Παρασκευή, 26 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:35
Δύση: 20:12
Σελ. 18 ημ.
117-249
16ος χρόνος, 5914η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13 (ΙΓ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ προσέθηκαν ἔτι οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ποιῆσαι τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρὶ Φυλιστιΐμ τεσσαράκοντα ἔτη. 1 Και πάλιν οι Ισραηλίται εξέκλιναν εις την ειδωλολατρείαν και την φαυλότητα ενώπιον του Κυρίου δια τούτο και παρέδωκεν αυτούς ο Κυριος εις τα χέρια των Φιλισταίων επί τεσσαράκοντα έτη. 1 Οἱ Ἰσραηλῖται παρεσύρθησαν πάλιν εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Κυρίου· ἐξανάπεσαν εἰς τὸν κατήφορον τῆς εἰδωλολατρίας. Διὰ τοῦτο ὁ Κύριος τοὺς ἐγκατέλειψε καὶ τοὺς παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν γειτόνων των Φιλισταίων ἐπὶ σαράντα χρόνια.
2 καὶ ἦν ἀνὴρ εἷς ἀπὸ Σαραὰ ἀπὸ δήμου συγγενείας τοῦ Δανί, καὶ ὄνομα αὐτῷ Μανωέ, καὶ γυνὴ αὐτοῦ στεῖρα καὶ οὐκ ἔτεκε. 2 Υπήρχε τότε μεταξύ των Ισραηλιτών ανήρ καταγόμενος από την πόλιν Σαραά η οποία ανήκεν εις την φυλήν του Δαν, ονόματι Μανωέ. Η σύζυγός του ήτο στείρα και δεν ετεκνοποίει. 2 Τὴν ἐποχὴν ἐκείνην ἐζοῦσε ἕνας εὐσεβὴς Ἰσραηλίτης, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν Σαραά· ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀνῆκεν εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Δὰν (ἢ ὁποία ἐσυνώρευε μὲ τοὺς Φιλισταίους) καὶ τὸ ὄνομά του ἦταν Μανωέ. Ἡ δὲ γυναῖκα το ἦταν στεῖρα καὶ δὲν ἐγεννοῦσε παιδιά.
3 καὶ ὤφθη ἄγγελος Κυρίου πρὸς τὴν γυναῖκα, καὶ εἶπε πρὸς αὐτήν· ἰδοὺ σὺ στεῖρα καὶ οὐ τέτοκας, καὶ συλλήψῃ υἱόν. 3 Αγγελος Κυρίου παρουσιάσθη εις την γυναίκα αυτήν και της είπεν· “ιδού συ είσαι στείρα και έως τώρα δεν εγέννησες υιόν. Τωρα όμως θα συλλάβης υιόν. 3 Καὶ παρουσιάσθη ὁ ἄγγελος Κυρίου εἰς τὴν γυναῖκα καὶ τῆς εἶπε: «Νά· εἶσαι στεῖρα καὶ ποτὲ δὲν ἔχεις γεννήσει παιδί· ἀλλὰ τώρα θὰ συλλάβῃς εἰς τὰ σπλάγχνα σου καὶ θὰ γεννήσῃς υἱόν.
4 καὶ νῦν φύλαξαι δὴ καὶ μὴ πίῃς οἶνον καὶ μέθυσμα καὶ μὴ φάγῃς πᾶν ἀκάθαρτον· 4 Από τώρα λοιπόν πρόσεξε να μη πίης οίνον η άλλο μεθυστικόν ποτόν· πρόσεξε επί πλέον να μη φάγης τίποτε από εκείνα, τα οποία ο νόμος του Θεού χαρακτηρίζει ακάθαρτα. 4 Ἀπὸ τώρα λοιπὸν φυλάξου· δὲν θὰ πιῇς κρασὶ ἢ ἄλλο μεθυστικὸν ποτόν· οὔτε θὰ φάγῃς τίποτε ἀπὸ αὐτά, ποὺ Μωσαϊκὸς νόμος θεωρεῖ ἀκάθαρτα.
5 ὅτι ἰδοὺ σὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ σίδηρος ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ οὐκ ἀναβήσεται, ὅτι ναζὶρ Θεοῦ ἔσται τὸ παιδάριον ἀπὸ τῆς κοιλίας, καὶ αὐτὸς ἄρξεται σῶσαι τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ χειρὸς Φυλιστιΐμ. 5 Διότι συ θα συλλάβης εν γαστρί και θα γεννήσης υιόν. Ψαλλίδι δεν θα ανεβή εις την κεφαλήν αυτού δια να κόψη την κόμην του, διότι το παιδίον τούτο θα είναι ναζιραίος (αφιερωμένος δηλαδή στον Θεόν) εκ κοιλίας μητρός του. Και αυτός θα κάμη αρχήν του έργου της σωτηρίας και απελευθερώσεως των Ισραηλιτών από την εξουσίαν των Φιλισταίων”. 5 Διότι, νά· θὰ συλλάβῃς εἰς τὴν κοιλίαν σου καὶ θὰ μεῖνῃς ἀνελπίστως ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσῃς υἱόν. Εἰς τὴν κεφαλὴν τοῦ παιδιοῦ δὲν θὰ χρησιμοποιηθῇ σιδερένιο ὅργανον (ψαλίδι ἢ ξυράφι), διὰ νὰ κοποῦν μὲ αὐτὸ τὰ μαλλιά του· διότι τὸ παιδὶ θὰ εἶναι ἀπὸ τώρα, ποὺ θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν κοιλία σου, Ναζιραῖος, δηλαδὴ ἀφιερωμένος εἰς τὸν Θεόν. Καὶ τὸ παιδὶ αὐτό, ὁ υἱός σου, θὰ ἀρχίσῃ τὸ ἔργον τῆς ἀπελευθερώσεως τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῶν Φιλισταίων».
6 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ εἶπε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς λέγουσα· ἄνθρωπος Θεοῦ ἦλθε πρός με, καὶ εἶδος αὐτοῦ ὡς εἶδος ἀγγέλου Θεοῦ, φοβερὸν σφόδρα· καὶ οὐκ ἠρώτησα αὐτόν, πόθεν ἐστί, καὶ τὸ ὄνομα αὐτοῦ οὐκ ἀπήγγειλέ μοι. 6 Η γυναίκα αυτή εισήλθε κατόπιν στον οίκον της και είπεν στον άνδρα της· “ενας άνθρωπος του Θεού, ο οποίος είχε την εμφάνισιν αγγέλου, συγκλονιστικήν και πολύ φοβεράν, ήλθε προς εμέ. Δεν τον ηρώτησα πόθεν κατάγεται ούτε και ο ίδιος μου εγνωστοποίησε το όνομά του. 6 Κατόπιν ἡ γυναῖκα ἔτρεξε (ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι της) καὶ ἀνεκοίνωσεν εἰς τὸν ἄνδρα της τὴν ἀνέλπιστον εἴδησιν. Τοῦ εἶπε: «Ἄνθρωπος ὄχι κοινὸς καὶ συνηθισμένος, ἀλλὰ (ἄνθρωπος) τοῦ Θεοῦ ἦλθεν εἰς ἑμέ· ἡ μορφή τοῦ προσώπου του ἔμοιαζε μὲ τὴν μορφὴν τοῦ προσώπου ἀγγέλου τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἔκτακτη λάμψις καὶ ἀκτινοβολία, ποὺ ἔβγαινε ἀπὸ τὸ πρόσωπόν του, ἐπροκαλοῦσε μεγάλον τρόμον, σεβασμὸν καὶ εὐλάβειαν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ τὸ ἔβλεπε! Καὶ δὲν ἔλαβα τὸ θάρρος να τὸν ἐρωτήσω ἀπὸ ποὺ ἔρχεται· ἄλλα καὶ αὐτὸς δὲν μοῦ ἀπεκάλυψε τὸ ὄνομά του!
7 καὶ εἶπέ μοι· ἰδοὺ σὺ ἐν γαστρὶ ἔχεις καὶ τέξῃ υἱόν· καὶ νῦν μὴ πίῃς οἶνον καὶ μέθυσμα καὶ μὴ φάγῃς πᾶν ἀκάθαρτον, ὅτι Θεοῦ ἅγιον ἔσται τὸ παιδάριον ἀπὸ γαστρὸς ἕως ἡμέρας θανάτου αὐτοῦ. 7 Μου είπεν όμως τα εξής· Ιδού συ θα μείνης έγκυος και θα γεννήσης υιόν. Από τώρα και στο εξής μη πίης οίνον η άλλο μεθυστικόν ποτόν ούτε και να φάγης τίποτε από εκείνα, τα οποία ο νόμος του Θεού χαρακτηρίζει ακάθαρτα. Και τούτο διότι το παιδίον αυτό θα είναι αφιερωμένον στον Κυριον εκ κοιλίας μητρός μέχρι της ημέρας του θανάτου του”. 7 Μοῦ εἶπεν ὅμως τοῦτο: «Νά· σὺ πρόκειται νὰ συλλάβῃς εἰς τὴν κοιλία σου καὶ θὰ μείνῃς ἀνελπίστως ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσῃς υἱόν· ἀπὸ τώρα λοιπὸν φυλάξου νὰ μὴ πιῇς κρασὶ ἢ ἄλλο μεθυστικὸν ποτὸν οὔτε νὰ φάγῃς τίποτε ἀπὸ αὐτά, ποὺ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος θεωρεῖ ἀκάθαρτα, διότι τὸ παιδὶ θὰ εἶναι ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεὸν ἀπὸ τώρα, ποὺ θὰ συλληφθῇ εἰς τὴν κοιλίαν σου, μέχρι τὴν ἡμέραν τοῦ θανάτου του».
8 καὶ προσηύξατο Μανωὲ πρὸς Κύριον καὶ εἶπεν· ἐν ἐμοί, Κύριε ᾿Αδωναϊέ, τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ὃν ἀπέστειλας, ἐλθέτω δὴ ἔτι πρὸς ἡμᾶς καὶ συμβιβασάτω ἡμᾶς τί ποιήσωμεν τῷ παιδίῳ τῷ τικτομένῳ. 8 Ο Μανωέ προσηυχήθη προς τον Κυριον και είπε· “Κυριε Αδωναϊέ, σε παρακαλώ, ο άνθρωπος του Θεού, τον οποίον συ απέστειλες, ας έλθη πάλιν προς ημάς και ας μας συμβουλεύση τι πρέπει να πράξωμεν δια το παιδίον, το οποίον μέλλει να γεννηθή. 8 Κατόπιν αὐτῶν ὁ Μανωὲ προσηυχήθη εἰς τὸν Κύριον καὶ εἶπε: «Σὲ παρακαλῶ, Κύριε, Κύριέ μου (-Ἀδωναϊέ), τὸν ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἔστειλες καὶ ἐμφανίσθηκε εἰς τὴν γυναῖκα μου, στεῖλε τὸν νὰ παρουσιασθῇ καὶ πάλιν εἰς ἡμᾶς καὶ νὰ μᾶς πληροφορήσῃ καὶ ἐξηγήσῃ τὶ πρέπει νὰ κάμωμεν εἰς τὸ παιδί, ὅταν θὰ γεννηθῇ.
9 καὶ εἰσήκουσεν ὁ Θεὸς τῆς φωνῆς Μανωέ, καὶ ἦλθεν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἔτι πρὸς τὴν γυναῖκα, καὶ αὕτη ἐκάθητο ἐν ἀγρῷ, καὶ Μανωὲ ὁ ἀνὴρ αὐτῆς οὐκ ἦν μετ᾿ αὐτῆς. 9 Ο Θεός ήκουσε την δέησιν του Μανωέ και ο άγγελος του ήλθε πάλιν προς την γυναίκα, όταν αυτή εκάθητο στον αγρόν, ο δε σύζυγός της ο Μανωέ δεν ευρίσκετο μαζή της. 9 Ὁ Θεὸς ἄκουσε καὶ ἐδέχθη τὴν προσευχὴν τοῦ Μανωέ. Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεου ἦλθε πάλιν καὶ παρουσιάσθη εἰς τὴν γυναῖκα (τοῦ Μανωέ)· αὐτὴ εὑρίσκετο (ἐκάθητο) ἔξω εἰς τὸ χωράφι καὶ ὁ Μανωέ, ὁ σύζυγός της, δὲν ἦταν μαζί της.
10 καὶ ἐτάχυνεν ἡ γυνὴ καὶ ἔδραμε καὶ ἀνήγγειλε τῷ ἀνδρὶ αὐτῆς καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ ὦπται πρός με ὁ ἀνήρ, ὃς ἦλθεν ἐν ἡμέρᾳ πρός με. 10 Η γυνή έσπευσε δρομέως και συνήντησε τον άνδρα της στον οποίον ανήγγειλε· “ιδού παρουσιάσθη εις εμέ και πάλιν ο ανήρ, ο οποίος και προηγουμένως μου είχεν εμφανισθή”. 10 Τότε ἡ γυναῖκα ἔτρεξε γρήγορα - γρήγορα καὶ ἀνήγγειλεν εἰς τὸν ἄνδρα της (τὴν ἐμφάνισιν τοῦ ἀγγέλου) καὶ τοῦ εἶπε: «Νά· μοῦ παρουσιάσθη πάλιν ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἦλθε τὴν γνωστὴν ἐκείνην ἡμέραν καὶ μοῦ ἐμίλησε!»
11 καὶ ἀνέστη καὶ ἐπορεύθη Μανωὲ ὀπίσω τῆς γυναικὸς αὐτοῦ καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνδρα καὶ εἶπεν αὐτῷ· εἰ σὺ εἶ ὁ ἀνὴρ ὁ λαλήσας πρὸς τὴν γυναῖκα; καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος· ἐγώ. 11 Ο Μανωέ ηγέρθη, ηκολούθησε την σύζυγόν του, ήλθε προς τον άγνωστον αυτόν άνδρα και του είπε· “συ είσαι πράγματι ο ανήρ ο οποίος συνωμίλησες με την γυναίκα μου;” Ο δε άγγελος απήντησεν· “εγώ είμαι”. 11 Καὶ ὁ Μανωὲ ἐσηκώθη καὶ ἀκολούθησε τὴν γυναῖκα του καὶ ἦλθε πρὸς τὸν ἄνθρωπον καί (νομίζοντας ὅτι εἶναι ἄνθρωπος καὶ ὄχι ἄγγελος) τὸν ἐρώτησε μὲ σεβασμόν, ἀλλὰ καὶ μὲ κάποιο θάρρος: Σὺ εἶσαι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἐμίλησες τὶς ἡμέρες αὐτὲς εἰς τὴν γυναῖκα (μοῦ);» Ὁ ἄγγελος τοῦ ἀπάντησε: «Ναί, ἐγὼ εἶμαι».
12 καὶ εἶπε Μανωέ· νῦν ἐλεύσεται ὁ λόγος σου· τίς ἔσται κρίσις τοῦ παιδίου καὶ τὰ ποιήματα αὐτοῦ; 12 Ο Μανωέ είπε προς αυτόν· “τώρα όταν ο λόγος σου γίνη πραγματικότης και αποκτήσω υιόν, ποίος θα είναι ο νόμος, που θα ρυθμίζη την ζωήν του παιδίου, και ποία τα έργα αυτού;” 12 Τότε ὁ Μανωὲ ἐξωτερίκευσε τὴν ἀγαθὴν διάθεσίν του καὶ εἶπε: «Εἴθε νὰ γίνῃ σύμφωνα μὲ τὸν λόγον σου. Ὅταν (λοιπὸν) πραγματοποιηθῇ ὁ λόγος σου καὶ γεννηθῇ τὸ παιδί, πῶς πρέπει νὰ τακτοποιηθῇ (ἀνατραφῇ); Τί εἴδους ζωὴν καὶ ἔργα πρέπει νὰ κάμῃ; Ποία ἡ ἐξέλιξίς του; Τί ὑποχρεώσεις ἔχομεν (ἐγὼ καὶ ἡ γυναῖκα μου) ἀπέναντί του;»
13 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου πρὸς Μανωέ· ἀπὸ πάντων, ὧν εἴρηκα πρὸς τὴν γυναῖκα, φυλάξεται· 13 Απήντησεν ο άγγελος του Κυρίου προς τον Μανωέ· “το παιδί που θα γεννηθή θα φυλαχθή από όλα εκείνα, που είπα προς την γυναίκα σου· 13 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου εἶπεν εἰς τὸν Μανωέ: «Ἡ γυναῖκα σου πρέπει νὰ προσέξῃ, ὥστε νὰ τηρήσῃ μὲ προσοχὴν ὅλα, ὅσα τῆς εἶπα· (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τὸ παιδὶ πρέπει νὰ προσέξῃ, ὥστε νὰ τηρήσῃ κλπ.).
14 ἀπὸ παντός, ὃ ἐκπορεύεται ἐξ ἀμπέλου τοῦ οἴνου, οὐ φάγεται καὶ οἶνον καὶ μέθυσμα μὴ πιέτω καὶ πᾶν ἀκάθαρτον μὴ φαγέτω· πάντα ὅσα ἐνετειλάμην αὐτῇ, φυλάξεται. 14 κάθε προϊόν το οποίον παράγεται από άμπελον, με τας σταφυλάς της οποίας γίνεται ο οίνος, δεν θα φάγη· οίνον και μεθυστικά ποτά δεν θα πίη Καθε τι που ο νόμος του Θεού χαρακτηρίζει ακάθαρτον, δεν θα φάγη. Ολα όσα διέταξα αυτήν να φυλάξη, θα τα φυλάξη και το παιδίον”. 14 Δὲν πρέπει νὰ φάγῃ τίποτε ἀπὸ τὰ προϊόντα τοῦ ἀμπελιοῦ, ἀπὸ τὰ σταφύλια τοῦ ὁποίου παράγεται κρασί· οὔτε πρέπει νὰ πιῇ κρασὶ ἢ ἄλλο μεθυστικὸν ποτόν· οὔτε πρέπει νὰ φάγῃ τίποτε ἀπὸ ἐκεῖνα, ποὺ ὁ Μωσαϊκὸς νόμος θεωρεῖ ἀκάθαρτα. Ὅλα, ὅσα τὴν διέταξα, πρέπει νὰ τὰ τηρήσῃ).
15 καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὸν ἄγγελον Κυρίου· κατάσχωμεν ὧδέ σε καὶ ποιήσωμεν ἐνώπιόν σου ἔριφον αἰγῶν. 15 Είπε τότε ο Μανωέ προς τον άγγελον του Κυρίου· “θα μας επιτρέψης να σε κρατήσωμεν εδώ, δια να σου προσφέρωμεν να φάγης από τας αίγας μας ερίφιον;” 15 Καὶ ὁ ἀγαθὸς καὶ ἁπλὸς Ἰσραηλίτης Μανωέ (ποὺ ἐξακολουθοῦσε νὰ θεωρῶ τὸν συνομιλητήν του μόνον ὡς ἄνθρωπον τοῦ Θεοῦ) εἶπεν εἰς τὸν ἄγγελον τοῦ Θεοῦ: «Σὲ παρακαλῶ, δῶσε μας τὴν ἄδειαν νὰ σὲ κρατήσωμεν ἐδῶ, διὰ νὰ φτιάξωμεν καὶ σοῦ προσφέρωμεν ἕνα τρυφερὸ κατσίκι διὰ νὰ φάγῃς».
16 καὶ εἶπεν ὁ ἄγγελος Κυρίου πρὸς Μανωέ· ἐὰν κατάσχῃς με, οὐ φάγομαι ἀπὸ τῶν ἄρτων σου, καὶ ἐὰν ποιήσῃς ὁλοκαύτωμα, τῷ Κυρίῳ ἀνοίσεις αὐτό· ὅτι οὐκ ἔγνω Μανωὲ ὅτι ἄγγελος Κυρίου αὐτός. 16 Ο άγγελος του Κυρίου είπε προς τον Μανωέ· “εάν με κρατήσης θα μείνω, αλλά δεν θα φάγω από την τράπεζάν σου. Εάν θελήσης να κάμης θυσίαν ολοκαυτώματος, στον Κυριον θα προσφέρης αυτήν”. Παρεκάλεσεν ο Μανωέ τον ξένον να μείνη, διότι δεν είχεν αντιληφθή, ότι αυτός ήτο άγγελος Κυρίου. 16 Ἀλλὰ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἀπάντησε εἰς τὸν Μανωέ: «Καὶ ἂν μὲ κρατήσῃς, ἐγὼ δὲν θὰ φάγω ἀπὸ τὸ ψωμὶ καὶ τὸ φαγητόν σου. Ἐὰν θέλῃς νὰ τὸ ἐτοιμάσῃς, ἐκεῖνο ποὺ θὰ φτιάσῃς, πρόσφερέ το ὡς θυσίαν εἰς τὸν Κύριον καὶ κάψε το ὁλόκληρον εἰς λατρείαν του». Αὐτὰ ὅλα τὰ εἶπεν ὁ Μανωέ, διότι δὲν εἶχεν (ἀκόμη) ἀντιληφθῇ ὅτι αὐτὸς ἦταν ἄγγελος Κυρίου.
17 καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὸν ἄγγελον Κυρίου· τί τὸ ὄνομά σοι; ὅτι ἔλθοι τὸ ρῆμά σου, καὶ δοξάσομέν σε. 17 Ο Μανωέ είπε προς τον άγγελον του Κυρίου· “ειπέ μου, ποίον είναι το όνομά σου, ώστε όταν εκπληρωθούν τα λόγια σου να σου προσφέρωμεν εις ένδειξιν εκτιμήσεως και ευγνωμοσύνης ένα δώρον”. 17 Ὁ Μανωὲ εἰς τὴν ἄρνησιν αὐτὴν τοῦ ἀγνώστου (ἀκόμη) προσώπου ἐπῆρε θάρρος καὶ ἐρώτησε τὸν ἄγγελον Κυρίου: «Ἀφοῦ δὲν θέλεις τίποτε τώρα, πές μας· ποῖον εἶναι τὸ ὄνομά σου, ὥστε, ὅταν γεννηθῇ τὸ παιδὶ καὶ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος σου, νὰ σὲ εὐχαριστήσωμεν ὅπως πρέπει καὶ νὰ σὲ τιμήσωμεν».
18 καὶ εἶπεν αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου· εἰς τί τοῦτο ἐρωτᾷς τὸ ὄνομά μου; καὶ αὐτό ἐστι θαυμαστόν. 18 Ο άγγελος του απήντησε· “διατί ερωτάς να μάθης το όνομά μου; Το όνομά μου είναι σεβαστόν και ανέκφραστον”. 18 Ὁ ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἀπάντησε: «Διατὶ ἐρωτᾷς νὰ μάθῃς τὸ ὄνομά μου; Τὸ ὄνομά μου εἶναι θαυμαστόν, μυστηριῶδες, τρομερὸν καὶ ἀνέκφραστον»!
19 καὶ ἔλαβε Μανωὲ τὸν ἔριφον τῶν αἰγῶν καὶ τὴν θυσίαν καὶ ἀνήνεγκεν ἐπὶ τήν πέτραν τῷ Κυρίῳ· καὶ διεχώρισε ποιῆσαι, καὶ Μανωὲ καὶ γυνὴ αὐτοῦ βλέποντες. 19 Ο Μανωέ επήρε το ερίφιον από τα γίδια του και την άλλην αναίμακτον θυσίαν και προσέφερεν αυτά θυσίαν προς τον Κυριον επάνω εις λίθον, ο οποίος επείχε θέσιν θυσιαστηρίου. Ο άγγελος απεμακρύνθη ολίγον από αυτούς δια να προσφέρη την θυσίαν, ο δε Μανωέ και η γυνή του παρετήρουν. 19 Τότε ὁ Μανωὲ ἐπῆρε τὸ τρυφερὸ κατσίκι καὶ τὴν ἀνάλογον θυσίαν καὶ τὰ ἔβαλε ἐπάνω εἰς μίαν πέτραν, ποὺ ἐχρησίμευεν ὡς θυσιαστήριον, καὶ τὰ ἐπρόσφερε ὡς θυσίαν εἰς τὸν Κύριον. Καὶ ὁ ἄγγελος ἐχωρίσθη ἀπὸ αὐτοὺς διὰ νὰ προσφέρῃ τὴν θυσίαν, ὁ δὲ Μανωὲ καὶ ἡ γυναῖκα του παρακολουθοῦσαν μὲ θαυμασμὸν ἀπὸ κάποιαν ἀπόστασιν τί θὰ ἐπακολουθοῦσε.
20 καὶ ἐγένετο ἐν τῷ ἀναβῆναι τὴν φλόγα ἐπάνω τοῦ θυσιαστηρίου ἕως τοῦ οὐρανοῦ καὶ ἀνέβη ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐν τῇ φλογὶ τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ Μανωὲ καὶ ἡ γυνὴ αὐτοῦ βλέποντες καὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν ἐπὶ τὴν γῆν. 20 Οταν ήναψεν η φλόγα επάνω στο θυσιαστήριον και ανέβαινε προς τον ουρανόν, ανέβη και ο άγγελος Κυρίου δια της φλογός αυτής του θυσιαστηρίου. Ο Μανωέ και η γυνή του έβλεπον αυτόν έκπληκτοι και έπεσαν πρηνείς κάτω στο έδαφος. 20 Συνέβη δὲ τοῦτο: Εἰς κάποιαν στιγμὴν ἀνέβη ἀπὸ τὴν πέτραν ἐκείνην, ποὺ μετεβλήθη εἰς θυσιαστήριον, τόσον μεγάλη φλόγα, ποὺ ὑψώθη ἕως τὸν οὐρανόν. Συγχρόνως μαζὶ μὲ τὴν φλόγα (ποὺ ἀνέβαινε ἀπὸ τὸ θυσιαστήριον) ὑψώθη καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐχάθη. Ὁ Μανωὲ καὶ ἡ γυναῖκα του παρακολουθοῦσαν τὸ θαυμαστὸν καὶ καταπληκτικὸν αὐτὸ γεγονός. Τόσον πολὺ δὲ ἐτρόμαξαν, ὥστε ἔπεσαν καὶ οἱ δύο μὲ τὸ πρόσωπον εἰς τὴν γῆν.
21 καὶ οὐ προσέθηκεν ἔτι ὁ ἄγγελος Κυρίου ὀφθῆναι πρὸς Μανωὲ καὶ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· τότε ἔγνω Μανωὲ ὅτι ἄγγελος Κυρίου οὗτος. 21 Ο άγγελος του Κυρίου δεν ενεφανίσθη πλέον ούτε προς τον Μανωέ, ούτε προς την γυναίκα αυτού. Τοτε ενόησεν ο Μανωέ ότι ο άγνωστος εκείνος ανήρ ήτο άγγελος Κυρίου. 21 Ὁ ἄγγελος Κυρίου οὐδέποτε πλέον παρουσιάσθη, οὔτε ες τὸν Μανωὲ οὔτε εἰς τὴν γυναῖκα του. Τότε ἐκατάλαβε ὁ Μανωέ, ὅτι δὲν εἶχε νὰ κάμῃ μὲ ἄνθρωπον, ἀλλὰ αὐτὸς ἦταν ἄγγελος Κυρίου. Διότι μόνον ὁ ἀσώματος ἄγγελος, ποὺ δὲν ἀνήκει εἰς τὸν φθαρτὸν κόσμον, ἠμποροῦσε νὰ ἀνέβη εἰς τὸν οὐρανὸν μαζὶ μὲ τὴν φλόγα τοῦ βωμοῦ χωρὶς νὰ καίγεται.
22 καὶ εἶπε Μανωὲ πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ· θανάτῳ ἀποθανούμεθα, ὅτι Θεὸν εἴδομεν. 22 Γεμάτος φόβον ο Μανωέ είπε προς την σύζυγόν του· “θα αποθάνωμεν, διότι είδομεν τον Θεόν”. 22 Καὶ ὁ Μανωὲ γεμᾶτος φόβον εἶπεν εἰς τὴν γυναῖκα του: «Θὰ ἀποθάνωμεν ἐξάπαντος, διότι εἴδαμε τὸν Θεόν»!
23 καὶ εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνὴ αὐτοῦ· εἰ ἤθελεν ὁ Κύριος θανατῶσαι ἡμᾶς, οὐκ ἂν ἔλαβεν ἐκ χειρὸς ἡμῶν ὁλοκαύτωμα καὶ θυσίαν καὶ οὐκ ἂν ἔδειξεν ἡμῖν ταῦτα πάντα καὶ καθὼς καιρὸς οὐκ ἂν ἠκούτισεν ἡμᾶς ταῦτα. 23 Η γυναίκα του όμως του είπε· “εάν ο Κυριος ήθελε να μας θανατώση, δεν θα εδέχετο από τα χέρια μας την αιματηράν θυσίαν του ολοκαυτώματος και την αναίμακτον θυσίαν. Δεν θα εφανέρωνεν εις η μας όλα όσα εξαίρετα είδομεν και δεν θα συγκατέβαινεν ώστε να ακρυσωμεν κατά την ημέραν αυτήν αυτά, που ηκούσαμεν”. 23 Ἀλλ' ἡ γυναῖκα του τοῦ εἶπε: «Ἐὰν ὁ Θεὸς ἤθελε νὰ μᾶς θανατώσῃ, δὲν θὰ ἐδέχετο ἀπὸ τὰ χέρια μας τὸ ὅλοκαύτωμα καὶ τὴν θυσίαν καὶ δὲν θὰ ἔδειχνε εἰς ἡμᾶς ὅλα αὐτὰ τὰ θαυμαστά, ἀλλ' οὔτε καὶ θὰ μᾶς ἀξίωνε νὰ ἀκούσωμεν ὑποσχέσεις, ὅπως αὐτὲς ποὺ ἀκούσαμε καὶ ἐλάβαμε (τώρα) κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτές».
24 καὶ ἔτεκεν ἡ γυνὴ υἱὸν καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα αὐτοῦ Σαμψών· καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον, καὶ εὐλόγησεν αὐτὸ Κύριος. 24 Οταν ήλθεν ο καιρός, εγέννησεν η σύζυγος του Μανωέ υιόν και ωνόμασεν αυτόν Σαμψών. Εμεγάλωσε το παιδίον, ο δε Κυριος ευλόγησεν αυτό. 24 Ὅταν ἦλθεν ὁ καιρὸς τοῦ τοκετοῦ, ἐγέννησεν ἡ γυναῖκα τοῦ Μανωὲ υἱόν, τὸν ὁποῖον ὠνόμασε Σαμψών (ποὺ σημαίνει μικρὸς ἥλιος· ἡλιακός). Καὶ τὸ μικρὸ παιδὶ ἔγινε ἄνδρας μὲ δύναμιν καὶ ἀνάπτυξιν ὄχι συνηθισμένην· ὁ δὲ Κύριος τὸ εὐλόγησε καὶ τὸ ἐχαρίτωσε, διὰ νὰ πραγματοποιήσῃ κάτι τὸ ἔκτακτον καὶ μεγάλο μεταξὺ τοῦ Ἰσραήλ.
25 καὶ ἤρξατο πνεῦμα Κυρίου συνεκπορεύεσθαι αὐτῷ ἐν παρεμβολῇ Δὰν καὶ ἀνὰ μέσον Σαραὰ καὶ ἀνὰ μέσον ᾿Εσθαόλ. 25 Πνεύμα δε Κυρίου ήρχισε να συνοδεύη αυτό εντός και εκτός του στρατοπέδου της φυλής Δαν, το οποίον στρατόπεδον ευρίσκετο μεταξύ Σαραά και Εσθαόλ. 25 Καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἄρχισε νὰ τὸν συνοδεύῃ καὶ νὰ τὸν ἐνδυναμώνῃ, ὥστε νὰ ἐπιτυγχάνῃ διάφορα κατορθώματα καὶ νὰ δείχνῃ τὴν γενναιότητά του εἰς τὸ στρατόπεδον τῆς φυλῆς Δάν, ποὺ εὑρίσκετο μεταξὺ Σαραὰ καὶ Ἐσθαόλ (καὶ ἐπειδὴ ἐσυνώρευε μὲ τοὺς Φιλισταίους, ἐγίνοντο ἐκεῖ διάφορες συγκρούσεις).