Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο μεθ᾿ ἡμέρας ἐν ἡμέραις θερισμοῦ πυρῶν καὶ ἐπεσκέψατο Σαμψὼν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ ἐν ἐρίφῳ αἰγῶν καὶ εἶπεν· εἰσελεύσομαι πρὸς τὴν γυναῖκά μου καὶ εἰς τὸ ταμιεῖον· καὶ οὐκ ἔδωκεν αὐτὸν ὁ πατὴρ αὐτῆς εἰσελθεῖν. | 1 Επειτα από χρόνον τινά, κατά την εποχήν του θερισμού των σιτηρών, επεσκέφθη ο Σαμψών την γυναίκα του, φέρων προς αυτήν ως δώρον ένα ερίφιον. Είπε δε προς τον πατέρα της· “θα εισέλθω στο δωμάτιον προς την γυναίκά μου”. Ο πατέρας όμως εκείνης δεν του επέτρεψε να εισέλθη, | 1 Μετὰ τὸ ἐπεισόδιον εἰς τὸν γάμον μὲ τοὺς παρανύμφους καὶ τὴν φυγὴν τοῦ Σαμψών, καὶ ἀφοῦ ἐπέρασε κάποιο χρονικὸν διάστημα, συνέβη τοῦτο: Τὴν ἐποχὴν τοῦ θερισμοῦ τῶν σιτηρῶν ὁ Σαμψών (ὁ ὁποῖος δὲν ἐγνώριζε τὸν γάμον τῆς γυναίκας του μὲ ἄλλον Φιλισταῖον) ἐπισκέφθη τὴν γυναῖκα του εἰς τὴν Θαμναθὰ μὲ ἕνα κατσίκι ὡς δῶρον καὶ εἶπεν (εἰς τὸν πενθερόν του): «Θὰ εἰσέλθω εἰς τὸ δωμάτιον πρὸς τὴν γυναῖκα μου». Ἀλλὰ ὁ πατέρας της δὲν τοῦ ἐπέττεψε νὰ εἰσέλθῃ. |
2 καὶ εἶπεν ὁ πατὴρ αὐτῆς λέγων· εἶπα ὅτι μισῶν ἐμίσησας αὐτήν, καὶ ἔδωκα αὐτὴν ἑνὶ τῶν ἐκ τῶν φίλων σου· μὴ οὐχὶ ἡ ἀδελφὴ αὐτῆς ἡ νεωτέρα ἀγαθωτέρα ὑπὲρ αὐτήν; ἔστω δή σοι ἀντὶ αὐτῆς. | 2 και του είπεν· “εγώ ενόμισα ότι εμίσησες αυτήν πάρα πολύ και ότι την εγκατέλειψες οριστικώς. Δια τούτο και εγώ την έδωκα εις ένα από τους φίλους σου, με τους οποίους συνέφαγες κατά το επταήμερον συμπόσιον. Αλλά το πράγμα ημπορεί να τακτοποιηθή. Η μικρότερα αδελφή της μήπως δεν είναι πολύ ωραιότερα από εκείνην; Ας είναι λοιπόν αυτή αντί εκείνης σύζυγός σου”. | 2 Ὁ πατέρας της τοῦ εἶπεν: «Ἐπειδὴ ἔφυγες, ἐνόμισα πράγματι ὅτι τὴν ἐμίσησες πάρα πολὺ καὶ δὲν ἤθελες πλέον νὰ τὴν γνωρίζῃς διὰ γυναῖκα. Δι' αὐτὸ τὴν ὑπάνδρευσα μὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους σου. Ἀλλὰ μὴ στενοχωρεῖσαι· δὲν εἶναι ἡ νεωτέρα ἀδελφή της πιὸ ὅμορφη ἀπὸ αὐτήν; Ἂς γίνῃ λοιπὸν αὐτὴ σύζυγός σου ἀντὶ ἐκείνης», |
3 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ἠθώωμαι καὶ τὸ ἅπαξ ἀπὸ ἀλλοφύλων, ὅτι ποιῶ ἐγὼ μετ᾿ αὐτῶν πονηρίαν. | 3 Ο Σαμψών είπε τότε ωργισμένος προς αυτούς· “αυτήν την φοράν δεν θα έχω καμμίαν ενοχήν δι' όσα κακά θα προξενήσω εναντίον των Φιλισταίων”. | 3 Εἰς τὴν ἀπροσδόκητον αὐτὴν ἀπάντησιν ὁ Σαμψὼν εἶπε: «Τώρα θὰ εἶμαι ἐντελῶς ἀθῶος καὶ δὲν θὰ ἔχω καμμίαν ἐνοχην ἀπέναντι τῶν Φιλισταίων, δι’ ὅ,τι κακὸν καὶ ἂν τοὺς προξενήσω!» |
4 καὶ ἐπορεύθη Σαμψὼν καὶ συνέλαβε τριακοσίας ἀλώπεκας καὶ ἔλαβε λαμπάδας καὶ ἐπέστρεψε κέρκον πρὸς κέρκον καὶ ἔθηκε λαμπάδα μίαν ἀναμέσον τῶν δύο κέρκων καὶ ἔδησε· | 4 Ο Σαμψών μετέβη και συνέλαβε τριακοσίας αλώπεκας και κατόπιν επήρε εκατόν πενήντα ρητινώδεις δαυλούς. Ετοποθέτησεν ανά δύο τας αλώπεκας, ώστε να έχουν τας ουράς των την μίαν απέναντι της άλλης, έθεσεν ένα ρητινώδες δαυλί ανάμεσα εις τας δύο ουράς και έδεσεν αυτό με εκείνας. | 4 Τότε ὁ Σαμψὼν ἐπῆγε καὶ ἔπιασε τριακόσιες ἀλεπούδες· ἐπῆρε ἐπίσης λαμπάδες (δαυλοὺς ἀπὸ ξύλα ρητινώδη) καὶ ἔβαλε τὶς ἀλεποῦδες ἀνὰ δύο, οὐρὰν μὲ οὐράν, καὶ ἐτοποθέτησε ἀπὸ μίαν λαμπάδα (δαυλὸν ἀπὸ ξύλον ρητινῶδες) εἰς τὴν ἄκρην τῆς οὐρᾶς τοῦ κάθε ζεύγους καὶ τὴν ἔδεσε καλὰ μὲ τὶς δύο οὐρές. |
5 καὶ ἐξέκαυσε πῦρ ἐν ταῖς λαμπάσι καὶ ἐξαπέστειλεν ἐν τοῖς στάχυσι τῶν ἀλλοφύλων, καὶ ἐκάησαν ἀπὸ ἅλωνος καὶ ἕως σταχύων ὀρθῶν καὶ ἕως ἀμπελῶνος καὶ ἐλαίας. | 5 Ηναψε κατόπιν το ρητινώδες δαυλί και εξαπέλυσε τας αλώπεκας εις τα σιτηρά των Φιλισταίων. Εκάησαν όλα, τόσον τα ευρισκόμενα εις τα αλώνια όσον και τα αθέριστα στους αγρούς. Η πυρκαϊά επεξετάθη μέχρι των αμπελώνων και των ελαιώνων. | 5 Καὶ (τὸ βράδυ) ἄναψε φωτιὰ εἰς τὶς λαμπάδες (τοὺς δαυλοὺς ἀπὸ ξύλον ρητινῶδες) καὶ ἀφῆκε ἐλεύθερες τὶς ἀλεποῦδες νὰ τρέχουν μέσα εἰς τὰ σιτηρὰ τῶν Φιλισταῖων. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν τρομερὸν διότι ἐκάησαν καὶ οἱ θημωνιές, ποὺ ἦσαν μαζεμένες μέσα εἰς τὰ ἁλώνια, καὶ τὰ στάχυα, ποὺ ἦσαν ἀκόμη ὄρθια καὶ ἀθέριστα. Ἡ φωτιὰ ἀπλώθηκε ἐπίσης εἰς τὰ ἀμπέλια καὶ εἰς τὶς ἐλιὲς καὶ τὰ ἔκαψε. |
6 καὶ εἶπαν οἱ ἀλλόφυλοι· τίς ἐποίησε ταῦτα; καὶ εἶπαν· Σαμψὼν ὁ νυμφίος τοῦ Θαμνί, ὅτι ἔλαβε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἔδωκεν αὐτὴν τῷ ἐκ τῶν φίλων αὐτοῦ· καὶ ἀνέβησαν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ ἐνέπρησαν αὐτὴν καὶ τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτῆς ἐν πυρί. | 6 Οι Φιλισταίοι ηρώτησαν· “ποίος έκαμε αυτά;” Και είπαν· “ο Σαμψών, ο γαμβρός του Θαμνί, διότι αυτός επήρε την γυναίκα του Σαμψών και την έδωκεν εις ένα από τους φίλους του”. Οι Φιλισταίοι αγανακτησμένοι μετέβησαν εις Θαμναθά, έκαυσαν την γυναίκα του Σαμψών και όλον τον πατρικόν της οίκον. | 6 Ἐξ ἀφορμῆς τῆς μεγάλης αὐτῆς ζημίας καὶ καταστροφῆς οἱ Φιλισταῖοι ἐρώτησαν: «Ποιὸς τὰ ἔκαμεν αὐτά;» Καὶ τοὺς ἀπάντησαν: «Τὰ ἔκαμε ὁ Σαμψών, ὁ γαμβρὸς τοῦ Θαμνί, διότι ὁ πενθερός του ἐπῆρε τὴν γυναῖκα του καὶ τὴν ὑπάνδρευσε μὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς φίλους του». Οἱ Φιλισταῖοι ὠργισμένοι ἐπῆγαν καὶ ἔκαυσαν τὴν (δεύτεροπαντρεμένην) γυναῖκα τοῦ Σαμψὼν καὶ ὅλον τὸ πατρικόν της σπίτι. |
7 καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ἐὰν ποιήσητε οὕτως ταύτην, ὅτι ἦ μὴν ἐκδικήσω ἐν ὑμῖν καὶ ἔσχατον κοπάσω. | 7 Ο Σαμψών παρήγγειλε προς αυτούς· “επειδή έτσι εφερθήκατε προς την γυναίκα μου, εγώ θα σας εκδικηθώ οπωσδήποτε και έπειτα θα ησυχάσω”. | 7 Τότε ὁ Σαμψὼν εἶπεν εἰς τοὺς Φιλισταίους: «Ἔτσι λοιπὸν φέρεσθε; Παρ' ὅλον ὅτι ἐκάψατε τὴν ἄπιστη αὐτὴν γυναῖκα καὶ τὸ σπίτι τοῦ πατέρα της, ἐγὼ θὰ σᾶς ἐκδικηθῶ ὁπωσδήποτε διὰ τὰ ὅσα ἄδικα ἐκάματε εἰς τοὺς συμπατριῶτες μου καὶ μόνον τότε θὰ ἡσυχάσω!» |
8 καὶ ἐπάταξεν αὐτοὺς κνήμην ἐπὶ μηρὸν πληγὴν μεγάλην· καὶ κατέβη καὶ ἐκάθισεν ἐν τρυμαλιᾷ τῆς πέτρας ᾿Ητάμ. | 8 Και πράγματι ο Σαμψών τους εκτύπησε κατά σκληρόν τρόπον, τους επέφερε μεγάλην καταστροφήν και έπειτα εκάθησεν εις ένα σπήλαιον του βράχου Ητάμ. | 8 Πράγματι! Τοὺς ἐπετέθη καὶ τοὺς ἐθρυμμάτισε, τοὺς μετέβαλεν εἰς λιανισμένα κομμάτια· τοὺς ἐκτύπησε τόσον ἄγρια, σκληρὰ καὶ ἀλύπητα, ὥστε ἐθανάτωσε πολλοὺς ἀπὸ αὐτούς. Κατόπιν ἐπῆγε καὶ ἔμενεν εἰς τὴν σπηλιάν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸν βράχον Ἠτάμ. |
9 Καὶ ἀνέβησαν οἱ ἀλλόφυλοι καὶ παρενέβαλον ἐν ᾿Ιούδᾳ καὶ ἐξερρίφησαν ἐν Λεχί. | 9 Οι Φιλισταίοι, στρατός πολύς, ανέβησαν και εστρατοπέδευσαν εις την χώραν της φυλής του Ιούδα και εξεχύθησαν προς καταστροφήν εις Λεχί. | 9 Οἱ Φιλισταῖοι ἀνέβησαν καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα καὶ ἐσκορπίσθησαν διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ νὰ καταστρέψουν τὴν πόλιν Λεχί. |
10 καὶ εἶπαν ἀνὴρ ᾿Ιούδα· εἰς τί ἀνέβητε ἐφ᾿ ἡμᾶς; καὶ εἶπον οἱ ἀλλόφυλοι· δῆσαι τὸν Σαμψὼν ἀνέβημεν καὶ ποιῆσαι αὐτῷ ὃν τρόπον ἐποίησεν ἡμῖν. | 10 Οι άνδρες της φυλής του Ιούδα ηρώτησαν τους Φιλισταίους· “διατί εισωρμήσατε εις την χώραν μας εναντίον μας;” Και οι Φιλισταίοι τους απήντησαν· “ήλθομεν δια να συλλάβωμεν και δέσωμεν τον Σαμψών και να κάμωμεν εις αυτόν ο,τι αυτός έκαμεν εις ημάς”. | 10 Καὶ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα ἐρώτησαν τοὺς Φιλισταίους: «Διατὶ ἤλθατε ὡπλισμένοι καὶ ἐπιτίθεσθε ἐναντίον μας;» Οἱ Φιλισταῖοι τοὺς ἀπάντησαν: «Ἤλθαμε διὰ νὰ συλλάβωμεν καὶ νὰ πάρωμεν δεμένον τὸν Σαμψὼν καὶ νὰ τοῦ κάμωμεν καὶ ἐμεῖς ὅ,τι καὶ ἐκεῖνος ἔκαμεν εἰς ἡμᾶς». |
11 καὶ κατέβησαν τρισχίλιοι ἀπὸ ᾿Ιούδα ἄνδρες εἰς τρυμαλιὰν πέτρας ᾿Ητὰμ καὶ εἶπαν πρὸς Σαμψών· οὐκ οἶδας ὅτι κυριεύουσιν οἱ ἀλλόφυλοι ἡμῶν, καὶ τί τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν; καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ὃν τρόπον ἐποίησάν μοι, οὕτως ἐποίησα αὐτοῖς. | 11 Τρεις χιλιάδες άνδρες από την φυλήν Ιούδα κατέβησαν στο σπήλαιον του βράχου Ητάμ και είπαν προς τον Σαμψών· “δεν γνωρίζεις ότι ευρισκόμεθα κάτω από την κυριαρχίαν των Φιλισταίων; Τι είναι αυτό το οποίον μας έκαμες;” Απήντησεν εις αυτούς ο Σαμψών· “ο,τι μου έκαμαν εκείνοι το ίδιο έκαμα και εγώ εις εκείνους”. | 11 Οἱ Ἰουδαῖοι ἐτάχθησαν τότε μὲ τὸ μέρος τῶν Φιλισταίων. Καὶ κατέβησαν τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα εἰς τὴν σπηλιάν, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸν βράχον Ἠτάμ, καὶ εἶπαν πρὸς τὸν Σαμψών: «Δὲν γνωρίζεις ὅτι οἱ Φιλισταῖοι μᾶς ἔχουν ὑποτάξει καὶ εἶναι οἱ κύριοί μας; Δατὶ λοιπὸν μᾶς ἔκαμες τὸ κακὸν αὐτό;» Ὁ Σαμψὼν τοὺς ἀπάντησε: «Ὅπως μοῦ ἔκαμαν καὶ ὅ,τι μοῦ ἔκαμαν ἐκεῖνοι, τὰ ἴδια τοὺς ἔκαμα καὶ ἐγώ». |
12 καὶ εἶπαν αὐτῷ· δῆσαί σε κατέβημεν τοῦ δοῦναί σε ἐν χειρὶ ἀλλοφύλων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς Σαμψών· ὀμόσατέ μοι μή ποτε συναντήσητε ἐν ἐμοὶ ὑμεῖς. | 12 Οι άνδρες της φυλής Ιούδα του είπαν· “ημείς κατέβημεν δια να σε δέσωμεν και δεμένον να σε παραδώσωμεν εις τα χέρια των αλλοφύλων”. Ο Σαμψών τους είπε· “δέσατέ με. Ορκισθήτε μου όμως ότι δεν θα επιτεθήτε δια να με φονεύσετε”. | 12 Τότε οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ εἶπαν: «Ἤλθαμε ἐδῶ νὰ σὲ δέσωμεν καὶ ἔτσι δεμένον νὰ σὲ παραδώσωμεν εἰς τὰ χέρια τῶν Φιλισταίων». Καὶ ὁ Σαμψὼν τοὺς εἶπε: «Θέλετε νὲ μὲ δέσετε; Δέστε με. Ὁρκισθῆτε μου ὅμως ὅτι δὲν θὰ ἐπιτεθῆτε διὰ νὰ μὲ θανατώσετε σεῖς, ἀλλὰ θὰ μὲ παραδώσετε δεμένον εἰς τοὺς Φιλισταίους, καὶ δὲν θὰ ἀντισταθῶ». |
13 καὶ εἶπον αὐτῷ λέγοντες· οὐχί, ὅτι ἀλλ᾿ ἢ δεσμῷ δήσομέν σε καὶ παραδώσομέν σε ἐν χειρὶ αὐτῶν καὶ θανάτῳ οὐ θανατώσομέν σε· καὶ ἔδησαν αὐτὸν ἐν δυσὶ καλωδίοις καινοῖς καὶ ἀνήνεγκαν αὐτὸν ἀπὸ τῆς πέτρας ἐκείνης. | 13 Εκείνοι του απήντησαν· “οχι δεν θα σε φονεύσωμεν, αλλά μόνον θα σε δέσωμεν στερεά και δεμένον θα σε παραδώσωμεν εις τα χέρια των Φιλισταίων”. Πράγματι τον έδεσάν με δύο καινούρια σχοινιά και μετέφεραν αυτόν από τον βράχον εκείνον. | 13 Οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπάντησαν καὶ τοῦ εἶπαν: «Ὄχι· σοῦ ὑποσχόμεθα ὅτι ἐμεῖς μόνον θὰ σὲ δέσωμεν καὶ θὰ σὲ παραδώσωμεν δεμένον εἰς τὰ χέρια τους· ὄχι, νὰ εἶσαι βέβαιος ὅτι δὲν θὰ σὲ θανατώσωμεν». Ἔτσι οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα ἔδεσαν τὸν Σαμψὼν μὲ δύο καινούργια σχοινια καὶ τὸν μετέφεραν ἀπὸ τὸν βράχον Ἠτάμ, ὅπου εὑρίσκετο. |
14 καὶ ἦλθον ἕως Σιαγόνος· καὶ οἱ ἀλλόφυλοι ἠλάλαξαν καὶ ἔδραμον εἰς συνάντησιν αὐτοῦ· καὶ ἥλατο ἐπ᾿ αὐτὸν πνεῦμα Κυρίου, καὶ ἐγενήθη τὰ καλώδια τὰ ἐπὶ βραχίοσιν αὐτοῦ ὡσεὶ στυππίον, ὃ ἐξεκαύθη ἐν πυρί, καὶ ἐτάκησαν δεσμοὶ αὐτοῦ ἀπὸ χειρῶν αὐτοῦ. | 14 Ηλθον φέροντες δεμένον τον Σαμψών έως την τοποθεσίαν, η οποία λέγεται· “Σιαγών”. Οι αλλόφυλοι όταν είδαν δεμένον τον Σαμψών ώρμησαν με αλαλαγμούς χαράς εναντίον του. Τοτε ήλθεν εις αυτόν Πνεύμα Κυρίου, του έδωσε δύναμιν μεγάλην, και τα σχοινία με τα οποία είχαν δεθή τα χέρια του έγιναν σαν στουπί που το είχε κάψει η φωτιά. Διελύθησαν και έπεσαν από τα χέρια του. | 14 Καὶ ἦλθαν κοντὰ εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν μέχρι τῆς τοποθεσίας, ποὺ (ἀργότερα) ἔλαβε τὸ ὄνομα «Σιαγών». Ὅταν οἱ Φιλισταῖοι εἶδαν τὸν Σαμψὼν δεμένον, ἀλάλαξαν ἀπὸ χαρὰν καὶ ὥρμησαν πρὸς τὸ μέρος του. Τότε ἦλθεν ἔξαφνα ἐπάνω εἰς τὸν Σαμψὼν τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, τὸν ἐκυρίευσε καὶ τὸν ἐνεδυνάμωσε. Καὶ ἐξ ἀφορμῆς τῆς ἐνισχύσεώς του μὲ τὴν θείαν δύναμιν καὶ τὴν πλουσίαν ἐπίσκεψιν τοῦ Πνεύματος τὰ καινούργια σχοινιὰ, μὲ τὰ ὁποῖα τοῦ εἶχαν δέσει τοὺς βραχίονες, ἔσπασαν καὶ ἔγιναν ὅπως γίνεται στάκτη τὸ στουπί, ποὺ καίγεται ἀπὸ τὴν φωτιάν· ἔλειωσαν τὰ δεσμά του καὶ ἔπεσαν λειωμένα ἀπὸ τὰ χέρια του! |
15 καὶ εὗρε σιαγόνα ὄνου ἐξερριμένη καὶ ἐξέτεινε τὴν χεῖρα αὐτοῦ καὶ ἔλαβεν αὐτὴν καὶ ἐπάταξεν ἐν αὐτῇ χιλίους ἄνδρας. | 15 Ο Σαμψών εύρε κάπου εκεί πεταγμένην μίαν σιαγόνα όνου, άπλωσε το χέρι του και την επήρε και με αυτήν εξωλόθρευσε χιλίους Φιλισταίους. | 15 Τότε ὁ Σαμψὼν εὑρῆκε πεταμένην τὴν κάτω σιαγόνα (σαγονιά) ἑνὸς ὅνου (ποὺ εἶχε ψοφήσει προσφάτως). Ἄπλωσε τὸ χέρι του καὶ ἐπῆρε τὸ γυμνὸ κόκκαλον τῆς (κάτω) σιαγόνος καὶ μὲ αὐτὴν ἐκτόπησε καὶ ἐθανάτωσε χίλιους Φιλισταίους! |
16 καὶ εἶπε Σαμψών· ἐν σιαγόνι ὄνου ἐξαλείφων ἐξήλειψα αὐτούς, ὅτι ἐν τῇ σιαγόνι τοῦ ὄνου ἐπάταξα χιλίους ἄνδρας. | 16 Είπε δε τότε ο Σαμψών· “με μίαν σιαγόνα όνου εκτύπησα και εξωλόθρευσα αυτούς· με την σιαγόνα του όνου εξώντωσα χιλίους Φιλισταίους” ! | 16 Ὁ Σαμψὼν γεμᾶτος ἰκανοποίησιν ἀπὸ τὸν θρίαμβόν του ἐκαυχήθη καὶ εἶπε: «Μὲ τὴν σαγονιὰ μιᾶς γαϊδουροκεφαλῆς κυριολεκτικὰ τοὺς ἐξωλοθρεύσαμε τὴν σαγονιὰ μιᾶς γαϊδουροκεφαλῆς ἐκτύπησα καὶ ἐθανάτωσα χίλιους ἄνδρες (Φιλισταίους)!» |
17 καὶ ἐγένετο ὡς ἐπαύσατο λαλῶν, καὶ ἔρριψε τὴν σιαγόνα ἐκ τῆς χειρὸς αὐτοῦ· καὶ ἐκάλεσε τὸν τόπον ἐκεῖνον ᾿Αναίρεσις σιαγόνος. | 17 Οταν ετελείωσε τα λόγια του αυτά, επέταξε την σιαγόνα από το χέρι του και ωνόμασε τον τόπον εκείνον· “Αναίρεσις σιαγόνος”. | 17 Ὅταν ἐσταμάτησε νὰ θριαμβολογῇ μὲ τὰ λόγια αὐτά, ἐπέταξε τὴν σιαγόνα ἀπὸ τὰ χέρια του καὶ ὠνόμασε τὸν τόπον ἐκεῖνον «Ὕψωμα (λόφος) σιαγόνος» (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: «Φονικὸν σαγονιᾶς»)! |
18 καὶ ἐδίψησε σφόδρα, καὶ ἔκλαυσε πρὸς Κύριον καὶ εἶπε· σὺ εὐδόκησας ἐν χειρὶ δούλου σου τὴν σωτηρίαν τὴν μεγάλην ταύτην, καὶ νῦν ἀποθανοῦμαι τῷ δίψει καὶ ἐμπεσοῦμαι ἐν χειρὶ τῶν ἀπεριτμήτων. | 18 Εκεί όμως εδίψασε πάρα πολύ και μετά δακρύων παρεκάλεοε τον Κυριον λέγων· “συ, Κυριε, ευδόκησας με το χέρι εμού του δούλου σου να πραγματοποιηθή η μεγάλη αυτή νίκη κατά των Φιλισταίων εις σωτηρίαν του λαού σου. Λοιπόν τώρα θα αποθάνω από την δίψαν και θα πέσω εις τα χέρια αυτών των απεριτμήτων”. | 18 Ἀπὸ τὸν πολὺν κόπον, τὴν προσπάθειαν, τὴν ζεστὴν καὶ τὴν ἀγωνίαν ὁ Σαμψὼν ἐδίψασε πάρα πολύ· ταπεινωμένος καὶ νικημένος ἀπὸ τὴν δίψαν παρεκάλεσε μὲ δάκρυα τὸν Κύριον καὶ τοῦ εἶπε: «Σὺ εὐδόκησες μὲ τὸ χέρι τοῦ δούλου σου νὰ χαρίσῃς τὴν μεγάλην αὐτὴν καὶ θαυμαστὴν σωτηρίαν. Καὶ τώρα λοιπὸν θὰ ἀποθάνω ἀπὸ τὴν δίψαν καὶ θὰ πέσω εἰς τὰ χέρια τῶν ἀπεριτμήτων αὐτῶν Φιλισταίων». |
19 καὶ ἔρρηξεν ὁ Θεὸς τὸν λάκκον τὸν ἐν τῇ σιαγόνι, καὶ ἐξῆλθεν ἐξ αὐτοῦ ὕδωρ, καὶ ἔπιε, καὶ ἐπέστρεψε τὸ πνεῦμα αὐτοῦ καὶ ἔζησε. διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆς Πηγὴ τοῦ ἐπικαλουμένου, ἥ ἐστιν ἐν Σιαγόνι, ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. | 19 Ο Θεός διέρρηξε και ήνοιξε λάκκον εις την τοποθεσίαν “Σιαγών”, ανέβλυσεν από αυτήν ύδωρ και έπιεν ο Σαμψών. Συνήλθεν από την κατάστασιν της ατονίας και λιποθυμίας, έζησε και δεν απέθανε. Δια τούτο ωνομάσθη η τοποθεσία εκείνη “Πηγή του επικαλουμένου”. Αυτή δε η πηγή υπάρχει μέχρι σήμερον εις την τοποθεσίαν, που λέγεται “Σιαγών”. | 19 Ὁ Θεὸς τὸν ἄκουσε καὶ τοῦ ἔδειξε τὴν πατρικήν του προστασίαν. (Ὁ Θεός) ἀνοιξε τὸν λάκκον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐπέταξε τὴν σιαγόνα, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἔτρεξε νερόν· ἀπὸ αὐτὸ ἤπιε ὁ Σαμψὼν καὶ συνῆλθεν ἀπὸ τὴν μεγάλην δίψαν, τοῦ ἐπέρασεν ἡ λιποθυμία, ἀνεζωογονήθη καὶ ἔζησε. Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη τὸ ὄνομα τῆς πηγῆς αὐτῆς Πηγὴ ἐκείνου, ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται (παρακαλεῖ μὲ προσευχήν) τὸν Θεόν»· ἡ πηγὴ αὐτὴ εὑρίσκεται εἰς τὴν τοποθεσίαν, ποὺ ὀνομάζεται «Σιαγών» (-Λαχίς), μέχρι τῆς ἡμέρας ποὺ γράφονταὶ οἱ γραμμὲς αὐτές. |
20 καὶ ἔκρινε τὸν ᾿Ισραὴλ ἐν ἡμέραις ἀλλοφύλων εἴκοσιν ἔτη. | 20 Ο Σαμψών έμεινε Κριτής, του Ισραηλιτικού λαού επί είκοσιν έτη από τα τεσσαράκοντα, κατά τα οποία οι Φιλισταίοι κατείχον την γην Ισραήλ. | 20 Ὁ Θεὸς ἐφώτισε καὶ εὐλόγησε τὸν Σαμψών, τὸν ἐνίσχυσε, τὸν ἐχαρίτωσε μὲ τὸ Πνεῦμα του καὶ τὸν ἔκαμε ἱκανὸν νὰ γίνῃ Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπὶ εἴκοσι χρόνια, κατὰ τὴν περίοδον ποὺ οἱ Φιλισταῖοι ἦσαν (ἐπὶ σαράντα χρόνια) κύριοι τῶν Ἰσραηλιτῶν. |