Παρασκευή, 29 Μαρτίου 2024
Ανατ: 06:15
Δύση: 18:46
Σελ. 20 ημ.
89-277
16ος χρόνος, 5886η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 25 (ΚΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀπέθανε Σαμουήλ, καὶ συναθροίζονται πᾶς ᾿Ισραὴλ καὶ κόπτονται αὐτὸν καὶ θάπτουσιν αὐτὸν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ ἐν ᾿Αρμαθαίμ. καὶ ἀνέστη Δαυὶδ καὶ κατέβη εἰς τὴν ἔρημον Μαάν. 1 Ο Σαμουήλ απέθανε, και συνεκεντρώθησαν όλοι οι Ισραηλίται, οι οποίοι και τον επένθησαν μετά θρήνων και τον έθαψαν εις την αυλήν αυτού εις Αρμαθαίμ. Τοτε ο Δαυίδ ητοιμάσθη και κατέβηκε από την έρημον Μαάν. 1
2 καὶ ἦν ἄνθρωπος ἐν τῇ Μαάν, καὶ τὰ ποίμνια αὐτοῦ ἐν τῷ Καρμήλῳ· καὶ ὁ ἄνθρωπος μέγας σφόδρα, καὶ τούτῳ ποίμνια τρισχίλια καὶ αἶγες χίλιαι· καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ κείρειν τὸ ποίμνιον αὐτοῦ ἐν τῷ Καρμήλῳ. 2 Εκεί εις την Μαάν υπήρχεν ένας άνθρωπος, του οποίου τα ποίμνια ευρίσκοντο στο Καρμηλον. Ο άνθρωπος αυτός ήτο πολύ πλούσιος. Είχε τρεις χιλιάδες πρόβατα και χιλίας αίγας. Ηλθεν η εποχή, που θα εκούρευε τα ποίμνιά του στο Καρμηλον. 2
3 καὶ ὄνομα τῷ ἀνθρώπῳ Νάβαλ, καὶ ὄνομα τῇ γυναικὶ αὐτοῦ ᾿Αβιγαία· καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ ἀγαθὴ συνέσει καὶ καλὴ τῷ εἴδει σφόδρα, καὶ ὁ ἄνθρωπος σκληρὸς καὶ πονηρὸς ἐν ἐπιτηδεύμασι, καὶ ὁ ἄνθρωπος κυνικός. 3 Ο άνθρωπος αυτός ωνομάζετο Ναβαλ, η δε γυναίκα του ωνομάζετο Αβιγαία. Η γυναίκα του ήτο πολύ συνετή και ωραιότατη εις την όψιν. Εξ αντιθέτου ο σύζυγός της ήτο σκληρός, άνθρωπος των κακών έργων, αναιδής και κτηνώδης. 3
4 καὶ ἤκουσε Δαυὶδ ἐν τῇ ἐρήμῳ ὅτι κείρει Νάβαλ ὁ Καρμήλιος τὸ ποίμνιον αὐτοῦ, 4 Ο Δαυίδ, εκεί εις την έρημον, που ευρίσκετο, επληροφορήθη ότι ο Ναβαλ κουρεύει τα γιδοπρόβατά του εις Καρμηλον. 4
5 καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ δέκα παιδάρια καὶ εἶπε τοῖς παιδαρίοις· ἀνάβητε εἰς Κάρμηλον καὶ ἀπέλθατε πρὸς Νάβαλ καὶ ἐρωτήσατε αὐτὸν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου εἰς εἰρήνην 5 Εστειλε προς αυτόν δέκα νεαρούς και είπεν εις αυτούς· “ανεβήτε στο Καρμηλον, πηγαίνετε προς τον Ναβαλ και χαιρετήσατό τον ειρηνικώς εκ μέρους μου. 5
6 καὶ ἐρεῖτε τάδε· εἰς ὥρας· καὶ σὺ ὑγιαίνων, καὶ ὁ οἶκός σου, καὶ πάντα τὰ σὰ ὑγιαίνοντα. 6 Να του πήτε τα εξής· Καλή σου ώρα· ευχόμεθα υγείαν εις σε και στους ανθρώπους του σπιτιού σου και εις όλα όσα σου ανήκουν. 6
7 καὶ νῦν ἰδοὺ ἀκήκοα ὅτι κείρουσί σοι νῦν οἱ ποιμένες σου, οἳ ἦσαν μεθ᾿ ἡμῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ οὐκ ἀπεκωλύσαμεν αὐτοὺς καὶ οὐκ ἐνετειλάμεθα αὐτοῖς οὐθὲν πάσας τὰς ἡμέρας ὄντων αὐτῶν ἐν Καρμήλῳ· 7 Τωρα δε εγώ έμαθα, ότι οι ποιμένες σου, οι οποίοι ευρίσκοντο μαζή μου εις την έρημον, κουρεύουν τα αιγοπρόβατά σου. Αυτούς τους ποιμένας σου ουδέποτε ημείς τους ενοχλήσαμεν και ούτε τους εμποδίσαμεν να βόσκουν τα ποίμνιά σου, ούτε τους διετάξαμεν να μας κάμουν κάτι, να μας εξυπηρετήσουν εις κάτι καθ' όλον το χρονικόν διάστημα, που ευρίσκοντο στο Καρμηλον. 7
8 ἐρώτησον τὰ παιδάριά σου καὶ ἀπαγγελοῦσί σοι. καὶ εὑρέτωσαν τὰ παιδάρια χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς σου, ὅτι ἐφ᾿ ἡμέραν ἀγαθὴν ἥκομεν· δὸς δὴ ὃ ἐὰν εὕρῃ ἡ χείρ σου τῷ υἱῷ σου τῷ Δαυίδ. 8 Ερώτησε τους υπηρέτας σου δι' αυτά, που σου λέγω, και θα τα πληροφορηθής από αυτούς. Ας βρουν λοιπόν χάριν και ας γίνουν ευμενώς δεκτοί από σε οι νεαροί αυτοί, τους οποίους αποστέλλω. Εχομεν έλθει εις καλήν ημέραν, την εόρτιον ημέραν της κουράς. Δοσε σε παρακαλώ εις αυτούς ο,τι σου ευρεθή πρόχειρον δι' εμέ, το παιδί σου, τον Δαυίδ”. 8
9 καὶ ἔρχονται τὰ παιδάρια καὶ λαλοῦσι τοὺς λόγους τούτους πρὸς Νάβαλ κατὰ πάντα τὰ ρήματα ταῦτα ἐν τῷ ὀνόματι Δαυίδ. καὶ ἀνεπήδησε 9 Οι νεαροί αυτοί του Δαυίδ ήλθαν και είπαν τους λόγους αυτούς προς τον Ναβαλ εκ μέρους του Δαυίδ, όπως τους είχε διατάξει ο Δαυίδ. 9
10 καὶ ἀπεκρίθη Νάβαλ τοῖς παισὶ Δαυὶδ καὶ εἶπε· τίς ὁ Δαυὶδ καὶ τίς ὁ υἱὸς ᾿Ιεσσαί; σήμερον πεπληθυμμένοι εἰσὶν οἱ δοῦλοι ἀναχωροῦντες ἕκαστος ἐκ προσώπου τοῦ κυρίου αὐτοῦ. 10 Εκείνος όμως κατελήφθη από θυμόν, ανεπήδησε και απεκρίθη εις τα παιδιά του Δαυίδ και είπε· “Και ποιός είναι αυτός ο Δαυίδ, ποιός είναι αυτός ο υιός του Ιεσσαί; Σημερον έχουν πληθυνθή οι δούλοι, που εδραπέτευσαν κρυφίως από τους κυρίους αυτών. Δεν αποκλείεται ενας από αυτούς να είναι και ο Δαυίδ. 10
11 καὶ λήψομαι τοὺς ἄρτους μου καὶ τὸν οἶνόν μου καὶ τὰ θύματά μου, ἃ τέθυκα τοῖς κείρουσί μου τὰ πρόβατα, καὶ δώσω αὐτὰ ἀνδράσιν, οἷς οὐκ οἶδα πόθεν εἰσί; 11 Θα πάρω λοιπόν εγώ τα ψωμιά μου και το κρασί μου και τα σφαχτά μου, τα οποία έσφαξα δι' εκείνους που κουρεύουν τα πρόβατά μου, και θα δώσω αυτά προς ανθρώπους, τους οποίους δεν γνωρίζω από που είναι και από που κατάγονται;” 11
12 καὶ ἀπεστράφησαν τὰ παιδάρια Δαυὶδ εἰς ὁδὸν αὐτῶν καὶ ἀνέστρεψαν καὶ ἦλθον καὶ ἀνήγγειλαν τῷ Δαυὶδ κατὰ τὰ ρήματα ταῦτα. 12 Οι νεαροί απεσταλμένοι του Δαυίδ ανεχώρησαν οπίσω στον δρόμον των, επέστρεψαν, ήλθαν και ανήγγειλαν στον Δαυίδ όλα αυτά τα λόγια του Ναβαλ. 12
13 καὶ εἶπε Δαυὶδ τοῖς ἀνδράσιν αὐτοῦ· ζώσασθε ἕκαστος τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ· καὶ ἀνέβησαν ὀπίσω Δαυὶδ ὡς τετρακόσιοι ἄνδρες, καὶ οἱ διακόσιοι ἐκάθισαν μετὰ τῶν σκευῶν. 13 Είπε τότε ο Δαυίδ στους άνδρας του· “ας ζωσθή ο καθένας την ρομφαίαν του”. Και τετρακόσιοι άνδρες από αυτούς ανέβησαν μαζή με τον Δαυίδ, ενώ διακύσιοι άλλοι εκάθησαν με τας αποσκευάς. 13
14 καὶ τῇ ᾿Αβιγαίᾳ γυναικὶ Νάβαλ ἀπήγγειλεν ἓν τῶν παιδαρίων λέγων· ἰδοὺ Δαυὶδ ἀπέστειλεν ἀγγέλους ἐκ τῆς ἐρήμου εὐλογῆσαι τὸν κύριον ἡμῶν, καὶ ἐξέκλινεν ἀπ᾿ αὐτῶν. 14 Ενας από τους νεαρούς δούλους του Ναβαλ ανήγγειλεν εις την Αβιγαίαν, την γυναίκα του Ναβαλ. Και της είπεν· “ιδού, ο Δαυίδ έστειλεν από την έρημον, που ευρίσκεται, αγγελιαφόρους να χαιρετήση τον κύριον μας και εκείνος τους απέπεμψε με τραχύτητα. 14
15 καὶ οἱ ἄνδρες ἀγαθοὶ ἡμῖν σφόδρα· οὐκ ἀπεκώλυσαν ἡμᾶς οὐδὲ ἐνετείλαντο ἡμῖν οὐδὲν πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἦμεν παρ᾿ αὐτοῖς· 15 Οι άνδρες αυτοί εφέρθησαν πολύ καλά απέναντί μας. Δεν μας ημπόδισαν εις τίποτε, ούτε μας διέταξαν να τους δώσωμεν κάτι όλας αυτάς τας ημέρας, κατά τας οποίας ευρισκόμεθα κοντά των. 15
16 καὶ ἐν τῷ εἶναι ἡμᾶς ἐν ἀγρῷ ὡς τεῖχος ἦσαν περὶ ἡμᾶς καὶ τὴν νύκτα καὶ τὴν ἡμέραν πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἤμεθα παρ᾿ αὐτοῖς ποιμαίνοντες τὸ ποίμνιον. 16 Επί πλέον, όταν είμεθα εις την εξοχήν, αυτοί μας εφύλατταν ολόγυρά μας σαν τείχος νύκτα και ημέραν, καθ' όλον το διάστημα, κατά το οποίον ημείς εβόσκαμεν τα ποίμνιά μας. 16
17 καὶ νῦν γνῶθι καὶ ἰδὲ σὺ τί ποιήσεις, ὅτι συντετέλεσται ἡ κακία εἰς τὸν κύριον ἡμῶν καὶ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ· καὶ οὗτος υἱὸς λοιμός, καὶ οὐκ ἔστι λαλῆσαι πρὸς αὐτόν. 17 Και τώρα σκέψου και ιδέ συ, τι θα κάμης. Διότι η κακία του κυρίου μας έχει αποκορυφωθή και θα ξεσπάση εναντίον όλου του οίκου του. Διότι αυτός είναι τραχύς και χυδαίος και κανείς δεν ημπορεί να του ομιλήση”. 17
18 καὶ ἔσπευσεν ᾿Αβιγαία καὶ ἔλαβε διακοσίους ἄρτους καὶ δύο ἀγγεῖα οἴνου καὶ πέντε πρόβατα πεποιημένα καὶ πέντε οἰφὶ ἀλφίτου καὶ γόμορ ἓν σταφίδος καὶ διακοσίας παλάθας καὶ ἔθετο ἐπὶ τοὺς ὄνους 18 Η Αβιγαία έσπευσεν αμέσως, επήρε διακοσίους άρτους, δύο ασκούς κρασί, πέντε πρόβατα ητοιμασμένα δια το φαγητόν, εκατό και πλέον κιλά κοπανισμένην κριθήν, πέντε περίπου κιλά ξηράν σταφίδα, διακόσιες τσαπέλες σύκα, και όλα αυτά τα εφόρτωσεν στους όνους. 18
19 καὶ εἶπε τοῖς παιδαρίοις αὐτῆς· προπορεύεσθε ἔμπροσθέν μου, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ὀπίσω ὑμῶν παραγίνομαι. καὶ τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς οὐκ ἀπήγγειλε. 19 Είπε δε στους νεαρούς δούλους της· “πηγαίνετε σεις εμπρός και εγώ θα σας ακολουθήσω”. Εις τον συζυγόν της δεν είπε τίποτε. 19
20 καὶ ἐγενήθη αὐτῆς ἐπιβεβηκυίης ἐπὶ τὴν ὄνον καὶ καταβαινούσης ἐν σκέπῃ τοῦ ὄρους καὶ ἰδοὺ Δαυὶδ καὶ οἱ ἄνδρες αὐτοῦ κατέβαινον εἰς συνάντησιν αὐτῆς, καὶ ἀπήντησεν αὐτοῖς· 20 Οταν αυτή καβάλα εις την όνον της, κατέβαινε μίαν αναδίπλωσιν του όρους, ιδού ο Δαυίδ και οι άνδρες αυτού κατέβαιναν προς συνάντησίν της. Και συνηντήθησαν. 20
21 καὶ Δαυὶδ εἶπεν· ἴσως εἰς ἄδικον πεφύλακα πάντα τὰ αὐτοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ οὐκ ἐνετειλάμεθα λαβεῖν ἐκ πάντων τῶν αὐτοῦ οὐθέν, καὶ ἀνταπέδωκέ μοι πονηρὰ ἀντὶ ἀγαθῶν· 21 Ελεγε δε ο Δαυίδ προς τους άνδρας του· “ματαίως εγώ εφύλαξα όλα όσα ανήκουν εις αυτόν τον άνθρωπον εις την έρημον και εδωσα εντολήν στους ανθρώπους μου να μη πάρουν απολύτως τίποτε, από όσα του ανήκουν. Αυτός μου ανταπέδωσε κακά αντί των αγαθών που του εκαμα. 21
22 τάδε ποιήσαι ὁ Θεὸς τῷ Δαυὶδ καὶ τάδε προσθείη, εἰ ὑπολείψομαι ἐκ πάντων τῶν τοῦ Νάβαλ ἕως πρωΐ οὐροῦντα πρὸς τοῖχον. 22 Ας με τιμωρήση ο Θεός με πολλάς τιμωρίας, εάν έως αύριον το πρωϊ αφήσω έστω και ένα άνδρα ζωντανόν από όσους ανήκουν στον Ναβαλ”. 22
23 καὶ εἶδεν ᾿Αβιγαία τὸν Δαυὶδ καὶ ἔσπευσε καὶ κατεπήδησεν ἀπὸ τῆς ὄνου καὶ ἔπεσεν ἐνώπιον Δαυὶδ ἐπὶ πρόσωπον αὐτῆς καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ ἐπὶ τὴν γῆν 23 Η Αβιγαία είδε τον Δαυίδ, έσπευσε και κατεπήδησεν από την όνον της, έπεσε με το πρόσωπον κατά γης ενώπιον του Δαυίδ και προσεκύνησεν αυτόν βαθύτατα έως το έδαφος 23
24 ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοὶ κύριέ μου ἡ ἀδικία· λαλησάτω δὴ ἡ δούλη σου εἰς τὰ ὦτά σου, καὶ ἄκουσον λόγων τῆς δούλης σου. 24 έμπρος εις τα πόδια του και του είπε· “κύριέ μου, εις εμέ ας καταλογισθή η αδικία, την οποίαν ο σύζυγός μου έκαμε εναντίον σου. Επίτρεψέ μου, σε παρακαλώ, να ομιλήσω εγώ η δούλη σου ενώπιόν σου. Ακουσε τα λόγια της δούλης σου. 24
25 μὴ δὴ θέσθω ὁ κύριός μου καρδίαν αὐτοῦ ἐπὶ τὸν ἄνθρωπον τὸν λοιμὸν τοῦτον, ὅτι κατὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὗτός ἐστι· Νάβαλ ὄνομα αὐτῷ, καὶ ἀφροσύνη μετ᾿ αὐτοῦ· καὶ ἐγὼ ἡ δούλη σου οὐκ εἶδον τὰ παιδάρια τοῦ κυρίου μου, ἃ ἀπέστειλας. 25 Σε παρακαλώ να μη δώσης καμμίαν σημασίαν στον τρόπον του ανθρώπου αυτού, διότι είναι άνθρωπος βάρβαρος και αγροίκος, άξιος του ονόματος το οποίον έχει. Ναβαλ είναι το όνομά του (=ανόητος) και η αφροσύνη και απερισκεψία τον χαρακτηρίζουν. Εγώ, η δούλη σου, δεν είδα τους δούλους του κυρίου μου, τους οποίους συ έστειλες προς τον σύζυγόν μου. 25
26 καὶ νῦν, κύριέ μου, ζῇ Κύριος καὶ ζῇ ἡ ψυχή σου,καθὼς ἐκώλυσέ σε Κύριος τοῦ μὴ ἐλθεῖν εἰς αἷμα ἀθῷον καὶ σώζειν τὴν χεῖρά σού σοι, καὶ νῦν γένοιντο ὡς Νάβαλ οἱ ἐχθροί σου καὶ οἱ ζητοῦντες τῷ κυρίῳ μου κακά. 26 Και τώρα, κύριέ μου, ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν και Κυριον και εις την ιδικήν σου ζωήν και σε διαβεβαιώ, ότι με το να έλθω εγώ εις σέ, σε ημπόδισεν ο Κυριος να μη ευρεθής εις θέσιν, ώστε να χύσης αίμα αθώον και προεφύλαξε το χέρι σου από αυτό το αμάρτημα. Εύχομαι δε όπως όλοι οι εχθροί σου, εκείνοι που ζητούν το κακό σου, να έχουν την τύχην του Ναβαλ. 26
27 καὶ νῦν λαβὲ τὴν εὐλογίαν ταύτην, ἣν ἐνήνοχεν ἡ δούλη σου τῷ κυρίῳ μου, καὶ δώσεις τοῖς παιδαρίοις τοῖς παρεστηκόσι τῷ κυρίῳ μου. 27 Και τώρα πάρε τα δώρα αυτά, τα οποία εγώ η δούλη σου έχω προσφέρει εις σε τον κύριόν μου. Δος τα στους δούλους σου, στους στρατιώτας σου οι οποίοι σε περιστοιχίζουν. 27
28 ἆρον δὴ τὸ ἀνόμημα τῆς δούλης σου, ὅτι ποιῶν ποιήσει Κύριος τῷ κυρίῳ μου οἶκον πιστόν, ὅτι πόλεμον κυρίου μου ὁ Κύριος πολεμεῖ, καὶ κακία οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε. 28 Συγχώρησε, λοιπόν, την παρανομίαν της δούλης σου, την απρεπή δηλαδή συμπεριφοράν του συζύγου μου. Εάν δε ούτω πράξης, ο Κυριος ετοιμάζει δια σε ευσεβείς απογόνους, οι οποίοι δεν θα λείψουν ποτέ. Ο πόλεμος δέ, τον οποίον συ διεξάγεις, είναι πόλεμος εν ονόματι του Κυρίου και ουδέποτε πρέπει να διαπραχθή από σε ούτε η παραμικροτέρα αδικία. 28
29 καὶ ἀναστήσεται ἄνθρωπος καταδιώκων σε καὶ ζητῶν τὴν ψυχήν σου, καὶ ἔσται ψυχὴ κυρίου μου ἐνδεδεμένη ἐν δεσμῷ τῆς ζωῆς παρὰ Κυρίῳ τῷ Θεῷ, καὶ ψυχὴν ἐχθρῶν σου σφενδονήσεις ἐν μέσῳ τῆς σφενδόνης. 29 Οποιοσδήποτε δε άνθρωπος και αν εξεγερθή εναντίον σου, δια να σε καταδιώξη και να ζητήση την ζωήν σου, μη φοβηθής, διότι η ζωή του κυρίου μου θα είναι ασφαλισμένη μέσα εις ασύντριπτον δεσμόν ζωής, τον οποίον Κυριος ο Θεός χορηγεί, ενώ η ζωή των εχθρών σου θα είναι σαν μέσα εις σφενδόνην, τους οποίους συ θα εκσφενδονίσης μακράν. 29
30 καὶ ἔσται ὅτι ποιήσῃ Κύριος τῷ κυρίῳ μου πάντα, ὅσα ἐλάλησεν ἀγαθὰ ἐπὶ σέ, καὶ ἐντελεῖταί σοι εἰς ἡγούμενον ἐπὶ ᾿Ισραήλ, 30 Οταν δε Κυριος ο Θεός πραγματοποίηση εις σε τον κύριόν μου όλα τα αγαθά, τα οποία σου έχει υποσχεθή, όταν σου δώση την εντολήν να γίνης βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού, 30
31 καὶ οὐκ ἔσται σοι τοῦτο βδελυγμὸς καὶ σκάνδαλον τῷ κυρίῳ μου, ἐκχέαι αἷμα ἀθῷον δωρεὰν καὶ σῶσαι χεῖρα κυρίῳ μου αὐτῷ, καὶ ἀγαθώσει Κύριος τῷ κυρίῳ μου, καὶ μνησθήσῃ τῆς δούλης σου ἀγαθῶσαι αὐτῇ. 31 δεν θα έχης βάρος εις την καρδίαν σου και τύψεις της συνειδήσεως, ότι έχυσες αίμα αθώων ανθρώπων και έτσι το χέρι του κυρίου μου θα διατηρηθή καθαρόν. Οταν δε ο Κυριος θα αποστείλη τα αγαθά εις σε τον κύριόν μου, ας ενθυμηθής και εμέ την δούλην σου με καλωσύνην”. 31
32 καὶ εἶπε Δαυὶδ τῇ ᾿Αβιγαίᾳ· εὐλογητὸς Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ὃς ἀπέστειλέ σε σήμερον ἐν ταύτῃ εἰς ἀπάντησίν μοι. 32 Είπεν ο Δαυίδ εις την Αβιγαίαν· “ας είναι ευλογημένος Κυριος ο Θεός του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος έστειλε σήμερον σε εις συνάντησίν μου. 32
33 καὶ εὐλογητὸς ὁ τρόπος σου, καὶ εὐλογημένη σὺ ἡ ἀποκωλύσασά με σήμερον ἐν ταύτῃ μὴ ἐλθεῖν εἰς αἵματα καὶ σῶσαι χεῖρά μου ἐμοί. 33 Ευλογημένος και ο τρόπος αυτός, που εφέρθης απέναντί μου, και αξιέπαινη είσαι συ, η οποία σήμερον εις τον τόπον αυτόν με ημπόδισες να χύσω αθώα αίματα και να διατηρήσω το χέρι μου καθαρόν και ανένοχον. 33
34 πλὴν ὅτι ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ, ὃς ἀπεκώλυσέ με σήμερον τοῦ κακοποιῆσαί σε, ὅτι εἰ μὴ ἔσπευσας καὶ παρεγένου εἰς ἀπάντησίν μοι, τότε εἶπα· εἰ ὑπολειφθήσεται τῷ Νάβαλ ἕως φωτὸς τοῦ πρωΐ οὐρῶν πρὸς τοῖχον. 34 Σε πληροφορώ έως ότι είχα ορκισθή εις Κυριον τον Θεόν του Ισραηλιτικού λαού, ο οποίος με ημπόδισε σήμερον να σε κακοποιήσω, ότι, αν δεν έσπευδες να έλθης εις συνάντησίν μου, είχα πει· Κανείς από τους άνδρας ου Ναβαλ δεν θα ζη έως αύριον το πρωϊ”. 34
35 καὶ ἔλαβε Δαυὶδ ἐκ χειρὸς αὐτῆς πάντα, ἃ ἔφερεν αὐτῷ, καὶ εἶπεν αὐτῇ· ἀνάβηθι εἰς εἰρήνην εἰς οἶκόν σου· βλέπε, ἤκουσα τῆς φωνῆς σου καὶ ἠρέτισα τὸ πρόσωπόν σου. 35 Επήρεν ο Δαυίδ από τα χέρια της Αβιγαίας όλα τα δώρα, τα οποία αυτή έφερε προς αυτόν, και της είπεν· “πήγαινε πάλιν ειρηνική και ήσυχος στον οίκον σου και μη λησμονής ότι ήκουσα την παράκλησίν σου και εξετίμησα το πρόσωπόν σου” 35
36 καὶ παρεγενήθη ᾿Αβιγαία πρὸς Νάβαλ, καὶ ἰδοὺ αὐτῷ πότος ἐν οἴκῳ αὐτοῦ ὡς πότος βασιλέως, καὶ ἡ καρδία Νάβαλ ἀγαθὴ ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ αὐτὸς μεθύων ἕως σφόδρα· καὶ οὐκ ἀπήγγειλεν αὐτῷ ρῆμα μικρὸν ἢ μέγα ἕως φωτὸς τοῦ πρωΐ. 36 Η Αφιγαία επέστρεψε προς τον Ναβαλ και ιδού, βλέπει ότι είχε παρατεθή στον οίκον της συμπόσιον πλούσιον, βασιλικόν. Ο Ναβαλ είχε περιέλθει εις ευθυμίαν και σιγά σιγά περιέπιπτεν εις μεγάλην μέθην. Η Αβιγαία δεν είπε τίποτε, ούτε το παραμικρότερον από όλα εκείνα, τα οποία έλαβον χώραν μεταξύ αυτής και του Δαυίδ, έως ότου ανέτειλεν η επομένη ημέρα. 36
37 καὶ ἐγένετο πρωΐ, ὡς ἐξένηψεν ἀπὸ τοῦ οἴνου Νάβαλ, ἀπήγγειλεν ἡ γυνὴ αὐτοῦ τὰ ρήματα ταῦτα, καὶ ἐναπέθανεν ἡ καρδία αὐτοῦ ἐν αὐτῷ, καὶ αὐτὸς γίνεται ὡς λίθος. 37 Οταν ανέτειλεν η πρωΐα της επομένης και ο Ναβαλ ανένηψεν από την μέθην του, εγνωστοποίησεν εις αυτόν η γυναίκα του όλα εκείνα τα γεγονότα. Αμέσως δε η καρδία του Ναβαλ έπαθε προσβολήν και αυτός έμεινεν αναίσθητος ωσάν άψυχος λίθος. 37
38 καὶ ἐγένετο ὡσεὶ δέκα ἡμέραι καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν Νάβαλ, καὶ ἀπέθανε. 38 Επειτα από δέκα περίπου ημέρας ο Κυριος εκτύπησε τον Ναβαλ και αυτός απέθανε. 38
39 καὶ ἤκουσε Δαυὶδ καὶ εἶπεν· εὐλογητὸς Κύριος, ὃς ἔκρινε τὴν κρίσιν τοῦ ὀνειδισμοῦ μου ἐκ χειρὸς Νάβαλ, καὶ τὸν δοῦλον αὐτοῦ περιεποιήσατο ἐκ χειρὸς κακῶν, καὶ τὴν κακίαν Νάβαλ ἀπέστρεψε Κύριος εἰς κεφαλὴν αὐτοῦ. καὶ ἀπέστειλε Δαυὶδ καὶ ἐλάλησε περὶ ᾿Αβιγαίας, λαβεῖν αὐτὴν ἑαυτῷ εἰς γυναῖκα. 39 Ο Δαυίδ ο οποίος επληροφορήθη τον θάνατον του Ναβαλ, είπεν “ευλογημένος ας είναι ο Κυριος, ο οποίος έκαμε δικαίαν κρίσιν δια τον ονειδισμόν, τον οποίον υπέστην εκ μέρους του Ναβαλ, ετιμώρησεν αυτόν δια τούτο, εμέ δε τον δούλον του με επροφύλαξε, ώστε να μη μολύνω τα χέρι μου με αδικίας. Επέρριψε δε την κακίαν Ναβαλ εις την κεφαλήν του”. Ο Δαυίδ έστειλε τότε αγγελιαφόρους να είπουν εις την Αβιγαίαν, εάν θέλη, να λάβη αυτήν ως σύζυγόν του. 39
40 καὶ ἦλθον οἱ παῖδες Δαυὶδ πρὸς ᾿Αβιγαίαν εἰς Κάρμηλον καὶ ἐλάλησαν αὐτῇ λέγοντες· Δαυὶδ ἀπέστειλεν ἡμᾶς πρός σε λαβεῖν σε αὐτῷ εἰς γυναῖκα. 40 Οι δούλοι του Δαυίδ ήλθαν προς την Αβιγαίαν στο Καρμηλον και είπαν εις αυτήν τα εξής· “ο Δαυίδ μας έστειλε προς σέ, δια να σου αναγγείλωμεν ότι επιθυμεί να σε λάβη ως σύζυγόν του”. 40
41 καὶ ἀνέστη καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν ἐπὶ πρόσωπον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἡ δούλη σου εἰς παιδίσκην νίψαι πόδας τῶν παίδων σου. 41 Εκείνη αμέσως ηγέρθη, μετέβη προς τον Δαυίδ, έπεσε με το πρόσωπον επί του εδάφους και προσεκύνησεν αυτόν και του είπεν· “ιδού, η δούλη σου, γίνομαι δούλη σου, δια να νίπτω τα πόδια των δούλων σου”. 41
42 καὶ ἀνέστη ᾿Αβιγαία καὶ ἐπέβη ἐπί τὴν ὄνον καὶ πέντε κοράσια ἠκολούθουν αὐτῇ, καὶ ἐπορεύθη ὀπίσω τῶν παίδων Δαυίδ, καὶ γίνεται αὐτῷ εἰς γυναῖκα. 42 Η Αβιγαία ητοιμάσθη, ανέβηκε εις την όνον της και πέντε κοράσια την ηκολούθησαν. Ηκολούθησεν αυτή τους δούλους του Δαυίδ, ήλθε προς αυτόν και έγινε σύζυγος του. 42
43 καὶ τὴν ᾿Αχινόομ ἔλαβε Δαυὶδ ἐξ ᾿Ιεζραέλ, καὶ ἀμφότεραι ἦσαν αὐτῷ γυναῖκες. 43 Ο Δαυίδ έλαβε και δευτέραν ακόμη γυναίκα την Αχινόομ, η οποία κατήγετο από την πόλιν Ιεζραέλ, και αι δύο αυταί ήσαν σύζυγοι του Δαυίδ. 43
44 καὶ Σαοὺλ ἔδωκε Μελχὸλ τὴν θυγατέρα αὐτοῦ τὴν γυναῖκα Δαυὶδ τῷ Φαλτὶ υἱῷ ᾿Αμὶς τῷ ἐκ Ρομμά. 44 Ο Σαούλ, προφανώς δια να εκδικηθή τον Δαυίδ, έδωσε την Μελχόλ, την θυγατέρα του, την γυναίκα του Δαυίδ, ως σύζυγον στον Φαλτί υιόν του Αμίς, ο οποίος κατήγετο από την Ρομμά. 44