Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:43
Δύση: 20:06
Σελ. 12 ημ.
111-255
16ος χρόνος, 5908η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἦν λειτουργῶν τῷ Κυρίῳ ἐνώπιον ῾Ηλὶ τοῦ ἱερέως· καὶ ρῆμα Κυρίου ἦν τίμιον ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, οὐκ ἦν ὅρασις διαστέλλουσα. 1 Ο δε νεαρός Σαμουήλ εξηκολούθει να υπηρετή στον ναόν του Κυρίου με ευλάβειαν και σεμνότητα, καθοδηγούμενος και παρακολουθούμενος από τον αρχιερέα Ηλί. Ο προφητικός λόγος κατά την εποχήν εκείνην ήτο σπάνιος, δεν υπήρχε δε και προφητεία δι' οραμάτων, η οποία να διατάσση τα δέοντα και να ζεχωρίζη ρητώς το ορθόν από του ψεύδους. 1 Εν τῷ μεταξὺ ὁ μικρὸς Σαμουὴλ ὑπηρετοῦσε εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου πλησίον τοῦ ἀρχιερέως Ἡλί. Κατὰ δὲ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἦτο δυσεύρετος καὶ σπάνιος, διότι δὲν ὑπῆρχαν ἄνθρωποι κατάλληλοι, διὰ νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν σὰν προφῆται Του, νὰ βλέπουν ὁράματα καὶ νὰ διακρίνουν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ να τὸ κηρύττουν.
2 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ καὶ ῾Ηλὶ ἐκάθευδεν ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ, καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἤρξαντο βαρύνεσθαι, καὶ οὐκ ἠδύναντο βλέπειν. 2 Ο Ηλί κατά την ιστορικήν δι' αυτόν εκείνην ημέραν εκοιμάτο στον τόπον, όπου συνήθως έμενε. Οι Οφθαλμοί του, λόγω της γεροντικής ηλικίας, ήρχισαν να χάνουν το φως των, ώστε να μη δύναται πλέον να βλέπη καθαρά. 2 Συνέβη λοιπὸν κάποιαν ἡμέραν τὸ ἑξῆς: Ὁ Ἡλί, ποὺ τὰ μάτια του λόγῳ καὶ τῆς ἡλικίας εἶχαν γίνει βαρειὰ καὶ θολὰ καὶ «δὲν ἡμποροῦσε νὰ βλέπῃ, κοιμόταν εἰς τὸν συνήθη τόπον του.
3 καὶ ὁ λύχνος τοῦ Θεοῦ πρὶν ἐπισκευασθῆναι, καὶ Σαμουὴλ ἐκάθευδεν ἐν τῷ ναῷ, οὗ ἡ κιβωτὸς τοῦ Θεοῦ. 3 Ητο η ώρα, κατά την οποίαν η επτάφωτος λυχνία έκαιεν ακόμη, ο δε Σαμουήλ εκοιμάτο εις κάποιο άκρον του ναού, εντός του οποίου υπήρχεν η Κιβωτός του Θεού. 3 Δὲν εἶχεν ἀκόμη χαράξει ἡ ἡμέρα καὶ δὲν εἶχαν σβήσει οἱ λύχνοι τῆς ἑπταφώτου λυχνίας, ποὺ τοὺς ἄναβαν κάθε βράδυ. Ὁ δὲ Σαμουὴλ κοιμόταν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, μέσα εἰς τὸν ὁποῖον εὑρίσκετο ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου.
4 καὶ ἐκάλεσε Κύριος· Σαμουὴλ Σαμουήλ· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ. 4 Ο Κυριος εκάλεσε τον Σαμουήλ και είπε· “Σαμουήλ, Σαμουήλ”. Ο δε Σαμουήλ απήντησεν· “ιδού εγώ, κύριε”. 4 Καὶ ἐφώναξε κάποιαν στιγμὴν ὁ Κύριος: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Καὶ ἀπεκρίθη ἐκεῖνος ἀμέσως: «Ὅριστε! Ἐδῶ εἶμαι».
5 καὶ ἔδραμε πρὸς ῾Ηλὶ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με· καὶ εἶπεν· οὐ κέκληκά σε, ἀνάστρεφε, κάθευδε· καὶ ἀνέστρεψε καὶ ἐκάθευδε. 5 Ετρεξε προς τον Ηλί και του είπεν· “ιδού εγώ είμαι παρώώ· ήλθα, διότι με εκάλεσες”. Ο Ηλί απήντησε· “δεν σε εκάλεσα· γύρισε πίσω και κοιμήσου”. Επέστρεψε και εκοιμήθη. 5 Καὶ ἐτρεξε πρὸς τὸν Ἡλὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐδῶ εἶμαι! Ἦλθα, ἐπειδὴ ἄκουσα ὅτι μὲ ἐκάλεσες!» Καὶ ὁ Ἡλὶ τοῦ εἶπε: «Δὲν σὲ ἐκάλεσα! Πήγαινε ἐκεῖ, ὅπου ἤσουν, καὶ συνέχισε τὸν ὕπνον σου». Καὶ ἐπέστρεψεν ἐκεῖνος εἰς τὴν θέσιν του καὶ ἐκοιμήθη.
6 καὶ προσέθετο Κύριος καὶ ἐκάλεσε· Σαμουὴλ Σαμουήλ· καὶ ἐπορεύθη πρὸς ῾Ηλὶ τὸ δεύτερον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με· καὶ εἶπεν· οὐ κέκληκά σε, ἀνάστρεφε, κάθευδε· 6 Ο Κυριος και πάλιν εκάλεσε τον Σαμουήλ λέγων· “Σαμουήλ, Σαμουήλ”. Ο Σαμουήλ νομίσας ότι ο Ηλί τον εκάλεσε, παρουσιάσθη δευτέραν φοράν προς αυτόν και είπε· “ιδού εγώ, ήλθον διότι με εκάλεσες”. Είπεν όμως εις αυτόν ο Ηλί· “όχι, δεν σε εκάλεσα, γύρισε και κοιμήσου πάλιν”. 6 Ἐφώναξε δὲ διὰ δευτέραν φορὰν ὁ Κύριος: «Σαμουήλ, Σαμουήλ!» Καὶ ἐπῆγε διὰ δευτέραν φορὰν ἐκεῖνος πρὸς τὸν Ἡλὶ καὶ τοῦ εἶπεν: «Ὅριστε! Ἦλθα, ἐπειδὴ ἄκουσα ὅτι μὲ ἐκάλεσες». Καὶ ἐκεῖνος ἀπεκρίθη: «Δὲν σὲ ἐκάλεσα. Πήγαινε πίσω εἰς τὴν θέσιν σου καὶ κοιμήσου».
7 καὶ Σαμουὴλ πρὶν ἢ γνῶναι Θεὸν καὶ ἀποκαλυφθῆναι αὐτῷ ρῆμα Κυρίου. 7 Αυτά έγιναν πριν η ο Σαμουήλ γνωρίση σαφώς τον καλούντα Θεόν, και πριν λάβη καμμίαν αποκάλυψιν εκ μέρους του Κυρίου. 7 Τὸ γεγονὸς αὐτὸ συνέβη πρὶν νὰ γνωρίσῃ ὁ Σαμουὴλ καλύτερα τὸν Θεὸν καὶ τοὺς τρόπους, μὲ τοὺς ὁποίους ἐπεμβαίνει Ἐκεῖνος εἰς τὴν ζωὴν τῶν ἀνθρώπων, καὶ πρὶν νὰ τοῦ ἀποκαλυφθῇ κάποιος λόγος ἀπὸ τὸν Κύριον.
8 καὶ προσέθετο Κύριος καλέσαι Σαμουὴλ ἐν τρίτῳ· καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη πρὸς ῾Ηλὶ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ, ὅτι κέκληκάς με. καὶ ἐσοφίσατο ῾Ηλὶ ὅτι Κύριος κέκληκε τὸ παιδάριον, 8 Δια τρίτην πάλιν φοράν ο Κυριος προσεκάλεσε τον Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ εσηκώθη, μετέβη προς τον Ηλί και είπεν· “ιδού εγώ, είμαι παρών, ήλθα διότι με προσεκάλεσες”. Ο Ηλί ενόησε τότε, ότι ο Κυριος είχε καλέσει τον νεαρόν Σαμουήλ, 8 Ἐπανέλαβε λοιπὸν ὁ Κύριος τὴν πρόσκλησίν του καὶ ἐφώναξε τὸν Σαμουὴλ διὰ τρίτην φοράν. Καὶ ἐσηκώθη καὶ πάλιν καὶ ἐπῆγε πρὸς τὸν Ἡλὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Ὅριστε, ἐδῶ εἶμαι! Ἦλθα, ἐπειδὴ μὲ ἐκάλεσες». Ἐκατάλαβε τότε ὁ Ἡλὶ ὅτι ἐπρόκειτο διὰ κάτι ἔκτακτον καὶ ὅτι ὁ Κύριος ἦτο Ἐκεῖνος, ποὺ εἶχε καλέσει τρεῖς φορὲς τὸν νεαρὸν βοηθόν του,
9 καὶ εἶπεν· ἀνάστρεφε, κάθευδε, τέκνον, καὶ ἔσται ἐὰν καλέσῃ σε καὶ ἐρεῖς· λάλει, Κύριε, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου. καὶ ἐπορεύθῃ Σαμουὴλ καὶ ἐκοιμήθη ἐν τῷ τόπῳ αὐτοῦ. 9 και είπε προς αυτόν· “πήγαινε πίσω, παιδί μου, και κοιμήσου· και αν σε καλέση πάλιν η φωνή αυτή που ήκουσες, θα είπης· Λαλει, Κυριε, διότι ο δούλος σου ακούει”. Ο Σαμουήλ επήγε πράγματι και εκοιμήθη πάλιν στον τόπον του. 9 καὶ δι’ αὐτὸ τοῦ εἶπε: «Γύρισε πίσω, παιδί μου, καὶ πέσε νὰ κοιμηθῇς. Καὶ ἐὰν σὲ φωνάξῃ, νὰ ἀπαντήσῃς: «Λέγε μου, Κύριε, ὅ,τι θέλεις, διότι ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, εἶμαι πρόθυμος νὰ σὲ ἀκούσω καὶ νὰ κάνω ὅτι θὰ διατάξῃς». Καὶ ἔφυγεν ὁ Σαμουὴλ καὶ ἐκοιμήθη εἰς τὴν θέσιν του.
10 καὶ ἦλθε Κύριος καὶ κατέστη καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸν ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ, καὶ εἶπε Σαμουήλ· λάλει, ὅτι ἀκούει ὁ δοῦλός σου. 10 Ο δε Κυριος ήλθε, εστάθη κάπου εκεί και εκάλεσεν αυτόν, όπως και προηγουμένως, και είπεν ο Σαμουήλ· “λαλεί, διότι ο δούλος σου ακούει”. 10 Καὶ ἦλθεν ὁ Κύριος καὶ ἐστάθη εἰς τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον τόπον, ὅπου ἦτο ὁ Σαμουήλ, καὶ τὸν ἐφώναξε μὲ τὸ ὄνομά του, ὅπως καὶ τὰς προηγουμένας φοράς. Καὶ ἀπήντησεν ὁ Σαμουήλ: ((Λέγε μου, Κύριε, ὅ,τι θέλεις, διότι ἐγώ, ὁ δοῦλος σου, εἶμαι πρόθυμος νὰ σὲ ἀκούσω καὶ νὰ κάνω ὅ,τι θὰ διατάξῃς».
11 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἰδοὺ ἐγὼ ποιῶ τὰ ρήματά μου ἐν ᾿Ισραήλ, ὥστε παντὸς ἀκούοντος αὐτὰ ἠχήσει ἀμφότερα τὰ ὦτα αὐτοῦ. 11 Ο Κυριος είπε προς τον Σαμουήλ· “ιδού, εγώ θα πραγματοποιήσω τα λόγιά μου ενώπιον του Ισραηλιτικού λαού κατά τέτοιον θαυμαστόν τρόπον, ώστε θα αντηχήσουν και τα δύο αυτιά παντός, ο οποίος ήθελε ακούσει αυτά. 11 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Σαμουήλ: «Πλησιάζει ἡ ὤρα ποὺ θὰ πραγματοποιήσω αὐτά, ποὺ εἶπα εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας καὶ μάλιστα μὲ τέτοιον τρόπον, ὥστε θὰ βουΐζουν καὶ τὰ δύο αὐτιὰ καθενός, ποὺ θὰ τὰ ἀκούῃ.
12 ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐπεγερῶ ἐπὶ ῾Ηλὶ πάντα, ὅσα ἐλάλησα εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ, ἄρξομαι καὶ ἐπιτελέσω. 12 Κατά την ημέραν εκείνην θα επιφέρω κατά του Ηλί όλα όσα είπα εναντίον του οίκου του. Θα αρχίσω, αλλά και θα φέρω εις πέρας, τας εναντίον αυτού τιμωρίας μου. 12 Κατὰ τὴν ὡρισμένην ἐκείνην ἡμέραν θὰ φέρω ἐπάνω εἰς τὸν Ἡλὶ ὅλα, ὅσα εἶπα ἐναντίον τῆς οἰκογενείας του. Δὲν πρόκειται νὰ μετανοήσω. Θὰ ἀρχίσω καὶ θὰ ὁλοκληρώσω ὁ ἴδιος τὴν τιμωρίαν του.
13 καὶ ἀνήγγελκα αὐτῷ ὅτι ἐκδικῶ ἐγὼ τὸν οἶκον αὐτοῦ ἕως αἰῶνος ἐν ἀδικίαις υἱῶν αὐτοῦ, ὅτι κακολογοῦντες Θεὸν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἐνουθέτει αὐτοὺς 13 Εχω προαναγγείλει εις αυτόν, ότι θα τιμωρήσω την οικργένειάν του εις αιώνα τον άπαντα εξ αιτίας των αμαρτιών, που διαπράττουν οι υιοί του, διότι οι υιοί του βλασφημούν τον Θεόν, ο δε Ηλί δεν επέπληττε και δεν ενουθετούσε αυτούς, όπως έπρεπε. 13 Καὶ ἤδη τοῦ τὸ ἔχω ἀναγγείλει ὅτι θὰ ἐκδικηθῶ Ἐγὼ ὁ Ἴδιος τὴν οἰκογένειάν του μέχρι συντελείας τῶν αἰώνων διὰ τὰς ἀδικίας τῶν υἱῶν του· διότι οἰ υἱοί του αὐτοὶ ὕβριζαν καὶ ἐβλασφημοῦσαν τὸν Θεὸν καὶ ἐκεῖνος δὲν τοὺς συνεβούλευεν, ὅπως ἔπρεπε.
14 καὶ οὐδ᾿ οὕτως. ὤμοσα τῷ οἴκῳ ῾Ηλί· εἰ ἐξιλασθήσεται ἀδικία οἴκου ῾Ηλὶ ἐν θυμιάματι καὶ ἐν θυσίαις ἕως αἰῶνος. 14 Δεν θα συνεχισθή όμως αυτή η κατάστασις. Ωρκίσθηκα εναντίον της οικογενείας του Ηλί και είπα· Η αμαρτία των παιδιών του Ηλί ουδέποτε θα εξιλεωθή ούτε με θυμιάματα ούτε με αναιμάκτους και αιματηράς θυσίας”. 14 Δὲν ἀνέχομαι πλέον νὰ συνεχίζεται αὐτὴ ἡ ἀσέβεία. Ὡρκίσθηκα ἤδη ἐναντίον τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἡλί. Δὲν θὰ ἐξιλεωθῇ ποτὲ ἡ παρανομία τῆς ἱερατικῆς οἰκογενείας τοῦ Ἡλὶ οὔτε μὲ θυμίαμα οὔτε μὲ θυσίας».
15 καὶ κοιμᾶται Σαμουὴλ ἕως πρωΐ καὶ ὤρθρισε τὸ πρωΐ καὶ ἤνοιξε τὰς θύρας οἴκου Κυρίου· καὶ Σαμουὴλ ἐφοβήθη ἀπαγγεῖλαι τὴν ὅρασιν τῷ ῾Ηλί. 15 Ο Σαμουήλ εκοιμήθη μέχρι της πρωΐας, οπότε λίαν πρωϊ εξύπνησε και ανοιξε τας θύρας του οίκου του Κυρίου. Ο Σαμουήλ εφοβήθη να ανακοινώση στον Ηλί την όρασιν και προφητείαν την οποίαν ήκουσε. 15 Καὶ ἐκοιμήθη ὁ Σαμουὴλ μέχρι τὸ πρωῒ καὶ ἐξύπνησεν ἐνωρὶς τὸ πρωῒ καὶ ἄνοιξε τὰς πύλας τοῦ οἴκου τοῦ Κυρίου. Ἐφοβήθη ὅμως ὁ Σαμουὴλ νὰ φανερώσῃ εἰς τὸν Ἡλὶ αὐτό, ποὺ εἶδε καὶ ἄκουσε.
16 καὶ εἶπεν ῾Ηλὶ πρὸς Σαμουήλ· Σαμουὴλ τέκνον· καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ. 16 Ο Ηλί είπεν όμως προς τον Σαμουήλ· “Σαμουήλ, τέκνον μου”. Και Σαμουήλ είπεν· “ιδού εγώ, κύριε, είμε παρών”. 16 Καὶ εἶπεν ὁ Ἡλὶ πρὸς τὸν Σαμουήλ: «Σαμουήλ, παιδί μου». Καὶ ἐκεῖνος ἀπάντησε: «Ὁρίστε, ἐδῶ εἶμαι».
17 καὶ εἶπε· τί τὸ ρῆμα τὸ λαληθὲν πρός σε; μὴ δὴ κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ· τάδε ποιήσαι σοι ὁ Θεὸς καὶ τάδε προσθείη, ἐὰν κρύψῃς ἀπ᾿ ἐμοῦ ρῆμα ἐκ πάντων τῶν λόγων τῶν λαληθέντων σοι ἐν τοῖς ὠσί σου. 17 Είπεν ο Ηλί· “ποίος είναι ο λόγος, τον οποίον ελάλησε προς σε ο Κυριος; Μη μου αποκρύψης τίποτε απολύτως. Θα σε τιμωρήση ο Θεός, εάν μου αποκρύψης, έστω και ένα λόγον από όλα τα λόγια, τα οποία ελαλήθησαν εις τα αυτιά σου”. 17 Καὶ εἶπεν ὁ Ἡλί: «Τί ἀκριβῶς σοῦ ἐλέχθη κατὰ τὴν νύκτα; Πρόσεξε μὴ κρύψῃς κάτι ἀπὸ ἐμέ. Ἐὰν τυχὸν κρύψῃς ἀπὸ ἐμὲ κάτι ἀπὸ ὅλα τὰ λόγια, ποὺ ἄκουσες μὲ τὰ αὐτιά σου, νὰ σὲ τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς μὲ αὐτὴν καὶ αὐτὴν τὴν τιμωρίαν καὶ ἀκόμη περισσότερον».
18 καὶ ἀπήγγειλε Σαμουὴλ πάντας τοὺς λόγους καὶ οὐκ ἔκρυψεν ἀπ᾿ αὐτοῦ. καὶ εἶπεν ῾Ηλί· Κύριος αὐτός, τὸ ἀγαθὸν ἐνώπιον αὐτοῦ ποιήσει. 18 Ο Σαμουήλ εφανέρωσε τότε στον Ηλί όλα τα λόγια και δεν έκρυψε τίποτε από αυτόν. Είπε δε ο Ηλί· “ο Κυριος είναι αυτός και ας κάμη το καλόν και το πρέπον ενώπιόν του”. 18 Ἀνεκοίνωσε τότε ὁ Σαμουὴλ ὅλα τὰ λόγια ποὺ ἄκουσε καὶ δὲν ἀπέκρυψε τίποτε ἀπὸ αὐτόν. Ὅταν τὰ ἄκουσε ὁ Ἡλί, εἶπε: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος ὅλων καὶ ἑπομένως ἂς κάνῃ ὅ,τι νομίζει καλόν».
19 καὶ ἐμεγαλύνθη Σαμουήλ, καὶ ἦν Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔπεσεν ἀπὸ πάντων τῶν λόγων αὐτοῦ ἐπὶ τὴν γῆν. 19 Ο Σαμουήλ δια την αρετήν του και την σύνεσίν του έγινε μέγας και πολύς. Ο Κυριος ήτο μαζή του και τίποτε από όλα τα λόγια, τα οποία ο Σαμουήλ είπε, δεν έπεσεν εις την γην, δεν ελέχθη επί ματαίω. 19 Καὶ ἐμεγάλωνεν ὁ Σαμουὴλ καὶ διεδίδετο συγχρόνως καὶ ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του καὶ ἐδοξάζετο. Ἦτο δὲ πάντοτε μαζί του ὁ Κύριος καὶ συντελοῦσε, ὥστε να μὴ πέσῃ ποτὲ εἰς τὴν γῆν κενὸς καὶ ἀπραγματοποίητος κανεὶς λόγος, ἀπὸ ὅσους ἔλεγεν ὁ Σαμουήλ.
20 καὶ ἔγνωσαν πᾶς ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ ὅτι πιστὸς Σαμουὴλ εἰς προφήτην τῷ Κυρίῳ. 20 Ολοι δε οι Ισραηλίται, οι οποίοι κατοικούσαν από την περιοχήν Δαν και έως την περιοχήν Βηρσαβεέ, επείσθησαν ότι ο Σαμουήλ ήτο πιστός και αληθινός προφήτης του Κυρίου. 20 Ἔμαθαν δὲ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὸ βορειότερον μέρος τῆς χώρας, ὅπου εὑρίσκετο ἡ πόλις Δάν, μέχρι τὸ νοτιώτερον, ὅπου ἦτο ἡ πόλις Βηρσαβεέ, ὅτι ὁ Σαμουὴλ ἦτο προφήτης τοῦ Κυρίου ἀληθινὸς καὶ ἀξιόπιστος.
21 καὶ προσέθετο Κύριος δηλωθῆναι ἐν Σηλώμ, ὅτι ἀπεκαλύφθη Κύριος πρὸς Σαμουήλ· καὶ ἐπιστεύθη Σαμουὴλ τοῦ προφήτης γενέσθαι τῷ Κυρίῳ εἰς πάντα ᾿Ισραὴλ ἀπ᾿ ἄκρων τῆς γῆς καὶ ἕως ἄκρων. καὶ ῾Ηλὶ πρεσβύτης σφόδρα, καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ πορευόμενοι ἐπορεύοντο καὶ πονηρὰ ἡ ὁδὸς αὐτῶν ἐνώπιον Κυρίου. 21 Ο Κυριος επανειλημμένως εξεδήλωσε το θέλημά του εν Σηλώμ δια του Σαμουήλ, διότι απεκαλύφθη ο Κυριος προς τον Σαμουήλ. Από όλους δε τους Ισραηλίτας από το ένα άκρον της γης Παλαιστίνης έως το άλλο άκρουν έγινε πιστευτόν και αποδεκτόν ότι ο Σαμουήλ είναι προφήτης του Κυρίου. Ο Ηλί εγήρασε πλέον πολύ, οι δε υιοί του εξηκολούθουν να φέρωνται κατά τον ίδιον τρόπον και ο τρόπος της ζωής των ήτο πονηρός ενώπιον του Κυρίου. 21 Ὁ δὲ Κύριος ἔκαμε καὶ ἄλλας ἀποκαλύψεις Του ἐκεῖ εἰς τὴν Σηλώμ, διότι ἐφανερώθη καὶ ἄλλοτε εἰς τὸν Σαμουήλ. Ἔτσι ἔγινε πιστευτὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰσμαηλίτας ἀπὸ τὴν μίαν ἄκρην τῆς χώρας ἕως τὴν ἄλλην ὅτι ὁ Σαμουὴλ ἀνεδείχθη προφήτης τοῦ Κυρίου. Ὁ δὲ Ἡλὶ ἐγήρασε πολὺ καὶ τὰ παιδιά του ἑξακολουθοῦσαν νὰ ζοῦν ὅπως καὶ προηγουμένως. Ἡ συμπεριφορά των ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ἦτο ἀσεβὴς καὶ παράνομος.