Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἦν κιβωτὸς ἐν ἀγρῷ τῶν ἀλλοφύλων ἑπτὰ μῆνας, καὶ ἐξέζεσεν ἡ γῆ αὐτῶν μύας. | 1 Η Κιβωτός της Διαθήκης είχεν αφεθή στους αγρούς των Φιλισταίων επί επτά μήνας. Η χώρα των εξέβρασε ποντικούς. | 1 Έμεινε δὲ ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης εἰς τοὺς ἀγροὺς τῶν ἀλλοφύλων ἐπὶ ἑπτὰ μῆνας καὶ ἔβγαλεν ἡ χώρα των ποντίκια, ποὺ ἐγέμισαν τὸν τόπον. |
2 καὶ καλοῦσιν ἀλλόφυλοι τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μάντεις καὶ τοὺς ἐπαοιδοὺς αὐτῶν λέγοντες· τί ποιήσωμεν τῇ κιβωτῷ Κυρίου; γνωρίσατε ἡμῖν ἐν τίνι ἀποστελοῦμεν αὐτὴν εἰς τὸν τόπον αὐτῆς. | 2 Οι Φιλισταίοι τότε προσεκάλεσαν τους ιερείς, τους μάντεις και τους μάγους, οι οποίοι ψάλλουν μαγικάς ωδάς, και τους ηρώτησαν· “τι πρέπει να κάμωμεν με την Κιβωτόν του Κυρίου; Πληροφορήσατέ μας, πως πρέπει να αποστείλωμεν αυτήν στον τόπον της”. | 2 Καλοῦν λοιπὸν οἱ ἀλλόφυλοι Φιλισταῖοι τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς μάντεις καὶ τοὺς μάγους των καὶ τοὺς λέγουν: «Τί θὰ κάνωμεν μὲ τὴν Κιβωτὸν τοῦ Κυρίου; Νὰ μᾶς εἰπῆτε μὲ ποῖον τρόπον θὰ τὴν ἐπιστρέψωμεν εἰς τὴν θέσιν της». |
3 καὶ εἶπαν· εἰ ἐξαποστέλλετε ὑμεῖς τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραήλ, μὴ δὴ ἐξαποστείλητε αὐτὴν κενήν, ἀλλ᾿ ἀποδιδόντες ἀπόδοτε αὐτῇ τῆς βασάνου, καὶ τότε ἰαθήσεσθε, καὶ ἐξιλασθήσεται ὑμῖν, μὴ οὐκ ἀποστῇ ἡ χεὶρ αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν. | 3 Οι ιερείς, οι μάντεις και οι μάγοι απήντησαν· “εάν θα επιστρέψετε την Κιβωτόν του Κυρίου του Θεού του Ισραήλ, να μη την στείλετε κενήν, χωρίς δώρα, αλλά δια την επανόρθωσιν της ασεβούς και αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς σας προς την Κιβωτόν, προσφέρετε προθύμως δώρα και τότε θα θεραπευθήτε και θα εξιλεωθήτε. Εάν όμως δεν ενεργήσετε έτσι, υπάρχει φόβος να μην απομακρυνθή από σας η τιμωρός χειρ του Κυρίου”. | 3 Καὶ ἐκεῖνοι τοὺς εἶπαν: «Ἐὰν ἀπεφασίσατε νὰ ἐπιστρέψετε τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τοῦ Ἰσραήλ, δὲν πρέπει να τὴν στείλετε, ὅπως ἦλθε, κενήν. Ἀντιθέτως πρέπει νὰ φροντίσετε να ἀποκαταστήσετε τὸ κῦρος της καὶ νὰ τῆς ἀποδώσετε κάτι ἀντὶ τῆς ταλαιπωρίας, εἰς τὴν ὁποίαν τὴν ὑπεβάλατε. Μόνον ἔτσι θὰ ἐξιλεωθῆτε καὶ θὰ θεραπευθῆτε. Εἰ δ’ ἄλλως, δὲν θὰ ἀπομακρυνθῇ ἀπὸ σᾶς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, ποὺ σᾶς τιμωρεῖ». |
4 καὶ λέγουσι· τί τὸ τῆς βασάνου ἀποδώσομεν αὐτῇ; καὶ εἶπαν· κατ᾿ ἀριθμὸν τῶν σατραπῶν τῶν ἀλλοφύλων πέντε ἕδρας χρυσᾶς, ὅτι πταῖσμα ἐν ὑμῖν καὶ τοῖς ἄρχουσιν ὑμῶν καὶ τῷ λαῷ, | 4 Οι Φιλισταίοι ηρώτησαν· “τι πρέπει να της προσφέρωμεν εις επανόρθωσιν της ασεβείας μας και της αναξιοπρεπούς συμπεριφοράς μας προς την Κιβωτόν;” Εκείνοι τους είπαν· “αναλόγως με τον αριθμόν των σατραπειών θα προσφέρετε ομοιώματα εδρών χρυσών ως αφιερώματα, διότι αυτή η ενοχή βαρύνει κυρίως σας, τους άρχοντας και τον λαόν. | 4 Καὶ λέγουν πάλιν οἱ Φιλισταῖοι: «Τί πρέπει νὰ προσφέρωμεν ὡς ἀνταπόδοσιν διὰ τὴν ταλαιπωρίαν της;» Καὶ ἀπήντησαν οἱ ἱερεῖς, οἱ μάντεις καὶ οἱ μάγοι: «Ἐφ' ὅσον πέντε εἶναι αἱ περιοχαὶ καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς χώρας, θὰ φτιάξετε πέντε ἕδρας (πρωκτούς) ἀπὸ χρυσάφι καὶ θὰ τὰς ἀφιερώσετε εἰς αὐτήν. Πρέπει νὰ γίνῃ αὐτό, διότι ὅλοι σας, ἄρχοντες καὶ λαός, ποὺ κατοικεῖτε εἰς τὰς πέντε σατραπείας τῆς χώρας, βαρύνεσθε μὲ τὸ ἴδιον ἁμάρτημα. |
5 καὶ μῦς χρυσοῦς ὁμοίωμα τῶν μυῶν ὑμῶν τῶν διαφθειρόντων τὴν γῆν· καὶ δώσετε τῷ Κυρίῳ δόξαν, ὅπως κουφίσῃ τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἀφ᾿ ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῶν θεῶν ὑμῶν καὶ ἀπὸ τῆς γῆς ὑμῶν. | 5 Επίσης θα προσφέρετε ως αφιερώματα χρυσά ομοιώματα ποντικών, οι οποίοι κατέστρεψαν την χώραν σας, και έτσι θα αποδώσετε την πρέπουσαν τιμήν και δόξαν στον Θεόν. Αυτός δε θα απαλύνη και θα αποσύρη την τιμωρόν χείρα του από σας, από τους θεούς σας, από την χώραν σας. | 5 Θὰ φτιάξετε ἐπίσης καὶ ποντίκια ἀπὸ χρυσάφι, ὅμοια πρὸς τὰ ποντίκια ποὺ καταστρέφουν τὴν χώραν. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν θὰ δοξάσετε τὸν Κύριον καὶ θὰ ἀναγνωρίσετε τὴν δύναμίν του, ἀλλὰ θὰ δείξετε καὶ ὅτι ἀναγνωρίζετε τὸ σφάλμα σας. Ἔτσι θὰ σηκώσῃ Ἐκεῖνος τὸ χέρι του ἀπὸ ἐπάνω σας καὶ ἐπάνω ἀπὸ τοὺς θεούς σας καὶ ἀπὸ τὴν χώραν σας καὶ θὰ ἀνακουφισθῆτε. |
6 καὶ ἵνα τί βαρύνετε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὡς ἐβάρυνεν Αἴγυπτος καὶ Φαραὼ τὴν καρδίαν αὐτῶν; οὐχὶ ὅτε ἐνέπαιξεν αὐτοῖς, ἐξαπέστειλαν αὐτούς, καὶ ἀπῆλθον; | 6 Διατί σκληρύνετε τας καρδίας σας και δεν θέλετε να αποστείλετε την Κιβωτόν; Σκληρύνετε, λοιπόν, τας καρδίας σας, όπως άλλοτε οι Αιγύπτιοι και ο Φαραώ και δεν αφήκαν ελευθέρους τους Ισραηλίτας; Διατί δεν ενθυμείσθε, ότι οι Αιγύπτιοι και ο Φαραώ, αφού ο Θεός τους ετιμώρησέ με σκληράς πληγάς, ηναγκάσθησαν να αφήσουν τους Ισραηλίτας να απέλθουν ελεύθεροι; | 6 Διατί ἑπομένως νὰ σκληρύνετε τὰς καρδίας σας, ὅσον ἀφορᾷ τὴν Κιβωτόν, ὅπως ἐσκλήρυναν τὰς καρδίας των ἄλλοτε οἱ Αἰγύπτιοι καὶ ὁ Φαραώ; Δὲν ἀκούσατε ὅτι, ὅταν ὁ Κύριος τοὺς ἐτιμώρησε καὶ τοὺς ἐκτύπησε μὲ τρόπον ἐξευτελιστικὸν δι' αὐτοὺς καὶ τοὺς θεούς των, ἠναγκάσθησαν καὶ τοὺς ἄφησαν ἐλευθέρους καὶ ἔφυγαν; |
7 καὶ νῦν λάβετε καὶ ποιήσατε ἅμαξαν καινὴν καὶ δύο βόας πρωτοτοκούσας ἄνευ τῶν τέκνων καὶ ζεύξατε τὰς βόας ἐν τῇ ἁμάξῃ καὶ ἀπαγάγετε τὰ τέκνα ἀπὸ ὄπισθεν αὐτῶν εἰς οἶκον· | 7 Τωρα λοιπόν σεις κατασκευάσατε μίαν καινουργή άμαξαν, πάρετε δύο αγελάδες, αι οποίαι μόλις το πρώτον εγέννησαν, αλλά χωρίς τα τέκνα των. Αυτάς τας αγελάδας ζεύξατέ τας εις την άμαξαν, τα δε τέκνα των απομακρύνατε τα από αυτάς και κλείσατέ τα στον σταύλον. | 7 Τώρα ἀμέσως λοιπὸν νὰ πάρετε καὶ νὰ φτιάξετε ἕνα καινούργιο ἁμάξι. Νὰ παρετε ἐπίσης καὶ δύο ἀγελάδες, ποὺ ἐγέννησαν τὸ πρῶτο παιδί των, χωρὶς τὰ μικρά των καὶ νὰ ζεύξετε τὶς ἀγελάδες εἰς τὸ ἁμάξι καί, ἀφοῦ πάρετε κρυφὰ ἀπὸ πίσω τὰ μικρά των, νὰ τὰ φέρετε εἰς τὸν στάβλον. |
8 καὶ λήψεσθε τὴν κιβωτὸν καὶ θήσετε αὐτὴν ἐπὶ τὴν ἅμαξαν καὶ τὰ σκεύη τὰ χρυσᾶ ἀποδώσετε αὐτῇ τῆς βασάνου καὶ θήσετε ἐν θέματι βερσεχθὰν ἐκ μέρους αὐτῆς καὶ ἐξαποστελεῖτε αὐτὴν καὶ ἀπελάσατε αὐτήν, καὶ ἀπελεύσεται· | 8 Θα παρέτε την Κιβωτόν και θα την θέσετε εις την άμαξαν. Ως προς δε τα χρυσά σκεύη, τα οποία θα προσφέρετε ως αφιερώματα εις επανόρθωσιν της ασεβείας σας προς αυτήν, θα τα θέσετε εις δοχείον παραπλεύρως. Τας αγελάδας με την άμαξαν και με τα αντικείμενα τα επάνω αυτής, θα αφήσετε να φύγουν από κοντά σας θα τα αφήσετε ελεύθερα να απέλθουν. | 8 Θὰ παρετε κατόπιν τὴν Κιβωτὸν καὶ θὰ τὴν βάλετε ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι. Θὰ πάρετε ἐπίσης καὶ τὰ χρυσᾶ σκεύη, ποὺ θὰ ἔχετε κατασκευάσει διὰ νὰ ἀποκαταστήσετε τὴν ζημίαν καὶ προσβολὴν τῆς Κιβωτοῦ, καὶ θὰ τὰ βάλετε εἰς ἕνα κιβώτιον δίπλα της. Καὶ θὰ τὴν ἑξαποστείλετε. Θὰ τὴν ἀπομακρύνετε ἀπὸ τὴν χώραν, ὥστε νὰ φύγῃ ἀπὸ ἐδῶ. |
9 καὶ ὄψεσθε, εἰ εἰς ὁδὸν ὁρίων αὐτῆς πορεύσεται κατὰ Βαιθσαμύς, αὐτὸς πεποίηκεν ἡμῖν τὴν κακίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ ἐὰν μή, καὶ γνωσόμεθα ὅτι οὐ χεὶρ αὐτοῦ ἧπται ἡμῶν, ἀλλὰ σύμπτωμα τοῦτο γέγονεν ἡμῖν. | 9 Θα προσέξετε δέ, εάν αι αγελάδες θα κατευθυνθούν προς την Βαιθσαμύς, προς το μέρος των Ισραηλιτών, αυτό θα σημαίνη, ότι πράγματι ο Θεός επέφερεν εναντίον σας τας καταστροφάς εκείνας τας μεγάλας. Εάν όμως δεν κατευθυνθούν πρας την περιοχήν του Ισραήλ, είναι σημείον ότι αι συμφοραί δεν προήλθον από την τιμωρόν χείρα του Θεού, αλλά συνέβησαν τυχαίως”. | 9 Ὅταν λοιπὸν ξεκινήσῃ τὸ ἁμάξι καὶ ἰδῆτε ὅτι οἱ ἀγελάδες παίρνουν τὸν δρόμον πρὸς τὰ σύνορα τῆς χώρας, δηλαδὴ πρὸς τὴν πόλιν Βαιθσαμὺς ποὺ εὑρίσκεται εἰς τὴν Ἰουδαίαν, αὐτὸ θὰ σημαίνῃ ὅτι ὁ Θεὸς τῶν Ἑβραίων ἦτο Ἐκεῖνος ποὺ ἔρριξεν ἐπάνω μας τὴν μεγάλην αὐτὴν συμφοράν. Ἐὰν ὅμως τὸ ἁμάξι πάρῃ ἄλλην κατεύθυνσιν, θὰ καταλάβωμεν ὅτι δὲν μᾶς ἐκτύπησε τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ των, ἀλλ’ ἐπάθαμεν ὅ,τι ἐπάθαμεν συμπτωματικῶς». |
10 καὶ ἐποίησαν οἱ ἀλλόφυλοι οὕτω. καὶ ἔλαβον δύο βόας πρωτοτοκούσας καὶ ἔζευξαν αὐτὰς ἐν τῇ ἁμάξῃ καὶ τὰ τέκνα αὐτῶν ἀπεκώλυσαν εἰς οἶκον | 10 Οι Φιλισταίοι έπραξαν, όπως τους είπαν οι μάντεις και οι μάγοι. Επήραν δηλαδή δύο αγελάδας, αι οποίαι το πρώτον προ ολίγου είχον γεννήσει, έζευξαν αυτάς εις την άμαξαν, τα δε τέκνα των τα έκλεισαν εις σταύλον. | 10 Καὶ ἔκαναν πράγματι οἱ Φιλισταῖοι ὅ,τι τοὺς εἶπαν οἱ ἱερεῖς, οἱ μάντεις καὶ οἱ μάγοι των. Καὶ ἐπῆραν δύο ἀγελάδες, ποὺ εἶχαν γεννήσει τὸ πρῶτο παιδί των, καὶ τὶς ἔζευξαν εἰς τὸ ἁμάξι καὶ ἔκλεισαν τὰ μικρά των εἰς τὸν στάβλον. |
11 καὶ ἔθεντο τὴν κιβωτὸν Κυρίου ἐπὶ τὴν ἅμαξαν καὶ τὸ θέμα ἐργὰβ καὶ τοὺς μῦς τοὺς χρυσοῦς. | 11 Εθεσαν την Κιβωτόν του Κυρίου επάνω εις την άμαξαν, όπως επίσης και το δοχείον το εργάβ, εντός του οποίου ήσαν τα χρυσά ομοιώματα των ποντικών. | 11 Ἔβαλαν κατόπιν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου ἐπάνω εἰς τὸ ἁμάξι καὶ τὸ κιβώτιον (ἐργάβ) μὲ τὰς χρυσᾶς ἕδρας καὶ τὰ χρυσᾶ ποντίκια. |
12 καὶ κατεύθυναν αἱ βόες ἐν τῇ ὁδῷ εἰς ὁδὸν Βαιθσαμύς, ἐν τρίβῳ ἑνὶ ἐπορεύοντο καὶ ἐκοπίων καὶ οὐ μεθίσταντο δεξιὰ οὐδὲ ἀριστερά· καὶ οἱ σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων ἐπορεύοντο ὀπίσω αὐτῆς ἕως ὁρίων Βαιθσαμύς. | 12 Αι αγελάδες επήραν την κατεύθυνσιν της οδού, η οποία ωδηγούσε εις την πάλιν Βαιθσαμύς. Ηκολούθουν δε πάντοτε τον ίδιον δρόμον, χωρίς να παρεκκλίνουν ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Οι σατράπαι των Φιλισταίων ακολουθούσαν όπισθεν από την άμαξαν έως τα σύνορα της Βαιθσαμύς. | 12 Καὶ μόλις ἐξεκίνησαν οἱ ἀγελάδες, ἐπῆραν τὸν δρόμον πρὸς τὴν Βαιθσαμύς. Ἐπροχωροῦσαν μάλιστα σταθερὰ εἰς τὸν ἴδιον δρόμον. Καὶ ἐκοπίαζαν, χωρὶς νὰ παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν πορείαν των οὔτε δεξιὰ οὔτε ἀριστερά. Πίσω ἀπὸ τὸ ἁμάξι, σὰν συνοδοί, ἀκολουθοῦσαν οἱ ἄρχοντες τῶν πέντε περιοχῶν τῆς χώρας τῶν Φιλισταίων καὶ ἦλθαν μέχρι τὰ σύνορα τῆς Βαιθσαμύς. |
13 καὶ οἱ ἐν Βαιθσαμὺς ἐθέριζον θερισμὸν πυρῶν ἐν κοιλάδι· καὶ ᾖραν ὀφθαλμοὺς αὐτῶν καὶ εἶδον κιβωτὸν Κυρίου καὶ ηὐφράνθησαν εἰς ἀπάντησιν αὐτῆς. | 13 Κατά την εποχήν εκείνην οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς εθέριζον τα σιτηρά των εις την πεδιάδα. Εσήκωσαν τους οφθαλμούς των, είδον αίφνης την Κιβωτόν του Κυρίου και ευχαριστήθησαν πάρα πολύ, μόλις την αντίκρυσαν. | 13 Οἱ κάτοικοι τῆς Βαιθσαμὺς ἐθέριζαν τότε τὰ σιτηρά των εἰς τὴν κοιλάδα. Καὶ ἐσήκωσαν τὰ μάτια των καὶ εἶδαν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ ἐχάρησαν πολὺ καὶ ἔτρεξαν να τὴν προϋπαντήσουν. |
14 καὶ ἡ ἅμαξα εἰσῆλθεν εἰς ἀγρὸν ᾿Ωσηὲ τὸν ἐν Βαιθσαμύς, καὶ ἔστησαν ἐκεῖ παρ᾿ αὐτῇ λίθον μέγαν καὶ σχίζουσι τὰ ξύλα τῆς ἁμάξης καὶ τὰς βόας ἀνήνεγκαν εἰς ὁλοκαύτωσιν τῷ Κυρίῳ. | 14 Η άμαξα, συνεχίζουσα την πορείαν της, εισήλθεν στον αγρόν του Ωσηέ, που ευρίσκετο εις την περιοχήν της Βαιθσαμύς, εσταμάτησαν δε αι αγελάδες εκεί πλησίον ενός μεγάλου λίθου. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς έσχισαν τα ξύλα της αμάξης και προσέφεραν ως θυσίαν ολοκαυτώματος προς τον Κυριον τας αγελάδας αυτάς. | 14 Καὶ ἐμβῆκε τὸ ἁμάξι εἰς τὸ χωράφι τοῦ Ὠσηέ, ποὺ διέμενεν εἰς τὴν Βαιθσαμύς. Καὶ ἔστησαν ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ ἁμάξι, μίαν μεγάλην πέτραν σὰν βωμόν. Ἔσχισαν κατόπιν τὰ ξύλα, μὲ τὰ ὁποῖα εἶχε κατασκευασθῆ τὸ ἁμάξι, καὶ ἔσφαξαν τὶς ἀγελάδες καὶ τὶς ἔβαλαν να καοῦν ἐντελῶς ὡς θυσία εἰς τὸν Κύριον. |
15 καὶ οἱ Λευῖται ἀνήνεγκαν τὴν κιβωτὸν τοῦ Κυρίου καὶ τὸ θέμα ἐργὰβ μετ᾿ αὐτῆς καὶ τὰ ἐπ᾿ αὐτῆς σκεύη τὰ χρυσᾶ καὶ ἔθεντο ἐπὶ τοῦ λίθου τοῦ μεγάλου, καὶ οἱ ἄνδρες Βαιθσαμὺς ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις καὶ θυσίας ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ τῷ Κυρίῳ. | 15 Οι ιερείς Λευίται επήραν και έφεραν την Κιβωτόν του Κυρίου και το δοχείον, το αργάβ, με τα χρυσά αντικείμενα, που περιείχε, και έθεσαν αυτά επάνω στον μεγάλον εκείνον λίθον. Οι κάτοικοι της Βαιθσαμύς προσέφεραν κατά την ημέραν εκείνην ολοκαυτώματα και άλλας θυσίας προς τον Κυριον. | 15 Μετὰ ταῦτα ἐσήκωσαν οἱ Λευῖται τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου καὶ μαζί της καὶ τὸ κιβώτιον μὲ τὰ χρυσᾶ σκεύη ποὺ τὴν συνώδευαν. Τὰ ἔβαλαν δὲ ὅλα ἐπάνω εἰς τὴν μεγάλην πέτραν. Καὶ ἦλθαν τὴν ἰδίαν ἡμέραν οἱ ἄνδρες τῆς Βαιθσαμὺς καὶ προσέφεραν εἰς τὸν Κύριον θυσίας ὁλοκαυτώσεως, καθὼς καὶ ἄλλας θυσίας (εἰρηνικὰς κ.λ.π.). |
16 καὶ οἱ πέντε σατράπαι τῶν ἀλλοφύλων ἑώρων καὶ ἀνέστρεψαν εἰς ᾿Ασκάλωνα τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. | 16 Οι δε πέντε σατράπαι των Φιλισταίων, όταν είδαν αυτά, επέστρεψαν την ιδίαν ημέραν εις την πόλιν Ασκάλωνα. | 16 Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ πέντε ἄρχοντες τῶν Φιλισταίων ἔβλεπαν ὅσα συνέβαιναν. Καὶ ἀφοῦ προσεφέρθησαν αἱ θυσίαι, ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Ἀσκάλωνα τὴν ἰδίαν ἡμέραν. |
17 καὶ αὗται αἱ ἕδραι αἱ χρυσαῖ, ἃς ἀπέδωκαν οἱ ἀλλόφυλοι τῆς βασάνου τῷ Κυρίῳ· τῆς ᾿Αζώτου μίαν, τῆςΓάζης μίαν, τῆς ᾿Ασκάλωνος μίαν, τῆς Γὲθ μίαν, τῆς ᾿Ακκαρὼν μίαν. | 17 Τα πέντε χρυσά ομοιώματα των εδρών, το οποία οι Φιλισταίοι προσέφεραν στον Κυριον δια να απαλλαγούν από την τιμωρίαν των εξ αιτίας της ασεβείας των που έδειξαν απέναντι της Κιβωτού του Κυρίου, προήρχοντο από τας εξής πόλεις· Μια έδρα από την πόλιν Αζωτον, μια έδρα από την πόλιν Γαζαν, μία έδρα από την Ασκάλωνα, μία από την Γεθ και μία από την Ακκαρών, | 17 Αἱ δὲ χρυσαῖ ἕδραι, ποὺ προσέφεραν εἰς τὸν Κύριον οἱ ἀλλόφυλοι διὰ να ἀποκατασταθῇ ἡ ἐκ μέρους των προσβολὴ τῆς Κιβωτοῦ, ἦσαν αἱ ἐξῇς: Μία τῆς Ἀζώτου, μία τῆς Γάζης, μία τῆς Ἀσκάλωνος, μία τῆς Γὲθ καὶ μία τῆς Ἀκκαρών. |
18 καὶ μῦς οἱ χρυσοῖ κατ᾿ ἀριθμὸν πασῶν πόλεων τῶν ἀλλοφύλων τῶν πέντε σατραπῶν ἐκ πόλεως ἐστερεωμένης καὶ ἕως κώμης τοῦ Φερεζαίου καὶ ἕως λίθου τοῦ μεγάλου, οὗ ἐπέθηκαν ἐπ᾿ αὐτοῦ τὴν κιβωτὸν διαθήκης Κυρίου, τοῦ ἐν ἀγρῷ ᾿Ωσηὲ τοῦ Βαιθσαμυσίτου. | 18 Τα δε χρυσά ομοιώματα των ποντικών ήσαν εις αριθμόν ανάλογα με όλας τας πόλεις και των πέντε σατραπειών των Φιλισταίων από της πλέον ωχυρωμένης πόλεως μέχρι του ανοχυρώτου χωρίου του Φερεζαίου. Εκεί ακόμη ευρίσκεται ο μέγας λίθος, επάνω στον οποίον έθεσαν την Κιβωτόν της Διαθήκης του Κυρίου, στον αγρόν του Ωσηέ του κατοίκου της Βαιθσαμύς. | 18 Καὶ τὰ χρυσᾶ ποντίκια ἦσαν ὅσα καὶ ὅλαι αἱ πόλεις τῶν ἀλλοφύλων Φιλισταίων καὶ τῶν πέντε περιφερειῶν των. Διότι ἔστειλαν χρυσὰ ἀφιερώματα ὅλαι αἱ πόλεις των, ἀπὸ τὴν πλέον μεγάλην καὶ ὠχυρωμένην πόλιν ἕως τὸ τελευταῖον ἀνοχύρωτον χωριὸ τοῦ Φερεζαίου καὶ ἕως τὸν τόπον, ὅπου ἐστήθη, σὰν ἀδιάψευστος μάρτυς τοῦ γεγονότος αὐτοῦ, ἡ μεγάλη ἐκείνη πέτρα, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἔβαλαν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ δηλαδὴ εἰς τὸ χωράφι τοῦ Ὠσηέ, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Βαιθσαμύς. |
19 Καὶ οὐκ ἠσμένισαν οἱ υἱοὶ ᾿Ιεχονίου ἐν τοῖς ἀνδράσι Βαιθσαμύς, ὅτι εἶδον κιβωτὸν Κυρίου· καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτοῖς ἑβδομήκοντα ἄνδρας, καὶ πεντήκοντα χιλιάδας ἀνδρῶν, καὶ ἐπένθησεν ὁ λαός, ὅτι ἐπάταξε Κύριος ἐν τῷ λαῷ πληγὴν μεγάλην σφόδρα. | 19 Τα παιδιά του Ιεχονίου δεν έμειναν ικανοποιημένα με τους κατοίκους της Βαιθσαμύς διότι εκείνοι είδον την Κιβωτόν με κάποιαν περιέργειαν μάλλον και οχι με την πρέπουσαν ευσέβειαν. Δια τούτο ο Κυριος εφόνευσεν εβδομήκοντα άνδρας και πενήντα άλλας χιλιάδας ανδρών. Ο λαός κατελήφθη από μεγάλο πένθος, διότι ο Κυριος εκτύπησε τον λαόν με την μεγάλην αυτήν τιμωρίαν. | 19 Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς Βαιθσαμὺς εἶδαν μὲ περιέργειαν καὶ χωρὶς τὸν ἀπαιτούμενον σεβασμὸν τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, ἀντέδρασαν καὶ δὲν εὐχαριστήθησαν μὲ τὴν διαγωγήν των οἱ υἱοὶ τοῦ Ἰεχονίου, ποὺ ἦτο Λευΐτης. Δι' αὐτὸν ἄλλως τε τὸν λόγον καὶ ὁ Κύριος, τὸν Ὁποῖον ὑπηρετοῦσαν οἱ Λευῖται, ἐτιμώρησε τοὺς Βαιθσαμύτας καὶ ἐθανάτωσε πενῆντα χιλιάδας ἄνδρας ἀπὸ τὸν λαὸν καὶ ἑβδομῆντα ἄνδρας ἀπὸ τοὺς προεστούς. Καὶ ἐθρήνησε πολὺ ὁ λαός, διότι ὁ Κύριος ἐτιμώρησε μὲ πολὺ μεγάλην τιμωρίαν τὸν λαόν. |
20 καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες οἱ ἐκ Βαιθσαμύς· τίς δυνήσεται διελθεῖν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ ἁγίου τούτου; καὶ πρὸς τίνα ἀναβήσεται κιβωτὸς Κυρίου ἐφ᾿ ἡμῶν; | 20 Είπαν δε οι κάτοικοι της πόλεως Βαιθσαμύς· “ποιός ημπορεί να παρουσιασθή ενώπιον του Αγίου Θεού, του Κυρίου ημών; Προς ποίον μέρος θα μεταφερθή η Κιβωτός του Κυρίου, δια να απομακρυνθή από ημάς;” | 20 Καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τῆς Βαιθσαμύς: «Ποιὸς εἶναι ἱκανὸς νὰ περάσῃ ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Κύριον, τὸν ἅγιον αὐτὸν Θεόν, καὶ νὰ σταθῇ ἐνώπιόν του; Καὶ πρὸς ποῖον θὰ πάη ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου, μόλις φύγῃ ἀπὸ μᾶς;» |
21 καὶ ἀποστέλλουσιν ἀγγέλους πρὸς τοὺς κατοικοῦντας Καριαθιαρὶμ λέγοντες· ἀπεστρόφασιν ἀλλόφυλοι τὴν κιβωτὸν Κυρίου· κατάβητε καὶ ἀναγάγετε αὐτὴν πρὸς ἑαυτούς. | 21 Απέστειλαν, λοιπόν, αγγελιαφόρους προς τους κατοίκους της Καριαθιαρίμ, δια να είπουν εις αυτούς· “οι Φιλισταίοι επέστρεψαν εις ημάς την Κιβωτόν του Κυρίου. Ελάτε να την πάρετε και να την μεταφέρετε στον τόπον σας”. | 21 Καὶ ἀποστέλλουν ἀγγελιαφόρους πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Καριαθιαρὶμ καὶ τοὺς λέγουν: «Ἔχουν ἐπιστρέψει οἱ ἀλλόφυλοι τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου. Νὰ κατεβῆτε λοιπὸν εἰς τὴν Βαιθσαμὺς καὶ νὰ τὴν ἀνεβάσετε εἰς τὴν πόλιν σας». |