Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου, καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρὶ Μαδιὰμ ἑπτὰ ἔτη. | 1 Παλιν όμως οι Ισραηλίται ημάρτησαν, εξέκλιναν εις την ειδωλολατρείαν και την αμαρτίαν ενώπιον του Θεού, δι' αυτό και τους παρέδωκεν ο Θεός εις τα χέρια των Μαδιανιτών επί επτά έτη. | 1 Οἱ Ἰσραηλῖται παρεσύρθησαν καὶ πάλιν εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, δηλαδὴ ἐλάτρευσαν τὰ εἴδωλα· δι' αὐτὸ ὁ Κύριος τοὺς ἐγκατέλειψε καὶ τοὺς παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τῶν Μαδιανιτῶν ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια. |
2 καὶ ἴσχυσε χεὶρ Μαδιὰμ ἐπὶ ᾿Ισραήλ· καὶ ἐποίησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ἀπὸ προσώπου Μαδιὰμ τὰς τρυμαλιὰς τὰς ἐν τοῖς ὄρεσι καὶ τὰ σπήλαια καὶ τὰ κρεμαστά. | 2 Οι δε Μαδιανίται τους κατέθλιβον πάρα πολύ. Οι Ισραηλίται φεύγοντες τας καταπιέσεις των Μαδιανιτών ετράπησαν και εκρύβησαν εις όπάς που ήνοιγον εις τα όρη, εις τα σπήλαια και εις αποτόμους βράχους. | 2 Καὶ ἡ καταπίεσις τῶν Μαδιανιτῶν ὑπῆρξε μεγάλη καὶ βαρεῖα ἐπανῶ εἰς τοὺς Ἰσραηλίτες· ἕνεκα τῆς καταπιέσεως αὐτῆς οἱ Ἰσραηλῖται διὰ νὰ σωθοῦν κατέφευγαν εἰς τὶς τρῶγλες καὶ τὰ ἄντρα, ποὺ ὑπάρχουν εἰς τὰ βουνά, καὶ εἰς τὰ σπήλαια καὶ εἰς τοὺς ἀποκρήμνους βράχους, ποὺ εἶναι ἀσφαλῆ σὰν φρούρια. |
3 καὶ ἐγένετο ἐὰν ἔσπειραν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραήλ, καὶ ἀνέβαινον Μαδιὰμ καὶ ᾿Αμαλήκ, καὶ οἱ υἱοὶ ἀνατολῶν συνανέβαινον αὐτοῖς· καὶ παρενέβαλον εἰς αὐτοὺς | 3 Οταν οι Ισραηλίται έσπερναν και επλησίαζεν ο καιρός του θερισμού, ήρχοντο οι Μαδιανίται και οι Αμαληκίται μαζή δέ με αυτούς και νομάδες της αραβικής ερήμου και επετίθεντο εναντίον των, | 3 Καὶ συνέβαινε τοῦτο: Ὅταν ἔσπερναν οἱ Ἰσραηλῖται καὶ τὰ στάχυα ἦσαν ἕτοιμα διὰ τὸν θερισμόν, ἤρχοντο οἱ Μαδιανῖται καὶ οἱ Ἀμαληκῖται· μαζί τους δὲ ἀνέβαιναν καὶ οἱ νομάδες τῆς Ἀραβικῆς ἔρημου· καὶ ὅλοι αὐτοὶ ἐπετίθεντο ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
4 καὶ κατέφθειραν τοὺς καρποὺς αὐτῶν ἕως ἐλθεῖν εἰς Γάζαν καὶ οὐ κατελείποντο ὑπόστασιν ζωῆς ἐν τῇ γῇ ᾿Ισραὴλ οὐδὲ ἐν τοῖς ποιμνίοις ταῦρον καὶ ὄνον· | 4 εθεριζαν αυτοί τα γεννήματά των και κατέστρεφαν την άλλην παραγωγήν μέχρι της Γαζης και δεν άφηναν καμμίαν τροφήν προς συντήρησιν εις την χώραν των Ισραηλιτών, μεταξύ δε των κοπαδιών ούτε ταυρον ούτε όνον. | 4 Καὶ αὐτοὶ ἐθέριζαν τοὺς καρποὺς καὶ κατέστρεφαν ὅλην τὴν παραγωγὴν τῶν Ἰσραηλιτῶν μέχρι τῆς πόλεως τῆς Γάζης· ἔτσι δὲν ἄφηναν καθόλου τροφὲς διὰ συντήρησιν ἀπὸ τὴν γεωργίαν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ εἰς τὰ κοπάδια τῶν ζώων (δὲν ἄφηναν) οὔτε ταῦρον οὔτε ὄνον. |
5 ὅτι αὐτοὶ καὶ αἱ κτήσεις αὐτῶν ἀνέβαινον καὶ αἱ σκηναὶ αὐτῶν παρεγίνοντο καθὼς ἀκρὶς εἰς πλῆθος, καὶ αὐτοῖς καὶ ταῖς καμήλοις αὐτῶν οὐκ ἦν ἀριθμός, καὶ ἤρχοντο εἰς τὴν γῆν ᾿Ισραὴλ καὶ διέφθειρον αὐτήν. | 5 Οι εχθροί εισωρμούσαν εις την Παλαιστίνην αυτοί και τα ζώα των και όλος ο όχλος των, πολυάριθμοι ωσάν τας ακρίδας. Αυτοί και αι κάμηλοί των ήσαν αναρίθμητοι. Εισωρμούσαν εις την γην του Ισραήλ και την κατέστρεφαν εξ ολοκλήρου. | 5 Ἡ καταστροφὴ τῆς γεωργίας καὶ τῆς κτηνοτροφίας ἦταν πλήρης, διότι οἱ ἐχθροὶ αὐτοὶ εἰσέβαλλαν εἰς τὴν Χαναὰν μὲ τὰ ζῶα των καὶ μέ τὶς σκηνές των καὶ ἢρχοντο πάρα πολλοί, ὡσὰν τὰ στίφη τῶν ἀκρίδων. Τόσον αὐτοί, ὅσον καὶ οἱ καμῆλες τῶν, ἦσαν ἀμέτρητοι· καὶ εἰσέβαλλαν εἰς τὴν χώραν τοῦ Ἰσραὴλ καὶ τὴν κατέστρεφαν ἐντελῶς. |
6 καὶ ἐπτώχευσεν ᾿Ισραὴλ σφόδρα ἀπὸ προσώπου Μαδιάμ, | 6 Ετσι δε οι Ισραηλίται κατήντησαν εις μεγάλην πτωχείαν και πείναν εξ αιτίας των λεηλασιών και καταπιέσεων από τους Μαδιανίτας. | 6 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἔγιναν πάρα πολὺ πτωχοὶ ἕνεκα τῶν ἐπιδρομῶν, τῆς ἐρημώσεως καὶ τῆς καταπιέσεως τῶν Μαδιανιτῶν. |
7 καὶ ἐβόησαν υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πρὸς Κύριον ἀπὸ προσώπου Μαδιάμ. | 7 Εκραξαν τότε οι Ισραηλίται προς τον Κυριον με πίστιν και εζήτησαν σωτηρίαν από την μάστιγα των Μαδιανιτών. | 7 Μέσα εἰς τὴν μεγάλην των συμφορὰν οἱ Ἰσραηλῖται ὕψωσαν κραυγὴν ἰσχυρὰν καὶ ἐφώναζαν μὲ ἱκεσίαν δυνατὴν πρὸς τὸν Κύριον, διὰ νὰ τοὺς λυτρώσῃ ἀπὸ τὴν ἀφόρητον καταπίεσιν τῶν Μαδιανιτῶν. |
8 καὶ ἐξαπέστειλε Κύριος ἄνδρα προφήτην πρὸς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ, καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· ἐγώ εἰμι ὃς ἀνήγαγον ὑμᾶς ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐξήγαγον ὑμᾶς ἐξ οἴκου δουλείας ὑμῶν | 8 Τοτε ο Κυριος έστειλε προς τους Ισραηλίτας άνδρα προφήτην, ο οποίος και είπε προς αυτούς· “αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Εγώ είμαι εκείνος ο ποίος σας ανεβίβασα από την Αίγυπτον, εγώ σας έβγαλα από την χώραν εκείνην της δουλείας σας. | 8 Καὶ ὁ Θεὸς ἀπέστειλεν ἕνα προφήτην πρὸς τοὺς Ἰσραηλῖτες, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐμίλησε ἐξ ὀνόματος τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς εἶπε: «Αὐτὰ λέγει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: «Ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος σᾶς ἀνέβασα ἐδῶ ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ σᾶς ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὴν χώραν ἐκείνην, εἰς τὴν ὁποίαν ἦσθε σκλάβοι· |
9 καὶ ἐρρυσάμην ὑμᾶς ἐκ χειρὸς Αἰγύπτου καὶ ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θλιβόντων ὑμᾶς καὶ ἐξέβαλον αὐτοὺς ἐκ προσώπου ὑμῶν καὶ ἔδωκα ὑμῖν τὴν γῆν αὐτῶν | 9 Σας απήλλαξα από την τυραννίαν της Αιγύπτου, από την καταπίεσιν εκείνων που σας κατέθλιβαν· τους απεμάκρυνα από κοντά σας, σας έφερα εις την γην της Επαγγελίας, την οποίαν και έδωκα ως ιδικήν σας. | 9 ἐγὼ σᾶς ἐλευθέρωσα ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἀπὸ τὰ χέρια ὅλων αὐτῶν, οἱ ὁποῖοι σᾶς κατεπίεζαν· καί (ἐγὼ εἶμαι ἐκεῖνος πού) τοὺς ἔδιωξα ἀπ’ ἐμπρός σας, ὥστε νὰ μὴ τοὺς βλέπετε πλέον, καὶ σᾶς ἔδωκα τὴν χώραν αὐτήν, ποὺ κατέχετε τώρα σὰν νοικοκυραῖοι, καὶ σᾶς ἐγκατέστησα εἰς αὐτήν». |
10 καὶ εἶπα ὑμῖν· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὑμῶν, οὐ φοβηθήσεσθε τοὺς θεοὺς τοῦ ᾿Αμορραίου, ἐν οἷς ὑμεῖς κάθησθε ἐν τῇ γῇ αὐτῶν· καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς φωνῆς μου. | 10 Και σας είπα· Εγώ θα είμαι Κυριος ο Θεός σας· δεν θα σεβασθήτε και δεν θα λατρεύσετε τους θεούς των Αμορραίων, εις την χώραν των οποίων σεις μεταξύ αυτών έχετε εγκατασταθή. Αλλά σεις δεν υπηκούσατε εις την εντολήν μου”. | 10 Καὶ σᾶς εἶπα καθαρά: «Ἐγὼ καὶ μόνον ἐγὼ εἶμαι ὁ Κύριος καὶ Θεός σᾶς· ἐφ' ὅσον μένετε κοντά μου, δὲν ἐπιτρέπεται κατ' οὐδένα λόγον νὰ σεβασθῆτε καὶ νὰ λατρεύσετε τοὺς ψεύτικους θεοὺς τῶν Ἀμορραίων, εἰς τὴν χώραν τῶν ὁποίων ἐμπήκατε ὡς κατακτηταὶ καὶ ἐγκατασταθήκατε μόνιμα εἰς αὐτήν». Ἀλλὰ σεῖς δὲν μὲ ἀκούσατε οὔτε ἐπειθαρχήσατε εἰς ὅ,τι σᾶς παρήγγειλα καὶ σᾶς διέταξα. Δι' αὐτὸ καὶ ὑποφέρετε τώρα». |
11 Καὶ ἦλθεν ἄγγελος Κυρίου καὶ ἐκάθισεν ὑπὸ τὴν τερέμινθον τὴν ἐν ᾿Εφραθὰ τὴν ᾿Ιωὰς πατρὸς τοῦ ᾿Εσδρί, καὶ Γεδεὼν ὁ υἱὸς αὐτοῦ ραβδίζων σῖτον ἐν ληνῷ εἰς ἐκφυγεῖν ἀπὸ προσώπου τοῦ Μαδιάμ. | 11 Αγγελος δε Κυρίου ήλθε και εκάθησε κάτω από την τερέβινθον την ευρισκομένην εις την πόλιν Εφραθά η οποία ανήκεν στον Ιωάς, τον καταγόμενον από την πατριάν Εσδρί. Την ώραν εκείνην ο Γεδεών, υιός του Ιωάς ερράβδιζε τα στάχυα κρυπτόμενος εντός του ληνού, δια να αποφύγη τους Μαδιανίτας. | 11 Τότε ἦλθεν ἄγγελος Κυρίου μὲ μορφὴν ἀνθρωπίνην καὶ ἐκάθισε σὰν ξένος ὁδοιπόρος κάτω ἀπὸ τὸ δένδρον τερέβινθος, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὴν Ἐφραθά, ἡ ὁποία ἀνῆκεν εἰς τὸν Ἰωάς, ποὺ κατήγετο ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἐσδρί· τὴν ὥραν ἐκείνην ὁ Γεδεών, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάς, κλεισμένος μέσα εἰς ἕνα ληνὸν ἐρράβδιζε μερικὰ στάχυα ποὺ εἶχε, τὰ ὁποῖα προσπαθοῦσε νὰ κρύψῃ ἀπὸ τοὺς Μαδιανῖτες, διὰ νὰ μὴ τοῦ τὰ ἀρπάξουν. |
12 καὶ ὤφθη αὐτῷ ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν· Κύριος μετὰ σοῦ, ἰσχυρὸς τῶν δυνάμεων. | 12 Εις αυτόν παρουσιάσθη ο άγγελος Κυρίου και του είπε· “ο Κυριος, ο ισχυρός και κραταιός είναι μαζή σου”! | 12 Καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου, ποὺ εἶχεν ἔλθει μὲ μορφὴν ἀνθρώπου, παρουσιάσθη εἰς τὸν Γεδεὼν καὶ τοῦ εἶπε: «Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου· ὁ Κύριος, ποὺ εἶναι παντοδύναμος καὶ ὁρίζει καὶ κυβερνᾷ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις, ὥστε κανένας νὰ μὴ ἠμπορῇ νὰ φανῇ δυνατώτερός του» (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: «Ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου, γενναῖε καὶ δυνατὲ ἀνθρωπε!») |
13 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Γεδεών· ἐν ἐμοί, Κύριέ μου, καὶ εἰ ἔστι Κύριος μεθ᾿ ἡμῶν, εἰς τί εὗρεν ἡμᾶς τὰ κακὰ ταῦτα; καὶ ποῦ ἐστι πάντα τὰ θαυμάσια αὐτοῦ, ἃ διηγήσαντο ἡμῖν οἱ πατέρες ἡμῶν λέγοντες, μὴ οὐχὶ ἐξ Αἰγύπτου ἀνήγαγεν ἡμᾶς Κύριος; καὶ νῦν ἐξέρριψεν ἡμᾶς καὶ ἔδωκεν ἡμᾶς ἐν χειρὶ Μαδιάμ. | 13 Ο Γεδεών απήντησε προς τον άγγελον· “Κυριέ μου, είναι μαζή μας ο Θεός; Εάν πράγματι ο Κυριος είναι μαζή μας, τότε διατί μας ευρήκαν τα φοβερά και ατελείωτα αυτά κακά; Και που είναι τα θαυμαστά εκείνα έργα αυτού, τα οποία διηγήθησαν εις ημάς οι πατέρες μας λέγοντες· Ο Κυριος δεν είναι εκείνος, ο οποίος μας έβγαλεν ελευθέρους από την Αίγυπτον; Τωρα όμως μας απέρριψε και μας παρέδωκεν εις τα χέρια των Μαδιανιτών” ! | 13 Ὁ Γεδεὼν ἀπεκρίθη εἰς τὸν ἄγνωστόν του, τὸν ὁποῖον δὲν ἐφαντάσθη καθόλου ὅτι ἦταν ἄγγελος Κυρίου, καὶ εἶπε: «Νὰ τὸ πιστεύσω, Κύριέ μου, ὅτι ὁ Κύριος εἶναι μαζί μου; Ἂν ὁ Κύριος εἶναι μαζί μας, τότε διατὶ μᾶς ηὗραν ὅλα αὐτὰ τὰ κακά, ποὺ ὑποφέρομεν; Καὶ ποὺ εἶναι τὰ τόσα θαυμαστὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα μᾶς διηγήθησαν οἱ πατέρες μας, οἱ ὁποῖοι μᾶς εἶπαν· «δὲν μᾶς ἔβγαλεν ὁ Κύριος ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου καὶ δὲν μᾶς ἀνέβασε ἐδῶ;» Τώρα ὅμως ὁ Κύριος μᾶς ἐγκατέλειψε, μᾶς ἀπεδοκίμασεν ὅλους καὶ μᾶς παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια τῶν Μαδιανιτῶν!» |
14 καὶ ἐπέστρεψε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος Κυρίου καὶ εἶπε· πορεύου ἐν τῇ ἰσχύϊ σου ταύτῃ καὶ σώσεις τὸν ᾿Ισραὴλ ἐκ χειρὸς Μαδιάμ· ἰδοὺ ἐξαπέστειλά σε. | 14 Εστράφη ο άγγελος Κυρίου προς αυτόν και του είπε· “πήγαινε και με αυτήν την δύναμιν που έχεις θα ελευθερώσης τους Ισραηλίτας από τα χέρια των Μαδιανιτών. Ιδού εγώ σε έχω στείλει δια τον σκοπόν αυτόν”. | 14 Ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐστράφη μὲ πολλὴν οἰκειότητα καὶ συμπάθειαν πρὸς τὸν Γεδεών, τὸν ἐνεψύχωσε καὶ τοῦ εἶπε: «Πήγαινε μὲ τὴν δύναμιν αὐτήν, ποὺ σοῦ μεταδίδω τώρα, καὶ ἡ ὁποία θὰ σὲ ἐνισχύῃ πάντα· πήγαινε χωρὶς να δειλιάζῃς καὶ θὰ ἐλευθερώσῃς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαὸν ἀπὸ τὴν τυραννίαν τῶν Μαδιανιτῶν· νά, τὴν στιγμὴν αὐτὴν σοῦ ἀναθέτω ἐγὼ τὴν ἀποστολὴν αὐτὴν καὶ σὲ στέλλω». |
15 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Γεδεών· ἐν ἐμοί, Κύριέ μου, ἐν τίνι σώσω τὸν ᾿Ισραήλ; ἰδοὺ ἡ χιλιάς μου ἠσθένησεν ἐν Μανασσῇ, καὶ ἐγώ εἰμι μικρότερος ἐν οἴκῳ τοῦ πατρός μου. | 15 Ο Γεδεών είπε προς αυτόν· “εγώ, Κυριέ μου; Και με ποίαν δύναμιν θα σώσω τους Ισραηλίτας; Ιδού η πολυάριθμος γενεά μου εις την φυλήν του Μανασσή έχει εξασθενήσει και εγώ είμαι ο μικρότερος μέσα εις την πατρικήν μου οικογένειαν”. | 15 Ὁ Γεδεὼν ὅμως ἀπάντησε εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Εἰς ἐμέ, Κύριέ μου, ἀπέβλεψες; Πῶς καὶ μὲ τὶ ἠμπορῶ ἐγὼ ὁ ἀδύνατος καὶ ἀνίσχυρος νὰ ἐλευθερώσω τὸν Ἰσραήλ; Διότι να· ἡ γενεά μου εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Μανασσῆ λιγόστευσε καὶ ἀδυνάτισε τόσον πολύ, ὥστε δὲν ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ βασίζεται εἰς αὐτήν. Ἐγὼ δὲ εἶμαι ὁ πιὸ ἄσημος εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ πατέρα μου· ἔμενα λοιπὸν ἐδιάλεξες;» |
16 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος Κυρίου· Κύριος ἔσται μετὰ σοῦ, καὶ πατάξεις τὴν Μαδιὰμ ὡσεὶ ἄνδρα ἕνα. | 16 Ο δε άγγελος Κυρίου του είπε· “ο Κυριος θα είναι μαζή σου και θα εξοντώσης τους Μαδιανίτας, ωσάν να είναι ένας άνθρωπος”. | 16 Ὁ ἄγγελος Κυρίου ἀπάντησε εἰς τὸν Γεδεών: «Μόνος σου καὶ μὲ ὅλην ἀκόμη τὴν οἰκογένειάν σου δὲν μπορεῖς νὰ τὰ βγάλῃς πέρα. Σοῦ τὸ εἶπα, τὸ λέγω ὅμως καὶ πάλιν καθαρὰ καὶ σὲ βεβαιώνω ἀπόλυτα: Ὁ παντοδύναμος Κύριος θὰ εἶναι μαζί σου. Θὰ σὲ βοηθῇ εἰς τὶς μάχες, θὰ σὲ φωτίζῃ πῶς νὰ ἐνεργῇς καὶ ἔτσι θὰ κτυπήσῃς καὶ θὰ ρίψῃς κάτω νικημένους καὶ νεκροὺς ὅλους τοὺς Μαδιανῖτες, σὰν νὰ ἦσαν ἕνας ἄνθρωπος!» |
17 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν Γεδεών· εἰ δὴ εὗρον ἔλεος ἐν ὀφθαλμοῖς σου καὶ ποιήσεις μοι σήμερον πᾶν ὅ,τι ἐλάλησας μετ᾿ ἐμοῦ, | 17 Ο Γεδεών είπε προς αυτόν· “εάν εγώ ευρίσκω κάποιον συμπάθειαν και καλωσύνην ενώπιόν σου και πραγματοποίησης εις εμέ σήμερον ολα όσα μου είπες, | 17 Ὁ Γεδεὼν ἀπάντησε εἰς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐὰν πραγματικὰ εὑρῆκα ἔλεος εἰς τὰ μάτιά σου, ἐὰν πραγματικὰ μὲ λυπᾶσαι, καὶ ἐὰν ὅσα μοῦ εἶπες σήμερα, πρόκειται νὰ πραγματοποιηθοῦν, |
18 μὴ χωρισθῇς ἐντεῦθεν ἕως τοῦ ἐλθεῖν με πρός σε, καὶ ἐξοίσω τὴν θυσίαν καὶ θύσω ἐνώπιόν σου. καὶ εἶπεν· ἐγώ εἰμι, καθήσομαι ἕως τοῦ ἐπιστρέψαι σε. | 18 μη απομακρυνθης από εδώ, μέχρις ότου επανέλθω κοντά σου και φέρω ζώον προς θυσίαν, δια να θυσιάσω ενώπιόν σου”. Εκείνος είπεν· “ναι, θα καθήσω εδώ μέχρις ότου επιστρέψης”. | 18 (τότε σὲ παρακαλῶ) μὴ ἀπομακρυνθῇς ἀπὸ ἐδω, ἕως ὅτου γυρῖσω πάλιν κοντά σου καὶ φέρω τὴν θυσίαν, τὴν ὁποίαν θὰ προσφέρω ἐδῶ ἐμπρός σου». Καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου τοῦ ἀπεκρίθη: « Ναί· θὰ περιμένω, δὲν θὰ φύγω ἀπὸ ἐδῶ, ἕως ὅτου ἐπιστρέψῃς». |
19 καὶ Γεδεὼν εἰσῆλθε καὶ ἐποίησεν ἔριφον αἰγῶν καὶ οἰφὶ ἀλεύρου ἄζυμα καὶ τὰ κρέα ἔθηκεν ἐν τῷ κοφίνῳ καὶ τὸν ζωμὸν ἔβαλεν ἐν τῇ χύτρᾳ καὶ ἐξήνεγκεν αὐτὰ πρὸς αὐτὸν ὑπὸ τὴν τερέμινθον καὶ προσήγγισε. | 19 Ο Γεδεών εισήλθεν στον οίκον του, έσφαξε και έβρασε ένα ερίφιον, κατεσκεύασε λαγάνες άζυμες με ένα οιφί αλεύρου (20 περίπου κιλά), έβαλεν αυτάς και τα κρέατα εντός κοφίνου, τον δε ζωμόν εις μίαν χύτραν και έφερεν αυτά στον άγγελον ο οποίος εκάθητο κάτω από την τερέβινθον και επλησίασε προς αυτόν. | 19 Καὶ ὁ Γεδεὼν ἐμπῆκε εἰς τὸ σπίτι του καί (γρήγορα - γρήγορα) ἐμαγείρεψε ἕνα μικρὸ καὶ τρυφερὸ κατσίκι καὶ ἐτοίμασε ἄζυμα (λαγάνες) μὲ 32 περίπου ὀκάδες ἀλεύρι (- περίπου 41 κιλά· κατ' ἄλλους ὅμως, 20 περίπου κιλὰ καὶ κατ' ἄλλους 10 κιλά). Καὶ ἔβαλε τὰ κρέατα εἰς ἕνα κοφίνι (κάνιστρον ἢ καλάθι) καὶ τὸ ζουμὶ τοῦ κρέατος τὸ ἔβαλε εἰς μίαν χύτραν καὶ τὰ ἔφερεν εἰς τὸν ἄγγελον Κυρίου, ὁ ὁποῖος ἐκάθητο κάτω ἀπὸ τὴν τερέβινθον· Ἐπλησίασε καὶ τοῦ τὰ προσέφερε! |
20 καὶ εἶπε πρὸς αὐτὸν ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ· λαβὲ τὰ κρέα καὶ τὰ ἄζυμα καὶ θὲς πρὸς τὴν πέτραν ἐκείνην καὶ τὸν ζωμὸν ἐχόμενα ἔκχεε· καὶ ἐποίησεν οὕτως. | 20 Ο άγγελος του Θεού του είπε· “πάρε τα κρέατα και τα άζυμα και βάλε αυτά επάνω εις την πέτραν εκείνην, χύσε δε τον ζωμόν κοντά εις αυτά”. Ο Γεδεών έκαμεν όπως του είπεν ο άγγελος. | 20 Καὶ ὁ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ εἶπε πρὸς τὸν Γεδεώ: «Πάρε ἀπὸ τὸ κοφίνι (κάνιστρον ἢ καλάθι) τὰ κρέατα καὶ τὰ ἄζυμά (τίς λαγάνες), ποὺ κρατεῖς, καὶ βάλε τα ἐπάνω εἰς ἐκείνην τὴν πέτραν. Χῦσε ὕστερα ἐπάνω τους καὶ τὸ ζουμὶ τοῦ κρέατος ἀπὸ τὴν χύτραν, μέσα εἰς τὴν ὁποίαν τὸ ἔφερες». Ὁ Γεδεὼν ἔκαμεν ὅπως ἀκριβῶς τοῦ παρήγγειλεν ὁ ἄγγελος Κυρίου. |
21 καὶ ἐξέτεινεν ὁ ἄγγελος Κυρίου τὸ ἄκρον τῆς ράβδου τῆς ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἥψατο τῶν κρεῶν καὶ τῶν ἀζύμων, καὶ ἀνέβη πῦρ ἐκ τῆς πέτρας καὶ κατέφαγε τὰ κρέα καὶ τοὺς ἀζύμους· καὶ ὁ ἄγγελος Κυρίου ἐπορεύθη ἀπ᾿ ὀφθαλμῶν αὐτοῦ. | 21 Ο δε άγγελος του Κυρίου ήπλωσε την ράβδον που εκρατούσε στο χέρι του και με το άκρον αυτής ήγγισε τα κρέατα και τα άζυμα. Αμέσως ανεπήδησε φωτιά από την πέτραν, η οποία κατέκαυσε και τα κρέατα και τα άζυμα. Επειτα δε ο άγγελος ανεχώρησε και εχάθη από τα μάτια του Γεδεών. | 21 Τότε ὁ ἄγγελος Κυρίου ἄπλωσε τὸ ραβδὶ ποὺ ἐκρατοῦσε καὶ μὲ τὴν ἄκρη του ἄγγισε τὰ κρέατα καὶ τὰ ἄζυμα (τὶς λαγάνες) καὶ ἀμέσως ἐξεπήδησε φωτιὰ ἀπὸ τὴν πέτραν καὶ ἔκαψε τὰ κρέατα καὶ τὰ ἄζυμα (τὶς λαγάνες) καὶ τὰ ἔκαμεν ὅλα στάχτη! Καὶ (ἔπειτα ἀπὸ αὐτά) ὁ ἄγγελος Κυρίου ἔφυγε καὶ ἐχάθη ἀπὸ τὰ μάτια τοῦ Γεδεών. |
22 καὶ εἶδε Γεδεὼν ὅτι ἄγγελος Κυρίου οὗτός ἐστι, καὶ εἶπε Γεδεών· ἆ ἆ, Κύριέ μου Κύριε, ὅτι εἶδον τὸν ἄγγελον Κυρίου πρόσωπον πρὸς πρόσωπον. | 22 Ο Γεδεών εκατάλαβε ότι αυτός ήτο άγγελος Κυρίου και είπε· “α ! α, Κυριε μου, Κυριε, είδον πρόσωπον προς πρόσωπον τον άγγελον Κυρίου. Λοιπόν θα αποθάνω” ! | 22 Τότε, μόλις ἀντελήφθη ὁ Γεδεὼν ὅτι ὁ συνομιλητής του αὐτὸς ἦταν ἄγγελος Κυρίου, ἐμβρόντητος καὶ σαστισμένος ἐφώναξε: «Πωπώ! πωπώ! Κύριέ μου, Κύριε, διότι εἶδα τὸν ἄγγελον Κυρίου μὲ τὰ ἴδια μου τὰ μάτια· τὸν εἶδα πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· εἶδα τὸ ἴδιον τὸ πρόσωπόν του· φωτιὰ θὰ πέσῃ νὰ μὲ κάψη! θὰ ἀποθάνω!» |
23 καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος· εἰρήνη σοι, μὴ φοβοῦ, οὐ μὴ ἀποθάνῃς. | 23 Ο Κυριος όμως είπε προς αυτόν· “ειρήνευσον, μη φοβήσαι, δεν θα αποθάνης” ! | 23 Ὁ Κύριος ὅμως τοῦ ἀπάντησε: «Ἡσύχασε· μὴ ταράσσεσαι καὶ μὴ φοβᾶσαι· δὲν θὰ πεθάνῃς, ὅπως φαντάζεσαι!» |
24 καὶ ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Γεδεὼν θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ καὶ ἐπεκάλεσεν αὐτῷ Εἰρήνη Κυρίου ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ἔτι αὐτοῦ ὄντος ἐν ᾿Εφραθὰ πατρὸς τοῦ ᾿Εσδρί. | 24 Ο Γεδεών έκτισεν εκεί προς τιμήν του Κυρίου θυσιαστήριον και εκάλεσεν αυτό “Ειρήνη Κυρίου”. Μέχρι δε της ημέρας αυτής το θυσιαστήριον αυτό ευρίσκεται εις Εφραθά, η οποία ανήκει εις την πατριάν του Εσδρί. | 24 Εἰρηνευμένος καὶ ἥσυχος πλέον ὁ Γεδεὼν καὶ εἰς ἐκδήλωσιν εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸν Θεόν, ἀλλὰ καὶ σεβασμοῦ Ἐφραθά, ποὺ ἀνήκει εἰς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἐσδρί, μέχρι τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές. |
25 Καὶ ἐγένετο ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ καὶ εἶπεν αὐτῷ Κύριος· λαβὲ τὸν μόσχον τὸν ταῦρον, ὅς ἐστι τῷ πατρί σου, καὶ μόσχον δεύτερον ἑπταετῆ καὶ καθελεῖς τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ ὅ ἐστι τῷ πατρί σου, καὶ τὸ ἄλσος τὸ ἐπ᾿ αὐτὸ ὀλοθρεύσεις. | 25 Κατά την επακολουθήσασαν νύκτα είπεν ο Κυριος προς τον Γεδεών· “πάρε μοσχάρι που ανήκει στον πατέρα σου, και ένα άλλο μοσχάρι επτά ετών. Πηγαινε να κρημνίσης το θυσιαστήριον του Βααλ που ευρίσκεται εις περιοχήν ανήκουσαν στον πατέρα σου, να καταστρέψης και το ιερόν δάσος, που είναι εκεί κοντά στο θυσιαστήριον του Βααλ. | 25 Κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην (ποὺ ἀκολούθησε τὰ ἀνωτέρω γεγονότα) συνέβη τοῦτο: Ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Γεδεών: «Πάρε τὸ ἀρσενικὸ νεαρὸ μοσχάρι τοῦ πατέρα σου καὶ ἕνα ἀκόμη μοσχάρι ἑπτὰ χρόνων. Καὶ πήγαινε νὰ γκρεμίσῃς καὶ νὰ καταστρέψῃς τὸ θυσιαστήριον τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Βάαλ, ποὺ εἶναι ὑψωμένον εἰς χωράφι τοῦ πατέρα σου· θὰ καταστρέψῃς ἐπίσης τὸ ξύλινον ἄγαλμα (ξόανον), ποὺ εὑρίσκεται ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον αὐτό (ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Τὸ ἱερὸν ἄλσος, ποὺ εὑρίσκεται δίπλα ἀπὸ τὸν βωμόν). |
26 καὶ οἰκοδομήσεις θυσιαστήριον τῷ Κυρίῳ τῷ Θεῷ σου ἐπὶ κορυφὴν τοῦ Μαουὲκ τούτου ἐν τῇ παρατάξει καὶ λήψῃ τὸν μόσχον τὸν δεύτερον καὶ ἀνοίσεις ὁλοκαυτώματα ἐν τοῖς ξύλοις τοῦ ἄλσους, οὗ ἐξολοθρεύσεις. | 26 Επειτα θα οικοδομήσης εις την κορυφήν του οχυρωμένου υψώματος προς χάριν Κυρίου του Θεού σου θυσιαστήριον τακτοποιημένον καθ' όλα. Θα λάβης τον δεύτερον μόσχον τον οποίον θα προσφέρης ως ολοκαύτωμα καίων αυτό με τα ξύλα του δάσους, το οποίον θα καταστρέψης”. | 26 Κατόπιν θά κτίσῃς ναὸν θυσιαστήριον, ἅγιον καὶ ἱερόν, εἰς τιμὴν τοῦ Κυρίου, τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ σου, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ Μαουέκ, δηλαδὴ τοῦ βουνοῦ μὲ τὴν φυσικὰ ὠχυρωμένην κορυφήν· τὸ θυσιαστήριον τοῦτο θὰ εἶναι καλὰ κατασκευασμένον καὶ καθ' ὅλα ἕτοιμον διὰ θυσίαν. (Κατόπιν) θὰ πάρῃς τὸ δεύτερον μοσχάρι καὶ θὰ τὸ προσφέρῃς ὅπως προσφέρονται τὰ ὁλοκαυτώματα, χρησιμοποιῶντας ὡς ξύλα διὰ τὴν φωτιὰν τοῦ θυσιαστηρίου τὰ ξύλα ἀπὸ τὸ ξύλινον ἄγαλμα (ξόανον) τῆς εἰδωλολατρικῆς θεὰς (Ἀστάρτης) (ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Τὰ ξύλα τοῦ ἄλσους, ποὺ πρὸς τὸν τόπον, ποὺ ἁγιάσθηκε μὲ τὸ θαῦμα τοῦ ἀγγέλου, ἔκτισεν ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὴν πέτραν, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἄστραψε ἡ φωτιά, θυσιαστήριον εἰς τὸν Κύριον καὶ τὸ ὠνόμασε «Εἰρήνη Κυρίου» (ἢ ὁ Κύριος εἶναι εἰρήνη). Τὸ θυσιαστήριον τοῦτο εὑρίσκεται ἐκεῖ εἰς τὴν κατέστρεψες)». |
27 καὶ ἔλαβε Γεδεὼν δέκα ἄνδρας ἀπὸ τῶν δούλων ἑαυτοῦ καὶ ἐποίησεν ὃν τρόπον ἐλάλησε πρὸς αὐτὸν Κύριος· καὶ ἐγενήθη ὡς ἐφοβήθη τὸν οἶκον τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως τοῦ ποιῆσαι ἡμέρας, καὶ ἐποίησε νυκτός. | 27 Ο Γεδεών επήρε δέκα από τους δούλους του και έκαμε, όπως ακριβώς του είχεν είπει ο Κυριος. Επειδή δε εφοβήθη τους ανθρώπους του πατρικού του οίκου και τους άνδρας της πόλεως δεν έκαμεν ο,τι του είπεν ο Θεός κατά την ημέραν, αλλά κατά την νύκτα. | 27 Ὁ Γεδεὼν παρέλαβε δέκα ἔμπιστους ἄνδρες ἀπὸ τοὺς δούλους, ποὺ εἶχεν εἰς τὴν ὑπηρεσίαν του, καὶ μὲ τὴν βοήθειάν των ἔκαμεν, ὅπως ἀκριβῶς τοῦ παρήγγειλεν ὁ Κύριος. Ἐπειδὴ ὅμως ἐφοβεῖτο τοὺς ἀνθρώπους το πατρικοῦ του σπιτιοῦ καὶ τοὺς ἀνθρώπους τῆς πόλεως, δὲν ἔκαμεν αὐτό, ποὺ τὸν διέταξεν ὁ Κύριος, κατὰ τὴν διαρκειαν τῆς ἡμέρας, ἀλλὰ κατὰ τὴν νύκτα. |
28 καὶ ὤρθρισαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως τὸ πρωΐ, καὶ ἰδοὺ καθῄρητο τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ, καὶ τὸ ἄλσος τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ ὠλόθρευτο· καὶ εἶδαν τὸν μόσχον τὸν δεύτερον, ὃν ἀνήνεγκεν ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον τὸ ᾠκοδομημένον. | 28 Οταν οι άνδρες της πόλεως εξύπνησαν πρωϊ-πρωϊ, είδον αίφνης ότι είχε κατακρημνισθή το θυσιαστήριον του Βααλ, όπως επίσης ότι είχεν εξαφανισθή και το ιερόν δάσος αυτού. Είδαν ακόμη και ανοικοδομημένον νέον θυσιαστήριον επάνω στο οποίον υπήρχον υπολείμματα του θυσιασθέντος δευτέρου μόσχου. | 28 Ὅταν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἐξύπνησαν ἐνωρὶς τὸ ἄλλο πρωΐ, εὑρέθησαν ἐμπρὸς εἰς πραξικόπημα: Διότι, νά· εἶχε κατεδαφισθῆ τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ· καὶ τὸ ξύλινον ἄγαλμα, τὸ ξόανον, ποὺ εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον αὐτό (ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Τὸ ἱερὸν ἄλσος), εἶχε καταστροφῆ. Ἀκόμη εἶδαν τὴν στάχτην καὶ τὰ κομμένα κόκκαλα τοῦ δευτέρου μοσχαριοῦ, τὸ ὁποῖον (κάποιος ἄγνωστος εἰς αὐτοὺς) εἶχε προσφέρει ὡς θυσίαν ἐπάνω εἰς τὸ νεοκτισμένον θυσιαστήριον. |
29 καὶ εἶπεν ἀνὴρ πρὸς τὸν πλησίον αὐτοῦ· τίς ἐποίησε τὸ ρῆμα τοῦτο; καὶ ἐπεζήτησαν καὶ ἠρεύνησαν καὶ ἔγνωσαν ὅτι Γεδεὼν υἱὸς ᾿Ιωὰς ἐποίησε τὸ ρῆμα τοῦτο. | 29 Ελεγε δε ο ενας προς τον άλλον· “ποιός έκαμε το έργον αυτό;” Εζήτησαν πληροφορίας, ηρεύνησαν και έμαθαν ότι ο Γεδεών, υιός του Ιωάς, ούτος έκαμε το έργον τούτο. | 29 (Ἀντὶ ὅμως νὰ παρακινηθοῦν ἀπὸ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπαν, ὥστε νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν ἀληθινὸν Θεόν), ὁ ἕνας ἔλεγεν εἰς τὸν ἄλλον καὶ τὸν ἐρωτοῦσε: «Ποιὸς ἔκαμε αὐτὸ τὸ πρᾶγμα;» Καὶ ἔκαμαν τφοσεκτικὴν ἀνάκρισιν καὶ ἐρεύνησαν μὲ λεπτομέρειαν καὶ ἔμαθαν ὅτι ὁ Γεδεών, ο υἱὸς τοῦ Ἰωάς, ἔκαμε τὴν πρᾶξιν αὐτήν. |
30 καὶ εἶπαν οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως πρὸς ᾿Ιωάς· ἐξένεγκε τὸν υἱόν σου καὶ ἀποθανέτω, ὅτι καθεῖλε τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ καὶ ὅτι ὠλόθρευσε τὸ ἄλσος τὸ ἐπ᾿ αὐτῷ. | 30 Είπαν τότε οι άνδρες της πόλεως προς τον Ιωάς· “φέρε εδώ τον υιόν σου δια να θανατωθή, επειδή εκρήμνισε το θυσιαστήριον του Βααλ και εξηφάνισε το άλσος του” | 30 Τότε οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως εἶπαν πρὸς τὸν Ἰωάς: «Βγάλε ἔξω τὸ παιδί σου, διὰ νὰ θανατωθῇ! Διότι ἐγκρέμισε τὸ θυσιαστήριον τοῦ Βάαλ καὶ κατέστρεψε τὸ ξύλινον ἄγαλμα (τὸ ξόανον), ποὺ εὑρίσκετο ἐπάνω εἰς τὸ θυσιαστήριον αὐτό (ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Τὸ ἱερὸν ἄλσος, ποὺ ἦταν γύρω ἀπὸ αὐτό)». |
31 καὶ εἶπε Γεδεὼν υἱὸς ᾿Ιωὰς τοῖς ἀνδράσι πᾶσιν, οἳ ἐπανέστησαν αὐτῷ· μὴ ὑμεῖς νῦν δικάζεσθε ὑπὲρ τοῦ Βάαλ; ἢ ὑμεῖς σώσετε αὐτόν; ὃς ἐὰν δικάσηται αὐτῷ, θανατωθήτω ἕως πρωΐ· εἰ Θεός ἐστι, δικαζέσθω αὐτῷ, ὅτι καθεῖλε τὸ θυσιαστήριον αὐτοῦ. | 31 Ο Γεδεών όταν επληροφορήθη αυτά παρουσιάσθη εις όλους τους άνδρας, που είχαν επαναστατήσει εναντίον του και τους είπε· “σεις λοιπόν τώρα θα εκδικηθήτε τον Βααλ; Σεις θα σώσετε αυτόν; Εκείνος που θα τολμήση να εκδικηθή το κρήμνισμα του θυσιαστηρίου, θα έχη αποθάνει έως τυ πρωι. Εάν ο Βααλ είναι αληθινός θεός, ας αναλάβη ο ίδιος την εκδίκησίν του δια το κρήμνισμα του θυσιαστηρίου του”. | 31 Τότε ὁ Γεδεών, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάς, εἶπεν εἰς ὅλους τοὺς ἄνδρες τῆς πόλεως, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπαναστατήσει ἐνάντιόν του: «Τί κάνετε τώρα; Δικηγόροι καὶ ὑπερασπισταὶ τοῦ εἰδωλολατρικοῦ θεοῦ Βάαλ γίνεσθε σεῖς τώρα; Ἢ μήπως σεῖς οἱ Ἰσραηλῖται, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ τῶν Πατριαρχῶν, θὰ σώσετε καὶ θὰ προστατεύσετε τὸν Βάαλ; Ὅποιος τολμήσῃ νὰ τὸν ὑπερασπιθῇ καὶ νὰ ἐκδικηθῇ τὸ γκρέμισμα τοῦ θυσιαστηρίου του, θὰ θανατωθῇ μέχρι τὸ πρωΐ. Ἂν ὁ Βάαλ εἶναι πραγματικὸς Θεός, τότε θὰ ἔχῃ τὴν δύναμιν νὰ ὑπερασπισθῇ καὶ νὰ ἐκδικηθῆ μόνος του τὸν ἑαυτόν του, διότι αὐτό, πού (κάποιος) ἐγκρέμισε καὶ κατέστρεψεν, εἶναι τὸ θυσιαστήριόν του», |
32 καὶ ἐκάλεσεν αὐτὸ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ῾Ιεροβάαλ λέγων· δικαζέσθω ἐν αὐτῷ ὁ Βάαλ, ὅτι καθῃρέθη τὸ θυσιαστήριον αὐτοῦ. | 32 Κατά δε την ημέραν εκείνην ο Γεδεών ωνόμασε τον εαυτόν του Ιεροβάαλ λέγων· “ας εκδικηθή ο ίδιος ο Βααλ δια το κρήμνισμα του θυσιαστηρίου του”. | 32 Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν ἐκείνην ὠνόμασεν (ὁ Γεδεὼν) τὸν ἑαυτόν του «Ἱεροβάαλ (σημαίνει: Ἂς ὑπερασπισθῇ τὸν ἑαυτόν του ὁ Βάαλ) καὶ εἶπε: «Ἂς κατηγορήσω καὶ ἂς ἐκδικηθῆ τὸν ἑαυτόν του ὁ ἴδιος ὁ Βάαλ, διότι αὐτὸ ποὺ ἐγκρέμισαν εἶναι τὸ θυσιαστήριόν του». |
33 καὶ πᾶσα Μαδιὰμ καὶ ᾿Αμαλὴκ καὶ υἱοὶ ἀνατολῶν συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ καὶ παρενέβαλον ἐν τῇ κοιλάδι ᾿Ιεζραέλ. | 33 Κατά την εποχήν εκείνην όλοι οι Μαδιανίται, οι Αμαληκίται και οι νομάδες της ανατολής συνηθροίσθησαν και εισέβαλον εις την πεδιάδα Ιεζραέλ. | 33 Τότε ὅλοι οἱ Μαδιανῖται καὶ οἱ Ἀμαληκῖται καὶ οἱ νομάδες τῆς Ἀραβικῆς ἐρήμου ἐμαζεύθησαν εἰς τὸν ἴδιον τόπον, ἐνώθησαν, ἐπέρασαν τὸν Ἰορδάνην καὶ εἰσέβαλαν εἰς τὴν πεδιάδα Ἰεζραέλ, δηλαδὴ ἔστησαν τὶς σκηνές των εἰς τὴν καρδιάν (τῆς περιοχῆς) τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ. |
34 καὶ πνεῦμα Κυρίου ἐνεδυνάμωσε τὸν Γεδεών, καὶ ἐσάλπισεν ἐν κερατίνῃ καὶ ἐφοβήθη ᾿Αβιέζερ ὀπίσω αὐτοῦ. | 34 Τοτε πνεύμα Κυρίου ενεδυνάμωσε τον Γεδεών δια να αντισταθή κατά των επιδρομέων. Με σάλπιγγα κερατίνην εσάλπισεν αυτός συναγερμόν εις πόλεμον. Οι άνδρες των φυλών Αβιέζερ εφοβήθησαν, ετάχθησαν με το μέρος του Γεδεών και τον ηκολούθησαν. | 34 Τότε ὅμως τὸ Πνεῦμα τοῦ Κυρίου ἔδωσε δύναμιν ἀκαταγώνιστον εἰς τὸν Γεδεὼν καὶ τὸν ἔκαμε ἀνδρειότερον ἀπὸ ὅ,τι ἦταν, διὰ νὰ ἀντισταθῇ κατὰ τῶν ἐχθρῶν. Καὶ ὁ Γεδεὼν ἐσάλπισε πολεμικὸν συναγερμὸν τῶν Ἰσραηλιτῶν μὲ σάλπιγγα ἀπὸ κέρατο· εἰς τὸ προσκλητήριον αὐτὸ οἱ συμπολῖται του, οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Ἀβιέζερ, ἐκυριεύθησαν ἀπὸ φόβον καὶ τὸν ἀκολούθησαν. |
35 καὶ ἀγγέλους ἀπέστειλεν εἰς πάντα Μανασσῆ καὶ ἐν ᾿Ασὴρ καὶ ἐν Ζαβουλὼν καὶ ἐν Νεφθαλὶ καὶ ἀνέβη εἰς συνάντησιν αὐτῶν. | 35 Ο Γεδεών έστειλεν αγγελιαφόρους εις τας φυλάς Μανασσή, Ασήρ, Ζαβουλών και Νεφθαλί, και ο ίδιος μετέβη προσωπικώς να συναντήση αυτάς. | 35 Καὶ ὁ Γεδεὼν ἔστειλεν ἀπεσταλμένους εἰς ὅλην τὴν φυλὴν Μανασσῆ καὶ τὴν φυλὴν Ἀσὴρ καὶ τὴν φυλὴν Ζαβουλὼν καὶ τὴν φυλὴν Νεφθαλί· ἐπῆγε ὅμως καὶ ὁ ἴδιος προσωπικῶς διὰ νὰ τοὺς συναντήσῃ (ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Καὶ αὐτοὶ ἀνταπεκρίθησαν καὶ ἐπῆγαν νὰ τὸν συναντήσουν καὶ νὰ καταταγοῦν εἰς τὸν στρατόν του). |
36 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· εἰ σύ σώζεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραὴλ καθὼς ἐλάλησας, | 36 Είπε δε ο Γεδεών προς τον Θεόν· “εάν συ Κυριε θα σώσης δια της χειρός μου τους Ισραηλίτας, όπως είπες, δείξε το με το εξής σημείον· | 36 Ὁ Γεδεών, διὰ νὰ στερεωθῇ καὶ αὐτὸς καὶ οἱ συμπολεμισταί του εἰς τὴν πίστιν ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μαζί τους, εἶπε πρὸς τὸν Θεόν: «Ἐὰν θὰ σώσῃς πράγματι τὸν Ἰσραὴλ μὲ τὸ ἀδύνατον χέρι μου, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ μοῦ ἐδήλωσες, δεῖξε το μὲ τὸ ἐπόμενο σημάδι: |
37 ἰδοὺ ἐγὼ τίθημι τὸν πόκον τοῦ ἐρίου ἐν τῇ ἅλωνι· ἐὰν δρόσος γένηται ἐπὶ τὸν πόκον μόνον καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ξηρασία, γνώσομαι ὅτι σώσεις ἐν χειρί μου τὸν ᾿Ισραήλ, καθὼς ἐλάλησας. | 37 Ιδού εγώ θέτω ένα ποκάρι μαλλιά στο αλώνι. Εάν δρόσος πέση μόνον στο ποκάρι αυτό, εις δε την άλλην γην θα είναι ξηρασία, θα μάθω και θα πεισθώ, ότι πράγματι θα σώσης δια της χειρός μου τον Ισραήλ όπως είπες”. | 37 Νά· θὰ βάλω ἀπόψε ἕνα ποκάρι μαλλιὰ εἰς τὸ ἁλῶνι· ἐὰν αὔριον τὸ πρωῒ μόνον τὸ ποκάρι μὲ τὰ μαλλιὰ θὰ εἶναι ὑγρὸν καὶ γεμᾶτον ἀπὸ δροσιά, ποὺ θὰ πέσῃ τὴν νύκτα, ἐνῷ ὁλόκληρον τὸ ἁλῶνι καὶ ὅλα τὰ τριγύρω του θὰ εὑρεθοῦν χωρὶς καμμίαν ὑγρασίαν καὶ θὰ παρουσιασθοῦν στεγνὰ καὶ κατάξερα, τότε ἐγὼ καὶ οἱ συμπολεμισταί μου θὰ πληροφορηθοῦμε καὶ θὰ βεβαιωθοῦμε ὅτι πραγματικὰ θά σώσης μὲ τὸ ἀδύνατον χέρι μου τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, σύμφωνα μὲ αὐτὸ ποὺ μοῦ εἶπες». |
38 καὶ ἐγένετο οὕτως· καὶ ὤρθρισε τῇ ἐπαύριον καὶ ἐξεπίασε τὸν πόκον, καὶ ἔσταξε δρόσος ἀπὸ τοῦ πόκου, πλήρης λεκάνη ὕδατος. | 38 Ετσι και έγινε· εξύπνησε την επομένην πρωΐαν ο Γεδεών, επίεσε τον πόκον και έσταξε από τα μαλλιά του ποκαριού δροσιά, μία λεκάνη νερό γεμάτη. | 38 Ἔτσι καὶ ἔγινε πράγματι· ἔβαλαν ἀποβραδὺς τὸ ποκάρι εἰς τὸ ἁλῶνι. Τὸ ἄλλο πρωῒ ἐσηκώθη ὁ Γεδεὼν καὶ ἔστιψε τὸ ποκάρι καὶ ἔσταξεν ἀπὸ αὐτὸ τόσον πολὺ ὑγρόν, ὥστε ἐγέμισεν ἀπὸ τὴν δροσιά του (τὸ νερόν) μιὰ ὁλόκληρη λεκάνη! |
39 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς τὸν Θεόν· μὴ δὴ ὀργισθήτω ὁ θυμός σου ἐν ἐμοί, καὶ λαλήσω ἔτι ἅπαξ· πειράσω δὴ καί γε ἔτι ἅπαξ ἐν τῷ πόκῳ, καὶ γενέσθω ἡ ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν γενηθήτω δρόσος. | 39 Ο δε Γεδεών είπε πάλιν προς τον Θεόν· “ας μη ανάψη ο θυμός του Κυρίου εναντίον μου, διότι θα ομιλήσω μίαν ακόμη φοράν. Θα δοκιμάσω μίαν ακόμη φοράν το ποκάρι των μαλλιών. Ας μείνη κατάξηρος ο πόκος και εις όλην την άλλην χώραν ας πέση η δροσιά”. | 39 Ὁ Γεδεὼν εἶπε πάλιν εἰς τὸν Θεὸν μὲ εὐλάβειαν καὶ ταπείνωσιν: «Γνωρίζω ὅτι τὸ νὰ μιλήσω ἄλλη μιὰ φορὰ καὶ νὰ ζητήσω νέον σημάδι, εἶναι αὐθάδεια καὶ ὀλιγοπιστία ἐκ μέρους μου· σὲ παρακαλῶ ὅμως, Κύριε, νὰ μὴ θυμώσῃς καὶ ἐκσπάσῃ ἡ ὀργή σου ἐναντίον μου διὰ τὴν τόλμην μου αὐτήν. Θὰ δοκιμάσω ἀκόμη μιὰ φορὰ τὸ ποκάρι αὐτὸ τοῦ μαλλιοῦ. Σοῦ ζητῶ νὰ βάλω πάλι τὸ ποκάρι εἰς τὸ ἁλῶνι καὶ νὰ εὑρεθῇ αὔριον τὸ πρωῒ στεγνὸν καὶ κατάξερον μόνον αὐτό, ἐνῷ ὅλη ἡ ἄλλη τριγύρω ἀπὸ αὐτὸ περιοχὴ θὰ εἶναι γεμάτη ἀπὸ δροσιὰ καὶ ὑγρασίαν, ποὺ θὰ πέσῃ τὴν νύκτα». |
40 καὶ ἐποίησεν ὁ Θεὸς οὕτως ἐν τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ· καὶ ἐγένετο ξηρασία ἐπὶ τὸν πόκον μόνον, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἐγενήθη δρόσος. | 40 Ο Θεός έκαμε και αυτό το σημείον κατά την νύκτα εκείνην· το ποκάρι έμεινε κατάξηρον, ενώ εις όλην την άλλην χώραν έπεσε δροσιά. | 40 Καὶ ὁ Θεὸς συγκατέβη εἰς τὴν νέαν ἀξίωσιν τοῦ Γεδεὼν καὶ ἔκαμεν ἀκριβῶς αὐτό, ποὺ τοῦ ἐζήτησε, κατὰ τὴν νύκτα ἐκείνην. Ἔμεινε στεγνὸν καὶ κατάξερον μόνον τὸ ποκάρι τοῦ μαλλιοῦ, ἐνῷ εἰς ὅλην τὴν τριγύρω ἀπὸ τὸ ποκάρι περιοχὴν ἔπεσεν ἄφθονη νυκτερινὴ δροσιά, σὰν νὰ εἶχε βρέξει! |