Σάββατο, 21 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:38
Δύση: 17:10
Σελ. 21 ημ.
356-10
16ος χρόνος, 6153η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἰσήνεγκαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπηρείσαντο αὐτὴν ἐν μέσῳ τῆς σκηνῆς, ἧς ἔπηξεν αὐτῇ Δαυίδ, καὶ προσήνεγκαν ὁλοκαυτώματα καὶ σωτηρίου ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. 1 Εφεραν, λοιπόν, εντός της πόλεως την Κιβωτόν του Θεού και την ετοποθέτησαν μέσα εις την Σκηνήν, την οποίαν είχε κατασκευάσει δι' αυτήν ο Δαυίδ. Οι δε Ισραηλίται προσέφεραν θυσίας ολοκαυτωμάτων και θυσίας ειρηνικάς ενώπιον του Θεού. 1 Μὲ λιτανευτικὴν πομπὴν καὶ εὐφρόσυνους πανηγυρισμοὺς ἔφεραν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐτοποθέτησαν μέσα εἰς τὴν σκηνήν, τὴν ὁποίαν ὁ Δαβὶδ κατεσκεύασεν εἰδικῶς δι’ αὐτήν. Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται προσέφεραν εἰς τὸν Θεὸν ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίες «σωτηρίου» (ἢ εἰρηνικές).
2 καὶ συνετέλεσε Δαυὶδ ἀναφέρων ὁλοκαυτώματα καὶ σωτηρίου καὶ εὐλόγησε τὸν λαὸν ἐν ὀνόματι Κυρίου. 2 Ο Δαυίδ, αφού ετελείωσε και αυτός την προσφοράν ολοκαυτωμάτων και των ειρηνικών θυσιών, ηυλόγησε τον λαόν εν ονόματι του Κυρίου. 2 Καὶ ὅταν ὁ Δαβὶδ ἐτελείωσε τὴν προσφορὰν τῶν ὁλοκαυτωμάτων καὶ τῶν θυσιῶν «σωτηρίου» (ἢ εἰρηνικῶν), εὐλόγησε τὸν λαὸν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου.
3 καὶ διεμέρισε παντὶ ἀνδρὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικός, τῷ ἀνδρὶ ἄρτον ἕνα ἀρτοκοπικὸν καὶ ἀμορίτην. 3 Επειτα δε εμοίρασεν εις όλους τους Ισραηλίτας, εις άνδρας και γυναίκας, στον καθένα από αυτούς, ένα άρτον αρτοποιείου και ένα γλύκισμα από σταφίδας. 3 Καὶ ἐμοίρασεν εἰς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν καθένα ἀπὸ ἕνα ψωμὶ ζυμωμένον εἰς τὸ ἀρτοποιεῖον καὶ μίαν πίτταν ἀπὸ σιμιγδάλι καὶ μέλι.
4 καὶ ἔταξε κατὰ πρόσωπον τῆς κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου ἐκ τῶν Λευιτῶν λειτουργοῦντας ἀναφωνοῦντας καὶ ἐξομολογεῖσθαι καὶ αἰνεῖν Κύριον τὸν Θεὸν ᾿Ισραήλ· 4 Εταξε δε ο Δαυίδ ενώπιον της Διαθήκης του Θεού μερικούς άνδρας από τους Λευίτας, δια να υπηρετούν εις την Σκηνήν ψάλλοντες, αινούντες και δοξολογούντες Κυριον τον Θεόν του Ισραήλ. 4 Ἐπίσης ὁ Δαβὶδ καθώρισε καὶ ἐγκατέστησεν ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς διαθήκης τοῦ Κυρίου ὡρισμένους ἀπὸ τοὺς Λευῖτες νὰ προσφέρουν τὶς ὑπηρεσίες των μὲ τὸ νὰ ψάλλουν καὶ δοξολογοῦν, νὰ εὐχαριστοῦν καὶ νὰ ὑμνοῦν τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ.
5 ᾿Ασὰφ ὁ ἡγούμενος, καὶ δευτερεύων αὐτῷ Ζαχαρίας, ᾿Ιεϊήλ, Σεμιραμώθ, ᾿Ιεϊήλ, Ματταθίας, ᾿Ελιὰβ καὶ Βαναίας, καὶ ᾿Αβδεδὸμ καὶ ᾿Ιεϊὴλ ἐν ὀργάνοις, νάβλαις, κινύραις, καὶ ᾿Ασὰφ ἐν κυμβάλοις ἀναφωνῶν. 5 Αυτοί δε ήσαν ο Ασάφ ο αρχηγός, ο Ζαχαρίας κατόπιν από αυτόν, έπειτα δε ο Ιεϊήλ, ο Σεμιραμώθ, ο Ιεϊήλ, ο Ματταθίας, ο Ελιάβ, ο Βαναΐας, ο Αβδεδόμ και ο Ιεϊήλ, οι οποίοι έπαιζαν μουσικά όργανα, άρπας και κιθάρας, ενώ ο Ασάφ έπληττε τα κύμβαλα να αντηχούν ζωηρώς. 5 Οἱ Λευῖται αὐτοὶ ἦσαν: Ἀρχηγὸς (ὁ πρῶτος) ὁ Ἀσάφ, δεύτερος κατὰ τὴν τάξιν ὁ Ζαχαρίας, κατόπιν ὁ Ἰεϊήλ, ὁ Σεμιραμώθ, ὁ Ἰεϊήλ, ὁ Ματταθίας, ὁ Ἐλιάβ, ὁ Βαναΐας, ὁ Ἀβδεδὸμ καὶ ὁ Ἰεϊήλ, οἱ ὁποῖοι ἔπαιζαν τὰ μουσικὰ ὄργανα, νάβλες, κινύρες, ἐνῷ ὁ Ἀσὰφ ἐκτυποῦσε δυνατὰ τὰ κύμβαλα.
6 καὶ Βαναίας καὶ ᾿Οζιὴλ οἱ ἱερεῖς ἐν ταῖς σάλπιγξι διαπαντὸς ἐναντίον τῆς κιβωτοῦ τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ. 6 Ο Βαναίας και ο Οζιήλ, οι ιερείς, είχον ως έργον των να σαλπίζουν με τας σάλπιγγας πάντοτε ενώπιον της Κιβωτού της Διαθήκης του Θεού. 6 Καθώρισεν ἐπίσης καὶ ἐγκατέστησε δύο ἱερεῖς, τὸν Βαναίαν καὶ τὸν Ὀζιήλ, οἱ ὁποῖοι ἐσάλπιζαν συνεχῶς ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς διαθήκης τοῦ Θεοῦ.
7 ᾿Εν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνη τότε ἔταξε Δαυὶδ ἐν ἀρχῇ τοῦ αἰνεῖν τὸν Κύριον ἐν χειρὶ ᾿Ασὰφ καὶ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ. 7 Ο Δαυίδ κατά την ημέραν εκείνην, παρέδωσε δια πρώτην φοράν εις τα χέρια του Ασάφ και των αδελφών αυτού ωδήν, δια να υμνήσουν τον Κυριον. 7 Κατὰ τὴν ἡμέραν ποὺ ἐγκατεστάθη ἡ Κιβωτὸς εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, ὁ Δαβὶδ διέταξε διὰ πρώτην φορὰν (ἢ κατ’ ἄλλην γραφήν: Ἀνέθεσεν εἰς τὸν πρωτοψάλτην) τὸν Ἀσὰφ καὶ τοὺς συγγενεῖς του νὰ ὑμνήσουν τὸν Κύριον μὲ τὴν ἀκόλουθον εὐχαριστήριον ΩΔΗΝ: (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὁ Δαβὶδ παρέδωκε διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὸν Ἀσὰφ καὶ τοὺς συγγενεῖς του Λευῖτες εὐχαριστήριον ὠδήν, διὰ νὰ ὑμνήσουν τὸν Κύριον. Ἡ ΩΔΗ εἶναι ἡ ἀκόλουθος:)
8 ῼΔΗ. ᾿Εξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ἐπικαλεῖσθε αὐτὸν ἐν ὀνόματι αὐτοῦ, γνωρίσατε ἐν λαοῖς τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ. 8 Η ΩΔΗ είναι αυτή· “Δοξολογήσατε τον Κυριον, επικαλεσθήτε το όνομα αυτού, καταστήσατε γνωστά στους λαούς τα μεγάλα και θαυμαστά αυτού έργα. 8 Δοξολογεῖτε μὲ εὐγνωμοσύνην τὸν Κύριον καὶ ἐπικαλεῖσθε μὲ ἐπαίνους καὶ ἐγκώμια τὸ ὄνομά του· κάμετε γνωστὰ εἰς τοὺς λαοὺς τὰ ἔργα του, ὥστε καὶ αὐτοὶ να γνωρίσουν τὸν ἀληθινὸν Θεόν.
9 ᾄσατε αὐτῷ καὶ ὑμνήσατε αὐτῷ, διηγήσασθε πᾶσι τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε Κύριος. 9 Ψαλατε και υμνήσατε αυτόν. Διηγηθήτε εις όλους τα θαυμάσια αυτού, τα οποία ο Κυριος έκαμε. 9 Μελωδῆστε μὲ τὴν φωνήν σας ὕμνον πρὸς χάριν του καὶ ψάλατε μουσικὲς ἁρμονίες πρὸς τιμήν του, διηγηθῆτε εἰς ὅλους τὰ ἔργα, ποὺ προκαλοῦν θαυμασμόν, τὰ ὁποῖα ἔκαμεν ὁ Κύριος.
10 αἰνεῖτε ἐν ὀνόματι ἁγίῳ αὐτοῦ, εὐφρανθήσεται καρδία ζητοῦσα τὴν εὐδοκίαν αὐτοῦ. 10 Υμνείτε το άγιον Ονομά του, ας ευφρανθή κάθε καρδιά, η οποία ζητεί με πίστιν την ευλογίαν του Θεού. 10 Ὑμνεῖτε συνεχῶς τὸ ἅγιον ὄνομά του· θὰ γεμίσῃ ἀπὸ εὐφροσύνην ἡ καρδία, ἡ ὁποία ζητεῖ τὴν εὔνοιαν καὶ εὐαρέσκειάν του.
11 ζητήσατε τὸν Κύριον καὶ ἰσχύσατε, ζητήσατε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διαπαντός. 11 Ζητήσατε τον Κυριον και αποκτήσατε δι' αυτού δύναμιν, ζητήσατε συνεχώς και ακαταπαύστως το πρόσωπον αυτού. 11 Ζητῆστε τὸν Κύριον καὶ ἀντλῆστε θάρρος καὶ δύναμιν· ζητῆστε συνεχῶς τὸ πρόσωπόν του καὶ τὴν περιφανῆ ἐπίσκεψιν τῆς προστασίας καὶ συμμαχίας του.
12 μνημονεύετε τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ ἐποίησε, τέρατα καὶ κρίματα τοῦ στόματος αὐτοῦ. 12 Να ενθυμήσθε πάντοτε όλα τα θαυμαστά αυτού έργα, τα οποία έκαμε, τα μεγάλα θαύματα και τας υψηλάς νομοθεσίας και εντολάς, αι οποίαι εξήλθον από το στόμα του. 12 Νὰ ἐνθυμῆσθε τὰ θαυμαστὰ ἔργα του, τὰ ὁποῖα ἔκαμε, τὰ καταπληκτικὰ ὑπερφυσικὰ ἔργα του, τὰ ὁποῖα ὑπερβαίνουν κάθε δύναμιν, καὶ τὶς δίκαιες κρίσεις καὶ ἀποφάσεις τοῦ στόματός του, τὶς ὁποῖες ἐξέφερεν ἐναντίον ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι ἀπειθοῦν εἰς τὶς ἐντολές του.
13 σπέρμα ᾿Ισραὴλ παῖδες αὐτοῦ, υἱοὶ ᾿Ιακὼβ ἐκλεκτοὶ αὐτοῦ. 13 Σεις, οι απόγονοι του Ισραήλ, δούλοι του Θεού, παιδιά του Ιακώβ, εκλεκτοί του Θεού. 13 Ὅλα αὐτὰ νὰ τὰ θυμηθῆτε σεῖς, ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, δοῦλοι τοῦ Θεοῦ· σεῖς, ἀπόγονοι τοῦ Ἰακώβ, τοὺς ὁποίους ἐδιάλεξε ὡς λαὸν ἰδικόν του.
14 αὐτὸς Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐν πάσῃ τῇ γῇ τὰ κρίματα αὐτοῦ. 14 Αυτός ο Κυριος είναι ο Θεός μας. Αι κρίσεις και αι αποφάσστου εκτείνονται εις όλην την γην. 14 Αὐτὸς ὁ Κύριος τοῦ παντὸς εἶναι ὁ Θεός μας, τοῦ ὁποίου οἱ δίκαιες κρίσεις καὶ ἀποφάσεις ἐνεργοῦνται καὶ κυριαρχοῦν εἰς ὅλην τὴν γῆν.
15 μνημονεύων εἰς αἰῶνα διαθήκης αὐτοῦ, λόγον αὐτοῦ, ὃν ἐνετείλατο εἰς χιλίας γενεάς, 15 Να ενθυμήσθε πάντοτε την Διαθήκην του, τον λόγον του, τον οποίον είπε και ο οποίος θα παραμείνη εις γενεάς γενεών· 15 Ἐνθυμεῖται πάντοτε τὴν διαθήκην του, χωρίς ποτὲ νὰ τὴν λησμονῇ, καὶ τὴν ἐκτελεῖ μὲ κάθε πιστότητα· ἐνθυμεῖται καὶ τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον ἔδωκεν, ὥστε νὰ τηρῆται ὡς ἀπαράβατος νόμος καὶ ἐντολὴ καὶ να πραγματοποιῆται εἰς χιλιάδες γενεές, διὰ μέσου τῶν αἰώνων, δηλαδὴ πάντοτε·
16 ὃν διέθετο τῷ ῾Αβραὰμ καὶ τὸν ὅρκον αὐτοῦ τῷ ᾿Ισαάκ· 16 τον λόγον, τον οποίον, ως διαθήκην, συνήψε προς τον Αβραάμ και τον όρκον, τον οποίον έδωσεν στον Ισαάκ. 16 ἐνθυμεῖται τὸν λόγον, τὸν ὁποῖον ἔδωκεν εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ ἐβεβαίωσε μὲ ὅρκον εἰς τὸν Ἰσαάκ.
17 ἔστησεν αὐτὸν τῷ ᾿Ιακὼβ εἰς πρόσταγμα, τῷ ᾿Ισραὴλ διαθήκην αἰώνιον 17 Ενθυμηθήτε την εντολήν, την οποίαν έδωσεν στον Ιακώβ, την αιωνίαν διαθήκην την οποίαν συνήψε με τον Ισραήλ 17 Τὸν λόγον αὐτὸν ἔχει στήσει ἀμετακινήτως ὡς ἀπαράβατον διάταγμά του ὑπὲρ τοῦ Ἰακὼβ καὶ ὡς αἰωνίαν διαθήκην του ὑπὲρ τοῦ Ἰσραήλ,
18 λέγων· σοὶ δώσω τὴν γῆν Χαναὰν σχοίνισμα κληρονομίας ὑμῶν. 18 λέγων· “εις σε θα δώσω την χώραν Χαναάν ως μερίδιον της κληρονομίας σας”. 18 λέγων: «Εἰς σὲ θὰ δώσω τὴν γῆν Χαναὰν ὡς κληρονομίαν ἰδικήν σας καταμετρημένην μὲ γεωμετρικὸν σχοινί».
19 ἐν τῷ γενέσθαι αὐτοὺς ὀλιγοστοὺς ἀριθμῷ ὡς ἐσμικρύνθησαν καὶ παρῴκησαν ἐν αὐτῇ. 19 Και είπεν αυτά, όταν οι εκλεκτοί του ήσαν ολίγοι κατά τον αριθμόν και ασήμαντοι και οι οποίοι ως πάροικοι και ως ξένοι κατοικούσαν εις την χώραν αυτήν. 19 Τὴν ὑπόσχεσίν του αὐτὴν τὴν ἔδωκεν, ὅταν οἱ ἐκλεκτοί του ἦσαν κατὰ τὸν ἀριθμὸν ὀλίγοι, ὅταν ἦσαν ἐλάχιστοι καὶ ἐκατοίκησαν ὡς ξένοι καὶ μετανάσται εἰς τὴν χώραν αὐτήν (τὴν Χαναάν)·
20 καὶ ἐπορεύθησαν ἀπὸ ἔθνους εἰς ἔθνος καὶ ἀπὸ βασιλείας εἰς λαὸν ἕτερον. 20 Μετέβησαν από έθνους εις έθνος και από την μίαν βασιλείαν εις άλλους λαούς. 20 καὶ ὅταν οἱ πατριάρχαι ἄλλαζαν συνεχῶς κατοικίαν καὶ μετενάστευσαν ἀπὸ τὸ ἕνα ἔθνος εἰς ἄλλο ἔθνος καὶ ἀπὸ τὸ ἕνα βασίλειον εἰς ἄλλον λαόν.
21 οὐκ ἀφῆκεν ἄνδρα τοῦ δυναστεῦσαι αὐτοὺς καὶ ἤλεγξε περὶ αὐτῶν βασιλεῖς· 21 Ο Θεός δεν αφήκε κανένα να τους καταδυναστεύση, ετιμώρησε δε προς χάριν αυτών βασιλείς, οι οποίοι ηθέλησαν το κακόν των. 21 Παρ’ ὅλον δὲ ὅτι ἐζοῦσαν διαρκῶς ὡς ξένοι καὶ μετανάσται μεταξὺ ἀγνώστων, ἐν τούτοις δὲν ἐπέτρεψεν εἰς ἄνθρωπον νὰ τοὺς ἀδικήσῃ καὶ νὰ τοὺς κατεξουσιάσῃ· καὶ διὰ νὰ τοὺς προστατεύσῃ, ἐπετίμησε καὶ ἤλεγξε βασιλεῖς, ποὺ ἐτόλμησαν νὰ τοὺς βλάψουν (τὸν Φαραώ, τὸν Ἀβιμέλεχ κ.α.), πρὸς τοὺς ὁποίους εἶπε:
22 μὴ ἅψησθε τῶν χριστῶν μου καὶ ἐν τοῖς προφήταις μου μὴ πονηρεύεσθε. 22 “Μη εγγίζετε τους αγίους μου και μη κάνετε τίποτε το κακόν στους προφήτας μου”. 22 «Μὴ ἐγγίσετε, μὴ πειράξετε αὐτούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀφωσιωμένοι εἰς ἐμέ, καὶ διὰ τοῦτο τοὺς θεωρῶ ὅτι ἔχουν χρισθῆ ἀπὸ ἐμέ· καὶ μὴ σκέπτεσθε πονηρὰ καὶ κακὰ ἐναντίον αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι προφῆται ἰδικοί μου, ἕνεκα τῶν ἀποκαλύψεων ποὺ ἔκαμα εἰς αὐτοὺς καὶ τῶν συνομιλιῶν ποὺ εἶχα μαζί των».
23 ᾄσατε τῷ Κυρίῳ, πᾶσα ἡ γῆ, ἀναγγείλατε ἐξ ἡμέρας εἰς ἡμέραν σωτηρίαν αὐτοῦ. 23 Ψαλατε προς τον Κυριον όλοι οι κάτοικοι της γης. Αναγγείλατε από ημέρας εις ημέραν την σωτηρίαν, την οποίαν αυτός προσφέρει. 23 Ψάλατε, δοξολογήσατε καὶ ὑμνήσατε τὸν Κύριον ὁλόκληρος ἡ χώρα τῆς Παλαιστίνης· διακηρύττετε συνεχῶς καὶ ἀκαταπαύστως ἀπὸ τῆς μιᾶς ἡμέρας εἰς τὴν ἄλλην τὴν σωτηρίαν, τὴν ὁποίαν σᾶς ἐχάρισε.
24 ἐξηγεῖσθε ἐν τοῖς ἔθνεσι τὴν δόξαν αὐτοῦ, ἐν πᾶσι τοῖς λαοῖς τὰ θαυμάσια αὐτοῦ. 24 Διηγηθήτε και παραστήσατε εις όλα τα έθνη την δόξαν αυτού, εις όλους τους λαούς τα θαυμαστά αυτού έργα. 24 Διηγηθῆτε καὶ κάμετε γνωστὴν μεταξὺ τῶν ἐθνικῶν τὴν ἔνδοξον δύναμίν του, εἰς ὅλους τοὺς λαοὺς τὰ θαυμαστὰ καὶ καταπληκτικὰ ἔργα του.
25 ὅτι μέγας Κύριος καὶ αἰνετὸς σφόδρα, φοβερός ἐστιν ἐπὶ πάντας τοὺς θεούς. 25 Διότι ο Κυριος είναι μέγας και άξιος να υμνολογήται με όλην μας την δύναμιν. Είναι φοβερός εναντίον όλων των ψευδών θεών. 25 Διότι εἶναι μέγας ὁ Κύριος καὶ πρέπει νὰ ὑμνῆται μὲ τρόπον ἄξιον, ἔντονον καὶ θερμόν. Εἶναι φοβερὸς ἀσυγκρίτως περισσότερον ἀπὸ ὅλους τοὺς ἄλλους ψευδοθεούς.
26 ὅτι πάντες οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν εἴδωλα, καὶ ὁ Θεὸς ἡμῶν οὐρανοὺς ἐποίησε. 26 Διότι όλοι οι θεοί των εθνών είναι άψυχα και ψευδή είδωλα, ο δε Θεός ημών είναι ο δημιουργός των ουρανών. 26 Διότι ὅλοι οἱ θεοὶ τῶν ἐθνῶν εἶναι εἴδωλα, ψεύτικα πλάσματα καὶ ἐπινοήματα τῆς φαντασίας· ἐνῷ ὁ ἰδικός μας ἀληθινὸς καὶ ζωντανὸς Θεὸς ἐδημιούργησε τοὺς οὐρανούς.
27 δόξα καὶ ἔπαινος κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ, ἰσχὺς καὶ καύχημα ἐν τόπῳ αὐτοῦ. 27 Δοξα και έπαινος πάντοτε υπάρχει ενώπιόν του. Δυναμις και καύχημα στον τόπον του, στον ιερόν δηλαδή ναόν του. 27 Ἔκλαμπρος δόξα, αἶνος καὶ ἔπαινος ἀκτινοβολοῦν ἐνώπιόν του, δύναμις καὶ καύχημα εὑρίσκονται εἰς τὸν ἅγιον τόπον του, τὸν Ναόν.
28 δότε τῷ Κυρίῳ αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, δότε τῷ Κυρίῳ δόξαν καὶ ἰσχύν· 28 Αποδώσατε στον Κυριον όλαι αι πατριαρχικαί οικογένειαι των εθνών, αποδώσατε στον Κυριον δόξαν, αναγνωρίσατε την παντοδυναμίαν αυτού. 28 Προσφέρετε εἰς τὸν Κύριον, οἰκογένειες καὶ φυλὲς τῶν ἐθνῶν, προσφέρετε εἰς τὸν Κύριον δόξαν καὶ ἀναγνωρίστε τὴν δύναμίν του μὲ τὸ νὰ ἀπαρνηθῆτε τοὺς ψευδοθεούς σας.
29 δότε τῷ Κυρίῳ δόξαν ὀνόματος αὐτοῦ, λάβετε δῶρα καὶ ἐνέγκατε κατὰ πρόσωπον αὐτοῦ καὶ προσκυνήσατε Κυρίῳ ἐν αὐλαῖς ἁγίαις αὐτοῦ. 29 Δώστε δόξαν στον Κυριον, στο όνομα το υπερύμνητον αυτού. Παρετε δώρα και φέρετέ τα ενώπιόν του και προσκυνήσατε τον Κυριον εις τας αγίας αυλάς της Σκηνής του Μαρτυρίου του. 29 Προσφέρετε εἰς τὸν Κύριον δόξαν ἀνάλογον πρὸς τὸ πανάγιον ὄνομά του· πάρτε δῶρα καὶ προσφέρετε τὰ ἐμπρός του· καὶ προσκυνῆστε τὸν Κύριον εἰς τὶς ἅγιες αὐλὲς τῆς ἁγίας σκηνῆς του.
30 φοβηθήτω ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ πᾶσα ἡ γῆ, κατορθωθήτω ἡ γῆ καὶ μὴ σαλευθήτω· 30 Ας συγκλονισθή από φόβον ολόκληρος η οικουμένη ενώπιόν του. Δια της θείας παντοδυναμίας του ας διορθωθή η γη, ώστε να μη κληνισθή στον αιώνα. 30 Ἂς σαλευθῇ ἀπὸ κατάπληξιν καὶ τρόμον ἐνώπιον τοῦ ἁγίου προσώπου του ὅλη ἡ γῆ. Ἡ γῆ, ποὺ ἐδημιουργήθη καὶ ἐστερεώθη ἀπὸ αὐτόν, ἂς μή (ἢ δὲν θά) σαλευθῇ.
31 εὐφρανθήτω ὁ οὐρανὸς καὶ ἀγαλλιάσθω ἡ γῆ, καὶ εἰπάτωσαν ἐν τοῖς ἔθνεσι· Κύριος βασιλεύων. 31 Ο ουρανός ας ευφρανθή και η γη ας αγαλλιασθή. Διαλαλήσατε δε μεταξύ όλων των εθνών· Ο Κυριος είναι ο μόνος βασιλεύς ! 31 Ἂς εὐφρανθῇ ὁ οὐρανὸς καὶ ἂς σκιρτήσῃ ἀπὸ ἀγαλλίασιν ἡ γῆ. Ἂς τὸ φωνάξουν καὶ ἂς τὸ διακηρύξουν μεταξὺ τῶν ἐθνῶν: «Ὁ Κύριος εἶναι ὁ μόνος βασιλιᾶς».
32 βομβήσει ἡ θάλασσα σὺν τῷ πληρώματι καὶ ξύλον ἀγροῦ καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῷ· 32 Θα βοήση η θάλασσα μαζή με όλα όσα υπάρχουν εις αυτήν. Θα ευφρανθούν τα δένδρα των πεδιάδων και όλα όσα υπάρχουν εις αυτάς. 32 Ἂς ἀντηχήσῃ ἡ θάλασσα μὲ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς αὐτήν· ἂς σκιρτήσουν τὰ δένδρα τοῦ ἀγροῦ καὶ ὅλα, ὅσα ὑπάρχουν εἰς τοὺς ἀγρούς.
33 τότε εὐφρανθήσεται τὰ ξύλα τοῦ δρυμοῦ ἀπὸ προσώπου Κυρίου, ὅτι ἦλθε κρῖναι τὴν γῆν. 33 Τοτε θα ευφρανθούν τα δένδρα του δάσους ενώπιον του Κυρίου, διότι αυτός ήλθε να κρίνη την γην. 33 Τότε θὰ γεμίσουν ἀπὸ εὐφροσύνην τὰ δένδρα τοῦ πυκνοῦ δάσους ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διότι ἦλθε νὰ κρίνῃ τὴν γῆν καὶ νὰ βασιλεύσῃ εἰς αὐτήν.
34 ἐξομολογεῖσθε τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἀγαθόν, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ. 34 Δοξολογήσατε τον Κυριον, διότι τούτο είναι αγαθόν. Δοξολογήσατε αυτόν, διότι το έλεός του είναι αιώνιον. 34 δοξολογεῖτε καὶ εὐχαριστεῖτε μὲ βαθεῖα εὐγνωμοσύνην τὸν Κύριον, διότι τοῦτο εἶναι ὠφέλιμον· διότι πάντοτε καὶ διαρκῶς ἐλεεῖ καὶ τὸ ἔλεός του εἶναι ἀνεξάντλητον καὶ διαρκεῖ αἰωνίως.
35 καὶ εἴπατε· σῶσον ἡμᾶς, ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας ἡμῶν, καὶ ἄθροισον ἡμᾶς, καὶ ἐξελοῦ ἡμᾶς ἐκ τῶν ἐθνῶν τοῦ αἰνεῖν τὸ ὄνομα τὸ ἅγιόν σου καὶ καυχᾶσθαι ἐν ταῖς αἰνέσεσί σου. 35 Είπατε· “Σώσον ημάς, συ ο οποίος είσαι Θεός σωτήρ μας. Βγάλε μας από τα έθνη, όπου είχαμεν διασπαρή, συγκέντρωσέ μας, δια να δοξολογούμεν το άγιόν σου όνομα και να καυχώμεθα με τας δοξολογίας, που θα σου αναπέμπωμεν. 35 Καὶ εἴπατε: «Σῶσε μας, Κύριε ὁ Θεὸς ἠμῶν, σὺ ὁ ὁποῖος εἶσαι ὁ μόνος σωτῆρας μας, καὶ συγκέντρωσέ μας ἀπὸ τὴν σημερινὴν εἰς τὰ ἔθνη διασπορὰν καὶ γλύτωσέ μας ἀπὸ τὰ ἔθνη, διὰ νὰ ὑμνοῦμε τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον καὶ διὰ νὰ ἔχωμεν καύχημα καὶ ἐγκαλλώπισμα ὅτι σὲ λατρεύομεν καὶ σὲ ἀνυμνοῦμεν».
36 εὐλογημένος Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος· καὶ ἐρεῖ πᾶς ὁ λαός· ἀμήν. καὶ ᾔνεσαν τῷ Κυρίῳ. 36 Ας είναι δοξασμένος Κυριος ο Θεός του ισραηλιτικού λαού εις όλους τους αιώνας των αιώνων !” Και όλος ο λαός απήντησεν· “Αμήν”. Ετσι εδοξολόγησαν κατά την ημέραν εκείνην τον Κυριον. 36 Ἂς εἶναι ἄξιος νὰ ὑμνῆται καὶ νὰ εὐλογῆται ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ, ἀπὸ τώρα, τὸν αἰῶνα αὐτὸν καὶ πάντοτε καὶ μέχρι τῆς ἀτελειώτου διαδοχῆς τῶν αἰώνων. Καὶ ὅλος ὁ λαός, ὡς ἐπισφράγισμα τῆς εὐλογίας καὶ τοῦ ὕμνου αὐτοῦ, ἂς ἀπαντήσῃ: «Ἀμὴν εἴθε νὰ γίνῃ τοῦτο». Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὕμνησαν καὶ ἐδοξολόγησαν οἱ Ἰσραηλῖται τὸν Κύριον.
37 Καὶ κατέλιπον ἐκεῖ ἔναντι τῆς κιβωτοῦ διαθήκης Κυρίου τὸν ᾿Ασὰφ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοῦ λειτουργεῖν ἐναντίον τῆς κιβωτοῦ διαπαντὸς τὸ τῆς ἡμέρας εἰς ἡμέραν. 37 Αφήκαν έπειτα ενώπιον της Κιβωτού της Διαθήκης του Κυρίου, τον Ασάφ και τους αδελφούς του, δια να υπηρετούν συνεχώς ενώπιον της Κιβωτού και να εκτελούν τα δι' έκαστην ημέραν καθωρισμένα έργα. 37 Ὁ Δαβὶδ ἀφῆκεν ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς διαθήκης τοῦ Κυρίου τὸν Ἀσὰφ καὶ τοὺς συγγενεῖς του Λευῖτες, διὰ νὰ προσφέρουν ἐνώπιον τῆς Κιβωτοῦ τὶς ὑπηρεσίες των μονίμως· νὰ ἐπιτελοῦν τὸ ἱερόν των καθῆκον ὅπως ὥριζε τὸ τυπικὸν τῆς λατρείας τῆς κάθε ἡμέρας.
38 καὶ ᾿Αβδεδὸμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ἑξήκοντα καὶ ὀκτώ, καὶ ᾿Αβδεδὸμ υἱὸς ᾿Ιδιθοὺν καὶ ᾿Οσσὰ εἰς πυλωρούς. 38 Τον Αβδεδόμ, υιόν του Ιδιθούν, και τους αδελφούς αυτού εξήκοντά οκτώ εν όλω και τον Οσσά, τους θυρωρούς. 38 Ἀφῆκεν ἐπίσης ὡς βοηθοὺς τῶν ἀνωτέρω τὸν Ἀβδεδὸμ καὶ τοὺς ἑξῆντα ὀκτὼ συγγενεῖς του Λευῖτες· τὸν δὲ Ἀβδεδόμ, τὸν υἱὸν τοῦ Ἰδιθούν, καὶ τὸν Ὀσσὰ τοὺς ἀφῆκε (τοὺς ὥρισεν) ὡς θυρωρούς.
39 καὶ τὸν Σαδὼκ τὸν ἱερέα καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ τοὺς ἱερεῖς ἐναντίον τῆς σκηνῆς Κυρίου ἐν Βαμὰ τῇ ἐν Γαβαὼν 39 Τον Σαδώκ εγκατέστησεν ο Δαυίδ ως αρχιερέα, τους δε αδελφούς του ως ιερείς ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου, η οποία ευρίσκετο εις την τοποθεσίαν Βαμά, πλησίον της πόλεως Γαβαών. 39 Τὸν ἱερέα (ἀρχιερέα) Σαδὼκ καὶ τοὺς συγγενεῖς του ἱερεῖς τοὺς ἀφῆκεν ἐμπρὸς εἰς τὴν Σκηνὴν τοῦ Κυρίου εἰς τὸν ὑψηλὸν τόπον Βαμά, ποὺ εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὴν πόλιν Γαβαών.
40 τοῦ ἀναφέρειν ὁλοκαυτώματα τῷ Κυρίῳ ἐπὶ τοῦ θυσιαστηρίου τῶν ὁλοκαυτωμάτων διαπαντὸς τὸ πρωΐ καὶ τὸ ἑσπέρας καὶ κατὰ πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν νόμῳ Κυρίου ὅσα ἐνετείλατο ἐφ᾿ υἱοῖς ᾿Ισραὴλ ἐν χειρὶ Μωυσῆ τοῦ θεράποντος τοῦ Θεοῦ· 40 Εργον αυτών ήτο να προσφέρουν τα ολοκαυτώματα στον Κυριον επάνω στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων, πάντοτε, πρωΐαν και εσπέραν, σύμφωνα με εκείνα τα οποία ήσαν γραμμένα στον Νομον του Κυρίου, σύμφωνα με τας εντολάς, τας οποίας ο Θεός δια του δούλου αυτού του Μωϋσέως είχε δώσει προς τους υιούς του Ισραήλ. 40 Αὐτοὶ ἔπρεπε νὰ προσφέρουν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων εἰς τὸν Κύριον ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον τῶν ὁλοκαυτωμάτων συνεχῶς, πρωῒ καὶ βράδυ, σύμφωνα μὲ ὅσα εἶχαν γραφῆ εἰς τὸν Νόμον τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα διέταξεν ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες διὰ μέσου τοῦ Μωϋσῆ, τοῦ πιστοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ.
41 καὶ μετ᾿ αὐτοῦ Αἰμὰν καὶ ᾿Ιδιθοὺν καὶ οἱ λοιποὶ ἐκλεγέντες ἐπ᾿ ὀνόματος τοῦ αἰνεῖν τὸν Κύριον, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα τὸ ἔλεος αὐτοῦ, 41 Μαζή με τον αρχιερέα υπηρετούσαν ο Αιμάν και ο Ιδιθούν και όσοι άλλοι ονομαστί είχον εκλεγή, οι οποίοι ωρίσθησαν να δοξολογούν τον Κυριον, διότι το έλεος αυτού είναι αιώνιον· 41 Μαζὶ μὲ τὸν Σαδὼκ καὶ τοὺς ἄλλους ἱερεῖς ἦσαν ὁ Αἰμὰν καὶ ὁ Ἰδιθοὺν καὶ οἱ ὑπόλοιποι, ποὺ εἶχαν ἐκλεγῇ εἰδικῶς καὶ ὀνομαστικῶς διὰ νὰ αἰνοῦν μὲ ψαλμοὺς τὸν Κύριον, διότι τὸ ἔλεός του εἶναι ἀνεξάντλητον καὶ μένει ἀστείρευτον αἰωνίως.
42 καὶ μετ᾿ αὐτῶν σάλπιγγες καὶ κύμβαλα τοῦ ἀναφωνεῖν καὶ ὄργανα τῶν ᾠδῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ δὲ υἱοὶ ᾿Ιδιθοὺν εἰς τὴν πύλην. 42 να τον δοξολογούν με σάλπιγγας και κύμβαλα, τα οποία θα αντηχούσαν ζωηρώς και με όργανα. Οι δε υιοί του Ιδιθούν είχαν διορισθη ως θυρωροί εις την πύλην. 42 Μαζί τους ὑπῆρχαν σάλπιγγες καὶ κύμβαλα, διὰ νὰ ἀντηχοῦν ζωηρῶς καὶ νὰ συνοδεύουν τοὺς ὕμνους, καὶ ἄλλα μουσικὰ ὄργανα, διὰ νὰ ὑμνῆται μὲ ἱεροὺς ὕμνους ὁ Θεός. Τὰ δὲ μέλη τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἰδιθοὺν εἶχαν ὁρισθῆ ὡς θυρωροὶ εἰς τὴν πύλην.
43 καὶ ἐπορεύθη πᾶς ὁ λαὸς ἕκαστος εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, καὶ ἐπέστρεψε Δαυὶδ τοῦ εὐλογῆσαι τὸν οἶκον αὐτοῦ. 43 Επειτα από αυτήν την εορτήν όλος ο λαός διελύθη και επορεύθη ο καθένας στον οίκον του. Και ο Δαυίδ επέστρεψε, δια να ευλογήση τον οίκον αυτού. 43 Μετὰ τοὺς ἐορτασμοὺς ὅλος Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐπέστρεψαν ὁ καθένας εἰς τὸ σπίτι του. Ἐπέστρεψε δὲ καὶ ὁ Δαβὶδ εἰς τὸ παλάτι του, διὰ νὰ εὐλογήσῃ καὶ τὴν ἰδικήν του οἰκογένειαν.