Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΕΝ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις οὐκ ἦν βασιλεὺς ἐν ᾿Ισραήλ. καὶ ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἡ φυλὴ Δὰν ἐζήτει ἑαυτῇ κληρονομίαν κατοικῆσαι, ὅτι οὐκ ἐνέπεσεν αὐτῇ ἕως τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἐν μέσῳ φυλῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ κληρονομία. | 1 Κατά την εποχήν εκείνην δεν υπήρχε βασιλεύς μεταξύ των Ισραηλιτών. Τας ημέρας δε εκείνας η φυλή του Δαν αναζητούσε δια τον εαυτόν της περιοχήν δια να εγκατασταθή, επειδή έως τότε δεν είχεν υπό την δικαιοδοσίαν της την περιοχήν που είχε κληροδοτηθή εις αυτήν μεταξύ των άλλων φύλων του Ισραήλ. | 1 Κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες δὲν ὑπῆρχε βασιλιᾶς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν. Καὶ κατὰ τὶς ἡμέρες ἐκεῖνες ἡ φυλὴ τοῦ Δὰν ἐζητοῦσε νὰ εὕρῃ διὰ τὸν ἑαυτόν της περιοχὴν διὰ νὰ ἐγκατασταθῇ, διότι μέχρι τῆς ἡμέρας ἐκείνης δὲν εἶχεν εἰς τὴν κατοχήν της ὁλόκληρον τὸν τόπον, ποὺ τῆς εἶχε δοθῇ ὡς κληρονομία μεταξὺ τῶν φυλῶν τοῦ Ἰσραήλ. |
2 καὶ ἀπέστειλαν οἱ υἱοὶ Δὰν ἀπὸ δήμων αὐτῶν πέντε ἄνδρας υἱοὺς δυνάμεως ἀπὸ Σαραὰ καὶ ἀπὸ ᾿Εσθαὸλ τοῦ κατασκέψασθαι τὴν γῆν καὶ ἐξιχνιάσαι αὐτὴν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτούς· πορεύεσθε καὶ ἐξιχνιάσατε τὴν γῆν. καὶ ἦλθον ἕως ὄρους ᾿Εφραὶμ ἕως οἴκου Μιχαία καὶ ηὐλίσθησαν αὐτοὶ ἐκεῖ | 2 Οι της φυλής Δαν εξέλεξαν από τας οικογενείας της φυλής πέντε γενναίους άνδρας και τους έστειλαν από τας πόλεις Σαραά και Εσθαόλ να κατασκοπεύσουν την χώραν, να εξερευνήσουν αυτήν και τους είπαν· “πηγαίνετε και εξερευνήσατε την χώραν της Παλαιστίνης”. Οι πέντε αυτοί κατάσκοποι ήλθον εις την ορεινήν περιοχήν Εφραίμ, έφθασαν έως τον οίκον του Μιχαία και κατέλυσαν εκεί, | 2 Ἔτσι οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Δὰν ἐδιάλεξαν ἀπὸ ὅλες τὶς οἰκογένειες τῆς φυλῆς τῶν πέντε ἄνδρες γενναίους καὶ ἱκανοὺς καὶ τοὺς ἀπέστειλαν ἀπό τὶς πόλεις Σαραὰ καὶ Ἐσθαόλ, διὰ νὰ κατασκοπεύσουν τὴν χώραν, νὰ τὴν ἐξετάσουν μὲ προσοχὴν καὶ νὰ τὴν ἐξερευνήσουν (τοὺς ἀπέστειλαν) καὶ τοὺς εἶπαν: «Πηγαίνετε, ἐξερευνῆστε, ἐξετάστε μὲ ἀκρίβειαν τὴν χώραν». Οἱ πέντε κατάσκοποι ἔφθασαν μέχρι τῆς ὀρεινῆς περιοχῆς τοῦ Ἐφραίμ, μέχρι τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία καὶ ἐπέρασαν τὴν νύκτα των ἐκεῖ, |
3 ἐν οἴκῳ Μιχαία, καὶ αὐτοὶ ἐπέγνωσαν τὴν φωνὴν τοῦ νεανίσκου τοῦ Λευίτου καὶ ἐξέκλιναν ἐκεῖ καὶ εἶπαν αὐτῷ· τίς ἤνεγκέ σε ὧδε, καὶ σὺ τί ποιεῖς ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ, καὶ τί σοι ὧδε; | 3 στον οίκον του Μιχαία. Αυτοί ανεγνώρισαν από την λαλιάν του τον νεαρόν εκείνον Λευίτην, ελοξοδρόμησαν εκεί και τον ηρώτησαν· “ποιός σε έφερεν εδώ και τι κάνεις στον τόπον τούτον; Ποία η απασχόλησίς σου εδώ;” | 3 εἰς τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία. Οἱ πέντε κατάσκοποι ἀνεγνώρισαν (ἀπὸ τὴν τφοφοράν) τὴν φωνὴν τοῦ νεαροῦ Λευΐτῃ· ἔτσι ἐλοξοδρόμησαν, ἐπῆγαν κοντά του καὶ τὸν ἐρώτησαν: «Ποῖος σὲ ἔφερεν ἐδῶ; Καὶ τὶ κάμνεις ἐδῶ εἰς αὐτὸν τὸν τόπον; Καὶ τὶ ἐργασίαν ἔχεις ἐδῶ;» |
4 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· οὕτω καὶ οὕτως ἐποίησέ μοι Μιχαίας καὶ ἐμισθώσατό με, καὶ ἐγενόμην αὐτῷ εἰς ἱερέα. | 4 Εκείνος τους απήντησε· “αυτά και αυτά μου επρότεινεν ο Μιχαίας, εγώ εδέχθην, έγινα εις αυτόν ιερεύς και εργάζομαι εδώ ως μισθωτός του”. | 4 Ὁ Λευΐτης τοὺς ἀπάντησε: «Αὐτὸ καὶ αὐτὸ μοῦ εἶπε καὶ μοῦ ἐπρότεινε ὁ Μιχαίας καὶ μὲ ἐμίσθωσε καὶ ἔγινα ἱερεὺς εἰς αὐτόν». |
5 καὶ εἶπαν αὐτῷ· ἐπερώτησον δὴ ἐν τῷ Θεῷ, καὶ γνωσόμεθα εἰ εὐοδωθήσεται ἡ ὁδὸς ἡμῶν, ἐν ᾗ ἡμεῖς πορευόμεθα ἐν αὐτῇ. | 5 Εκείνοι είπαν προς αυτόν· “ερώτησε, σε παρακαλούμεν, τον Θεόν δια να μάθωμεν εάν θα κατευοδωθή το ταξίδιόν μας, ο σκοπός δια τον οποίον πορευόμεθα”. | 5 Οἱ πέντε κατάσκοποι τοῦ εἶπαν: «Τότε λοιπὸν ἐρώτησε, σὲ παρακαλοῦμεν, τὸν Θεόν, διὰ νὰ μάθωμεν ἐὰν θὰ εὐοδωθῇ ἡ ἀποστολή μας καὶ ἐὰν θὰ ἐπιτύχῃ αὐτό, τὸ ὁποῖον πρόκειται νὰ πραγματοποιήσωμεν». |
6 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἱερεύς· πορεύεσθε ἐν εἰρήνῃ· ἐνώπιον Κυρίου ἡ ὁδὸς ὑμῶν, ἐν ᾗ πορεύεσθε ἐν αὐτῇ. | 6 Είπε δε προς αυτούς ο Λευίτης εκείνος ιερεύς· “πηγαίνετε ειρηνικοί, ο δρόμος και ο σκοπός σας είναι με την ευλογίαν του Κυρίου”. | 6 Ὁ ἱερεὺς τοὺς ἀπάντησε: «Πηγαίνετε εἰς τὸ καλὸν εἰρηνικοὶ καὶ ἐλεύθεροι ἀπὸ κάθε ἀνησυχίαν. Ἡ ἀποστολὴ ποὺ ἐπιχειρεῖτε καὶ αὐτό, τὸ ὁποῖον πραγματοποιεῖτε, μὲ τὴν ἔγκρισιν, τὴν εὐλογίαν καὶ κάτω ἀπὸ τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου». |
7 καὶ ἐπορεύθησαν οἱ πέντε ἄνδρες καὶ ἦλθον εἰς Λαισά· καὶ εἶδαν τὸν λαὸν τὸν ἐν μέσῳ αὐτῆς καθήμενον ἐπ᾿ ἐλπίδι, ὡς κρίσις Σιδωνίων ἡσυχάζουσα, καὶ οὐκ ἔστι διατρέπων ἢ καταισχύνων λόγον ἐν τῇ γῇ, κληρονόμος ἐκπιέζων θησαυρούς, καὶ μακράν εἰσι Σιδωνίων καὶ λόγον οὐκ ἔχουσι πρὸς ἄνθρωπον. | 7 Οι πέντε εκείνοι άνδρες συνέχισαν την πορείαν των και ήλθον εις Λαισά. Είδον τον λαόν τον κατοικούντα εις την πόλιν αυτήν να κάθεται αμέριμνος και ύσυχος όπως ήσυχοι κατοικούσαν οι άνρωποι της μεγάλης πόλεως Σιδών. Εις την πόλιν αυτήν Λαισά δεν υπήρχε κανείς που να φιλονική με τον άλλον, να εντροπιάζη και να εξευτελίζη με τα λόγια του ο ενας τον άλλον, ούτε και κληρονόμος επιζητών δια της βίας να κληρονομήση θησαυρούς. Επί πλέον ήσαν μακράν από τους κατοίκους της Σιδώνος και δεν είχαν καμμίαν διαφοράν προς κανένα άνθρωπον από τους γύρω λαούς. | 7 Κατόπιν οἱ πέντε ἄνδρες ἀνεχώρησαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν πόλιν Λαισά. Καὶ εἶδαν ὅτι ὁ λαός, ποὺ ἑκατοικοῦσε εἰς αὐτήν, εἶναι ἥσυχος, ἀμέριμνος καὶ ἀσφαλής, ὅπως ἐζοῦσαν οἱ κάτοικοι τῆς (μεγάλης πόλεως τῶν Φοινίκων) Σιδῶνος ἥσυχοι καὶ ἀσφαλεῖς. Δὲν ὑπῆρχεν εἰς τὴν πόλιν αὐτὴν (τὴν Λαισά) ἄνθρωπος, ποὺ να ἀντιλέγῃ εἰς τὸν ἄλλον ἢ νὰ ἐντροπιάζῃ μὲ τὰ λόγια του τὸν ἄλλον· δὲν ὑπῆρχε ἄνθρωπος, ποὺ νὰ πιέζῃ τὸν ἄλλον, διὰ νὰ κληρονομήσω τὴν περιουσίαν του. (Δι' αὐτό) ἦσαν τελείως εἰρηνικοὶ καὶ ἥσυχοι. Ἀκόμη οἰ κάτοικοι τῆς Λαισὰ εὑρίσκοντο μακριὰ ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς Σιδῶνος καὶ δὲν εἶχαν ἐμπορικὲς συναλλαγὲς ἢ σύνδεσμον μὲ κανένα ἄλλον ἄνθρωπον (ἀπὸ τοὺς λαοὺς ποὺ γειτονεύουν μὲ αὐτούς). |
8 καὶ ἦλθον οἱ πέντε ἄνδρες πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς αὐτῶν εἰς Σαραὰ καὶ ᾿Εσθαὸλ καὶ εἶπον τοῖς ἀδελφοῖς αὐτῶν· τί ὑμεῖς κάθησθε; | 8 Οι πέντε κατάσκοποι επανήλθαν στους αδελφούς των εις Σαραά και Εσθαόλ και είπαν προς αυτούς· “τι καθέσθε εδώ και χάνετε τον καιρόν σας;” | 8 Καὶ οἱ πέντε ἄνδρες ἐπέστρεψαν πίσω εἰς τοὺς ἀδελφούς των εἰς τὶς πόλεις Σαραὰ καὶ Ἐσθαὸλ καὶ τοὺς εἶπαν: «Διατὶ μένετε ἀκίνητοι καὶ ἀδρανεῖς;» |
9 καὶ εἶπαν· ἀνάστητε καὶ ἀναβῶμεν ἐπ᾿ αὐτούς, ὅτι εἴδομεν τὴν γῆν καὶ ἰδοὺ ἀγαθὴ σφόδρα· καὶ ὑμεῖς ἡσυχάζετε; μὴ ὀκνήσητε τοῦ πορευθῆναι καὶ εἰσελθεῖν τοῦ κληρονομῆσαι τὴν γῆν. | 9 Και εν συνεχεία τους είπαν· “σηκωθήτε και ετοιμασθήτε να βαδίσωμεν εναντίον των ανθρώπων εκείνων, διότι κατεσκοπεύσαμεν την χώραν των και την είδομεν πολύ εύφορον και πλουσίαν. Και σεις ακόμη ησυχάζετε εδώ; Μη αμελήσετε να βαδίσετε και να εισέλθετε εις την χώραν εκείνην και να την κατακτήσετε ως ιδικήν σας πλέον. | 9 Καὶ ἀκόμη (οἱ πέντε ἄνδρες τούς) εἶπαν: «Ἐμπρός, σηκωθῆτε διὰ νὰ ἐπιτεθῶμεν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, διότι εἴδαμε τὴν χώραν, καὶ νά· αὐτὴ εἶναι πάρα πολὺ εὔφορη καὶ πλουσία· καὶ σεῖς κάθεσθε ἀργοί, ἀκίνητοι καὶ ἄπρακτοι; Μὴ βαρεθῆτε καὶ μὴ βραδύνετε νὰ προχωρήσετε καὶ νὰ εἰσέλθετε καὶ νὰ κατακτήσετε τὴν χώραν. |
10 καὶ ἡνίκα ἐὰν ἔλθητε, εἰσελεύσεσθε πρὸς λαὸν ἐπ᾿ ἐλπίδι, καὶ ἡ γῆ πλατεῖα, ὅτι ἔδωκεν αὐτὴν ὁ Θεός ἐν χειρὶ ὑμῶν, τόπος, ὅπου οὐκ ἔστιν ἐκεῖ ὑστέρημα παντὸς ρήματος τῶν ἐν τῇ γῇ. | 10 Οταν δε εισέλθετε δια την κατάκτησιν αυτής της χώρας θα βρήτε ένα λαόν ήσυχον και ειρηνικόν και μίαν χώραν ευρείαν και πλουσίαν. Ο δε Θεός, όπως μας επληροφόρησεν ο Λευίτης ιερεύς, έχει παραδώσει εις τα χέρια σας την χώραν αυτήν, από την οποίαν τίποτε δεν λείπει”. | 10 Καὶ ὅταν φθάσετε ἐκεῖ, θὰ συναντήσετε ἕνα λαόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀνύποπτος, εἰρηνικὸς καὶ δὲν ἔχει πεῖραν πολέμου· θὰ διαπιστώσετε ὅτι ἡ χώρα εἶναι ἐκτεταμένη, μεγάλη. Ἀκόμη (πρέπει νὰ γνωρίζετε, ὅπως μᾶς ἐβεβαίωσεν ὁ Λευΐτης - ἱερεύς) ὅτι ὁ Θεὸς τὴν παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια σας. Ἐπίσης ἡ χώρα αὐτὴ εἶναι πλούσια, δὲν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν ἀπὸ κανένα πρᾶγμα, ἀπὸ ὅσα ὑπάρχουν εἰς τὴν γῆν. |
11 Καὶ ἀπῇραν ἐκεῖθεν ἀπὸ δήμων τοῦ Δὰν ἀπὸ Σαραὰ καὶ ἀπὸ ᾿Εσθαὸλ ἑξακόσιοι ἄνδρες ἐζωσμένοι σκεύη παρατάξεως. | 11 Αμέσως εξακόσιοι άνδρες από τους δήμους της φυλής Δαν εξεκίνησαν ζωσμένοι με τα πολεμικά των όπλα, από τας πόλεις Σαραά και Εσθαόλ. | 11 Ἔτσι ἐξεκίνησαν ἀπὸ ἐκεῖ, ἀπὸ τὶς διάφορες οἰκογένειες τῆς φυλῆς Δάν, ἀπὸ τὶς πόλεις Σαραὰ καὶ Ἐσθαόλ, ἑξακόσιοι ἄνδρες ὠπλισμένοι μὲ ὅπλα πολεμικά. |
12 καὶ ἀνέβησαν καὶ παρενέβαλον ἐν Καριαθιαρὶμ ἐν ᾿Ιούδα· διὰ τοῦτο ἐκλήθη ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ Παρεμβολὴ Δὰν ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης, ἰδοὺ ὀπίσω Καριαθιαρίμ. | 12 Ανέβησαν και εστρατοπέδευσαν εις την πόλιν Καριαθιαρίμ της φυλής Ιούδα. Δι' αυτό και ο τόπος εκείνος ωνομάσθη “Στρατόπεδον Δαν” μέχρι της ημέρας αυτής. Η τοποθεσία αυτή ευρίσκεται εις τα δυτικά της Καριαθιαρίμ. | 12 Αὐτοὶ ἐπροχώρησαν, ἀνέβηκαν καὶ ἐστρατοπέδευσαν εἰς τὴν πόλιν Καριαθιαρίμ, εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα. Διὰ τοῦτο ὠνομάσθη ὁ τόπος ἐκεῖνος «Στρατόπεδον τοῦ Δάν» μέχρι τῆς ἡμέρας, ποὺ γράφονταί οἱ γραμμὲς αὐτές. Καὶ ἡ τοποθεσία αὐτή, νά· εὑρίσκονται εἰς τὰ δυτικὰ τῆς πόλεως Καριαθιαρίμ. |
13 καὶ παρῆλθον ἐκεῖθεν ὄρος ᾿Εφραὶμ καὶ ἦλθον ἕως οἴκου Μιχαία. | 13 Από εκεί ανέβησαν εις την ορεινήν περιοχήν της φυλής Εφραίμ και ήλθον έως στον οίκον του Μιχαία. | 13 Ἀπὸ ἐκεῖ ἐπροχώρησαν πρὸς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραὶμ καὶ ἔφθασαν μέχρι τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία, |
14 καὶ ἀπεκρίθησαν οἱ πέντε ἄνδρες οἱ πορευόμενοι κατασκέψασθαι τὴν γῆν Λαισὰ καὶ εἶπαν πρὸς τοὺς ἀδελφούς· ἔγνωτε ὅτι ἐστὶν ἐν τῷ οἴκῳ τούτῳ ἐφὼδ καὶ θεραφὶν καὶ γλυπτὸν καὶ χωνευτόν; καὶ νῦν γνῶτε ὅ,τι ποιήσετε. | 14 Οι πέντε άνδρες οι οποίοι είχαν προηγουμένως πορευθή δια να κατασκοπεύσουν την χώραν Λαισά, είπαν τότε προς τους ομοφύλους των· “γνωρίζετε ότι στον οίκον τούτον του Μιχαία υπάρχει ιερατικόν άμφιον εφώδ, θεραφίν, χωνευτόν και γλυπτόν άγαλμα; Μαθετέ το τώρα και κάμετε ο,τι νομίζετε”. | 14 Κατόπιν οἱ πέντε ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐπῆγαν διὰ νὰ ἐξετάσουν μὲ προσοχήν, νὰ ἐξερευνήσουν τὴν χώραν, δηλαδὴ τὴν Λαισά, ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπαν εἰς τοὺς ἀδελφούς των (τοὺς ἄλλους ἄνδρες τῆς φυλῆς των): «Γνωρίζετε ὅτι εἰς τὸ σπίτι αὐτὸ ὑπάρχει (ἱερατικὸν ἔνδυμα) ἐφὼδ καὶ (ἐφέστιοι θέοι, ἀγαλματίδια) θεραφὶν καὶ ξύλινον (σκαλιστόν) ἄγαλμα σκεπασμένον μέ (χυτόν) μέταλλον; Τώρα λοιπόν, ποὺ τὸ ἐμάθατε, σκεφθῆτε καὶ ἀποφασίσετε τὶ πρέπει νὰ κάμετε». |
15 καὶ ἐξέκλιναν ἐκεῖ καὶ εἰσῆλθον εἰς τόν οἶκον τοῦ νεανίσκου τοῦ Λευίτου, εἰς τὸν οἶκον Μιχαία, καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν εἰς εἰρήνην. | 15 Οι πέντε αυτοί άνδρες ελοξοδρόμησαν προς τα εκεί, εισήλθον στον οίκον του νεαρού Λευίτου ιερέως, στον οίκον του Μιχαία και εχαιρέτησαν αυτόν χαιρετισμόν ειρήνης. | 15 Καὶ οἱ πέντε ἄνδρες ἐλοξοδρόμησαν πρὸς τὰ ἐκεῖ καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὸ διαμέρισμα τοῦ νεαροῦ, τοῦ Λευΐτῃ, εἰς τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία καὶ τοῦ εὐχήθηκαν εἰρήνην καὶ εὐτυχίαν. |
16 καὶ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες οἱ ἀνεζωσμένοι τὰ σκεύη τῆς παρατάξεως αὐτῶν ἑστῶτες παρὰ θύρας τῆς πύλης, οἱ ἐκ τῶν υἱῶν Δάν. | 16 Οι δε άλλοι εξακόσιοι άνδρες, οι της φυλής Δαν, οι ωπλισμένοι με τα πολεμικά των σκεύη, έμειναν όρθιοι εις την εξωτερικήν πύλην της αγροτικής αυτής κατοικίας. | 16 Ἐν τῷ μεταξὺ οἱ ἑξακόσιοι ἄνδρες, οἱ ὡπλισμένοι μὲ τὰ πολεμικά των ὅπλα, οἱ ὁποῖοι προήρχοντο ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Δάν, ἐστέκοντο εἰς τὴν ἐξώθυραν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Μιχαία. |
17 καὶ ἀνέβησαν οἱ πέντε ἄνδρες οἱ πορευθέντες κατασκέψασθαι τὴν γῆν καὶ εἰσῆλθον ἐκεῖ εἰς οἶκον Μιχαία, καὶ ὁ ἱερεὺς ἑστώς· | 17 Εν τω μεταξύ οι πέντε άνδρες, οι οποίοι είχαν προηγουμένως κατασκοπεύσει την χώραν, εισήλθον στον οίκον του Μιχαία. Ο Λευίτης ιερεύς ήτο όρθιος. | 17 Τότε οἱ πέντε ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἐπῆγαν (προηγουμένως) διὰ νὰ ἐξετάσουν μὲ προσοχήν, νὰ ἐξερευνήσουν τὴν χώραν, ἐπροχώρησαν καὶ ἐμπῆκαν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία· ὁ δὲ (Λευίτης) ἱερεὺς ἦταν ἐκεῖ ὅρθιος (εἰς τὸ διαμέρισμά του)· |
18 καὶ ἔλαβον τὸ γλυπτὸν καὶ τὸ ἐφὼδ καὶ τὸ θεραφὶν καὶ τὸ χωνευτόν. καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς ὁ ἱερεύς· τί ὑμεῖς ποιεῖτε; | 18 Εκείνοι ήρπασαν το γλυπτόν άγαλμα, το ιερατικόν ένδυμα εφώδ και το χυτόν άγαλμα. Ο Λευίτης- ιερεύς είπε προς αυτούς· “τι είναι αυτό που κάνετε;” | 18 καὶ (αὐτοί) ἐπῆραν τὸ (ἱερατικὸν ἔνδυμα) ἐφώδ καὶ τὰ (ἀγαλματίδια) θεραφιν καὶ τὸ ξύλινον (σκαλιστὸν) ἄγαλμα. Ὁ δὲ (Λευίτης) ἱερεύς, ὅταν τοὺς εἶδε νὰ παίρνουν ὅλα αὐτά, τοὺς εἶπε: «Τί κάμνετε σεῖς;» |
19 καὶ εἶπαν αὐτῷ· κώφευσον, ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπὶ τὸ στόμα σου καὶ δεῦρο μεθ᾿ ἡμῶν καὶ γένου ἡμῖν εἰς πατέρα καὶ εἰς ἱερέα· μὴ ἀγαθὸν εἶναί σε ἱερέα οἴκου ἀνδρὸς ἑνὸς ἢ γενέσθαι σε ἱερέα φυλῆς καὶ οἴκου εἰς δῆμον ᾿Ισραήλ; | 19 Εκείνοι του είπαν· “πάψε· βούλωσε το στόμα σου με το χέρι σου, έλα μαζή μας και γίνε εις ημάς πνευματικός πατήρ και ιερεύς. Είναι, τάχα, καλύτερον δια σε να είσαι ιερεύς στον οίκον ενός μόνον ανδρός η να γίνης ιερεύς μιας ολοκλήρου φυλής, μιας μεγάλης οικογενείας του ισραηλιτικού λαού;” | 19 Αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν: «Σιώπα, κλεῖσε τὸ στόμα σου, μὴ εἰπῇς λέξιν καὶ ἀκολούθησέ μας καὶ γίνε ἰδικός μας (πνευματικός) πατέρας (ἰδιαίτερός μας σύμβουλος) καὶ ἱερεύς. Εἶναι μήπως καλύτερα διὰ σὲ νὰ εἶσαι ἱερεὺς τῆς οἰκογενείας ἑνὸς μόνον ἀνθρώπου, ἢ νὰ εἶσαι ἱερεὺς μιᾶς ὁλοκλήρου φυλῆς καὶ μιᾶς μεγάλης (πατριαρχικῆς) οἰκογενείας τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ;» |
20 καὶ ἠγαθύνθη ἡ καρδία τοῦ ἱερέως, καὶ ἔλαβε τὸ ἐφὼδ καὶ τὸ θεραφὶν καὶ τὸ γλυπτὸν καὶ τὸ χωνευτὸν καὶ ἦλθεν ἐν μέσῳ τοῦ λαοῦ. | 20 Η καρδία του ιερέως ηυχαριστήθη από την πρότασιν αυτήν. Επήρεν ο ίδιος το εφώδ, το θεραφίν, το γλυπτόν και το χωνευτόν άγαλμα και ήλθε μαζή των εν μέσω των εξακοσίων εκείνων στρατιωτών. | 20 Μὲ αὐτὰ ποὺ ἄκουσε, εὐχαριστήθη πάρα πολύ, ἐκολακεύθη ὁ ἱερεύς· δι’ αὐτὸ ἐπῆρε τὸ (ἱερατικὸν ἔνδυμα) ἐφὼδ καὶ τὰ (ἀγαλματίδια) θεραφὶν καὶ τὸ ξύλινον (σκαλιστὸν) ἄγαλμα τὸ σκεπασμένον μέ (χυτόν) μέταλλον καὶ ἐπροχώρησε καὶ ἦλθε μεταξὺ τοῦ λαοῦ (τῶν ἑξακοσίων ὡπλισμένων ἀνόμων). |
21 καὶ ἐπέστρεψαν καὶ ἀπῆλθαν· καὶ ἔθηκαν τὰ τέκνα καὶ τὴν κτῆσιν καὶ τὸ βάρος ἔμπροσθεν αὐτῶν. | 21 Επέστρεψαν κατόπιν όλοι και έφυγαν από εκεί. Εβαλαν εμπρός από την παράταξίν των τα παιδιά των, τα ζώα των και όλα τα άλλα πράγματά των. | 21 Αὐτοὶ δὲ ἐγύρισαν πίσω καὶ ἔφυγαν μὲ κατεύθυνσιν τὴν Λαισά. Καὶ διὰ νὰ τὰ προφυλάξουν ἔβαλαν τὰ παιδιά των καὶ τὰ ζῶα των καὶ ὅλες τὶς ἀποσκευές των μπροστὰ ἀπὸ τὴν παράταξίν των. |
22 αὐτοὶ ἐμάκρυναν ἀπὸ οἴκου Μιχαία καὶ ἰδοὺ Μιχαίας καὶ οἱ ἄνδρες οἱ ἐν ταῖς οἰκίαις ταῖς μετὰ οἴκου Μιχαία ἐβόησαν καὶ κατελάβοντο τοὺς υἱοὺς Δάν. | 22 Είχον πλέον απομακρυνθή από την έπαυλιν του Μιχαία και ιδού ο Μιχαίας και οι άνδρες οι οποίοι κατοικούσαν εις οικίας κοντά στον οίκον του Μιχαία, ενεφανίσθησαν, εφώναξαν και επλησίασαν τους άνδρας της φυλής Δαν. | 22 Ὅταν ἀπεμακρύνθησαν ἀρκετὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τοῦ Μιχαία, ὁ Μιχαίας καὶ οἰ ἄνδρες, τῶν ὁποίων τὰ σπίτια ἐγειτόνευαν μὲ τὸ ἰδικόν του,(ἀφοῦ συνεκεντρώθησαν, πιθανῶς διὰ νὰ δώσουν μάχην), ἔτρεξαν, ἐπρόφθασαν τοὺς ἀπογόνους τῆς φυλῆς τοῦ Δὰν καὶ τοὺς ἐφώναξαν. |
23 καὶ ἐπέστρεψαν οἱ υἱοὶ Δὰν τὸ πρόσωπον αὐτῶν καὶ εἶπαν τῷ Μιχαίᾳ· τί ἐστί σοι, ὅτι ἐβόησας; | 23 Οι άνδρες της φυλής Δαν εστράφησαν οπίσω προς αυτούς και είπαν στον Μιχαίαν· “τι έχεις και κραυγάζεις;” Ο Μιχαίας απήντησε· | 23 Οἱ ἄνθρωποι τῆς φυλῆς Δὰν ἐγύρισαν πίσω τὸ πρόσωπόν των καὶ ἐρώτησαν τὸν Μιχαίαν: «Τί σοῦ συμβαίνει, τὶ σὲ στενοχωρεῖ καὶ φωνάζεις ἔτσι (μαζὶ μὲ αὐτὸν τὸν ὄχλον);» |
24 καὶ εἶπε Μιχαίας· ὅτι τὸ γλυπτόν μου, ὃ ἐποίησα, ἐλάβετε καὶ τὸν ἱερέα καὶ ἐπορεύθητε· καὶ τί μοι ἔτι; καὶ τί τοῦτο λέγετε πρός με· τί κράζεις; | 24 “φωνάζω διότι μου επήρατε το γλυπτόν το οποίον κατεσκεύασα και τον ιερέα μου και εφύγατε. Τι άλλο ηθέλατε να μου κάμετε και μου λέγετε τώρα τι κραυγάζεις;” | 24 Ὁ Μιχαίας τοὺς εἶπε: «(Φωνάζω) διότι ἐπήρατε τὸ ξύλινον (σκαλιστόν) ἄγαλμά μου, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασα διὰ τὸν ἑαυτόν μου, καθὼς ἐπίσης καὶ τὸν ἱερέα καὶ ἐφύγατε. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ τὶ μοῦ ἔχει μείνει πιά; Καὶ διατὶ λοιπὸν μὲ ἐρωτᾶτε· «τί φωνάζεις καὶ μᾶς ἐνοχλεῖς;»). |
25 καὶ εἶπαν πρὸς αὐτὸν οἱ υἱοὶ Δάν· μὴ ἀκουσθήτω δὴ φωνή σου μεθ᾿ ἡμῶν, μή ποτε συναντήσωσιν ἡμῖν ἄνδρες πικροὶ ψυχῇ καὶ προσθήσουσι ψυχήν σου καὶ τὴν ψυχὴν τοῦ οἴκου σου. | 25 Οι άνδρες της φυλής Δαν του είπαν· “μη ακουσθή πλέον φωνή από το στόμα σου προς ημάς, διότι υπάρχουν μεταξύ μας άνδρες οξύθυμοι και σκληροί μήπως και ορμήσουν εναντίον σου και αφαιρέσουν την ζωήν την ιδικήν σου και την ζωήν όλων των ανθρώπων του οίκου σου”. | 25 Οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Δὰν τοῦ ἀπάντησαν: «Εἶναι καλύτερον διὰ σὲ νὰ σιωπήσῃς καὶ νὰ μὴ ἀκουσθῇ πιὰ ἡ φωνή σου μεταξύ μας, μήπως στενοχωρηθοῦν καὶ ὀργισθοῦν ἀπὸ ἡμᾶς ἄνδρες εὐέξαπτοι καὶ τρομεροὶ καὶ ὁρμήσουν ἐναντίον σου, ὁπότε θὰ ἀφαιρέσουν τὴν ζωήν σου καὶ τὴν ζωὴν τῶν μελῶν τῆς οἰκογενείας σου· ἔτσι θὰ ἀφανισθῇς καὶ σὺ καὶ ἡ οἰκογένειά σου». |
26 καὶ ἐπορεύθησαν οἱ υἱοὶ Δὰν εἰς ὁδὸν αὐτῶν· καὶ εἶδε Μιχαίας ὅτι δυνατώτεροί εἰσιν ὑπὲρ αὐτόν, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. | 26 Επειτα από τους λόγους αυτούς οι άνδρες της φυλής Δαν συνέχισαν τον δρόμον των. Ο Μιχαίας είδεν ότι εκείνοι είναι ισχυρότεροι από αυτόν και επέστρεψεν στον οίκον του. | 26 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Δὰν ἐπροχώρησαν καὶ συνέχισαν τὸν δρόμον των. Ὅταν δὲ ὁ Μιχαίας εἶδεν ὅτι αὐτοὶ εἶναι περισσότερον δυνατοὶ ἀπὸ αὐτόν, ἐγύρισε πίσω καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ σπίτι του. |
27 καὶ οἱ υἱοὶ Δὰν ἔλαβον ὃ ἐποίησε Μιχαίας, καὶ τὸν ἱερέα, ὃς ἦν αὐτῷ, καὶ ἦλθον ἐπὶ Λαισά, ἐπὶ λαὸν ἡσυχάζοντα καὶ πεποιθότα ἐπ᾿ ἐλπίδι καὶ ἐπάταξαν αὐτοὺς ἐν στόματι ρομφαίας καὶ τὴν πόλιν ἐνέπρησαν ἐν πυρί· | 27 Οι άνδρες της φυλής Δαν έχοντες μαζή των όσα ιερά αντικείμενα είχε κατασκευάσει ο Μιχαίας και τον ιερέα του, ήλθον εις την πόλιν Λαισά, την οποίαν κατοικούσαν άνθρωποι ήσυχοι με ακλόνητον την ελπίδα δια την ησυχίαν των. Οι άνδρες της φυλής Δαν επετέθησαν εναντίον των και τους κατέστρεψαν, την δε πόλιν των παρέδωκαν στο πυρ. | 27 Οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Δὰν ἐπῆραν τὰ ἱερὰ ἀντικείμενα (εἴδωλα), ποὺ κατεσκεύασεν ὁ Μιχαίας, καὶ τὸν ἱερέα, ποὺ ἦταν κοντά του, καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Λαισά, τῆς ὁποίας ὁ λαὸς ἦταν φιλήσυχος, εἰρηνικός, ἀσφαλής, ἀμέριμνος καὶ ἀνυποψίαστος διὰ πόλεμον. Ἐπετέθησαν ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς πόλεως καὶ τοὺς ἐπέρασαν ὅλους ἀπὸ τὸ στόμα τῆς μαχαίρας καὶ εἰς τὴν πόλιν (Λαισὰ) ἔβαλαν φωτιὰν καὶ τὴν ἔκαυσαν ἐντελῶς. |
28 καὶ οὐκ ἦν ὁ ρυόμενος, ὅτι μακράν ἐστιν ἀπὸ Σιδωνίων, καὶ λόγος οὐκ ἔστιν αὐτοῖς μετὰ ἀνθρώπου, καὶ αὐτὴ ἐν τῇ κοιλάδι τοῦ οἴκου Ραάβ. καὶ ᾠκοδόμησαν τὴν πόλιν καὶ κατεσκήνωσαν ἐν αὐτῇ | 28 Κανείς δεν έσπευσε να τους γλυτώση διότι η πόλις των ήτο πολύ μακράν από την Σιδώνα και διότι ακόμη δεν είχον καμμίαν αυτοί επικοινωνίαν με άλλον τινά γειτονικόν λαόν. Εξ άλλου η πόλις των ευρίσκετο μεμονωμένη και ανοχύρωτος εις την κοιλάδα του οίκου Ραάβ. Οι άνδρες της φυλής Δαν ανοικοδόμησαν την πόλιν και εγκατεστάθησαν εις αυτήν. | 28 Κανένας δὲν ἔτρεξε νὰ τοὺς γλυτώσῃ, διότι ἡ πόλις εὑρίσκεται μακριὰ ἀπὸ τὴν πόλιν Σιδῶνα καὶ δὲν ἔχει ἐμπορικὲς συναλλαγὲς ἢ σύνδεσμον μὲ κανένα ἄλλον ἄνθρωπον (ἀπὸ τοὺς γειτονικοὺς λαούς). Ἡ πόλις αὐτή (ἡ Λαισά) εὑρίσκεται εἰς τὴν κοιλάδα τῆς οἰκογενείας Ραάβ (ὥστε ἦταν ἀπομονωμένη, ἀνοχύρωτη καὶ ἑπομένως εὐάλωτη). Καὶ οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Δὰν ἔκτισαν πάλιν τὴν πόλιν καὶ ἐγκατεστάθησαν εἰς αὐτήν. |
29 καὶ ἐκάλεσαν τὸ ὄνομα τῆς πόλεως Δὰν ἐν ὀνόματι Δὰν πατρὸς αὐτῶν, ὃς ἐτέχθη τῷ ᾿Ισραήλ· καὶ ἦν Οὐλαμαΐς ὄνομα τῆς πόλεως τὸ πρότερον. | 29 Εδωσαν δε νέον όνομα εις αυτήν, το όνομα του προπάτορός των, του Δαν, ο οποίος ήτο υιός του Ισραήλ. Το προηγούμενον όνομα της πόλεως ήτο Ουλαμαΐς. | 29 Ἄλλαξαν δὲ τὸ ὄνομα τῆς πόλεως καὶ τὴν ὠνόμασαν Δάν, σύμφωνα μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς φυλῆς των, τοῦ Δάν, ὁ ὁποῖος ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰσραήλ (=Ἰακώβ). Τὰ ὄνομα τῆς πόλεως προηγουμένως ἦταν Οὐλαμαΐς. |
30 καὶ ἔστησαν ἑαυτοῖς οἱ υἱοὶ Δὰν τὸ γλυπτόν· καὶ ᾿Ιωνάθαν υἱὸς Γηρσὼν υἱὸς Μανασσῆ, αὐτὸς καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ ἦσαν ἱερεῖς τῇ φυλῇ Δὰν ἕως ἡμέρας τῆς ἀποικίας τῆς γῆς. | 30 Εκεί οι άνδρες της φυλής Δαν έστησαν το γλυπτόν άγαλμα. Ο δε Ιωνάθαν, υιός του Γηρσών, υιού του Μανασσή, αυτός και οι υιοί του έγιναν ιερείς εις την φυλήν Δαν μέχρι της εποχής κατά την οποίαν αυτοί εζούσαν μακράν από την πατρίδα των. | 30 Καὶ οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς Δὰν ἔστησαν ἐκεῖ πρὸς λατρείαν τὸ ξύλινον (σκαλιστόν) ἄγαλμα. Καὶ ὁ Ἰωνάθαν, υἱὸς τοῦ Γηρσών, υἱοῦ τοῦ Μανασσῆ, αὐτός (ὁ Ἰωνάθαν) καὶ τὰ παιδιά του ὑπῆρξαν ἱερεῖς εἰς τὴν φυλὴν τοῦ Δὰν μέχρι τὴν ἡμέραν ποὺ συνεχίζετο ἡ κατοχὴ τῶν Ἰουδαίων ἀπὸ τοὺς Φιλισταίους. |
31 καὶ ἔθηκαν ἑαυτοῖς τὸ γλυπτόν, ὃ ἐποίησε Μιχαίας πάσας τὰς ἡμέρας, ἃς ἦν ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ ἐν Σηλώμ. | 31 Εκεί εχρησιμοποίησαν δια τον εαυτόν των το γλυπτόν άγαλμα που είχε κατασκευάσει ο Μιχαίας, όταν ακόμη η Σκηνή του Μαρτυρίου ευρίσκετο εις Σηλώμ. | 31 Ἔτσι οἱ ἀπόγονοι τῆς φυλῆς τοῦ Δὰν ἐγκατέστησαν καὶ ἐλάτρευσαν τὸ ξύλινον (σκαλιστόν) ἄγαλμα, τὸ ὁποῖον κατεσκεύασεν ὁ Μιχαίας, καθ’ ὅλην τὴν περίοδον, κατὰ τὴν ὁποίαν ἡ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου (ὅπου ἐλατρεύετο ὁ Θεὸς) εὑρίσκετο εἰς τὴν Σηλώμ. |