Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐξῆλθον πάντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, καὶ ἐξεκκλησιάσθη ἡ συναγωγὴ ὡς ἀνὴρ εἷς ἀπὸ Δὰν καὶ ἕως Βηρσαβεὲ καὶ γῆ τοῦ Γαλαὰδ πρὸς Κύριον εἰς Μασσηφά. | 1 Οτον όλοι οι Ισραηλίται ήκουσαν το ανοσιούργημα αυτό, εβγήκαν όλοι ωσάν ένας άνθρωπος από την περιοχήν Δαν μέχρι της Βηρσαδεέ, και από την χώραν Γαλαάδ έως την Μασσηφά όπου και συνεκεντρώθησαν ενώπιον του Κυρίου. | 1 Όταν οἱ Ἰσραηλῖται ἔλαβαν τὸ μήνυμα τοῦ Λευΐτου καὶ ἐπληροφορήθησαν τὸ γεγονός, ἐβγῆκαν ἀπὸ τὰ σπίτια καὶ τὶς πόλεις των καὶ συνεκεντρώθη ὅλη ἡ Ἰσραηλιτικὴ κοινότης ὡς ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν πόλιν Δάν (ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ βορειότερον ἄκρον τῆς Παλαιστίνης) μέχρι καὶ τὴν πόλιν Βηρσαβεὲ (ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὸ νοτιώτερον ἄκρον τῆς Παλαιστίνης), καθὼς ἐπίσης καὶ ἀπὸ τὴν χώραν Γαλαάδ. Ὅλοι αὐτοὶ συνεκεντρώθησαν (ὡς ἕνας ἄνθρωπος) εἰς τὴν πόλιν Μασσηφὰ ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον. |
2 καὶ ἐστάθησαν κατὰ πρόσωπον Κυρίου πᾶσαι αἱ φυλαὶ τοῦ ᾿Ισραὴλ ἐν ἐκκλησίᾳ τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, τετρακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν πεζῶν ἕλκοντες ρομφαίαν. | 2 Εστάθησαν όλοι οι άνδρες του ισραηλιτικού λαού όρθιοι ενώπιον του Κυρίου. Τετρακόσιαι χιλιάδες άνδρες πεζοί ωπλισμένοι με ρομφαίας ήτο η συγκέντρωσις αυτή του λαού του Θεού. | 2 Καὶ ἐστάθησαν ὄρθιοι ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον ὅλοι οἱ ἄνδρες τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ· εἰς τὴν γενικὴν ἐκείνην συγκέντρωσιν τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ ἦσαν παρόντες τετρακόσιες χιλιάδες ἀνδρῶν πεζῶν, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὡπλισμένοι μὲ ρομφαῖες (μεγάλα ξίφη). |
3 καὶ ἤκουσαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ὅτι ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ εἰς Μασσηφά. καὶ ἐλθόντες εἶπαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· λαλήσατε, ποῦ ἐγένετο ἡ πονηρία αὕτη; | 3 Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν επληροφορήθησαν ότι οι άλλοι Ισραηλίται ήλθον εις Μασσηφά. Αυτοί λοιπόν οι Ισραηλίται όταν ήλθαν εις Μασσηφά ηρώτησαν· “πέστε μας που διεπράχθη το κακούργημα αυτό;” | 3 Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἐπληροφορήθησαν ὅτι οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται εἶχαν συγκεντρωθῇ εἰς τὴν Μασσηφά. Ὅταν δὲ οἱ Ἰσραηλῖται ἔφθαναν εἰς Μασσηφά, ἐρώτησαν: «Μιλῆστε καὶ πέστε μας (ὅποιος γνωρίζει) ποὺ ἔγινε αὐτὸ τὸ φοβερὸν καὶ βδελυρὸν κακούργημα;» |
4 καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἀνὴρ ὁ Λευίτης, ὁ ἀνὴρ τῆς γυναικὸς τῆς φονευθείσης, καὶ εἶπεν· εἰς Γαβαὰ τῆς Βενιαμὶν ἦλθον ἐγὼ καὶ ἡ παλλακή μου τοῦ αὐλισθῆναι. | 4 Ο Λευίτης, ο σύζυγος της φονευθείσης γυναικός απήντησεν· “εις την πόλιν Γαβαά της φυλής Βενιαμίν ήλθον εγώ και η σύζυγός μου να διανυκτερεύσωμεν. | 4 Καὶ ὁ Λευΐτης, σύζυγος τῆς γυναίκας ἐκείνης ποὺ ἐφονεύθη, ἀπάντησε καὶ εἶπεν: «Εἰς τὴν πόλιν Γαβαά, ἡ ὁποία ἀνήκει εἰς τὴν φυλὴν Βενιαμίν, ἦλθα ἐγὼ καὶ ἡ παλλακίδα μου (ἡ δευτέρας τάξεως γυναῖκα μου) διὰ νὰ διανυκτερεύσωμεν. |
5 καὶ ἀνέστησαν ἐπ᾿ ἐμὲ οἱ ἄνδρες τῆς Γαβαὰ καὶ ἐκύκλωσαν ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπὶ τὴν οἰκίαν νυκτός· ἐμὲ ἠθέλησαν φονεῦσαι καὶ τὴν παλλακήν μου ἐταπείνωσαν καὶ ἀπέθανε. | 5 Οι άνδρες όμως της πόλεως Γαβαά ηγέρθησαν εναντίον μου, περιεκύκλωσαν κατά την νύκτα την οικίαν με ελεεινάς διαθέσεις εναντίον μου. Εμέ μεν ηθέλησαν να φονεύσουν, την δε σύζυγόν μου εξηυτέλισαν κατά τας ορέξεις των μέχρι σημείου που αυτή απέθανε. | 5 Καὶ ἐσηκώθησαν ἐναντίον μου οἱ ἄνδρες (κάτοικοι) τῆς Γαβαὰ καὶ περιεκύκλωσαν τὸ σπίτι κατὰ τὴν νύκτα μὲ προθέσεις κακὲς ἐναντίον μου. Ἐμὲ ἠθέλησαν νὰ φονεύσουν, ἀλλὰ τὴν παλλακίδα μου ἐβίασαν καὶ ἰκανοποίησαν ἐπάνω της τὶς σαρκικὲς ὀρέξεις των, ὥστε αὐτὴ ἀπέθανε. |
6 καὶ ἐκράτησα τὴν παλλακήν μου καὶ ἐμέλισα αὐτὴν καὶ ἐξαπέστειλα ἐν παντὶ ὁρίῳ κληρονομίας υἱῶν ᾿Ισραήλ, ὅτι ἐποίησαν ζέμα καὶ ἀπόπτωμα ἐν ᾿Ισραήλ. | 6 Επήρα εγώ αυτήν νεκράν πλέον, την ετεμάχισα και απέστειλα τα κομμάτια εις όλην την χώραν του Ισραήλ δια να μάθουν όλοι ότι αυτό το εξοργιστικόν και εξευτελιστικόν ανοσιούργημα διέπραξαν οι κάτοικοι της Γαβαά εν μέσω των Ισραηλιτών. | 6 Ἑγὼ τότε ἐπῆρα καὶ ἐκράτησα τὴν νεκρὰν παλλακίδα μου καὶ τὴν ἐκομμάτιασα (εἰς δώδεκα κομμάτια) καὶ αὐτὰ τὰ ἔστειλα εἰς ὅλες τὶς περιοχές, ποὺ μένουν οἱ δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. (Ἔκαμα δὲ τοῦτο) διότι οἱ κάτοικοι αὐτοὶ τῆς Γαβαὰ διέπραξαν φοβερὸν κακὸν καὶ σιχαμερὴν ἀσέλγειαν (ποὺ προξενεῖ ξεχείλισμα τοῦ κακοῦ, τὸ ὁποῖον κοχλάζει) μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
7 ἰδοὺ πάντες ὑμεῖς, υἱοὶ ᾿Ισραήλ, δότε ἑαυτοῖς λόγον καὶ βουλὴν ἐκεῖ. | 7 Ιδού λοιπόν τώρα σεις όλοι οι Ισραηλίται, σκεφθήτε, συζητήσατε και αποφασίσατε επ' αυτού”. | 7 Καὶ τώρα νά· ὅλοι σεῖς, ποὺ ἔχετε συγκεντρωθῆ ἐδῶ, εἶσθε παιδιὰ καὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ. Σκεφθῆτε λοιπὸν τὴν περίπτωσιν αὐτήν, συμβουλευθῆτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον διὰ τὸ φοβερὸν αὐτὸ ἔγκλημα, ἀποφασίσετε ἀναλόγως καὶ ἐκτελέσετε μὲ συνέπειαν καὶ εἰλικρίνειαν τὴν ἀπόφασίν σας» |
8 καὶ ἀνέστη πᾶς ὁ λαὸς ὡς ἀνὴρ εἷς, λέγοντες· οὐκ ἀπελευσόμεθα ἀνὴρ εἰς σκήνωμα αὐτοῦ καὶ οὐκ ἐπιστρέψομεν ἀνὴρ εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. | 8 Συσσωμος ο ισραηλιτικός λαός, ως εάν ήτο ένας άνθρωπος, εσηκώθη και είπε· “κανένας από ημάς δεν θα επιστρέψη εις την σκηνήν του, κανείς δεν θα επανέλθη στον οίκον του, εάν δεν τιμωρήσωμεν τους κακούς εκείνους ανθρώπους. | 8 Τότε ὅλος ὁ λαὸς σύσσωμος, ὡς ἕνας ἄνθρωπος ἐσηκώθη καὶ εἶπε: «Κανένας ἀπὸ ἡμᾶς δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν σκηνήν του καὶ κανένας δὲν θὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του (ἂν προηγουμένως δὲν τιμωρήσωμεν τὸ ἔγκλημα). |
9 καὶ νῦν τοῦτο τὸ ρῆμα, ὃ ποιηθήσεται τῇ Γαβαά· ἀναβησόμεθα ἐπ᾿ αὐτὴν ἐν κλήρῳ, | 9 Λοιπόν, ιδού τώρα η τιμωρία την οποίαν θα επιβάλωμεν εις την πόλιν Γαβαά. Θα εκστρατεύσωμεν εναντίον της, όλοι εκείνοι οι οποίοι θα επιλεγούν δια κλήρου. | 9 Καὶ τώρα αὐτὸ εἶναι, ποὺ θὰ κάμωμεν εἰς τὴν Γαβαά· θὰ ἐκστρατεύσωμεν ἐναντίον της, ἀφοῦ προηγουμένως ἐκλέξωμεν, ὅσους θὰ λάβουν μέρος εἰς τὴν ἐκστρατείαν, μὲ κλῆρον. |
10 πλὴν ληψόμεθα δέκα ἄνδρας τοῖς ἑκατὸν εἰς πάσας φυλὰς ᾿Ισραὴλ καὶ ἑκατὸν τοῖς χιλίοις καὶχιλίους τοῖς μυρίοις, λαβεῖν ἐπισιτισμὸν τοῦ ποιῆσαι ἐλθεῖν αὐτοὺς εἰς Γαβαὰ Βενιαμίν, ποιῆσαι αὐτῇ κατὰ πᾶν τὸ ἀπόπτωμα, ὃ ἐποίησεν ἐν ᾿Ισραήλ. | 10 Θα πάρωμεν δηλαδή από όλας τας φυλάς του Ισραήλ δια κλήρου δέκα άνδρας εκ των εκατόν, εκατόν από τους χιλίους, χιλίους από τας δέκα χιλιάδας. Αυτοί θα πάρουν μαζή των τροφάς, δια να επέλθουν κατά της Γαβαά, πόλεως της φυλής Βενιαμίν, και θα ανταποδώσουν εις αυτήν τιμωρίαν ανάλογον προς το έγκλημα, το οποίον διέπραξαν μεταξύ των Ισραηλιτών”. | 10 Θὰ πάρωμεν (διὰ κλήρου) δέκα ἄνδρες ἀπὸ τοὺς ἑκατὸν ἀπὸ ὅλες τὶς φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ἑκατὸν ἀπὸ τοὺς χιλίους καὶ χιλίους ἀπὸ τὶς δέκα χιλιάδες· αὐτοὶ θὰ ἐφοδιασθοῦν μὲ τρόφιμα, ὥστε νὰ ἐπιτεθοῦν ἐναντίον τῆς Γαβαά, ποὺ ἀνήκει εἰς τὴν φυλὴν Βενιαμίν, διὰ νὰ τῆς ἀνταποδώσουν σύμφωνα μὲ τὸ ἔγκλημα καὶ τὴν σιχαμερὴν ἀσέλγειαν, ποὺ διέπραξε μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν». |
11 καὶ συνήχθη πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ εἰς τὴν πόλιν ὡς ἀνὴρ εἷς. | 11 Ολοι οι Ισραηλίται συνήχθησαν ως ένας άνθρωπος εις την πόλιν Μασσηφά. | 11 Ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνδρες τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐμαζεύθησαν ὡς ἕνας ἄνθρωπος εἰς τὴν πόλιν Μασσηφά (ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Ἐναντίον τῆς πόλεως Γαβαά). |
12 Καὶ ἀπέστειλαν αἱ φυλαὶ ᾿Ισραὴλ ἄνδρας ἐν πάσῃ φυλῇ Βενιαμὶν λέγοντες· τίς ἡ πονηρία αὕτη ἡ γενομένη ἐν ὑμῖν; | 12 Αι φυλαί του Ισραήλ απέστειλαν άνδρας εις όλην την φυλήν Βενιαμίν και τους είπαν· “ποίον φοβερόν έγκλημα διεπράχθη από σας; | 12 Οἱ φυλὲς τοῦ Ἰσραὴλ ἔστειλαν ἀπεσταλμένους εἰς ὅλες τὶς περιοχὲς τῆς φυλῆς Βενιαμίν, οἱ ὁποῖοι εἶπαν: «Ποῖον (τί) εἶναι τὸ φοβερὸν ἔγκλημα, τὸ ὁποῖον ἔχετε διαπράξει; |
13 καὶ νῦν δότε τοὺς ἄνδρας υἱοὺς παρανόμων τοὺς ἐν Γαβαά, καὶ θανατώσομεν αὐτοὺς καὶ ἐκκαθαριοῦμεν πονηρίαν ἀπὸ ᾿Ισραήλ. καὶ οὐκ εὐδόκησαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν ἀδελφῶν αὐτῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. | 13 Και τώρα παραδώσατέ μας αμέσως τους διεστραμμένους αυτούς κατοίκους της Γαβαά, δια να τους θανατώσωμεν και ξεπλύνωμεν έτσι εκ μέσου του ισραηλιτικού λαού την φοβεράν αυτήν παρανομίαν”. Οι άνθρωποι όμως της φυλής Βενιαμίν δεν ηθέλησαν να ακούσουν τους λόγους αυτούς των αδελφών των Ισραηλιτών. | 13 Τώρα λοιπὸν παραδῶστε μας τοὺς ἄνδρες, τοὺς ἀσεβεῖς καὶ διεστραμμένους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Γαβαά, διὰ νὰ τοὺς τιμωρήσωμεν μὲ θάνατον καὶ ἔτσι νὰ ἐκκαθαρίσωμεν καὶ ἑξαλείψωμεν τὸ φοβερὸν ἔγκλημα ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν». Ἀλλὰ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν δὲν ἠθέλησαν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὴν ἀξίωσιν τῶν ἀδελφῶν των Ἰσραηλιτῶν. |
14 καὶ συνήχθησαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἀπὸ τῶν πόλεων αὐτῶν εἰς Γαβαὰ ἐξελθεῖν εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς ᾿Ισραήλ. | 14 Εξ αντιθέτου συνεκεντρώθησαν από όλας τας πόλεις των εις την Γαβαά, δια να εξέλθουν και πολεμήσουν εναντίον των Ισραηλιτών. | 14 Ἀντὶ λοιπόν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν νὰ συμμορφωθοῦν πρὸς τὴν ἀξίωσιν τῶν ἀδελφῶν των, ἐμαζεύθησαν ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις των εἰς τὴν Γαβαά, διὰ νὰ ἐπιτεθοῦν καὶ πολεμήσουν ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
15 καὶ ἐπεσκέπησαν οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἀπὸ τῶν πόλεων εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες, ἀνὴρ ἕλκων ρομφαίαν, ἐκτὸς τῶν οἰκούντων τὴν Γαβαά, οἳ ἐπεσκέπησαν ἑπτακόσιοι ἄνδρες | 15 Οι ετοιμοπόλεμοι αυτοί άνδρες από τας διαφόρους πόλεις της φυλής Βενιαμίν εμετρήθησαν κατά την ημέραν εκείνην και ευρέθησαν εικοσιτρείς χιλιάδες ωπλισμένοι όλοι με ρομφαίας, εκτός των επτακοσίων ανδρών οι οποίοι κατοικούσαν εις την Γαβαά, | 15 Ὅσοι δὲ ἐμαζεύθησαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἀπὸ τὶς πόλεις τῆς φυλῆς Βενιαμίν, ἐμετρήθησαν καὶ εὐρέθησαν εἴκοσι τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες (2.1.000) ὡπλισμένοι μὲ ρομφαίαν (μεγάλο ξίφος), ἐκτὸς ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὴν Γαβαά, οἱ ὁποῖοι ἦσαν (κατὰ τὴν ἀρίθμησιν) ἑπτακόσιοι (700) ἐπίλεκτοι ἄνδρες· |
16 ἐκλεκτοὶ ἐκ παντὸς λαοῦ ἀμφοτεροδέξιοι· πάντες οὗτοι σφενδονῆται ἐν λίθοις πρὸς τρίχα, καὶ οὐκ ἐξαμαρτάνοντες. | 16 και οι οποίοι ήσαν εκλεκτοί από όλον τον λαόν, αμφοτεροδέξιοι, ικανοί να χρησιμοποιούν με ίσην ευχέρειαν και τας δύο χείρας. Ολοι αυτοί οι επτακόσιοι άνδρες εχρησιμοποιούσαν με καταπληκτικήν δεξιότητα την σφενδόνην, ώστε με τον ριπτόμενον λίθον να επιτυγχάνουν και την τρίχα, και ποτέ δεν έχαναν τον στόχον των. | 16 αὐτοὶ ἦσαν οἱ ἐκλεκτοὶ ἀπὸ ὅλον τὸν λαὸν καὶ ἠμποροῦσαν νὰ χρησιμοποιοῦν καὶ τὸ ἀριστερόν των χέρι τόσον εὔκολα καὶ γρήγορα καὶ δυνατά, ὅσον καὶ τὸ δεξιάν. Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ὀπλῖται ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι μὲ σφενδόνες, ὁ καθένας δὲ ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν τόσον καλὰ ἀσκημένος, ὥστε ἠμποροῦσε νὰ πετάξῃ μὲ τὴν σφενδόνην ἀπὸ μακριὰ μίαν πέτραν καὶ νὰ κτυπήσῃ ἀκόμη καὶ τὴν τρίχαν καὶ νὰ μὴ ἀστοχήσῃ ποτέ! |
17 καὶ ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ ἐπεσκέπησαν ἐκτὸς τοῦ Βενιαμίν, τετρακόσιαι χιλιάδες ἀνδρῶν ἑλκόντων ρομφαίαν· πάντες οὗτοι ἄνδρες παρατάξεως. | 17 Εκ παραλλήλου όμως προς τους άνδρας της φυλής Βενιαμίν εμετρήθησαν και οι άλλοι Ισραηλίται και ευρέθησαν τετρακόσιοι χιλιάδες άνδρες ωπλισμένοι με μαχαίρας. Ολοι αυτοί ήσαν ικανοί προς πόλεμον. | 17 Ἀλλὰ καὶ οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται, ἐκτὸς ἐκείνων τῆς φυλῆς Βενιαμίν, συνεκεντρώθησαν καὶ ἐμετρήθησαν ἐπίσης καὶ εὑρέθησαν τετρακόσιες χιλιάδες (400.000) ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὡπλισμένοι μὲ ρομφαίαν (μεγάλο ξίφος)· ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἐκπαιδευμένοι εἰς τὰ ὅπλα καὶ ἐτοιμοπόλεμοι. |
18 καὶ ἀνέστησαν καὶ ἀνέβησαν εἰς Βαιθὴλ καὶ ἠρώτησαν ἐν τῷ Θεῷ καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ· τίς ἀναβήσεται ἡμῖν ἐν ἀρχῇ εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς Βενιαμίν; καὶ εἶπε Κύριος· ᾿Ιούδας ἐν ἀρχῇ ἀναβήσεται ἀφηγούμενος. | 18 Συνετάχθησαν, ανέβησαν εις την πόλιν Βαιθήλ και εκεί οι Ισραηλίται αυτοί ηρώτησαν τον Θεόν· “ποίος θα είναι ο αρχηγός εις την εκστρατείαν αυτήν κατά της φυλής Βενιαμίν;” Ο δε Κυριος απήντησεν· “η φυλή του Ιούδα θα είναι αρχηγός της εκστρατείας”. | 18 Κατόπιν οἱ Ἰσραηλῖται ἐξεκίνησαν καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὴν Βαιθήλ (ὅπου εὑρίσκετο ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης) καὶ ἐκεῖ ἐζήτησαν συμβουλὴν καὶ ὁδηγίαν ἀπὸ τὸν Θεὸν τὸν ἐρώτησαν: «Ποιὸς ἀπὸ ἡμᾶς πρέπει νὰ προχωρήσῃ πρῶτος εἰς τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν τῆς φυλῆς Βενιαμίν;» Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Ἡ φυλὴ τοῦ Ἰούδα θὰ τεθῇ ἐπὶ κεφαλῆς τῆς ἐκστρατείας». |
19 καὶ ἀνέστησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ πρωΐ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ Γαβαά. | 19 Ηγέρθησαν οι Ισραηλίται την πρωίαν και εστρατοπέδευσαν απέναντι της πόλεως Γαβαά. | 19 Ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται ἐσηκώθηκαν τὸ πρωῒ καὶ ἐστρατοπέδευσαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Γαβαά. |
20 καὶ ἐξῆλθον πᾶς ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ εἰς παράταξιν πρὸς Βενιαμὶν καὶ συνῆψαν αὐτοῖς ἐπὶ Γαβαά. | 20 Ολοι οι Ισραηλίται άνδρες εξήλθον εις πόλεμον εναντίον της φυλής Βενιαμίν και συνήψαν μάχην κατά των ανδρών της πόλεως Γαβαά. | 20 Καὶ ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται ἐπροχώρησαν εἰς πόλεμον ἐναντίον τῆς φυλῆς Βενιαμίν, καὶ παρετάχθησαν οἱ στρατιῶται μὲ μέτωπον πρὸς τὴν Γαβαά. |
21 καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ἀπὸ τῆς Γαβαὰ καὶ διέφθειραν ἐν ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ δύο καὶ εἴκοσι χιλιάδας ἀνδρῶν ἐπὶ τὴν γῆν. | 21 Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν εξώρμησαν από την Γαβαά και εξήπλωσαν νεκρούς εις την γην κατά την ημέραν εκείνην είκοσι δύο χιλιάδας Ισραηλίτας. | 21 Τότε ἐξώρμησαν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἀπὸ τὴν Γαβαὰ καὶ ἐσκότωσαν καὶ ἔστρωσαν εἰς τὴν γῆν νεκροὺς κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἴκοσι δύο χιλιάδες (22.000) Ἰσραηλῖτες. |
22 καὶ ἐνίσχυσαν ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ καὶ προσέθηκαν συνάψαι παράταξιν ἐν τῷ τόπῳ, ὅπου συνῆψαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πρώτῃ. | 22 Οι Ισραηλίται όμως δεν επτοηθήσαν αλλά με θάρρος απεφάσισαν να συνάψουν νέαν μάχην στον ίδιον τόπον, όπου επολέμησαν προηγουμένως. | 22 Οἱ Ἰσραηλῖται ὅμως μετὰ ἀπὸ τὴν ἧτταν των ἀνέκτησαν πάλιν τὸ θάρρος των καὶ ἀπεφάσισαν νὰ δώσουν καὶ δευτέραν μάχην εἰς τὸν τόπον, ὅπου εἶχαν συγκρουσθῇ κατὰ τὴν πρώτην ἡμέραν (τὴν προηγουμένην φοράν). |
23 καὶ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἔκλαυσαν ἐνώπιον Κυρίου ἕως ἑσπέρας καὶ ἠρώτησαν ἐν Κυρίῳ λέγοντες· εἰ προσθῶμεν ἐγγίσαι εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἀδελφοὺς ἡμῶν; καὶ εἶπε Κύριος· ἀνάβητε πρὸς αὐτούς. | 23 Προ της μάχης όμως ανέβησαν οι Ισραηλίται εκεί όπου ήτο η Κιβωτός του Μαρτυρίου, έκλαυσαν ενώπιον του Κυρίου μέχρι της εσπέρας και κατόπιν ηρώτησαν τον Κυριον· “να επιχειρήσωμεν και πάλιν πόλεμον κατά των αδελφών μας, των ανδρών της φυλής Βενιαμίν;” Ο δε Κυριος τους απήντησε· “βαδίσατε εναντίον των”. | 23 Ὅμως οἱ Ἰσραηλῖται πρὶν ἀπὸ τὴν μάχην ἀνέβηκαν πάλιν εἰς τὴν Βαιθὴλ καὶ ἔκλαυσαν ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης μέχρι τὸ ἑσπέρας. Κατόπιν ἐζήτησαν συμβουλὴν καὶ ὁδηγίαν ἀπὸ τὸν Θεόν, τὸν ὁποῖον ἐρώτησαν: «ΙΙρέπει να πρωχωρήσωμεν καὶ πάλιν εἰς πόλεμον ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν τῆς φυλῆς Βενιαμίν, τῶν ἀδελφῶν μας;» Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Ναί· προχωρῆστε ἐναντίον τους». |
24 καὶ προσῆλθον οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ. | 24 Εβάδισαν πράγματι οι Ισραηλίται κατά την δευτέραν ημέραν εις πόλεμον εναντίον των ανδρών της φυλής Βενιαμίν. | 24 Οἱ Ἰσραηλῖται, ἐνισχυμένοι ἀπὸ τὴν ἀπάντησιν τοῦ Θεοῦ, ἐπροχώρησαν καὶ ἦλθαν ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν τῆς φυλῆς Βενιαμὶν τὴν δευτέραν ἡμέραν (ἢ διὰ δευτέραν φοράν). |
25 καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν εἰς συνάντησιν αὐτοῖς ἀπὸ τῆς Γαβαὰ ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ δευτέρᾳ καὶ διέφθειραν ἀπὸ υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἔτι ὀκτωκαίδεκα χιλιάδας ἀνδρῶν ἐπί τὴν γῆν· πάντες οὗτοι ἕλκοντες ρομφαίαν. | 25 Εκείνοι δε εξήλθον από την Γαβαά εις πολεμικήν συνάντησιν κατά την δευτέραν ημέραν εναντίον των Ισραηλιτών και εφόνευσαν εξαπλώσαντες στο έδαφος νεκρούς δέκα οκτώ χιλιάδας άνδρας. Ολοι δε αυτοί ήσαν ικανοί εις πόλεμον διότι εγνώριζαν να χειρίζωνται την ρομφαίαν. | 25 Καὶ ἐξώρμησαν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἀπὸ τὴν Γαβαὰ ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν κατὰ τὴν δευτέραν ἡμέραν (ἢ διὰ δευτέραν φορὰν) καὶ ἐσκότωσαν καὶ ἔστρωσαν εἰς τὴν γῆν νεκροὺς ἄλλες δεκαοκτὼ χιλιάδες (18.000) ἄνδρες (Ἰσραηλῖτες). Ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν στρατιῶται ἐκπαιδεύμενοι καὶ ὡπλισμένοι μὲ ρομφαίαν (μεγάλο ξίφος). |
26 καὶ ἀνέβησαν πάντες οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ πᾶς ὁ λαὸς καὶ ἦλθον εἰς Βαιθὴλ καὶ ἔκλαυσαν, καὶ ἐκάθισαν ἐκεῖ ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐνήστευσαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἕως ἑσπέρας καὶ ἀνήνεγκαν ὁλοκαυτώσεις καὶ τελείας ἐνώπιον Κυρίου· | 26 Ολοι οι πολεμισταί Ισραηλίται και όλος ο λαός ανέβησαν και ήλθον πάλιν εις την Βαιθήλ, εκαθησαν κλαίοντες εκεί ενώπιον του Κυρίου, ενήστευσαν όλην την ημέραν εκείνην έως την εσπέραν και προσέφεραν στον Θεόν ολοκαυτώματα και ειρηνικάς θυσίας. | 26 Μετὰ ἀπὸ τὴν δευτέραν ἧτταν ὅλοι οἱ ἐμπειροπόλεμοι ἄνδρες τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ὅλος ὁ λαὸς τοῦ Ἰσραὴλ ἀνέβηκαν καὶ ἦλθαν (πάλιν) εἰς τὴν Βαιθὴλ καὶ ἔκλαυσαν καὶ ἐκάθισαν ἐκεῖ ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον (ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης) καὶ ἐνήστευσαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην μέχρι τὸ ἑσπέρας. Ἐπρόσφεραν ἐπίσης εἰς τὸν Θεὸν θυσίες ὁλοκαυτωμάτων καὶ θυσίες εἰρηνικὲς (εὐχαριστήριες). |
27 ὅτι ἐκεῖ κιβωτὸς διαθήκης Κυρίου τοῦ Θεοῦ, | 27 Εκεί δε εις την Βαιθήλ ευρίσκετο η Κιβωτός της Διαθήκης του Κυρίου. | 27 (Ἦλθαν εἰς τὴν Βαιθὴλ καὶ ἐρώτησαν τὸν Θεόν) διότι ἐκεῖ εὑρίσκετο ἡ Κιβωτὸς τῆς Διαθήκης τοῦ Θεοῦ. |
28 καὶ Φινεὲς υἱὸς ᾿Ελεάζαρ υἱοῦ ᾿Ααρὼν παρεστηκὼς ἐνώπιον αὐτῆς ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις. καὶ ἐπηρώτησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐν Κυρίῳ λέγοντες· εἰ προσθῶμεν ἔτι ἐξελθεῖν εἰς παράταξιν πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἀδελφοὺς ἡμῶν ἢ ἐπίσχωμεν; καὶ εἶπε Κύριος· ἀνάβητε, ὅτι αὔριον δώσω αὐτοὺς εἰς χεῖρας ὑμῶν. | 28 Εκεί επίσης ευρίσκετο κατά τας ημέρας εκείνας, αρχιερεύς ενώπιον της Κιβωτού, ο Φινεές υιός του Ελεάζαρ, υιού του Ααρών. Ηρώτησαν δε οι Ισραηλίται τον Κυριον· “να εξέλθωμεν και πάλιν εις πόλεμον εναντίον των αδελφών μας, των ανδρών της φυλής Βενιαμίν η να σταματήσωμεν;” Ο δε Κυριος τους απήντησε· “πηγαίνετε, διότι εγώ αύριον θα παραδώσω αυτούς εις τα χέρια σας”. | 28 Ἐκεῖ εὑρίσκετο ἐπίσης κατὰ τὶς ἡμέρες ἔκεινες καὶ ὁ Φινεές, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλεάζαρ, υἱοῦ τοῦ ἀρχιερέως Ἀαρών· αὐτὸς (ὁ Φινεὲς) ὡς ἀρχιερεὺς ἐστέκετο (καὶ προσέφερε τὶς θυσίες) ἐνώπιον τῆς Κιβωτοῦ. Οἱ Ἰσραηλῖται ἐρώτησαν τὸν Κύριον καὶ εἶπαν: «Πρέπει νὰ προχωρήσωμεν πάλιν εἰς μάχην καὶ πόλεμον ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν τῆς φυλῆς Βενιαμίν, τῶν ἀδελφῶν μας, ἢ πρέπει νὰ παραιτηθῶμεν καὶ νὰ μὴ ἐπιχειρήσωμεν ἄλλην ἐπίθεσιν;» Ὁ Κύριος τοὺς ἀπάντησε: «Προχωρῆστε εἰς πόλεμον, διότι αὔριον θὰ τοὺς παραδώσω νικημένους εἰς τὰ χέρια σας». |
29 Καὶ ἔθηκαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἔνεδρα τῇ Γαβαὰ κύκλῳ. | 29 Οι Ισραηλίται έστησαν ενέδραν γύρω από την Γαβαά. | 29 Οἱ Ἰσραηλῖται ἔστησαν ἐνέδρες γύρω ἀπὸ τὴν πόλιν Γαβαά. |
30 καὶ ἀνέβησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ καὶ συνῆψαν πρὸς τὴν Γαβαὰ ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ. | 30 Εβάδισαν εναντίον των ανδρών Βενιαμίν τρίτην ημέραν, συνήψαν προς αυτούς μάχην όπως και κατά τας δύο τφοηγουμένας. | 30 Κατόπιν οἱ Ἰσραηλῖται ἀποχώρησαν ἐναντίον τῶν ἀνδρῶν τῆς φυλῆς Βενιαμὶν κατὰ τὴν τρίτην ἡμέραν καὶ παρετάχθησαν πρὸς μάχην μὲ μέτωτον πρὸς τὴν Γαβαά (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Συνῆψαν μάχην), ὅπως εἶχαν κάμει καὶ τὶς ἄλλες δύο φορές. |
31 καὶ ἐξῆλθον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν εἰς συνάντησιν τοῦ λαοῦ καὶ ἐξεκενώθησαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρξαντο πατάσσειν ἀπὸ τοῦ λαοῦ τραυματίας ὡς ἅπαξ καὶ ἅπαξ ἐν ταῖς ὁδοῖς, ἥ ἐστι μία ἀναβαίνουσα εἰς Βαιθὴλ καὶ μία εἰς Γαβαὰ ἐν ἀγρῷ, ὡς τριάκοντα ἄνδρας ἐν ᾿Ισραήλ. | 31 Οι άνδρες της φυλής Βενιαμίν εξήλθον και πάλιν εις πόλεμον και εξεκενώθη η πόλις από τους μαχίμους άνδρας της. Ηρχισαν δε να κτυπούν και να φονεύουν από τον ισραηλιτικόν λαόν όπως έκαμαν και κατά τας δύο προηγουμένας φοράς στους δρόμους, εκ των οποίων ο ενας ωδηγούσε προς την Βαιθήλ, ο δε άλλος στους αγρούς της Γαβαά. Και κατά την ημέραν αυτήν εφόνευσαν τριάκοντα Ισραηλίτας. | 31 Καὶ ἐξώρμησαν οἱ (ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἐναντίον τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ μὲ τὴν ἐξόρμησιν των ἄδειασαν (οἱ μάχιμοι) τὴν πόλιν. Καὶ ἄρχισαν νὰ κτυποῦν καὶ να σκοτώνουν ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὅπως καὶ τὶς δύο προηγούμενες φορές, εἰς τοὺς δύο δρόμους ἔξω ἀπὸ τὴν Γαβαά· ἀπὸ τοὺς δύο αὐτοὺς δρόμους ὁ ἕνας ὁδηγεῖ εἰς τὴν Βαιθὴλ καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὰ χωράφια γύρω ἀπὸ τὴν Γαβαά. Ἐκεῖ, εἰς τὸ ὕπαιθρον, οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἐσκότωσαν περίπου τριάντα Ἰσραηλίτες. |
32 καὶ εἶπαν οἱ υἱοὶ Βενιαμίν· πίπτουσιν ἐνώπιον ἡμῶν ὡς τὸ πρῶτον. καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ εἶπαν· φύγωμεν καὶ ἐκκενώσωμεν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς πόλεως εἰς τὰς ὁδούς· καὶ ἐποίησαν οὕτω. | 32 Είπαν τότε μεταξύ των οι Βενιαμίται· “πάλιν οι Ισραηλίται φονεύονται και υποχωρούν ενώπιον μας, όπως και προηγουμένως”. Οι δε Ισραηλίται είπαν· “ας προσποιηθώμεν ότι φεύγομεν δια να εκκενώσουν εκείνοι την πόλιν των και να εξέλθουν απ' αυτήν στους δρόμους των αγρών”. Ετσι και εκαμαν. | 32 Καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμίν: «Σκοτώνονται καὶ τρέχουν νὰ φύγουν ἀπὸ ἐμπρός μας ὅπως καὶ προηγουμένως». Ἀλλὰ οἱ Ἰσραηλῖται (ποὺ εἶχαν καταστρώσει στρατηγικὸν σχέδιον ὑποχωρήσεως καὶ μάχης) εἶπαν: «Ἂς ὑποκριθῶμεν ὅτι φεύγομεν καὶ ἂς τοὺς παρασύρωμεν νὰ μᾶς καταδιώξουν καὶ ἔτσι νὰ ἐκκενώσουν τὴν πόλιν καὶ νὰ βγοῦν ἔξω εἰς τοὺς δρόμους τῶν χωραφιῶν». Πράγματι αὐτὸ ἔκαμαν· (τότε οἱ κάτοικοι τῆς Γαβαὰ ἄδειασαν τὴν πόλιν καὶ ἔτρεξαν εἰς καταδίωξιν τῶν Ἰσραηλιτῶν). |
33 καὶ πᾶς ἀνὴρ ἀνέστη ἐκ τοῦ τόπου αὐτῶν καὶ συνῆψαν ἐν Βααλθαμάρ, καὶ τό ἔνεδρον ᾿Ισραὴλ ἐπήρχετο ἐκ τοῦ τόπου αὐτοῦ ἀπὸ Μαοραγαβέ. | 33 Ολοι οι Ισραηλίται τότε εσηκώθηκαν και ανεχώρησαν από τας θέσεις που κατείχον και έφυγαν εις Βααλθαμάρ, όπου και συνήψαν μάχην με τους Βενιαμίτας που τους είχαν ακολουθήσει. Τοτε, όταν οι Βενιαμίται είχαν πλέον εξέλθει από την πόλιν των, εξώρμησεν η ενέδρα των Ισραηλιτών από τον τόπον της, από την Μαοραγαβέ. | 33 Τότε ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖται (τὸ κύριον σῶμα τοῦ στρατοῦ) ἐσηκώθησαν ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκοντο, καὶ ἐπῆγαν καὶ παρετάχθησαν πρὸς μάχην (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Συνῆψαν μάχην) μὲ τοὺς Βενιαμῖτες εἰς τὴν Βααλθαμάρ· καὶ τότε, ποὺ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἄδειασαν τὴν πόλιν, οἱ ἐνέδρες τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐξώρμησαν ἀπὸ τὸν τόπον ποὺ εὑρίσκοντο, ἀπὸ τὴν Μαοραγαβέ. |
34 καὶ ἦλθον ἐξ ἐναντίας Γαβαὰ δέκα χιλιάδες ἀνδρῶν ἐκλεκτῶν ἐκ παντὸς ᾿Ισραὴλ καὶ παράταξις βαρεῖα· καὶ αὐτοὶ οὐ ἔγνωσαν, ὅτι φθάνει ἐπ᾿ αὐτοὺς ἡ κακία. | 34 Ετσι δέκα χιλιάδες εκλεκτοί Ισραηλίται άνδρες έφθασαν απέναντι της Γαβαά. Η μάχη υπήρξε σφοδρά. Οι Βενιαμίται, εν μέσω των δύο παρατάξεων, δεν είχον αντιληφθή ότι ήλθεν η ώρα να πληρώσουν την κακίαν των. | 34 Ἔτσι ἔφθασαν ἀπέναντι ἀπὸ τὴν Γαβαὰ δέκα χιλιάδες ἐπίλεκτοι στρατιῶτες ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἰσραηλίτες καὶ ἡ μάχη, ποὺ ἀκολούθησε, ὑπῆρξε λυσσαλέα, σκληρή! Ἀλλὰ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμίν (ἂν καὶ ἦσαν ἤδη κυκλωμένοι) δὲν εἶχαν καταλάβει (ὑποψιασθῆ) ὅτι ἦλθεν ἡ ὤρα νὰ ἐξολοθρευθοῦν. |
35 καὶ ἐπάταξε Κύριος τὸν Βενιαμὶν ἐνώπιον υἱῶν ᾿Ισραήλ, καὶ διέφθειραν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐκ τοῦ Βενιαμὶν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ εἴκοσι καὶ πέντε χιλιάδας καὶ ἑκατὸν ἄνδρας· πάντες οὗτοι εἷλκον ρομφαίαν. | 35 Ο Κυριος εκτύπησε τους Βενιαμίτας ενώπιον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται εξώντωσαν κατά την ημέραν εκείνην είκοσι πέντε χιλιάδας εκατόν άνδρας Βενιαμίτας. Ησαν δε όλοι αυτοί άξιοι πολεμισταί, διότι εγνώριζαν να χειρίζωνται την ρομφαίαν. | 35 Τότε ὁ Κύριος ἐκτύπησε τὴν φυλὴν Βενιαμὶν ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ ἔδωκεν ἔτσι τὴν νίκην εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες. Οἱ Ἰσραηλῖται ἐσκότωσαν κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην εἴκοσι πέντε χιλιάδες ἑκατὸν (25.100) ἄνδρες ἀπὸ τοὺς Βενιαμῖτες· ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἐμπειροπόλεμοι καὶ ὡπλισμένοι μὲ ρομφαίαν (μεγάλο ξίφος). |
36 καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ Βενιαμὶν ὅτι ἐπλήγησαν· καὶ ἔδωκεν ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ τῷ Βενιαμὶν τόπον, ὅτι ἤλπισαν πρὸς τό ἔνεδρον, ὃ ἔθηκαν ἐπὶ τῇ Γαβαά. | 36 Οι Βενιαμίται είδαν πλέον ότι είχαν νικηθή. Οι Ισραηλίται υπεχώρησαν κατ' αρχάς ενώπιον των Βενιαμιτών, διότι είχαν πεποίθησιν εις την ενέδραν, που είχαν στήσει πλησίον της Γαβαά. | 36 Τότε οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἐκατάλαβαν ὅτι ἡττήθησαν. Καὶ τὸ κύριον σῶμα τῶν Ἰσραηλιτῶν ὑπεχώρησαν ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμίν, διότι ἐστήριζαν τὶς ἐλπίδες των εἰς τὶς ἐνέδρες, ποὺ ἔστησαν (ἐναντίον τῆς φυλῆς Βενιαμίν) κοντὰ εἰς τὴν Γαβαά, |
37 καὶ ἐν τῷ αὐτοὺς ὑποχωρῆσαι καὶ τὸ ἔνεδρον ἐκινήθη καί ἐξέτειναν ἐπὶ τὴν Γαβαά, καὶ ἐξεχύθη τὸ ἔνεδρον καὶ ἐπάταξαν τὴν πόλιν ἐν στόματι ρομφαίας. | 37 Οταν λοιπόν αυτοί υποχωρούσαν και οι Βενιαμίται τους κατεδίωκαν, εκινήθησαν οι ενεδρεύοντες Ισραηλίται, ηπλώθησαν προς την Γαβαά, εξώρμησαν εναντίον της, εκτύπησαν την πόλιν και επέρασαν εν στόματι μαχαίρας τους κατοίκους της. | 37 Καὶ ὅταν τὸ κύριον σῶμα τῶν Ἰσραηλιτῶν ὑπεχώρησεν εἰκονικῶς καὶ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν τοὺς κατεδίωκαν, τότε οἱ ἐνέδρες ἐκινήθησαν γρήγορα καὶ ὥρμησαν πρὸς τὴν Γαβαά· οἱ ἄνδρες τῆς ἐνέδρας ἔκαμαν ἕφοδον καὶ ἐκτύπησαν τὴν πόλιν καὶ ἐπέρασαν ὅλους, ὅσοι εὑρίσκοντο εἰς τὴν πόλιν, ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας. |
38 καὶ σημεῖον ἦν τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ μετὰ τοῦ ἐνέδρου τῆς μάχης ἀνενέγκαι αὐτοὺς σύσσημον καπνοῦ ἀπὸ τῆς πόλεως. | 38 Είχαν δε συνεννοηθή οι άλλοι Ισραηλίται με τους ενεδρεύοντας, ώστε όταν αυτοί θα κατελάμβαναν την πόλιν να ανάψουν φωτιά της οποίας ο καπνός θα ήτο σημείον ότι κατελήφθη η πόλις. | 38 Εἶχε δὲ συμφωνηθῇ σημάδι (σινιάλο, σύνθημα) μεταξὺ τοῦ κυρίου σώματος τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ τῶν ἀνδρῶν τῆς ἐνέδρας· ἐσυμφωνήθη, ὅταν καταληφθῇ ἡ πόλις, νὰ ἀνάψουν φωτιάν, ὥστε να ὑψωθῇ καπνὸς ἀπὸ τὴν Γαβαά. (Αὐτὸ καὶ ἔγινε). |
39 καὶ εἶδον οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ὅτι προκατελάβετο τὸ ἔνεδρον τὴν Γαβαά, καὶ ἔστησαν ἐν τῇ παρατάξει, καὶ Βενιαμὶν ἤρξατο πατάσσειν τραυματίας ἐν ἀνδράσιν ᾿Ισραὴλ ὡς τριάκοντα ἄνδρας, ὅτι εἶπαν· πάλιν πτώσει πίπτουσιν ἐνώπιον ἡμῶν ὡς ἡ παράταξις ἡ πρώτη. | 39 Ετσι και έγινε. Οι Ισραηλίται είδον τον καπνόν, ενόησαν ότι οι άνδρες της ενέδρας κατέλαβον την πόλιν και εσταμάτησαν να υποχωρούν. Τοτε οι Βενιαμιται ήρχισαν να κτυπούν τους Ισραηλίτας, εφόνευσαν τους τριάκοντα άνδρας και είπαν· “πάλιν πίπτουν ενώπιόν μας όπως και κατά την μάχην της πρώτης ημέρας”. | 39 Ὅταν οἱ Ἰσραηλῖται εἶδαν τὸ σινιάλο, ἐκατάλαβαν ὅτι οἱ ἄνδρες τῆς ἐνέδρας ἐκυρίευσαν τὴν Γαβαά· δι' αὐτὸ οἱ Ἰσραηλῖται ἐσταμάτησαν νὰ ὑποχωροῦν καὶ νὰ φεύγουν. Τότε οἱ τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἄρχισαν νὰ κτυποῦν καὶ νὰ σκοτώνουν ἀπὸ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν περίπου τριάντα ἄνδρες, διότι ἔλεγαν: «Πάλιν σκοτώνονται καὶ τρέχουν νὰ φύγουν ἀπὸ ἐμπρός μας, ὅπως καὶ κατὰ τὴν πρώτην μάχην». |
40 καὶ τὸ σύσσημον ἀνέβη ἐπὶ πλεῖον ἐπὶ τῆς πόλεως ὡς στῦλος καπνοῦ· καὶ ἐπέβλεψε Βενιαμὶν ὀπίσω αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἀνέβη συντέλεια τῆς πόλεως ἕως οὐρανοῦ. | 40 Το συμφωνηθέν όμως σημείον, στύλος καπνού, όλονεν και πυκνότερος ανέβαινεν από την πόλιν. Οι Βενιαμίται έστρεψαν τα βλέμματά των προς τα οπίσω και είδαν αίφνης τον πυκνόν καπνόν να ανεβαίνη έως τον ουρανόν και αντελήφθησαν ότι κατεστράφη πλέον η πόλις των. | 40 Τότε ὅμως τὸ συμφωνημένον σημάδι (σινιάλο), ὁ καπνός, ὑψώθη πάρα πολὺ ἐπάνω ἀπὸ τὴν πόλιν Γαβαὰ ὡς ὑψηλὸς στῦλος καπνοῦ. Οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἐστράφησαν καὶ ἐκύτταζαν πίσω καὶ ἔξαφνα εἶδαν μὲ ἔκπληξιν νὰ καίγεται καὶ νὰ καταστρέφεται ἡ πόλις των καὶ οἱ φλόγες τῆς πυρκαϊᾶς νὰ ἀνεβαίνουν ὑψηλὰ καὶ νὰ φθάνουν μέχρι τὸν οὐρανόν. |
41 καὶ ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ ἐπέστρεψε, καὶ ἔσπευσαν ἄνδρες Βενιαμίν, ὅτι εἶδον ὅτι συνήντησεν ἐπ᾿ αὐτούς ἡ πονηρία. | 41 Ανέκοψαν τότε την υποχώρησίν των οι Ισραηλίται, εστράφησαν εναντίον των Βενιαμιτών, οι οποίοι έσπευσαν να σωθούν δια της φυγής διότι είδαν ότι έφθασεν η ώρα της τιμωρίας των δια τας πονηρίας των. | 41 Τότε οἱ Ἰσραηλῖται ἐσταμάτησαν νὰ ὑποχωροῦν καὶ ἐγύρισαν (πάλιν) πίσω πρὸς τὴν Γαβαά, οἱ δὲ ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἑξαφνιάσθησαν, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ πανικὸν καὶ ἔτρεξαν νὰ σωθοῦν, διότι ἐκατάλαβαν ὅτι ἐπλησίασεν ἡ ὤρα των νὰ ἐξολοθρευθοῦν. |
42 καὶ ἐπέβλεψαν ἐνώπιον υἱῶν ᾿Ισραὴλ εἰς τὴν ὁδὸν τῆς ἐρήμου καὶ ἔφυγον, καὶ ἡ παράταξις ἔφθασεν ἐπ᾿ αὐτούς, καὶ οἱ ἀπὸ τῶν πόλεων διέφθειρον αὐτοὺς ἐν μέσῳ αὐτῶν. | 42 Εστράφησαν προς την έρημον και ετράπησαν εις φυγήν ενώπιον των Ισραηλιτών. Οι Ισραηλίται όμως τους κατέφθασαν, τους εφόνευσαν, και οι άνδρες ακόμη των γύρω πόλεων, εις τας οποίας εζήτησαν αυτοί να σωθούν, τους εφόνευον. | 42 Δι' αὐτὸ ὑπεχώρησαν ἐμπρὸς εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες καὶ ἔτρεξαν εἰς τὴν ὕπαιθρον πρὸς τὸν δρόμον τῆς ἐρήμου καὶ ἔφυγαν. Ἀλλὰ (δὲν ἠμπόρεσαν νὰ σωθοῦν, διότι) ὁ στρατὸς τῶν Ἰσραηλιτῶν τοὺς ἐπρόφθασε καὶ οἱ κάτοικοι τῶν πόλεων, εἰς τὶς ὁποῖες κατέφευγαν (οἱ φυγάδες) διὰ νὰ σωθοῦν, τοὺς ἐσκότωναν. |
43 καὶ κατέκοπτον τὸν Βενιαμὶν καὶ ἐδίωξαν αὐτὸν ἀπὸ Νουὰ κατὰ πόδα αὐτοῦ ἕως ἀπέναντι Γαβαὰ πρὸς ἀνατολὰς ἡλίου. | 43 Ετσι δε οι Ισραηλίται κατέκοπτον εν συνεχεία τους Βενιαμίτας και τους κατεδίωξαν κατά πόδας από την Νουά μέχρι και των ανατολικών μερών της Γαβαά. | 43 Ἔτσι (οἱ Ἰσραηλῖται) ἐξωλόθρευαν τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν καὶ τὴν κατεδίωξαν κατὰ πόδας ἀπὸ τὴν πόλιν Νουὰ μέχρι τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς πόλεως Γαβαά. |
44 καὶ ἔπεσον ἀπὸ Βενιαμὶν ὀκτωκαίδεκα χιλιάδες ἀνδρῶν· οἱ πάντες οὗτοι ἄνδρες δυνάμεως. | 44 Εφονεύθησαν από τους Βενιαμίτας δέκα οκτώ χιλιάδες άνδρες ισχυροί και εμπειροπόλεμοι. | 44 Ἔτσι ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν δεκαοκτὼ χιλιάδες (18.000) ἄνδρες· οἱ ἄνδρες αὐτοὶ ἦσαν ἀνδρεῖοι, ἐκλεκτοί, ἐμπειροπόλεμοι |
45 καὶ ἐπέβλεψαν οἱ λοιποὶ καὶ ἔφευγον εἰς τὴν ἔρημον πρὸς τὴν πέτραν τοῦ Ρεμμών, καὶ ἐκαλαμήσαντο ἐξ αὐτῶν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πεντακισχιλίους ἄνδρας· καὶ κατέβησαν ὀπίσω αὐτῶν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἕως Γεδᾶν καὶ ἐπάταξαν ἐξ αὐτῶν δισχιλίους ἄνδρας. | 45 Οι υπόλοιποι ετράπησαν εις φυγήν εις την έρημον προς τον βράχον Ρεμμών. Αλλά και εκεί επελέκησαν οι Ισραηλίται από αυτούς πέντε χιλιάδας. Αλλους από αυτούς κατεδίωξαν οι Ισραηλίται μέχρι της Γεδάν και εφόνευσαν δύο χιλιάδας άνδρας. | 45 Οἱ ὑπόλοιποι ἄνδρες τῆς φυλῆς Βενιαμὶν ἐγύρισαν πίσω καὶ ἔτρεχαν φεύγοντες εἰς τὴν ἔρημον, πρὸς τὸν βράχον Ρεμμών· ἀλλὰ καὶ ἀπὸ αὐτούς οἱ Ἰσραηλῖται ἐπελέκησαν πέντε χιλιάδες (5.000) ἄνδρες. Καὶ (οἱ Ἰσραηλῖται) συνέχιζαν νὰ καταδιώκουν ὅσους ἔφευγαν μέχρι τῆς Γεδὰν καὶ ἐσκότωσαν ἀπὸ αὐτοὺς δύο χιλιάδες (2.000) ἄνδρες. |
46 καὶ ἐγένοντο πάντες οἱ πεπτωκότες ἀπὸ Βενιαμὶν εἰκοσιπέντε χιλιάδες ἀνδρῶν ἑλκόντων ρομφαίαν ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ· οἱ πάντες οὗτοι ἄνδρες δυνάμεως. | 46 Ανήλθον δε όλοι οι φονευθέντες Βενιαμίται κατά την ημέραν εκείνην εις είκοσι πέντε χιλιάδας, άνδρες ικανοί να χειρίζωνται επιτυχώς την ρομφαίαν. Ολοι ήσαν ισχυροί και εμπειροπόλεμοι. | 46 Ἔτσι ὅλοι, ὅσοι ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Βενιαμὶν τὴν ἡμέραν ἐκείνην, ἔφθασαν συνολικῶς τὶς εἴκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) ἄνδρες· ὅλοι αὐτοὶ ἦσαν ἀνδρεῖοι, ἐκλεκτοί, ἐμπειροπόλεμοι. |
47 καὶ ἐπέβλεψαν οἱ λοιποὶ καὶ ἔφυγον εἰς τὴν ἔρημον πρὸς τὴν πέτραν τοῦ Ρεμμών, ἑξακόσιοι ἄνδρες, καὶ ἐκάθισαν ἐν πέτρᾳ Ρεμμὼν τέσσαρας μῆνας. | 47 Οι υπόλοιποι, εξακόσιοι άνδρες, έστρεψαν τα νώτα των και κατέφυγον εις την έρημον, στον βράχον Ρεμμών, όπου και έμειναν επί τέσσαρας μήνας. | 47 Οἱ ὑπόλοιποι ὅμως ἑξακόσιοι (600) ἄνδρες (τῆς φυλῆς Βενιαμὶν) ἐγύρισαν πίσω καὶ ἔφυγαν εἰς τὴν ἔρημον, πρὸς τὸν βράχον Ρεμμὼν καὶ ἔμειναν εἰς τὸν βράχον Ρεμμὼν ἐπὶ τέσσερις μῆνες. |
48 καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἐπέστρεψαν πρὸς υἱοὺς Βενιαμὶν καὶ ἐπάταξαν αὐτοὺς ἐν στόματι ρομφαίας ἀπὸ πόλεως Μεθλὰ καὶ ἕως κτήνους καὶ ἕως παντὸς τοῦ εὑρισκομένου εἰς πάσας τὰς πόλεις· καὶ τὰς πόλεις τὰς εὑρεθείσας ἐνέπρησαν ἐν πυρί. | 48 Οι Ισραηλίται εκυνήγησαν τους άνδρας της φυλής Βενιαμίν, επέρασαν εν στόματι μαχαίρας όλους, από ανθρώπους κατοικούντας εις την πόλιν Μεθλά μέχρι ζώου και μέχρι παντός που τυχόν ευρίσκετο εις όλας τας πόλεις. Αυτάς δε τας κυριευθείσας πόλεις των Βενιαμιτών παρέδωσαν οι Ισραηλίται στο πυρ. | 48 Οἱ δὲ Ἰσραηλῖται ἐστράφησαν πάλιν πίσω ἐναντίον τῶν ὑπολοίπων ἀνδρῶν τῆς φυλῆς Βενιαμὶν καὶ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας ὅλους· ὅλους τοὺς ἀνθρώπους τῆς πόλεως Μεθλὰ καὶ ὅλα τὰ ζῶα· ὅλους, ὅσους εὕρισκαν εἰς ὅλες τὶς πόλεις. Ἐπίσης ὅλες τὶς πόλεις (τῆς περιοχῆς) τῶν Βενιαμιτῶν τὶς παρέδωκαν εἰς τὴν φωτιάν. |