Πέμπτη, 12 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:33
Δύση: 17:07
Σελ. 12 ημ.
347-19
16ος χρόνος, 6144η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΕΣΤΕΡΕΩΘΗ ἡ καρδία μου ἐν Κυρίῳ, ὑψώθη κέρας μου ἐν Θεῷ μου· ἐπλατύνθη ἐπ᾿ ἐχθρούς μου τὸ στόμα μου, εὐφράνθην ἐν σωτηρίᾳ σου. 1 Η λυπημένη και κλονισμένη καρδία μου εστερεώθη με την δύναμιν και την χάριν του Κυρίου. Εξυψώθη η δύναμίς μου δια του Θεού μου, το στόμα μου διάπλατα ήνοιξεν εναντίον των εχθρών μου. Είμαι γεμάτη χαράν από την σωτηριώδη δύναμιν του Κυρίου. 1 Η πληγωμένη καὶ ταραγμένη καρδιά μου ἐπῆρε δύναμιν ἀπὸ τὸν Κύριον καὶ ἐστερεώθη. Μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ μου ἐξυψώθη ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα μου. Ἄνοιξε τὸ στόμα μου καὶ ἠμπορῶ πλέον νὰ ὁμιλῶ ἐλεύθερα πρὸς τοὺς ἐχθρούς μου, ποὺ μὲ περιφρονοῦσαν διὰ τὴν ἀτεκνίαν μου. Ἐγέμισα ἀπὸ χαρὰν διὰ τὴν λύτρωσιν, ποὺ μοῦ ἐχάρισες, Κύριε.
2 ὅτι οὐκ ἔστιν ἅγιος ὡς Κύριος, καὶ οὐκ ἔστι δίκαιος ὡς ὁ Θεὸς ἡμῶν· οὐκ ἔστιν ἅγιος πλήν σου. 2 Διότι δεν υπάρχει απολύτως κανένας άλλος άγιος, όπως είναι ο Κυριος, ούτε κανένας άλλος δίκαιος όπως είναι ο δίκαιος Θεός μας. Δεν υπάρχει κανένας άλλος άγιος, πλην από σε Κυριε. 2 Διότι κανεὶς ἄλλος δὲν εἶναι τόσον ἅγιος, ὅπως ὁ Κύριος, καὶ κανεὶς δὲν εἶναι τόσον δίκαιος, ὅπως ὁ Θεός μας. Δὲν ὑπάρχει, ἐπαναλαμβάνω, κανεὶς ἅγιος, ἕκτος ἀπὸ Σέ, Κύριε.
3 μὴ καυχᾶσθε, καὶ μὴ λαλεῖτε ὑψηλά, μὴ ἐξελθέτω μεγαλορρημοσύνη ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν, ὅτι Θεὸς γνώσεων Κύριος καὶ Θεὸς ἑτοιμάζων ἐπιτηδεύματα αὐτοῦ. 3 Ανθρωποι, μη καυχάσθε και μη λαλήτε υπερήφανα λόγια. Ας μη εξέλθουν από το στόμα σας αλαζονικά λόγια, διότι ο Θεός είναι ο μόνος παντογνώστης Κυριος. Αυτός είναι, που φέρει εις άριστον πέρας τα τέλεια αυτού έργα. 3 Μὴ καυχάσθε διὰ τὰ χαρίσματά σας, ἄνθρωποι, καὶ μὴ λέγετε μεγάλα λόγια. Ἂς μὴ βγαίνουν ἀπὸ τὸ στόμα σας λέξεις, ποὺ φανερώνουν ἐγωϊσμὸν καὶ ὑπερηφάνειαν, διότι ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ποὺ τὰ γνωρίζει ὅλα - καὶ Αὐτὸς εἶναι ποὺ χαρίζει καὶ τὴν γνῶσιν εἰς τοὺς ἂνθρώπους. Εἶναι Θεός, ποὺ ρυθμίζει μὲ σοφίαν καὶ κατὰ τρόπον τέλειον καὶ ἀλάνθαστον τὰ σχέδια καὶ τὰ ἔργα Του.
4 τόξον δυνατῶν ἠσθένησε, καὶ ἀσθενοῦντες περιεζώσαντο δύναμιν· 4 Δυνατών πολεμιστών τα τόξα απεδείχθησαν ανίσχυρα, ενώ εξ αντιθέτου άνθρωποι ασθενείς και αδύνατοι περιεζώσθησαν και απέκτησαν δύναμιν. 4 Ἡ δύναμις τῶν ἀνθρώπων, ποὺ ἐνόμιζαν τοὺς ἑαυτούς των δυνατούς, ἐξησθένησε καὶ ἀπεδείχθη μηδαμινή, ἐνῷ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν ἀδύνατοι, ἐζώσθηκαν μὲ δύναμιν καὶ ἀπεδείχθησαν ἰσχυροί.
5 πλήρεις ἄρτων ἠλαττώθησαν, καὶ οἱ πεινῶντες παρῆκαν γῆν· ὅτι στεῖρα ἔτεκεν ἑπτά, καὶ ἡ πολλὴ ἐν τέκνοις ἠσθένησε. 5 Ανθρωποι πλούσιοι εις υλικά αγαθά επτώχυναν και επείνασαν, ενώ άνθρωποι πτωχοί, οι οποίοι επεινούσαν, έγιναν πλούσιοι τόσον πολύ, ώστε εγκατεστάθησαν εις εύφορον χώραν. Υπήρξε στείρα, η οποία εγέννησε πολλά παιδιά και εξ αντιθέτου υπήρξε πολύτεκνος με πολλά παιδιά, η οποία εν τέλει έμεινε μόνη της και απωρφανισμένη, 5 Ἄνθρωποι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀγαθὰ τῆς γῆς ἔχασαν τὰς περιουσίας των, ἐνῷ ἄλλοι, ποὺ ἐπεινοῦσαν, ἔγιναν τόσον πλούσιοι, ὥστε ἄφησαν τὴν γῆν καὶ ἔπαυσαν νὰ δουλεύουν οἱ ἴδιοι εἰς τοὺς ἀγρούς, ἄλλα ἐπῆραν μισθωτοὺς ἐργάτας. Στεῖρα γυναῖκα ἐπίσης ἀπέκτησε πολλὰ παιδιά, ἐνῷ ἄλλη, ποὺ εἶχε πολλὰ τέκνα, τὰ ἔχασε ὅλα καὶ ἔμεινε μόνη καὶ ἐρήμη.
6 Κύριος θανατοῖ καὶ ζωογονεῖ, κατάγει εἰς ᾅδου καὶ ἀνάγει· 6 Ο Θεός είναι ο κύριος του θανάτου και της ζωής. Αυτός θανατώνει και αυτός ζωογονεί, αυτός κατεβάζει τους ανθρώπους στον τάφον και αυτός τους επαναφέρει πάλιν εις την ζωήν. 6 Ὁ Κύριος σὰν ἐξουσιαστὴς τῶν πάντων θανατώνει καὶ ζωογονεῖ, κατεβάζει τὸν ἄνθρωπον εἰς τὰ βάθη τοῦ Ἅδου καὶ τὸν ἀνεβάζει καὶ πάλιν.
7 Κύριος πτωχίζει καὶ πλουτίζει, ταπεινοῖ καὶ ἀνυψοῖ. 7 Ο Κυριος είναι εκείνος ο οποίος καθιστά πτωχούς τους πλουσίους και κάμνει πλουσίους τους πτωχούς. Ταπεινώνει και ανυψώνει. 7 Ὁ Κύριος κάμνει τὸν ἄνθρωπον πτωχὸν καὶ πλούσιον, τὸν ταπεινώνει καὶ τὸν ἀνυψώνει.
8 ἀνιστᾷ ἀπὸ γῆς πένητα καὶ ἀπὸ κοπρίας ἐγείρει πτωχὸν καθίσαι μετὰ δυναστῶν λαοῦ καὶ θρόνον δόξης κατακληρονομῶν αὐτοῖς. 8 Αυτός ανεγείρει από την γην τον κατάκοιτον πτωχόν· πεινώντα και στερούμενον, που κοιμάται εις την κοπριάν, τον ανυψώνει και τον ενθρονίζει ως ισχυράν μεταξύ των ισχυρών της γης. Αυτός αναδεικνύει τους πτωχούς και αποκλήρους κληρονόμους θρόνων ενδόξων. 8 Ὁ Κύριος σηκώνει ἀπὸ τὴν ταπεινὴν κατάστασιν τὸν πτωχὸν καὶ ἀνυψώνει ἀπὸ τὴν κοπριὰν ἕνα ἄσημον καὶ ἄπορον ἄνθρωπον, διὰ νὰ τὸν βάλῃ νὰ καθήσῃ μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ καὶ νὰ τὸν ἀναδείξῃ κληρονόμον ἐνδόξου θρόνου.
9 διδοὺς εὐχὴν τῷ εὐχομένῳ καὶ εὐλόγησεν ἔτη δικαίου· ὅτι οὐκ ἐν ἰσχύϊ δυνατὸς ἀνήρ, 9 Αυτός είναι εκείνος, ο οποίος εκπληρώνει το αίτημα του ευσεβούς. Αυτός επλήθυνε τα έτη της ζωής του δικαίου δυνατός εις την πραγματικότητα δεν είναι εκείνος, ο οποίος έχει σωματικήν δύναμιν. 9 Ὁ Κύριος εἶναι Ἐκεῖνος, ποὺ συντελεῖ εἰς τὸ νὰ ἐκπληρώνωνται τὰ αἰτήματα τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ προσεύχεται μὲ πίστιν, καθὼς καὶ τὰ τάματά του. Ἐκεῖνος ἐπίσης εὐλογεῖ καὶ πληθαίνει τὰ ἔτη τῆς ζωῆς τοῦ εὐσεβοῦς καὶ ἐναρέτου ἀνθρώπου. Τὰ πάντα ἐξαρτῶνται ἀπὸ Ἐκεῖνον, διότι καὶ ἡ δύναμις κάποιου ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι δυνατός, δὲν στηρίζεται εἰς τὰς ἰδικάς του σωματικὰς δυνάμεις καὶ ἱκανότητας.
10 Κύριος ἀσθενῆ ποιήσει ἀντίδικον αὐτοῦ, Κύριος ἅγιος. μὴ καυχάσθω ὁ φρόνιμος ἐν τῇ φρονήσει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ δυνατὸς ἐν τῇ δυνάμει αὐτοῦ, καὶ μὴ καυχάσθω ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἐν τούτῳ καυχάσθω ὁ καυχώμενος, συνιεῖν καὶ γινώσκειν τὸν Κύριον καὶ ποιεῖν κρίμα καὶ δικαιοσύνην ἐν μέσῳ τῆς γῆς. Κύριος ἀνέβη εἰς οὐρανοὺς καὶ ἐβρόντησεν, αὐτὸς κρινεῖ ἄκρα γῆς, καὶ δίδωσιν ἰσχὺν τοῖς βασιλεῦσιν ἡμῶν καὶ ὑψώσει κέρας χριστοῦ αὐτοῦ. 10 Ο Κυριος καθιστά ανίσχυρον τον οιονδήποτε εχθρόν του. Ο Κυριος είναι ο μόνος άγιος. Λοιπόν, ας μη καυχάται ο σοφός με την σοφίαν αυτού ούτε ο δυνατός με την δύναμίν του, ούτε ο πλούσιος δια τον πλούτον του. Αλλά στούτο πρέπει να καυχάται ο συνετός άνθρωπος, στο γεγονός ότι γνωρίζει και σκέπτεται τον Κυριον και προ παντός στο ότι εφαρμόζει δικαιοσύνην εν μέσω των άλλων ανθρώπων. Ο Κυριος ανέβη στους ουρανούς και από εκεί εξαπέλυσε βροντάς και κεραυνούς. Αυτός κρίνει και δικάζει την οικουμένην μέχρι των περάτων της γης. Διδει δύναμιν στους βασιλείς μας, αυτός μεγαλώνει την δύναμιν του βασιλέως, τον οποίον αυτός θα έχη χρίσει”. 10 Ὁ Κύριος θὰ ἀποδυναμώσῃ καὶ θὰ συντρίψῃ κάθε ἀντίπαλόν Του, ὁ Κύριος ποὺ εἶναι ὁ μόνος ἅγιος. Ἂς μὴ καυχᾶται ὁ σοφὸς διὰ τὴν σοφίαν του. Καὶ ἂς μὴ καυχᾶται ὁ δυνατὸς διὰ τὴν δύναμίν του. Ἀλλὰ καὶ ὁ πλούσιος ἂς μὴ καυχᾶται διὰ τὸν πλοῦτον του. Μόνον διὰ τὸ ἑξῆς νὰ καυχᾶται αὐτὸς ποὺ καυχᾶται: διὰ τὸ ὅτι τὸν ἐφώτισεν ὁ Θεὸς νὰ σκέπτεται καὶ νὰ γνωρίζῃ τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, νὰ ἐφαρμόζῃ τὰς θείας ἐντολὰς καὶ νὰ ζῇ με ἀρετὴν καὶ δικαιοσύνην ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Ὁ Κύριος ἀνέβηκε σὰν ἐξουσιαστὴς ἐπάνω εἰς τοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐβρόντησε τὸ μεγαλεῖον τοῦ παντοῦ. Αὐτὸς εἶναι, ποὺ θὰ κρίνῃ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ κατοικοῦν ἕως τὰ πέρατα τῆς γῆς. Αὐτὸς εἶναι, ποὺ χαρίζει δύναμιν εἰς τοὺς βασιλεῖς καὶ ἄρχοντάς μας καὶ θὰ μεγαλύνῃ καὶ θὰ ὑψώσῃ τὴν δύναμιν ἐκείνου, ποὺ θὰ ἔχῃ χρισθῇ ἀπὸ Αὐτόν».
11 Καὶ κατέλιπεν αὐτὸν ἐκεῖ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἀπῆλθεν εἰς ᾿Αρμαθαίμ, καὶ τὸ παιδάριον ἦν λειτουργῶν τῷ προσώπῳ Κυρίου ἐνώπιον ῾Ηλὶ τοῦ ἱερέως. 11 Η Αννα αφήκε το παιδίον της, τον Σαμουήλ, εκεί ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου και επανήλθεν εις την Αρμαθαίμ. Το παιδίον της ανέλαβε να υπηρετή τον Θεόν κοντά στον Ηλί τον αρχιερέα. 11 Καὶ ἀφοῦ εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ ἡ Ἄννα, ἄφησε τὸν Σαμουὴλ ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὴν Ἀρμαθαίμ. Τὸ δὲ μικρὸ παιδί, ὁ Σαμουήλ, ὑπηρετοῦσεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου, ἐμπρὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα Ἡλί.
12 Καὶ οἱ υἱοὶ ῾Ηλὶ τοῦ ἱερέως υἱοὶ λοιμοὶ οὐκ εἰδότες τὸν Κύριον. καὶ τὸ δικαίωμα τοῦ ἱερέως παρὰ τοῦ λαοῦ, παντὸς τοῦ θύοντος· 12 Οι υιοί όμως του αρχιερέως Ηλί ήσαν ελεεινοί και κακοήθεις, εστία μολύνσεως. Δεν εσέβοντο τον Κυριον και δεν εζούσαν σύμφωνα με τον θείον νόμον. Εκανον κατάχρησιν των δικαιωμάτων του ιερέως ενώπιον του λαού, ενώπιον παντός Ισραηλίτου, ο οποίος προσήρχετο να προσφέρη την θυσίαν. 12 Οἱ υἱοὶ ὅμως τοῦ ἀρχιερέως Ἡλὶ ἦσαν ἀσεβεῖς καὶ διεφθαρμένοι καὶ δὲν εἶχαν κανένα ψυχικὸν σύνδεσμον μὲ τὸν Κύριον. Διὰ τοῦτο δὲν ἐφέροντο, ὅπως ἔπρεπεν, ὡς πρὸς αὐτὰ ποὺ ἐδικαιοῦτο νὰ παίρνῃ ὁ ἱερεὺς ἀπὸ τὸν λαόν, ἀπὸ καθένα ποὺ προσέφερε θυσίαν.
13 καὶ ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέως, ὡς ἂν ἡψήθη τὸ κρέας, καὶ κρεάγρα τριόδους ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, 13 Ο δούλος του αρχιερέως Ηλί, κατόπιν εντολής του Οφνί και Φινεές, προσήρχετο, πριν βράση το κρέας της θυσίας, κρατών εις τα χέρια του ένα μεγάλο πηρούνι με τρία δοντια. 13 Ἐπήγαινε δηλαδὴ κατ' ἐντολὴν τῶν υἱῶν τοῦ Ἡλὶ ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης τοῦ ἱερέως, πρὶν βράσῃ τὸ κρέας τῶν θυσιῶν, ἐκεῖ ὅπου τὸ ἔψηναν, καὶ ἐκρατοῦσεν εἰς τὰ χέρια του ἕνα πηροῦνι μὲ τρία δόντια.
14 καὶ ἐπάταξεν αὐτὴν εἰς τὸν λέβητα τὸν μέγαν ἢ εἰς τὸ χαλκεῖον ἢ εἰς τὴν χύτραν· καὶ πᾶν, ὃ ἐὰν ἀνέβη ἐν τῇ κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς· κατὰ τάδε ἐποίουν παντὶ ᾿Ισραὴλ τοῖς ἐρχομένοις θῦσαι Κυρίῳ ἐν Σηλὼμ. 14 Εβύθιζε το πηρούνι στον μεγάλον λέβητα η εις την χαλκίνην χύτραν η εις την μικροτέραν χύτραν, και κάθε τι το οποίον ήρπαζε το πηρούνι, ο δούλος το έπαιρνε δια τον ιερέα τον κύριόν του. Κατά πορόμοιον τρόπον οι υιοί του Ηλί εφέροντο προς κάθε Ισραηλίτην, ο οποίος προσήρχετο να θυσιάση εις Σηλώμ. 14 Καὶ τὸ ἔχωνε μὲ ὁρμὴν εἰς τὸ μεγάλο καζάνι, ἢ εἰς τὸ μικρὸ χάλκινο καζάνι, ἢ εἰς τὴν χύτραν, ὅπου ἔβραζαν τὰ κρέατα τῶν θυσιῶν, καὶ ὀτιδήποτε ἔπιανε μὲ τὸ πηροῦνι, τὸ ἔπαιρνε διὰ τὸν ἑαυτόν του ὁ ἱερεύς. Ἔτσι ἔκαμναν δι' ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτας, ποὺ ἐπήγαιναν εἰς τὴν Σηλὼμ διὰ νὰ προσφέρουν θυσίας εἰς τὸν Κύριον.
15 καὶ πρὶν θυμιαθῆναι τὸ στέαρ, ἤρχετο τὸ παιδάριον τοῦ ἱερέως καὶ ἔλεγε τῷ ἀνδρὶ τῷ θύοντι· δὸς κρέας ὀπτῆσαι τῷ ἱερεῖ, καὶ οὐ μὴ λάβω παρὰ σοῦ κρέας ἑφθὸν ἐκ τοῦ λέβητος. 15 Πριν δε τεθή το λίπος των θυσιαζομένων ζώων στο θυσιαστήριον, δια να ανέλθη ως θυμίαμα ο καπνός από αυτό, ήρχετο ο δούλος του ιερέως και έλεγεν στον άνδρα, ο οποίος προσέφερε την θυσίαν· “δος μου κρέας να ψήσωμε δια τον ιερέα και δεν θα πάρω από σένα κρέας, το οποίον βράζει στον λέβητα”. 15 Προτοῦ δὲ νὰ τοποθετηθῇ τὸ λίπος τῶν σφακτῶν εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ νὰ καῇ σὰν θυμίαμα πρὸς τὸν Θεόν, ἐπλησίαζεν ὁ ὑπηρέτης τοῦ ἱερέως καὶ ἔλεγεν εἰς τὸν ἄνθρωπον, ποὺ προσέφερε τὴν θυσίαν: «Δός μου κρέας νὰ τὸ ψήσω διὰ τὸν ἱερέα καὶ δὲν θὰ πάρω ἀπὸ σὲ κρέας βρασμένο μέσα ἀπὸ τὸ καζάνι».
16 καὶ ἔλεγεν ὁ ἀνὴρ ὁ θύων· θυμιαθήτω πρῶτον, ὡς καθήκει, τὸ στέαρ, καὶ λάβε σεαυτῷ ἐκ πάντων, ὧν ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή σου. καὶ εἶπεν· οὐχί, ὅτι νῦν δώσεις, καὶ ἐὰν μή, λήψομαι κραταιῶς. 16 Ο δε Ισραηλίτης ο οποίος προσέφερε την θυσίαν έλεγεν· “ας καή πρώτα το λίπος επάνω στο θυσιαστήριον, όπως ο Θεός διατάσσει, και έπειτα πάρε από όλα όσα επιθυμεί η ψυχή σου”. “Οχι, απαντούσε ο δούλος. Τωρα θα μου δώσης. Και αν υποτεθή ότι δεν μου δώσης, εγώ θα το πάρω δια της βίας”. 16 Καὶ ἔλεγεν ὁ ἄνθρωπος, ποὺ προσέφερε τὴν θυσίαν: «Ἂς καῇ πρῶτα, ὅπως ὁρίζει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, τὸ λίπος εἰς τὸ θυσιαστήριον σὰν θυμίαμα καὶ πάρε ἔπειτα διὰ τὸν ἑαυτόν σου ἀπὸ ὅλα, ὅσα ἐπιθυμεῖ ἡ καρδία σου. Ὁ ὑπηρέτης ὅμως ἀπαντοῦσε: «Ὄχι ἔπειτα! Τώρα θὰ μοῦ τὸ δώσῃς! Καὶ ἐὰν δὲν δέχεσαι, θὰ τὸ πάρω μὲ τὸ ἔτσι θέλω!»
17 καὶ ἦν ἡ ἁμαρτία ἐνώπιον Κυρίου τῶν παιδαρίων μεγάλη σφόδρα, ὅτι ἠθέτουν τὴν θυσίαν Κυρίου. 17 Αυτό ήτο ενώπιον του Κυρίου αμαρτία των υπηρετών των ιερέων, πάρα πολύ μεγάλη, διότι καταφρονούσαν την θυσίαν του Κυρίου και ασεβούσαν προς αυτόν τον Κυριον. 17 Ἡ ἁμαρτία αὐτὴ τῶν νέων αὐτῶν παιδιῶν ἀπέναντι τοῦ Κυρίου ἦτο πολὺ μεγάλη, διότι ἐφέροντο μὲ περιφρόνησιν καὶ ἀσέβειαν πρὸς τὴν θυσίαν, ποὺ προσεφέρετο πρὸς τὸν Κύριον.
18 καὶ Σαμουὴλ ἦν λειτουργῶν ἐνώπιον Κυρίου παιδάριον περιεζωσμένον ἐφοὺδ βάρ, 18 Το παιδίον Σαμουήλ προσέφερε τας υπηρεσίας του προς τον Κυριον· ήτο δε εζωσμένον με ένα λινόν εφούδ. 18 Ὁ δὲ Σαμουὴλ ἦτο μικρὸ παιδί, ζωσμένο μὲ λινὸν ἐφοὺδ καὶ ὑπηρετοῦσε εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου.
19 καὶ διπλοΐδα μικρὰν ἐποίησεν αὐτῷ ἡ μήτηρ αὐτοῦ καὶ ἀνέφερεν αὐτῷ ἐξ ἡμερῶν εἰς ἡμέρας ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτὴν μετὰ τοῦ ἀνδρὸς αὐτῆς θῦσαι τὴν θυσίαν τῶν ἡμερῶν. 19 Εκτός τούτου, η μητέρα του είχε κατασκευάσει δι' αυτόν ένα μικρόν επενδυτήν, τον οποίον ανανέωνε κάθε έτος φέρουσα καινούργιον, όταν ήρχετο μαζή με τον σύζυγόν της, δια να προσφέρη την θυσίαν. 19 Τοῦ ἔφτιαχνε δὲ ἡ μητέρα του καὶ ἕνα μικρὸ ἐπανωφόρι καὶ τοῦ τὸ ἔφερε κάθε χρόνον, κατὰ τὰς ἡμέρας ποὺ ἀνέβαινε μὲ τὸν ἄνδρα της εἰς τὴν Σηλώμ, διὰ νὰ προσφέρουν τὴν καθωρισμένην θυσίαν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων κάθε ἔτους.
20 καὶ εὐλόγησεν ῾Ηλὶ τὸν ῾Ελκανὰ καὶ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ λέγων· ἀποτίσαι σοι Κύριος σπέρμα ἐκ τῆς γυναικὸς ταύτης ἀντὶ τοῦ χρέους, οὗ ἔχρησας τῷ Κυρίῳ. καὶ ἀπῆλθεν ὁ ἄνθρωπος εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ, 20 Ο Ηλί, ο αρχιερεύς, ηυλόγησε τον Ελκανά και την γυναίκα του λέγων· “είθε ο Κυριος να σου δώση πολλά παιδιά από την γυναίκα αυτήν αντί του τάματος, το οποίον έδωκες εις αυτόν, αντί του παιδιού σας τούτου”. Ο Ελκανά επέστρεψεν εις την πατρίδα του την Αρμαθαίμ. 20 Καὶ εὐλόγησεν ὁ ἀρχιερεὺς Ἡλὶ τὸν Ἑλκανὰ καὶ τὴν γυναῖκα του καὶ εἶπε: «Εὔχομαι νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Κύριος ἀπογόνους ἀπὸ αὐτὴν τὴν γυναῖκα σὰν ἐξόφλησιν τοῦ δανείου, ποὺ τοῦ ἐπρόσφερες μὲ τὸ νὰ Τοῦ δώσῃς ὡς ὑπηρέτην Του τὸν Σαμουήλ». Καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Ἑλκανὰ εἰς τὴν πατρίδα του.
21 καὶ ἐπεσκέψατο Κύριος τὴν ῎Ανναν, καὶ ἔτεκεν ἔτι τρεῖς υἱοὺς καὶ δύο θυγατέρας. καὶ ἐμεγαλύνθη τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐνώπιον Κυρίου. 21 Ο Κυριος επεσκέφθη και πάλιν την ευσεβή Ανναν. Ετσι δε αυτή απέκτησε τρεις ακόμη υιούς και δύο θυγατέρας. Το παιδίον Σαμουήλ εμεγάλωνεν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου. 21 Καὶ ἔδειξεν ὁ Κύριος τὴν εὔνοιάν Του πρὸς τὴν Ἄνναν καὶ τὴν ἐβοήθησε καὶ ἐγέννησεν ἄλλους τρεῖς υἱοὺς καὶ δύο θυγατέρας. Τὸ δὲ μικρὸ παιδί, ὁ Σαμουήλ, ἐμεγάλωνεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Κυρίου καὶ ἐπροώδευε.
22 Καὶ ῾Ηλὶ πρεσβύτης σφόδρα· καὶ ἤκουσεν ἃ ἐποίουν οἱ υἱοὶ αὐτοῦ τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ, 22 Ο Ηλί, ο αρχιερεύς, εγήρασε πλέον πολύ, επληροφορείτο δε εκείνα, τα οποία έκανον οι υιοί του μεταξύ των Ισραηλιτών. 22 Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἡλὶ εἶχε γηράσει πολὺ καὶ δὲν ἡμποροῦσε νὰ τὰ παρακολουθῇ καὶ νὰ τὰ ἐλέγχῃ ὅλα. Ἔμαθε λοιπὸν αὐτό, ποὺ ἔκαμναν τὰ παιδιά του εἰς τοὺς Ἰσραηλίτας,
23 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἱνατί ποιεῖτε κατὰ τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ἐγὼ ἀκούω ἐκ στόματος παντὸς τοῦ λαοῦ Κυρίου; 23 Ελεγε δε προς τα παιδιά του· “διατί πράττετε αυτό το κακόν, το οποίον πληροφορούμαι από το στόμα όλου του λαού του Κυρίου; 23 καὶ τοὺς εἶπε: «Διατὶ κάμνετε αὐτά, ποὺ μοῦ λέγουν, καὶ τὰ ἀκούω μάλιστα ἀπὸ τὸ στόμα ὅλου τοῦ λαοῦ τοῦ Κυρίου;
24 μή, τέκνα, ὅτι οὐκ ἀγαθὴ ἡ ἀκοή, ἣν ἐγὼ ἀκούω· μὴ ποιεῖτε οὕτως, ὅτι οὐκ ἀγαθαὶ αἱ ἀκοαί, ἃς ἐγὼ ἀκούω, τοῦ μὴ δουλεύειν λαὸν Θεῷ. 24 Μη, παιδιά μου, μη πράττετε αυτά, διότι όσα ακούω δια σας δεν είναι καθόλου καλά και τιμητικά. Μη φέρεσθε έτσι, διότι δεν είναι καθόλου καλαί αι πληροφορίαι, τας οποίας εγώ ακούω δια την κακήν συμπεριφοράν σας και επί πλέον γίνονται σκάνδαλον στον λαόν, ώστε να μη σέβωνται και να μη υπηρετούν τον Θεόν. 24 Μή, παιδιά μου, διότι δὲν εἶναι καλὰ αὐτά, ποὺ ἀκούω ἐγώ. Μὴ φέρεσθε ἔτσι, διότι δὲν εἶναι καλαὶ αἱ διαδόσεις, ποὺ φθάνουν εἰς τὰ αὐτιά μου. Γίνεσθε αἰτία νὰ μὴ λατρεύῃ ὁ λαὸς τὸν Θεόν, ὅπως πρέπει.
25 ἐὰν ἁμαρτάνων ἁμάρτῃ ἀνὴρ εἰς ἄνδρα, καὶ προσεύξονται ὑπὲρ αὐτοῦ πρὸς Κύριον· καὶ ἐὰν τῷ Κυρίῳ ἁμάρτῃ, τίς προσεύξεται ὑπὲρ αὐτοῦ; καὶ οὐκ ἤκουον τῆς φωνῆς τοῦ πατρὸς αὐτῶν, ὅτι βουλόμενος ἐβούλετο Κύριος διαφθεῖραι αὐτούς. 25 Εάν ένας άνθρωπος πταίση απέναντι ενός άλλου, είναι δυνατόν να προσευχηθούν άλλοι δια τον πταίστην και να ζητήσουν συγχώρησιν από τον Κυριον δι' αυτόν. Εάν όμως κανείς αμαρτήση απέναντι του Κυρίου, ποιός είναι εκείνος ο οποίος θα προσευχηθή δι' αυτόν;” Αλλά τα παιδιά του Ηλί δεν ήκουον τας συμβουλάς του πατρός των. Εσκληρύνοντο εις την ασέβειάν των. Ο δε Κυριος είχε λάβει οριστικήν απόφασιν να καταστρέψη αυτούς. 25 Ἐὰν ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος κάνῃ ἕνα σφάλμα καὶ βλάψῃ κάποιον συνάνθρωπόν του, θὰ προσευχηθοῦν δι’ αὐτὸν εἰς τὸν Κύριον οἱ ἱερεῖς καὶ θὰ ἐξιλεωθῇ. Ἐὰν ὅμως παρανομήσῃ κάποιος ἔναντι τοῦ Κυρίου καὶ γίνῃ κατὰ κάποιον τρόπον ἐχθρός Του καὶ εἶναι μάλιστα αὐτὸς καὶ ἱερεύς, ποῖος θὰ προσευχηθῇ διὰ τὴν ἐξιλέωσίν του;» Τὰ παιδιά του ὅμως δὲν ἄκουαν τὰ λόγια τοῦ πατέρα των, ποὺ ἦσαν βεβαίως σωστὰ ἀλλ’ ὄχι αὐστηρά. Ἔμεναν ἀδιόρθωτα, διότι τὰ εἶχεν ἐγκαταλείψει ὁριστικῶς ὁ Κύριος καὶ εἶχεν ἀποφασίσει να τὰ καταστρέψῃ διὰ τὴν ἀθεράπευτον ἀσέβειάν των.
26 καὶ τὸ παιδάριον Σαμουὴλ ἐπορεύετο καὶ ἐμεγαλύνετο καὶ ἦν ἀγαθὸν μετά Κυρίου καὶ μετὰ ἀνθρώπων. 26 Ο νεαρός Σαμουήλ, όσον παρήρχετο ο χρόνος, τόσον και εμεγάλωνε· και ήτο ενάρετος ενώπιον Θεού και ανθρώπων. 26 Ἀντιθέτως τὸ μικρὸ παιδί, ὁ Σαμουήλ, ἐζοῦσε καὶ ἐμεγάλωνε μὲ προσοχὴν καὶ εὐλάβειαν καὶ εἶχε καλὴν ζωὴν ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων.
27 καὶ ἦλθεν ὁ ἄνθρωπος Θεοῦ πρὸς ῾Ηλὶ καὶ εἶπε· τάδε λέγει Κύριος· ἀποκαλυφθεὶς ἀπεκαλύφθην πρὸς οἶκον τοῦ πατρός σου ὄντων αὐτῶν ἐν γῇ Αἰγύπτῳ δούλων τῷ οἴκῳ Φαραὼ 27 Κατά τον καιρόν εκείνον ενας προφήτης του Θεού ήλθε προς τον Ηλί και του είπε· “αυτά λέγει ο Κυριος. Εγώ απεκαλύφθην βεβαίως στους προγόνους σου, οι οποίοι ανήκουν εις την πατρικήν σου οικογένειαν, στον Ααρών και τον Μωϋσήν, όταν ο ισραηλιτικός λαός ευρίσκετο ακόμη εις την Αίγυπτον, δούλος του Φαραώ και στον οίκον του Φαραώ. 27 Καὶ ἦλθεν ἕνας ἀπεσταλμένος ἄνθρωπος τοῦ Θεου πρὸς τὸν Ἡλὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Αὐτὰ λέγει ὁ μόνος Κύριος: Ἐφανέρωσα μὲ πολὺ ἔκδηλον τρόπον τὸν ἑαυτόν μου εἰς τοὺς προγόνους σου, τότε ποὺ ἦσαν αὐτοὶ δοῦλοι τῆς δυναστείας τοῦ Φαραὼ εἰς τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου.
28 καὶ ἐξελεξάμην τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου ἐκ πάντων τῶν σκήπτρων ᾿Ισραὴλ ἐμοὶ ἱερατεύειν καὶ ἀναβαίνειν ἐπὶ θυσιαστήριόν μου καὶ θυμιᾶν θυμίαμα καὶ αἴρειν ἐφοὺδ καὶ ἔδωκα τῷ οἴκῳ τοῦ πατρός σου τὰ πάντα τοῦ πυρὸς υἱῶν ᾿Ισραὴλ εἰς βρῶσιν· 28 Μεταξύ δε όλου του Ισραηλιτικού λαού εξέλεξα από την ιδικήν σου φυλήν τους ιερείς οι οποίοι θα έπρεπε να με υπηρετούν και έτσι να έχουν το δικαίωμα να ανέρχωνται τας βαθμίδας του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων, να θυμιούν στο θυσιαστήριον των θυμιαμάτων και να φέρουν το ιερατικόν ένδυμα εφούδ. Επίσης εις την πατρικήν σου φυλήν έδωσα εντολήν να περιέρχονται προς διατροφήν των τα υπόλοιπα από ωρισμένας θυσίας των Ισραηλιτών, αι οποίαι θυσίαι περνούν από το πυρ του θυσιαστηρίου των ολοκαυτωμάτων. 28 Καὶ ἐδιάλεξα τιμητικῶς μέσα ἀπὸ ὅλας τὰς φυλὰς τοῦ Ἰσραὴλ τὴν φυλὴν τοῦ προπάτορός σου, τοῦ Λευΐ, διὰ νὰ εἶναι ἰδική μου, νὰ μὲ ὑπηρετῇ δηλαδὴ καὶ νὰ ἀνεβαίνῃ εἰς τὸ θυσιαστήριόν μου, διὰ νὰ μοῦ προσφέρῃ τὰς θυσίας καὶ νὰ θυμιάζῃ μὲ τὸ θυμίαμα καὶ νὰ φορῇ τὸ εἰδικὸν ἄμφιον ἐφούδ, μὲ τὸ ὁποῖον ξεχωρίζουν οἱ λειτουργοί μου. Ἔδωσα ἐπίσης εἰς τὰ μέλη τῆς οἰκογενείας σας τὸ δικαίωμα νὰ τρώγουν ὅλα, ὅσα ὥρισα νὰ μένουν ἀπὸ τὰς θυσίας, ποὺ προσφέρονται διὰ νὰ καοῦν εἰς τὸ θυσιαστήριον.
29 ἱνατί ἐπέβλεψας ἐπὶ τὸ θυμίαμά μου καὶ εἰς τὴν θυσίαν μου ἀναιδεῖ ὀφθαλμῷ καὶ ἐδόξασας τοὺς υἱούς σου ὑπὲρ ἐμὲ ἐνευλογεῖσθαι ἀπαρχῆς πάσης θυσίας τοῦ ᾿Ισραὴλ ἔμπροσθέν μου; 29 Συ όμως διατί εκύτταξες όχι με ευλάβειαν αλλά με αναιδές βλέμμα εις τα προσφερόμενα ολοκαυτώματα και εις τα θυμιάματα επάνω στο θυσιαστήριον; Διατί επροτίμησες και ετίμησες περισσότερον τους υιούς σου από εμέ και διατί ανέχεσαι να γεύωνται από τας προσφερομένας θυσίας των Ισραηλιτών, ευθύς αμέσως μόλις αυταί παρουσιάζονται, πριν ακόμη προσφερθούν στο θυσιαστήριον των ολοκαυτωμάτων; 29 Διατὶ λοιπὸν εἶδες τὸ θυμίαμα, ποὺ μοῦ ἀνήκει, καὶ τὴν θυσίαν, ποὺ εἶναι ἰδική μου, μὲ μάτι ἀδιάφορον καὶ ἀναίσχυντον καὶ ἐτίμησες τὰ παιδιά σου περισσότερον ἀπὸ ἐμὲ καὶ ἠνέχθης νὰ ὠφελοῦνται αὐτὰ ἐξ ἀρχῆς πρὶν ἀπὸ ἐμὲ ἀπὸ κάθε θυσίαν τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐνώπιόν μου;
30 διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· εἶπα· ὁ οἶκός σου καὶ ὁ οἶκος τοῦ πατρός σου διελεύσεται ἐνώπιόν μου ἕως αἰῶνος· καὶ νῦν φησὶ Κύριος· μηδαμῶς ἐμοί, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοὺς δοξάζοντάς με δοξάσω, καὶ ὁ ἐξουθενῶν με ἀτιμασθήσεται. 30 Δια την χλιαράν και ασεβή συμπεριφοράν σου αυτά λέγει Κυριος, ο Θεός του Ισραήλ· Σου είπα άλλοτε και υπεσχέθην ότι οι πατρικοί σου πρόγονοι, επομένως και ο ιδικός σου οίκος, θα είναι πάντοτε μαζή μου δια να με υπηρετούν. Αλλά τώρα ο Κυριος λέγει· Κατ' ουδένα λόγον και τρόπον δεν ανέχομαι πλέον αυτό. Αλλά εγώ θα δοξάζω εκείνους, που με με δοξάζουν και με σέβωνται, και θα καταφρονήσω και θα εξουθενώσω εκείνους, οι οποίοι με καταφρονούν. 30 Ἐπειδὴ ἔγινε αὐτὴ ἡ ἀσέβεια, αὐτὰ λέγει Κύριος ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: Εἶπα κάποτε ὅτι ἡ οἰκογένειά σου καὶ γενικῶς ἡ προγονική σου οἰκογένεια θὰ περάσῃ τὴν ζωήν της αἰωνίως εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μου. Τώρα λοιπὸν ὁ Κύριος λέγει τὰ ἑξῆς: Ἐπ’ οὐδενὶ λόγῳ θὰ ἀνεχθῶ περισσότερον αὐτὴν τὴν κατάστασιν· ἀλλ’ αὐτοὺς μὲν ποὺ μὲ τιμοῦν καὶ μὲ δοξάζουν, θὰ τοὺς δοξάσω καὶ Ἐγώ· ἐκεῖνον ὅμως ποὺ μὲ περιφρονεῖ, θὰ τὸν ἀφήσω νὰ περιφρονηθῇ καὶ νὰ ἀτιμασθῇ.
31 ἰδοὺ ἔρχονται ἡμέραι καὶ ἐξολοθρεύσω τὸ σπέρμα σου καὶ τὸ σπέρμα οἴκου πατρός σου, 31 Θα έλθη καιρός, κατά τον οποίον θα εξολοθρεύσω τους απογόνους σου και τους απογόνους της οικογενείας σου, 31 Νά! Πλησιάζουν αἱ ἡμέραι, ποὺ θὰ ἑξαφανίσω τοὺς ἀπογόνους σου καὶ γενικῶς τοὺς ἀπογόνους τῆς πατρικῆς σου οἰκογενείας.
32 καὶ οὐκ ἔσται σοι πρεσβύτης ἐν οἴκῳ μου πάσας τὰς ἡμέρας· 32 και κανένας στο μέλλον από τους απογόνους σου δεν θα φθάνη εις γεροντικήν ηλικίαν, άλλα θα αποθνήσκη πολύ ενωρίς. 32 Καὶ δὲν θὰ ὑπάρχῃ εἰς τὸ ἑξῆς καθ’ ὅλους τοὺς αἰῶνας ἄνθρωπος τῆς φυλῆς σου, ποὺ νὰ ζῇ πολλὰ χρόνια καὶ νὰ μὲ ὑπηρετῇ. Θὰ πεθαίνουν νέοι.
33 καὶ ἄνδρα οὐκ ἐξολοθρεύσω σοι ἀπὸ τοῦ θυσιαστηρίου μου ἐκλείπειν τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ καταρρεῖν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ, καὶ πᾶς περισσεύων οἴκου σου πεσοῦνται ἐν ρομφαίᾳ ἀνδρῶν. 33 Εάν δε και δεν εξολοθρεύσω κάποιον άνδρα από εκείνους, που υπηρετούν στο θυσιαστήριόν μου, τούτο θα οφείλεται στο ότι αυτού θα έχουν σβήσει οι οφθαλμοί και θα έχη καταρρεύσει η ζωη του. Κατά κανόνα όμως όλοι οι απόγονοι του οίκου σου θα πέσουν από κτυπήματα ρομφαίας. 33 Δὲν θὰ ἑξαφανίζω δὲ ἀμέσως ἀνεξαιρέτως κάθε ἄνδρα τῆς οἰκογενείας σου ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον. Θὰ ἀφήνω μερικοὺς νὰ ζοῦν δι’ ἕνα διάστημα, διὰ νὰ σβήνουν τὰ μάτια των ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ να λειώνῃ ἡ ψυχή των, καθὼς θὰ βλέπουν τὴν γενικὴν καταστροφὴν καὶ θὰ πέφτουν κατόπιν καὶ αὐτοὶ νεκροί. Ὅσοι δὲ ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν σου θὰ ἔχουν ἰσχυρὰν κρᾶσιν καὶ περίσσειαν δυνάμεως καὶ θὰ ἀντέχουν νὰ βλέπουν τὴν συμφοράν, θὰ θανατώνωνται ἀπὸ μαχαίρι κάποιου ἀνθρώπου.
34 καὶ τοῦτό σοι τὸ σημεῖον, ὃ ἥξει ἐπὶ τοὺς δύο υἱούς σου, ᾿Οφνὶ καὶ Φινεές· ἐν μιᾷ ἡμέρᾳ ἀποθανοῦνται ἀμφότεροι. 34 Απόδειξις και επικύρωσις αυτών, τα οποία σου λέγω, θα είναι αυτό που θα επέλθη εναντίον των δύο παιδιών σου, του Οφνί και του Φινεές. Εις μίαν και την αυτήν ημέραν θα αποθάνουν και οι δύο. 34 Τὸ δὲ σημάδι, ποὺ θὰ σοῦ φανερώσῃ ὅτι θὰ ἐπακολουθήσῃ τιμωρία, θὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ θὰ συμβῇ εἰς τοὺς δύο υἱούς σου, τὸν Ὀφνὶ καὶ τὸν Φινεές. Θὰ πεθάνουν δηλαδὴ καὶ οἱ δύο τὴν ἰδίαν ἡμέραν.
35 καὶ ἀναστήσω ἐμαυτῷ ἱερέα πιστόν, ὃς πάντα τὰ ἐν τῇ καρδίᾳ μου καὶ τὰ ἐν τῇ ψυχῇ μου ποιήσει· καὶ οἰκοδομήσω αὐτῷ οἶκον πιστόν, καὶ διελεύσεται ἀνώπιον χριστοῦ μου πάσας τὰς ἡμέρας. 35 Εγώ δε θα αναδείξω δια τον εαυτόν μου αρχιερέα πιστόν εις εμέ ο οποίος θα εφαρμόση όλα όσα έχω εις την καρδίαν μου. Θα αναδείξω τον οίκον του πιστόν και αφωσιωμένον εις εμέ. Και αυτός θα διέρχεται όλας τας ημέρας της ζωής του πλησίον του χρισμένου βασιλέως. 35 Καὶ θὰ ἀναδείξω δι' ἐμὲ ἄλλον ἀρχιερέα, ποὺ θὰ μοῦ εἶναι πιστὸς καὶ θὰ κάνῃ ὅλα, ὅσα ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά μου καὶ θέλει ἡ ψυχή μου. Θὰ στερεώσω τὸν οἶκον του, ὥστε νὰ εἶναι πιστὸς καὶ ἀφωσιωμενος εἰς ἐμὲ διαρκῶς καὶ θὰ περάσῃ ὅλην τὴν ζωήν του κοντὰ εἰς ἐκεῖνον, ποὺ Ἐγὼ θὰ τὸν ἔχω διαλέξει καὶ χρίσει βασιλέα.
36 καὶ ἔσται ὁ περισσεύων ἐν οἴκῳ σου ἥξει προσκυνεῖν αὐτῷ ὀβολοῦ ἀργυρίου λέγων· παράρριψόν με ἐπὶ μίαν τῶν ἱερατειῶν σου φαγεῖν ἄρτον. 36 Εκείνος δε ο οποίος θα απολειφθή από τους απογόνους σου, θα έλθη στοιαύτην αξιοδάκρυτον κατάστασιν, ώστε θα μεταβή και θα προσκυνήση αυτόν τον αρχιερέα ζητών υπηρεσίαν αντί ελαχίστης αμοιβής, αντί ενός αργυρού οβολού λέγων· Πέταξέ με εις κάποιαν ιερατικήν υπηρεσίαν, δια να τρώγω και εγώ έστω και άρτον μόνον”. 36 Θὰ συμβῇ δὲ καὶ τὸ ἑξῆς: Αὐτὸς ποὺ θὰ ἀπομείνῃ ζωντανὸς ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν σου, θὰ ἔρχεται εἰς αὐτὸν τὸν ἀρχιερέα καὶ θὰ τὸν προσκυνῇ καὶ θὰ τὸν ἱκετεύῃ, διὰ νὰ πάρῃ ἐλάχιστα χρήματα ἀντὶ ὁποιασδήποτε ἐργασίας. Καὶ θὰ τοῦ λέγῃ: «Ρῖξε με εἰς ὁποιανδήποτε ἱερατικὴν ὑπηρεσίαν, ἔστω καὶ τὴν πλέον κατωτέραν, ἀρκεῖ νὰ ἠμπορῶ νὰ ἐξοικονομῶ ἕνα κόμματι ψωμί, διὰ νὰ ζήσω».