Τετάρτη, 24 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:38
Δύση: 20:10
Σελ. 16 ημ.
115-251
16ος χρόνος, 5912η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 (Ι)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀλλόφυλοι ἐπολέμησαν πρὸς τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ ἔφυγον ἀπὸ προσώπου ἀλλοφύλων, καὶ ἔπεσον τραυματίαι ἐν ὄρει Γελβουέ. 1 Οι Φιλισταίοι επολέμησαν εναντίον του ισραηλιτικού λαού. Οι δε Ισραηλίται ενικήθησαν και ετράπησαν εις φυγήν εμπρός από τους Φιλισταίους. Εις δε το όρος Γελβουέ έπεσαν πολλοί Ισραηλίται νεκροί. 1 Οἱ Φιλισταῖοι ἐπολέμησαν ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὁ δὲ στρατὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐπειδὴ ἐνικήθη, ἐτράπη εἰς φυγήν, καὶ εἰς τὸ ὅρος Γελβοοὲ ἔπεσαν νεκροὶ πολλοὶ Ἰσραηλῖται.
2 καὶ κατεδίωξαν οἱ ἀλλόφυλοι ὀπίσω Σαοὺλ καὶ ὀπίσω τῶν υἱῶν αὐτοῦ, καὶ ἐπάταξαν ἀλλόφυλοι τὸν ᾿Ιωνάθαν καὶ τὸν ᾿Αμιναδὰβ καὶ τὸν Μελχισουὲ υἱοὺς Σαούλ. 2 Οι Φιλισταίοι κατεδίωξαν τον φεύγοντα Σαούλ και τους υιούς του. Εφόνευσαν δε τον Ιωνάθαν, τον Αμιναδάβ, και τον Μελχισουέ, υιούς του Σαούλ. 2 Ἀλλὰ οἱ Φιλισταῖοι κατεδίωξαν τὸν βασιλιᾶ Σαούλ, ὁ ὁποῖος ἔφευγε, καὶ τοὺς υἱούς του, οἱ ὁποῖοι τὸν ἀκολουθοσαν εἰς τὴν φυγὴν οἱ Φιλισταῖοι τοὺς ἐπρόφθασαν καὶ ἐσκότωσαν τὸν Ἰωνάθαν καὶ τὸν Ἀμιναδσβ καὶ τὸν Μελχισουέ, τοὺς υἱοὺς τοῦ Σαούλ.
3 καὶ ἐβαρύνθη ὁ πόλεμος ἐπὶ Σαούλ, καὶ εὗρον αὐτὸν οἱ τοξόται ἐν τόξοις καὶ πόνοις, καὶ ἐπόνεσεν ἀπὸ τῶν τόξων. 3 Ο δε πόλεμος έγινεν έτσι πάρα πολύ σκληρός και βαρύς εναντίον του Σαούλ. Οι εκ των Φιλισταίων, ικανοί στον χειρισμόν του τόξου, ευρήκαν τον Σαούλ και τον ετόξευσαν. Ο Σαούλ επληγώθη θανασίμως και ησθάνθη πόνον από τας πληγάς αυτάς. 3 Τότε ὁ πόλεμος ἐναντίον τοῦ Σαοὺλ ἔγινε σκληρὸς καὶ βίαιος, οἱ δὲ Φιλισταῖοι τοξόται τὸν ἐκτύπησαν μὲ τὰ τόξα των καὶ ὁ Σαοὺλ ἐπληγώθη βαρειὰ καὶ ἐδοκίμασε πόνον ἀπὸ τὶς πληγές, ποὺ τοῦ ἐπροκάλεσαν τὰ βέλη.
4 καὶ εἶπε Σαοὺλ τῷ αἴροντι τὰ σκεύη αὐτοῦ· σπάσαι τὴν ρομφαίαν σου καὶ ἐκκέντησόν με ἐν αὐτῇ, μὴ ἔλθωσιν οἱ ἀπερίτμητοι οὗτοι καὶ ἐμπαίξωσί μοι. καὶ οὐκ ἐβούλετο ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβεῖτο σφόδρα· καὶ ἔλαβε Σαοὺλ τὴν ρομφαίαν καὶ ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτήν. 4 Είπε δε τότε ο Σαούλ στον δούλον του, ο οποίος του μετέφερε τα όπλα· “ανάσυρε την ρομφαίαν σου και θανάτωσέ με με αυτήν, δια να μη έλθουν αυτοί οι απερίτμητοι και με εμπαίξουν και με εξευτελίσουν”. Ο βαστάζων όμως τα όπλα του Σαούλ δεν ηθέλησε να εκτελέση αυτήν την εντολήν, διότι εφοβείτο να φονεύση τον χριστόν Κυρίου. Ο Σαούλ επήρε τότε την ρομφαίαν, έπεσεν επάνω εις αυτήν και εθανατώθη. 4 Τότε ὁ Σαοὺλ εἶπεν εἰς τὸν στρατιώτην (δοῦλον ὁπλοφόρον), ποὺ μετέφερε τὰ ὅπλα του: «Τράβηξε τὴν ρομφαίαν σου καὶ τρύπησέ με καὶ σκότωσέ μέ μὲ αὐτήν, διὰ νὰ μὴ ἔλθουν οἱ ἀπερίτμητοι αὐτοὶ Φιλισταῖοι καὶ χαιρεκακοῦντες μὲ ἐξευτελίσουν». Ἀλλὰ ὁ στρατιώτης, ποὺ μετέφερε τὰ ὅπλα τοῦ Σαούλ, δὲν ἤθελε νὰ γίνῃ ὁ φονιᾶς ἐκείνου, τὸν ὁποῖον ἔχρισε βασιλιᾶ ὁ Κύριος, διότι ἐφοβεῖτο πάρα πολύ. Ἔτσι ὁ Σαοὺλ ἐπῆρε μόνος του τὴν ρομφαίαν του καὶ ἔπεσεν ἐπάνω της καὶ αὐτοκτόνησε.
5 καὶ εἶδεν ὁ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ ὅτι ἀπέθανε Σαούλ, καὶ ἔπεσε καί γε αὐτὸς ἐπὶ τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ καὶ ἀπέθανε. 5 Ο δούλος, που μετέφερε τα όπλα του κυρίου του, όταν είδεν ότι ο Σαούλ απέθανεν έπεσε και αυτός επάνω εις την ρομφαίαν και εθανατώθη. 5 Ὅταν ὁ στρατιώτης, ποὺ μετέφερε τὰ ὅπλα του, εἶδεν ὅτι ὀ Σαοὺλ ἦταν νεκρός, ἔπεσε καὶ αὐτὸς κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον ἐπάνω εἰς τὴν ρομφαίαν του καὶ αὐτοκτόνησε.
6 καὶ ἀπέθανε Σαοὺλ καὶ τρεῖς υἱοὶ αὐτοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ, καὶ πᾶς ὁ οἶκος αὐτοῦ ἐπὶ τὸ αὐτὸ ἀπέθανε. 6 Ετσι απέθανεν ο Σαούλ και τα τρία του παιδιά κατά την ημέραν εκείνην. Τοτε δε εθανατώθη και όλη η οικογένεια του Σαούλ. 6 Ἔτσι ἀπέθανεν ὁ Σαοὺλ καὶ οἱ τρεῖς υἱοί του κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ ὅλη ἡ οἰκογένειά του ἐπίσης ἀπέθανε κατὰ τὸν ἴδιον χρόνον.
7 καὶ εἶδε πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ ὁ ἐν τῷ αὐλῶνι ὅτι ἔφυγεν ᾿Ισραὴλ καὶ ὅτι ἀπέθανε Σαοὺλ καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ κατέλιπον τὰς πόλεις αὐτῶν καὶ ἔφυγον· καὶ ἦλθον οἱ ἀλλόφυλοι καὶ κατῴκησαν ἐν αὐταῖς. 7 Ολοι οι Ισραηλίται, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την πεδιάδα, όταν είδαν ότι ο ισραηλιτικός στρατός ετράπη εις φυγήν και ότι ο Σαούλ με τους τρεις υιούς του εφονεύθησαν, εγκατέλειψαν τας πόλεις των και ετράπησαν εις φυγήν. Ηλθον κατόπιν οι Φιλισταίοι και εγκατεστάθησαν μέσα εις αυτάς. 7 Ὅταν ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν πεδιάδα τῆς Ἰεζράελ, εἶδαν ὅτι ὁ Ἰσραηλιτικὸς στρατὸς ἐτράπη εἰς φυγὴν καὶ ὅτι ἀπέθανεν ὁ Σαοὺλ καί οἰ υἱοί του, ἐγκατέλειψαν τὶς πόλεις των καὶ ἐτράπησαν καὶ αὐτοὶ εἰς φυγήν. Τότε δὲ ἦλθαν οἱ Φιλισταῖοι, κατέλαβαν τὶς πόλεις καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς αὐτές.
8 καὶ ἐγένετο τῇ ἑπομένῃ καὶ ἦλθον ἀλλόφυλοι τοῦ σκυλεύειν τοὺς τραυματίας καὶ εὗρον τὸν Σαοὺλ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ πεπτωκότας ἐν τῷ ὄρει Γελβουέ. 8 Την επομένην ημέραν της νίκης των ήλθαν οι Φιλισταίοι, δια να λαφυραγωγήσουν τους νεκρούς. Ευρήκαν δε τον Σαούλ και τους υιούς του νεκρούς στο όρος Γελβουέ. 8 Καὶ συνέβη τοῦτο: Τὴν ἑπομένην ἡμέραν τῆς μάχης ἦλθαν οἱ Φιλισταῖοι διὰ νὰ λαφυραγωγήσουν τὰ νεκρὰ σώματα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ εὑρῆκαν τὰ νεκρὰ σώματα τοῦ Σαοὺλ καὶ τῶν τριῶν υἱῶν του εἰς τὸ ὅρος Γελβουέ.
9 καὶ ἐξέδυσαν αὐτὸν καὶ ἔλαβον τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ ἀπέστειλαν εἰς γῆν ἀλλοφύλων κύκλῳ τοῦ εὐαγγελίσασθαι τοῖς εἰδώλοις αὐτῶν καὶ τῷ λαῷ· 9 Τον εγύμνωσαν από τα βασιλικά του ενδύματα, επήραν το κεφάλι του και τα όπλα του, και τα έστειλαν όλα αυτά, δια να τα περιφέρουν εις την χώραν των και να διακηρύξουν το χαρμόσυνον άγγελμα της νίκης των εις τα είδωλά των και στον λαόν των. 9 Ἀφῄρεσαν ἀπὸ τὸν Σαοὺλ τὴν στολήν του, ἔκοψαν καὶ ἐπῆραν τὴν κεφαλήν του καὶ τὸν ὁπλισμόν του καὶ ὅλα αὐτὰ τὰ ἔστειλαν εἰς ὅλην τὴν περιοχὴν τῆς χώρας τῶν Φιλισταίων, διὰ να ἀναγγεῖλουν τὰ εὐχάριστα καὶ χαροποιὰ νέα τῆς νίκης των εἰς τὰ εἴδωλά των καὶ εἰς τὸν λαόν των.
10 καὶ ἔθηκαν τὰ σκεύη αὐτῶν ἐν οἴκῳ θεοῦ αὐτῶν καὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἔθηκαν ἐν οἴκῳ Δαγών. 10 Τα όπλα του Σαούλ και των υιών του τα έθεσαν οι Φιλισταίοι στον ναόν των, την δε κεφαλήν του Σαούλ στον ναόν του Θεού των Δαγών. 10 Καὶ ἐτοποθέτησαν τὸν ὁπλισμὸν τοῦ Σαοὺλ εἰς τὸν ναὸν ἐνὸς ἀπὸ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς των, τὴν δὲ κεφαλήν του τὴν ἐτοποθέτησαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ θεοῦ των Δαγών.
11 καὶ ἤκουσαν πάντες οἱ κατοικοῦντες Γαλαὰδ ἅπαντα, ἃ ἐποίησαν οἱ ἀλλόφυλοι τῷ Σαοὺλ καὶ υἱῷ ᾿Ισραήλ. 11 Ολοι οι κάτοικοι της Γαλαάδ ήκουσαν αυτά, που έγιναν εις βάρος του Σαούλ και των Ισραηλιτών. 11 Ὅταν ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς Γαλαὰδ ἄκουσαν ὅλα, ὅσα ἔκαμαν οἱ Φιλισταῖοι εἰς τὸν Σαοὺλ καὶ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν,
12 καὶ ἠγέρθησαν ἐκ Γαλαὰδ πᾶς ἀνὴρ δυνατὸς καὶ ἔλαβον τὸ σῶμα Σαοὺλ καὶ τὸ σῶμα τῶν υἱῶν αὐτοῦ καὶ ἤνεγκαν αὐτὰ εἰς ᾿Ιαβὶς καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ αὐτῶν ὑπὸ τὴν δρῦν ἐν ᾿Ιαβὶς καὶ ἐνήστευσαν ἑπτὰ ἡμέρας. 12 Τοτε όλοι οι γενναίοι άνδρες της Γαλαάδ εσηκώθησαν επήγαν και επήραν το σώμα του Σαούλ και τα σώματα των υιών του, τα οποία και μετέφεραν εις την πόλιν των, την Ιαβίς. Τα οστά αυτών τα έθαψαν εις την Ιαβίς υπό την δρυν και εις ένδειξιν πένθους ενήστευσαν επί επτά ημέρας. 12 ἐσηκωθησαν ὅλοι οἱ τολμηρότεροι καὶ γενναιότεροι ἄνδρες τῆς Γαλαὰδ καὶ ἐπῆγαν καὶ παρέλαβαν τὸ νεκρὸν σῶμα τοῦ Σαοὺλ καὶ τὰ νεκρὰ σώματα τῶν υἱῶν του καὶ τὰ μετέφεραν εἰς τὴν Ἰαβίς. Καὶ ἔθαψαν τὰ ὀστᾶ τῶν τεσσάρων νεκρῶν κάτω ἀπὸ μίαν βαλανιδιὰ εἰς τὴν Ἰαβὶς καὶ εἰς ἔνδειξιν πένθους ἐνήστευσαν ἑπτὰ ἡμέρες.
13 καὶ ἀπέθανε Σαοὺλ ἐν ταῖς ἀνομίαις αὐτοῦ, αἷς ἠνόμησε τῷ Θεῷ κατὰ τὸν λόγον Κυρίου, διότι οὐκ ἐφύλαξεν· ὅτι ἐπηρώτησε Σαοὺλ ἐν τῶ ἐγγαστριμύθῳ τοῦ ζητῆσαι, καὶ ἀπεκρίνατο αὐτῷ Σαμουὴλ ὁ προφήτης· 13 Κατ' αυτόν τον τρόπον απέθανεν ο Σαούλ εξ αιτίας των παρανομιών του, τας οποίας διέπραξεν ενώπιον του Θεού, διότι παρέβη τον λόγον του Κυρίου και δεν εφύλαξε τον Νομον του. Μια από τας παρανομίας του ήτο και το ότι επήγε να συμβουλευθή την μάγισσαν, δια να μάθη το μέλλον του, και επήρε απόκρισιν από τον προφήτην Σαμουήλ. 13 Ὀ Σαοὺλ ἀπέθανεν ἕνεκα τῶν ἁμαρτιῶν του, τὶς ὁποῖες ἔπραξεν ἐνώπιον τὸν Θεοῦ· ἁμάρτησε, διότι παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ διότι δὲν ἐφύλαξε τὸν Νόμον του. Ἀκόμη, ἐπειδὴ ὁ Σαοὺλ ἐζήτησε συμβουλὴν καὶ καθοδήγησιν ἀπὸ μίαν μάγισσαν διὰ νὰ πληροφορηθῇ μέσῳ τῶν πνευμάτων τῶν νεκρῶν τὸ μέλλον του καὶ ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ προφήτης Σαμουήλ.
14 καὶ οὐκ ἐζήτησε Κύριον, καὶ ἀπέκτεινεν αὐτὸν καὶ ἐπέστρεψε τὴν βασιλείαν τῷ Δαυὶδ υἱῷ ᾿Ιεσσαί. 14 Δεν συνεβουλεύθη τον Κυριον και ο Κυριος παρεχώρησε τον τραγικόν αυτόν θάνατον στον Σαούλ και έδωσε την βασιλείαν του Ισραηλιτικού λαού στον Δαυίδ, τον υιόν του Ιεσσαί. 14 Κατέφυγεν εἰς τὴν μάγισσαν καὶ δὲν συνεβουλεύθη τὸν Κύριον. Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος τὸν ἐθανάτωσε καὶ παρέδωκε τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν (εἰς τὸ βασίλειον τοῦ Ἰσραήλ) εἰς τὰ χέρια τοῦ Δαβίδ, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰεσσαί.