Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐπορεύθη ᾿Αβιμέλεχ υἱὸς ῾Ιεροβάαλ εἰς Συχὲμ πρὸς ἀδελφοὺς μητρὸς αὐτοῦ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς πᾶσαν συγγένειαν οἴκου πατρὸς μητρὸς αὐτοῦ λέγων· | 1 Ο Αβιμέλεχ ο υιός του Ιεροβάαλ επήγεν εις την Συχέμ προς τους αδελφούς της μητρός του, ωμίλησε προς αυτούς και προς όλους τους συγγενείς του πατρικού οίκου της μητρός του και είπε· | 1 Ο Ἀβιμελεχ, ὃ υἱός του Ἱεροβααλ, ἐπῆγε εἰς τὴν Συχὲμ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς τῆς μητέρας του καὶ ἐμίλησε πρὸς αὐτοὺς καὶ πρὸς ὅλους τοὺς συγγενεῖς τοῦ πατρικοῦ οἴκου του καὶ τοὺς εἶπε: |
2 λαλήσατε δὴ ἐν τοῖς ὠσὶ πάντων τῶν ἀνδρῶν Συχέμ· τί τὸ ἀγαθὸν ὑμῖν, κυριεῦσαι ὑμῶν ἑβδομήκοντα ἄνδρας, πάντας υἱοὺς ῾Ιεροβάαλ, ἢ κυριεύειν ὑμῶν ἄνδρα ἕνα; καὶ μνήσθητε ὅτι ὀστοῦν ὑμῶν καὶ σὰρξ ὑμῶν εἰμι. | 2 “είπατε σας παρακαλώ, ώστε να ακούσουν όλοι οι άνδρες της Συχέμ· Τι είναι το καλύτερον δια σας, να βασιλεύσουν εις σας εβδομήκοντα άνδρες, όλοι δηλαδή οι υιοί του Ιεροβάαλ, η να είναι ένας ο άρχων σας, δηλαδή εγώ; Ενθυμηθήτε δε ότι εγώ είμαι ιδικόν σας οστούν και ιδική σας σαρξ”. | 2 «Πέστε, σᾶς παρακαλῶ, εἰς τοὺς ἄνδρες τῆς Συχέμ: «Τί εἶναι προτιμότερον καὶ ὠφελιμώτερον διὰ σᾶς; Νὰ σᾶς κυβερνήσουν ὡς βασιλεῖς ἑβδομῆντα ἄνδρες, ὅλοι δηλαδὴ οἱ υἱοὶ τοῦ Ἱεροβάαλ, ἢ νὰ βασιλεύσῃ εἰς σᾶς ἕνας μόνον ἄνδρας; Θυμηθῆτε ἐπίσης ὅτι ἐγὼ εἶμαι ἰδκόν σας κόκκαλο καὶ ἰδική σας σάρκα· γέννημα καὶ θρέμμα ἰδικόν σας». |
3 καὶ ἐλάλησαν περὶ αὐτοῦ οἱ ἀδελφοὶ τῆς μητρὸς αὐτοῦ ἐν τοῖς ὠσὶ πάντων τῶν ἀνδρῶν Συχὲμ πάντας τοὺς λόγους τούτους, καὶ ἔκλινεν ἡ καρδία αὐτῶν ὀπίσω ᾿Αβιμέλεχ, ὅτι εἶπαν· ἀδελφὸς ἡμῶν ἐστι. | 3 Οι θείοι αυτού, δηλαδή οι αδελφοί της μητρός του, ωμίλησαν περί αυτού και ανεκοίνωσαν όλους αυτούς τους λόγους του προς όλους τους άνδρας της Συχέμ, και η καρδία εκείνων έκλινεν υπέρ του Αβιμέλεχ, διότι εσκέφθησαν και είπαν· “αδελφός μας είναι αυτός”. | 3 Καὶ οἱ ἀδελφοὶ τῆς μητέρας του (οἱ θεῖοι του) ἐμίλησαν περὶ τοῦ Ἀβιμέλεχ πρὸς ὅλους τοὺς ἄνδρες (ἀρχηγούς) τῆς Συχὲμ ὅλα (αὐτά) τὰ λόγια, ποὺ τοὺς εἶπε. Καὶ ἡ καρδιὰ τῶν ἀρχηγῶν τῆς Συχὲμ ἔκλινεν εἰς τὸ νὰ ταχθοῦν μὲ τὸ μέρος τοῦ Ἀβιμέλεχ· διότι εἶπαν· «αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μας, στενώτατος συγγενής μας». |
4 καὶ ἔδωκαν αὐτῷ ἑβδομήκοντα ἀργυρίου ἐξ οἴκου Βααλβερίθ, καὶ ἐμισθώσατο ἑαυτῷ ᾿Αβιμέλεχ ἄνδρας κενοὺς καὶ δειλούς, καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω αὐτοῦ. | 4 Επήραν δε από τον ναόν του Βααλ και έδωκαν εις αυτόν εβδομήκοντα σίκλους αργυρίου. Με τα χρήματα αυτά επεστράτευσεν ο Αβιμέλεχ ως μισθοφόρους του άνδρας αδιστάκτους και τυχοδιώκτας οι οποίοι και τον ηκολούθησαν. | 4 Καὶ οἱ ἄρχοντες τῆς Συχὲμ ἔδωκαν εἰς τὸν Ἀβιμέλεχ ἑβδομῆντα ἀργυροῦς σίκλους ἀπὸ τὸ ταμεῖον τοῦ εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ τοῦ Βααλβερίθ· μὲ τὸ ποσὸν αὐτὸ ὁ Ἀβιμέλεχ ἐστρατολόγησε ὁμάδα ἀπὸ ἀναξίους παλιανθρώπους, δειλούς, ματαιοδόξους καὶ τυχοδιῶκτες, οἱ ὁποῖοι καὶ τὸν ἀκολούθησαν. |
5 καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ εἰς ᾿Εφραθὰ καὶ ἀπέκτεινε τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ υἱοὺς ῾Ιεροβάαλ ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἐπὶ λίθον ἕνα· καὶ κατελείφθη ᾿Ιωάθαμ υἱὸς ῾Ιεροβάαλ ὁ νεώτερος, ὅτι ἐκρύβη. | 5 Εισήλθε μαζή με αυτούς στον πατρικόν του οίκον εις Εφραθά και εφόνευσε τους αδελφούς του, τους υιούς του Γεδεών, εβδομήκοντα εν όλω άνδρας επάνω εις την αυτήν πέτραν. Διέφυγεν όμως τον θάνατον ο νεώτερος υιός του Γεδεών, ο Ιωάθαμ, διότι εκρύφθη. | 5 Ὁ Ἀβιμέλεχ μὲ τοὺς μισθοφόρους του αὐτοὺς ἐπῆγε εἰς τὸ σπίτι τοῦ πατέρα τοῦ (Γεδεών) εἰς τὴν Ἐφραθὰ καὶ ἐσκότωσε τοὺς ἀδελφούς του, τοὺς υἱοὺς τοῦ Ἱεροβάαλ, ἑβδομῆντα συνολικῶς ἄνδρες, ἐπάνῶ εἰς μίαν ἁπλὴν πέτραν. Ἀλλ' ἀπὸ τοὺς ἑβδομῆντα ἐσώθη ὁ Ἰωάθαμ, ὁ νεώτερος υἱὸς τοῦ Ἱεροβάαλ, διότι κατώρθωσε νὰ κρυφθῇ. |
6 καὶ συνήχθησαν πάντες ἄνδρες Σικίμων καὶ πᾶς οἶκος Βηθμααλὼν καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἐβασίλευσαν τὸν ᾿Αβιμέλεχ πρὸς τῇ βαλάνῳ τῇ εὑρετῇ τῆς στάσεως τῆς ἐν Σικίμοις. | 6 Τοτε συνεκεντρώθησαν όλοι οι άνδρες της Συχέμ και όλος ο οίκος Βηθμααλών, μετέβησαν και ανεκήρυξαν βασιλέα τον Αβιμέλεχ πλησίον εις την βαλανιδιάν την ευρισκομένην εις κάποιαν τοποθεσίαν της Συχέμ. | 6 Μετὰ τὴν δολοφονίαν αὐτὴν συνεκεντρώθησαν ὅλοι οἱ ἄρχοντες τῆς Συχὲμ καὶ ὅλη ἡ οἰκογένεια Βηθμααλὼν καὶ ἐπῆγαν καὶ ἀνεκήρυξαν ὡς βασιλιᾶ τὸν Ἀβιμελεχ κοντὰ εἰς τὴν (ἱεράν;) βελανιδιάν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς κάποιον λόφον (κοντά) εἰς τὴν Συχέμ. |
7 Καὶ ἀνηγγέλη τῷ ᾿Ιωάθαμ, καὶ ἐπορεύθη καὶ ἔστη ἐπὶ κορυφὴν ὄρους Γαριζὶν καὶ ἐπῇρε τὴν φωνὴν αὐτοῦ καὶ ἔκλαυσε καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ἀκούσατέ μου, ἄνδρες Σικίμων, καὶ ἀκούσεται ὑμῶν ὁ Θεός. | 7 Ανεκοινώθη το γεγονός αυτό στον Ιωάθαμ, ο οποίος επήγε και εστάθη όρθιος εις κάποιαν κορυφήν του Γαριζίν και αφού έκλαυσε δια τα θλιβερά αυτά γεγονότα, εφώναξε δυνατά προς τους Συχεμίτας και τους είπεν· “ακούσατέ μου άνδρες της Συχέμ δια να ακούση και σας ο Θεός. | 7 Τὸ γεγονὸς τοῦτο ἐγνωστοποίησαν εἰς τὸν Ἰωάθαμ, ὁ ὁποῖος, ὅταν τὸ ἐπληροφορήθη, ἐπῆγε καὶ ἐστάθη εἰς μίαν κορυφὴν τοῦ ὄρους Γαριζὶν καὶ ἔκλαυσε διὰ τὰ γεγονότα αὐτά· κατόπιν ὕψωσε τὴν φωνήν του καὶ ἐφώναξε πρὸς τοὺς κατοίκους τῆς Συχέμ: «Ἀκοῦστε με, ἄνδρες τῆς Συχέμ, διὰ νὰ ἀκούσῃ καὶ σᾶς ὁ Θεός! |
8 πορευόμενα ἐπορεύθη τὰ ξύλα τοῦ χρῖσαι ἐφ᾿ ἑαυτὰ βασιλέα καὶ εἶπον τῇ ἐλαίᾳ· βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. | 8 Τα δένδρα επήγαν να ανακηρύξουν βασιλέα των και είπαν εις την εληά· Γινε εσύ βασιλεύς μας. | 8 Κάποτε τὰ δένδρα ἐμαζεύθησαν διὰ νὰ ἐκλέξουν καὶ νὰ χρίσουν βασιλιᾶ ἰδικόν των. Καὶ (καθὼς ἦσαν μαζεμένα) εἶπαν εἰς τὴν ἐλιά· «γίνε βασιλιᾶς μας!» |
9 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἐλαία· μὴ ἀπολείψασα τὴν ποιότητά μου, ἐν ᾗ δοξάσουσι τὸν Θεὸν ἄνδρες, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ τῶν ξύλων; | 9 Η εληά απήντησεν εις αυτούς· Εγώ να εγκαταλείψω τους καρπούς μου, το έλαιόν μου, με το οποίον οι άνθρωποι δοξάζουν τον Θεόν και να σείωμαι μόνον επιδεικτικώς ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Δεν θέλω να γίνω βασίλισσα. | 9 Ἄλλα ἡ ἐλιὰ τοὺς ἀπάντησε: «Εἶναι σωστὸν καὶ λογικὸν νὰ ἀδιαφορήσω καὶ νὰ ἀρνηθῶ νὰ παράγω τὸν καρπόν μου, ἀπὸ τὸν ὁποῖον βγαίνει τὸ λάδι, μὲ τὸ ὁποῖον οἱ ἄνδρες δοξάζουν καὶ τιμοῦν τὸν Θεόν, καὶ νὰ ἀρχίσω νὰ κοκκορεύωμαι ἐπιδεικτικὰ ὡς βασιλιᾶς, μὲ εὐμετάβολον ἐξουσίαν καὶ ἐπισφαλῆ θέσιν, μεταξὺ τῶν δένδρων;» Δὲν δέχομαι τὴν προσφοράν! |
10 καὶ εἶπαν τὰ ξύλα τῇ συκῇ· δεῦρο βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. | 10 Τοτε τα δένδρα είπαν εις την συκήν· Ελα συ να βασιλεύσης εις ημάς. | 10 Κατόπιν τὰ δένδρα ἐστράφησαν πρὸς τὴν συκιὰ καὶ τῆς εἴπαν· «ἐμπρός, γίνε βασιλιᾶς μας σύ!» |
11 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ συκῆ· μὴ ἀπολείψασα ἐγὼ τὴν γλυκύτητά μου καὶ τὰ γενήματά μου τὰ ἀγαθά, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ τῶν ξύλων; | 11 Η συκή απήντησεν εις αυτά· Εγώ να αφήσω την γλυκύτητά μου, τους γευστικούς και ωφελίμους καρπούς μου και να αρκεσθώ μόνον να σείωμαι επιδεικτικώς ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Οχι. | 11 Ἡ συκιὰ ὅμως τοὺς ἀπάντησε: «Εἶναι σωστὸν νὰ ἀδιαφορήσω καὶ λογικὸν νὰ ἀρνηθῶ νὰ παράγω τοὺς γλυκούς, εὔγευστους καὶ ὠφέλιμους καρπούς μου, καὶ νὰ ἀρχίσω νὰ κοκκορεύωμαι ἐπιδεικτικὰ ὡς βασιλιᾶς, μὲ εὐμετάβολον ἐξουσίαν καὶ ἐπισφαλῆ θέσιν, μεταξὺ τῶν δένδρων;» Δὲν δέχομαι τὴν προσφοράν! |
12 καὶ εἶπαν τὰ ξύλα πρὸς τὴν ἄμπελον· δεῦρο βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. | 12 Τα δένδρα μετέβησαν προς την άμπελον και της είπαν· Ελα συ να γίνης βασίλισσά μας. | 12 Ἔτσι τὰ δένδρα ἐστράφησαν κατόπιν πρὸς τὴν ἄμπελον καὶ τῆς εἶπαν· «ἐμπρός, ἔλα καὶ γίνε βασιλιᾶς μας σύ!» |
13 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ἡ ἄμπελος· μὴ ἀπολείψασα τὸν οἶνόν μου τὸν εὐφραίνοντα Θεὸν καὶ ἀνθρώπους, πορεύσομαι κινεῖσθαι ἐπὶ τῶν ξύλων; | 13 Η άμπελος απήντησεν εις αυτά· Να εγκαταλείψω εγώ τον οίνον μου, ο οποίος ευφραίνει Θεόν και ανθρώπους και να αρκεσθώ να σείωμαι μόνον ως βασίλισσα των άλλων δένδρων; Αυτό δεν το δέχομαι. | 13 Ἡ ἄμπελος ὅμως τοὺς ἀπάντησε: «Εἶναι σωστὸν νὰ ἀδιαφορήσω καὶ λογικὸν νὰ ἀρνηθῶ νὰ παράγω τὸ κρασί μου, τὸ ὁποῖον (μὲ τὶς σπονδὲς καὲ τὶς θυσίες τοῦ οἴνου) εὐφραίνει τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδιὰν τῶν ἀνθρώπων, καὶ νὰ ἀρχίσω νὰ κοκκορεύωμαι ἐπιδεικτικὰ ὡς βασιλιᾶς μὲ εὐμετάβολον ἐξουσίαν καὶ ἐπισφαλῆ θέσιν, μεταξὺ τῶν δένδρων;» Δὲν δέχομαι τὴν προσφοράν! |
14 καὶ εἶπαν πάντα τὰ ξύλα τῇ ράμνῳ· δεῦρο σὺ βασίλευσον ἐφ᾿ ἡμῶν. | 14 Είπαν τότε όλα τα δένδρα εις ένα ευτελή και ακανθώδη θάμνον, την ράμνον· Ελα συ να γίνης βασίλισσά μας. | 14 Κατόπιν τῶν ἀρνήσεων αὐτῶν ὅλα τὰ δένδρα ἐστράφησαν πρὸς τὸν ἀσήμαντον καὶ τιποτένιον θάμνον, τὸ παλιούρι (ἀγκαθερὸν θάμνον) καὶ τοῦ εἶπαν· «ἐμπρός, ἔλα σὺ νὰ γίνῃς βασιλιᾶς μας!» |
15 καὶ εἶπεν ἡ ράμνος πρὸς τὰ ξύλα· εἰ ἐν ἀληθείᾳ χρίετέ με ὑμεῖς τοῦ βασιλεύειν ἐφ᾿ ὑμᾶς, δεῦτε ὑπόστητε ἐν τῇ σκιᾷ μου· καὶ εἰ μή, ἐξέλθοι πῦρ ἀπ᾿ ἐμοῦ καὶ καταφάγοι τὰς κέδρους τοῦ Λιβάνου. | 15 Η χωρίς αξίαν και μωροφιλόδοξος ράμνος είπε τότε εις τα δένδρα· Εάν πράγματι θέλετε να με χρίσετε βασίλισσάν σας, ελάτε και πέσετε κάτω από την σκιάν μου ! Ει δ' άλλως φωτιά θα βγη από εμέ και θα κατακαύση τας κέδρους του Λιβάνου (αυτός είναι ο μύθος). | 15 Καὶ τὸ ἀσήμαντον, κουτὸν καὶ φιλόδοξον παλιούρι ἀπάντησε πρὸς τὰ δένδρα: « Ἐὰν πράγματι θέλετε νὰ μὲ χρίσετε βασιλιᾶ σας, ἐλᾶτε καὶ μαζευθῆτε κάτω ἀπὸ τὸν ἴσκιο μου διὰ νὰ προφυλαχθῆτε! Ἐὰν δὲν θελήσετε νὰ τὸ κάμετε, εἴθε νὰ ξεπεταχθῇ φωτιὰ ἀπὸ τὰ ἀγκαθερὰ κλαδιά μου καὶ νὰ καταβροχθίσῃ τὶς κέδρους τοῦ ὄρους Λιβάνου!» (Αὐτὰ λέγει ἡ παραβολή· ἡ δὲ ἐφαρμογή της εἶναι ἡ ἀκόλουθη): |
16 καὶ νῦν εἰ ἐν ἀληθείᾳ καὶ τελειότητι ἐποιήσατε καὶ ἐβασιλεύσατε τὸν ᾿Αβιμέλεχ, καὶ εἰ ἀγαθωσύνην ἐποιήσατε μετὰ ῾Ιεροβάαλ, καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ, καὶ εἰ ὡς ἀνταπόδοσις χειρὸς αὐτοῦ ἐποιήσατε αὐτῷ, | 16 Και τώρα ας σας ερωτήσω, εάν εν αληθεία και δικαιοσύνη επράξατε ανακηρύττοντες βασιλέα τον Αβιμέλεχ· εάν εφερθήκατε καλά πρας την μνήμην του Γεδεών και προς τα παιδιά του και εάν αυτό που εκάματε αποτελή ανταπόδοσιν της ευεργεσίας που ελάβατε από αυτόν. | 16 «Τώρα λοιπόν», συνέχισεν ὁ Ἰωάθαμ, «ἂς ἐξετάσωμεν τοῦτο: Ὑπήρξατε πράγματι ἀληθινοὶ καὶ εἰλικρινεῖς μὲ τὸ νὰ ἀνακηρύξετε τὸν Ἀβιμέλεχ ὡς βασιλιᾶ σας; Ἐτιμήσατε πράγματι τὴν μνήμην καὶ ἐξεδηλώσατε εὐγνωμοσύνην πρὸς τὸν Ἱεροβάαλ καὶ ἐφερθήκατε μὲ ἐκτίμησιν πρὸς τὴν οἰκογένειάν του; Ἐφερθήκατε τιρὸς αὐτὸν ἀνάλογα πρὸς τὶς εὐεργεσίες, ποὺ σᾶς ἔκαμε; |
17 ὡς παρετάξατο ὁ πατήρ μου ὑπὲρ ὑμῶν καὶ ἐξέρριψε τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἐξεναντίας καὶ ἐρρύσατο ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Μαδιάμ, | 17 Ενθυμείσθε πως εξήλθε κατά των εχθρών και επολέμησεν ο πατήρ μου προς χάριν σας; Και εξέθεσεν εις κίνδυνον την ζωήν του ενώπιόν σας, και πως σας εγλύτωσε από τα χέρια των Μαδιανιτών. | 17 (Διότι ἐνθυμηθῆτε)· ὁ πατέρας μου ἐπολέμησε διὰ σᾶς καὶ ἐρριψοκινδύνευσε τὴν ζωήν του πρὸς χάριν σας καὶ σᾶς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῶν Μαδιανιτῶν· |
18 καὶ ὑμεῖς ἐπανέστητε ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός μου σήμερον καὶ ἀπεκτείνατε τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ ἑβδομήκοντα ἄνδρας ἐπὶ λίθον ἕνα, καὶ ἐβασιλεύσατε τὸν ᾿Αβιμέλεχ υἱὸν παιδίσκης αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ἄνδρας Σικίμων, ὅτι ἀδελφὸς ὑμῶν ἐστι, | 18 Σεις όμως εκάματε σήμερον επανάστασιν κατά του πατρικού μου οίκου, εφονεύσατε τους υιούς του Γεδεών, εβδομήκοντα άνδρας, επάνω εις την ιδίαν πέτραν και ανεκηρύξατε βασιλέα σας τον Αβιμέλεχ, υιόν της δούλης του, διότι είναι συγγενής σας ! | 18 σήμερα ὅμως σεῖς ἐπανεστατήσατε ἐναντίον τῆς οἰκογενείας τοῦ πατέρα μου καὶ ἐσκοτώσατε τὰ παιδιά του, ἑβδομῆντα ἄνδρες εἰς μίαν ἁπλὴν πέτραν, καὶ ἀνεκηρύξατε τὸν Ἀβιμέλεχ, υἱὸν τῆς δούλης του, ὡς βασιλιᾶ τῶν κατοίκων τῆς Συχέμ, διότι εἶναι ἀδελφός (συγγενής) σας. |
19 καὶ εἰ ἐν ἀληθείᾳ καὶ τελειότητι ἐποιήσατε μετὰ ῾Ιεροβάαλ καὶ μετὰ τοῦ οἴκου αὐτοῦ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ, εὐφρανθείη τε ἐν ᾿Αβιμέλεχ, καὶ εὐφρανθείη καί γε αὐτὸς ἐφ᾿ ὑμῖν. | 19 Εάν λοιπόν κατ' αλήθειαν και δικαιοσύνην επράξατε απέναντι του Γεδεών και του οίκου του κατά την ημέραν αυτήν, να χαίρεσθε σστον Αβιμέλεχ και εκείνος να χαίρεται σας ! | 19 Ἂς ἐξετάσωμεν λοιπόν· ὑπήρξατε πράγματι ἀληθινοὶ καὶ εἰλικρινεῖς ἀπέναντι τοῦ Ἱεροβάαλ καὶ τῆς οἰκογενείας του κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτήν; Ἐὰν ναί, τότε να εἶσθε εὐτυχεῖς μὲ τὸν Ἀβιμέλεχ· νὰ τὸν χαίρεσθε, νὰ σᾶς χαίρεται δὲ καὶ αὐτός! |
20 εἰ δὲ οὔ, ἐξέλθοι πῦρ ἀπὸ ᾿Αβιμέλεχ καὶ καταφάγοι τοὺς ἄνδρας Σικίμων καὶ τὸν οἶκον Βηθμααλὼν καὶ ἐξέλθοι πῦρ ἀπὸ ἀνδρῶν Σικίμων καὶ ἐκ τοῦ οἴκου Βηθμααλὼν καὶ καταφάγοι τὸν ᾿Αβιμέλεχ. | 20 Εάν όμως δεν έχετε φερθή καλά, φωτιά θα βγη από τον Αβιμέλεχ και θα κατακαύση τους κατοίκους της Συχέμ και τον οίκον Βηθμααλών. Αλλά και από σας τους κατοίκους της Συχέμ και από τον οίκον Βηθμααλών φωτιά θα βγη και θα κατακαύση τον 'Αβιμέλεχ”. | 20 Ἐὰν ὅμως δὲν ὑπήρξατε ἀληθινοὶ καὶ εἰλικρινεῖς ἀπέναντι τοῦ Ἱεροβάαλ, εἴθε νὰ ξεπεταχθῇ φωτιὰ ἀπὸ τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ εἴθε νὰ καταβροχθίσω τοὺς κατοίκους τῆς Συχὲμ καὶ τὴν οἰκογένειαν Βηθμααλών. Εἴθε νὰ ξεπεταχθῇ ἐπίσης φωτιὰ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Συχὲμ καὶ ἀπὸ τὴν οἰκογένειαν Βηθμααλὼν καὶ εἴθε νὰ καταβροχθίσω τὸν Ἀβιμέλεχ». |
21 καὶ ἔφυγεν ᾿Ιωάθαμ καὶ ἀπέδρα καὶ ἐπορεύθη ἕως Βαιὴρ καὶ ᾤκησεν ἐκεῖ ἀπὸ προσώπου ᾿Αβιμέλεχ ἀδελφοῦ αὐτοῦ. | 21 Επειτα από τους λόγους αυτούς έφυγεν ο Ιωάθαμ δρομέως, έφθασεν εις Βαιήρ, όπου και εγκατεστάθη, μακράν από τον αδελφόν του τον Αβιμέλεχ. | 21 Ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἰωαθάμ, ἔφυγε γρήγορα καὶ ἐτράπη εἰς φυγὴν καὶ ἐπῆγε εἰς τὴν Βαιήρ· καὶ ἐγκατεστάθη ἐκεῖ μακριά, διότι ἐφοβήθη τὸν ἀδελφόν του Ἀβιμέλεχ. |
22 Καὶ ἦρξεν ᾿Αβιμέλεχ ἐπὶ ᾿Ισραὴλ τρία ἔτη. | 22 Ο Αβιμέλεχ τρία μόνον έτη εβασίλευσεν στους Ισραηλίτας. | 22 Ὁ Ἀβιμέλεχ ἐβασίλευσεν εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἐπὶ τρία χρόνια. |
23 καὶ ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς πνεῦμα πονηρὸν ἀνὰ μέσον ᾿Αβιμέλεχ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ἀνδρῶν Σικίμων, καὶ ἠθέτησαν ἄνδρες Σικίμων ἐν τῷ οἴκῳ ᾿Αβιμέλεχ, | 23 Διότι επέτρεψεν ο Θεός να εμφιλοχωρήση μεταξύ του Αβιμέλεχ και των κατοίκων της Συχέμ πνεύμα δυσφορίας και διχονοίας, εξ αιτίας του οποίου απεκήρυξαν οι άνδρες της Συχέμ τον οίκον του Αβιμέλεχ. | 23 Κατόπιν ὁ Θεὸς παρεχώρησε νὰ εἰσχωρήσῃ πονηρὸν πνεῦμα, ὁ διάβολος, μεταξὺ τοῦ Ἀβιμέλεχ καὶ μεταξὺ τῶν πολιτῶν τῆς Συχέμ· τοῦτο ἐδημιούργησε διχόνοιαν καὶ ἔκαμεν ὥστε νὰ ἐπαναστατήσουν οἱ πολῖται τῆς Συχὲμ καὶ νὰ χωρισθοῦν ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀβιμέλεχ. |
24 τοῦ ἐπαγαγεῖν τὴν ἀδικίαν τῶν ἑβδομήκοντα υἱῶν ῾Ιεροβάαλ καὶ τὰ αἵματα αὐτῶν τοῦ θεῖναι ἐπὶ ᾿Αβιμέλεχ τὸν ἀδελφὸν αὐτῶν, ὃς ἀπέκτεινεν αὐτούς, καὶ ἐπὶ ἄνδρας Σικίμων, ὅτι ἐνίσχυσαν τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἀποκτεῖναι τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ. | 24 Επέτρεψεν ο Θεός (να αναστατώση εκείνους το πνεύμα) αυτό (της διχονοίας), διότι ηθέλησε να τιμωρήση την άδικον σφαγήν των εδδομήκοντα υιών του Γεδεών επιρρίπτων το αδικοχυμένον αίμα των εις την κεφαλήν του αδελφού των Αβιμέλεχ, ο οποίος τους εφόνευσεν, αλλά και στους κατοίκους της Συχέμ οι οποίοι έδωσαν εις αυτόν τα μέσα και τον ενίσχυσαν να φονεύση τους αδελφούς του. | 24 Αὐτὸ ποὺ συνέβη μὲ τὴν παραχώρησιν τοῦ Θεοῦ, ἔγινε διὰ νὰ τιμωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν ἀγνωμοσύνην καὶ τὸ ἔγκλημα κατὰ τῶν ἑβδομῆντα υἱῶν τοῦ Ἱεροβάαλ, καὶ νὰ ἐπιστρὲψῃ τὰ ἀθῶα αἵματά των εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ ἀδελφοῦ των Ἀβιμέλεχ, ποὺ τοὺς ἐσκότωσε, καὶ εἰς τὴν κεφαλὴν τῶν πολιτῶν τῆς Συχέμ, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐνεθάρρυναν καὶ τὸν ἐνίσχυσαν νὰ δολοφονήσῃ τοὺς ἀδελφούς του. |
25 καὶ ἔθηκαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Σικίμων ἐνεδρεύοντας ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν ὀρέων καὶ διήρπαζον πάντα, ὃς παρεπορεύετο ἐπ᾿ αὐτοὺς ἐν τῇ ὁδῷ· καὶ ἀπηγγέλη τῷ βασιλεῖ ᾿Αβιμέλεχ. | 25 Οι άνδρες της Συχέμ ετοποθέτουν ενέδρας εις τας κορυφάς των ορέων εναντίον του Αβιμέλεχ. Οι δε ενεδρεύοντες ελήστευαν κάθε άνθρωπον ο οποίος διήρχετο πλησίον των στον δρόμον. Τα γεγονότα αυτά ανηγγέλθησαν στον βασιλέα Αβιμέλεχ, ο οποίος και εξήλθεν να τιμωρήση εκείνους. | 25 Καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Συχὲμ ἔστησαν ἐνέδρες ἐναντίον τοῦ Ἀβιμέλεχ εἰς τὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν, καὶ οἱ ἐνέδρες αὐτὲς ἐλήστευαν ὅλους, ὅσοι ἐπερνοῦσαν ἀπὸ τὶς κοντινὲς μὲ αὐτοὺς διαβάσεις. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ ἐγνωστοποίησαν εἰς τὸν βασιλιᾶ Ἀβιμέλεχ. |
26 καὶ ἦλθε Γαὰλ υἱὸς ᾿Ιωβὴλ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ καὶ παρῆλθον ἐν Σικίμοις, καὶ ἤλπισαν ἐν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Σικίμων. | 26 Τοτε ο Γααλ, ο υιός του Ιωβήλ, μαζή με τους αδελφούς του ήλθον εις την Συχέμ. Οι δε Συχεμίται εις αυτόν πλέον εστήριξαν τας ελπίδας των, εγκαταλείψαντες τον Αβιμέλεχ. | 26 Τότε ὁ (τυχοδιώκτης) Γαάλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωβήλ, καὶ οἱ ἀδελφοί (συγγενεῖς) του ἦλθαν εἰς τὴν Συχέμ· καὶ οἱ πολῖται τῆς Συχὲμ ἐτάχθησαν μὲ τὸ μέρος του καὶ τοῦ ἔδωκαν τὴν ἐμπιστοσύνην των. |
27 καὶ ἐξῆλθον εἰς ἀγρὸν καὶ ἐτρύγησαν τοὺς ἀμπελῶνας αὐτῶν καὶ ἐπάτησαν καὶ ἐποίησαν ᾿Ελλουλὶμ καὶ εἰσήνεγκαν εἰς οἶκον Θεοῦ αὐτῶν καὶ ἔφαγον καὶ ἔπιον καὶ κατηράσαντο τὸν ᾿Αβιμέλεχ. | 27 Εξήλθον δε από την Συχέμ στους αγρούς των, ετρύγησαν τα αμπέλια των, επάτησαν τα σταφύλια και έκαμαν εορτήν. Εισήλθον εν συνεχεία στον ναόν του Θεού των, έφαγον, έπιον και εκεί εν συνεχεία ανεθεμάτισαν τον Αβιμέλεχ. | 27 Καὶ οἱ κάτοικοι τῆς Συχὲμ ἐπῆγαν ἔξω εἰς τὰ χωράφια καὶ ἐτρύγησαν τὰ ἀμπέλια των καὶ ἐπάτησαν τὰ σταφύλια καὶ ἑώρτασαν ἑορτήν (Ἐλλουλίμ). Κατόπιν ἐμπῆκαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ των καὶ ἐκεῖ ἔφαγαν καὶ ἤπιαν καὶ ἐμίλησαν περιφρονητικά, ὕβρισαν, ἀνεθεμάτισαν καὶ ἀπεκήρυζαν τὸν Ἀβιμέλεχ. |
28 καὶ εἶπε Γαὰλ υἱὸς ᾿Ιωβήλ· τίς ἐστιν ᾿Αβιμέλεχ καὶ τίς ἐστιν υἱὸς Συχέμ, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; οὐχ υἱὸς ῾Ιεροβάαλ, καὶ Ζεβοὺλ ἐπίσκοπος αὐτοῦ δοῦλος αὐτοῦ σὺν τοῖς ἀνδράσιν ᾿Εμμὼρ πατρὸς Συχέμ; καὶ τί ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ ἡμεῖς; | 28 Ο Γαάλ, ο υιός του Ιωβήλ, ο αρχηγός των είπε με περιφρόνησιν· “και ποιός είναι αυτός ο Αβιμέλεχ; Ποιός είναι αυτός ο Συχεμίτης, ώστε ημείς να είμεθα εις αυτόν δούλοι; Δεν είναι αυτός παιδί του Ιεροβάαλ που έχει ως τοποτηρητήν του εις την Συχέμ τον δούλον του, τον Ζεβούλ, μαζή με μερικούς άνδρας απογόνους του Εμμώρ, πατρός της Συχέμ; Διατί ημείς να είμεθα δούλοι εις εκείνον; | 28 Καὶ ὁ Γαάλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωβήλ, εἶπε: «Ποιὸς εἶναι τέλος πάντων αὐτὸς ὁ Ἀβιμέλεχ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τῆς Συχέμ, ὥστε νὰ εἴμεθα ὑπήκοοι καὶ δοῦλοι του; Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ Ἱεροβάαλ καὶ δὲν εἶναι ὁ δοῦλος του ὁ Ζεβούλ, ὁ ἀντιπρόσωπος καὶ ἐντολοδόχος του, μαζὶ μὲ τοὺς ἄρχοντες (ἀπογόνους τοῦ) Ἐμμώρ, τοῦ προπάτορα τῆς Συχέμ; Διατὶ λοιπὸν ἐμεῖς πρέπει νὰ εἴμεθα ὑπήκοοι καὶ δοῦλοι του; |
29 καὶ τίς δῴη τὸν λαὸν τοῦτον ἐν χειρί μου; καὶ μεταστήσω τὸν ᾿Αβιμέλεχ καὶ ἐρῶ πρὸς αὐτόν· πλήθυνον τὴν δύναμίν σου καὶ ἔξελθε. | 29 Ποιός τάχα θα δώση υπό την εξουσίαν μου τον λαόν τούτον της Συχέμ; Εάν εγώ αποκτήσω αυτήν την εξουσίαν, θα διώξω από εδώ τον Αβιμέλεχ και θα του είπω· Αύξησε όσον θέλστον στρατόν σου και εβγα έξω ! εγώ θα σε κάμω να φύγης από εδώ”. | 29 Ποιὸς ἄραγε θὰ μὲ κάμῃ ἀρχηγὸν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ! Ἐὰν ἐγινόμουν ἀρχηγός, θὰ ἠμποροῦσα νὰ ἐκθρονίσω καὶ νὰ διώξω τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ νὰ τοῦ εἰπῶ: « Ἐμπρός· αὔξησε καὶ ἐνίσχυσε τὸν στρατόν σου καὶ ἔλα νὰ πολεμήσωμεν! Ἐγὼ θὰ σὲ νικήσω καὶ θὰ σὲ διώξω ἀπὸ ἐδῶ!» |
30 καὶ ἤκουσε Ζεβοὺλ ἄρχων τῆς πόλεως τοὺς λόγους Γαὰλ υἱοῦ ᾿Ιωβὴλ καὶ ὠργίσθη θυμῷ αὐτός. | 30 Ο Ζεβούλ, ο εκπρόσωπος του Αβιμέλεχ και διοικητής της πόλεως ήκουσε τα λόγια αυτά του Γαάλ, υιού του Ιωβήλ και κατελήφθη από μεγάλην οργήν. | 30 Ὅταν ο Ζεβούλ, ὁ διοικητὴς τῆς Συχέμ, ἄκουσε τὰ λόγια τοῦ Γαάλ, του υἱοῦ τοῦ Ἰωβήλ, ὠργίσθη πάρα πολύ, ἄναψε ὁ θυμός του· |
31 καὶ ἀπέστειλεν ἀγγέλους πρὸς ᾿Αβιμέλεχ ἐν κρυφῇ λέγων· ἰδοὺ Γαὰλ υἱὸς ᾿Ιωβὴλ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἔρχονται εἰς Συχέμ, καὶ ἰδοὺ αὐτοὶ περικάθηνται τὴν πόλιν ἐπὶ σέ· | 31 Αμέσως δε έστειλε κρυφίως προς τον Αβιμέλεχ αγγελιαφόρους και του είπε· “ιδού ο Γαάλ, ο υιός του Ιωβήλ, και οι αδελφοί του ήλθον εις την Συχέμ και αναταράσσουν εις εξέγερσιν εναντίον σου την πόλιν. | 31 καὶ ἔστειλε μυστικῶς ἀγγελιαφόρους πρὸς τὸν βασιλιᾶ Ἀβιμέλεχ καὶ τοῦ ἐμήνυσε: «Νά· ὁ Γαάλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωβήλ, καὶ οἱ ἀδελφοί (συγγενεῖς) του ἔχουν ἔλθει εἰς τὴν Συχέμ· καὶ νά· αὐτοὶ σπρώχνουν εἰς ἐπανάστασιν τὸν λαὸν τῆς πόλεως ἐναντίον σου· |
32 καὶ νῦν ἀνάστηθι νυκτός, σὺ καὶ ὁ λαὸς ὁ μετὰ σοῦ, καὶ ἐνέδρευσον ἐν τῷ ἀγρῷ, | 32 Λοιπόν, χωρίς να χάσης καιρόν σήκω κατά την νύκτα συ και ο λαός που είναι μαζή σου και στήσε ενέδραν στους αγρούς έξω από την Συχέμ. | 32 σήκω λοιπὸν νύκτα, σὺ καὶ οἱ στρατιῶται, ποὺ εἶναι μαζί σου, καὶ στῆσε ἐνέδραν εἰς τὰ χωράφια, ποὺ εἶναι γύρω ἀπὸ τὴν Συχέμ. |
33 καὶ ἔσται τὸ πρωΐ ἅμα τῷ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον, ὀρθριεῖς καὶ ἐκτενεῖς ἐπὶ τὴν πόλιν, καὶ ἰδοὺ αὐτὸς καὶ ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ἐκπορεύονται πρὸς σέ, καὶ ποιήσεις αὐτῷ ὅσα ἂν εὕρῃ ἡ χείρ σου. | 33 Κατά δε την πρωΐαν συγχρόνως με την ανατολήν του ηλίου θα βαδίσης κατά της πόλεως. Αυτός δε και όσοι είναι μαζή του θα εξέλθουν εναντίον σου. Τοτε συ θα τους καταπολεμήσης και θα κάμης εναντίον των όσα ημπορεί το χέρι σου”. | 33 Καὶ τὴν ἑπομένην πρωΐ- πρωΐ, μόλις ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος, σήκω καὶ ὅρμησε μὲ αἰφνιδιαστικὴν ἐπίθεσιν κατὰ τῆς πόλεως. Ὅταν δὲ αὐτός (ὁ Γαάλ) καὶ οἱ ἄνδρες, ποὺ εἶναι μαζί του, ἐπιτεθοῦν ἐναντίον σου, κτύπησέ τους σκληρὰ καὶ κάμε τους ὅ,τι ἠμπορεῖς νὰ τοὺς κάμης, ὅπως σὲ βολεύει ἡ περίστασις!» |
34 καὶ ἀνέστη ᾿Αβιμέλεχ καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ᾿ αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἐνήδρευσαν ἐπὶ Συχὲμ τέτρασιν ἀρχαῖς. | 34 Πράγματι ο Αβιμέλεχ εσηκώθη αυτός και ο λαός που ήτο μαζή του και έστησαν ενέδρας εναντίον της Συχέμ με τέσσαρας ομάδας στρατού. | 34 Ἔτσι ὁ Ἀβιμέλεχ καὶ ὅλοι οἱ στρατιῶται, ποὺ ἦσαν μαζί του, ἐσηκώθηκαν νύκτα καὶ ἔστησαν ἐνέδρες γύρω ἀπὸ τὴν Συχέμ, ἀφοῦ ἐχωρίσθησαν εἰς τέσσερις ὁμάδες. |
35 καὶ ἐξῆλθε Γαὰλ υἱὸς ᾿Ιωβὴλ καὶ ἔστη πρὸς τῇ θύρᾳ τῆς πύλης τῆς πόλεως, καὶ ἀνέστη ᾿Αβιμέλεχ καὶ ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἐνέδρου. | 35 Ο Γαάλ, υιός του Ιωβήλ, εβγήκεν από την πόλιν και εστάθη πλησίον εις την πύλην του τείχους. Τοτε ο Αβιμέλεχ και ο λαός που ήτο μαζή του εξήλθον από τας ενέδρας των. | 35 Καὶ ὁ Γαάλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωβήλ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Συχὲμ καὶ ἐστάθη κοντὰ εἰς τὴν εἴσοδον τῆς πύλης τῆς πόλεως· τότε ἐσηκώθησαν ἀπὸ τὴν ἐνέδραν (ποὺ ἦσαν κρυμμένοι) ὁ Ἀβιμέλεχ καὶ οἱ στρατιῶται, ποὺ ἦσαν μαζί του. |
36 καὶ εἶδε Γαὰλ υἱὸς ᾿Ιωβὴλ τὸν λαὸν καὶ εἶπε πρὸς Ζεβούλ· ἰδοὺ λαὸς καταβαίνει ἀπὸ τῶν κεφαλῶν τῶν ὀρέων. καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζεβούλ· τὴν σκιὰν τῶν ὀρέων σὺ βλέπεις ὡς ἄνδρας. | 36 Ο Γαάλ, υιός του Ιωβήλ, είδε τον λαόν εκείνον και είπε προς τον Ζεβούλ· “ιδού ο λαός κατεβαίνει από τας κορυφάς των ορέων, τι συμβαίνει;” Ο Ζεβουλ του απήντησε· “βλέπεις τας σκιας των ορέων και τας νομίζεις ως άνδρας”. | 36 Ὅταν ὁ Γαάλ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωβήλ, εἶδε τὸν λαόν, ποὺ ἦταν μὲ τὸν Ἀβιμέλεχ, εἶπε πρὸς τὸν Ζεβούλ: «Κύτταξε! λαὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὶς κορυφὲς τῶν βουνῶν!» Ὁ Ζεβοὺλ ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Αὐτοὶ δὲν εἶναι λαός· βλέπεις τὸν ἴσκιο τῶν βουνῶν καὶ σοῦ φαίνονται ὅτι εἶναι ἄνθρωποι», |
37 καὶ προσέθετο ἔτι Γαὰλ τοῦ λαλῆσαι καὶ εἶπεν· ἰδοὺ λαὸς καταβαίνων κατὰ θάλασσαν ἀπὸ τοῦ ἐχόμενα ὀμφαλοῦ τῆς γῆς, καὶ ἀρχὴ ἑτέρα ἔρχεται δι᾿ ὁδοῦ ῾Ηλωνμαωνενίμ. | 37 Ο Γαάλ επανήλθε και πάλιν εις τα λόγια του και είπε· “ιδού, κατεβαίνει στρατός προς δυσμάς από περιοχήν ευρισκομένην πλησίον στο κέντρον της χώρας, ενώ άλλο τμήμα στρατού έρχεται από την οδόν Ηλωνμαωνενίμ”. | 37 Ἀλλὰ ὁ Γαὰλ ἐπῆρε πάλιν τὸν λόγον καὶ εἶπε: «Κύτταξε! λαὸς κατεβαίνει ἀπὸ τὰ βουνὰ πρὸς τὰ δυτικὰ ἀπὸ τὸ μέρος, ποὺ εἶναι εἰς τὸ κέντρον τῆς περιοχῆς, καὶ μιὰ ἄλλη ὁμάδα ἀκολουθεῖ τὸν δρόμον Ἠλωνμαωνενίμ». |
38 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Ζεβούλ· καὶ ποῦ ἐστι τὸ στόμα σου ὡς ἐλάλησας, τίς ἐστιν ᾿Αβιμέλεχ, ὅτι δουλεύσομεν αὐτῷ; μὴ οὐχὶ οὗτος ὁ λαός, ὃν ἐξουδένωσας; ἔξελθε δὴ νῦν καὶ παράταξαι αὐτῷ. | 38 Ο Ζεβούλ είπε τότε προς αυτόν ειρωνικώς· “που είναι το στόμα σου που ωμίλησες με περιφρόνησιν και είπες· Ποιός είναι αυτός ο Αβιμέλεχ, ώστε ημείς να γίνωμεν δούλοι του; Ιδέ· μήπως τάχα αυτός ο λαός που έρχεται είναι εκείνος τον οποίον συ κατεφρόνησες; Εμπρός λοιπόν τώρα έβγα να τον πολεμήσης”. | 38 Τότε ὁ Ζεβοὺλ ἀπάντησε εἰς τὸν Γαάλ: «Ποὺ εἶναι τώρα τὰ μεγάλα, ἐγωϊστικὰ καὶ ἀπειλητικὰ λόγια σου, ποὺ ἔλεγες· «καὶ ποιὸς εἶναι τέλος πάντων ὁ Ἀβιμέλεχ, ὥστε νὰ εἴμεθα ὑπήκοοι καὶ δοῦλοι του;» Αὐτὸς ὁ λαός, ποὺ κατεβαίνει, δὲν εἶναι μήπως ἐκεῖνοι, διὰ τοὺς ὁποίους σὺ ἐμίλησες χλευαατικῶς καὶ περιφρονητικῶς; Προχώρει λοιπὸν τώρα νὰ ἐπιτεθῇς καὶ νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον των». |
39 καὶ ἐξῆλθε Γαὰλ ἐνώπιον ἀνδρῶν Συχὲμ καὶ παρετάξατο πρὸς ᾿Αβιμέλεχ. | 39 Ο Γαάλ, αρχηγός των Συχεμιτών εξήλθε μαζή των, επολέμησε κατά του Αβιμέλεχ και ενικήθη. | 39 Καὶ ὁ Γαὰλ ἐπὶ κεφαλῆς τῶν πολιτῶν τῆς Συχὲμ ἐβγῆκε καὶ ἐπετέθη καὶ ἐπολέμησε κατὰ τοῦ Ἀβιμέλεχ. |
40 καὶ ἐδίωξεν αὐτὸν ᾿Αβιμέλεχ, καὶ ἐφυγεν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ· καὶ ἔπεσον τραυματίαι πολλοὶ ἕως τῆς θύρας τῆς πύλης. | 40 Τον κατεδίωξεν ο Αβιμέλεχ αλλ' εκείνος ετράπη εις φυγήν και διέφυγε την σύλληψίν του από τον Αβιμέλεχ. Πολλοί όμως εφονεύθησαν από τους ανθρώπους του έως εις την πύλην του τείχους. | 40 Ἀλλ' ἐνικήθη καὶ ὁ Ἀβιμέλεχ τὸν κατεδίωξε καὶ αὐτός (ὁ Γαὰλ) ἐτράπη εἰς φυγὴν καὶ ἐγλύτωσε, ἐνῷ κατεδιώκετο ἀπὸ τὸν Ἀβιμέλεχ. Καὶ πολλοὶ ἐτραυματίσθησαν (κατ' ἄλλους: ἐθανατώθησαν) μέχρι τῆς εἰσόδου τῆς πύλης τῆς πόλεως Συχέμ. |
41 καὶ εἰσῆλθεν ᾿Αβιμέλεχ ἐν ᾿Αρημά· καὶ ἐξέβαλε Ζεβοὺλτὸν Γαὰλ καὶ τοὺς ἀδελφοὺς αὐτοῦ μὴ οἰκεῖν ἐν Συχέμ. | 41 Ο Αβιμέλεχ νικητής εισήλθεν εις την πόλιν Αρημά. Ο Ζεβούλ εξεδίωξε τον Γαάλ και τους αδελφούς του ώστε να μη μένουν πλέον εις την Συχέμ. | 41 Ὁ Ἀβιμέλεχ μετὰ τὴν μάχην ἐπῆγε εἰς τὴν Ἀρημά (περίπου 14 χιλιόμετρα νοτιοανατολικὰ τῆς Συχέμ). Καὶ ὁ Ζεβοὺλ ἔδιωξε τὸν Γαὰλ καὶ τοὺς ἀδελφούς (συγγενεῖς) του ἀπὸ τὴν Συχὲμ καὶ δὲν τοὺς ἐπέτρεψε νὰ κατοικοῦν πλέον εἰς αὐτήν. |
42 καὶ ἐγένετο τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξῆλθεν ὁ λαὸς εἰς τὸν ἀγρόν, καὶ ἀνήγγειλε τῷ ᾿Αβιμέλεχ. | 42 Κατά την επομένην ημέραν οι Συχεμίται εξήλθον στους αγρούς των. Τούτο έγινε γνωστόν στον Αβιμέλεχ. | 42 Τὴν ἑπομένην ἡμέραν τῆς μάχης ὁ λαὸς ἐβγῆκε ἀπὸ τὴν Συχὲμ εἰς τὰ χωράφια διὰ γεωργικὲς ἐργασίες· τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ ἐγνωστοποίησαν εἰς τὸν Ἀβιμέλεχ. |
43 καὶ ἔλαβε τὸν λαόν, καὶ διεῖλεν αὐτοὺς εἰς τρεῖς ἀρχὰς καὶ ἐνήδρευσεν ἐν ἀγρῷ· καὶ εἶδε καὶ ἰδοὺ λαὸς ἐξῆλθεν ἐκ τῆς πόλεως, καὶ ἀνέστη ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐπάταξεν αὐτούς. | 43 Επήρεν αυτός τον στρατόν του τον κατένειμεν εις τρεις ομάδας και έστησεν ενέδρας στους αγρούς. Και ιδού είδε λαόν πολύν να εξέρχεται από την πόλιν. Ωρμησεν από την ενέδραν του, επετέθη εναντίον των και τους ενίκησε. | 43 Τότε ὁ Ἀβιμέλεχ ἐπῆρε τοὺς στρατιῶτες του καὶ τοὺς ἐχώρισεν εἰς τρεῖς ὁμάδες καὶ ἔστησαν ἐνέδρες εἰς τοὺς ἀγροὺς καὶ ἐπερίμενε. Κάποιαν στιγμήν (ὁ Ἀβιμέλεχ) ἐκύτταξε καὶ εἶδε νὰ βγαίνῃ λαὸς πολὺς ἀπὸ τὴν πόλιν· τότε ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν ἐνέδραν, ποὺ ἦταν κρυμμένος, τοὺς ἐπετέθη, τοὺς ἐκτύπησε καὶ τοὺς ἐσκότωσε. |
44 καὶ ᾿Αβιμέλεχ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐξέτειναν καὶ ἔστησαν παρὰ τὴν θύραν τῆς πύλης τῆς πόλεως, καὶ αἱ δύο ἀρχαὶ ἐξέτειναν ἐπὶ πάντας τοὺς ἐν τῷ ἀγρῷ καὶ ἐπάταξαν αὐτούς. | 44 Ο Αβιμέλεχ και οι άλλοι αρχηγοί που ήσαν μαζή του εβάδισαν και εσταμάτησαν πλησίον εις την πύλην του τείχους της πόλεως, ενώ τα δυο άλλα τμήματα του στρατού ώρμησαν εναντίον όλων των Συχεμιτών που ευρίσκοντο στους αγρούς και τους εφόνευσαν. | 44 Ὁ Ἀβιμέλεχ καὶ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ στρατοῦ, ποὺ ἦσαν μαζί του, ὥρμησαν γρήγορα πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ ἐστάθη· σὰν εἰς τὴν εἴσοδον τῆς πόλης τῆς πόλεως· ταυτοχρόνως οἱ ἄλλες δύο ὁμάδες ὥρμησαν καὶ ἐπετέθησαν ἐναντίον ὅλου τοῦ λαοῦ, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ χωράφια, τοὺς ἐκτύπησαν καὶ τοὺς ἐσκότωσαν. |
45 καὶ ᾿Αβιμέλεχ παρετάσσετο ἐν τῇ πόλει ὅλην τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ κατελάβετο τὴν πόλιν καὶ τὸν λαὸν τὸν ἐν αὐτῇ ἀπέκτεινε καὶ τὴν πόλιν καθεῖλε καὶ ἔσπειρεν αὐτὴν ἅλας. | 45 Ο Αβιμέλεχ επετέθη καθ' όλην την ημέραν εκείνην εναντίον της πόλεως, την κατέλαβε και τους μεν κατοίκους αυτής εφόνευσε, την δε πόλιν κατεδάφισε και την έσπειραν άλατι. | 45 Ὁ Ἀβιμέλεχ ἐπολεμοῦσε ἐναντίον τῆς Συχὲμ ὅλην ἐκείνην τὴν ἡμέραν· καὶ ἐκυρίευσε τὴν πόλιν καὶ ὅλον τὸν λαόν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς αὐτήν, τὸν ἐσκότωσε, κατεδάφισε δὲ καὶ κατέσκαψε τὴν πόλιν καὶ ἔσπειρε τὸ ἔδαφός της μὲ ἁλάτι. |
46 καὶ ἤκουσαν πάντες οἱ ἄνδρες πύργων Συχὲμ καὶ ἦλθον εἰς συνέλευσιν Βαιθηλβερίθ. | 46 Τα γεγονότα αυτά επληροφορήθησαν όλοι οι άνδρες, που έμεναν στους πύργους της Συχέμ, και συνεκεντρώθησαν στον ναόν του Βαιθηλβερίθ (του Βααλ). | 46 Ὅταν ὅλοι οἱ ἄνδρες, ποὺ ἔμεναν εἰς τοὺς πύργους τῆς Συχέμ, ἐπληροφορήθησαν τὸ γεγονός, ἐμαζεύθησαν εἰς τὸν ναὸν τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Βαιθηλβερίθ (ἢ Βαὰλ Βερίθ) διὰ περισσοτέραν ἀσφάλειαν. |
47 καὶ ἀνηγγέλη τῷ ᾿Αβιμέλεχ ὅτι συνήχθησαν πάντες οἱ ἄνδρες πύργων Συχέμ. | 47 Εγνωστοποιήθη στον Αβιμέλεχ ότι όλοι οι άνδρες των πύργων της Συχέμ είχον συγκεντρωθή εκεί. | 47 Καὶ ἐπληροφόρησαν τὸν Ἀβιμέλεχ ὅτι ἐμαζεύθησαν ἐκεῖ ὅλοι οἱ ἄνδρες τῶν πύργων τῆς Συχέμ. |
48 καὶ ἀνέβη ᾿Αβιμέλεχ εἰς ὄρος ῾Ερμὼν καὶ πᾶς ὁ λαὸς ὁ μετ᾿ αὐτοῦ, καὶ ἔλαβεν ᾿Αβιμέλεχ τὰς ἀξίνας ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἔκοψε κλάδον ξύλου καὶ ᾖρε καὶ ἔθηκεν ἐπὶ ὤμων αὐτοῦ καὶ εἶπε τῷ λαῷ τῷ μετ᾿ αὐτοῦ· ὃ εἴδετέ με ποιοῦντα, ταχέως ποιήσατε ὡς ἐγώ. | 48 Ο 'Αβιμέλεχ και όλος ο στρατός μαζή του ανέβησαν στο όρος Ερμών. Επήραν όλοι πελέκεις εις τα χέρια των και ο Αβιμέλεχ έκοψε κλάδον από ένα δένδρον, τον έθεσεν στους ώμους του και είπεν στον λαόν, που ήτο μαζή του· “αυτό που με είδατε να κάμνω, κάμετε και σεις ταχέως”. | 48 Τότε ὁ Ἀβιμέλεχ ἀνέβη εἰς τὸ ὅρος Ἐρμὼν μὲ ὅλον τὸν στρατόν, ποὺ ἦταν μαζί του. Καὶ ἐκεῖ ὁ Ἀβιμέλεχ ἐπῆρε εἰς τὰ χέρια του τσεκούρι καὶ ἔκοψε κλαδί (κλαδιά) ἀπὸ ἕνα δένδρον, τό (τὰ) ἔβαλε εἰς τοὺς ὤμους του καὶ εἶπεν εἰς ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του· «αὐτὸ ποὺ εἴδατε νὰ κάμνω ἐγώ, τὸ ἴδιον ἀκριβῶς νὰ κάμετε γρήγορα καὶ σεῖς». |
49 καὶ ἔκοψαν καί γε ἀνὴρ κλάδον πᾶς ἀνὴρ καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω ᾿Αβιμέλεχ καὶ ἐπέθηκαν ἐπὶ τὴν συνέλευσιν καὶ ἐνεπύρισαν ἐπ᾿ αὐτοὺς τὴν συνέλευσιν ἐν πυρί, καὶ ἀπέθανον καί γε πάντες οἱ ἄνδρες πύργου Σικίμων ὡσεὶ χίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες. | 49 Καθένας από τους άνδρας έκοψαν από ένα κλάδον, έθεσαν αυτόν στους ώμους των, ηκολούθησαν τον Αβιμέλεχ και έθεσαν τους κλάδους κολλητά στον ναόν όπου ήτο η συγκέντρωσις των ανδρών της Συχέμ. Ηναψαν φωτιά και όλοι οι άνδρες των πύργων της Συχέμ απέθανον από το πυρ, χίλιοι περίπου άνδρες και γυναίκες. | 49 Ἔτσι κάθε ἄνδρας (στρατιώτης) ἔκοψαν κλαδιά, τὰ ἐφορτώθησαν, ὅπως ἔκαμεν ἐκεῖνος, καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἀβιμέλεχ. Καὶ ἐστοίβασαν τὰ κλαδιὰ τὸ ἕνα ἐπάνω εἰς τὸ ἄλλο ἔξω ἀπὸ τὸν εἰδωλολατρικὸν ναόν, ὅπου ἦσαν συγκεντρωμένοι οἱ πολῖται τῆς Συχέμ, καὶ ἔβαλαν εἰς τὰ κλαδιὰ φωτιὰν καὶ ἔκαυσαν τὸν ναόν, ὅπου ἦταν ἡ συγκέντρωσις. Ἔτσι ἐκάησαν καὶ ἀπέθαναν ὅλοι οἱ πολῖται τοῦ πύργου τῆς Συχέμ· ὅσοι εὑρίσκοντο ἐκεῖ μέσα, ἦσαν περίπου χίλιοι ἄνδρες καὶ γυναῖκες. |
50 Καὶ ἐπορεύθη ᾿Αβιμέλεχ ἐκ Βαιθηλβερὶθ καὶ παρενέβαλεν ἐν Θήβης καὶ κατέλαβεν αὐτήν. | 50 Από τον ναόν του θεού Βαιθηλβερίθ εβάδισεν ο Αβιμέλεχ, επολιόρκησε την Θηβην και την κατέλαβε. | 50 Κατόπιν ὁ Ἀβιμέλεχ ἀπὸ τὸν εἰδωλολατρικὸν ναὸν τοῦ Βαιθηλβερὶθ ἐπῆγε καὶ ἐπολιόρκησε τὴν Θήβην καὶ τὴν ἐκυρίευσε. |
51 καὶ πύργος ἰσχυρὸς ἦν ἐν μέσῳ τῆς πόλεως, καὶ ἔφυγον ἐκεῖ πάντες οἱ ἄνδρες καὶ αἱ γυναῖκες τῆς πόλεως καὶ ἔκλεισαν ἔξωθεν αὐτῶν καὶ ἀνέβησαν ἐπὶ τὸ δῶμα τοῦ πύργου. | 51 Εις το μέσον της πόλεως υπήρχε πύργος οχυρός. Προς αυτόν κατέφυγον όλοι οι κάτοικοι της πόλεως, άνδρες και γυναίκες, έκλεισαν τας εξωτερικάς θύρας και ανέβησαν στο ηλιακωτό του πύργου. | 51 Ὑπῆρχε ὅμως εἰς τὸ μέσον τῆς πόλεως ἕνας ἰσχυρός, ὠχυρωμένος πύργος καὶ εἰς αὐτὸν κατέφυγαν ὅλοι οἱ ἄνδρες καὶ οἱ γυναῖκαις· ἀφοῦ δὲ ἔκλεισαν τὶς πόρτες τοῦ πύργου, ἀνέβησαν εἰς τὸ δῶμα (ταράτσαν) τοῦ πύργου. |
52 καὶ ἦλθεν ᾿Αβιμέλεχ ἕως τοῦ πύργου, καὶ παρετάξαντο αὐτῷ· καὶ ἤγγισεν ᾿Αβιμέλεχ ἕως τῆς θύρας τοῦ πύργου τοῦ ἐμπρῆσαι αὐτὸν ἐν πυρί. | 52 Εφθασεν έως τον πύργον ο Αβιμέλεχ και επετέθη εναντίον αυτού· επλησίασε δε μέχρι της θύρας του πύργου, δια να θέση πυρ εις αυτόν. | 52 Ὁ Ἀβιμέλεχ ἦλθε μέχρι τὸν πύργον καὶ ἐπετέθη ἐναντίον του. Ὁ Ἀβιμέλεχ ἐπλησίασε τὴν πόρταν τοῦ πύργου μὲ σκοπὸν νὰ τὸν πυρπολήσῃ. |
53 καὶ ἔρριψε γυνὴ μία κλάσμα ἐπιμύλιον ἐπὶ κεφαλὴν ᾿Αβιμέλεχ καὶ ἔκλασε τὸ κρανίον αὐτοῦ. | 53 Μια όμως γυνή έρριψεν από το ηλιακωτό του πύργου τεμάχιον μυλόπετρας εις την κεφαλήν του Αβιμέλεχ και του έθραυσε το κρανίον. | 53 Μία γυναῖκα ὅμως, ἀπὸ αὐτὲς ποὺ εἶχαν κλεισθῇ εἰς τὸν πύργον, ἔρριψεν ἕνα κομμάτι μυλόπετρας εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ Ἀβιμέλεχ καὶ τοῦ ἔσπασε τὸ κρανίον! |
54 καὶ ἐβόησε ταχὺ πρὸς τὸ παιδάριον τὸ αἷρον τὰ σκεύη αὐτοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· σπάσον τὴν ρομφαίαν μου καὶ θανάτωσόν με, μή ποτε εἴπωσι· γυνὴ ἀπέκτεινεν αὐτόν. καὶ ἐξεκέντησεν αὐτὸν τὸ παιδάριον αὐτοῦ, καὶ ἀπέθανε. | 54 Ο Αβιμέλεχ εφώναξεν αμέσως προς τον υπηρέτην του, ο οποίος του εκρατούσε τα όπλα και του είπε· “τράβηξε την μάχαιράν σου και σκότωσέ με, δια να μη είπουν ποτέ· Γυναίκα τον εθανάτωσε”. Πράγματι ο υπηρέτης τον διετρύπησε με την μάχαιραν και έτσι απέθανεν ο Αβιμέλεχ. | 54 Τότε ὁ Ἀβιμέλεχ ἐφώναξε γρήγορα τὸν νεαρὸν ὑπηρέτην του, ὁ ὁποῖος ἐκρατοῦσε τὸν ὁπλισμόν του, καὶ τοῦ εἶπε: «Σύρε τὸ σπαθί μου καὶ σκότωσέ με σύ, διὰ νὰ μὴ εἶπουν ποτέ· «τὸν ἐσκότωσε μιὰ γυναῖκα». Καὶ ὁ νεαρὸς ὑπηρέτης του τὸν ἐτρύπησε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἔτσι ἀπέθανεν ὁ Ἀβιμέλεχ. |
55 καὶ εἶδεν ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ ὅτι ἀπέθανεν ᾿Αβιμέλεχ, καὶ ἐπορεύθησαν ἀνὴρ εἰς τὸν τόπον αὐτοῦ. | 55 Οταν οι Ισραηλίται είδον ότι ο Αβιμέλεχ εφονεύθη, επήγεν έκαστος εις την πατρίδα του. | 55 Ὅταν οἰ Ἰσραηλῖται εἶδαν ὅτι ἀπέθανεν ὁ Ἀβιμέλεχ, ἔφυγαν ὁ καθένας εἰς τὴν πατρίδα του. |
56 καὶ ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς τὴν πονηρίαν ᾿Αβιμέλεχ, ἣν ἐποίησε τῷ πατρὶ αὐτοῦ ἀποκτεῖναι τοὺς ἑβδομήκοντα ἀδελφοὺς αὐτοῦ. | 56 Εφερεν ο Θεός έτσι τα πράγματα, ώστε να επιστρέψη εις την κεφαλήν του Αβιμέλεχ η αδικία, την οποίαν αυτός διέπραξε εναντίον του πατρός του φονεύσας τους εβδομήκοντα αδελφούς του. | 56 Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ὁ δίκαιος Θεὸς ἐτιμώρησε τὴν πονηρὰν πρᾶξιν, τὸ ἔγκλημα τοῦ Ἀβιμέλεχ, τὸ ὁποῖον ἔκαμεν εἰς τὸν πατέρα του, μὲ τὸ νὰ σκοτώσῃ τοὺς ἑβδομῆντα ἀδελφούς του. |
57 καὶ τὴν πᾶσαν πονηρίαν ἀνδρῶν Συχὲμ ἐπέστρεψεν ὁ Θεὸς εἰς κεφαλὴν αὐτῶν, καὶ ἐπῆλθεν ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ κατάρα ᾿Ιωάθαμ υἱοῦ ῾Ιεροβάαλ. | 57 Αφήκεν επίσης ο Θεός να πέση εις τας κεφαλάς των ανδρών της Συχέμ η αδικία, την οποίαν ως συνένοχοι του Αβιμέλεχ είχαν διαπράξει. Ετσι δε εξέσπασεν εναντίον των η κατάρα του Ιωάθαμ, υιού του Ιεροβάαλ, δηλαδή του Γεδεών. | 57 Ἔτσι ἐπίσης ὁ δίκαιος Θεὸς ἔκαμεν ὥστε καὶ ὅλη ἡ ἀδικία καὶ κακία τῶν πολιτῶν τῆς Συχέμ, ποὺ ἔγιναν συνεργοὶ καὶ συνένοχοι τοῦ βασιλιᾶ Ἀβιμέλεχ, νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ κεφάλι των. Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπον ἦλθε καὶ ἐκτύπησε τὸν Ἀβιμέλεχ καὶ τοὺς πολίτες τῆς Συχὲμ ἡ κατάρα τοῦ Ἰωάθαμ, υἱοῦ τοῦ Ἱεροβάαλ (δηλαδὴ τοῦ Γεδεών). |