Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΠΑΡΑΛΕΙΠΟΜΕΝΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐποίησεν αὐτῷ οἰκίας ἐν πόλει Δαυίδ, καὶ ἡτοίμασε τὸν τόπον τῇ κιβωτῷ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐποίησεν αὐτῇ σκηνήν. 1 Ο Δαυίδ κατεσκεύασε δια τον εαυτόν του οικίας εις την πόλιν Δαυίδ, την Σιών, προπαρασκεύασε δε τον τόπον δια την Κιβωτόν του Θεού και κατεσκεύασε δι' αυτήν Σκηνήν. 1 Ο Δαβὶδ ἔκτισε διὰ τὸν ἑαυτόν του οἰκίες εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβὶδ καὶ προετοίμασε τόπον διὰ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ καὶ ἔστησε δι’ αὐτὴν σκηνήν.
2 τότε εἶπε Δαυίδ· οὐκ ἔστιν ἆραι τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, ἀλλ᾿ ἢ τοὺς Λευίτας, ὅτι αὐτοὺς ἐξελέξατο Κύριος αἴρειν τὴν κιβωτὸν Κυρίου καὶ λειτουργεῖν αὐτῷ ἕως αἰῶνος. 2 Είπε τότε ο Δαυίδ· “δεν επιτρέπεται παρά του Θεού να μεταφέρουν την Κιβωτόν του Κυρίου άλλοι, ειμή μόνον οι Λευίται, διότι αυτούς έχει εκλέξει ο Κυριος να μεταφέρουν την Κιβωτόν του Κυρίου και να υπηρετούν αυτόν πάντοτε”. 2 Τότε εἶπεν ὁ Δαβίδ: «Κανεὶς ἄλλος δὲν ἐπιτρέπεται να μεταφέρῃ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, παρὰ μόνον οἱ Λευῖται, διότι αὐτοὺς ἐξέλεξε καὶ ὥρισεν ὁ Κύριος νὰ μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ νὰ τὸν ὑπηρετοῦν διὰ παντός».
3 καὶ ἐξεκκλησίασε Δαυὶδ τὸν πάντα ᾿Ισραὴλ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ τοῦ ἀνενέγκαι τὴν κιβωτὸν Κυρίου εἰς τὸν τόπον, ὃν ἡτοίμασεν αὐτῇ. 3 Ο Δαυίδ συνεκέντρωσεν όλον τον ισραηλιτικόν λαόν εις την Ιερουσαλήμ, δια να μεταφέρουν την Κιβωτόν του Κυρίου στον τόπον, τον οποίον είχε προετοιμάσει δι' αυτήν. 3 Κατόπιν ὁ Δαβὶδ συνεκέντρωσεν ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ, διὰ νὰ μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Κυρίου εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον εἶχεν ἑτοιμάσει δι’ αὐτήν.
4 καὶ συνήγαγε Δαυὶδ τοὺς υἱοὺς ᾿Ααρὼν τοὺς Λευίτας. 4 Συνεκέντρωσε τους απογόνους του Ααρών, ιερείς και Λευίτας. 4 Ὁ Δαβὶδ συνεκέντρωσεν ἐπίσης καὶ ὅλους τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἀαρών (τοὺς ἱερεῖς) καὶ τοὺς Λευῖτες.
5 τῶν υἱῶν Καάθ· Οὐριὴλ ὁ ἄρχων καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ἑκατὸν εἴκοσι. 5 Από τους απογόνους του Καάθ εκάλεσε τον Ουριήλ, άρχοντα εις την πατριαρχικήν του οικογένειαν και τους συγγενείς αυτού εν όλω εκατόν είκοσι. 5 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Καὰθ ἐκάλεσε τὸν ἄρχοντα Οὐριὴλ καὶ τοὺς συγγενεῖς του, συνολικῶς ἑκατὸν εἴκοσι (120).
6 τῶν υἱῶν Μεραρί· ᾿Ασαΐα ὁ ἄρχων καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, διακόσιοι εἴκοσι. 6 Από τους υιούς Μεραρί εκάλεσε τον Ασαΐα, ο οποίος ήτο αρχηγός, και τους συγγενείς αυτού διακοσίους είκοσιν εν όλω. 6 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τὸν Μεραρὶ ἐκάλεσε τὸν ἄρχοντα Ἀσαΐα καὶ τοὺς συγγενεῖς του, συνολικῶς διακοσίους εἴκοσι (220).
7 τῶν υἱῶν Γηρσάμ· ᾿Ιωὴλ ὁ ἄρχων καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ἑκατὸν τριάκοντα. 7 Από τους απογόνους του Γηρσάμ εκάλεσε τον Ιωήλ, ο οποίος ήτο επίσης αρχηγός, και τους συγγενείς αυτού εν όλω εκατόν τριάκοντα. 7 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Γηρσὰμ ἐκάλεσε τὸν ἄρχοντα Ἰωὴλ καὶ τοὺς συγγενεῖς του, συνολικῶς ἑκατὸν τριάντα (130).
8 τῶν υἱῶν ᾿Ελισαφάν· Σεμεΐ ὁ ἄρχων καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, διακόσιοι. 8 Από τους υιούς Ελισαφάν εκάλεσε τον Σεμεΐ, τον αρχηγόν, και τους αδελφούς αυτού διακοσίους εν όλω. 8 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἐλισαφὰν ἐκάλεσε τὸν ἄρχοντα Σεμεῒ καὶ τοὺς ἀδελφούς του, συνολικῶς διακοσίους (200).
9 τῶν υἱῶν Χεβρών· ᾿Ελιὴλ ὁ ἄρχων καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ὀγδοήκοντα. 9 Από τους απογόνους του Χεβρών εκάλεσε τον Ελιήλ, τον αρχηγόν, και τους συγγενείς αυτού εν όλω ογδοήκοντα. 9 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Χεβρὼν ἐκάλεσε τὸν ἄρχοντα Ἐλιὴλ καὶ τοὺς συγγενεῖς του, συνολικῶς ὀγδόντα (80).
10 τῶν υἱῶν ᾿Οζιήλ· ᾿Αμιναδὰβ ὁ ἄρχων καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, ἑκατὸν δεκαδύο. 10 Από τους υιούς Οζιήλ εκάλεσε τον Αμιναδάδ, τον αρχηγόν, και τους αδελφούς αυτού εκατόν δώδεκα εν όλω. 10 Ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ὀζιὴλ ἐκάλεσε τὸν ἄρχοντα Ἀμιναδὰβ καὶ τοὺς συγγενεῖς του, συνολικῶς ἑκατὸν δώδεκα (112).
11 καὶ ἐκάλεσε Δαυὶδ τὸν Σαδὼκ καὶ ᾿Αβιάθαρ, τοὺς ἱερεῖς, καὶ τοὺς Λευίτας, τὸν Οὐριήλ, ᾿Ασαΐαν καὶ ᾿Ιωὴλ καὶ Σαμαίαν καὶ ᾿Ελιὴλ καὶ ᾿Αμιναδάβ, 11 Ο Δαυίδ προσεκάλεσεν επίσης και τους αρχιερείς Σαδώκ και Αβιάθαρ, όπως επίσης και τους Λευίτας Ουριήλ, Ασαΐαν, Ιωήλ, Σαμαίαν, Ελιήλ, Αμιναδάβ, 11 Κατόπιν ὁ Δαβὶδ ἐκάλεσε τοὺς ἀρχιερεῖς Σαδὼκ καὶ Ἀβιάθαρ καὶ τοὺς ἕξι Λευῖτες: Οὐριήλ, Ἀσαΐαν, Ἰωήλ, Σαμαίαν, Ἐλιὴλ καὶ Ἀμιναδάβ·
12 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑμεῖς ἄρχοντες πατριῶν τῶν Λευιτῶν, ἁγνίσθητε ὑμεῖς καὶ οἱ ἀδελφοὶ ὑμῶν καὶ ἀνοίσετε τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ ᾿Ισραήλ, οὗ ἡτοίμασα αὐτῇ· 12 και είπε προς αυτούς· “σεις είσθε οι αρχηγοί των πατριαρχικών οικογενειών των Λευϊτών. Αγνισθήτε σεις και οι συγγενείς σας, διότι θα μεταφέρετε την Κιβωτόν του Θεού του Ισραήλ στον τόπον, τον οποίον εγώ έχω ετοιμάσει δι' αυτήν. 12 καὶ τοὺς εἶπε: «Σεῖς εἶσθε οἱ ἀρχηγοὶ τῶν πατριαρχικῶν οἰκογενειῶν τῶν Λευιτῶν καθαρισθῆτε σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον σεῖς καὶ οἱ συγγενεῖς σας, διὰ νὰ μεταφέρετε τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραὴλ εἰς τὸν τόπον, τὸν ὁποῖον προετοίμασα δι’ αὐτήν.
13 ὅτι οὐκ ἐν τῷ πρότερον ὑμᾶς εἶναι διέκοψεν ὁ Θεὸς ἡμῶν ἐν ἡμῖν, ὅτι οὐκ ἐξεζητήσαμεν ἐν κρίματι. 13 Γνωρίζετε δε ότι, επειδή σεις δεν μετεφέρατε κατά την προηγουμένην φοράν την Κιβωτόν, έστειλε τιμωρίαν ο Θεός εναντίον μας, διότι δεν εφροντίσαμεν δια την μεταφοράν της Κιβωτού σύμφωνα με τον νόμον του”. 13 Γνωρίζετε πολὺ καλὰ τοῦτο: Ἐπειδή δὲν ἤσαστε ἐκεῖ τὴν πρώτην φορὰν διὰ νὰ μεταφέρετε τὴν Κιβωτὸν σεῖς, δι’ αὐτὸ μᾶς ἐτιμώρησεν ὁ Θεὸς μὲ τὸ νὰ θανατώσῃ ἕνα ἀπὸ ἡμᾶς, ἐπειδὴ δὲν ἐπραγματοποιήσαμεν τὴν μεταφορὰν ὅπως ἔπρεπε, σύμφωνα μὲ τὸν Νόμον τοῦ Θεοῦ».
14 καὶ ἡγνίσθησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται τοῦ ἀνενέγκαι τὴν κιβωτὸν Θεοῦ ᾿Ισραήλ. 14 Οι ιερείς και οι Λευίται εκαθαρίσθησαν, δια να μεταφέρουν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Θεού του Ισραήλ. 14 Ἔτσι ἐκαθαρίσθησαν οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ Λευῖται, διὰ νὰ μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
15 καὶ ἔλαβον οἱ υἱοὶ τῶν Λευιτῶν τὴν κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ, ὡς ἐνετείλατο Μωυσῆς ἐν λόγῳ Θεοῦ κατὰ τὴν γραφήν, ἐν ἀναφορεῦσιν ἐπ᾿ αὐτούς. 15 Αυτοί οι Λευίται επήραν πράγματι την Κιβωτόν του Θεού, σύμφωνα με όσα είχε διατάξει ο Μωϋσής, όπως περιέχονται στον γραπτόν λόγον του Κυρίου, με αναφορείς επάνω στους ωμούς των. 15 Καὶ οἱ Λευῖται παρέλαβαν τὴν Κιβωτὸν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν ἐκράτησαν μὲ ἀναφορες ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους των, ὅπως εἶχε διατάξει ὁ Μωϋσῆς σύμφωνα μὲ τὸν γραπτὸν λόγον τοῦ Θεοῦ.
16 καὶ εἶπε Δαυὶδ τοῖς ἄρχουσι τῶν Λευιτῶν· στήσατε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν τοὺς ψαλτῳδοὺς ἐν ὀργάνοις, νάβλαις, κινύραις καὶ κυμβάλοις τοῦ φωνῆσαι εἰς ὕψος ἐν φωνῇ εὐφροσύνης. 16 Ο Δαυίδ είπεν στους αρχηγούς των Λευιτών· “τακτοποιήσατε τους αδελφούς σας ψαλτωδούς, οι οποίοι θα ψάλλουν δυνατά ύμνους χαρμοσύνους, τη συνοδεία μουσικών οργάνων, με νάβλας, με κινυράς και με κύμβαλα”. 16 Ἐπίσης ὁ Δαβὶδ εἶπεν εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Λευϊτῶν: «Ὁρίσατε καὶ ἐγκαταστήσατε τοὺς συγγενεῖς σας, οἱ ὁποῖοι θὰ ψάλλουν μὲ τὴν συνοδείαν μουσικῶν ὀργάνων, μὲ νάβλες (λύρες ἢ ἄρπες), κινύρες (κιθάρες ἢ ἄρπες) καὶ κύμβαλα, διὰ νὰ παιανίζουν εἰς ὑψηλοὺς τόνους καὶ νὰ ψάλλουν ὕμνους εὐφροσύνους».
17 καὶ ἔστησαν οἱ Λευῖται τὸν Αἰμὰν υἱὸν ᾿Ιωήλ· ἐκ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ ᾿Ασὰφ υἱὸς Βαραχία. καὶ ἐκ τῶν υἱῶν Μεραρὶ ἀδελφῶν αὐτοῦ Αἰθὰν υἱὸς Κισαίου. 17 Οι Λευίται ώρισαν τον Αιμάν, τον υιόν του Ιωήλ, εκ δε των αδελφών του τον Ασάφ, τον υιόν του Βαραχία. Από δε τους απογόνους του Μεραρί εξεχώρισαν από τους αδελφούς του τον Αιθάν, τον υιόν του Κισαίου. 17 Καὶ οἱ Λευΐται καθώρισαν καὶ ἐγκατέστησαν τὸν Αἰμάν, υἱὸν τοῦ Ἰωήλ· καὶ ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς του τὸν Ἀσάφ, υἱὸν τοῦ Βαραχία· ἀπὸ δὲ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Μεραρὶ ἐξεχώρισαν τὸν Αἰθάν, υἱὸν τοῦ Κισαίου.
18 καὶ μετ᾿ αὐτῶν οἱ ἀδελφοὶ αὐτῶν οἱ δεύτεροι Ζαχαρίας καὶ ᾿Οζιὴλ καὶ Σεμιραμὼθ καὶ ᾿Ιεϊὴλ καὶ ᾿Ελιωὴλ καὶ ᾿Ελιὰβ καὶ Βαναία καὶ Μαασαΐα καὶ Ματταθία καὶ ᾿Ελιφαλία καὶ Μακενία καὶ ᾿Αβδεδὸμ καὶ ᾿Ιεϊὴλ καὶ ᾿Οζίας, οἱ πυλωροί. 18 Μαζή δέ με αυτούς ήσαν οι αδελφοί των της δευτέρας σειράς βοηθοί, δηλαδή ο Ζαχαρίας, ο Οζιήλ, ο Σεμιραμώθ, ο Ιεϊήλ, ο Ελιωήλ, ο Ελιάβ, ο Βαναία, ο Μαασαΐα, ο Ματταθία, ο Ελιφαλία, ο Μακενία, ο Αβδεδόμ, ο Ιεϊήλ και ο Οζίας, οι θυρωροί. 18 Μαζὶ μὲ αὐτοὺς ἦσαν ὡς βοηθοί των οἱ δευτέρας σειρᾶς συγγενεῖς των: Ζαχαρίας, Ὀζιήλ, Σεμιραμώθ, Ἰεϊήλ, Ἐλιωήλ, Ἐλιάβ, Βαναία, Μαασαΐα, Ματταθία, Ἐλιφαλιά, Μακενία, Ἀβδεδόμ, Ἰεϊὴλ καὶ Ὀζίας, οἱ θυρωροί.
19 καὶ οἱ ψαλτῳδοί, Αἰμάν, ᾿Ασὰφ καὶ Αἰθὰν ἐν κυμβάλοις χαλκοῖς τοῦ ἀκουσθῆναι ποιῆσαι· 19 Οι ψαλτωδοί, ο Αιμάν, ο Ασάφ και ο Αιθάν, είχαν κύμβαλα χάλκινα, τα οποία τα εκτυπούσαν, ώστε να ακούωνται πολύ. 19 Οἱ ψάλται Αἰμάν, Ἀσὰφ καὶ Αἰθὰν εἶχαν χάλκινα κύμβαλα, τὰ ὁποῖα ἐκτυποῦσαν, ὥστε νὰ ἀκούωνται δυνατὰ καὶ νὰ συντονίζουν τὸ βῆμα.
20 Ζαχαρίας καὶ ᾿Οζιήλ, Σεμιραμώθ, ᾿Ιεϊήλ, ᾿Ωνί, ᾿Ελιάβ, Μασαίας, Βαναίας ἐν νάβλαις ἐπὶ ἀλαιμώθ. 20 Ο δε Ζαχαρίας, ο Οζιήλ, ο Σεμιραμώθ, ο Ιεϊήλ, ο Ωνί, ο Ελιάβ, ο Μασαίας και ο Βαναίας, είχαν κιθάρας ενηρμονισμένας εις υψηλούς τόνους. 20 Ὁ Ζαχαρίας, ὁ Ὀζιήλ, ὁ Σεμιραμώθ, ὁ Ἰεϊήλ, ὁ Ὠνί, ὁ Ἐλιάβ, ὁ Μασαίας καὶ ὁ Βαναίας εἶχαν λύρες (ἄρπες) ὑψίφωνες.
21 καὶ Ματταθίας καὶ ᾿Ελιφαλίας καὶ Μακενίας καὶ ᾿Αβδεδὸμ καὶ ᾿Ιεϊὴλ καὶ ᾿Οζίας ἐν κινύραις ἀμασενὶθ τοῦ ἐνισχῦσαι. 21 Ο Ματταθίας, ο Ελιφαλίας, ο Μακενίας, ο Αβδεδόμ, ο Ιεϊήλ και ο Οζίας είχαν άρπας ενηρμονισμένας εις χαμηλούς τόνους, δια να συνοδεύουν τα μουσικά μέλη. 21 Ὁ Ματταθίας, ὁ Ἐλιφαλίας, ὁ Μακενίας, ὁ Ἀβδεδόμ, ὁ Ἰεϊὴλ καὶ ὁ Ὀζίας εἶχαν κινύρες (κιθάρες ἢ ἄρπες) βαθύφωνες, διὰ νὰ συνοδεύουν τήν μουσικὴν συμφωνίαν.
22 καὶ Χωνενία ἄρχων τῶν Λευιτῶν ἄρχων τῶν ᾠδῶν, ὅτι συνετὸς ἦν. 22 Ο Χωνενία, ο αρχηγός των Λευϊτών, ήτο και αρχηγός αυτών των ψαλτών, επειδή ήτο άνθρωπος έμπειρος και ικανός. 22 Καὶ ὁ Χωνενία, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Λευιτῶν, ἦταν ταυτοχρόνως καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῶν Λευιτῶν - μουσικῶν, διότι ἦταν ἐπιδέξιος εἰς τὴν μουσικήν.
23 καὶ Βαραχία καὶ ᾿Ελκανὰ πυλωροὶ τῆς κιβωτοῦ. 23 Ο Βαραχία και ο Ελκανά ήσαν οι φύλακες της Κιβωτού. 23 Ὁ Βαραχία καὶ ὁ Ἐλκανὰ ἦσαν οἱ φύλακες τῆς Κιβωτοῦ. Αὐτοὶ ἦσαν ἐμπρὸς ἀπὸ τὴν Κιβωτόν.
24 καὶ Σοβνία καὶ ᾿Ιωσαφὰτ καὶ Ναθαναὴλ καὶ ᾿Αμασαΐ καὶ Ζαχαρία καὶ Βαναΐ καὶ ᾿Ελιέζερ οἱ ἱερεῖς σαλπίζοντες ταῖς σάλπιγξιν ἔμπροσθεν τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ. καὶ ᾿Αβδεδὸμ καὶ ᾿Ιεΐα πυλωροὶ τῆς κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ. 24 Ο Σοβνία, ο Ιωσαφάτ, ο Ναθαναήλ, ο Αμασαΐ, ο Ζαχαρίας, ο Βαναΐ και ο Ελιέζερ, οι ιερείς, αυτοί εσάλπιζαν με τας σάλπιγγας εμπρός από την Κιβωτόν του Θεού. Ο Αβδεδόμ και ο Ιεΐα ήσαν οι φύλακες της Κιβωτού του Θεού. 24 Οἱ ἱερεῖς Σοβνία, Ἰωσαφάτ, Ναθαναήλ, Ἀμασαΐ, Ζαχαρία, Βαναῒ καὶ Ἐλιέζερ ἐσάλπιζαν μὲ τὶς σάλπιγγες καὶ ἐπροπορεύοντο τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Θεοῦ. Οἱ δὲ Ἀβδεδὸμ καὶ Ἰεϊὰ ἦσαν φύλακες τῆς Κιβωτοῦ καὶ ἀκολουθοῦσαν εὐθὺς μετὰ τὴν Κιβωτόν.
25 καὶ ἦν Δαυὶδ καὶ οἱ πρεσβύτεροι ᾿Ισραὴλ καὶ οἱ χιλίαρχοι οἱ πορευόμενοι τοῦ ἀναγαγεῖν τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης ἐξ οἴκου ᾿Αβδεδὸμ ἐν εὐφροσύνῃ. 25 Εις την χαρμόσυνον αυτήν πομπήν μετείχον επίσης ο Δαυίδ, οι πρεσβύτεροι του Ισραηλιτικού λαού και οι χιλίαρχοι του στρατού. Ολοι αυτοί επορεύοντο, δια να μεταφέρουν με μεγάλην χαράν την Κιβωτόν της Διαθήκης από τον οίκον του Αβδεδόμ. 25 Εἰς τὴν πανηγυρικὴν λιτανευτικὴν πομπὴν τῆς μεταφορᾶς ἔλαβαν ἐπίσης μέρος ὁ Δαβὶδ καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ οἱ χιλίαρχοι τοῦ στρατοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἐπῆγαν διὰ να μεταφέρουν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Ἀβδεδὸμ μὲ μεγαλοπρέπειαν καὶ χαρούμενη πομπήν.
26 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ κατισχῦσαι τὸν Θεὸν τοὺς Λευίτας αἴροντας τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης Κυρίου καὶ ἔθυσαν ἑπτὰ μόσχους καὶ ἑπτὰ κριούς. 26 Οταν δε ο Θεός ενίσχυσε και ηξίωσε τους Λευίτας να πάρουν στους ώμους των την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, πριν ξεκινήσουν, προσέφεραν θυσίαν επτά μόσχους και επτά κριούς. 26 Ὅταν ὁ Θεὸς ἐνίσχυσε καὶ ἀξίωσε τοὺς Λευῖτες νὰ σηκώσουν εἰς τοὺς ὤμους των τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, προσέφεραν θυσίαν εἰς τὸν Θεὸν ἑπτὰ μοσχάρια καὶ ἑπτὰ κριάρια.
27 καὶ Δαυὶδ περιεζωσμένος ἐν στολῇ βυσσίνῃ καὶ πάντες οἱ Λευῖται αἴροντες τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου καὶ οἱ ψαλτῳδοὶ καὶ Χωνενίας ὁ ἄρχων τῶν ᾠδῶν τῶν ἆδόντων, καὶ ἐπὶ Δαυὶδ στολὴ βυσσίνη. 27 Ο Δαυίδ κατά την πομπήν αυτήν εφορούσε στολήν λινήν. Ομοίαν προ την στολήν αυτήν του Δαυίδ είχαν και όλοι οι Λευίται οι μεταφέροντες την Κιβωτόν της Διαθήκης, όπως επίσης και οι ψάλται και ο Χωνενίας, ο οποίος ήτο αρχηγός των ψαλλόντων τους ύμνους. 27 Καὶ ὁ Δαβὶδ ἐφοροῦσε λεπτὸν λινὸν χιτῶνα. Παρόμοιαν λεπτὴν λινὴν στολὴν μὲ ἐκείνην τοῦ Δαβὶδ ἐφοροῦσαν καὶ ὅλοι οἱ Λευῖται, οἱ ὁποῖοι ἐκρατοῦσαν εἰς τοὺς ὤμους των τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ψάλται καὶ ὁ Χωνενίας, ὁ ἀρχηγὸς τῶν ψαλτῶν, ποὺ ἔψαλλαν. Καὶ ὁ Δαβὶδ ἐφοροῦσε μακράν, λεπτόν, λινὸν χιτῶνα.
28 καὶ πᾶς ᾿Ισραὴλ ἀνάγοντες τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου ἐν σημασίᾳ καὶ ἐν φωνῇ σωφὲρ καὶ ἐν σάλπιγξι καὶ ἐν κυμβάλοις, ἀναφωνοῦντες ἐν νάβλαις καὶ ἐν κινύραις. 28 Ολος δε ο ισραηλιτικός λαός με αλαλαγμούς χαράς συμμετείχεν εις την πομπήν της μεταφοράς της Κιβωτού της Διαθήκης του Κυρίου, υπό τους ήχους των σαλπίγγων και των κυμβάλων, παίζοντες δυνατά άρπας και κιθάρας. 28 Ἔτσι ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς μετέφεραν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου μὲ σαλπίσματα, μὲ ἰαχὲς καὶ ζητωκραυγὲς χαρᾶς, μὲ τοὺς ἤχους σαλπίγγων καὶ κυμβάλων καὶ μὲ τὶς δυνατὲς ἀντηχήσεις τῶν μουσικῶν ὀργάνων λυρῶν (ἄρπων) καὶ κινυρῶν ( κιθαρῶν ).
29 καὶ ἐγένετο ἡ κιβωτὸς διαθήκης Κυρίου καὶ ἦλθεν ἕως πόλεως Δαυίδ, καὶ Μελχὸλ ἡ θυγάτηρ Σαοὺλ παρέκυψε διὰ τῆς θυρίδος καὶ εἶδε τὸν βασιλέα Δαυὶδ ὀρχούμενον καὶ παίζοντα, καὶ ἐξουδένωσεν αὐτὸν ἐν τῇ ψυχῇ αὐτῆς. 29 Οταν δε η Κιβωτός της Διαθήκης έφθασεν εις την πόλιν του Δαυίδ, η σύζυγος του Δαυίδ η Μελχόλ, θυγάτηρ του Σαούλ έσκυψεν από το παράθυρόν της και είδε τον βασιλέα να χορεύη και να πηδά με χαράν, απεδοκίμασε αυτήν του την πράξιν εσωτερικώς και τον κατεφρόνησε. 29 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ἔφθασεν εἰς τὴν πόλιν τοῦ Δαβίδ, ἡ σύζυγος τοῦ Δαβὶδ Μελχόλ, ἡ ὁποία ἦταν κόρη τοῦ Σαούλ, ἔσκυψεν ἀπὸ τὸ παράθυρόν της καὶ εἶδε τὸν βασιλιᾶ Δαβὶδ νὰ χορεύῃ καὶ νὰ πηδᾷ ἀπὸ χαράν. Τὸ θέαμα αὐτὸ τοῦ Δαβὶδ τὴν ἔκαμε νὰ τὸν κατακρίνῃ ἐσωτερικῶς καὶ νὰ τὸν περιφρονήσῃ.