Σάββατο, 12 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:31
Δύση: 18:53
Σελ. 10 ημ.
286-80
16ος χρόνος, 6083η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΒΑΣΙΛΕΙΩΝ Α' - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15 (ΙΕ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· ἐμὲ ἀπέστειλε Κύριος χρῖσαί σε εἰς βασιλέα ἐπὶ ᾿Ισραήλ, καὶ νῦν ἄκουε τῆς φωνῆς Κυρίου· 1 Ο Σαμουήλ είπεν στον Σαούλ· “εμέ έστειλεν ο Θεός να σε χρίσω βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού. Ακουσε λοιπόν τώρα την εντολήν του Κυρίου. 1 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν Σαούλ: «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος ποὺ ἔστειλεν ὁ Κύριος, διὰ να σὲ χρίσω βασιλέα τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἄκουσε λοιπὸν τώρα τὶ λέγει ὁ Κύριος.
2 τάδε εἶπε Κύριος Σαβαώθ· νῦν ἐκδικήσω ἃ ἐποίησεν ᾿Αμαλὴκ τῷ ᾿Ισραήλ, ὡς ἀπήντησεν αὐτῷ ἐν τῇ ὁδῷ ἀναβαίνοντος αὐτοῦ ἐξ Αἰγύπτου· 2 Αυτά διατάσσει Κυριος ο παντοκράτωρ· Τωρα εγώ θα τιμωρήσω τους Αμαλικίτας δι' όσα εκείνοι έπραξαν εναντίον των Ισραηλιτών, όταν τους συνήντησαν καθ' οδόν, καθώς ανέβαιναν από την Αίγυπτον. 2 Αὐτὰ εἶπεν ὁ Κύριος τῶν ἀγγελικῶν δυνάμεων: «Τώρα εἶναι ὁ καιρός, ποὺ θὰ πάρω ἐκδίκησιν δι’ ὅσα ἔκαναν οἱ Ἀμαληκῖται εἰς βάρος τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὅταν τοὺς συνήντησαν καθ' ὁδόν, τότε ποὺ ἀνέβαιναν πρὸς τὴν Γῆν τῆς ἐπαγγελίας, ἀφοῦ εἶχαν ξεφύγει ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ τῆς Αἰγύπτου.
3 καὶ νῦν πορεύου καὶ πατάξεις τὸν ᾿Αμαλὴκ καὶ ῾Ιερὶμ καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ οὐ περιποιήσῃ ἐξ αὐτοῦ καὶ ἐξολοθρεύσεις αὐτὸν καὶ ἀναθεματιεῖς αὐτὸν καὶ πάντα τὰ αὐτοῦ καὶ οὐ φείσῃ ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀποκτενεῖς ἀπὸ ἀνδρὸς καὶ ἕως γυναικὸς καὶ ἀπὸ νηπίου ἕως θηλάζοντος καὶ ἀπὸ μόσχου ἕως προβάτου καὶ ἀπὸ καμήλου ἕως ὄνου. 3 Πηγαινε λοιπόν τώρα να κτυπήσης τους Αμαληκίτας και αναθεμάτισε αυτούς και όλα τα υπάρχοντά των. Δεν θα λυπηθής κανένα, αλλά θα εξολθρεύσης αυτούς, θα αναθεματίσης αυτούς και τα υπάρχοντά των. Κανένα από αυτούς δεν θα λυπηθής αλλά θα φονεύσης όλους, από άνδρα έως γυναίκα, από νήπιον μέχρι και θηλάζον, από μοσχάρι μέχρι προβάτον, από καμήλαν μέχρι όνον”. 3 Προχώρει λοιπὸν τώρα καὶ νὰ πατάξῃς τοὺς Ἀμαληκίτας. Νὰ τοὺς θεωρήσῃς ἀναθεματισμένους (Ἱερίμ) καὶ αὐτοὺς καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των καὶ νὰ μὴ συμπαθήσῃς καὶ περιποιηθῇς κανένα ἀπὸ αὐτούς. Νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσῃς καὶ νὰ ἀναθεματίσῃς καὶ αὐτοὺς καὶ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά των καὶ νὰ μὴ λυπηθῇς κανένα ἀπὸ αὐτούς. Νὰ τοὺς σκοτώσῃς ὅλους, ἀπὸ ἄνδρα μέχρι γυναῖκα καὶ ἀπὸ μικρὸ παιδὶ μέχρι καὶ βρέφος ποὺ θηλάζει καὶ ἀπὸ μοσχάρι μέχρι ἀρνὶ καὶ ἀπὸ καμήλαν ἕως ὄνον. Τίποτε ἀπολύτως δὲν θὰ ἀφήσὴς νὰ ζῇ».
4 καὶ παρήγγειλε Σαοὺλ τῷ λαῷ καὶ ἐπισκέπτεται αὐτοὺς ἐν Γαλγάλοις τετρακοσίας χιλιάδας ταγμάτων καὶ τὸν ᾿Ιούδαν τριάκοντα χιλιάδας ταγμάτων. 4 Ο Σαούλ έκαμε αυτά γνωστά εις όλον τον λαόν και ώρισεν ως συγκέντρωσιν του στρατού τα Γαλγαλα. Εκεί επεθεώρησε και ηρίθμησεν ο Σαούλ τον στρατόν του, ο οποίος ευρέθη από μεν τας άλλας φυλάς ότι ανήρχετο εις τετρακοσίας χιλιάδας πεζών, από δε την φυλήν του Ιούδα εις τριάκοντα χιλιάδας πεζούς. 4 Μετὰ τὴν ἐντολὴν αὐτὴν διέταξεν ὁ Σαοὺλ τὸν λαὸν καὶ ἐτοιμάσθηκαν διὰ τὸν πόλεμον. Ἔκανε δὲ ἐπιθεώρησιν τῶν πολεμιστῶν εἰς τὰ Γάλγαλα καὶ ὑπελόγισεν ὅτι ἦσαν τετρακόσιαι χιλιάδες πεζοὶ στρατιῶται. Ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα εἰδικῶς ἦσαν τριάντα χιλιάδες πολεμισταί.
5 καὶ ἦλθε Σαοὺλ ἕως τῶν πόλεων ᾿Αμαλὴκ καὶ ἐνήδρευσεν ἐν τῷ χειμάρρῳ. 5 Ο Σαούλ με τον στρατόν αυτόν επροχώρησεν έως εις τας πόλεις των Αμαληκιτών και έστησεν ενέδρας εις κάποιον ξηροπόταμον. 5 Καὶ ἐπροχώρησεν ὁ Σαοὺλ ἕως τὰς πόλεις τῶν Ἀμαληκιτῶν καὶ ἔβαλεν ἐνέδρας εἰς ἕνα ξηροπόταμον, ποὺ ἦτο ἐκεῖ κοντά.
6 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τὸν Κιναῖον· ἄπελθε καὶ ἔκκλινον ἐκ μέσου τοῦ ᾿Αμαληκίτου, μὴ προσθῶ σε μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ σὺ ἐποίησας ἔλεος μετὰ τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ ἀναβαίνειν αὐτοὺς ἐξ Αἰγύπτου· καὶ ἐξέκλινεν ὁ Κιναῖος ἐκ μέσου ᾿Αμαλήκ. 6 Ο Σαούλ, πριν επιχειρήση τι κατά των Αμαληκιτών, είπεν στους Κιναίους απογόνους του πενθερού του Μωϋσέως· “φύγετε, εξέλθετε εκ μέσου των Αμαληκιτών, δια να μη συμπεριλάβη και σας η τιμωρία, που θα επιπέση εναντίον εκείνων, πράγμα που δεν επιθυμώ, διότι οι πρόγονοί σας εβοήθησαν τους Ισραηλίτας, όταν ανέβαιναν από την Αίγυπτον”. Οι Κιναίοι πράγματι απεμακρύνθησαν εκ μέσου των Αμαληκιτών. 6 Ἔστειλε δὲ μήνυμα ὁ Σαοὺλ πρὸς τοὺς Κιναίους, ποὺ ἦσαν συγγενεῖς τοῦ Μωϋσέως ἀπὸ τὸν πενθερόν του καὶ ἔμεναν μαζὶ μὲ τοὺς Ἀμαληκίτας, καὶ τοὺς εἶπε: «Φύγετε καὶ ἀπομακρυνθῆτε ἀπὸ τοὺς Ἀμαληκίτας, διὰ νὰ μὴ φονεύσω καὶ σᾶς μαζὶ μὲ αὐτούς. Σᾶς εἰδοποιῶ, διότι σεῖς ἐδείξατε συμπάθειαν πρὸς τοὺς Ἰσραηλίτας, ὅταν ἀνέβαιναν αὐτοὶ πρὸς τὴν Χαναὰν ἐλεύθεροι ἀπὸ τὴν σκλαβιὰν τῶν Αἰγυπτίων». Καὶ πράγματι οἱ Κιναίοι ἐφρόντισαν καὶ ἔφυγαν μέσα ἀπὸ τοὺς Ἀμαληκίτας.
7 καὶ ἐπάταξε Σαοὺλ τὸν ᾿Αμαλὴκ ἀπὸ Εὐιλὰτ ἕως Σοὺρ ἐπὶ προσώπου Αἰγύπτου. 7 Κατόπιν ο Σαούλ επετέθη και κατενίκησε τους Αμαληκίτας από την Ευϊλάτ έως την Σουρ ανατολικά από την Αίγυπτον. 7 Ἐπετέθη δὲ ὁ Σαούλ μὲ ὁρμὴν ἐναντίον τῶν Ἀμαληκιτῶν καὶ τοὺς κατετρόπωσεν εἰς μίαν ἔκτασιν ποὺ ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν Εὐϊλὰτ ἕως τὴν Σούρ, ποὺ εὑρίσκεται ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον.
8 καὶ συνέλαβε τὸν ᾿Αγὰγ βασιλέα ᾿Αμαλὴκ ζῶντα καὶ πάντα τὸν λαὸν καὶ ῾Ιερὶμ ἀπέκτεινεν ἐν στόματι ρομφαίας. 8 Συνέλαβε δε αιχμάλωτον τον Αγάγ τον βασιλέα των Αμαληκιτών, τον οποίον και εκράτησεν εις την ζωήν, ενώ όλον τον άλλον λαόν των Αμαληκιτών κατά τον αναθεματισμόν τον επέρασεν εν στόματι μαχαίρας. 8 Καὶ συνέλαβε ζωντανὸν τὸν Ἀγάγ, τὸν βασιλέα τῶν Ἀμαληκιτῶν, ὅλους δὲ τοὺς Ἀμαληκίτας, ἀφοῦ τοὺς ἀνεθεμάτισε, τοὺς ἐφόνευσε με μαχαίρι.
9 καὶ περιεποιήσατο Σαοὺλ καὶ πᾶς ὁ λαὸς τὸν ᾿Αγὰγ ζῶντα καὶ τὰ ἀγαθὰ τῶν ποιμνίων καὶ τῶν βουκολίων καὶ τῶν ἐδεσμάτων καὶ τῶν ἀμπελώνων καὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν καὶ οὐκ ἐβούλοντο ἐξολοθρεῦσαι αὐτά· καὶ πᾶν ἔργον ἠτιμωμένον καὶ ἐξουδενωμένον ἐξωλόθρευσαν. 9 Ο Σαούλ και ο ισραηλιτικός λαός ελυπήθησαν και δεν εφόνευσαν τον Αγάγ, τον εκράτησαν ζώντα. Και δεν κατέστρεψαν τα εκλεκτά από τα πρόβατά του, από τα βόδια του, από τα φαγητά του, τους αμπελώνας του και γενικώς όλα εκείνα τα εκλεκτά αγαθά που είχε. Δεν ηθέλησαν να τα καταστρέψουν, όπως ο Θεός τους είχε διατάξει, αλλά κατέστρεψαν κάθε τι μηδαμινόν και ευτελές. 9 Παρέβησαν ὅμως τὴν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ ὁ Σαοὺλ καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται καὶ ἄφησαν ζωντανὸν τὸν Ἀγὰγ καὶ ἔδειξαν συμπάθειαν ἀπέναντί του. Τὸ ἴδιο ἔκαναν καὶ διὰ τὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ πρόβατα καὶ τὰ βόδια καὶ τὰ τρόφιμα καὶ τὰ ἀμπέλια καὶ ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθὰ τῶν Ἀμαληκιτῶν. Δὲν ἤθελαν νὰ τὰ ἐξολοθρεύσουν. Κάθε τι ὅμως ποὺ τὸ ἐθεώρησαν κατώτερον καὶ μηδαμινόν, τὸ κατέστρεψαν.
10 Καὶ ἐγενήθη ρῆμα Κυρίου πρὸς Σαμουὴλ λέγων· 10 Ο Κυριος είπε τότε προς τον Σαμουήλ τα εξής· 10 Καὶ ὡμίλησεν ὁ Κύριος πρὸς τὸν Σαμουὴλ καὶ τοῦ εἶπε:
11 παρακέκλημαι ὅτι ἐβασίλευσα τὸν Σαοὺλ εἰς βασιλέα, ὅτι ἀπέστρεψεν ἀπὸ ὄπισθέν μου καὶ τοὺς λόγους μου οὐκ ἐτήρησε. καὶ ἠθύμησε Σαμουὴλ καὶ ἐβόησε πρὸς Κύριον ὅλην τὴν νύκτα. 11 “μετεμεληθην διότι κατέστησα τον Σαούλ βασιλέα, επειδή αυτός απεμακρύνθη από τον δρόμον μου και δεν ετήρησε τας εντολάς μου”. Ο Σαμουήλ όταν ήκουσεν αυτά, περιέπεσεν εις μεγάλην λύπην και με θερμήν προσευχήν όλην την νύκτα εβόησε προς τον Κυριον. 11 «Μετενόησα ποὺ ἔκανα βασιλέα τὸν Σαούλ, διὰ νὰ κυβερνᾷ τὸν λαόν μου, διότι παρεξέκλινε καὶ δὲν ἀκολούθησε τὸν δρόμον ποὺ τοῦ ὑπέδειξα καὶ δὲν ἐτήρησε τὰς ἐντολάς μου». Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὁ Σαμουὴλ ἐκυριεύθη ἀπὸ ἀθυμίαν, ἐλυπήθη καὶ ἐκραύγαζε μὲ πόνον ὅλην τὴν νύκτα προσευχόμενος πρὸς τὸν Κύριον.
12 καὶ ὤρθρισε Σαμουὴλ καὶ ἐπορεύθη εἰς ἀπάντησιν ᾿Ισραὴλ τὸ πρωΐ. καὶ ἀπηγγέλη τῷ Σαοὺλ λέγοντες· ἥκει Σαμουὴλ εἰς Κάρμηλον καὶ ἀνέστακεν αὐτῷ χεῖρα καὶ ἐπέστρεψε τὸ ἅρμα. καὶ κατέβη εἰς Γάλγαλα πρὸς Σαούλ, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς ἀνέφερεν ὁλοκαύτωσιν τῷ Κυρίῳ τὰ πρῶτα τῶν σκύλων, ὧν ἤνεγκεν ἐξ ᾿Αμαλήκ. 12 Εσηκώθη δε λίαν πρωϊ και επορεύθη, δια να συναντήση τους Ισραηλίτας. Εγνωστοποιήθη στον Σαούλ το γεγονός και του είπαν· “έχει έλθει ο Σαμουήλ στο Καρμηλον όρος”. Εκεί ο Σαούλ είχεν ανεγείρει τρόπαιον. Ο Σαμουήλ ιδών το τρόπαιον αυτού ήλλαξε κατεύθυνσιν του άρματός του. Κατέβη εις τα Γαλγαλα προς τον Σαούλ. Και ιδού είδεν αυτόν να προσφέρη θυσίαν ολοκαυτώματος προς τον Κυριον τα εκλεκτότερα από τα λάφυρα, που είχε πάρει κατά τον πόλεμον εναντίον των Αμαληκιτών. 12 Καὶ μόλις ἐχάραξεν ἡ ἄλλη ἡμέρα, ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγε νὰ συναντήσῃ πρωΐ - πρωῒ τοὺς Ἰσραηλίτας. Ἀνήγγειλαν λοιπὸν τὸ γεγονὸς εἰς τὸν Σαοὺλ καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὁ Σαμουὴλ ἔχει ἔλθει εἰς τὴν περιοχὴν τοῦ Καρμήλου καὶ ἀφοῦ ἐστάθη ἐμπρὸς εἰς τὸ μνημεῖον, ποὺ ὁμοιάζει μὲ χέρι ἀνοικτό, ἔστρεψε τὸ ἅρμα του πρὸς ἄλλην κατεύθυνσιν». Μόλις εἶδε πράγματι ὁ Σαμουὴλ τὸ εἰδωλολατρικὸν αὐτὸ τρόπαιον, ποὺ ὕψωσεν ὁ Σαούλ, κατέβη πρὸς τὰ Γάλγαλα, ὅπου ἦτο ὁ Σαούλ. Καὶ βλέπει ἐκεῖ τὸν Σαοὺλ νὰ προσφέρῃ κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ὡς θυσίαν ὁλοκαυτώσεως εἰς τὸν Κύριον τὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ λάφυρα, ποὺ εἶχε φέρει ἀπὸ τοὺς Ἀμαληκίτας.
13 καὶ παρεγένετο Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ, καὶ εἶπεν αὐτῷ Σαούλ· εὐλογητὸς σὺ τῷ Κυρίῳ· ἔστησα πάντα, ὅσα ἐλάλησε Κύριος. 13 Ο Σαμουήλ ήλθε προς τον Σαούλ, ο δε Σαούλ τον εχαιρέτησεν ειρηνικώς και είπε προς αυτόν· “ευλογημένος ας είσαι από τον Κυριον. Εγώ ετήρησα όλα όσα ο Κυριος είχε διατάξει”. 13 Ἐπλησίασε δὲ ὁ Σαμουὴλ πρὸς τὸν Σαοὺλ καὶ τοῦ εἶπεν ὁ Σαούλ: «Ἂς εἶσαι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Κύριον. Ἐτήρησα ὅλα, ὅσα παρήγγειλεν ὁ Κύριος».
14 καὶ εἶπε Σαμουήλ· καὶ τίς ἡ φωνὴ τοῦ ποιμνίου τούτου ἐν τοῖς ὠσί μου καὶ φωνὴ τῶν βοῶν, ὧν ἐγὼ ἀκούω; 14 Ο Σαμουήλ τον ηρώτησε· “τι είναι αυτά τα βελάσματα προβάτων, που φθάνουν εις τα αυτιά μου και τι σημαίνουν οι μυκηθμοί αυτοί των βοών, που ακούω;” 14 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουήλ: «Καὶ τὶ εἶναι αὐτὰ τὰ βελάσματα τῶν προβάτων, ποὺ φθάνουν εἰς τὰ αὐτιά μου, καὶ τὸ μούγκρισμα τῶν βοδιῶν ποὺ ἀκούω;»
15 καὶ εἶπε Σαούλ· ἐξ ᾿Αμαλὴκ ἤνεγκα αὐτά, ἃ περιεποιήσατο ὁ λαὸς τὰ κράτιστα τοῦ ποιμνίου καὶ τῶν βοῶν, ὅπως τυθῇ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου, καὶ τὰ λοιπὰ ἐξωλόθρευσα. 15 Ο Σαούλ απήντησεν· “αυτά προέρχονται από τους Αμαληκίτας. Είναι δε τα καλύτερα από τα πρόβατά τους και από τα βόδια τους, τα οποία ο λαός δεν εξωλόθρευσε, δια να τα προσφέρη θυσίαν εις Κυριον τον Θεόν· όλα δε τα αλλά τα κατέστρεψα”. 15 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Σαούλ: «Τὰ ἔφερα ἀπὸ τοὺς Ἀμαληκίτας. Εἶναι ὅσα ἐκράτησε ζωντανὰ ὁ λαός, τὰ καλύτερα ἀπὸ τὰ ἀρνιὰ καὶ τὰ βόδια, διὰ νὰ προσφερθοῦν θυσία εἰς Κύριον τὸν Θεόν σου. Τὰ ὑπόλοιπα ὅμως τὰ ἐξωλόθρευσα, ὅπως εἶπες».
16 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· ἄνες καὶ ἀπαγγελῶ σοι ἃ ἐλάλησε Κύριος πρός με τὴν νύκτα· καὶ εἶπεν αὐτῷ· λάλησον. 16 Είπε τότε ο Σαμουήλ προς τον Σαούλ· “άφησε αυτάς τας δικαιολογίας. Θα σου αναγγείλω όσα μου είπεν ο Θεός κατά την νύκτα αυτήν”. Ο Σαούλ απήντησεν· “ειπέ τα”. 16 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν Σαούλ: «Ἄφησέ τα αὐτά! Μὴ δικαιολογῆσαι! Θέλω νὰ σοῦ ἀνακοινώσω ὅσα μοῦ εἶπεν αὐτὴν τὴν νύκτα ὁ Κύριος». Καὶ τοῦ εἶπεν ἐκεῖνος: «Λέγε ὅ,τι ἔχεις νὰ εἰπῇς».
17 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· οὐχὶ μικρὸς εἶ σὺ ἐνώπιον αὐτοῦ ἡγούμενος σκήπτρου φυλῆς ᾿Ισραήλ; καὶ ἔχρισέ σε Κύριος εἰς βασιλέα ἐπὶ ᾿Ισραήλ. 17 Ο Σαμουήλ είπε τότε προς αυτόν· “συ δεν ήσουνα πολύ μικρός ενώπιον του Θεού, όταν έγινες βασιλεύς και έλαβες εις τα χέρια σου το σκήπτρον των φύλων του Ισραηλιτικού λαού, τότε που ο Θεός σε εχρισε βασιλέα του λαού αυτού; 17 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν Σαούλ: «Δὲν ἤσουν καὶ δὲν εἶσαι σὺ πολὺ μικρὸς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ γίνῃς ἡγούμενος καὶ ἐπὶ κεφαλῆς κάθε φυλῆς τοῦ Ἰσραήλ; Ποιὰ ἦτο ἡ ἀξία σου; Παρὰ ταῦτα ὅμως σὲ ἐδιάλεξε ὁ Κύριος καὶ σὲ ἔχρισε βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ.
18 καὶ ἀπέστειλέ σε Κύριος ἐν ὁδῷ καὶ εἶπέ σοι· πορεύθητι καὶ ἐξολόθρευσον τοὺς ἁμαρτάνοντας εἰς ἐμέ, τὸν ᾿Αμαλήκ, καὶ πολεμήσεις αὐτοὺς ἕως συντελέσῃς αὐτούς. 18 Ο Θεός σε ωδήγησεν στον δρόμον εκείνον της καταστροφής των Αμαληκιτών και είπε προς σέ· Πηγαινε, εξολόθρευσε αυτούς, οι οποίοι ημάρτησαν απέναντί μου, τους Αμαληκίτας. Θα πολεμήσης, μέχρις ότου ότι ολοκληρώσης τον όλεθρόν των. 18 Καὶ σὲ ἔστειλεν ὁ Κύριος εἰς τὸν δρόμον τῆς ἐξοντώσεως τῶν Ἀμαληκιτῶν καὶ σοῦ εἶπε: «Πήγαινε καὶ ἐξολόθρευσε τοὺς Ἀμαληκίτας, τὸν λαὸν αὐτὸν ποὺ ἁμαρτάνει καὶ δείχνει ἀσέβειαν πρὸς ἐμέ. Νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον των, ἕως ὅτου τοὺς ἐξοντώσῃς τελείως».
19 καὶ ἱνατί οὐκ ἤκουσας φωνῆς Κυρίου, ἀλλ᾿ ὥρμησας τοῦ θέσθαι ἐπὶ τὰ σκῦλα καὶ ἐποίησας τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου; 19 Διατί δεν ήκουσες την εντολήν του Κυρίου, αλλά ερρίφθης και άπλωσες τα χέρια σου εις τα λάφυρα και έτσι διέπραξες την μεγάλην αυτήν παράβασιν ενώπιον του Κυρίου;” 19 Διατὶ λοιπὸν δὲν ἄκουσες αὐτό, ποὺ σοῦ εἶπεν ὁ Κύριος, ἀλλ' ἀντιθέτως ὤρμησες μὲ βουλιμίαν διὰ νὰ ἀρπάξῃς τὰ λάφυρα καὶ ἔκαμες αὐτὴν τὴν παρανομίαν καὶ παρακοὴν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου;»
20 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Σαμουήλ· διὰ τὸ ἀκοῦσαί με τῆς φωνῆς τοῦ λαοῦ· καὶ ἐπορεύθην τῇ ὁδῷ, ᾗ ἀπέστειλέ με Κύριος, καὶ ἤγαγον τὸν ᾿Αγὰγ βασιλέα ᾿Αμαλὴκ καὶ τὸν ᾿Αμαλὴκ ἐξωλόθρευσα· 20 Ο Σαούλ απήντησε προς τον Σαμουήλ· “υπήκουσα εις την φωνήν του λαού. Επορεύθην στον δρόμον, στον οποίον με είχε στείλει ο Κυριος και έφερα ζωντανόν τον βασιλέα των Αμαληκιτών τον Αγάγ, αλλά τους Αμαληκίτας τους εξωλόθρευσα. 20 Καὶ ἀπεκρίθη ὁ Σαοὺλ εἰς τὸν Σαμουήλ: «Τὸ ἔκανα, ἐπειδὴ ἄκουσα αὐτὸ ποὺ ἔλεγεν ὁ λαός. Πάντως ἐβάδισα εἰς τὸν δρόμον ποὺ μοῦ ὑπέδειξεν ὁ Κύριος. Συνέλαβα καὶ ἔφερα καὶ κρατῶ ζωντανὸν τὸν Ἀγάγ, τὸν βασιλέα τῶν Ἀμαληκιτῶν, ἐξώντωσα ὅμως ὅλους τοὺς Ἀμαληκίτας.
21 καὶ ἔλαβεν ὁ λαὸς τῶν σκύλων ποίμνια καὶ βουκόλια, τὰ πρῶτα τοῦ ἐξολοθρεύματος, θῦσαι ἐνώπιον Κυρίου Θεοῦ ἡμῶν ἐν Γαλγάλοις. 21 Ο λαός επήρεν από τα καλύτερα εκ των αναθεματισμένων λαφύρων, πρόβατα και βόδια, δια να θυσιάση αυτά προς τον Κυριον εις τα Γαλγαλα”. 21 Ἐπῆρε ἐπίσης ὁ λαὸς τὰ καλύτερα ἀπὸ αὐτά, ποὺ εἶχε λεχθῇ νὰ ἀναθεματισθοῦν καὶ νὰ ἐξολοθρευθοῦν, ἀπὸ τὰ ἀρνιὰ δηλαδὴ καὶ τὰ βόδια, ἀλλὰ τὰ ἐπῆραν διὰ νὰ τὰ θυσιάσουν ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ μας εἰς τὰ Γάλγαλα».
22 καὶ εἶπε Σαμουήλ· εἰ θελητὸν τῷ Κυρίῳ ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας ὡς τὸ ἀκοῦσαι φωνῆς Κυρίου; ἰδοὺ ἀκοὴ ὑπὲρ θυσίαν ἀγαθὴν καὶ ἡ ἐπακρόασις ὑπὲρ στέαρ κριῶν· 22 Ο Σαμουήλ είπε· “νομίζεις ότι είναι προτιμότερα δια τον Κυριον τα ολοκαυτώματα και αι άλλαι θυσίαι, από το να υπακούη κανείς εις την εντολήν του; Η υπακοή εις την εντολήν του είναι ανωτέρα από κάθε θυσίαν και η προσεκτική ακρόασις του θελήματός του είναι προτιμοτέρα και από το λίπος των κριών. 22 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουήλ: «Νομίζεις ὅτι εὐχαριστεῖται ὁ Κύριος μὲ ὁλοκαυτώματα καὶ θυσίας, ὅσον μὲ τὴν ὑπακοὴν εἰς τὰς ἐντολάς Του; Σοῦ λέγω λοιπὸν ὅτι ἡ ὑπακοὴ εἰς τὸν Κύριον εἶναι ἀνωτέρα καὶ ἀπὸ τὴν πλέον πλουσίαν θυσίαν. Ἡ δὲ προσεκτικὴ ἀκρόασις τῶν λόγων Του, ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὴν ἐφαρμογήν των, εἶναι ἀνωτέρα ἀπὸ τὸ λίπος τῶν κριαριῶν, ποὺ καίονται εἰς τὸ θυσιαστήριον.
23 ὅτι ἁμαρτία οἰώνισμά ἐστιν, ὀδύνην καὶ πόνους θεραφὶν ἐπάγουσιν· ὅτι ἐξουδένωσας τὸ ρῆμα Κυρίου, καὶ ἐξουδενώσει σε Κύριος μὴ εἶναι βασιλέα ἐπὶ ᾿Ισραήλ. 23 Είναι δε αμαρτία, ομοιάζει με ειδωλολατρικήν θυσίαν και φέρει οδύνην και πόνον η προσφορά θυσιών χωρίς υπακοήν στο θείον θέλημα. Επειδή δε κατεφρόνησες την εντολήν του Κυρίου, δια τούτο θα σε αποδοκιμάση ο Κυριος, ώστε να μη είσαι πλέον βασιλεύς στους Ισραηλίτας”. 23 Ἡ παρακοὴ τῆς θείας ἐντολῆς, ποὺ διέπραξες καὶ τὴν συνώδευσες μάλιστα καὶ μὲ θυσίαν, εἶναι ἁμαρτία ὅπως ἡ μαγεία. Καὶ ὅλα αὐτά, ποὺ κάνετε κατὰ τὴν θυσίαν, ἀντὶ ἐξιλεώσεως φέρουν ἐπάνω σας ὀδύνην καὶ πόνον, διότι ὁμοιάζουν μὲ τιμὴν πρὸς τὰ εἴδωλα (θεραφίν). Ἐπειδὴ λοιπὸν περιφρόνησες τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου, θὰ σὲ ταπεινώσῃ ὁ Κύριος καὶ δὲν θὰ εἶσαι πλέον βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
24 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς Σαμουήλ· ἡμάρτηκα ὅτι παρέβην τὸν λόγον Κυρίου καὶ τὸ ρῆμά σου, ὅτι ἐφοβήθην τὸν λαὸν καὶ ἤκουσα τῆς φωνῆς αὐτῶν· 24 Είπε τότε συγκινημένος ο Σαουλ προς τον Σαμουήλ· “ημάρτηκα, διότι παρέβην την εντολήν του Κυρίου και τον ιδικόν σου λόγον. Εκαμα όμως αυτό, διότι εφοβήθην τον λαόν και την φωνήν του λαού ήκουσα. 24 Καὶ εἶπεν ὁ Σαοὺλ εἰς τὸν Σαμουήλ: «Ἁμάρτησα, διότι δὲν ὑπελόγισα τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ τὰ λόγια σου. Τὸ ἔκανα ὅμως, ἐπειδὴ ἐφοβήθηκα τὸν λαὸν καὶ ἄκουσα αὐτά, ποὺ ἔλεγαν ἐκεῖνοι.
25 καὶ νῦν ἆρον δὴ τὸ ἁμάρτημά μου καὶ ἀνάστρεψον μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ προσκυνήσω Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου. 25 Τωρα συγχώρησέ με και εξάλειψε το αμάρτημά μου και έλα πάλιν μαζή μου και θα λατρεύσω τον Κυριον τον Θεόν σου”. 25 Τώρα λοιπὸν σήκωσε ἀπὸ ἐπάνω μου τὸ βάρος τοῦ ἁμαρτήματός μου! Συγχώρησέ με! Ἔλα μαζί μου! Δείξου εὐνοϊκὸς ἀπέναντί μου καὶ θὰ προσκυνῶ εἰς τὸ ἑξῆς τὸν Κύριον καὶ Θεόν σου».
26 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς Σαούλ· οὐκ ἀναστρέφω μετὰ σοῦ, ὅτι ἐξουδένωσας τὸ ρῆμα Κυρίου, καί ἐξουδενώσει σε Κύριος τοῦ μὴ εἶναι βασιλέα ἐπὶ τὸν ᾿Ισραήλ. 26 Ο Σαμουήλ είπε προς τον Σαούλ· “δεν θα είμαι πλέον μαζή σου, διότι κατεφρόνησες την εντολήν του Κυρίου. Δια τούτο θα σε εξουθενώση ο Κυριος, ώστε να μη είσαι πλέον βασιλεύς του Ισραηλιτικού λαού”. 26 Καὶ εἶπεν ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν Σαούλ: «Δὲν θὰ ἔχω σχέσεις μαζί σου, διότι περιφρόνησες τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου. Καὶ δι’ αὐτὸ ἀκριβῶς θὰ σὲ ἀποδοκιμάσῃ ὁ Κύριος, ὥστε νὰ μὴ εἶσαι πλέον βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
27 καὶ ἐπέστρεψε Σαμουὴλ τὸ πρόσωπον αὐτοῦ τοῦ ἀπελθεῖν. καὶ ἐκράτησε Σαοὺλ τοῦ πτερυγίου τῆς διπλοΐδος αὐτοῦ καὶ διέρρηξεν αὐτό· 27 Και ο Σαμουήλ εγύρισε το πρόσωπόν του, δια να απομακρυνθή από τον Σαούλ. Εκείνος εκράτησε το άκρον από το επανωφόριον του Σαμουήλ και το έσχισεν. 27 Καὶ ἔστρεψε τὸ πρόσωπόν του ὁ Σαμουὴλ διὰ νὰ φύγῃ. Ἔπιασεν ὅμως ὁ Σαοὺλ τὴν ἄκρην τοῦ ἐξωτερικοῦ ἐνδύματός του καὶ τὸ ἔσχισε.
28 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Σαμουήλ· διέρρηξε Κύριος τὴν βασιλείαν σου ἀπὸ ᾿Ισραὴλ ἐκ χειρός σου σήμερον καὶ δώσει αὐτὴν τῷ πλησίον σου τῷ ἀγαθῷ ὑπὲρ σέ· 28 Ο Σαμουήλ του είπε τότε· “έσχισεν ο Κυριος την βασιλείαν σου επί του Ισραηλιτικού λαού σήμερον. Την επήρε από τα χέρια σου και θα την δώση στον πλησίον σου, ο οποίος θα είναι πολύ καλύτερος από σέ. 28 Τοῦ εἶπε δὲ ἀμέσως ὁ Σαμουήλ: «Σοῦ λέγω λοιπὸν ὅτι καὶ ὁ Κύριος ἔσχισε καὶ σοῦ στερεῖ τὴν βασιλικὴν ἐξουσίαν σου ἐπὶ τοῦ Ἰσραήλ. Τὴν ἐπῆρεν ἀπὸ τὰ χέρια σου καὶ θὰ τὴν δώσῃ εἰς ἄλλον Ἰσραηλίτην, ποὺ εἶναι κοντά σου καὶ πολὺ καλύτερος ἀπὸ σέ.
29 καὶ διαιρεθήσεται ᾿Ισραὴλ εἰς δύο, καὶ οὐκ ἀποστρέψει οὐδὲ μετανοήσει, ὅτι οὐχ ὡς ἄνθρωπός ἐστι τοῦ μετανοῆσαι αὐτός. 29 Ο δε Ισραηλιτικός λαός θα διαιρεθή εις δύο βασίλεια. Ο Θεός θα πραγματοποιήση τούτο και δεν θα αλλάξη γνώμην, ούτε θα μετανοήση, διότι δεν είναι άνθρωπος ώστε να μετανοή”. 29 Οἱ δὲ Ἰσραηλῖται θὰ χωρισθοῦν εἰς δύο βασίλεια. Καὶ μὴ περιμένῃς νὰ ἀλλάξῃ τὴν ἀπόφασίν Του ὁ Κύριος καὶ νὰ μετανοήσῃ, διὰ νὰ σὲ συγχωρήσῃ, διότι Ἐκεῖνος δὲν ὁμοιάζει μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ὥστε νὰ μετανοῇ καὶ νὰ ἀλλάσσῃ γνώμην».
30 καὶ εἶπε Σαούλ· ἡμάρτηκα, ἀλλὰ δόξασόν με δὴ ἐνώπιον πρεσβυτέρων ᾿Ισραὴλ καὶ ἐνώπιον λαοῦ μου καὶ ἀνάστρεψον μετ᾿ ἐμοῦ, καὶ προσκυνήσω Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου. 30 Ο Σαούλ είπε πάλιν· “ομολογώ ότι ημάρτησα. Σε παρακαλώ όμως αποκατάστησέ με, όπως ήμουνα πριν ενώπιον των πρεσβυτέρων και του Ισραηλιτικού λαού. Ελα και συ μαζή μου και σου υπόσχομαι ότι θα λατρεύσω Κυριον τον Θεόν σου”. 30 Καὶ εἶπεν ὁ Σαούλ: «Παραδέχομαι ὅτι ἔχω ἁμαρτήσει. Ὅμως τίμησέ με, σὲ παρακαλῶ, ἐμπρὸς εἰς τοὺς προεστοὺς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἐμπρὸς εἰς τὸν λαόν μου! Ἔλα ἐδῶ μαζί μου καὶ θὰ λατρεύσω Κύριον τὸν Θεόν σου».
31 καὶ ἀνέστρεψε Σαμουὴλ ὀπίσω Σαοὺλ καὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ. 31 Ο Σαμουήλ επέστρεψε πράγματι και ηκολούθησε τον Σαούλ, ο οποίος και ελάτρευσε τον Κυριον. 31 Συγκατένευσε τότε ὁ Σαμουὴλ καὶ συνώδευσε τὸν Σαοὺλ καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Κύριον.
32 καὶ εἶπε Σαμουήλ· προσαγάγετέ μοι τὸν ᾿Αγὰγ βασιλέα ᾿Αμαλήκ. καὶ προσῆλθε πρὸς αὐτὸν ᾿Αγὰγ τρέμων, καὶ εἶπεν ᾿Αγάγ· εἰ οὕτω πικρὸς ὁ θάνατος; 32 Ο Σαμουήλ έδωσεν εντολήν και είπε· “φέρετε εδώ τον Αγάγ τον βασιλέα των Αμαληκιτών”. Και τον έφεραν. Προσήλθεν ο Αγάγ πλησίον στον Σαμουήλ τρέμων. Βλέπων δε τον θάνατον που επήρχετο, είπε· “τόσον λοιπόν πικρός είναι ο θάνατος !” 32 Εἶπε κατόπιν ὁ Σαμουήλ: «Φέρετέ μου τὸν Ἀγάγ, τὸν βασιλέα τῶν Ἀμαληκιτῶν». Καὶ ἐπλησίασε πρὸς αὐτὸν ὁ Ἀγὰγ καὶ ἔτρεμεν ὁλόκληρος. Καὶ εἶπεν ὁ Ἀγάγ: «Ὥστε τόσον πικρὸς εἶναι ὁ θάνατος!»
33 καὶ εἶπε Σαμουὴλ πρὸς ᾿Αγάγ· καθότι ἠτέκνωσε γυναῖκας ἡ ρομφαία σου, οὕτως ἀτεκνωθήσεται ἐκ γυναικῶν ἡ μήτηρ σου, καὶ ἔσφαξε Σαμουὴλ τὸν ᾿Αγὰγ ἐνώπιον Κυρίου ἐν Γαλγάλ. 33 Ο Σαμουήλ είπε προς τον Αγάγ· “όπως η ρομφαία σου αφήκε μητέρας χωρίς παιδιά, έτσι και εν μέσω των άλλων μητέρων η δική σου μητέρα θα μείνη χωρίς σέ, το τέκνον της”. Ο Σαμουήλ έσφαξε τον Αγάγ εις Γαλγαλα ενώπιον του Κυρίου. 33 Εἶπε δὲ ὁ Σαμουὴλ εἰς τὸν Ἀγάγ: «Ὅπως ἄφησεν ἀτέκνους πολλὰς γυναῖκας ἡ ρομφαία σου, ἔτσι θὰ μείνῃ χωρὶς τὸ τέκνον της καὶ ἡ μητέρα σου ἀνάμεσα εἰς τὰς ἄλλας γυναῖκας». Καὶ ἔσφαξεν ὁ Σαμουὴλ τὸν Ἀγὰγ ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ἐκεῖ εἰς τὰ Γάλγαλα.
34 καὶ ἀπῆλθε Σαμουὴλ εἰς ᾿Αρμαθαίμ, καὶ Σαοὺλ ἀνέβη εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ εἰς Γαβαά. 34 Ανεχώρησεν ο Σαμουήλ δια την ιδιαιτέραν του πατρίδα, την Αρμαθαίμ, ο δε Σαούλ ανέβη στον οίκον του εις Γαβαά. 34 Μετὰ ταῦτα ἀνεχώρησεν ὁ Σαμουὴλ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Ἀρμαθαίμ, ὁ δὲ Σαοὺλ ἀνέβη εἰς τὴν κατοικίαν του εἰς τὴν Γαβαά.
35 καὶ οὐ προσέθετο ἔτι Σαμουὴλ ἰδεῖν τὸν Σαοὺλ ἕως ἠμέρας θανάτου αὐτοῦ, ὅτι ἐπένθει Σαμουὴλ ἐπὶ Σαούλ· καὶ Κύριος μετεμελήθη ὅτι ἐβασίλευσε τὸν Σαοὺλ ἐπὶ ᾿Ισραήλ. 35 Ο Σαμουήλ δεν επεδίωξε να επανίδη πλέον τον Σαούλ μέχρι του θανάτου του και εθρήνει δια το κατάντημα του Σαούλ. Ο δε Κυριος μετεμελήθη, διότι κατέστησε βασιλέα του Ισραηλιτικού λαού τον Σαούλ. 35 Καὶ δὲν ἠθέλησεν ὁ Σαμουὴλ νὰ ἴδῃ ἄλλην φορὰν τὸν Σαούλ, μέχρις ὅτου ἀπέθανε· διότι ἐπενθοῦσε ὁ Σαμουὴλ διὰ τὴν οἰκτρὰν κατάληξιν τοῦ Σαούλ. Ὁ δὲ Κύριος μετεμελήθη διὰ τὸ ὅτι ἐγκατέστησε τὸν Σαοὺλ βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ.