Πέμπτη, 18 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:46
Δύση: 20:04
Σελ. 10 ημ.
109-257
16ος χρόνος, 5906η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16 (ΙϚ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἕως πότε σὺ πενθεῖς ἐπὶ Σαούλ, κἀγὼ ἐξουδένωκα αὐτὸν μὴ βασιλεύειν ἐπὶ ᾿Ισραήλ; πλῆσον τὸ κέρας σου ἐλαίου, καὶ δεῦρο ἀποστείλω σε πρὸς ᾿Ιεσσαὶ ἕως Βηθλεέμ, ὅτι ἑώρακα ἐν τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ ἐμοὶ βασιλέα. 1 Είπε δε ο Κυριος προς τον Σαμουήλ· “έως πότε συ θα πένθής δια τον Σαούλ; Εγώ εξουθένωσα και απέρριψα αυτόν, ώστε να μη είναι πλέον βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν. Γέμισε το δοχείον σου με έλαιον και έλα, διότι θα σε στείλω προς τον Ιεσσαί έως την Βηθλεέμ, επειδή είδα μεταξύ των υιών του εκείνον, ο οποίος θα είναι βασιλεύς όπως εγώ τον θέλω”. 1 Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Σαμουήλ: «Ἕως πότε θὰ πενθῇς σὺ διὰ τὸν Σαούλ; Τὸν ἄνθρωπον αὐτὸν τὸν ἀπέρριψα ἐγὼ ὁ Ἴδιος, ὥστε νὰ μὴ εἶναι πλέον βασιλεὺς τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἄφησέ τον καὶ γέμισε τὸ δοχεῖον σου μὲ τὸ εἰδικὸ λάδι διὰ τὰς χρίσεις καὶ ἔλα νὰ σὲ στείλω εἰς τὴν Βηθλεὲμ πρὸς τὸν Ἰεσσαί, διότι ἀνάμεσα εἰς τοὺς υἱοὺς τοῦ ἔχω ἴδει κάποιον, ποὺ εἶναι δπως τὸν θέλω διὰ νὰ γίνῃ βασιλεύς».
2 καὶ εἶπε Σαμουήλ· πῶς πορευθῶ; καὶ ἀκούσεται Σαοὺλ καὶ ἀποκτενεῖ με. καὶ εἶπε Κύριος· δάμαλιν βοῶν λαβὲ ἐν τῇ χειρί σου καὶ ἐρεῖς· θῦσαι τῷ Κυρίῳ ἥκω· 2 Ο Σαμουήλ απήντησε· “πως να πορευθώ; Ο Σαούλ θα πληροφορηθή το γεγονός αυτό και θα με φονεύση”. Ο Κυριος απήντησε· “πάρε μίαν δάμαλιν από τα βόδια, την οποίαν θα οδηγήσης μέχρι της Βηθλεέμ, και εκεί θα πης· Ηλθα να θυσιάσω αυτήν στον Κυριον. 2 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουήλ: «Πῶς θὰ πάω; Θὰ τὸ μάθῃ ὁ Σαοὺλ καὶ θὰ μὲ σκοτώσῃ!» Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Κύριος: «Πάρε μαζί σου ἕνα δάμαλι ἀπὸ τὰ βόδια καί, ὅταν φθάσῃς ἐκεῖ, νὰ εἰπῇς: Ἦλθα νὰ προσφέρω θυσίαν εἰς τὸν Κύριον.
3 καὶ καλέσεις τὸν ᾿Ιεσσαὶ εἰς τὴν θυσίαν, καὶ γνωριῶ σοι ἃ ποιήσεις, καὶ χρίσεις ὃν ἂν εἴπω πρός σε. 3 Κατά δε την θυσίαν θα προσκαλέσης τον Ιεσσαί και εκεί εγώ θα σου αποκαλύψω, τι πρέπει να κάμης. Θα χρίσης δηλαδή βασιλέα εκείνον, τον οποίον εγώ θα σου υποδείξω”. 3 Θὰ καλέσῃς δὲ εἰς τὴν θυσίαν τὸν Ἰεσσαὶ καὶ θὰ σοῦ εἰπῶ τότε τί θὰ κάνῃς. Καὶ θὰ χρίσῃς ἐκεῖ αὐτόν, ποὺ θὰ σοῦ εἰπῶ».
4 καὶ ἐποίησε Σαμουὴλ πάντα, ἃ ἐλάλησεν αὐτῷ Κύριος, καὶ ἦλθεν εἰς Βηθλεέμ. καὶ ἐξέστησαν οἱ πρεσβύτεροι τῆς πόλεως τῇ ἀπαντήσει αὐτοῦ καὶ εἶπαν· εἰρήνη ἡ εἴσοδός σου, ὁ βλέπων; 4 Ο Σαμουήλ έκαμεν όλα όσα διέταξεν αυτόν ο Κυριος. Και ήλθεν εις την Βηθλεέμ. Οι πρεσβύτεροι της Βηθλεέμ, όταν τον είδαν εκεί, εξεπλάγησαν και είπαν· “ο ερχομός σου είναι ειρηνικός και ευχάριστος δι' ημάς, ω προφήτα;” 4 Καὶ ἔκανε ὁ Σαμουὴλ ὅλα, ὅσα τοῦ εἶπεν ὁ Κύριος, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Βηθλεέμ. Ἐξεπλάγησαν δὲ καὶ ἐφοβήθησαν οἱ προεστοὶ τῆς πόλεως, μόλις τὸν ἀντίκρυσαν, καὶ εἶπαν: «Εἶναι ἄραγε εἰρηνικὸς ὁ σκοπὸς τῆς ἐπισκέψεώς σου εἰς τὴν πόλιν μας, Προφῆτα καὶ ἐκπρόσωπε τοῦ Θεοῦ;»
5 καὶ εἶπεν· εἰρήνη· θῦσαι τῷ Κυρίῳ ἥκω, ἁγιάσθητε καὶ εὐφράνθητε μετ᾿ ἐμοῦ σήμερον, καὶ ἡγίασε τὸν ᾿Ιεσσαὶ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ ἐκάλεσεν αὐτοὺς εἰς τὴν θυσίαν. 5 Ο Σαμουήλ απήντησε “ναι, ειρηνικός και ευχάριστος είναι. Ηλθα να θυσιάσω προς τον Κυριον. Ετοιμασθήτε να λάβετε μέρος και σεις μαζή μου εις την θυσίαν σήμερον”. Ο Σαμουήλ εξήγνισε, σύμφωνα με τον Νομον, τον Ιεσσαί και τα παιδιά του και έπειτα προσεκάλεσε και αυτούς εις την θυσίαν. 5 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Σαμουήλ: «Μὴ ἀνησυχῆτε, εἰρηνικὸς εἶναι ὁ σκοπός μου. Ἦλθα διὰ νὰ προσφέρω θυσίαν εἰς τὸν Κύριον. Καθαρισθῆτε λοιπὸν καὶ ἐλᾶτε νὰ εὐφρανθῆτε μαζί μου σήμερον εἰς τὴν θυσίαν». Καὶ ἐξεχώρισε ἰδιαιτέρως τὸν Ἰεσσαὶ καὶ τοὺς υἱούς του καί, ἀφοῦ τοὺς προετοίμασε, τοὺς ἐκάλεσεν εἰς τὴν θυσίαν.
6 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἰσιέναι αὐτοὺς καὶ εἶδε τὸν ᾿Ελιὰβ καὶ εἶπεν· ἀλλὰ καὶ ἐνώπιον Κυρίου χριστὸς αὐτοῦ. 6 Μετά την θυσίαν, όταν ο Σαμουήλ μαζή με τον Ιεσσαί και τα παιδιά του εισήλθαν εις την οικίαν του Ιεσσαί, είδε τον μεγαλύτερον υιόν του Ιεσσαί τον Ελιάβ, και εσκέφθη από μέσα του και είπε· “αυτός είναι εκείνος ο οποίος ενώπιον του Κυρίου θα είναι άξιος να χρισθή βασιλεύς”. 6 Ὅταν λοιπὸν ἐμβῆκαν αὐτοὶ εἰς τὴν οἰκίαν μετὰ τὴν θυσίαν, εἶδεν ὁ Σαμουὴλ τὸν μεγαλύτερον υἱὸν τοῦ Ἰεσσαί, ποὺ ἐλέγετο Ἐλιάβ, καὶ εἶπε μέσα του: «Αὐτὸς ἀσφαλῶς εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ τὸν θεωρεῖ ἄξιον ὁ Κύριος διὰ νὰ χρισθῇ βασιλεύς».
7 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· μὴ ἐπιβλέψῃς ἐπὶ τὴν ὄψιν αὐτοῦ μηδὲ εἰς τὴν ἕξιν μεγέθους αὐτοῦ, ὅτι ἐξουδένωκα αὐτόν· ὅτι οὐχ ὡς ἐμβλέψεται ἄνθρωπος, ὄψεται ὁ Θεός, ὅτι ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δὲ Θεὸς ὄψεται εἰς καρδίαν. 7 Ο Κυριος όμως είπεν στον Σαμουήλ· “μη προσέχης και μη παρασύρεσαι από την εξωτερικήν του όψιν, από την ωραιότητά του, ούτε από το ανάστημά του, διότι εγώ απέρριψα αυτόν. Ο Θεός δεν βλέπει, όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπον. Ο Θεός βλέπει την καρδίαν”. 7 Εἶπεν ὅμως ὁ Κύριος εἰς τὸν Σαμουήλ: «Μὴ ἐπηρεάζεσαι ἀπὸ τὴν ὄψιν τοῦ προσώπου του, οὔτε ἀπὸ τὴν κορμοστασιά του, διότι ἐγὼ ἀπέρριψα αὐτόν, ποὺ θεωρεῖς σὺ σπουδαῖον. Ὁ Θεὸς δὲν βλέπει, ὅπως βλέπει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος βλέπει μόνον τὸ πρόσωπον, τὴν ἐξωτερικὴν ἐμφάνισιν. Ὁ Θεὸς ὅμως βλέπει τὴν καρδιά, τὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου».
8 καὶ ἐκάλεσεν ᾿Ιεσσαὶ τὸν ᾿Αμιναδάβ, καὶ παρῆλθε κατὰ πρόσωπον Σαμουήλ, καὶ εἶπεν· οὐδὲ τοῦτον ἐξελέξατο ὁ Θεός. 8 Ο Ιεσσαί εκάλεσε κατόπιν τον άλλον υιόν του τον Αμιναδάβ, ο οποίος προσήλθεν ενώπιον του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ είπεν· “ούτε αυτόν εξέλεξεν ο Θεός ως βασιλέα”. 8 Καὶ ἐφώναξεν ὁ Ἰεσσαὶ τὸν ἄλλον υἱόν του, τὸν Ἀμιναδάβ· καὶ ἐπέρασε ἐμπρὸς ἀπὸ τὸν Σαμουὴλ καὶ εἶπεν ὁ προφήτης: «Δὲν εἶναι οὔτε αὐτὸς ὁ ἔκλεκτὸς τοῦ Θεοῦ».
9 καὶ παρήγαγεν ᾿Ιεσσαὶ τὸν Σαμά· καὶ εἶπε· καὶ ἐν τούτῳ οὐκ ἐξελέξατο Κύριος. 9 Κατόπιν ο Ιεσσαί ωδήγησεν ενώπιον του Σαμουήλ τον τρίτον υιόν του, τον Σαμά. Ο Σαμουήλ είπεν από μέσα του· “ούτε αυτόν εξέλεξεν ο Κυριος ως βασιλέα”. 9 Καὶ ἐπαρουσίασε ὁ Ἰεσσαὶ τὸν ἄλλον υἱόν του, ποὺ ἐλέγετο Σαμά, καὶ ὁ Σαμουὴλ εἶπε: «Οὔτε αὐτὸν ἐδιάλεξε ὁ Κύριος».
10 καὶ παρήγαγεν ᾿Ιεσσαὶ τοὺς ἑπτὰ υἱοὺς αὐτοῦ ἐνώπιον Σαμουήλ· καὶ εἶπε Σαμουήλ· οὐκ ἐξελέξατο Κύριος ἐν τούτοις. 10 Ο Ιεσσαί ωδήγησεν ενώπιον του Σαμουήλ και τους άλλους τέσσαρας υιούς του, εν όλω επτά. Ο Σαμουήλ είπε· “κανένα από αυτούς δεν εξέλεξεν ο Κυριος ως βασιλέα”. 10 Ἔφερε λοιπὸν ὁ Ἰεσσαὶ ἐμπρὸς εἰς τὸν Σαμουὴλ ἕνα πρὸς ἕνα καὶ τοὺς ἑπτὰ υἱούς του· καὶ εἶπεν ὁ Σαμουήλ: «Δὲν ἐδιάλεξε κανένα ἀπὸ αὐτοὺς ὁ Κύριος».
11 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ᾿Ιεσσαί· ἐκλελοίπασι τὰ παιδάρια; καὶ εἶπεν· ἔτι ὁ μικρὸς ἰδοὺ ποιμαίνει ἐν τῷ ποιμνίῳ. καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ᾿Ιεσσαί· ἀπόστειλον καὶ λαβὲ αὐτόν, ὅτι οὐ μὴ κατακλιθῶμεν ἕως τοῦ ἐλθεῖν αὐτόν. 11 Η ρώτησε τότε ο Σαμουήλ τον Ιεσσαί· “δεν έχεις άλλα παιδιά;” Ο Ιεσαί απήντησεν· “έχω και κάποιον νεαρόν, ο οποίος βόσκει τα πρόβατα”. Του είπεν ο Σαμουήλ· “στείλε άνθρωπον και φέρε τον εδώ, διότι δεν θα καθήσωμεν εις την τράπεζαν του φαγητού, πριν έλθη και αυτός”. 11 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν Ἰεσσαί: «Ἐτελειώσαμεν μὲ τὰ παιδιά σου; Μήπως ὑπάρχει καὶ κανένα ἄλλο;» Καὶ ὁ Ἰεσσαὶ ἀπεκρίθη: «Ὑπάρχει ἀκόμη ἕνας, ὁ μικρότερος, ποὺ τώρα βόσκει τὰ πρόβατα». Εἶπε τότε ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν Ἰεσσαί: «Στεῖλε κάποιον καὶ φέρε τον ἐδῶ, διότι δὲν πρόκειται νὰ ξαπλώσωμεν διὰ φαγητὸν καὶ ὕπνον, ἕως ὅτου ἔλθῃ καὶ αὐτός».
12 καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγεν αὐτόν· καὶ αὐτὸς πυρράκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν καὶ ἀγαθὸς ὁράσει Κυρίῳ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἀνάστα καὶ χρῖσον τὸν Δαυίδ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀγαθός. 12 Ο Ιεσσαί έστειλε και έφερεν αυτόν και τον παρουσίασεν στον Σαμουήλ. Ο νεαρός αυτός υιός του Ιεσσαί ήτο ξανθός, είχεν ωραία μάτια και ήτα αγαθός ενώπιον του Κυρίου. Είπε τότε ο Κυριος προς τον Σαμουήλ· “σήκω και χρίσε ως βασιλέα τον Δαυίδ, διότι αυτός είναι αγαθός και άξιος ενώπιόν μου”. 12 Ἔστειλε λοιπὸν ἀμέσως ὁ Ἰεσσαὶ κάποιον καὶ τὸν ἔφερε μέσα εἰς τὸ σπίτι. Ὁ υἱὸς αὐτὸς τοῦ Ἰεσσαὶ ἦτο κοκκινωπός, μὲ ὡραία μάτια καὶ ἀγαθὸς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Καὶ εἶπεν ὁ Κύριος εἰς τὸν Σαμουήλ: «Σήκω καὶ χρίσε αὐτόν, τὸν Δαβίδ, διότι εἶναι ὁ πλέον κατάλληλος διὰ νὰ γίνῃ βασιλεύς».
13 καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς ᾿Αρμαθαίμ. 13 Ο Σαμουήλ επήρε το δοχείον με το έλαιον και από όλους τους άλλους αδελφούς αυτόν έχρισεν ως βασιλέα. Από δε την ημέραν εκείνην και έπειτα Πνεύμα Κυρίου επλημμύρισε τον Δαυίδ και τον καθωδηγούσε. Κατόπιν αυτών ο Σαμουήλ εσηκώθη και ανεχώρησε δια την πατρίδα του την Αρμαθαίμ. 13 Καὶ ἐπῆρε ὁ Σαμουὴλ τὸ δοχεῖον μὲ τὸ λάδι διὰ τὰς χρίσεις καὶ τὸν ἔχρισε βασιλέα ἐκεῖ, ἀνάμεσα εἰς τοὺς ἀδελφούς του. Καὶ ἀμέσως ἦλθεν ἐπάνω του μὲ ὁρμὴν τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ ἐκυρίευσε τὸν Δαβίδ, καὶ ἀπὸ τότε καὶ εἰς τὸ ἑξῆς ἦτο μαζί του συνεχῶς καὶ τὸν καθωδηγοῦσε. Μετὰ ταῦτα ἐσηκώθη ὁ Σαμουὴλ καὶ ἀνεχώρησε διὰ τὴν Ἀρμαθαίμ, ὅπου διέμενε.
14 Καὶ πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπὸ Σαούλ, καὶ ἔπνιγεν αὐτὸν πνεῦμα πονηρὸν παρὰ Κυρίου. 14 Κατά τον καιρόν εκείνον το Πνεύμα του Κυρίου είχεν απομακρυνθή από τον Σαούλ. Ενα δε άλλο πνεύμα, κατά παραχώρησιν Θεού, πνεύμα πονηρόν ετάρασσεν αυτόν. 14 Ἔφυγεν ἐν τῷ μεταξὺ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸν Σαοὺλ καὶ τὸν ἐκυρίευσε, κατὰ παραχώρησιν Κυρίου, πνεῦμα πονηρόν, ποὺ τὸν ἐβασάνιζε.
15 καὶ εἶπαν οἱ παῖδες Σαοὺλ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ πνεῦμα Κυρίου πονηρὸν πνίγει σε· 15 Οι δούλοι του Σαούλ του είπαν· “ιδού, λοιπόν, ότι ένα πνεύμα πονηρόν κατά παραχώρησιν του Κυρίου σε πνίγει. 15 Καὶ εἶπαν οἰ ὑπηρέται τοῦ Σαούλ: «Ὅπως βλέπεις, σὲ κυριεύει καὶ σὲ πνίγει πονηρὸν πνεῦμα, ποὺ ἐπέτρεψεν ὁ Κύριος νὰ ἔλθῃ ἐπάνω σου.
16 εἰπάτωσαν δὴ οἱ δοῦλοί σου ἐνώπιόν σου, καὶ ζητησάτωσαν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ἄνδρα εἰδότα ψάλλειν ἐν κινύρᾳ, καὶ ἔσται ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπί σοι καὶ ψαλῇ ἐν τῇ κινύρᾳ αὐτοῦ καὶ ἀγαθόν σοι ἔσται καὶ ἀναπαύσει σε. 16 Και τώρα άκουσε και την γνώμην ημών των δούλων σου. Επίτρεψόν μας να ζητήσωμεν δια σε τον κύριόν μας ένα άνδρα, που να γνωρίζη να παίζη κιθάραν, ώστε, όταν το πονηρόν πνεύμα σε καταλαμβάνη, να παίζη αυτός την κιθάραν του και το παίξιμόν του θα σου κάμνη καλόν, διότι θα σου φέρη ανάπαυσιν και ηρεμίαν”. 16 Ἄφησε λοιπὸν νὰ ὁμιλήσωμεν οἱ δοῦλοι σου, ποὺ ἐνδιαφερόμεθα διὰ τὸ καλόν σου. Καὶ δός μας τὴν ἄδειαν ν' ἀναζητήσωμεν καὶ νὰ εὕρωμεν διὰ σέ, τὸν κύριόν μας, κάποιον ἄνδρα, ποὺ νὰ ξέρῃ νὰ ψάλλῃ μὲ κιθάραν, ὥστε, ὅταν θὰ σὲ κυριεύῃ καὶ θὰ σὲ βασανίζῃ τὸ πονηρὸν πνεῦμα, νὰ παίζῃ αὐτὸς μὲ τὴν κιθάραν του, διὰ νὰ εὐχαριστῆσαι νὰ ἠρεμῇς καὶ νὰ ἀναπαύεσαι».
17 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε δή μοι ἄνδρα ὀρθῶς ψάλλοντα καὶ εἰσαγάγετε αὐτὸν πρός με. 17 Είπε τότε ο Σαουλ προς τους δούλους του· “ερευνήσατε, λοιπόν, και εύρετε ένα τέτοιον άνδρα, ο οποίος να παίζη καλά την κιθάραν και φέρετέ τον πρς εμέ”. 17 Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ πρὸς τοὺς ὑπηρέτας του: «Βρῆτε κάποιον ἄνδρα, ποὺ νὰ ψάλλῃ καλά, καὶ φέρετέ τον ἐδῶ μέσα κοντά μου».
18 καὶ ἀπεκρίθη εἷς τῶν παιδαρίων αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἑώρακα υἱὸν τῷ ᾿Ιεσσαὶ Βηθλεεμίτην καὶ αὐτὸν εἰδότα ψαλμόν, καὶ ὁ ἀνὴρ συνετὸς καὶ πολεμιστὴς καὶ σοφὸς λόγῳ, καὶ ὁ ἀνὴρ ἀγαθὸς τῷ εἴδει, καὶ Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ. 18 Ενας από τους νεαρούς δούλους του είπε προς τον Σαούλ· “ιδού, εγώ γνωρίζω τον υιόν του Ιεσσαί του Βηθλεεμίτου, ο οποίος γνωρίζει να παίζη κιθάραν. Επί πλέον ο ανήρ αυτός είναι συνετός, πολεμιστής, σοφός εις τα λόγια του, ανήρ ωραίος κατά την όψιν ο δε Κυριος είναι μαζή του”. 18 Καὶ ἀπεκρίθη ἕνας ἀπὸ τοὺς μικροὺς ὑπηρέτας του καὶ εἶπεν: «Ἐγὼ ἔχω ὑπ’ ὅψιν μου κάποιον υἱὸν τοῦ Ἰεσσαὶ ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, ὁ ὁποῖος γνωρίζει νὰ παίζῃ ὄργανον καὶ νὰ ψάλλη. Εἶναι μάλιστα ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς συνετὸς καὶ γενναῖος πολεμιστὴς καὶ σοφὸς εἰς τὰ λόγια του καὶ ἄνδρας ὠραῖος καὶ ἔχει μαζί του τὸν Κύριον».
19 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους πρὸς ᾿Ιεσσαὶ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν υἱόν σου Δαυὶδ τὸν ἐν τῷ ποιμνίῳ σου. 19 Ο Σαούλ έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Ιεσσαί και του είπαν· “στείλε μου το παιδί σου, τον Δαυίδ, ο οποίος τώρα φυλάσσει τα πρόβατά σου”. 19 Κατόπιν τούτου ἀπέστειλεν ὁ Σαοὺλ ἀγγελιαφόρους του πρὸς τὸν Ἰεσσαὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Νὰ μοῦ στείλῃς ἐδῶ τὸν υἱόν σου Δαβίδ, ποὺ τώρα βόσκει τὰ πρόβατά σου».
20 καὶ ἔλαβεν ᾿Ιεσσαὶ γομὸρ ἄρτων καὶ ἀσκὸν οἶνου καὶ ἔριφον αἰγῶν ἕνα καὶ ἐξαπέστειλεν ἐν χειρὶ Δαυὶδ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πρὸς Σαούλ. 20 Ο Ιεσσαί επήρε δύο περίπου κιλά άρτους, ένα ασκί κρασί ένα ερίφιον από τα γίδια του και έστειλεν αυτά δια του Δαυίδ ως δώρα προς τον Σαούλ. 20 Καὶ ἐπῆρεν ὁ Ἰεσσαὶ 4 περίπου κιλὰ ψωμιά, ἕνα ἀσκὶ κρασὶ καὶ ἕνα κατσίκι ἀπὸ τὰ γίδια καὶ τὰ ἔστειλεν εἰς τὸν Σαοὺλ μὲ τὰ χέρια τοῦ υἱοῦ του Δαβίδ, ὡς δῶρα πρὸς τὸν βασιλέα.
21 καὶ εἰσῆλθε Δαυὶδ πρὸς Σαοὺλ καὶ παρειστήκει ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἠγάπησεν αὐτὸν σφόδρα, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ. 21 Ο Δαυίδ εισήλθεν εις τα ανάκτορα του Σαούλ και παρουσιάσθη ενώπιόν του. Ο Σαούλ τον ηγάπησε πάρα πολύ και τον έκαμε οπλοφόρον του. 21 Καὶ ἐμβῆκε ὁ Δαβὶδ εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦ Σαοὺλ καὶ παρουσιάσθη καὶ παρέμεινεν ἐνώπιόν του. Ὁ δὲ Σαοὺλ τὸν συνεπάθησε πολὺ καὶ τὸν ἔκανε βοηθόν του, διὰ νὰ μεταφέρῃ τὸν ὁπλισμόν του.
22 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ πρὸς ᾿Ιεσσαὶ λέγων· παριστάσθω δὴ Δαυὶδ ἐνώπιον ἐμοῦ, ὅτι εὗρε χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς μου. 22 Εστειλε δε ο Σαούλ προς τον Ιεσσαί ανθρώπους, δια να του είπουν· “ας παραμένη κοντά μου ο Δαυίδ, διότι τον έχω εκτιμήσει και αγαπήσει πολύ”. 22 Ἔστειλε δὲ ὁ Σαοὺλ ἀγγελιαφόρους του πρὸς τὸν Ἰεσσαὶ καὶ τοῦ εἶπε: «Θέλω νὰ μένῃ εἰς τὸ ἑξῆς ὁ Δαβὶδ ἐδῶ κοντά μου, διότι τὸν ἐξετίμησα καὶ τὸν ἀγάπησα».
23 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐλάμβανε Δαυὶδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ. καὶ ἀνέψυχε Σαούλ, καὶ ἀγαθὸν αὐτῷ. καὶ ἀφίστατο ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρόν. 23 Οταν λοιπόν το πονηρόν πνεύμα κατελάμβανε και συνετάρασσε τον Σαούλ, ο Δαυίδ έπαιρνε την κιθάραν, έπαιζεν αυτήν με τα δάκτυλά του και έφερεν αναψυχήν και ανακούφισιν στον Σαούλ, ο οποίος και εγαλήνευσε, διότι το πονηρόν πνεύμα απεμακρύνετο από αυτόν. 23 Ὅταν λοιπὸν ἐκυρίευε τὸ πονηρὸν πνεῦμα τὸν Σαούλ, ἔπαιρνε ὁ Δαβὶδ τὴν κιθάραν του καὶ ἔπαιζε μὲ τὸ χέρι του καὶ ἀνεκούφιζε τὸν Σαούλ. Μὲ τὸν τρόπον αὐτὸν ἠρεμοῦσε ὁ βασιλεὺς καὶ ἔφευγε προσωρινῶς ἀπὸ ἐπάνω του τὸ πονηρὸν πνεῦμα.