ σου ποίει, ὅτι Θεὸς μετὰ σοῦ. 2 Ο Ναθαν απήντησε προς αυτόν· “κάθε τι που η ψυχή σου ποθεί, κάμε το, διότι ο Θεός είναι μαζή σου”. 2 Ὁ Νάθαν ἀπάντησε εἰς τὸν Δαβίδ: «Κάμε ὅλα, ὅσα σκέπτεσαι καὶ ποθεῖ ἡ καρδιά σου, διότι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί σου».
3 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ ἐγένετο λόγος Κυρίου πρὸς Νάθαν· 3 Κατά την νύκτα όμως εκείνην ωμίλησεν ο Κυριος προς τον Ναθαν και του είπε· 3 Ὅμως τὴν ἰδίαν ἐκείνην νύκτα συνέβη τοῦτο: Κατέφθασε λόγος τοῦ Κυρίου πρὸς τὸν Νάθαν, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔλεγε:
4 πορεύου καὶ εἰπὸν πρὸς Δαυὶδ τὸν δοῦλόν μου· οὕτως εἶπε Κύριος· οὐ σὺ οἰκοδομήσεις μοι οἶκον τοῦ κατοικῆσαί με ἐν αὐτῷ· 4 “πήγαινε και ειπέ στον δούλον μου, τον Δαυίδ· Αυτά λέγει ο Κυριος· δεν θα οικοδομήσης συ τον ναόν μου, δια να κατοικήσω εγώ εις αυτόν, 4 «Πήγαινε καὶ εἰπὲ πρὸς τὸν Δαβὶδ τὸν δοῦλον μου: «Αὐτὰ εἶπεν ὁ Κύριος: Δὲν εἶσαι σὺ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ μοῦ κτίσῃς Ναόν, διὰ νὰ κατοικήσω εἰς αὐτόν.
5 ὅτι οὐ κατῴκησα ἐν οἴκῳ ἀπὸ τῆς ἡμέρας, ἧς ἀνήγαγον τὸν ᾿Ισραήλ, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης καὶ ἤμην ἐν σκηνῇ καὶ ἐν καλύμματι 5 διότι δεν κατώκησα εις κτισμένον ναόν από την ημέραν, κατά την οποίαν έβγαλα ελευθέρους τους Ισραηλίτας από την Αίγυπτον έως την ημέραν αυτήν, αλλά έμεινα πάντοτε εις την σκηνήν, υπό τα καλύμματα, 5 Διότι οὐδέποτε ἑκατοίκησα εἰς Ναὸν ἀπὸ τὴν ἡμέραν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἔβγαλα καὶ ἐλευθέρωσα τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, μέχρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς. Ὅλα αὐτὰ τὰ χρόνια ἐβάδιζα μαζί σας καὶ ἔμενα μέσα σὲ σκηνὴν καὶ κάτω ἀπὸ πρόχειρα καλύμματα.
6 ἐν πᾶσιν, οἷς διῆλθον ἐν παντὶ ᾿Ισραήλ· εἰ λαλῶν ἐλάλησα πρὸς μίαν φυλὴν τοῦ ᾿Ισραήλ, οἷς ἐνετειλάμην τοῦ ποιμαίνειν τὸν λαόν μου λέγων, ὅτι οὐκ ᾠκοδομήσατέ μοι οἶκον κέδρινον. 6 όλας τας ημέρας, κατά τας οποίας συνεπορευόμην με τον ισραηλιτικόν λαόν. Αλλωστε ποτέ δεν είπα εις καμιιίαν φυλήν του ισραηλιτικού λαού, την οποίαν εξέλεγα ως αρχηγόν του λαού μου· διατί δεν μου οικοδομήσατε ναόν κέδρινον; 6 Εἰς ὅλα τὰ ταξίδια μου, ποὺ ἐπεριπάτησα μαζὶ μὲ ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, οὐδέποτε ἐμίλησα καὶ εἶπα πρὸς κάποιαν φυλὴν τοῦ Ἰσραήλ, τὴν ὁποίαν ὤριζα διὰ νὰ ἡγῆται καὶ νὰ ὁδηγῇ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραηλιτικόν: Διατὶ δὲν ἐκτίσατε πρὸς χάριν μου Ναὸν στερεὸν καὶ μεγαλοπρεπῆ ἀπὸ ξύλα κέδρου;»
7 καὶ νῦν οὕτως ἐρεῖς τῷ δούλῳ μου Δαυίδ· τάδε λέγει Κύριος παντοκράτωρ· ἐγὼ ἔλαβόν σε ἐκ τῆς μάνδρας ἐξόπισθεν τῶν ποιμνίων τοῦ εἶναι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ τὸν λαόν μου ᾿Ισραήλ· 7 Και τώρα έτσι θα είπης προς τον δούλον μου, τον Δαυίδ· αυτά λέγει Κυριος ο παντοκράτωρ· Εγώ σε επήρα από την μάνδραν των προβάτων σου, πίσω από τα πρόβατά σου, και σε ανέδειξα βασιλέα στον λαόν μου τον ισραηλιτικόν. 7 Τώρα λοιπὸν αὐτὰ πρέπει νὰ εἰπῇς εἰς τὸν δοῦλον μου τὸν Δαβίδ: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ παντοκράτωρ: Ἐγὼ σὲ ἐπῆρα ἀπὸ τὴν στάνην τῶν προβάτων, διὰ νὰ γίνῃς ἄρχων καὶ ὁδηγὸς τοῦ λαοῦ μοῦ, τοῦ Ἰσραήλ.
8 καὶ ἤμην μετὰ σοῦ ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύθης, καὶ ἐξωλόθρευσα πάντας τοὺς ἐχθρούς σου ἀπὸ προσώπου σου καὶ ἐποίησά σοι ὄνομα κατὰ τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων τῶν ἐπὶ τῆς γῆς. 8 Ημην πάντοτε μαζή σου εις όλους τους δρόμους, στους οποίους επορεύθης και εξολόθρευσα όλους τους εχθρούς σου από εμπρός σου και έκαμα το όνομά σου ένδοξον, όπως ένα από τα μεγάλα ονόματα των μεγάλων ανδρών της οικουμένης. 8 Καὶ ἤμουν πάντοτε μαζί σου, ὅπου καὶ ἂν ἐπῆγες· καὶ ἐξωλόθρευσα ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου ἀπ’ ἐμπρός σου· καὶ κατέστησα τὸ ὄνομά σου ἔνδοξον καὶ ὀνομαστόν, ὅπως τὸ ὄνομα τῶν μεγάλων καὶ περιφήμων ἀνθρώπων τῆς γῆς.
9 καὶ θήσομαι τόπον τῷ λαῷ μου ᾿Ισραὴλ καὶ καταφυτεύσω αὐτόν, καὶ κατασκηνώσει καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ οὐ μεριμνήσει ἔτι, καὶ οὐ προσθήσει υἱὸς ἀδικίας τοῦ ταπεινῶσαι αὐτὸν καθὼς ἀπ᾿ ἀρχῆς 9 Θα ορίσω εγώ τόπον δια τον λαόν μου τον ισραηλιτικόν και θα εγκαταστήσω αυτόν εκεί και θα κατοικήση μόνος και ελεύθερος και δεν θα βασανίζεται από μερίμνας, ούτε και θα τολμήση κανείς άδικος άνθρωπος να τον εξευτελίση και τον τυραννήση, όπως έγινεν άλλοτε κατά τας ημέρας των Κριτών· 9 Σοῦ ὑπόσχομαι δὲ ὅτι θὰ καθορίσω καὶ θὰ ἑτοιμάσω τόπον διὰ τὸν λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ, καὶ θὰ τὸν φυτεύσω ἐκεῖ, ὥστε νὰ ριζώσῃ. Καὶ θὰ ἐγκατασταθῇ εἰς αὐτὸν καὶ δὲν θὰ ἔχῃ πλέον ἐκεῖ καμμίαν ἐνόχλησιν· καὶ δὲν πρόκειται πλέον κανεὶς ἄδικος λαὸς νὰ τὸν ὑποτάξῃ καὶ νὰ τὸν καταπιέζῃ, ὅπως συνέβη εἰς τὴν ἀρχήν, ὅταν ἦσαν δοῦλοι εἰς τοὺς Αἰγυπτίους·
10 καὶ ἀφ᾿ ἡμερῶν, ὦν ἔταξα κριτὰς ἐπὶ τὸν λαόν μου ᾿Ισραήλ, καὶ ἐταπείνωσα πάντας τοὺς ἐχθρούς σου, καὶ αὐξήσω σε, καὶ οἶκον οἰκοδομήσει σοι Κύριος. 10 τότε, που εγώ ώρισα Κριτάς στον ισραηλιτικόν του λαόν. Εταπείνωσα δε και όλους τους ιδικούς σου εχθρούς. Εγώ θα σε αυξήσω και θα σε δοξάσω και εγώ ο Κυριος θα οικοδομήσω προς χάριν σου κάποιον άλλον οίκον. 10 καὶ ὅπως συνέβη κατὰ τοὺς χρόνους, ποὺ ἀνέδειξα καὶ ὥρισα Κριτάς, διὰ νὰ ἡγοῦνται καὶ νὰ ὁδηγοῦν τὸν λαόν μου, τὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐταπείνωσα ὅλους τοὺς ἐχθρούς σου. Σοῦ ὑπόσχομαι ἀκόμη, ὅτι θὰ σὲ αὐξήσω καὶ ἐγὼ ὁ Κύριος θὰ οἰκοδομήσω καὶ θὰ στερεώσω τὴν δυναστείαν σου,
11 καὶ ἔσται ὅταν πληρωθῶσιν ἡμέραι σου καὶ κοιμηθήσῃ μετὰ τῶν πατέρων σου, καὶ ἀναστήσω τὸ σπέρμα σου μετὰ σέ, ὃς ἔσται ἐκ τῆς κοιλίας σου, καὶ ἑτοιμάσω τὴν βασιλείαν αὐτοῦ· 11 Οταν δε συμπληρωθούν πλέον αι ημέραι της ζωής σου, θα κοιμηθής, όπως και οι πατέρες σου. Εγώ δε θα αναδείξω έπειτα από σε ένα απόγονόν σου, ο οποίος θα προέρχεται από σέ. Θα ετοιμάσω δι' αυτόν στερεάν και ακλόνητον την βασιλείαν του. 11 ὁπότε θὰ συμβῇ τοῦτο: Ὅταν πλέον θὰ συμπληρωθοῦν οἱ ἡμερες τῆς ἐπιγείου ζωῆς σου καὶ θὰ κοιμηθῇς καὶ θὰ προστεθῇς εἰς τοὺς ἀποθαμένους προγόνους σου, ἐγώ, ὁο παντοκράτωρ Κύριος, θὰ ἀναδείξω μετὰ ἀπὸ σὲ τὸν ἀπόγονόν σου, ὁ ὁποῖος θὰ εἶναι παιδὶ ἰδικόν σου, καὶ θὰ σταθεροποιήσω τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν του.
12 αὐτὸς οἰκοδομήσει μοι οἶκον, καὶ ἀνορθώσω τὸν θρόνον αὐτοῦ ἕως αἰῶνος. 12 Αυτός θα οικοδομήση προς τιμήν μου τον ναόν και εγώ θα ανορθώσω τον θρόνον αυτού ακατάλυτον στους αιώνας των αιώνων. 12 Αὐτὸς ὁ ἀπόγονος καὶ διάδοχός σου εἶναι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος θὰ κτίσῃ δι’ ἐμὲ Ναόν, ἐγὼ δὲ θὰ ὑψώσω καὶ θὰ λαμπρύνω τὸν θρόνον του διὰ παντός, εἰς αἰωνίας γενεάς.
13 ἐγὼ ἔσομαι αὐτῷ εἰς πατέρα, καὶ αὐτὸς ἔσται μοι εἰς υἱόν· καὶ τὸ ἔλεός μου οὐκ ἀποστήσω ἀπ᾿ αὐτοῦ ὡς ἀπέστησα ἀπὸ τῶν ὄντων ἔμπροσθέν σου. 13 Εγώ θα είμαι προς αυτόν πατήρ και αυτός θα είναι δι' εμέ υιός. Δεν θα απομακρύνω από αυτόν το έλεός μου, όπως το απεμάκρυνα από μερικούς άλλους, οι οποίοι υπήρξαν ενωρίτερον από σέ. 13 Ἐγὼ θὰ εἶμαι εἰς αὐτὸν πατέρας καὶ αὐτὸς θὰ εἶναι εἰς ἐμὲ παιδί μου. Καὶ οὐδέποτε θὰ ἀπομακρύνω ἀπὸ αὐτὸν τὸ ἔλεός μου, ὅπως τὸ ἀφήρεσα ἀπὸ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι προηγήθηκαν πρὶν ἀπὸ σέ (δηλαδὴ ὅπως τὸ ἀπέσυρα ἀπὸ τὸν προκάτοχον σου Σαοὺλ ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν του).
14 καὶ πιστώσω αὐτὸν ἐν οἴκῳ μου καὶ ἐν βασιλείᾳ αὐτοῦ ἕως αἰῶνος, καὶ ὁ θρόνος αὐτοῦ ἔσται ἀνωρθωμένος ἕως αἰῶνος. 14 Θα αναδείξω αυτόν αξιόπιστον και στερεόν πάντοτε στον οίκόν μου· η βασιλεία του θα μένη αιωνία και ο θρόνος του θα είναι ανωρθωμένος και ένδοξος στους αιώνας των αιώνων”. 14 Καὶ θὰ τὸν στερεώσω διὰ παντὸς εἰς τὸν οἶκόν μου (μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ μου) καὶ τῆς βασιλικῆς του ἐξουσίας καὶ κυριαρχίας οὐδέποτε θὰ ὑπάρξῃ τέλος, διότι θὰ συνεχίζεται αἰωνίως· ἀλλὰ καὶ ὁ βασιλικός του θρόνος θὰ εἶναι ἔνδοξος καὶ λαμπρὸς διὰ παντός, εἰς αἰωνίας γενεᾶς».
15 κατὰ πάντας τοὺς λόγους τούτους καὶ κατὰ πᾶσαν τὴν ὅρασιν ταύτην, οὕτως ἐλάλησε Νάθαν πρὸς Δαυίδ. 15 Ο Ναθαν είπεν όλους αυτούς τους λόγους, όλην αυτήν την προφητικήν όρασιν, που είδε· έτσι ωμίλησε προς τον Δαυίδ ο Ναθαν. 15 Αὐτὰ εἶπεν ὁ Νάθαν πρὸς τὸν Δαβίδ, σύμφωνα μὲ ὅλους τοὺς λόγους καὶ τὴν ὅλην προφητικὴν ἀποκάλυψιν, ποὺ τὸν ἔκαμεν ὁ Θεός.
16 καὶ ἦλθεν ὁ βασιλεὺς Δαυὶδ καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι Κυρίου καὶ εἶπε· τίς εἰμι ἐγὼ Κύριε ὁ Θεός, καὶ τίς ὁ οἶκός μου, ὅτι ἠγάπησάς με ἕως αἰῶνος; 16 Ο βασιλεύς Δαυίδ ήλθεν, εκάθησε με ευλάβειαν απέναντι της Σκηνής του Μαρτυρίου και προσευχήθη προς τον Κυριον λέγων· “Ποιός είμαι εγώ, Κυριε και Θεέ μου, και ποιά είναι η οικογένειά μου, ώστε συ να με αγαπήσης με τέτοιαν παντοτεινήν αγάπην; 16 Κατόπιν αὐτῶν ὁ βασιλιᾶς Δαβὶδ ἦλθεν εἰς τὴν Σκηνὴν καὶ ἐκάθισεν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τὸν Κυρίου καὶ γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην προσηυχήθη καὶ εἶπε: «Ποιὸς εἶμαι ἐγώ, Κύριε Θεέ, καὶ ποία εἶναι ἡ οἰκογένειά μου, ὥστε μὲ ἔκρινες ἄξιον νὰ μὲ ἀγαπήσῃς διὰ παντός, εἰς αἰωνίας γενεάς;
17 καὶ ἐσμικρύνθη ταῦτα ἐνώπιόν σου, ὁ Θεός, καὶ ἐλάλησας ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ παιδός σου ἐκ μακρῶν καὶ ἐπεῖδές με ὡς ὅρασις τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὕψωσάς με, Κύριε ὁ Θεός. 17 Και ως εάν όλα αυτά είναι μικρά ενώπιον της αγάπης σου, Κυριε και Θεέ μου, ωμίλησες και έπραξες αγαθά εις την οικογένειαν του δούλου σου από μακρού χρόνου και επέβλεψες προς εμέ, ως εάν είμαι κανένας μέγας ανήρ και με ανέδειξες, Κυριε και Θεέ μου. 17 Παρ’ ὅλες τὶς μεγάλες δωρεές σου πρὸς ἐμέ, αὐτὲς σοῦ φαίνονται, Θεέ μου, μικρὲς καὶ ἐλάχιστες· καὶ ὑπεσχέθης καὶ ἔδωκες ἀγαθὰ εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ δούλου σου ἀπὸ πολὺ παλαιά· καὶ μὲ ἐπρόσεξες, ὡσὰν νὰ ἤμουν κάποιος σπουδαῖος ἄνθρωπος, καὶ μὲ ἐπρόβαλες καὶ μὲ ἐδόξασες, Κύριε καὶ Θεέ μου!
18 τί προσθήσει ἔτι Δαυὶδ πρός σε τοῦ δοξάσαι; καὶ σὺ τὸν δοῦλόν σου οἶδας. 18 Τι ήμπορω εγώ ο Δαυίδ να προσθέσω εις την ιδικήν σου δόξαν; Συ γνωρίζεις πόσον μικρός είμαι εγώ ο δούλος σου. 18 Τί ἄλλο περισσότερον ἠμπορῶ νὰ ἀπαντήσω καὶ νὰ προσθέσω ἐγώ, ὁ Δαβίδ, ὥστε νὰ δοξάσω Σὲ διὰ τὶς πρὸς ἐμὲ εὐεργεσίες σου; Σὺ γνωρίζεις πολὺ καλὰ τὸν δοῦλον σου, πόσον μικρὸς καὶ ἀδύνατος εἶναι·
19 καὶ κατὰ τὴν καρδίαν σου ἐποίησας τὴν πᾶσαν μεγαλωσύνην. 19 Αλλά δια την αγαθότητα της καρδίας σου έδειξες όλην αυτήν την καλωσύνην σου προς εμέ. 19 ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἀγαθὴν ἐπιθυμίαν τῆς καρδιᾶς σου ἔκαμες ὅλα αὐτὰ τὰ ἔνδοξα καὶ θαυμαστὰ εἰς ἐμέ, τὸν δοῦλον σου.
20 Κύριε, οὐκ ἔστιν ὅμοιός σοι, καὶ οὐκ ἔστι Θεὸς πλὴν σοῦ κατὰ πάντα, ὅσα ἠκούσαμεν ἐν ὠσὶν ἡμῶν. 20 Κυριε, δεν υπάρχει άλλος Θεός όμοιός σου, δεν υπάρχει κανείς άλλος Θεός πλην από σέ, όπως μαρτυρούν όλα τα θαυμαστά σου έργα, όσα ηκούσαμεν με τα ίδια μας τα αυτιά. 20 Δὲν ὑπάρχει κανεὶς ὅμοιός σου, Κύριε, καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος Θεὸς ἐκτὸς ἀπὸ σέ, ὅπως πιστοποιοῦν ὅλα τὰ θαυμαστὰ ἔργα σου, ποὺ ἀκούσαμε μὲ τὰ ἴδια τὰ αὐτιά μας.
21 καὶ οὐκ ἔστιν ὡς ὁ λαός σου ᾿Ισραὴλ ἔθνος ἔτι ἐπὶ τῆς γῆς, ὡς ὡδήγησεν αὐτὸν ὁ Θεὸς τοῦ λυτρώσασθαι λαὸν ἑαυτῷ, τοῦ θέσθαι ἑαυτῷ ὄνομα μέγα καὶ ἐπιφανές, τοῦ ἐκβαλεῖν ἀπὸ προσώπου λαοῦ σου, οὓς ἐλυτρώσω ἐξ Αἰγύπτου, ἔθνη. 21 Και δεν υπάρχει άλλος λαός ούτε άλλο έθνος επί της γης, όπως ο λαός σου ο ισραηλιτικός, τον οποίον συ έβγαλες από την Αίγυπτον, τον έσωσες από την δουλείαν, ώστε να τον κάμης λαόν ιδικόν σου. Εδωσες εις αυτόν όνομα μέγα και περιφανές. Εδιωξες τα ειδωλολατρικά έθνη εμπρός από τον λαόν σου, τον οποίον συ ελεύθερον έβγαλες από την Αίγυπτον. 21 Καὶ δὲν ὑπάρχει κανένα ἄλλο ἔθνος ἐπάνω εἰς τὴν γῆν ὡσὰν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν σου. Εἶναι γνωστὸν εἰς ὅλους πῶς ὁ Θεὸς ὠδήγησε τὸν λαὸν αὐτὸν καὶ τὶ ἔκαμε διὰ νὰ τὸν ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τοὺς Αἰγυπτίους καὶ νὰ τὸν ἀναδείξῃ λαὸν ἰδικόν του καὶ νὰ δώσῃ εἰς αὐτὸν ὄνομα μεγάλο καὶ ἔνδοξον. Εἶναι γνωστὸν εἰς ὅλους πῶς ἐπενέβης σὺ διὰ νὰ ξερριζώσῃς καὶ νὰ διώξῃς ἄλλα εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, καθὼς ἐπροχωροῦσε ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός σου, τὸν ὁποῖον ἐλευθέρωσες καὶ ἔβγαλες ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
22 καὶ ἔδωκας τὸν λαόν σου ᾿Ισραὴλ σεαυτῷ λαὸν ἕως αἰῶνος, καὶ σύ, Κύριε, ἐγενήθης αὐτοῖς εἰς Θεόν. 22 Εκαμες τον ισραηλιτικόν λαόν ιδικόν σου λαόν στους αιώνας των αιώνων. Και συ έγινες εις αυτούς τους Ισραηλίτας ο πραγματικός Θεός και προστάτης. 22 Καὶ ἐξεχώρισες καὶ κατέστησες τὸν λαόν σου, τὸν Ἰσραήλ, λαὸν ἰδικόν σου αἰωνίως, καὶ σύ, Κύριε, ἔγινες δι’ αὐτοὺς ὁ μόνος Θεός των.
23 καὶ νῦν, Κύριε, ὁ λόγος σου, ὃν ἐλάλησας πρὸς τὸν παῖδά σου καὶ ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, πιστωθήτω ἕως αἰῶνος. καὶ ποίησον καθὼς ἐλάλησας, 23 Και τώρα, Κυριε, ο λόγος σου, τον οποίον είπες προς εμέ τον δούλον σου σχετικώς με την οικογένειάν μου, ας αποδειχθή αληθινός στους αιώνας των αιώνων. Καμε, όπως είπες. 23 Καὶ τώρα, Κύριε, ἡ ὑπόσχεσίς σου, τὴν ὁποίαν ἔδωκες πρὸς ἐμὲ τὸν δοῦλον σου καὶ διὰ τὴν οἰκογένειάν του, ἂς τηρηθῇ καὶ ἂς μείνῃ ἀσάλευτος αἰωνίως. Κάμε δὲ σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ εἶπες.
24 καὶ πιστωθήτω καὶ μεγαλυνθήτω τὸ ὄνομά σου ἕως αἰῶνος λεγόντων· Κύριε Κύριε, παντοκράτωρ Θεὸς ᾿Ισραήλ, καὶ ὁ οἶκος Δαυὶδ παιδός σου ἀνωρθωμένος ἐναντίον σου. 24 Ας στερεωθή λοιπόν, και ας δοξασθή το όνομά σου στους αιώνας, δια να λέγη ο καθένας· Κυριε Κυριε, συ είσαι ο παντοκράτωρ Θεός του Ισραήλ, δε οικογένεια του δούλου σου, του Δαυίδ, θα μένη ορθία πάντοτε ενώπιόν σου. 24 Καὶ ἂς στερεωθῆ, ἂς ἀποδειχθῇ ἀξιόπιστον καὶ ἂς μεγαλυνθῇ καὶ δοξασθῇ τὸ ὄνομά σου αἰωνίως, διὰ νὰ λέγουν: «Κύριε, Κύριε, παντοκράτωρ Θεὲ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ»· καὶ σὺ εὐδόκησες, ὥστε ἡ οἰκογένεια τοῦ δούλου σοῦ Δαβὶδ νὰ εἶναι καλὰ στερεωμένη καὶ δοξασμένη ἐμπρός σου·
25 ὅτι σὺ Κύριος ὁ Θεός μου ἤνοιξας τὸ οὖς τοῦ παιδός σου τοῦ οἰκοδομῆσαι αὐτῷ οἶκον· διὰ τοῦτο εὗρεν ὁ παῖς σου τοῦ προσεύξασθαι κατὰ πρόσωπόν σου. 25 Διότι συ, ο Κυριος και ο Θεός μου, ήνοιξας τα αυτιά εμού του δούλου σου, δια να ανοικοδομήσω τον ναόν σου. Δια τούτο ο δούλός σου ευρήκε το θάρρος να παρουσιασθή ενώπιόν σου και να σε παρακαλέση. 25 διότι σύ, Κύριε ὁ Θεός μου, ἄνοιξες τὸ αὐτὶ τοῦ δούλου σου καὶ τοῦ ἐφανέρωσες ὅτι πρόκειται νὰ οἰκοδομήσῃς δι' αὐτὸν δυναστείαν (ἢ κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὅτι πρόκειται νὰ ἀνοικοδομήσω μεγαλοπρεπῆ οἶκον, δηλαδὴ τὸν Ναόν). Διὰ τοῦτο ἐτόλμησεν ὁ δοῦλος σου νὰ ἀπευθύνῃ αὐτὴν τὴν προσευχὴν ἐνώπιόν σου.
26 καὶ νῦν, Κύριε, σὺ εἶ αὐτὸς Θεὸς καὶ ἐλάλησας ἐπὶ τὸν δοῦλόν σου τὰ ἀγαθὰ ταῦτα· 26 Και τώρα, Κυριε, συ είσαι ο αυτός και ο αναλλοίωτος Θεός, ο οποίος είπες εις εμέ τον δούλον σου τα αγαθά αυτά. 26 Καὶ τώρα, Κύριε, σὺ ὁ ἴδιος εἶσαι πράγματι ὁ μόνος καὶ ἀληθινὸς Θεός, καὶ ὑπεσχέθης εἰς τὸν δοῦλον σου τὰ μεγάλα καὶ ἔκτακτα αὐτὰ ἀγαθά.
27 καὶ νῦν ἦρξαι τοῦ εὐλογῆσαι τὸν οἶκον τοῦ παιδός σου τοῦ εἶναι εἰς τὸν αἰῶνα ἐναντίον σου· ὅτι σύ, Κύριε, εὐλόγησας, καὶ εὐλόγησον εἰς τὸν αἰῶνα. 27 Συ έχεις κάμει αρχήν να ευλογής τον οίκον εμού του δούλου σου, δια να μένη αυτός αιώνιος ενώπιόν σου. Και θα μείνη αιώνιος, διότι συ, Κυριε, τον ηυλόγησες. Ευλόγησον τον οίκόν μου εις αιώνας αιώνων”. 27 Τώρα λοιπὸν ἔκαμες ἀρχὴν νὰ εὐλογήσῃς τὴν δυναστείαν τοῦ δούλου σου, ὥστε νὰ μένῃ αἰωνίως πιστὴ ἐνώπιόν σου· ἐφ’ ὅσον δὲ σύ, Κύριε, ἔχεις εὐλογήσει τὴν οἰκογένειάν μου, εὐλόγησέ την, ὥστε νὰ εἶναι καὶ νὰ μένῃ εὐλογημένη διὰ παντός, αἰωνίως»!