Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἐν τῷ ἐπιόντι ἔτει ἐν τῇ ἐξόδῳ τῶν βασιλέων καὶ ἤγαγεν ᾿Ιωὰβ πᾶσαν τὴν δύναμιν τῆς στρατιᾶς, καὶ ἔφθειραν τὴν χώραν υἱῶν ᾿Αμμών· καὶ ἦλθε καὶ περιεκάθισε τὴν Ραββά· καὶ Δαυὶδ ἐκάθισεν ἐν ῾Ιερουσαλήμ· καὶ ἐπάταξεν ᾿Ιωὰβ τὴν Ραββὰ καὶ κατέσκαψεν αὐτήν. 1 Κατά το επόμενον έτος, όταν οι βασιλείς εξέρχωνται εις πόλεμον, ο Ιωάβ ωδήγησεν όλον τον στρατόν του Ισραήλ και κατέστρεψε την χώραν των Αμμωνιτών. Ηλθε δε έπειτα και επολιόρκησε την Ραββά. Ο δε Δαυίδ παρέμεινεν εις την Ιερουσαλήμ. Ο Ιωάβ εκτύπησε και κατέλαβε την Ραββά και την κατέστρεψε. 1 Τὸν ἑπόμενον χρόνον μετὰ τὸν πόλεμον μὲ τοὺς Σύρους συνέβη τοῦτο: Κατὰ τὴν ἐποχήν, ποὺ οἱ βασιλεῖς βγαίνουν εἰς πόλεμον, δηλαδὴ τὴν ἄνοιξιν, ὁ ἀρχιστράτηγος Ἰωὰβ ὠδήγησεν ὅλην τὴν στρατιωτικήν του δύναμιν καὶ κατέστρεψαν τὴν χώραν τῶν Ἀμμωνιτῶν· κατόπιν ἦλθε καὶ ἐπολιόρκησε τὴν πρωτεύουσάν των, τὴν Ραββά. Ὁ Δαβὶδ ὅμως παρέμεινεν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ. Ὁ Ἰωὰβ ἐπετέθη ἐναντίον τῆς Ραββά, τὴν κατέλαβε καὶ τὴν κατέσκαψε.
2 καὶ ἔλαβε Δαυὶδ τὸν στέφανον Μολχὸμ τοῦ βασιλέως αὐτῶν ἀπὸ τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ εὑρέθη ὁ σταθμὸς αὐτοῦ τάλαντον χρυσίου, καὶ ἐν αὐτῷ λίθος τίμιος, καὶ ἦν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν Δαυίδ· καὶ σκῦλα τῆς πόλεως ἐξήνεγκε πολλὰ σφόδρα. 2 Ο Δαυίδ επήρε τον στέφανον από την κεφαλήν του Μολχόμ του βασιλέως των Αμμωνιτών. Εζυγίσθη δε αυτός ο στέφανος και ευρέθη ότι είχε βάρος ενός χρυσού ταλάντου. Επάνω στον στέφανον αυτόν υπήρχον πολύτιμοι λίθοι. Ο Δαυίδ έθεσεν αυτόν επί της ιδικής του κεφαλής. Από δε την πόλιν έβγαλεν αυτός πάρα πολλά λάφυρα. 2 Ὁ Δαβὶδ ἐπῆρε τὸ στέμμα ἀπὸ τὸ κεφάλι τοῦ Μολχόμ, βασιλιᾶ τῶν Ἀμμωνιτῶν· τὸ στέμμα αὐτὸ ἐζυγίσθη καὶ εὑρέθη ὅτι εἶχε βάρος ἐνὸς ταλάντου χρυσοῦ (42 κιλά), εἶχε δὲ ἐπάνω του πολύτιμον λίθον. Τὸ στέμμα ἐκεῖνο ἐφόρεσεν εἰς τὸ κεφάλι του ὁ Δαβίδ. Ἐπίσης ὁ Δαβὶδ ἀπεκόμισεν ἀπὸ τὴν πόλιν αββὰ καὶ πάρα πολλὰ λάφυρα.
3 καὶ τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῇ ἐξήγαγε καὶ διέπρισε πρίοσι καὶ ἐν σκεπάρνοις σιδηροῖς καὶ ἐν διασχίζουσι· καὶ οὕτως ἐποίησε Δαυὶδ τοῖς πᾶσιν υἱοῖς ᾿Αμμών. καὶ ἀνέστρεψε Δαυὶδ καὶ πᾶς ὁ λαὸς αὐτοῦ εἰς ῾Ιερουσαλήμ. 3 Ολους δε τους Αμμωνίτας, οι οποίοι ευρίσκοντο εις την πόλιν, διέταξεν ο Δαυίδ και τους έβγαλαν από την πόλιν και τους εξετέλεσαν όλους με πριόνια, με σιδηρά σκεπάρνια και με άλλα κοπτερά εργαλεία· το ίδιο έκαμε ο Δαυίδ και εις όλους τους Αμμωνίτας. Επειτα από αυτά ο Δαυίδ και όλος ο στρατός του επέστρεψαν εις την Ιερουσαλήμ. 3 Τοὺς δὲ κατοίκους, ποὺ εὑρίσκοντο εἰς αὐτήν, τοὺς ἔβγαλε καὶ τοὺς ἐπριόνισε μὲ πριόνια, τοὺς ἐσκότωσε μὲ σιδερένια τσεκούρια καὶ μὲ ἄλλα κοπτερὰ φονικὰ ὄργανα. Τὸ ἴδιον ἔκαμεν ὁ Δαβὶδ εἰς ὅλους τοὺς Ἀμμωνῖτες καὶ τῶν ἄλλων πόλεων. Κατόπιν ὁ Δαβὶδ καὶ ὅλος ὁ στρατός του ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ.
4 καὶ ἐγένετο μετὰ ταῦτα καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμος ἐν Γαζὲρ μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. τότε ἐπάταξε Σοβοχαὶ ὁ Οὐσαθὶ τὸν Σαφοὺ ἀπὸ τῶν υἱῶν τῶν γιγάντων, καὶ ἐταπείνωσεν αὐτόν. 4 Κατόπιν από αυτά έγινε πόλεμος εις την πόλιν Γαζέρ εναντίον των Φιλισταίων. Κατά τον πόλεμον αυτόν ο Σοβοχαί, ο υιός του Ουσαθί, εφόνευσε τον Σαφού, ένα από τους απογόνους των γιγάντων και έτσι τον εξηυτέλισε. 4 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ συνέβη τοῦτο: Ἐξέσπασε πάλι πόλεμος τοῦ Δαβὶδ εἰς τὴν Γαζὲρ ἐναντίον τῶν Φιλισταίων. Εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ὁ Σοβοχαί, ὁ υἱὸς τοῦ Οὐσαθί, ἐσκότωσε τὸν Σαφού, ὁ ὁποῖος ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τῶν γιγάντων, καὶ ἔτσι τὸν ἐταπείνωσε (κατ’ ἄλλην γραφήν: Καὶ ἔτσι ὑπέκυψαν οἱ Φιλισταῖοι).
5 καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμος μετὰ τῶν ἀλλοφύλων. καὶ ἐπάταξεν ᾿Ελλανὰν υἱὸς ᾿Ιαΐρ τὸν Λαχμὶ ἀδελφὸν Γολιὰθ τοῦ Γεθθαίου, καὶ ξύλον δόρατος αὐτοῦ ὡς ἀντίον ὑφαινόντων. 5 Εγινε πάλιν πόλεμος εναντίον των Φιλισταίων. Κατά τον πόλεμον αυτόν ο Ελλανάν, ο υιός του Ιαΐρ, εφόνευσε τον Λαχμί τον αδελφόν του Γολιάθ, που κατήγετο από την Γέθ. Το ξύλον του δόρατος αυτού ήτο τόσον μεγάλο, όσον το αντί των υφαντών. 5 Ἐξέσπασε πάλιν νέος πόλεμος κατὰ τῶν Φιλισταίων εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ὁ Ἐλλανάν, υἱὸς τοῦ Ἰαΐρ, ἐσκότωσε τὸν Λαχμί, τὸν ἀδελφὸν τοῦ Γολιάθ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Γέθ· τὸ ξύλον τοῦ δόρατος τοῦ Λαχμὶ ἦταν μεγάλον, σὰν τὸ ἀντὶ τοῦ ἀργαλειοῦ.
6 καὶ ἐγένετο ἔτι πόλεμος ἐν Γέθ, καὶ ἦν ἀνὴρ ὑπερμεγέθης, καὶ δάκτυλοι αὐτοῦ ἓξ καὶ ἕξ, εἰκοσιτέσσαρες, καὶ οὗτος ἦν ἀπόγονος γιγάντων. 6 Εγινε πάλιν πόλεμος εις την Γέθ. Εκεί υπήρχεν ένας Φιλισταίος, ανήρ υπερμεγέθης. Τα δάκτυλά του ήσαν εξ στο κάθε χέρι του και στο κάθε πόδι του. Είχεν εν όλω εικοσιτέσσερα δάκτυλα και αυτός ήτο απόγονος των γιγάντων. 6 Ἐξέσπασε πάλιν νέος πόλεμος εἰς τὴν πόλιν Γέθ. Ἐκεῖ ὑπῆρχεν ἕνας γιγαντάνθρωπος ἑξαδάκτυλος. Εἶχεν ἕξι δάκτυλα εἰς κάθε χέρι καὶ κάθε πόδι, δηλαδὴ εἶχε συνολικῶς εἴκοσι τέσσερα (24) δάκτυλα. Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἦταν ἀπόγονος τῶν γιγάντων.
7 καὶ ὠνείδισε τὸν ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπάταξεν αὐτὸν ᾿Ιωνάθαν υἱὸς Σαμαὰ ἀδελφοῦ Δαυίδ. 7 Αυτός εχλεύαζε τον ισραηλιτικόν λαόν, αλλά ο Ιωνάθαν, ο υιός του Σαμαά αδελφού του Δαυίδ, εφόνευσε τον γίγαντα αυτόν. 7 Ὁ γιγαντάνθρωπος αὐτὸς ἐχλεύασε καὶ ἐπεριφρόνησε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· ἀλλὰ τὸν ἐσκότωσεν ὁ Ἰωνάθαν, ὁ υἱὸς τοῦ Σαμαά, ἀδελφοῦ τοῦ Δαβίδ.
8 οὗτοι ἐγένοντο Ραφὰ ἐν Γέθ· πάντες ἦσαν τέσσαρες γίγαντες, καὶ ἔπεσον ἐν χειρὶ Δαυὶδ καὶ ἐν χειρὶ παίδων αὐτοῦ. 8 Οι φονευθέντες αυτοί είχαν γεννηθή από γίγαντας εις την Γέθ. Ολοι δε τότε οι γίγαντες ήσαν τέσσαρες. Αυτοί εξωντώθησαν από το χέρι του Δαυίδ και από τα χέρια των ανδρών του. 8 Οἱ γίγαντες αὐτοὶ ἦσαν υἱοὶ τοῦ Ραφὰ εἰς τὴν Γέθ (κατ’ ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἦσαν γίγαντες, ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Γέθ). Ὅλοι οἱ γίγαντες ἦσαν τέσσερις, ἐφονεύθησαν δὲ μὲ τὸ χέρι τοῦ Δαβὶδ καὶ μὲ τὸ χέρι τῶν ἀνδρῶν (κατ’ ἄλλους: Τῶν σωματοφυλάκων) τοῦ Δαβίδ.