Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγενήθη εἰσελθόντος Δαυὶδ καὶ τῶν ἄνδρῶν αὐτοῦ τὴν Σεκελὰκ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, καὶ ᾿Αμαλὴκ ἐπέθετο ἐπὶ τὸν νότον καὶ ἐπὶ τὴν Σεκελὰκ καὶ ἐπάταξε τὴν Σεκελὰκ καὶ ἐνεπύρισαν αὐτὴν ἐν πυρί· | 1 Ο Δαυίδ κατά την τρίτην ημέραν από της αναχωρήσεώς του επέστρεψε μαζή με τους άνδρας του εις την Σεκελάκ. Οι Αμαληκίται εν τω μεταξύ είχαν επιτεθή νοτίως της Παλαιστίνης εναντίον της Σεκελάκ, την κατέλαβαν και την παρέδωσαν στο πυρ. | 1 |
2 καὶ τὰς γυναῖκας καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτῇ ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου οὐκ ἐθανάτωσαν ἄνδρα καὶ γυναῖκα, ἀλλ᾿ ᾐχμαλώτευσαν καὶ ἀπῆλθον εἰς τὴν ὁδὸν αὐτῶν. | 2 Κανένα όμως από τους κατοίκους δεν εφόνευσαν, αλλά όλους όσοι ευρίσκοντο εις αυτήν, από μικρού έως μεγάλου, άνδρας και γυναίκας, τους επήραν αιχμαλώτους και επανήλθον εις την πατρίδα των. | 2 |
3 καὶ ἦλθε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ εἰς τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ ἐμπεπύρισται ἐν πυρί, αἱ δὲ γυναῖκες αὐτῶν καὶ οἱ υἱοὶ αὐτῶν καὶ αἱ θυγατέρες αὐτῶν ᾐχμαλωτευμένοι. | 3 Εφθασεν ο Δαυίδ με τους άνδρας του εις την πόλιν Σεκελάκ και ιδού, ήτο ολόκληρος παραδεδομένη εις τας φλόγας, αι δε γυναίκες αυτών και τα παιδιά των και αι θυγατέρες των είχαν αιχμαλωτισθή. | 3 |
4 καὶ ᾖρε Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ τὴν φωνὴν αὐτῶν καί ἔκλαυσαν, ἕως ὅτου οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς ἰσχὺς ἔτι τοῦ κλαίειν. | 4 Ο Δαυίδ και όλοι οι άνδρες, που ήσαν μαζή του, έβγαλαν μεγάλην κραυγήν και έκλαυσαν τόσον πολύ, ώστε δεν τους είχεν απομείνει πλέον ισχύς να κλαύσουν περισσότερον. | 4 |
5 καὶ ἀμφότεραι αἱ γυναῖκες Δαυὶδ ᾐχμαλωτεύθησαν, ᾿Αχινόομ ἡ ᾿Ιεζραηλῖτις καὶ ᾿Αβιγαία ἡ γυνὴ Νάβαλ τοῦ Καρμηλίου. | 5 Και αι δύο γυναίκες του Δαυίδ είχον επίσης αιχμαλωτισθή, η Αχινόομ η Ισραηλίτις και η Αβιγαία η σύζυγος του Ναβαλ του Καρμηλίου. | 5 |
6 καὶ ἐθλίβη Δαυὶδ σφόδρα, ὅτι εἶπεν ὁ λαὸς λιθοβολῆσαι αὐτόν, ὅτι κατώδυνος ψυχὴ παντὸς τοῦ λαοῦ, ἑκάστου ἐπὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ· καὶ ἐκραταιώθη Δαυὶδ ἐν Κυρίῳ Θεῷ αὐτοῦ. | 6 Ο Δαυίδ ελυπήθη πάρα πολύ δι' αυτά και διότι ο λαός του είχεν αποφασίσει να τον λιθοβολήση. Η ψυχή όλων επονούσε βαθύτατα, διότι τα παιδιά και αι θυγατέρες ενός εκάστου από αυτούς, είχαν αιχμαλωτισθή. Ο Δαυίδ μέσα εις την μεγάλην του αυτήν οδύνην ενισχύθη από τον Κυριον και Θεόν του. | 6 |
7 καὶ εἶπε Δαυὶδ πρὸς ᾿Αβιάθαρ τὸν ἱερέα υἱὸν ᾿Αβιμέλεχ· προσάγαγε τὸ ἐφούδ. | 7 Είπε τότε ο Δαυίδ προς τον αρχιερέα Αβιάθαρ, τον υιόν του Αχιμέλεχ· “φέρε εδώ και φόρεσε το εφούδ”. | 7 |
8 καὶ ἐπηρώτησε Δαυὶδ διά τοῦ Κυρίου λέγων· εἰ καταδιώξω ὀπίσω τοῦ γεδδοὺρ τούτου, εἰ καταλήψομαι αὐτούς; καὶ εἶπεν αὐτῷ· καταδίωκε, ὅτι καταλαμβάνων καταλήψῃ αὐτοὺς καὶ ἐξαιρούμενος ἐξελῇ. | 8 Αφού ο αρχιερεύς εφόρεσε το εφούδ, ο Δαυίδ ηρώτησε τον Κυριον μέσω του εφούδ και είπε· “να επιτεθώ εναντίον αυτών των ληστών; Θα τους καταβάλω;” Ο Κυριος απήντησε προς αυτόν· “καταδίωξέ τους διότι ασφαλώς θα τους καταβάλης και θα απελευθερώσης τους αιχμαλώτους”. | 8 |
9 καὶ ἐπορεύθη Δαυίδ, αὐτὸς καὶ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔρχονται ἕως τοῦ χειμάρρου Βοσόρ, καὶ οἱ περισσοὶ ἔστησαν. | 9 Ο Δαυίδ εβάδισεν αυτός και οι εξακόσιοι άνδρες του και έφθασαν μέχρι του χειμάρρου Βοσόρ. Εκεί οι βραδυπορήσαντες έμειναν πίσω. | 9 |
10 καὶ κατεδίωξεν ἐν τετρακοσίοις ἀνδράσιν, ὑπέστησαν δὲ διακόσιοι ἄνδρες, οἵτινες ἐκάθισαν πέραν τοῦ χειμάρρου τοῦ Βοσόρ. | 10 Ο Δαυίδ με τους υπολοίπους τετρακοσίους άνδρας συνέχισε την πορείαν εις καταδίωξιν των Αμαληκιτών, ενώ οι άλλοι διακόσιοι άνδρες εκάθισαν πέραν από τον χείμαρρον Βοσόρ. | 10 |
11 καὶ εὑρίσκουσιν ἄνδρα Αἰγύπτιον ἐν ἀγρῷ καὶ λαμβάνουσιν αὐτὸν καὶ ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς Δαυίδ· | 11 Καθώς προχωρούσαν οι τετρακόσιοι με τον Δαυίδ, ευρήκαν εις κάποιον αγρόν ένα άνδρα Αιγύπτιον, τον συνέλαβαν και τον ωδήγησαν ενώπιον του Δαυίδ. | 11 |
12 καὶ διδόασιν αὐτῷ ἄρτον, καὶ ἔφαγε, καὶ ἐπότισαν αὐτὸν ὕδωρ· καὶ διδόασιν αὐτῷ κλάσμα παλάθης, καὶ ἔφαγε, καὶ κατέστη τὸ πνεῦμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, ὅτι οὐ βεβρώκει ἄρτον καὶ οὐ πεπώκει ὕδωρ τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. | 12 Εδωσαν εις αυτόν τροφήν και έφαγε, έδωσαν νερό και έπιε. Του έδωσαν επίσης μερικά σύκα, τα οποία έφαγε, και τοιουτοτρόπως αυτός συνήλθεν από την λιποθυμίαν του, διότι είχε τρεις ημέρας και τρεις νύκτας να φάγη άρτον και να πίη νερό. | 12 |
13 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· τίνος σὺ εἶ καὶ πόθεν εἶ; καὶ εἶπε τὸ παιδάριον τὸ Αἰγύπτιον· ἐγώ εἰμι δοῦλος ἀνδρὸς ᾿Αμαληκίτου, καὶ κατέλιπέ με ὁ Κύριός μου, ὅτι ἠνωχλήθην ἐγὼ σήμερον τριταῖος. | 13 Τον ηρώτησεν ο Δαυίδ· “τίνος είσαι συ; Από που κατάγεσαι;” Και ο νεαρός εκείνος Αιγύπτιος είπεν· “εγώ είμαι δούλος ενός Αμαληκίτου και ο κύριός μου με εγκατέλιπε, διότι τρίτην αυτήν ημέραν εγώ ήμην ασθενής. | 13 |
14 καὶ ἡμεῖς ἐπεθέμεθα ἐπὶ τὸν νότον τοῦ Χολθὶ καὶ ἐπὶ τὰ τῆς ᾿Ιουδαίας μέρη καὶ ἐπὶ νότον Χελοὺβ καὶ τὴν Σεκελὰκ ἐνεπυρίσαμεν ἐν πυρί. | 14 Ημείς είμεθα εκείνοι, οι οποίοι είχομεν επιτεθή προς τας νοτίας περιοχάς της Παλαιστίνης, εναντίον των φυλών Χολθί, εις τα μέρη της Ιουδαίας προς νότον, εις την περιοχήν εκείνην, η οποία ανήκει στον Χαλεβ και ημείς επίσης παρεδώσαμεν στο πυρ την Σεκελάκ”. | 14 |
15 καὶ εἶπεν αὐτῷ Δαυίδ· εἰ κατάξεις με ἐπὶ τὸ γεδδοὺρ τοῦτο; καὶ εἶπεν· ὄμοσον δή μοι κατὰ τοῦ Θεοῦ μὴ θανατώσειν με καὶ μὴ παραδοῦναί με εἰς χεῖρας τοῦ κυρίου μου, καὶ κατάξω σε ἐπὶ τὸ γεδδοὺρ τοῦτο. | 15 Του είπεν ο Δαυίδ· “ημπορείς να με οδηγήσης εις αυτήν την συμμορίαν;” Ο δε Αιγύπτιος απήντησεν· “ορκίσου μου ενώπιον του Θεού ότι δεν θα με φονεύσης η δεν θα με παραδώσης εις τα χέρια του κυρίου μου, και εγώ αναλαμβάνω να σε οδηγήσω εναντίον αυτής της συμμορίας”. | 15 |
16 καὶ κατήγαγεν αὐτὸν ἐκεῖ, καὶ ἰδοὺ οὗτοι διακεχυμένοι ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς ἐσθίοντες καὶ πίνοντες καὶ ἑορτάζοντες ἐν πᾶσι τοῖς σκύλοις τοῖς μεγάλοις, οἷς ἔλαβον ἐκ γῆς ἀλλοφύλων καὶ ἐκ γῆς ᾿Ιούδα. | 16 Πράγματι ο νεαρός εκείνος Αιγύπτιος δούλος, ωδήγησε τον Δαυίδ στο μέρος, όπου ευρίσκετο η συμμορία των Αμαληκιτών. Και ιδού, οι Αμαληκίται είχαν διασκορπισθή εις την περιοχήν εκείνην τρώγοντες και πίνοντες και πανηγυρίζοντες δια τα πολλά και μεγάλα λάφυρα, τα οποία είχαν πάρει από την γην των αλλοφύλων και από την γην του Ιούδα. | 16 |
17 καὶ ἦλθεν ἐπ᾿ αὐτοὺς Δαυὶδ καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς ἀπὸ ἑωσφόρου ἕως δείλης καὶ τῇ ἐπαύριον, καὶ οὐκ ἐσώθη ἐξ αὐτῶν ἀνὴρ ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τετρακόσια παιδάρια, ἃ ἦν ἐπιβεβηκότα ἐπὶ τὰς καμήλους καὶ ἔφυγον. | 17 Ο Δαυίδ επετέθη αιφνιδίως εναντίον των και τους εκτύπα από το πρωϊ έως το βράδυ και έως την άλλην ημέραν. Κανείς από αυτούς δεν εσώθη ει μη μόνον τετρακόσιοι νέοι, οι οποίοι είχον καβαλικεύσει καμήλας και έφυγαν ολοταχώς. | 17 |
18 καὶ ἀφείλατο Δαυὶδ πάντα, ἃ ἔλαβον οἱ ᾿Αμαληκῖται, καὶ ἀμφοτέρας τὰς γυναῖκας αὐτοῦ ἐξείλατο. | 18 Ο Δαυίδ ξαναπήρε πάλιν και διέσωσεν όλα όσα είχαν λαφυραγωγήσει οι Αμαληκίται, διέσωσε δε και τας δύο γυναίκας του. | 18 |
19 καὶ οὐ διεφώνησεν αὐτοῖς ἀπὸ μικροῦ ἕως μεγάλου καὶ ἀπὸ τῶν σκύλων καὶ ἕως υἱῶν καὶ θυγατέρων καὶ ἕως πάντων, ὧν ἔλαβον αὐτῶν· τὰ πάντα ἐπέστρεψε Δαυίδ. | 19 Τιποτε από όσα είχαν οι Ισραηλίται δεν εχάθηκε ούτε μικρόν ούτε μεγάλον από τα λάφυρα ούτε φυσικά οι αιχμαλωτισθέντες υιοί και αι θυγατέρες των. Γενικώς όλα όσα είχαν λαφυραγωγήσει οι Αμαληκίται, ο Δαυίδ τα επήρε πίσω και επέστρεφεν εις την Σεκελάκ. | 19 |
20 καὶ ἔλαβε πάντα τὰ ποίμνια καὶ τὰ βουκόλια καὶ ἀπήγαγεν ἔμπροσθεν τῶν σκύλων, καὶ τοῖς σκύλοις ἐκείνοις ἐλέγετο· ταῦτα τὰ σκῦλα Δαυίδ. | 20 Επήρεν ο Δαυίδ τα πρόβατα και τα βόδια· ωδηγούσαν δε αυτά εμπρός από τα άλλα λάφυρα και διαλαλούσαν· “αυτά είναι τα λάφυρα του Δαυίδ”. | 20 |
21 καὶ παραγίνεται Δαυὶδ πρὸς τοὺς διακοσίους ἄνδρας τοὺς ὑπολειφθέντας τοῦ πορεύεσθαι ὀπίσω Δαυὶδ καί ἐκάθισεν αὐτοὺς ἐν τῷ χειμάρρῳ τοῦ Βοσόρ, καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν Δαυὶδ καὶ εἰς ἀπάντησιν τοῦ λαοῦ τοῦ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ προσήγαγε Δαυὶδ ἕως τοῦ λαοῦ, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν τὰ εἰς εἰρήνην. | 21 Ο Δαυίδ μαζή με τους τετρακοσίους άνδρας του, ήλθεν στους διακοσίους άλλους άνδρας, οι οποίοι βραδυπορούντες είχον υπολειφθή πίσω από τον Δαυίδ και είχαν παραμείνει στον χείμαρρον Βοσόρ. Αυτοί εξήλθον εις προυπάντησιν του Δαυίδ και εις προυπάντησιν των άλλων στρατιωτών που ήσαν μαζή με αυτόν. Οταν επλησίασεν ο Δαυίδ έως αυτούς, εκείνοι τον εχαιρέτησαν ειρηνικώς και τον ηρώτησαν δια τα συμβάντα. | 21 |
22 καὶ ἀπεκρίθη πᾶς ἀνὴρ λοιμὸς καὶ πονηρὸς τῶν ἀνδρῶν τῶν πολεμιστῶν τῶν πορευθέντων μετὰ Δαυὶδ καὶ εἶπον, ὅτι οὐ κατεδίωξαν μεθ᾿ ἡμῶν, οὐ δώσομεν αὐτοῖς ἐκ τῶν σκύλων, ὧν ἐξειλόμεθα, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ ἕκαστος τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὰ τέκνα αὐτοῦ ἀπαγέσθωσαν καὶ ἀποστρεφέτωσαν. | 22 Από τον στρατόν του Δαυίδ μερικοί φαύλοι και πονηροί άνδρες, από εκείνους τους πολεμιστάς που είχαν πορευθή μαζή με τον Δαυίδ, είπαν· “αυτοί οι βραδυπορήσαντες δεν μας ηκολούθησαν εις την εκστρατείαν· λοιπόν δεν θα δώσωμεν εις αυτούς τίποτε από τα λάφυρα, τα οποία επήραμεν. Ειμή μόνον ο καθένας των θα πάρη την γυναίκα του και τα παιδιά του και ας γυρίσουν πίσω”. | 22 |
23 καὶ εἶπε Δαυίδ· οὐ ποιήσετε οὕτως μετὰ τὸ παραδοῦναι τὸν Κύριον ἡμῖν καὶ φυλάξαι ἡμᾶς καὶ παρέδωκε Κύριος τὸν γεδδοὺρ τὸν ἐπερχόμενον ἐφ᾿ ἡμᾶς εἰς χεῖρας ἡμῶν. | 23 Ο Δαυίδ απήντησε· “δεν θα κάμετε έτσι, διότι ο Κυριος παρέδωσε τους εχθρούς μας εις τα χέρια μας. Ο Κυριος μας διεφύλαξεν από την επιδρομήν των ληστών τους οποίους και παρέδωκεν εις τα χέρια μας. | 23 |
24 καὶ τίς ἐπακούσεται ὑμῶν τῶν λόγων τούτων; ὅτι οὐχ ἧττον ἡμῶν εἰσι· διότι κατὰ τὴν μερίδα τοῦ καταβαίνοντος εἰς τὸν πόλεμον, οὕτως ἔσται ἡ μερὶς τοῦ καθημένου ἐπὶ τὰ σκεύη· κατὰ τὸ αὐτὸ μεριοῦνται. | 24 Ποιός δέ ποτέ θα ακούση αυτά τα λόγια σας και θα τα εγκρίνη; Αυτοί που, βραδυπορούντες έμειναν πίσω, δεν είναι καθόλου κατώτεροι από ημάς. Δι' αυτό όποια μερίδα θα πάρη εκείνος, που έλαβε μέρος στον πόλεμον, την ίδια μερίδα από τα λάφυρα θα πάρη και εκείνος ο οποίος εκάθισε και εφύλασσε τας αποσκευάς των πολεμούντων. Η αυτή μερίς θα δοθή εις όλους”. | 24 |
25 καὶ ἐγενήθη ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω, καὶ ἐγένετο εἰς πρόσταγμα καὶ εἰς δικαίωμα τῷ ᾿Ισραὴλ ἕως τῆς σήμερον. | 25 Από την ημέραν εκείνην και έπειτα έγινε αυτό εντολή και νόμος στον ισραηλιτικόν λαόν μέχρι της ημέρας αυτής. | 25 |
26 Καὶ ἦλθε Δαυὶδ εἰς Σεκελὰκ καὶ ἀπέστειλε τοῖς πρεσβυτέροις τῶν σκύλων ᾿Ιούδα καὶ τοῖς πλησίον αὐτοῦ λέγων· ἰδοὺ ἀπὸ τῶν σκύλων τῶν ἐχθρῶν Κυρίου· | 26 Ο Δαυίδ ήλθεν εις την Σεκελάκ και έστειλεν από τα λάφυρα στους πρεσβυτέρους της φυλής Ιούδα και στους συνδεομένους με αυτόν δια φιλίας λέγων· “ιδού, ένα δώρον από τα λάφυρα των εχθρών του Θεού”. | 26 |
27 τοῖς ἐν Βαιθσοὺρ καὶ τοῖς ἐν Ραμὰ νότου καὶ τοῖς ἐν ᾿Ιεθθὸρ | 27 Τα δώρα αυτά εδόθησαν εις αυτούς, που κατοικούσαν την Βαιθσούρ, εις αυτούς που κατοικούσαν την Ραμά, προς νότον της Παλαιστίνης, και εις εκείνους που κατοικούσαν εις την Ιεθθόρ. | 27 |
28 καὶ τοῖς ἐν ᾿Αροὴρ καὶ τοῖς ἐν ᾿Αμμαδὶ καὶ τοῖς ἐν Σαφὶ καὶ τοῖς ἐν ᾿Εσθιὲ | 28 Ακόμη δε και εις εκείνους οι οποίοι ήσαν εις την Αροήρ, εις την Αμμαδί, εις την Σαφί και εις την Εσθιέ. | 28 |
29 καὶ τοῖς ἐν Γὲθ καὶ τοῖς ἐν Κινὰν καὶ τοῖς ἐν Σαφὲκ καὶ τοῖς ἐν Θιμὰθ καὶ τοῖς ἐν Καρμήλῳ καὶ τοῖς ἐν ταῖς πόλεσι τοῦ ῾Ιεραμηλὶ καὶ τοῖς ἐν ταῖς πόλεσι τοῦ Κενεζὶ | 29 Και εις εκείνους οι οποίοι κατοικούσαν την Γέθ, την Κινάν, την Σαφέκ, εις αυτούς που κατοικούσαν εις Θιμάθ, στο Καρμηλον, εις την πόλιν Ιεραμηλί και στους κατοίκους των πόλεων Κενεζί. | 29 |
30 καὶ τοῖς ἐν ῾Ιεριμοὺθ καὶ τοῖς ἐν Βηρσαβεὲ καὶ τοῖς ἐν Νομβὲ | 30 Επίσης έδωκεν εις όσους κατοικούσαν εις Ιεριμούθ, εις Βηρσαβεέ και εις Νομβέ. | 30 |
31 καὶ τοῖς ἐν Χεβρὼν καὶ εἰς πάντας τοὺς τόπους, οὓς διῆλθε Δαυὶδ ἐκεῖ, αὐτὸς καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ. | 31 Εδωσεν στους κατοίκους της Χεβρών και γενικώς έστειλε δώρα εις όλους τους τόπους από τους οποίους επέρασαν αυτός και οι άνδρες του. | 31 |