Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγενήθη ὡς μετὰ μῆνα καὶ ἀνέβη Νάας ὁ Ἀμμανίτης καὶ παρεμβάλλει ἐπὶ Ἰαβὶς Γαλαάδ. καὶ εἶπαν πάντες οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς πρὸς Νάας τὸν Ἀμμανίτην· διάθου ἡμῖν διαθήκην, καὶ δουλεύσομέν σοι. | 1 Ενα μήνα έπειτα από τα γεγονότα αυτά ο Ναας ο βασιλεύς των Αμμωνιτών επροχώρησε με στρατόν προς βορράν και εστρατοπέδευσε πλησίον της Ιαβίς της πρωτευούσης της χώρας Γαλαάδ. Οι Ισραηλίται, οι κάτοικοι της Ιαβίς, είπαν προς τον Ναας τον Αμμωνίτην· “κάμε συμφωνίαν φιλίας με ημάς και ημείς θα γίνωμεν δούλοι σου. | 1 Ένα μῆνα περίπου μετὰ τὴν ἀνακήρυξιν τοῦ Σαοὺλ ὡς βασιλέως συνέβη τὸ ἑξῆς: Ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀμμωνιτῶν, ποὺ ἐλέγετο Νάας, ἀνέβηκε μὲ τὸν στρατόν του πρὸς βορρᾶν, ὅπου διέμεναν οἱ Ἰσραηλῖται, καὶ ἐστρατοπέδευσεν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν πόλιν τῶν Ἑβραίων Ἰαβίς, ποὺ ἦτο πρωτεύουσα τῆς ἐπαρχίας Γαλαάδ. Εἶπαν τότε ὅλοι οἱ ἄνδρες τῆς Ἰαβὶς πρὸς τὸν Ἀμμωνίτην Νάας: «Ἂς μὴ πολεμήσωμεν. Δέξου νὰ συμφωνήσῃς μαζί μας καὶ εἴμεθα ἕτοιμοι νὰ γίνωμεν δοῦλοι σου». |
2 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Νάας ὁ Ἀμμανίτης· ἐν ταύτῃ διαθήσομαι διαθήκην ὑμῖν, ἐν τῷ ἐξορύξαι ὑμῶν πάντα ὀφθαλμὸν δεξιόν, καὶ θήσομαι ὄνειδος ἐπὶ Ἰσραήλ. | 2 Ο Ναας με αγερωχίαν πολλήν απήντησε προς αυτούς· “ιδού υπό ποίον όρον θα κλείσω συμφωνίαν φιλίας μαζή σας· αν θα βγάλω το δέξι μάτι από όλους τους Ισραηλίτας και έτσι θα προσάψω εντροπήν εις όλον τον λαόν του Ισραήλ”. | 2 Ὁ Νάας ὅμως, ὁ βασιλεὺς τῶν Ἀμμωνιτῶν, τοὺς ἔδωσε τὴν ἑξῆς ἀπάντησιν: «Δέχομαι τὴν πρότασίν σας νὰ συνάψωμεν εἰρηνικὴν συμφωνίαν, ὑπὸ ἕνα ὅμως ὅρον: Νὰ βγάλω τὸ δεξιὸ μάτι ὅλων σας, ὥστε νὰ ἐξευτελίσω τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραήλ». |
3 καὶ λέγουσιν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Ἰαβίς· ἄνες ἡμῖν ἑπτὰ ἡμέρας, καὶ ἀποστελοῦμεν ἀγγέλους εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραήλ· ἐὰν μὴ ᾖ ὁ σώζων ἡμᾶς, ἐξελευσόμεθα πρὸς ὑμᾶς. | 3 Οι κάτοικοι της Ιαβίς απήντησαν εις αυτόν· “δώσε μας προθεσμίαν επτά ημερών, δια να στείλωμεν αγγελιοφόρους εις όλην την χώραν των Ισραηλιτών. Εάν δε δεν παρουσιασθή κανείς να μας σώση, θα εξέλθωμεν και θα παραδοθώμεν χωρίς όρους εις τα χέρια σας”. | 3 Τοῦ εἶπαν τότε οἱ ἄνδρες τῆς Ἰαβίς: «Δός μας προθεσμίαν ἑπτὰ ἡμερῶν, διὰ νὰ ἀποστείλωμεν ἀγγελιαφόρους μας εἰς ὅλην τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ νὰ ἀνακοινώσωμεν τὰ ὅσα μᾶς εἶπες. Καὶ ἐὰν δὲν ἔλθῃ κανεὶς νὰ μᾶς βοηθήσῃ καὶ νὰ μᾶς σώσῃ, θὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν πόλιν μας καὶ θὰ ἔλθωμεν πρὸς σᾶς ὡς δοῦλοι σας». |
4 καὶ ἔρχονται οἱ ἄγγελοι εἰς Γαβαὰ πρὸς Σαοὺλ καὶ λαλοῦσι τοὺς λόγους εἰς τὰ ὦτα τοῦ λαοῦ, καὶ ᾖραν πᾶς ὁ λαὸς τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν. | 4 Αγγελιαφόροι της Ιαβίς μετέβησαν εις Γαβαά, πλησίον του Σαούλ, και ανέφεραν την δεινήν θέσιν των ενώπιον όλου του εκεί λαού. Ολος ο λαός, μόλις ήκουσαν την φοβεράν θέσιν των, εφώναξαν δυνατά και έκλαυσαν. | 4 Ἔρχονται λοιπὸν οἱ ἀγγελιαφόροι εἰς τὴν Γαβαά, ὅπου διέμενεν ὁ Σαούλ, καὶ ἀνακοινώνουν ὅσα εἶχαν νὰ εἰποῦν ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Εἰς τὸ ἄκουσμα αὐτῶν τῶν εἰδήσεων ἐφώναξαν δυνατὰ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται, ποὺ ἦσαν ἐκεῖ, καὶ ἔκλαυσαν. |
5 καὶ ἰδοὺ Σαοὺλ ἤρχετο μετὰ τὸ πρωΐ ἐξ ἀγροῦ, καὶ εἶπε Σαούλ· τί ὅτι κλαίει ὁ λαός; καὶ διηγοῦνται αὐτῷ τὰ ρήματα τῶν ἀνδρῶν Ἰαβίς. | 5 Και ιδού, ο Σαούλ επέστρεφεν από τους αγρούς του, όταν η ημέρα είχε πλέον προχωρήσει. Ηρώτησε τότε· “διατί κλαίει αυτός ο λαός;” Ανέφεραν εις αυτόν τα λόγια των κατοίκων της Ιαβίς. | 5 Ἐκείνην δὲ ἀκριβῶς τὴν στιγμὴν ἔρχοταν ἀπὸ τὸ χωράφι του ὁ Σαούλ, ἀφοῦ ἤδη εἶχεν ἀνέβη ὁ ἥλιος εἰς τὸν οὐρανόν. Καὶ ἐρώτησεν ὁ Σαούλ: «Τί συνέβη καὶ κλαίει ὁ λαός;» Τοῦ ἀνεκοίνωσαν τότε λεπτομερῶς αὐτὰ ποὺ εἶπαν οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶχαν ἔλθει ἀπὸ τὴν Ἰαβίς. |
6 καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Σαοὺλ ὡς ἤκουσε τὰ ρήματα ταῦτα, καὶ ἐθυμώθη ἐπ᾿ αὐτοὺς ὀργῇ αὐτοῦ σφόδρα. | 6 Ο Σαούλ, αμέσως μόλις ήκουσε τα λόγια αυτά, συνηρπάσθη από πνεύμα Θεού, ωργίσθη με πάρα πολύ μεγάλον θυμόν εναντίον των Αμμωνιτών και του Ναας. | 6 Καὶ μόλις τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Σαούλ, ἦλθε ἑξαφνικὰ ἐπάνω του καὶ τὸν ἐκυρίευσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ ὠργίσθη καὶ ἐθύμωσε πολὺ ἐνάντιον τῶν Ἀμμωνιτῶν. |
7 καὶ ἔλαβε δύο βόας καὶ ἐμέλισεν αὐτὰς καὶ ἀπέστειλεν εἰς πᾶν ὅριον Ἰσραὴλ ἐν χειρὶ ἀγγέλων λέγων· ὃς οὐκ ἔστιν ἐκπορευόμενος ὀπίσω Σαοὺλ καὶ ὀπίσω Σαμουήλ, κατὰ τάδε ποιήσουσι τοῖς βουσὶν αὐτοῦ. καὶ ἐπῆλθεν ἔκστασις Κυρίου ἐπὶ τὸν λαὸν Ἰσραήλ, καὶ ἐβόησαν ὡς ἀνὴρ εἷς. | 7 Επήρε δύο αγελάδας τας διεμέλισε και τα κομμάτια των απέστειλε με αγγελιαφόρους εις όλην την περιοχήν του Ισραηλιτικού λαού λέγων· “εκείνος, που δεν θα ακολουθήση τον Σαούλ και τον Σαμουήλ στον πόλεμον εναντίον των Αμμωνιτών, αυτός θα τιμωρηθή· αυτήν την τύχην θα έχουν τα βόδια του”. Τρόμος δε από Θεού έπεσεν εις όλον τον ισραηλιτικόν λαόν και όλοι εφώναζαν, ως εάν ήσαν ενας άνθρωπος, και εδέχθησαν την πρόσκλησιν του Σαούλ. | 7 Καὶ ἐπῆρε δύο βόδια καὶ τὰ ἐτεμάχισε καὶ ἔστειλε τὰ κομμάτια μὲ ἀγγελιαφόρους εἰς ὅλην τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ εἶπε: «Θὰ λέγετε τὰ ἑξῆς ἐκεῖ ποὺ θὰ πηγαίνετε: Ὁποιοσδήποτε δὲν ἔρχεται νὰ παραταχθῇ εἰς πόλεμον πίσω ἀπὸ τὸν Σαοὺλ καὶ πίσω ἀπὸ τὸν Σαμουήλ, θὰ ἴδῃ σύντομα νὰ κομματιάζωνται ἔτσι τὰ βόδια του ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς». Μὲ τὴν ἐπίδρασιν δὲ τοῦ Θεοῦ ἐκυριεύθησαν ἀμέσως οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ ἔκστασιν, φόβον καὶ συγκίνησιν, καὶ ἐφώναξαν συγκινημένοι καὶ ἀποφασισμένοι διὰ πόλεμον ὅλοι μαζὶ σὰν ἕνας ἄνθρωπος. |
8 καὶ ἐπισκέπτεται αὐτοὺς Ἀβιεζὲκ ἐν Βαμᾷ, πάντα ἄνδρα Ἰσραὴλ ἑξακοσίας χιλιάδας καὶ ἄνδρας Ἰούδα ἑβδομήκοντα χιλιάδας. | 8 Συνεκέντρωσεν ο Σαούλ εις Αβιεζέκ, η οποία ευρίσκετο εις υψηλόν τόπον, όλους τους Ισραηλίτας, οι οποίοι ανήλθον εις εξακοσίας χιλιάδας ανδρών. Μονη η φυλή του Ιούδα έδωσε στρατιώτας, οι οποίοι ανήλθον εις εβδομήκοντα χιλιάδας άνδρας. | 8 Ἔκανε δὲ ὁ Σαοὺλ ἐπιθεώρησιν καὶ καταμέτρησιν τῶν πολεμιστῶν εἰς τὴν πόλιν Ἀβιεζέκ, ποὺ εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὸ ὕψωμα Βαμᾶ, καὶ διεπίστωσεν ὅτι ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἦσαν ἑξακόσιαι χιλιάδες ἄνδρες. Εἰδικῶς ἀπὸ τὴν φυλὴν Ἰούδα εἶχαν συγκεντρωθὴ ἑβδομῆντα χιλιάδες ἄνδρες. |
9 καὶ εἶπε τοῖς ἀγγέλοις τοῖς ἐρχομένοις· τάδε ἐρεῖτε τοῖς ἀνδράσιν Ἰαβίς· αὔριον ὑμῖν ἡ σωτηρία διαθερμάναντος τοῦ ἡλίου. καὶ ἦλθον οἱ ἄγγελοι εἰς τὴν πόλιν καὶ ἀπαγγέλλουσι τοῖς ἀνδράσιν Ἰαβίς, καὶ εὐφράνθησαν. | 9 Ο Σαούλ είπε τότε στους αγγελιαφόρους της Ιαβίς· “αυτά θα πήτε στους κατοίκους της Ιαβίς· Αύριον το πρωϊ, μόλις ο ήλιος αρχίση να θερμαίνη, η σωτηρία σας θα γίνη πραγματικότης”. Οι αγγελιαφόροι ήλθον εις την πόλιν των την Ιαβίς και ανήγγειλαν στους κατοίκους αυτά, και όλοι εχάρησαν. | 9 Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ εἰς τοὺς ἀγγελιαφόρους, ποὺ εἶχαν ἔλθει: «Αὐτὰ θὰ πῆτε εἰς τοὺς ἄνδρας τῆς Ἰαβίς, ποὺ σᾶς ἀπέστειλαν: Αὔριον καὶ μόλις θ ἀνέβη ψηλὰ ὁ ἥλιος καὶ θὰ ζεσταίνπῃ, κατὰ τὸ μεσημέρι, θὰ σωθῆτε ἀπὸ τὸν κίνδυνον». Καὶ ἐπέστρεψαν οἱ ἀγγελιαφόροι εἰς τὴν πόλιν των καὶ ἀνεκοίνωσαν τὰ νέα εἰς τοὺς ἄνδρας τῆς Ἰαβὶς καὶ ἐγέμισαν ὅλοι ἀπὸ χαράν. |
10 καὶ εἶπον οἱ ἄνδρες Ἰαβὶς πρὸς Νάας τὸν Ἀμμανίτην· αὔριον ἐξελευσόμεθα πρὸς ὑμᾶς, καὶ ποιήσετε ἡμῖν τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιον ὑμῶν. | 10 Οι κάτοικοι της Ιαβίς είπαν στον Ναας τον Αμμωνίτην· “αύριον θα εξέλθωμεν από την πόλιν μας και κάμετέ μας, όπως σας αρέσει”. | 10 Κατόπιν αὐτῶν εἶπαν οἱ ἄνδρες τῆς Ἰαβὶς εἰς τὸν Νάας, τὸν βασιλέα τῶν Ἀμμωνιτῶν: «Αὔριον θὰ βγοῦμε ἀπὸ τὴν πόλιν μας καὶ θὰ ἔλθωμεν κοντ σας καὶ συμπεριφερθῆτε ἀπέναντί μας, ὅπως νομίζετε καλύτερον». |
11 καὶ ἐγενήθη μετὰ τὴν αὔριον καὶ ἔθετο Σαοὺλ τὸν λαὸν εἰς τρεῖς ἀρχάς, καὶ εἰσπορεύονται μέσον τῆς παρεμβολῆς ἐν φυλακῇ τῇ ἑωθινῇ καὶ ἔτυπτον τοὺς υἱοὺς Ἀμμὼν ἕως διεθερμάνθη ἡ ἡμέρα, καὶ ἐγενήθη καὶ ὑπολελειμμένοι διεσπάρησαν, καὶ οὐχ ὑπελείφθησαν ἐν αὐτοῖς δύο κατὰ τὸ αὐτό. | 11 Κατά την επομένην ημέραν ο Σαούλ διήρεσε τον στρατόν του εις τρία τμήματα και επετέθη με δύναμιν στο κέντρον της παρατάξεως των Αμμωνιτών κατά τας πρωϊνάς ώρας. Οι Ισραηλίται θαρραλέοι εκτυπούσαν και εφόνευαν τους εχθρούς των, μέχρις ότου εζέστανεν η ημέρα. Οι απομείναντες από τους Αμμωνίτας διεσκορπίσθησαν και εκυριεύθησαν από τόσον μεγάλον φόβον, ώστε δεν υπήρχον ούτε δύο μαζή. | 11 Τὴν ἑπομένην λοιπὸν ἡμέραν ἐχώρισεν ὁ Σαοὺλ τὸν στρατόν του εἰς τρία τμήματα καὶ ἐπροχώρησαν μέσα εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν κατὰ τὰ χαράματα, ἐνῶ διαρκοῦσε ἀκόμη ἡ τελευταῖα νυκτερινὴ σκοπιά. Καὶ ἐσκότωναν τοὺς Ἀμμωνίτας, ἕως ὅτου ἐζεστάθη ἡ ἡμέρα ἀπὸ τὸν ἥλιον. Ὅσοι δὲ Ἀμμωνῖται ἐγλύτωσαν ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῶν Ἰσραηλιτῶν, διεσκορπίσθησαν κατὰ τέτοιον τρόπον, ὥστε νὰ μὴ εὑρίσκωνται πλέον οὔτε δύο ἀπὸ αὐτοὺς εἰς τὸν ἴδιον τόπον. |
12 καὶ εἶπεν ὁ λαὸς πρὸς Σαμουήλ· τίς ὁ εἴπας ὅτι Σαοὺλ οὐ βασιλεύσει ἡμῶν; παράδος τοὺς ἄνδρας, καὶ θανατώσομεν αὐτούς. | 12 Ο λαός είπε τότε προς τον Σαμουήλ· “ποίοι είναι αυτοί, οι οποίοι είπαν ότι ο Σαούλ δεν θα είναι βασιλεύς μας; Φέρετε αυτούς τους άνδρας εδώ, δια να τους φονεύσωμεν”. | 12 Καὶ εἶπαν οἱ Ἰσραηλῖται εἰς τὸν Σαμουήλ: «Ποιὸς εἶναι αὐτός, ποὺ εἶπεν ὅτι δὲν πρέπει νὰ γίνῃ βασιλεύς μας ὁ Σαούλ; Παράδωσέ μας τοὺς ἄνδρας αὐτούς, ποὺ τὸ εἶπαν, διὰ νὰ τοὺς ἐξοντώσωμεν». |
13 καὶ εἶπε Σαούλ· οὐκ ἀποθανεῖται οὐδεὶς ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, ὅτι σήμερον ἐποίησε Κύριος σωτηρίαν ἐν Ἰσραήλ. | 13 Ο Σαούλ όμως είπε· “κανείς δεν θα φονευθή κατά την ημέραν αυτήν, διότι σήμερον ο Κυριος έστειλε την σωτηρίαν στον ισραηλιτικόν λαόν”. | 13 Καὶ εἶπεν ὁ Σαούλ: «Ὄχι, δὲν θὰ τιμωρηθῇ μὲ θάνατον κανεὶς κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν, διότι σήμερα μᾶς ἐχάρισε ὁ Κύριος τὴν νίκην καὶ ἐλύτρωσε τὸν Ἰσραήλ». |
14 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν λέγων· πορευθῶμεν εἰς Γάλγαλα, καὶ ἐγκαινίσωμεν ἐκεῖ τὴν βασιλείαν. | 14 Ο Σαμουήλ είπε προς τον λαόν· “ας πάμε εις τα Γαλγαλα, δια να εγκαινιάσωμεν επισήμως την εκλογήν του Σαούλ ως βασιλέως”. | 14 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Σαμουὴλ πρὸς τὸν λαὸν καὶ εἶπεν: «Ἂς πᾶμε εἰς τὰ Γάλγαλα, διὰ νὰ κάνωμεν ἐκεῖ τὰ ἐγκαίνια καὶ τὴν ἐπίσημον ἔναρξιν τῆς βασιλείας». |
15 καὶ ἐπορεύθη πᾶς ὁ λαὸς εἰς Γάλγαλα, καὶ ἔχρισε Σαμουὴλ ἐκεῖ τὸν Σαοὺλ εἰς βασιλέα ἐνώπιον Κυρίου ἐν Γαλγάλοις καὶ ἔθυσεν ἐκεῖ θυσίας καὶ εἰρηνικὰς ἐνώπιον Κυρίου· καὶ εὐφράνθη Σαμουὴλ καὶ πᾶς Ἰσραὴλ ὥστε λίαν. | 15 Πράγματι μετέβησαν εις τα Γαλγαλα, όπου ο Σαμουήλ έχρισε δι' ελαίου τον Σαούλ βασιλέα εις τα Γαλγαλα ενώπιον του Θεού. Εκεί ο Σαμουήλ προσέφερε διαφόρους θυσίας και θυσίας ειρηνικάς προς τον Κυριον. Ηυφράνθησαν δε πάρα πολύ ο Σαμουήλ και όλος ο ισραηλιτικός λαός. | 15 Καὶ ἐπῆγαν ὅλοι οἰ Ἰσραηλῖται εἰς τὰ Γάλγαλα καὶ ἐκεῖ, ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον τὸν Κυρίου, ποὺ ὑπῆρχεν εἰς τὰ Γάλγαλα, ὁ Σαμουὴλ ἔχρισε βασιλέα τὸν Σαούλ. Προσέφερε δὲ ἐκεῖ, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, θυσίας πολλάς, καὶ μάλιστα θυσίας εἰρηνικὰς πρὸς ἐκδήλωσιν εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Κύριον. Καὶ ἔνοιωσαν ἐξαιρετικὴν χαρὰν καὶ ὁ Σαμουὴλ καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται. |