Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17 (ΙΖ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐγένετο ἀνὴρ ἀπὸ ὄρους ᾿Εφραίμ, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μιχαίας. 1 Εζούσε τότε ενας άνθρωπος καταγόμενος από την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, ονόματι Μιχαίας. 1 Υπῆρχε (τότε) ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραίμ· τὸ ὄνομά του ἦταν Μιχαίας.
2 καὶ εἶπε τῇ μητρὶ αὐτοῦ· οἱ χίλιοι καὶ ἑκατόν, οὓς ἔλαβες ἀργυρίου σεαυτῇ καί με ἠράσω καὶ προσεῖπας ἐν ὠσί μου, ἰδοὺ τὸ ἀργύριον παρ᾿ ἐμοί, ἐγὼ ἔλαβον αὐτό. καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ· εὐλογητὸς ὁ υἱός μου τῷ Κυρίῳ. 2 Είπεν αυτός εις την μητέρα του· “οι χίλιοι εκατόν αργυροί σίκλοι, τους οποίους εκρατούσες δια τον εαυτόν σου και κατηράσθης αυτόν που σου τους εκλέψε, εμέ κατηράσθης, όπως το ήκουσα με τα αυτιά μου, διότι εγώ έκλεψα τα χρήματα. Ιδού το αργύριον ευρίσκεται πλησίον μου”. Είπε τότε η μητέρα του· “ας είναι ευλογημένος από τον Κυριον ο υιός μου”. 2 Καὶ (ὁ Μιχαίας) εἶπεν εἰς τὴν μητέρα του: «Οἱ χίλιοι ἑκατὸν ἀργυροῖ σίκλοι (νομίσματα), τοὺς ὁποίους ἐκρατοῦσες διὰ τὸν ἑαυτόν σου καὶ κατηράσθης αὐτὸν ποὺ τοὺς ἔκλεψε, οὐσιαστικὰ κατηράσθης ἐμέ - αὐτὸ τὸ ἄκουσα μὲ τὰ αὐτιά μου - ἐγὼ τοὺς ἔκλεψα. Τώρα λοιπὸν κύτταξε, νά· τὸ ποσὸν αὐτὸ τὸ κατέχω ἐγώ». Τότε ἡ μητέρα του τοῦ εἶπεν: «Εἴθε ὁ υἱός μου νὰ εἶναι εὐλογημένος ἀπὸ τὸν Κύριον».
3 καὶ ἀπέδωκε τοὺς χιλίους καὶ ἑκατὸν τοῦ ἀργυρίου τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ εἶπεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ· ἁγιάζουσα ἡγίασα τὸ ἀργύριον τῷ Κυρίῳ ἐκ τῆς χειρός μου τῷ υἱῷ μου τοῦ ποιῆσαι γλυπτὸν καὶ χωνευτόν, καὶ νῦν ἀποδώσω αὐτό σοι. 3 Ο Μιχαίας έδωσεν εις την μητέρα του τους χιλίους εκατόν σίκλους αργυρίου. Η δε μητέρα του είπεν· “έταξα να αφιερώσω με τα ίδια μου τα χέρια στον Κυριον το αργύριον αυτό προς χάριν του υιού μου δια να κατασκευασθή χωνευτόν και γλυπτόν άγαλμα. Τωρα όμως θα παραδώσω εις σε αυτό”. 3 Ὁ Μιχαίας ἐπέστρεψε τοὺς χιλίους ἑκατὸν ἀργυροῦς σίκλους (νομίσματα) εἰς τὴν μητέρα του· καὶ ἡ μητέρα του εἶπεν: «Εἶχα κάμει τάμα νὰ ἀφιερώσω τὸ ἀργυροῦν αὐτὸ ποσὸν μὲ τὰ χέρια μου εἰς τὸν Κύριον ὑπὲρ τοῦ υἱοῦ μου, διὰ νὰ κατασκευασθῇ ἕνα ξύλινον ἄγαλμα σκεπασμένον μὲ ἄργυρον. Τώρα ὅμως θὰ παραδώσω τὸ ἄγαλμα αὐτό, ποὺ θὰ κατασκευάσω, εἰς σέ».
4 καὶ ἀπέδωκε τὸ ἀργύριον τῇ μητρὶ αὐτοῦ· καὶ ἔλαβεν ἡ μήτηρ αὐτοῦ διακοσίους ἀργυρίου καὶ ἔδωκεν αὐτὸ ἀργυροκόπῳ, καὶ ἐποίησεν αὐτὸ γλυπτὸν καὶ χωνευτόν· καὶ ἐγενήθη ἐν οἴκῳ Μιχαία. 4 Ο Μιχαίας όμως επέστρεψε το πόσον εις την μητέρα του. Εκείνη επήρεν από αυτό διακοσίους αργυρούς σίκλους, έδωσεν αυτούς εις αργυροκόπον και εκείνος τους έλυωσε εις χωνευτήριον και κατεσκεύασεν άγαλμα χωνευτόν και γλυπτόν. Αυτό δε μετεφέρθη στον οίκον του Μιχαία. 4 Ὁ Μιχαίας ὅμως ἐπέστρεψε τὸ ποσὸν τοῦ ἀργύρου εἰς τὴν μητέρα του. Ἡ μητέρα του ἐπῆρε (ἀπὸ τὸ ποσὸν) διακοσίους ἀργύρους σίκλους καὶ τοὺς ἔδωκεν εἰς μεταλλουργὸν (χύτην μετάλλων), ὁ ὁποῖος κατεσκεύασεν ἕνα ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον ἐσκάλισε (ἔγλυψε) ἀπὸ ξύλον καὶ κατόπιν ἐκάλυψέ με ἄργυρον. Τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ἐτοποθετήθη εἰς τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία.
5 καὶ ὁ οἶκος Μιχαία, αὐτῷ οἶκος Θεοῦ· καὶ ἐποίησεν ἐφὼδ καὶ θεραφὶν καὶ ἐπλήρωσε τὴν χεῖρα ἀπὸ ἑνὸς υἱῶν αὐτοῦ, καὶ ἐγένετο αὐτῷ εἰς ἱερέα. 5 Ετσι δε ο οίκος Μιχαία έγινε δι' αυτόν ναός Θεού. Κατεσκεύασεν επίσης ο Μιχαίας ένα ιερατικόν άμφιον, εφώδ και ένα άγαλμα θεραφίν, καθιέρωσε δε και εχειροτόνησεν έναν από τους υιούς του ως ιερέα, τον οποίον και είχεν ιερέα του στον ναόν αυτόν. 5 Ἔτσι τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία ἔγινε (δι' αὐτὸν) ναὸς Θεοῦ. Καὶ ὁ Μιχαίας (μὲ τοὺς ὑπολοίπους ἐννιακοσίους ἀργυροῦς σίκλους) κατεσκεύασεν ἕνα Ἐφὼδ καὶ μικρὰ ἀγάλματα θεραφίν, καὶ ἐχειροτόνησε (καθιέρωσεν) ἕνα ἀπὸ τοὺς υἱούς του, ὁ ὁποῖος καὶ ἔγινε εἰς αὐτὸν ἱερεύς.
6 ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν ᾿Ισραήλ· ἀνὴρ τὸ εὐθὲς ἐν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ ἐποίει. 6 Κατά την εποχήν δηλαδή εκείνην δεν υπήρχε βασιλεύς στον ισραηλιτικόν λαόν και ο καθένας έκανε ο,τι του εφαίνετο ορθόν και ευχάριστον εις τα μάτια του. 6 Κατὰ τὶς ἡμέρες δὲ ἐκεῖνες δὲν ὑπῆρχε βασιλιᾶς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· ὁ καθένας ἔκαμνε ὅ,τι ἐπιθυμοῦσε! (ὅ,τι τοῦ ἐκάπνιζε!).
7 Καὶ ἐγενήθη νεανίας ἐκ Βηθλεὲμ δήμου ᾿Ιούδα, καὶ αὐτὸς Λευίτης, καὶ οὗτος παρῴκει ἐκεῖ. 7 Εζούσεν επίσης τότε ένας νέος από την Βηθλεέμ της φυλής Ιούδα, ο οποίος ήτο Λευίτης και κατοικούσεν εις την Βηθλεέμ. 7 (Τὴν ἰδίαν ἐκείνην ἐποχὴν) ὑπῆρχε ἕνας νεαρός, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα· αὐτὸς δὲ ἦταν Λευΐτης καὶ διέμενε εἰς τὴν Βηθλεέμ.
8 καὶ ἐπορεύθη ὁ ἀνὴρ ἀπὸ Βηθλεὲμ τῆς πόλεως ᾿Ιούδα παροικῆσαι ἐν ᾧ ἐὰν εὕρῃ τόπῳ, καὶ ἦλθεν ἕως ὄρους ᾿Εφραὶμ καὶ ἕως οἴκου Μιχαία τοῦ ποιῆσαι ὁδὸν αὐτοῦ. 8 Αυτός μετέβη από την Βηθλεέμ, την πόλιν της Ιουδαίας, να εγκατασταθή, όπου θα εύρισκε τόπον κατάλληλον. Ηλθεν εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ, έφθασε έως στον οίκον του Μιχαία, δια να συνεχίση τον δρόμον του. 8 Καὶ ὁ νεαρὸς αὐτὸς Λευΐτης ἔφυγεν ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ, πόλιν τῆς Ἰουδαίας, διὰ νὰ ἐγκατασταθῇ κάπου ἀλλοῦ· ὁπουδήποτε θὰ εὕρισκε κατάλληλον τόπον. Καὶ καθὼς ἐπροχωροῦσε, ἔφθασε μέχρι τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραὶμ καὶ μέχρι τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Μιχαία (διὰ νὰ ξεκουρασθῇ καί) μὲ σκοπὸν νὰ συνεχίσῃ πάλιν τὴν πορείαν καὶ περιπλανήσή του.
9 καὶ εἶπεν αὐτῷ Μιχαίας· πόθεν ἔρχῃ; καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Λευίτης εἰμὶ ἐκ Βηθλεὲμ ᾿Ιούδα, καὶ ἐγὼ πορεύομαι παροικῆσαι ἐν ᾧ ἐὰν εὕρω τόπῳ. 9 Ηρώτησεν αυτόν ο Μιχαίας· “από που έρχεσαι;” Εκείνος του απήντησεν· “εγώ είμαι Λευίτης από την Βηθλεέμ της Ιουδαίας και πηγαίνω να εγκατασταθώ όπου εύρω κατάλληλον δι' εμέ τόπον”. 9 Ὁ Μιχαίας τὸν ἐρώτησε: Ἀπὸ ποὺ ἔρχεσαι;» Αὐτὸς δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Εἶμαι Λευΐτης καὶ ἔρχομαι ἀπὸ τὴν Βηθλεὲμ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα· ἔφυγα ἀπὸ ἐκεῖ καὶ προχωρῶ διὰ νὰ ἐγκατασταθῶ, ὁπουδήποτε εὕρω κατάλληλον τόπον».
10 καὶ εἶπεν αὐτῷ Μιχαίας· κάθου μετ᾿ ἐμοῦ καὶ γίνου μοι εἰς πατέρα καὶ εἰς ἱερέα, καὶ ἐγὼ δώσω σοι δέκα ἀργυρίου εἰς ἡμέραν καὶ στολὴν ἱματίων καὶ τὰ πρὸς ζωήν σου. 10 Ο Μιχαίας του είπε· “μείνε μαζή μου και γίνε δι' εμέ πνευματικός πατήρ και ιερεύς. Εγώ δε θα σου δίδω κάθε ημέραν δέκα αργυρά νομίσματα, τα ενδύματά σου και όλα όσα χρειάζονται προς συντήρησίν σου”. 10 Ὁ Μιχαίας τοῦ εἶπε: «Μεῖνε (κατοίκησε) μαζί μου, καὶ γίνε εἰς ἐμὲ (πνευματικός μου) πατέρας (ἰδιαίτερος συμβουλός μου) καὶ ἱερεύς· καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ δίδω δέκα ἀργυροῦς σίκλους τὴν ἡμέραν καὶ μίαν στολὴν ἐξωτερικήν (ἄλλα χειρόγραφα ὑπονοοῦν στολὴν ἐπίσημον, ἱερατικὴν) καὶ ὅσα σοῦ χρειάζονται διὰ τὴν τροφήν σου».
11 καὶ ἐπορεύθη ὁ Λευίτης καὶ ἤρξατο παροικεῖν παρὰ τῷ ἀνδρί, καὶ ἐγενήθη ὁ νεανίας αὐτῷ ὡς εἷς ἀπὸ υἱῶν αὐτοῦ. 11 Ο Λευίτης εδέχθη την πρότασιν και χωρίς αναβολήν εγκατεστάθη πλησίον του ανθρώπου αυτού. Ο νεαρός αυτός Λευίτης ηγαπήθη από τον Μιχαίαν και εγινεν ωσάν ενας από τους υιούς του. 11 Ὁ Λευΐτης ἐσυμφώνησε νὰ μένῃ καὶ ἐπῆγε καὶ ἄρχισε νὰ κατοικῇ μαζὶ μὲ τὸν ἄνθρωπον ἐκεῖνον (-τὸν Μιχαίαν)· καὶ ὁ νεαρὸς Λευΐτης ἀγαπήθηκε ἀπὸ τὸν Μιχαίαν καὶ ἔγινε εἰς αὐτὸν ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς υἱούς του.
12 καὶ ἐπλήρωσε Μιχαίας τὴν χεῖρα τοῦ Λευίτου, καὶ ἐγένετο αὐτῷ εἰς ἱερέα καὶ ἐγένετο ἐν τῷ οἴκῳ Μιχαία. 12 Ο Μιχαίας καθιέρωσεν αυτόν ως ιερέα του και αυτός έγινε πράγματι ιερεύς στον οίκον του Μιχαία. 12 Καὶ ὁ Μιχαίας (ἐχειροτόνησε, καθιέρωσε καὶ) ἐγκατέστησε τὸν Λευΐτην ὡς ἱερέα του καὶ ἔτσι ἔγινε ἐκεῖνος ἱερεύς τοῦ Μιχαία καὶ ἑκατοίκησε εἰς τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία.
13 καὶ εἶπε Μιχαίας· νῦν ἔγνων ὅτι ἀγαθυνεῖ μοι Κύριος, ὅτι ἐγένετό μοι ὁ Λευίτης εἰς ἱερέα. 13 Είπε δε τότε ο Μιχαίας· “τώρα αντελήφθην καλά ότι ο Κυριος θα με ελεήση και θα μου στείλη αγαθά, διότι έχω αυτόν τον Λευίτην ως ιερέα. 13 Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ὁ Μιχαίας γεμᾶτος ἰκανοποιησιν εἶπε: «Τώρα γνωρίζω ὅτι ὁ Κύριος θὰ μὲ εὐλογῇ καὶ θὰ μοῦ τὰ φερνει ὅλα δεξιά, διότι ὁ Λευΐτης αὐτὸς ἔγινε ἱερεύς μου»