Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14 (ΙΔ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ κατέβη Σαμψὼν εἰς Θαμναθὰ καὶ εἶδε γυναῖκα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ τῶν θυγατέρων τῶν ἀλλοφύλων. 1 Οταν πλέον είχε μεγαλώσει ο Σαμψών κατέβη μίαν ημέραν από την πόλιν Σαραά εις την πόλιν Θαμναθά. Εκεί είδε μίαν γυναίκα από τας θυγατέρας των Φιλισταίων, την οποίαν και συνεπάθησε. 1 Μίαν ἡμέραν ὁ Σαμψὼν κατέβηκε ἀπὸ τὴν Σαραὰ εἰς τὴν Θαμναθὰ καὶ ἐκεῖ εἰς τὴν Θαμναθὰ εἶδε ἕνα κορίτσι μεταξὺ τῶν κοριτσιῶν τῶν Φιλισταίων, τὸ ὁποῖον τοῦ ἄρεσε πολὺ καὶ τὸ ἠθέλησε ὡς γυναῖκα του.
2 καὶ ἀνέβη καὶ ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τῇ μητρὶ αὐτοῦ καὶ εἶπε· γυναῖκα ἑώρακα ἐν Θαμναθὰ ἀπὸ τῶν θυγατέρων Φυλιστιΐμ, καὶ νῦν λάβετε αὐτὴν ἐμοὶ εἰς γυναῖκα. 2 Επέστρεψεν εις την Σαραά, ανήγγειλε το γεγονός στον πατέρα και την μητέρα του και είπε· “είδα εις Θαμναθά μίαν γυναίκα από τας θυγατέρας των Φιλισταίων, την οποίαν και συνεπάθησα. Λαβετε λοιπόν αυτήν και δώσατέ την εις εμέ ως σύζυγόν μου”. 2 Ἐγύρισε δὲ πίσω εἰς τὴν Σαραὰ καὶ ἐγνωστοποίησε τὸν πόθον τῆς καρδίας του εἰς τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του. Τοὺς εἶπεν: «Εἶδα ἕνα κορίτσι εἰς τὴν Θαμναθὰ μεταξὺ τῶν κοριτσιῶν τῶν Φιλισταίων καὶ τὴν θέλω ὡς σύζυγον· δι’ αὐτό (τώρα) πηγαίνετε νὰ τὴν πάρετε ὡς σύζυγόν μου».
3 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ· μὴ οὐκ εἰσὶ θυγατέρες τῶν ἀδελφῶν σου καὶ ἐκ παντὸς τοῦ λαοῦ μου γυνή, ὅτι σὺ πορεύῃ λαβεῖν γυναῖκα ἀπὸ τῶν ἀλλοφύλων τῶν ἀπεριτμήτων; καὶ εἶπε Σαμψὼν πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· ταύτην λάβε μοι, ὅτι αὔτη εὐθεῖα ἐν ὀφθαλμοῖς μου. 3 Ο πατήρ και η μήτηρ αυτού του είπον· “μήπως δεν υπάρχουν θυγατέρες μεταξύ των ομοεθνών σου, γυνή κατάλληλος δια σε μεταξύ του λαού μου και μετέβης να εκλέξης γυναίκα από τους αλλοφύλους αυτούς και απεριτμήτους;” Ο Σαμψών επιμένων είπε προς τον πατέρα του· “αυτήν πάρε δι' εμέ ως σύζυγον διότι αυτή είναι ωραία και συμπαθής εις τα μάτια μου”. 3 Ἄλλα ὁ πατέρας του καὶ ἢ μητέρα του τὸν ἐρώτησαν: «Δὲν ὑπάρχουν θυγατέρες τῶν ἀδελφῶν σου Ἰσραηλιτῶν καὶ δὲν ἠμπορεῖς νὰ διαλέξῃς γυναῖκα ἀπὸ ὅλον τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραηλιτικὸν καὶ ἐπῆγες νὰ πάρῃς γυναῖκα ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους, οἱ ὁποῖοι δὲν ἔχουν περιτμηθῇ;» Ὁ Σαμψὼν ὅμως ἐπέμενε καὶ εἶπεν εἰς τὸν πατέρα του: «Αὐτὴν νὰ μοῦ πάρῃς ὡς γυναῖκα· διότι αὐτὴ μοῦ ἀρέσει, αὐτὴ ἔπεσεν εἰς τὰ μάτια μου ὡς καλὴ καὶ ὡραία».
4 καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ οὐκ ἔγνωσαν ὅτι παρὰ Κυρίου ἐστίν, ὅτι ἐκδίκησιν αὐτὸς ζητεῖ ἐκ τῶν ἀλλοφύλων· καὶ ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ οἱ ἀλλόφυλοι κυριεύοντες ἐν ᾿Ισραήλ. 4 Ο πατήρ και η μήτηρ αυτού δεν εγνώριζαν, ότι κατά παραχώρησιν Θεού έγινε τούτο, δια να γίνη, το γεγονός αυτό αφορμή να τιμωρηθούν οι Φιλισταίοι. Κατά την εποχήν δε εκείνην οι Φιλισταίοι ήσαν αυθένται και κύριοι των Ισραηλιτών. 4 Ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του δὲν ἐγνώριζαν ὅτι ἡ ἐπιμονὴ τοῦ παιδιοῦ των τιροήρχετο ἀπὸ ἐσωτερικὸν σπρώξιμο, ποὺ εἶχε τὸν φωτισμὸν καὶ τὴν ἔμπνευσιν τοῦ Κυρίου, διὰ νὰ δοθῇ ἔτσι ἀφορμὴ εἰς τὸν Σαμψὼν νὰ τιμωρήσῃ (μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ) τοὺς Φιλισταίους. Διότι τὴν ἐποχὴν ἐκείνην οἰ Φιλισταῖοι εἶχαν ὑποτάξει καὶ ὑποδουλώσει τοὺς Ἰσραηλῖτες.
5 καὶ κατέβη Σαμψὼν καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἰς Θαμναθά. καὶ ἦλθεν ἕως τοῦ ἀμπελῶνος Θαμναθά, καὶ ἰδοὺ σκύμνος λέοντος ὠρυόμενος εἰς συνάντησιν αὐτοῦ· 5 Ο Σαμψών κατέβαινε μαζή με τον πατέρα του και την μητέρα του προς την πάλιν Θαμναθά, εις την οποίαν εκείνοι και επορεύθησαν. Οταν ο Σαμψών έφθασεν στους αμπελώνας Θαμναθά, ιδού ένας νεαρός λέων ώρμησεν εναντίον του ωρυόμενος. 5 Κατόπιν κατέβη ὁ Σαμψὼν καὶ ὁ πατέρας του καὶ ἡ μητέρα του εἰς τὴν Θαμναθὰ (εἰς τὴν πόλιν τῆς νύμφης). Καὶ ὁ Σαμψών (ἐνῷ οἰ γονεῖς του εἶχαν προχωρήσει εἰς τὴν Θαμναθά) ἦλθε μόνος του εἰς τὴν περιοχὴν μὲ τὰ περίφημα ἀμπέλια τῆς Θαμναθά. Καὶ τότε νά· ἕνα ἄγριον (πεινασμένον) νεαρὸν λιοντάρι ὥρμησεν ἐπάνω του μουγκρίζοντας.
6 καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου, καὶ συνέτριψεν αὐτόν, ὡσεὶ συντρίψει ἔριφον αἰγῶν, καὶ οὐδὲν ἦν ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ. καὶ οὐκ ἀπήγγειλε τῷ πατρὶ αὐτοῦ καὶ τῇ μητρὶ αὐτοῦ ὃ ἐποίησε. 6 Πνεύμα όμως Κυρίου επλημμύρισε τον Σαμψών, ο οποίος ενισχυθείς συνέτριψε τον λέοντα, όπως ένας άλλος θα συνέτριβεν ένα ερίφιον, καίτοι δεν εκρατούσεν εις τα χέρια του κανένα όπλον. Το κατόρθωμά του αυτό δεν το ανέφερεν ο Σαμψών στον πατέρα του και την μητέρα του. 6 Ἀλλὰ τὴν κρίσιμον ἐκείνην στιγμὴν ἦλθεν ἐπάνω εἰς τὸν Σαμψών μὲ ὁρμὴν πολλὴν καὶ μὲ δύναμιν Πνεῦμα τοῦ Κυρίου καὶ τὸν ἐνεδυνάμωσε. Καὶ ὁ Σαμψὼν ἔπνιξε τὸ λιοντάρι, τὸ ἐξέσχισε καὶ τὸ ἐτσάκισε, ὅπως τσακίζει κανεὶς ἕνα μικρὸ καὶ ἀδύνατο κατσίκι, παρ' ὅλον ὅτι δὲν εἶχεν εἰς τὰ χέρια του κανένα ἀμυντικὸν ἢ ἐπιθετικὸν ὅπλον ὅταν συνήντησε τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του, δὲν τοὺς εἶπε τίποτε διὰ τὸ κατόρθωμά του.
7 καὶ κατέβησαν καὶ ἐλάλησαν τῇ γυναικί, καὶ ηὐθύνθη ἐν ὀφθαλμοῖς Σαμψών. 7 Οι γονείς του και αυτός ήλθον εις την Θαμναθά και συνωμίλησαν με την γυναίκα, η οποία είχεν αρέσει στους οφθαλμούς του Σαμψών. Εκανόνισαν τα του γάμου και ανεχώρησαν. 7 Καὶ ἔφθασαν (αὐτὸς καὶ οἰ γονεῖς του) εἰς τὸ σπίτι τῆς γυναίκας (τῆς νύμφης) καὶ ἐμίλησαν μὲ τὴν γυναῖκα· ἡ δὲ γυναῖκα ἄρεσε πολὺ εἰς τὸν Σαμψών (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Καὶ ἄρεσε πολὺ ὁ Σαμψὼν εἰς τὴν γυναῖκα καὶ τοὺς οἰκιακούς της). Ἀφοῦ ἐκλείσθη τὸ συνοικέσιον, ἔφυγαν ὁ Σαμψὼν μὲ τοὺς γονεῖς του.
8 καὶ ὑπέστρεψε μεθ᾿ ἡμέρας λαβεῖν αὐτὴν καὶ ἐξέκλινεν ἰδεῖν τὸ πτῶμα τοῦ λέοντος, καὶ ἰδοὺ συναγωγὴ μελισσῶν ἐν τῷ στόματι τοῦ λέοντος καὶ μέλι. 8 Μετά παρέλευσιν μερικών ημερών επέστρεψεν ο Σαμψών εις Θαμναθά, δια να λάβη αυτήν επισήμως ως σύζυγόν του. Καθ' οδόν ελοξοδρόμησε προς την άμπελον, δια να ίδη το πτώμα του λέοντος. Και ιδού ένα σμήνος μελισσών είχε φωληάσει στο στόμα του λέοντος και κηρύθρα με μέλι υπήρχεν εις αυτό. 8 Καὶ ὁ Σαμψὼν ἐπέστρεψε μετὰ ἀπὸ ἡμέρες, διὰ να κάμῃ τὸν γάμον καὶ νὰ πάρῃ τὴν σύζυγον. Κατὰ τὴν ἐπιστροφὴν ἐλοξοδρόμησε καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ μέρος ποὺ ἐσκότωσε τὸ λιοντάρι, διὰ νὰ ἰδῇ τὸ πτῶμα του. Καὶ νά· εἶδε μὲ ἔκπληξιν ἕνα μελίσσι εἰς τὸν σκελετὸν τοῦ ζώου καὶ εἰς τὶς σαγονιὲς τοῦ σκελετωμένου λιονταριοῦ ὑπῆρχε (κηρήθρα ἀπό) μέλι.
9 καὶ ἐξεῖλεν αὐτὸ εἰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ ἐπορεύετο πορευόμενος καὶ ἐσθίων· καὶ ἐπορεύθη πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον· καὶ οὐκ ἀνήγγειλεν αὐτοῖς ὅτι ἀπὸ στόματος τοῦ λέοντος ἐξεῖλε τὸ μέλι. 9 Επήρε την κηρύθραν του μέλιτος εις τα χέρια του και εβάδιζε τρώγων αυτό. Επέστρεψε προς τον πατέρα και την μητέρα του, έδωκεν εις αυτούς κηρύθραν και έφαγον, αλλά δεν τους ανέφερε ότι αφήρεσε το μέλι από το στόμα του λέοντος. Κατόπιν μετέβη εις την Θαμναθά. 9 Ὁ Σαμψὼν ἐμάζεψε ἀπὸ αὐτὸ ἀρκετὸν εἰς τὰ χέρια του καὶ ἐπερπατοῦσε τρώγοντας. Ἐπῆγε δὲ εἰς τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς καὶ ἔφαγαν καὶ ἐκεῖνοι. Ἀλλὰ (καὶ πάλιν) δὲν τοὺς εἶπε ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ λιονταριοῦ, ποὺ ὁ ἴδιος ἐσκότωσε, ἐμάζεψε τὸ μέλι.
10 κα'Ι κατέβη ὁ πατὴρ αὐτοῦ πρὸς τὴν γυναῖκα· καὶ ἐποίησεν ἐκεῖ Σαμψὼν πότον ἡμέρας ἑπτά, ὅτι οὕτως ποιοῦσιν οἱ νεανίσκοι. 10 Κατέβηκεν ο πατήρ του Σαμψών εις Θαμναθά προς την γυναίκα του παιδιού του. Εκεί ο Σαμψών είχεν επταήμερον συμπόσιον εις πανηγυρισμόν του γάμου του, διότι αυτό το έθιμον επικρατούσε κατά την τέλεσιν των γάμων των νέων. 10 Ὁ πατέρας τοῦ Σαμψὼν κατέβηκε εἰς τὴν Θαμναθὰ εἰς τὴν γυναῖκα (τὴν νύμφην του). Καὶ ὁ Σαμψὼν ἔκαμε γαμήλιον συμπόσιον ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες, διότι ἔτσι συνηθίζουν νὰ κάμνουν οἱ νέοι κατὰ τοὺς γάμους των.
11 καὶ ἐγένετο ὅτε εἶδον αὐτόν, καὶ ἔλαβον τριάκοντα κλητούς, καὶ ἦσαν μετ᾿ αὐτοῦ. 11 Οι γονείς της νύμφης όταν εδαν τον Σαμψών εκάλεσαν τριάκοντα παρανύμφους και τους έθεσαν τιμητικώς πλησίον του. 11 Συνέβη δὲ τοῦτο: Ὅταν οἰ Φιλισταῖοι γονεῖς τῆς νύμφης εἶδαν τόσον χαρωπὸν καὶ λεβεντόκορμον τὸν Σαμψών, τοῦ ἔφεραν ὡς τιμητικὴν συνοδείαν τριάντα παρανύμφους, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐσυντρόφευαν.
12 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· πρόβλημα ὑμῖν προβάλλομαι· ἐὰν ἀπαγγέλλοντες ἀπαγγείλητε αὐτὸ ἐν ταῖς ἑπτὰ ἡμέραις τοῦ πότου καὶ εὕρητε, δώσω ὑμῖν τριάκοντα σινδόνας καὶ τριάκοντα στολὰς ἱματίων· 12 Ο Σαμψών είπεν εις αυτούς· “θα σας προτείνω ένα αίνιγμα. Εάν το λύσετε κατά τας επτά ημέρας του συμποσίου, εάν βρήτε την εξήγησίν του, θα σας δώσω τριάκοντα χιτώνας λινούς και τριάκοντα στολάς. 12 Καὶ ὁ Σαμψὼν τοὺς εἶπε: «Θὰ σᾶς θέσω ἕνα αἴνιγμα. Ἐὰν εἰς τὶς ἑπτὰ ἡμέρες, ποὺ θὰ διαρκέσῃ τὸ συμπόσιον, μοῦ τὸ ἐξηγήσετε καὶ μοῦ δώσετε τὴν ἀπάντησιν, θὰ σᾶς δώσω τριάντα σινδόνια (ἢ λινὲς στολὲς ἢ ὑποκάμισα λινᾶ) καὶ τριάντα (ἐορτάσιμες) καινούργιες φορεσιές.
13 καὶ ἐὰν μὴ δύνησθε ἀπαγγεῖλαί μοι, δώσετε ὑμεῖς ἐμοὶ τριάκοντα ὀθόνια καὶ τριάκοντα ἀλλασσομένας στολὰς ἱματίων· καὶ εἶπαν αὐτῷ· προβάλλου τὸ πρόβλημά σου, καὶ ἀκουσόμεθα αὐτό. 13 Εάν όμως δεν ημπορέσετε να μου το ερμηνεύσετε, θα μου δώσετε σεις τριάκοντα λινούς χιτώνας και τριάκοντα καινουργείς στολάς”. Εκείνοι του είπαν· “πές μας το αίνιγμά σου και ημείς θα το ακούσωμεν”. 13 Ἐὰν ὅμως δὲν ἠμπορέσετε νὰ μοῦ λύσετε τὸ αἴνιγμα, τότε θὰ μοῦ δώσετε σεῖς τριάντα σινδόνια (ἢ λινὲς στολὲς ἢ ὑποκάμισα λινᾶ) καὶ τριάντα (ἐορτάσιμες) καινούργιες φορεσιές». Αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: «Θέσε τὸ αἴνιγμά σου καὶ θὰ τὸ ἀκούσωμεν».
14 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τί βρωτὸν ἐξῆλθεν ἐκ βιβρώσκοντος καὶ ἀπὸ ἰσχυροῦ γλυκύ; καὶ οὐκ ἠδύναντο ἀπαγγεῖλαι τὸ πρόβλημα ἐπί τρεῖς ἡμέρας. 14 Ο Σαμψών τους είπεν· “ποίον είναι το βρώσιμον εκείνο που εξήλθεν από κατατρώγοντα, και ποίον το γλυκύ που εξήλθεν από κάποιον ισχυρόν; Εκείνοι επί τρεις ημέρας δεν ημπόρεσαν να εξηγήσουν το αίνιγμα. 14 Καὶ ὁ Σαμψὼν τοὺς εἶπε: «Τὶ φαγώσιμον ἐβγῆκε ἀπὸ αὐτὸν ποὺ τρώγει καὶ τὶ γλυκὸ ἔτρεξεν ἀπὸ στόμα πολὺ δυνατόν;» Καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠμποροῦσαν νὰ ἐξηγήσουν καὶ νὰ λύσουν τὸ αἴνιγμα ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες.
15 καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τετάρτῃ καὶ εἶπαν τῇ γυναικὶ Σαμψών· ἀπάτησον δὴ τὸν ἄνδρα σου καὶ ἀπαγγειλάτω σοι τὸ πρόβλημα, μή ποτε κατακαύσωμέν σε καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρός σου ἐν πυρί· ἦ ἐκβιάσαι ἡμᾶς κεκλήκατε; 15 Κατά την τετάρτην ημέραν είπαν εις την γυναίκα του Σαμψών· “κύτταξε να ξεγελάσης τον άνδρα σου, δια να σου αναγγείλη την λύσιν του αινίγματος. Εάν όμως και δεν κάμης αυτό που σου λέγομεν θα κατακαύσωμεν σε και την πατρικήν σου οικογένειαν. Η μήπως και μας εκαλέσατε εδώ δια να μας ληστεύσετε με τα αινίγματα;” 15 Καὶ συνέβη τοῦτο: Κατὰ τὴν τετάρτην ἡμέραν οἱ Φιλισταῖοι εἶπαν εἰς τὴν γυναῖκα τοῦ Σαμψών: «Ἐξαπάτησε τὸν ἄνδρα σου, κολάκευσέ τον καὶ πεῖσε τον νὰ σοῦ εἰπῇ τὴν λύσιν τοῦ αἰνίγματος, Ἐὰν δὲν τὸ κάμῃς, θὰ κάψωμεν καὶ σένα καὶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα σου. Τί μᾶς ἐφέρατε ἐδῶ εἰς τὸν γάμον σου; Μᾶς ἐκαλέσατε διὰ νὰ μᾶς ἐκβιάσετε καὶ νὰ πληρώσωμεν τὴν πρόσκλησν σας ἀκριβὰ μὲ τὰ αἰνίγματα;»
16 καὶ ἔκλαυσεν ἡ γυνὴ Σαμψὼν πρὸς αὐτὸν καὶ εἶπε· πλὴν μεμίσηκάς με καὶ οὐκ ἠγάπησάς με, ὅτι τὸ πρόβλημα, ὃ προεβάλου τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ μου, οὐκ ἀπήγγειλάς μοι αὐτό· καὶ εἶπεν αὐτῇ Σαμψών· εἰ τῷ πατρί μου καὶ τῇ μητρί μου οὐκ ἀπήγγελκα, σοὶ ἀπαγγείλω; 16 Εκλαυσεν η γυνή του Σαμψών ενώπιον αυτού και μετά δακρύων του είπε· “με εμίσησες και δεν με αγάπησες. Και αυτό το συμπεραίνω εκ του γεγονότος, ότι το αίνιγμα, το οποίον επρότεινες εις τους συμπατριώτας μου δεν μου το εξήγησες”. Ο Σαμψών της είπε· “μη σου φαίνεται παράδοξον αυτό. Αφού ούτε στον πατέρα μου και την μητέρα μου δεν το ανέφερα, και θα το είπω εις σέ;” 16 Καὶ ἡ γυναῖκα τοῦ Σαμψὼν ἄρχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ τοῦ λέγῃ: «Εἶμαι βέβαιη ὅτι μὲ ἐμίσησες, δὲν μὲ θέλεις καὶ δὲν μὲ άγαπᾶς καθόλου. Διότι τὸ αἴνιγμα, τὸ ὁποῖον ἔθεσες εἰς τοὺς συμπατριῶτές μου, δὲν μοῦ τὸ ἐξήγησες καὶ δὲν μοῦ εἶπες τί σημαίνει». Ὁ Σαμψὼν τῆς ἀπάντησε: «Ἀφοῦ δὲν τὸ ἐξήγησα καὶ δὲν τὸ εἶπα οὔτε εἰς τὸν πατέρα μου καὶ τὴν μητέρα μου, θὰ τὸ εἴπω εἰς σέ;»
17 καὶ ἔκλαυσε πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὰς ἑπτὰ ἡμέρας, ἃς ἦν αὐτοῖς ὁ πότος· καὶ ἐγένετο ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ καὶ ἀπήγγειλεν αὐτῇ, ὅτι παρηνώχλησεν αὐτῷ· καὶ αὐτὴ ἀπήγγειλε τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ αὐτῆς. 17 Η γυνή επί επτά ημέρας, κατά τας οποίας διήρκει το συμπόσιον του γάμου, έκλαιε και παρεκάλει τον Σαμψών. Κατά την εβδόμην ημέραν της είπεν ο Σαμψών την εξήγησιν του αινίγματος, διότι τον είχε πολύ στενοχωρήσει. Εκείνη δε κατέστησεν αμέσως τούτο γνωστόν στους συμπατριώτας της. 17 Αὐτὴ ὅμως ἐπέμενε νὰ τῆς τὸ φανερώσῃ καὶ ἔκλαιεν ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες, ποὺ διαρκοῦσε τὸ γαμήλιον συμπόσιον. Καὶ συνέβη τοῦτο: Κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ποὺ ἔληγεν ἡ προθεσμία τοῦ αἰνίγματος, τῆς τὸ ἐφανέρωσε, διότι τὸν εἶχε πιέσει καὶ στενοχωρήσει πολύ. Αὐτὴ δὲ γρήγορα - γρήγορα ἐφανέρωσε καὶ ἐπρόδωσε τὴν λύσιν τοῦ αἰνίγματος εἰς τοὺς συμπατριῶτες της.
18 καὶ εἶπαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ ἑβδόμῃ πρὸ τοῦ ἀνατεῖλαι τὸν ἥλιον· τί γλυκύτερον μέλιτος, καὶ τί ἰσχυρότερον λέοντος; καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· εἰ μὴ ἠροτριάσατε ἐν τῇ δαμάλει μου, οὐκ ἂν ἔγνωτε τὸ πρόβλημά μου. 18 Κατά την εβδόμην και τελευταίαν ημέραν του συμποσίου, πριν ανατείλη ο ήλιος, οι άνδρες της Θαμναθά είπον την εξήγησιν του αινίγματος στον Σαμψών· “τι γλυκύτερον υπάρχει από το μέλι, και τι ισχυρότερον από τον λέοντα;” Είπεν εις αυτούς ο Σαμψών· “εάν δεν εξεβιάζατε με απειλάς την σύζυγόν μου, δεν θα ημπορούσατε να εύρετε ποτέ την ερμηνείαν του αινίγματός μου”. 18 Καί οἰ ἄνδρες (οἱ Φιλισταῖοι) τῆς Θαμναθὰ εἶπαν εἰς τὸν Σαμψὼν κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν πρωΐ - πρωΐ, πρὶν ἀκόμη ἀνατείλῃ ὁ ἥλιος: «Τί ἄλλο ὑπάρχει πιὸ γλυκὺ ἀπὸ τὸ μέλι, καὶ τὶ ἄλλο πιὸ δυνατὸν ἀπὸ τὸ λιοντάρι;» Τότε ὁ Σαμψὼν εἶπεν εἰς αὐτούς: «Τὸ αἴνιγμά μου ἔμοιαζε μὲ σκληρὸν καὶ ἀπὸ πολὺν καιρὸν ἀκαλλιέργητον χωράφι. Ἂν λοιπὸν δὲν τὸ ὠργώνατε μὲ τὴν ἰδικήν μου δαμαλίδα (μικρὴ ἀγελάδα), δὲν θὰ ἐπετυγχάνατε τίποτε· (ἐὰν δηλαδὴ δὲν ἐξεβιάζατε καὶ δὲν ἀπειλούσατε τὴν γυναῖκα μου) δὲν θὰ ἐμαθαίνατε τὴν ἑρμηνείαν τοῦ αἰνίγματός μου».
19 καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου, καὶ κατέβη εἰς ᾿Ασκάλωνα καὶ ἐπάταξεν ἐξ αὐτῶν τριάκοντα ἄνδρας καὶ ἔλαβε τὰ ἱμάτια αὐτῶν καὶ ἔδωκε τὰς στολὰς τοῖς ἀπαγγείλασι τὸ πρόβλημα. καὶ ὠργίσθη θυμῷ Σαμψὼν καὶ ἀνέβη εἰς τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ. 19 Επέπεσεν στον Σαμψών πνεύμα Κυρίου, ενισχύθη, κατέβη εις την Ασκάλωνα, πόλιν των Φιλισταίων, εφόνευσε τριάκοντα άνδρας εκεί, επήρε τα ιμάτια και τας στολάς των και τα έδωκεν στους τριάκοντα νέους που είχαν λύσει το αίνιγμα. Εκυριεύθη από οργήν δια την απάτην που του είχαν κάμει και επέστρεψεν εις τον πατρικόν του οίκον εγκαταλείψας την γυναίκα του. 19 Τότε ἦλθεν ἐπάνω εἰς τὸν Σαμψὼν τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, τὸν ἐκυρίευσε καὶ τὸν ἐνεδυνάμωσε. Καὶ ὁ Σαμψὼν κατέβη εἰς τὴν πόλιν τῶν Φιλισταίων Ἀσκάλωνα καὶ ἐφόνευσε τριάντα ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους καὶ ἐπῆρε τὶς στολές των καὶ τὶς ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ποὺ τοῦ ἔλυσαν καὶ ἑρμήνευσαν τὸ αἴνιγμα. Καὶ ὁ Σαμψὼν ὠργίσθη πάρα πολύ, ἄναψε ὁ θυμός του ἀπὸ τὴν ἀπάτην τῆς συζύγου του καὶ ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Θαμναθά, ἐγκατέλειψε τὴν γυναῖκα του καὶ ἐπῆγε εἰς τὸ πατρικόν του σπίτι.
20 καὶ ἐγένετο ἡ γυνὴ Σαμψὼν ἑνὶ τῶν φίλων αὐτοῦ, ὧν ἐφιλίασεν. 20 Η σύζυγος όμως αυτή του Σαμψών υπανδρεύθη ένα από τους τριάκοντα παρανύμφους μέ τους οποίους προηγουμένως είχε φιλικώς συμφάγει ο Σαμψών. 20 Τότε συνέβη τοῦτο: Ἡ γυναῖκα τοῦ Σαμψών (ἀντὶ νὰ τρέξῃ εἰς τὸ σπίτι τοῦ πενθεροῦ της νὰ συμφιλιωθῇ μὲ τὸν ἄνδρα της) τὰ ἔφτιαξε μὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς τριάντα παρανύμφους, μὲ τοὺς ὁποίους ὁ Σαμψὼν εἶχε γίνει φίλος κατὰ τὶς ἑπτὰ ἡμέρες τοῦ γαμηλίου συμποσίου· τὰ ἔφτιαξε μὲ ἐκεῖνον καὶ τὸν ὑπανδρεύθη.