Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:32
Δύση: 18:51
Σελ. 11 ημ.
287-79
16ος χρόνος, 6084η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ὤρθρισεν ῾Ιεροβάαλ (αὐτός ἐστι Γεδεὼν) καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ᾿ αὐτοῦ καὶ παρενέβαλον ἐπὶ πηγὴν ᾿Αράδ, καὶ παρεμβολὴ Μαδιὰμ ἦν αὐτῷ ἀπὸ βορρᾶ ἀπὸ Γαβαὰθ ᾿Αμωρὰ ἐν κοιλάδι. 1 Ο Ιεροβάαλ (αυτός είναι ο Γεδεών) εξυπνησε πολύ πρωϊ και όλος ο λαός μαζή του και εστρατοπέδευσαν πλησίον της πηγής Αράδ. Το δε στρατόπεδον των Μαδιανιτών ευρίσκετο βορείως, πλησίον της Γαβαάθ Αμωρά εις την κοιλάδα. 1 Ο Ἱεροβάαλ (αὐτὸς εἶναι ὁ Γεδεὼν) καὶ ὅλος ὁ λαός, ποὺ ἦταν μαζί του, ἐσηκώθησαν πολὺ πρωῒ καὶ ἐστρατοπέδευσαν δυτικῶς τοῦ Ἰορδάνη, κοντὰ εἰς τὴν πηγὴν Ἀράδ, διὰ νὰ ἔχουν νερὸν οἱ πολεμισταί του. Ἐστρατοπέδευσαν ἔτσι, ὥστε τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν ἦταν εἰς τὴν βορείαν πλευράν των, κοντὰ εἰς τὴν Γαβαὰθ Ἀμωρά, κάτω χαμηλὰ εἰς τὴν κοιλάδα Ἐσραελών.
2 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· πολὺς ὁ λαὸς ὁ μετὰ σοῦ, ὥστε μὴ παραδοῦναί με τὴν Μαδιὰμ ἐν χειρὶ αὐτῶν, μή ποτε καυχήσηται ᾿Ισραὴλ ἐπ᾿ ἐμὲ λέγων· ἡ χείρ μου ἔσωσέ με· 2 Είπε δε ο Κυριος προς τον Γεδεών· “πολύς λαός είναι μαζή σου και δεν θέλω να παραδώσω τους Μαδιανίτας εις τα χέρια αυτών, δια να μη καυχηθή ενώπιόν μου ο Ισραηλιτικός λαός και είπη· Η δύναμίς μου με έσωσε. 2 Καὶ ὁ Θεὸς εἶπεν εἰς τὸν Γεδεών: Εἶναι πολὺς ὁ λαός, ποὺ εἶναι μαζί σου· τόσον πολύς, ὥστε δὲν θέλω νὰ παρααδώσω τοὺς Μαδιανῖτες εἰς τὰ χέρια του· διότι ἔτσι θὰ καυχηθῇ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐναντίον μου καὶ θὰ ειπῇ· «τὸ δικό μου τὸ χέρι, τὸ δικό μου σπαθὶ καὶ ἡ δική μου δύναμις μὲ ἔσωσε καὶ ὄχι ὁ Θεὸς»!
3 καὶ νῦν λάλησον δὴ ἐν ὠσὶ τοῦ λαοῦ λέγων· τίς ὁ φοβούμενος καὶ δειλός; ἐπιστρεφέτω καὶ ἐκχωρείτω ἀπὸ ὄρους Γαλαάδ. καὶ ἐπέστρεψεν ἀπὸ τοῦ λαοῦ εἴκοσι καὶ δύο χιλιάδες, καὶ δέκα χιλιάδες ὑπελείφθησαν. 3 Είπε λοιπόν τώρα δυνατά να ακούση με τα αυτιά του όλος ο λαός· Ποός από σας είναι φοβητσιάρης και δειλός; Ας επιστρέψη στο σπίτι του, ας φύγη από το όρος Γαλαάδ”. Κατόπιν της διακηρύξεως αυτής απεχώρησαν είκοσι δύο χιλιάδες Ισραηλίται· και απέμειναν δέκα χιλιάδες. 3 Θέλω νὰ ἀναγνωρίσουν ὅλοι, ὅτι ἡ νίκη ὀφείλεται εἰς τὴν ἰδικήν μου παρέμβασιν καὶ προστασίαν. Δι' αὐτὸ μίλησε τώρα εἰς τὸν λαὸν καὶ διακήρυξε τοῦτο: «Ποιὸς ἀπὸ σᾶς φοβᾶται; Ποιὸς ἐδειλίασε; Ἂς ἀποχωρήσῃ καὶ ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ σπίτι του καὶ ἂς ἀπομακρυνθῇ τὸ γρηγορώτερον ἀπὸ τὸ βουνὸ τοῦ Γαλαάδ, ὅπου εἴμαστε στρατοπεδευμένοι ». Μετὰ τὴν διακήρυξιν αὐτὴν τοῦ Γεδεὼν ἀπεχώρησαν καὶ ἐπέστρεψαν εἰς τὰ σπίτια τους εἴκοσι δύο χιλιάδες, καὶ (ἔτσι) Ἔμειναν μόνον δέκα χιλιάδες.
4 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· ἔτι ὁ λαὸς πολύς ἐστι· κατένεγκον αὐτοὺς πρὸς τὸ ὕδωρ, καὶ ἐκκαθαρῶ σοι αὐτὸν ἐκεῖ· καὶ ἔσται ὃν ἐὰν εἴπω πρὸς σέ, οὗτος πορεύσεται σὺν σοί, αὐτὸς πορεύσεται σὺν σοί· καὶ πᾶς, ὃν ἐὰν εἴπω πρός σε· οὗτος οὐ πορεύσεται μετὰ σοῦ, αὐτὸς οὐ πορεύσεται μετὰ σοῦ. 4 Είπε πάλιν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “πολύς είναι ακόμη ο λαός· κατέβασέ τους εις την πηγήν του ύδατος και εγώ εκεί θα σου κάμω εκκαθάρισιν του λαού. Οποιος σου είπω ότι θα έλθη μαζή σου, αυτός θα έλθη μαζή σου. Και καθένας δια τον οποίον θα σου είπω ότι αυτός δεν θα πορευθή μαζή σου, αυτός θα φύγη από κοντά σου”. 4 Τότε ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Γεδεών: «Παρ' ὅλον ὅτι ἀπεχώρησαν τόσοι, ἐν τούτοις ὁ λαὸς ποὺ ἔμεινεν, εἶναι ἀκόμη πολύς! Δὲν μοῦ χρειάζονται ὅλοι. Κατέβασε λοιπὸν ὅλους αὐτοὺς εἰς τὸ νερόν (τὴν πηγὴν τοῦ νεροῦ) καὶ ἐκεῖ θὰ σοῦ κάμω ἐγὼ τὴν ἐκκαθάρισιν καὶ τὸ ξεδιάλεγμα, ὥστε νὰ μείνουν μόνον ὅσοι θὰ σὲ ἀκολουθήσουν. Ἐκεῖ θὰ συμβῇ τοῦτο: Δι’ ὅποιον θὰ σοῦ εἰπῶ «αὐτὸς θὰ ἔλθῃ μαζί σου εἰς τὸν πόλεμον», αὐτὸς (καὶ ὄχι ἄλλος) θὰ ἔλθῃ μαζί σου. Καὶ δι' ὅποιον θὰ σοῦ εἰπῶ « αὐτὸς δὲν θὰ ἔλθῃ μαζί σου εἰς τὸν πόλεμον», αὐτὸς δὲν πρέπει νὰ ἔλθῃ μαζί σου· πρέπει νὰ ἀποχωρήσῃ».
5 καὶ κατήνεγκε τὸν λαὸν πρὸς τὸ ὕδωρ· καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· πᾶς, ὃς ἂν λάψῃ τῇ γλώσσῃ αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ὕδατος ὡς ἐὰν λάψῃ ὁ κύων, στήσεις αὐτὸν κατὰ μόνας, καὶ πᾶς, ὃς ἐὰν κλίνῃ ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτοῦ πιεῖν. 5 Ο Γεδεών κατεβίβασε τον λαόν του προς την πηγήν του ύδατος. Είπεν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “όποιος θα πίη νερο από την πηγήν με την γλώσσαν του, όπως με την γλώσσαν του πίνει ο κύων, αυτόν θα τον θέσης χωριστά· και εκείνος που θα πίνη νερό γονατιστός πάλιν θα τεθή χωριστά”. 5 Ἔτσι ὁ Γεδεὼν ἐκατέβασε τὸν λαόν (τὸ στράτευμα τῶν δέκα χιλιάδων) εἰς τὸ νερόν. Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Γεδεών: «Ὅποιος ἀπὸ τοὺς ἄνδρες σου σκύψῃ καὶ πιῇ γρήγορα - γρήγορα νερὸν βγάζοντας ἔξω τὴν γλῶσσαν του, ὅπως βγάζει τὴν γλῶσσαν του ὁ σκύλος καὶ πίνει καὶ χορταίνει, αὐτὸν θὰ τὸν παραμερίσῃς καὶ θὰ τὸν βάλῃς χωριστά. Θὰ παραμερίσῃς ἐπίσης καὶ θὰ βάλῃς ἀλλοῦ, χωριστὰ καὶ κάθε ἕνα, ὁ ὁποῖος θὰ γονατίσῃ καὶ θὰ βουτήξῃ τὸ στόμα του εἰς τὸ νερὸν διὰ νὰ πιῇ καὶ νὰ χορτάσῃ».
6 καὶ ἐγένετο ὁ ἀριθμὸς τῶν λαψάντων ἐν χειρὶ αὐτῶν πρὸς τὸ στόμα αὐτῶν τριακόσιοι ἄνδρες, καὶ πᾶν τὸ κατάλοιπον τοῦ λαοῦ ἔκλιναν ἐπὶ τὰ γόνατα αὐτῶν πιεῖν ὕδωρ. 6 Ο αριθμός των ανδρών, που έπιαν νερό με την γλώσσαν των από το κοίλον της παλάμης των ήσαν τριακόσιοι. Ολοι δε οι άλλοι εκ του λαού εγονάτισαν δια να πίουν ύδωρ. 6 Καὶ ὁ ἀριθμὸς ἐκείνων, ποὺ ἔσκυψαν καὶ ἤπιαν γρήγορα - γρήγορα νερὸν ἀπὸ τὶς χοῦφτες των βγάζοντας ἔξω τὴν γλῶσσαν των, ὅπως βγάζει τὴν γλῶσσαν του ὁ σκύλος καὶ πίνει καὶ χορταίνει, (ὁ ἀριθμὸς αὐτῶν) μόλις ἔφθασε τοὺς τριακοσίους! Ἐνῷ ὅλοι οἱ ἄλλοι (οἱ ἐννιὰ χιλιάδες ἑπτακόσιοι) ἐγονάτισαν καὶ ἐβούτηξαν τὸ στόμα των εἰς τὸ νερὸν διὰ νὰ πιοῦν.
7 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Γεδεών· ἐν τοῖς τριακοσίοις ἀνδράσι τοῖς λάψασι σώσω ὑμᾶς καὶ δώσω τὴν Μαδιὰμ ἐν χειρί σου, καὶ πᾶς ὁ λαὸς πορεύσονται ἀνὴρ εἰς τόν τόπον αὐτοῦ. 7 Είπε τότε ο Κυριος προς τον Γεδεών· “με τους τριακοσίους αυτούς άνδρας, οι οποίοι έπιαν νερό δια της γλώσσης των από το κοίλον της παλάμης των, θα, σας σώσω και θα παραδώσω εις τα χέρια σου τους Μαδιανίτας. Ολοι οι άλλοι Ισραηλίται ας επιστρέψουν ο καθένας στον τόπον του”. 7 Καὶ ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Γεδεών: «Μὲ αὐτοὺς τοὺς τριακοσίους ἄνδρες, ποὺ ἤπιαν νερὸν ἀπὸ τὴν χούφταν των, βγάζοντας ἔξω τὴν γλῶσσαν των, ὅπως τὴν βγάζει καὶ ὁ σκύλος, ὅταν πίνῃ νερόν, μὲ αὐτοὺς καὶ μόνον θὰ σᾶς σώσω καὶ θὰ παραδώσω τοὺς Μαδιανῖτες εἰς τὰ χέρια σου. Ὅλοι οἱ ἄλλοι Ἰσραηλῖται ἂς ἀποχωρήσουν καὶ ἂς πάῃ ὁ καθένας εἰς τὸν τόπον του».
8 καὶ ἔλαβον τὸν ἐπισιτισμὸν τοῦ λαοῦ ἐν χειρὶ αὐτῶν καὶ τὰς κερατίνας αὐτῶν, καὶ τὸν πάντα ἄνδρα ᾿Ισραὴλ ἐξαπέστειλεν ἄνδρα εἰς σκηνὴν αὐτοῦ καὶ τοὺς τριακοσίους ἄνδρας κατίσχυσε. καὶ ἡ παρεμβολὴ Μαδιὰμ ἦσαν αὐτοῦ ὑποκάτω ἐν τῇ κοιλάδι. 8 Οι απομείναντες αυτοί τριακόσιοι επήραν τα τρόφιμα και τας κερατίνας σάλπιγγας των άλλων Ισραηλιτών που έφυγαν. Ολους τους άλλους Ισραηλίτας έστειλεν ο Γεδεών εις την σκηνήν του τον καθένα· τους δε τριακοσίους άνδρας εκράτησε και ενίσχυσε δια τον πόλεμον. Το στρατόπεδον των Μαδιανιτών ήτο κάτω από το στρατόπεδον του Γεδεών εις την κοιλάδα. 8 Οἱ τριακόσιοι ποὺ ἔμειναν, ἐπῆραν τὰ τρόφιμα ἐκείνων ποὺ ἀπεχώρησαν, καὶ τὶς σάλπιγγες τὶς κατασκευασμένες ἀπὸ κέρατα ζώων. Ὁ δὲ Γεδεὼν ἔστειλε πίσω ὅλους τοὺς ἄλλους Ἰσραηλῖτες, τὸν καθένα εἰς τὴν σκηνήν του, καὶ ἐκράτησε μόνον τοὺς τριακοσίους, τοὺς ὁποίους ἐνίσχυσε καὶ ἐνεψύχωσε διὰ νὰ προχωρήσουν ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν. Τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν ἦταν κάτω ἀπὸ τὸ στρατόπεδον τοῦ Γεδεών, χαμηλὰ εἰς τὴν πεδιάδα Ἐσραελῶν.
9 καὶ ἐγενήθη ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Κύριος· ἀναστὰς κατάβηθι ἐν τῇ παρεμβολῇ, ὅτι παρέδωκα αὐτὴν ἐν τῇ χειρί σου· 9 Κατά την νύκτα εκείνην είπεν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “σήκω και κατέβα στο στρατόπεδον των Μαδιανιτών, διότι εγώ το έχω ήδη παραδώσει εις σέ. 9 Καὶ κατὰ τὴν ἰδίαν ἐκείνην νύκτα συνέβη τοῦτο: Ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Γεδεών: «Σήκω ἐπάνω καὶ κατέβα ἄφοβα κάτω εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν ἐχθρῶν σου· μὴ δειλιάζῃς, διότι τὸ ἔχω παραδώσει ὁλόκληρον εἰς τὰ χέρια σου.
10 καὶ εἰ φοβῇ σὺ καταβῆναι, κατάβηθι σὺ καὶ Φαρὰ τὸ παιδάριόν σου εἰς τὴν παρεμβολὴν 10 Εάν όμως φοβήσαι να καταβής μόνος σου στο εχθρικόν στρατόπεδον, πήγαινε μαζή με τον υπηρέτην σου Φορά. 10 Ἐὰν ὅμως φοβᾶσαι νὰ κατέβης εἰς τὸ στρατόπεδον, κατέβα παίρνοντας μαζί σου καὶ τὸν Φαρά, τὸν δοῦλον σου,
11 καὶ ἀκούσῃ, τί λαλήσουσι· καὶ μετὰ τοῦτο ἰσχύσουσιν αἱ χεῖρές σου, καταβήσῃ ἐν τῇ παρεμβολῇ. καὶ κατέβη αὐτὸς καὶ Φαρὰ τὸ παιδάριον αὐτοῦ πρὸς ἀρχὴν τῶν πεντήκοντα, οἳ ἦσαν ἐν τῇ παρεμβολῇ. 11 Εκεί θα ακούσης τι λέγουν οι εχθροί σου. Απ' αυτά δέ που θα ακούσης θα πάρης θάρρος και κατόπιν θα επιτεθής εναντίον του στρατοπέδου”. Πράγματι ο Γεδεών κατέβη μαζή με τον υπηρέτην του Φαρά προς την εμπροσθοφυλακήν του στρατοπέδου, η οποία περιελάμβανε πεντήκοντα άνδρας. 11 καὶ ἐκεῖ θὰ ἀκούσῃς τί θὰ εἰποῦν μεταξύ των τὴν ὥραν αὐτὴν οἱ ἐχθροί σου. Καὶ μετὰ ἀπὸ ὅσα θὰ ἀκούσῃς, θὰ λάβῃς πολὺ καὶ μεγάλο θάρρος καὶ θὰ κατέβῃς διὰ νὰ ὁρμήσῃς ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν σου». Πράγματι ὁ Γεδεὼν κατέβη μαζὶ μὲ τὸν Φαρά, τὸν δοῦλον του, καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν ἄκρην τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου, ὅπου εὑρίσκετο ἡ Ἐμπροσθοφυλακή, ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ πενῆντα ἄνδρες.
12 καὶ Μαδιὰμ καὶ ᾿Αμαλὴκ καὶ πάντες οἱ υἱοὶ ἀνατολῶν βεβλημένοι ἐν τῇ κοιλάδι ὡσεὶ ἀκρὶς εἰς πλῆθος, καὶ ταῖς καμήλοις αὐτῶν οὐκ ἦν ἀριθμός, ἀλλ᾿ ἦσαν ὡς ἡ ἄμμος ἡ ἐπὶ χείλους τῆς θαλάσσης εἰς πλῆθος. 12 Οι Μαδιανίται, οι Αμαληκίται και οι άλλοι από ανατολών νομάδες είχαν διασκορπισθή εις την κοιλάδα, πολυάριθμοι ωσάν τας ακρίδας. Αλλά και αι κάμηλοι αυτών ήσαν αναρίθμητοι, όσον οι κόκκοι της άμμου εις την παραλίαν. 12 Οἱ Μαδιανῖται, οἱ Ἀμαληκῖται καὶ οἱ ἄλλοι νομάδες τῆς Ἀραβικῆς ἐρήμου ἦσαν στρατοπεδευμένοι εἰς τὴν πεδιάδα Ἐσραελών, ἦσαν δὲ τόσον πολλοί, ὅσες καὶ οἱ ἀκρίδες· καὶ οἱ καμῆλες τους ἐπίσης ἦσαν ἀναρίθμητες. Ἦσαν τόσον πολλές, ὅσοι καὶ οἱ κόκκοι τῆς ἄμμου, ποὺ εὑρίσκεται ἀπλωμένη εἰς τὴν ἀκροθαλασσιάν.
13 καὶ ἦλθε Γεδεών, καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἐξηγούμενος τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐνύπνιον καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἐνυπνιασάμην ἐνύπνιον, καὶ ἰδοὺ μαγὶς ἄρτου κριθίνου στρεφομένη ἐν τῇ παρεμβολῇ Μαδιὰμ καὶ ἦλθεν ἕως τῆς σκηνῆς καὶ ἐπάταξεν αὐτήν, καὶ ἔπεσε, καὶ ἀνέστρεψεν αὐτὴν ἄνω, καὶ ἔπεσεν ἡ σκηνή. 13 Επλησίασεν ο Γεδεών εις την εμπροσθοφυλακήν και ιδού ακούει εναν άνδρα να διηγήται στον πλησίον αυτού το όνειρόν του και να του λέγη· “είδον ότι ενας κρίθινος άρτος κυλιόμενος στο στρατόπεδον των Μαδιανιτών έφθασεν έως την σκηνήν του αρχηγού μας και την εκτύπησεν· η σκηνή έπεσεν. Ο κρίθινος αυτός άρτος την αναποδογύρισεν. Ετσι έπεσε και κατεστράφη η σκηνή του αρχηγού μας”. 13 Παρ’ ὅλα αὐτὰ ὁ Γεδεὼν ἐπροχώρησε ἄφοβα καὶ ἔφθασεν ἔξω ἀπὸ μίαν σκηνήν· ἐτέντωσε τὰ αὐτιά του καὶ νά· ἕνας Μαδιανίτης διηγεῖτο εἰς τὸν σύντροφόν του τὸ ὄνειρον ποὺ εἶδε. Τοῦ ἔλεγε: «Πρόσεξε· εἶδα εἰς τὸν ὕπνον μου τὸ ἀκόλουθον ὄνειρον· Ἕνα κριθαρένιο ψωμί (στρογγυλό) ἐκυλοῦσε εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν, ἕως ὅτου ἔφθασε μέχρι τῆς σκηνῆς (τοῦ ἀρχιστρατήγου ἢ βασιλιᾶ ἢ κάποιου ἰσχυροῦ), τὴν ὁποίαν ἐκτύπησε· ἡ σκηνὴ ἀμέσως ἔπεσε. Τὸ κρίθινο ψωμὶ τὴν ἀναποδογύρισε, καὶ ἡ σκηνὴ ἔπεσε καὶ κατεστράφη».
14 καὶ ἀπεκρίθη ὁ πλησίον αὐτοῦ καὶ εἶπεν· οὐκ ἔστιν αὕτη εἰ μὴ ρομφαία Γεδεὼν υἱοῦ ᾿Ιωὰς ἀνδρὸς ᾿Ισραήλ· παρέδωκεν ὁ Θεὸς ἐν χειρὶ αὐτοῦ τὴν Μαδιὰμ καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολήν. 14 Ο πλησίον αυτού στρατιώτης που ήκουσε το όνειρον είπεν· “ο κρίθινος αυτός άρτος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ρομφαία του Γεδεών, του Ισραηλίτου, του υιού Ιωάς. Παρέδωκεν ο Θεός εις τα χέρια του τους Μαδιανίτας και όλον το στρατόπεδον μας”. 14 Ὁ ἄλλος Μαδιανίτης, ὁ σύντροφος ἐκεῖνον ποὺ διηγήθη τὸ ὄνειρον, ἀπάντησε ἐξηγῶντας τὸ ὄνειρον: «Τὸ κρίθινο καρβέλι, ποὺ εἶδες εἰς τὸ ὄνειρόν σου, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ τὸ ξίφος τοῦ Γεδεών, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωάς, τοῦ Ἰσραηλίτου· εἰς αὐτὸν παρέδωκεν ὁ Θεὸς τοὺς Μαδιανῖτες καὶ ὅλον τὸ στρατόπεδον των»,
15 καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσε Γεδεὼν τὴν ἐξήγησιν τοῦ ἐνυπνίου καὶ τὴν σύγκρισιν αὐτοῦ, καὶ προσεκύνησε Κυρίῳ καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὴν παρεμβολὴν ᾿Ισραὴλ καὶ εἶπεν· ἀνάστητε, ὅτι παρέδωκε Κύριος ἐν χειρὶ ἡμῶν τὴν παρεμβολὴν Μαδιάμ. 15 Οταν ο Γεδεών ήκουσε την διήγησιν και την εξήγησιν του ονείρου, προσεκύνησε τον Θεόν και επέστρεψεν στο Ισραηλιτικόν στρατόπεδον και είπε· “σηκωθήτε και ετοιμασθήτε, διότι ο Κυριος παρέδωκεν εις τα χέρια μας το στρατόπεδον των Μαδιανιτών”. 15 Καὶ τὴν ὥραν ποὺ ἄκουσε ὁ Γεδεὼν τὴν διήγησιν τοῦ ὀνείρου καὶ τὴν ἐξήγησίν του, γεμᾶτος εὐγνωμοσύνην ἔπεσεν ἀμέσως μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ ἐπροσκύνησε τὸν Κύριον. Καὶ (ἀμέσως) ἐγύρισε πίσω εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ γεμᾶτος θάρρος εἶπεν εἰς τοὺς τριακοσίους του: «Σηκωθῆτε καὶ ἐτοιμασθῆτε! Διότι ὁ Κύριος παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια μας τὸ στρατόπεδον τῶν Μαδιανιτῶν!»
16 καὶ διεῖλε τοὺς τριακοσίους ἄνδρας εἰς τρεῖς ἀρχὰς καὶ ἔδωκε κερατίνας ἐν χειρὶ πάντων καὶ ὑδρίας κενὰς καὶ λαμπάδας ἐν ταῖς ὑδρίαις 16 Εχώρισεν εις τρία τμήματα ανά εκατό τους τριακοσίους άνδρας και τους ετοποθέτησεν εις τρία σημεία γύρω από το εχθρικόν στράτευμα. Εδωκεν εις τα χέρια του καθενός από αυτούς τας κερατίνας σάλπιγγας, τας κενάς υδρίας και λαμπάδας μέσα εις τας υδρίας, 16 Ἔπειτα ὁ Γεδεὼν γεμᾶτος θάρρος καὶ πεποίθησιν εἰς τὸν Θεὸν ἐμοίρασε, σύμφωνα μὲ τὸν θεῖον φωτισμὸν ποὺ ἔλαβε, τοὺς τριακοσίους ἄνδρες του εἰς τρία τμήματα, ἀπὸ ἑκατὸν ἄνδρες εἰς τὸ κάθε τμῆμα. Εἰς τὰ χέρια τοῦ καθενὸς ἔδωκε ἀπὸ μιὰ κερατίνῃ σάλπιγγα καὶ ἀπὸ μιὰ στάμνα ἀδειανή, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν ὑπῆρχεν ἐφαρμοσμένη μιὰ λαμπάδα,
17 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· ἀπ᾿ ἐμοῦ ὄψεσθε καὶ οὕτω ποιήσετε· καὶ ἰδοὺ ἐγὼ εἰσπορεύομαι ἐν ἀρχῇ τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔσται καθὼς ἂν ποιήσω, οὕτω ποιήσετε· 17 και είπε προς αυτούς· “θα βλέπετε προς εμέ και ο,τι εγώ κάμνω θα κάμετε και σεις. Εγώ θα μεταβώ εις την εμπροσθοφυλακήν των εχθρών· ο,τι δε θα κάμω εγώ εκεί, το ιδιο θα κάμετε και σεις. 17 καὶ εἶπε πρὸς τοὺς στρατιῶτες του: «Ἐμὲ θὰ κυττάζετε καὶ θὰ κάμετε ὅ,τι κάμω ἐγώ. Νά· μόλις φθάσω εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ στρατοπέδου, θὰ γίνῃ τοῦτο: Ὅ,τὶ κάμω ἐγώ, τὸ ἴδιον θὰ κάμετε καὶ σεῖς.
18 καὶ σαλπιῶ ἐν τῇ κερατίνῃ ἐγώ, καὶ πάντες μετ᾿ ἐμοῦ σαλπιεῖτε ἐν ταῖς κερατίναις κύκλῳ ὅλης τῆς παρεμβολῆς καὶ ἐρεῖτε· τῷ Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών. 18 Εγώ θα σαλπίσω με την κερατίνην σάλπιγγα, σεις δε όλοι μαζή με εμέ θα σαλπίσετε με τας κερατίνας σάλπιγγας γύρω από το εχθρικόν στρατόπεδον και θα φωνάξετε· Ρομφαία τω Κυρίω και τω Γεδεών”. 18 Ὅταν δηλαδὴ ἐγὼ σαλπίσω μὲ τὴν κερατίνην σάλπιγγα, θὰ σαλπίσετε μαζί μου καὶ ὅλοι ἐσεῖς μὲ τὶς κεράτινες σάλπιγγες γύρω - γύρω ἀπὸ ὅλον τὸ στρατόπεδον καὶ θὰ φωνάζετε: «Τὸ σπαθί, ποὺ θὰ σφάξῃ καὶ θὰ ἐξοντώσῃ τώρα, εἶναι εἰς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Γεδεών»· (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: «Ἡ νίκη θὰ κερδηθῇ τώρα καὶ ἔτσι θὰ δοξασθῇ τώρα ὁ Κύριος μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Γεδεών!»)
19 καὶ εἰσῆλθε Γεδεὼν καὶ οἱ ἑκατὸν ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ ἐν ἀρχῇ τῆς παρεμβολῆς ἐν ἀρχῇ τῆς φυλακῆς μέσης καὶ ἐγείροντες ἤγειραν τοὺς φυλάσσοντας καὶ ἐσάλπισαν ἐν ταῖς κερατίναις καὶ ἐξετίναξαν τὰς ὑδρίας τὰς ἐν ταῖς χερσὶν αὐτῶν. 19 Ο Γεδεών μαζή με τους εκατόν άνδρας του επλησίασεν αθέατος εις την άκραν του εχθρικού στρατεύματος κατά την αλλαγήν της μεσαία, φουράς, και ακριβώς κατά την στιγμήν κατά την οποίαν οι άνδρες της πρώτης φρουράς εξυπνούσαν τους της δευτέρας δια να αναλάβουν υπηρεσίαν, οι περί τον Γεδεών εσάλπισαν με τας κερατίνας σάλπιγγας, έρριψαν με ορμήν κάτω και έθραυσαν τας υδρίας που είχαν εις τα χέρια των. 19 Ἔτσι ὁ Γεδεὼν καὶ οἱ ἑκατὸν ἄνδρες, ποὺ ἦσαν μαζί του, ἦλθαν εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ἐχθρικοῦ στρατοπέδου ὀλίγον πρὶν ἀπὸ τὰ μεσάνυκτα, εὐθὺς μετὰ τὴν ἀλλαγὴν τῆς μεσαίας φρουρᾶς (περὶ τὴν ἑνδεκάτην νυκτερινήν), ὁπότε οἱ ἄνδρες τῆς μιᾶς φρουρᾶς εἶχαν ξυπνήσει τοὺς ἄνδρες τῆς ἑπομένης, οἱ ὁποῖοι μόλις ἀνέλαβαν σκοπιάν. Τότε ἀκριβῶς ὁ Γεδεὼν καὶ ἡ ὁμάδα του ἐσάλπισαν μὲ τὶς κεράτινες σάλπιγγες καὶ ταυτοχρόνως ἐπέταξαν κάτω μὲ δύναμιν καὶ ἔσπασαν τὶς στάμνες, ποὺ ἐκρατοῦσαν εἰς τὰ χέρια των.
20 καὶ ἐσάλπισαν αἱ τρεῖς ἀρχαὶ ἐν ταῖς κερατίναις καὶ συνέτριψαν τὰς ὑδρίας καὶ ἐκράτησαν ἐν χερσὶν ἀριστεραῖς αὐτῶν τὰς λαμπάδας καὶ ἐν χερσὶ δεξιαῖς αὐτῶν τὰς κερατίνας τοῦ σαλπίζειν καὶ ἀνέκραξαν· ρομφαία τῷ Κυρίῳ καὶ τῷ Γεδεών. 20 Αμέσως εσάλπισαν οι άνδρες και των τριών τμημάτων με τας κερατίνας σάλπιγγάς των, συνέτριψαν τας υδρίας και, κρατούντες στο αριστερόν των χέρι τας λαμπάδας στο δεξιόν την κερατίνην σάλπιγγα, σαλπίζοντες εκραύγασαν· “ρομφαία τω Κυρίω και τω Γεδεών”. 20 Τὴν ἰδίαν στιγμὴν σάλπισαν καὶ οἰ ἄνδρες τῶν τριῶν ὁμάδων (τμημάτων) μὲ τὶς κεράτινες σάλπιγγες καὶ ταυτοχρόνως ἔσπασαν τὶς στάμνες· καὶ ἐκράτησαν εἰς τὰ ἀριστερά των χέρια τὶς ἀναμμένες λαμπάδες καὶ εἰς τὰ δεξιά τῶν χέρια τὶς σάλπιγγες, μὲ τὶς ὁποῖες ἐσάλπιζαν· καὶ (κάποιαν στιγμὴν ποὺ ἐσταμάτησαν ὅλες οἱ σάλπιγγες) τριακόσια στόματα ἐφώναξαν δυνατὰ τὸ σύνθημα: «Τὸ σπαθί, ποὺ θὰ σφάζῃ καὶ θὰ ἐξοντώσῃ τώρα, εἶναι εἰς τὰ χέρια τοῦ Κυρίου καὶ τοῦ Γεδεών»· (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: «Ἡ νίκη θὰ κερδηθῇ τώρα καὶ ἔτσι θὰ δοξασθῇ τώρα ὁ Κύριος μὲ τὸ σπαθὶ τοῦ Γεδεών!»)
21 καὶ ἔστησεν ἀνὴρ ἐφ᾿ ἑαυτῷ κύκλῳ τῆς παρεμβολῆς, καὶ ἔδραμε πᾶσα ἡ παρεμβολὴ καὶ ἐσήμαναν καὶ ἔφυγον. 21 Εμεινε δε ο καθένας των όρθιος και ακίνητος γύρω από το εχθρικόν στράτευμα. Ολοι δε οι εχθροί, νομίσαντες ότι είχον περικυκλωθή ετράπησαν εις φυγήν, έδωσαν δια σαλπίγγων το σύνθημα της φυγής και έφυγον πανικοβλητοι. 21 Καὶ κάθε στρατιώτης τοῦ Γεδεὼν ἐστάθη ἀκίνητος εἰς τὴν θέσιν του γύρω ἀπὸ τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον· καὶ ὅταν οἰ ἐχθροὶ εἶδαν νὰ τοὺς ζώνουν φλόγες καὶ νὰ σαλπίζουν σάλπιγγες, κατελήφθησαν ἀπὸ ἀσυγκράτητον πανικὸν καὶ ἐτράπησαν εἰς ἄτακτον φυγήν· οἱ ἐχθροὶ ἐσάλπισαν ἀναχώρησιν καὶ ἔφυγαν τρομοκρατημένοι.
22 καὶ ἐσάλπισαν ἐν ταῖς τριακοσίαις κερατίναις, καὶ ἔθηκε Κύριος τὴν ρομφαίαν ἀνδρὸς ἐν τῷ πλησίον αὐτοῦ ἐν πάσῃ τῇ παρεμβολῇ, 22 Αλλά και οι τριακόσιοι εσάλπισαν πάλιν με τας κερατίνας σάλπιγγας. Ο Κυριος ενέβαλλε τέτοιαν σύγχυσιν στο εχθρικόν στράτευμα, ώστε εις όλον το στρατόπεδον ο ενας έστρεφε την μάχαιραν εναντίον του άλλου και αλληλοεφονεύοντο, 22 Καὶ ἐνῷ οἱ ἄνδρες τοῦ Γεδεὼν ἐσάλπιζαν μὲ τὶς τριακόσιες κεράτινες σάλπιγγες, ὁ Κύριος ἐνέβαλε πανικόν, σύγχυσιν καὶ σαστιμάρα εἰς τοὺς ἐχθρούς, ὥστε ὁ καθένας ἐνόμιζε τὸν διπλανόν του ὡς ἐχθρὸν Ἰσραηλίτην καὶ στρατιώτην τοῦ Γεδεὼν καὶ ἐσκότωνε μέσα εἰς τὸ στρατόπεδον ὁ ἕνας τὸν ἄλλον σύντροφόν του, τὸν ὁποῖον ἐθεωροῦσε ἐχθρόν! Ἔτσι οἱ ἐχθροὶ ἀλληλοεξωντώνοντο!
23 καὶ ἔφυγεν ἡ παρεμβολὴ ἕως Βηθσεεδτὰ Γαραγαθὰ ἕως χείλους ᾿Αβωμεουλὰ ἐπὶ Ταβάθ. καὶ ἐβόησαν ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ Νεφθαλὶ καὶ ἀπὸ ᾿Ασὴρ καὶ ἀπὸ παντὸς Μανασσῆ καὶ ἐδίωξαν ὀπίσω Μαδιάμ. 23 Ετσι έφυγεν ο εχθρικός στρατός και έφθασεν μέχρι της Βηθσεεδτά Γαραγαθά έως στο άκρον του Αβωμεουλά πλησίον Ταβάθ. Τοτε ένα μέρος από την φυλήν Νεφθαλί και Ασήρ και ολόκληρος η φυλή Μανασσή κατεδίωξαν με κραυγάς και αλλαλαγμούς, τους φεύγοντας Μαδιανίτας. 23 Καὶ τὸ ἐχθρικὸν στρατόπεδον ἔφυγε καὶ ἔφθασε μέχρι τῆς Βηθσεεδτὰ Γαραγαθὰ καὶ μέχρι τὰ σύνορα Ἀβωμεουλὰ πρὸς τὴν Ταβάθ. Καὶ συνεκεντρώθησαν Ἰσραηλῖται ἀπὸ τὴν φυλὴν Νεφθαλὶ καὶ ἀπὸ τὴν φυλὴν Ἀσὴρ καὶ ἀπὸ ὅλην τὴν φυλὴν Μανασσῆ καὶ κατεδίωξαν τοὺς Μαδιανῖτες.
24 καὶ ἀγγέλους ἐπέστειλε Γεδεὼν ἐν παντὶ ὄρει ᾿Εφραὶμ λέγων· κατάβητε εἰς συνάντησιν Μαδιὰμ καὶ καταλάβετε ἑαυτοῖς τὸ ὕδωρ ἕως Βαιθηρὰ καὶ τὸν ᾿Ιορδάνην· καὶ ἐβόησε πᾶς ἀνὴρ ᾿Εφραὶμ καὶ προκατελάβοντο τὸ ὕδωρ ἕως Βαιθηρὰ καὶ τὸν ᾿Ιορδάνην. 24 Ο Γεδεών έστειλεν αγγελιαφόρους εις όλους τους κατοικούντας το όρος Εφραίμ και είπε προς αυτούς· “καταβήτε και σεις από το όρος εις καταδίωξιν των Μαδιανιτών. Τρέξατε και καταλάβετε σεις τας υδατίνας διαβάσεις μέχρι Βαιθηρά και τον Ιορδάνην, ώστε να μη έχουν τόπον διαφυγής οι Μαδιανίται”. Ολη η φυλή Εφραίμ με αλλαλαγμόν ώρμησαν και κατέλαβον εγκαίρως τας διόδους εντεύθεν του Ιορδάνου έως Βαιθηρά. 24 Καὶ ὁ Γεδεὼν ἔστειλεν ἀγγελιαφόρους εἰς ὅλην τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τοῦ Ἐφραὶμ καὶ εἶπε: «Κατέβητε κάτω διὰ νὰ ἐπιτεθῆτε ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν· καὶ καταλάβετε σεῖς πρὶν ἀπὸ τοὺς Μαδιανῖτες τὶς διαβάσεις τῶν παραποτάμων (τῶν ρεμάτων δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη) μέχρι Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην». Καὶ ὅλοι οἰ ἄνδρες τῆς φυλῆς Ἐφραὶμ ἐμαζεύθησαν καὶ μὲ πολεμικὴν ἰαχὴν ὥρμησαν καὶ κατέλαβαν πρὶν ἀπὸ τοὺς Μαδιανῖτες τὶς διαβάσεις τῶν παραποταμων (τῶν ρεμάτων δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη) μέχρι Βαιθηρὰ καὶ τὸν Ἰορδάνην.
25 καὶ συνελάβοντο τοὺς ἄρχοντας Μαδιὰμ καὶ τὸν ᾿Ωρὴβ καὶ τὸν Ζὴβ καὶ ἀπέκτειναν τὸν ᾿Ωρὴβ ἐν Σοὺρ καὶ τὸν Ζὴβ ἀπέκτειναν ἐν ῾Ιακεφζήφ καὶ κατεδίωξαν Μαδιὰμ· καὶ τὴν κεφαλὴν ᾿Ωρὴβ καὶ Ζὴβ ἤνεγκαν πρὸς Γεδεὼν ἀπὸ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου. 25 Συνέλαβαν τους αρχηγούς των Μαδιανιτών, τον Ωρήβ και Ζηβ. Τον μεν Ωρήβ εφόνευσαν εις Σούρ, τον δε Ζηβ εφονευεσαν εις Ιακεφζήφ, και κατεδίωξαν πέραν του Ιορδάνου τους διαφυγόντας Μαδιανίτας. Επιστρέφοντες δε από την πέραν του Ιορδάνου περιοχήν έγεραν προς τον Γεδεών την κεφαλήν του Ωρήβ και του Ζηβ. 25 Καὶ συνέλαβαν τοὺς δύο ἀρχηγοὺς τῶν Μαδιανιτῶν, τὸν Ὠρὴβ καὶ τὸν Ζήβ· καὶ ἐσκότωσαν τὸν Ὠρὴβ εἰς τὴν Σοὺρ καὶ τὸν Ζὴβ ἐσκότωσαν εἰς τὴν Ἰακεφζὴφ καὶ κατεδίωξαν πέραν τὸν Ἰορδάνη τοὺς Μαδιανῖτες. Καὶ ἔφεραν τὶς κεφαλὲς τοῦ Ὠρὴβ καὶ τοῦ Ζὴβ εἰς τὸν Γεδεών, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς τὴν ἄλλην πλευράν (τὴν ἀνατολικήν) τοῦ Ἰορδάνη καὶ κατεδίωκε τοὺς Μαδιανῖτες.