Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐβόησεν ἀνὴρ ᾿Εφραίμ, καὶ παρῆλθαν εἰς βορρᾶν καὶ εἶπαν πρὸς ᾿Ιεφθάε· διατὶ παρῆλθες παρατάξασθαι ἐν υἱοῖς ᾿Αμμὼν καὶ ἡμᾶς οὐ κέκληκας πορευθῆναι μετὰ σοῦ; τὸν οἶκόν σου ἐμπρήσομεν ἐπὶ σὲ ἐν πυρί. | 1 Οι άνθρωποι της φυλής Εφραίμ, όταν έμαθαν τας νίκας του Ιεφθάε, αντί να χαρούν εφθόνησαν, συνεκεντρώθησαν αλαλάζοντες και εβάδισαν προς βορράν και, κρύπτοντες τον φθόνον των, είπεν προς τον Ιεφθάε· “διότι εβγήκες να πολεμήσης τους Αμμωνίτας μόνος σου και δεν εκάλεσες και ημάς να πορευθώμεν και να πολεμήσωμεν μαζή σου; Θα κάψωμε το σπίτι σου και σε τον ίδιον μαζή μέ αυτό”. | 1 Όταν οἰ ἄνδρες τῆς φυλῆς Ἐφραὶμ ἔμαθαν τὶς νίκες τοῦ Ἰεφθάε κατὰ τῶν Ἀμμωνιτῶν, ἐφθόνησαν τὸν Ἰεφθάε· δι’ αὐτὸ συνεκεντρώθησαν μὲ ἀλαλαγμοὺς καὶ κραυγές, ἐπροχώρησαν πρὸς τὰ βορειοανατολικά, ὅπου εὑρίσκετο ἡ Γαλαάδ, καὶ εἶπαν πρὸς τὸν Ἰεφθάε: «Διατὶ ἐπροχώρησες καὶ ἐπέρασες τὰ σύνορα διὰ νὰ ἐπιτεθῇς ἐναντίον τῶν Ἀμμωνιτῶν καὶ δὲν ἐκάλεσες καὶ ἐμᾶς διὰ νὰ πολεμήσουμε μαζί σου; Φωτιὰ θὰ βάλωμεν καὶ θὰ κάψωμεν τὸ σπίτι σου, μαζὶ δὲ μὲ αὐτὸ καὶ σέ!» |
2 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ᾿Ιεφθάε· ἀνὴρ μαχητὴς ἤμην ἐγὼ καὶ ὁ λαός μου, καὶ οἱ υἱοὶ ᾿Αμμὼν σφόδρα· καὶ ἐβόησα ὑμᾶς, καὶ οὐκ ἐσώσατέ με ἐκ χειρὸς αὐτῶν. | 2 Ο Ιεφθάε απήντησε προς αυτούς· “ανδρείος μαχητής ήμουνα και εγώ και ο λαός μου· αλλά και οι Αμμωνίται ήσαν πολλοί και ισχυροί. Εφώναξα προς σας να μας σώσετε από τα χέρια εκείνων, και δεν μας εδώσατε καμμίαν βοήθειαν. | 2 Ἀλλὰ ὁ Ἰεφθάε τοὺς ἀπάντησε μὲ παρρησίαν καὶ χωρὶς καθόλου νὰ δειλιάσῃ: «Γενναῖος καὶ τολμηρὸς ἂνδρας ἤμουν ἐγώ, ὅπως ἐπίσης καὶ ὁ λαός μου· ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀμμωνῖται ἦσαν πολλοὶ καὶ δυνατοί. Ἐγὼ δὲ σᾶς ἐκάλεσα νὰ μὲ ἐλευθερώσετε ἀπὸ τὰ χέρια τους καὶ ἐσεῖς μου τὸ ἀρνηθήκατε. |
3 καὶ εἶδον ὅτι οὐκ εἶ σωτήρ, καὶ ἔθηκα τὴν ψυχήν μου ἐν χειρί μου καὶ παρῆλθον πρὸς υἱοὺς ᾿Αμμών, καὶ ἔδωκεν αὐτοὺς Κύριος ἐν χειρί μου· καὶ εἰς τί ἀνέβητε ἐπ᾿ ἐμὲ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ταύτῃ παρατάξασθαι ἐν ἐμοί; | 3 Επειδή είδα ότι καμμίαν ελπίδα σωτηρίας δεν είχα από σας εξέθεσα εγώ ο ίδιος τον εαυτόν μου εις κίνδυνον και εβάδισα κατά των Αμμωνιτών. Τους ενίκησα, διότι ο Κυριος τους είχε παραδώσει εις τα χέρια μου. Διατί λοιπόν σεις τώρα, μετά την νίκην ήλθατε εναντίον μου δια να με πολεμήσετε;” | 3 Ὅταν διεπίστωσα ὅτι δὲν μοῦ προσφέρετε βοήθειαν διὰ σωτηρίαν, ἐρριψοκινδύνευσα τὴν ζωήν μου καὶ ἐπροχώρησα καὶ ἐπέρασα τὰ σύνορα καὶ ἐπολέμησα τοὺς Ἀμμωνῖτες καὶ ὁ Κύριος τοὺς παρέδωκε νικημένους εἰς τὰ χέρια μου. Σήμερα λοιπὸν διατὶ ἀνεβήκατε καὶ ἤλθατε ἐνάντίον μου διὰ νὰ μὲ πολεμήσετε;» |
4 καὶ συνέστρεψεν ᾿Ιεφθάε πάντας τοὺς ἄνδρας Γαλαὰδ καὶ παρετάξατο τῷ ᾿Εφραίμ, καὶ ἐπάταξαν ἄνδρες Γαλαὰδ τὸν ᾿Εφραίμ, ὅτι εἶπαν, οἱ διασωζόμενοι τοῦ ᾿Εφραὶμ ἡμεῖς, Γαλαὰδ ἐν μέσῳ τοῦ ᾿Εφραὶμ καὶ ἐν μέσῳ τοῦ Μανασσῆ. | 4 Συνεκέντρωσεν ο Ιεφθάε όλους τους άνδρας της χώρας Γαλαάδ, επολέμησεν εναντίον της φυλής Εφραίμ και ο στρατός των Γαλααδιτών ενίκησε τους άνδρας της φυλής Εφραίμ οι οποίοι κομπάζοντες έλεγαν· Φυγάδες της φυλής Εφραίμ είσθε σεις οι Γαλααδίται, οι οποίοι κατοικείτε μεταξύ των φυλών Εφραίμ και Μανασσή. | 4 Κατόπιν αὐτῶν ὁ Ἰεφθάε ἐμάζευσεν ὅλους τοὺς ἂνδρες τῆς Γαλαὰδ καὶ ἐπολέμησεν ἐναντίον τῆς φυλῆςἘφραίμ· καὶ οἱ Γαλααδῖται ἐκτύπησαν καὶ ἐνίκησαν τοὺς Ἐφραιμῖτες, διότι οἰ Ἐφραιμῖται ἔλεγαν ὑβριστικῶς καὶ περιφρονητικῶς πρὸς τοὺς Γαλααδῖτες: «Σεῖς οἱ Γαλααδῖτες εἶσθε οἱ λιποτάκται καὶ τὰ ἀπορρίμματα τῆς φυλῆς Ἐφραίμ, διότι ἡ Γαλαὰδ εὑρίσκεται μεταξὺ τῶν φυλῶν Ἐφραὶμ καὶ Μανασσῆ!» |
5 καὶ προκατελάβετο Γαλαὰδ τὰς διαβάσεις τοῦ ᾿Ιορδάνου τοῦ ᾿Εφραίμ, καὶ εἶπαν αὐτοῖς οἱ διασωζόμενοι ᾿Εφραίμ· διαβῶμεν, καὶ εἶπαν αὐτοῖς οἱ ἄνδρες Γαλαάδ· μὴ ᾿Εφραθίτης εἶ; καὶ εἶπεν· οὔ. | 5 Οι άνδρες Γαλαάδ, μετά την νίκην των κατέλαβαν εγκαίρως τας διαβάσστου Ιορδάνου, αι οποίαι έφερον προς την χώραν Εφραίμ. Οι άνδρες της φυλής Εφραίμ, οι διασωθέντες κατά την μάχην ήλθον εις τας διαβάσεις αυτάς, δια να περάσουν εις την χώραν των και είπαν στους φρουρούντας Γαλααδίτας· “αφήστε μας να περάσωμεν”. Οι Γαλααδίται ερωτούσαν τον καθένα τους· “μήπως ήσαι Εφραθίτης;” Εκείνος απαντούσε· “οχι”. | 5 Καὶ οἱ Γαλααδῖται εἶχαν καταλάβει προηγουμένως (καὶ ἐγκαίρως) τὶς διαβάσεις τοῦ Ἰορδάνη, ἀπὸ τὶς ὁποῖες θὰ ἐπερνοῦσαν οἱ Ἐφραιμῖται προκειμένου νὰ σωθοῦν. Ὅταν δὲ ἐκεῖνοι, ποὺ ἔφευγαν ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραὶμ διὰ νὰ σωθοῦν, ἔφθαναν εἰς τὰ περάσματα αὐτά, ἔλεγαν εἰς τοὺς Γαλααδῖτες φρουρούς: «Ἀφῆστέ μας νὰ περάσωμεν»· οἱ Γαλααδῖται ὅμως τοὺς ἐρωτοῦσαν: «Μήπως εἶσαι Ἐφραιμίτης;» Ἐκεῖνος ἀπαντοῦσε: «Ὄχι!» |
6 καὶ εἶπαν αὐτῷ· εἶπον δὴ Στάχυς· καὶ οὐ κατεύθυνε τοῦ λαλῆσαι οὕτως. καὶ ἐπελάβοντο αὐτοῦ, καὶ ἔθυσαν αὐτὸν πρὸς τὰς διαβάσεις τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ ἔπεσαν ἐν τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἀπὸ ᾿Εφραὶμ δύο καὶ τεσσαράκοντα χιλιάδες. | 6 Οι Γαλααδίται έλεγον εις αυτόν· “ειπέ την λέξιν· Στάχυς”. Κανείς όμως από τους Εφραιμίτας δεν την επρόφερεν ορθώς. Ετσι οι φρουροί Γαλααδίται συνελάμβανον τον κάθε Εφραιμίτην και τον εφόνευον εις τα περάσματα αυτά του Ιορδάνου. Κατά τον πόλεμον εκείνον εφονεύθησαν σαράντα δύο χιλιάδες Εφραιμίται. | 6 Τότε οἱ Γαλααδῖται φρουροὶ τοῦ ἔλεγαν: «Πρόφερε τὴν λέξιν «Στάχυς». Ἐπειδὴ ὅμὼς ὁ Ἐφραιμίτης δὲν ἠμποροῦσε νὰ προφέρῃ καθαρὰ τὴν λέξιν «Στάχυς», τὸν συνελάμβαναν καὶ τὸν ἐσκότωναν εἰς τὰ περάσματα τοῦ Ἰορδάνη. Ἔτσι ἐφονεύθησαν εἰς τὸν πόλεμον ἐκεῖνον μεταξὺ Ἐφραὶμ καὶ Γαλαὰδ σαράντα δύο χιλιάδες (42.000) Ἐφραιμῖται. |
7 καὶ ἔκρινεν ᾿Ιεφθάε τὸν ᾿Ισραὴλ ἓξ ἔτη. καὶ ἀπέθανεν ᾿Ιεφθάε ὁ Γαλααδίτης, καὶ ἐτάφη ἐν πόλει αὐτοῦ Γαλαάδ. | 7 Ο Ιεφθάε έμεινεν επί εξ έτη Κριτής, μετά τα οποία απέθανε και ετάφη εις την πόλιν του, εις την χώραν Γαλαάδ. | 7 Ὁ δὲ Ἰεφθάε, ὑπῆρξε Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπὶ ἓξι χρόνια. Κατόπιν ἀπέθανεν ὁ Ἰεφθάε ὁ Γαλααδίτης καὶ ἐτάφη εἰς τὴν πόλιν του, τὴν Γαλαάδ. |
8 Καὶ ἔκρινε μετ᾿ αὐτὸν τὸν ᾿Ισραὴλ ᾿Αβαισσὰν ἀπὸ Βαιθλεέμ. | 8 Επειτα από τον Ιεφθάε Κριτής του Ισραήλ ανεδείχθη ο Αβαισσάν, ο οποίος κατήγετο από την Βηθλεέμ. | 8 Μετὰ τὸν Ἰεφθάε Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ὑπῆρξεν ὁ Ἀβαισσὰν ἀπὸ τὴν Βηθλεέμ. |
9 καὶ ἦσαν αὐτῷ τριάκοντα υἱοὶ καὶ τριάκοντα θυγατέρες, ἃς ἐξαπέστειλεν ἔξω, καὶ τριάκοντα θυγατέρας εἰσήνεγκε τοῖς υἱοῖς αὐτοῦ ἔξωθεν. καὶ ἔκρινε τὸν ᾿Ισραὴλ ἑπτὰ ἔτη. | 9 Αυτός είχε τριάκοντα υιούς και τριάκοντα θυγατέρας. Τας μεν θυγατέρας του έδωκεν ως συζύγους εις άνδρας μακράν από τον οίκον του, δια δε τους υιούς του έλαβεν άλλας τριάκοντα νύμφας εντός του οίκου του. Αυτός έκρινε τον Ισραήλ επί επτά έτη. | 9 Ὁ Ἀβαισσὰν εἶχε τριάντα υἱοὺς καὶ τριάντα θυγατέρες, τὶς ὁποῖες ἔστειλε νὰ ὑπανδρευθοῦν ἔξω, μακριὰ ἀπὸ τὴν οἰκογένειάν του, καὶ διὰ τοὺς υἱούς του ἔφερε ἀπὸ ἔξω, ἀπὸ μακριά, τριάντα νεαρὲς κόρες, ὡς νύμφες εἰς τὴν οἰκογένειάν του. Ὁ Ἀβαισσὰν ὑπῆρξε Κριτῆς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπὶ ἑπτὰ χρόνια. |
10 καὶ ἀπέθανεν ᾿Αβαισσὰν καὶ ἐτάφη ἐν Βαιθλεέμ. | 10 Απέθανε δε και ετάφη εις την Βηθλεέμ. | 10 Κατόπιν ἀπέθανεν ὁ Ἀβαισσὰν καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Βηθλεέμ. |
11 καὶ ἔκρινε μετ᾿ αὐτὸν τὸν ᾿Ισραὴλ Αἰλὼμ ὁ Ζαβουλωνίτης δέκα ἔτη. | 11 Επειτα από αυτόν Κριτής του Ισραήλ εγινεν ο Αιλώμ ο καταγόμενος από την φυλήν Ζαβουλών. Εκυβέρνησε τον λαόν του Ισραήλ επί δέκα έτη. | 11 Μετὰ τὸν Ἀβαισσὰν Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ὑπῆρξεν ὁ Αἰλὼμ ἀπὸ τὴν φυλὴν Ζαβουλὼν ἐπὶ δέκα χρόνια. |
12 καὶ ἀπέθανεν Αἰλὼμ ὁ Ζαβουλωνίτης καὶ ἐτάφη ἐν Αἰλὼμ ἐν γῇ Ζαβουλών. | 12 Απέθανεν Αιλώμ ο εκ της φυλής Ζαβουλών και ετάφη εις την πόλιν Αιλώμ της χώρας Ζαβουλών. | 12 Κατόπιν ἀπέθανεν ὁ Αἰλὼμ ἀπὸ τὴν φυλὴν Ζαβουλὼν καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Αἰλὼμ, εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Ζαβουλών. |
13 καὶ ἔκρινε μετ᾿ αὐτὸν τὸν ᾿Ισραὴλ ᾿Αβδὼν υἱὸς ᾿Ελλὴλ ὁ Φαραθωνίτης. | 13 Επειτα από αυτόν Κριτής του Ισραήλ ανεδείχθη ο Αβδών, υιός του Ελλήλ, ο καταγόμενος από την Φαραθών. | 13 Μετὰ τὸν Αἰλὼμ Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ὑπῆρξεν ὁ Ἀβδών, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλλήλ, ἀπὸ τὴν πόλιν Φαραθών. |
14 καὶ ἦσαν αὐτῷ τεσσαράκοντα υἱοὶ καὶ τριάκοντα υἱῶν υἱοὶ ἐπιβαίνοντες ἐπὶ ἑβδομήκοντα πώλους. καὶ ἔκρινε τὸν ᾿Ισραὴλ ὀκτὼ ἔτη. | 14 Αυτός είχε σαράντα υιούς και τριάντα εγγονούς οι οποίοι επέβαινον εις εβδομόκοντα πώλους. Εκυβέρνησε τους Ισραηλίτας επί οκτώ έτη. | 14 Αὐτὸς (ὁ Ἀβδών) εἶχε σαράντα υἱοὺς καὶ τριάντα ἐγγόνια, οἱ ὁποῖοι, ὡς πλούσιοι καὶ ἐπίσημοι, ἐκάθοντο ἐπάνω εἰς ἑβδομῆντα πουλάρια. Ὁ Ἀβδὼν ὑπῆρξε Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ἐπὶ ὀκτὼ χρόνια. |
15 καὶ ἀπέθανεν ᾿Αβδὼν υἱὸς ᾿Ελλὴλ ὁ Φαραθωνίτης καὶ ἐτάφη ἐν Φαραθὼν ἐν γῇ ᾿Εφραὶμ ἐν ὄρει τοῦ ᾿Αμαλήκ. | 15 Απέθανε και ο Αβδών, ο υιός του Ελλήλ, ο Φαραθωνίτης και ετάφη εις την πόλιν Φαραθών της περιοχής Εφραίμ εις όρος των Αμαληκιτών. | 15 Κατόπιν ἀπέθανεν ὁ Ἀβδών, ὁ υἱὸς τοῦ Ἐλλήλ, ἀπὸ τὴν πόλιν Φαραθὼν καὶ ἐτάφη εἰς τὴν Φαραθών, εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Ἐφραίμ, εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῶν Ἀμαληκιτῶν. |