Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἀνέβη ἄγγελος Κυρίου ἀπὸ Γαλγὰλ ἐπὶ τὸν Κλαυθμῶνα καὶ ἐπὶ Βαιθὴλ καἱ ἐπὶ τὸν οἶκον ᾿Ισραὴλ καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τάδε λέγει Κύριος· ἀνεβίβασα ὑμᾶς ἐξ Αἰγύπτου καὶ εἰσήγαγον ὑμᾶς εἰς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσα τοῖς πατράσιν ὑμῶν, καὶ εἶπα· οὐ διασκεδάσω τὴν διαθήκην μου τὴν μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα· 1 Αγγελος Κυρίου ανέβη από τα Γαλγαλα στοποθεσίαν την οποίαν ωνόμαζον “Κλαυθμώνα” και εις την Βαιθήλ, όπού κατοικούσαν οι Ισραηλίται, και είπεν εις αυτούς· “αυτά λέγει ο Κυριος· σας έβγαλα ελευθέρους από την Αίγυπτον και σας ωδήγησα εις την χώραν αυτήν, δια την οποίαν ωρκίσθηκα στους προπάτορας σας και είπα· Ουδέποτε θα αθετήσω την συμφωνίαν μου με σας. 1 Άγγελος δὲ Κυρίου ἀνέβη ἀπὸ τὰ Γάλγαλα εἰς τὴν τοποθεσίαν «Κλαυθμώνας» καὶ εἰς τὴν Βαιθήλ, ὅπου ἦταν συγκεντρωμένος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς: «Αὐτὰ λέγει ὁ παντοδύναμος Κύριος: «Σᾶς ἐλευθέρωσα καὶ σᾶς ἔβγαλα ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον, τὴν χώραν τῆς σκληρῆς δουλείας, καὶ σᾶς ἔφερα εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν ὑποσχέθηκα μὲ ὅρκον εἰς τοὺς προγόνους σας, τοὺς Πατριάρχας, καὶ εἶπα· δὲν θὰ παραβῶ καὶ δὲν θὰ λύσω ποτὲ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων τὴν συμφωνίαν, ποὺ ἔκαμα μαζί σας.
2 καὶ ὑμεῖς οὐ διαθήσεσθε διαθήκην τοῖς ἐγκαθημένοις εἰς τὴν γῆν ταύτην, οὐδὲ τοῖς θεοῖς αὐτῶν προσκυνήσετε, ἀλλὰ τὰ γλυπτὰ αὐτῶν συντρίψετε, τὰ θυσιαστήρια αὐτῶν καθελεῖτε. καὶ οὐκ εἰσηκούσατε τῆς φωνῆς μου, ὅτι ταῦτα ἐποιήσατε. 2 Ούτε όμως και σεις θα έλθετε εις συμφωνίαν με τους κατοίκους της χώρας αυτής, ούτε και τους θεούς των ποτέ θα προσκυνήσετε αλλά τα είδωλά των θα συντρίψετε και τα θυσιαστήριά των θα καταστρέψετε. Σεις όμως δεν υπηκούσατε εις την εντολήν μου και εκάματε αυτά που σας είχα απαγορεύσει. 2 Ἡ συμφωνία ἐκείνη περιεῖχε τὸν ὅρον καὶ τὴν ὑποχρέωσιν, ὅτι καὶ σεῖς δὲν θὰ συνάψετε συμφωνίαν μὲ αὐτούς, ποὺ εἶναι ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν χώραν αὐτήν, οὔτε θὰ λατρεύσετε τοὺς εἰδωλολατρικοὺς θεούς των, ἀλλὰ θὰ συντρίψετε τὰ ἀγάλματά των καὶ θὰ κατεδαφίσετε τὰ θυσιαστήριά των. Σεῖς ὅμως δὲν ἐπειθαρχήσατε εἰς τὴν ἐντολήν μου, διότι ἐκάματε ὅσα σᾶς ἀπηγόρευσα.
3 κἀγὼ εἶπον· οὐ μὴ ἐξάρω αὐτοὺς ἐκ προσώπου ὑμῶν, καὶ ἔσονται ὑμῖν εἰς συνοχάς, καὶ οἱ θεοὶ αὐτῶν ἔσονται ὑμῖν εἰς σκάνδαλον. 3 Και εγώ είπα και απεφάσισα· Δεν θα εκδιώξω και δεν θα εξαφανίσω από εμπρός σας τους Χαναναίους, και έτσι αυτοί παραμένοντες μεταξύ σας θα είναι δια σας διαρκής στενοχωρία, οι δε θεοί των θα είναι δια σας συνεχές σκάνδαλον προς το πονηρόν”. 3 Δι' αὐτὸ ἀπεφάσισα καὶ εἶπα τοῦτο: Δὲν θὰ διώξω τοὺς εἰδωλολάτρες ἀπ’ ἐμπρός σας· οἱ εἰδωλολάτραι θὰ ζοῦν μεταξύ σας καὶ θὰ σᾶς εἶναι ἀντίπαλοι, πειρασμὸς καὶ ἀγκάθια, ποὺ θὰ σᾶς ἀγκελώνουν συνεχῶς· θὰ σᾶς δημιουργοῦν ἐπεισόδια καὶ προβλήματα. Καὶ οἱ εἰδωλολατρικοί των θεοὶ θὰ γίνουν εἰς σᾶς παγίδες, ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγοῦν εἰς πτῶσιν, πλάνην καὶ ἁμαρτίες».
4 καὶ ἐγένετο ὡς ἐλάλησεν ὁ ἄγγελος Κυρίου τοὺς λόγους τούτους πρὸς πάντας υἱοὺς ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπῇραν ὁ λαὸς τὴν φωνὴν αὐτῶν καὶ ἔκλαυσαν. 4 Οταν ο άγγελος διελάλησε τα λόγια αυτά προς όλους τους Ισραηλίτας, όλος ο λαός έβγαλε κραυγήν και έκλαυσε. 4 Τότε συνέβη τοῦτο: Ὅταν ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου εἶπε τὰ λόγια αὐτὰ πρὸς ὅλον τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, ὁ λαός, ἀναγνωρίζων τὴν ἁμαρτίαν του, ἐφώναξε δυνατὰ καὶ ἐθρήνησε μὲ δάκρυα μετανοίας.
5 καὶ ἐπωνόμασαν τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου, Κλαυθμῶνες· καὶ ἐθυσίασαν ἐκεῖ τῷ Κυρίῳ. 5 Δια τούτο δε και ωνόμασαν τον τόπον εκείνον “Κλαυθμώνες”. Εκεί προσέφεραν θυσίας προς τον Κυριον. 5 Δι' αὐτὸ ὠνόμασαν τὸν τόπον ἐκεῖνον «Κλαυθμῶνες»· καὶ ἐπειδὴ ἐπίκραναν καὶ ἐξώργισαν τὸν Θεόν, προσέφεραν ἐκεῖ ἀμέσως θυσίαν εἰς τὸν Κύριον.
6 Καὶ ἐξαπέστειλεν ᾿Ιησοῦς τὸν λαόν, καὶ ἦλθεν ἀνὴρ εἰς τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ κατακληρονομῆσαι τὴν γῆν. 6 Ο Ιησούς του Ναυή απέλυσε τον λαόν και κάθε Ισραηλίτης μετέβη εις την κληρονομίαν του, δια να γίνη κύριος της χώρας. 6 Ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ ἀπέλυσε τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, καὶ κάθε Ἰσραηλίτης ἐπῆγε εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ τοῦ ἐδόθη ὡς κληρονομία, διὰ νὰ γίνῃ κληρονόμος καὶ κύριος τῆς χώρας.
7 καὶ ἐδούλευσεν ὁ λαὸς τῷ Κυρίῳ πάσας τὰς ἡμέρας ᾿Ιησοῦ καὶ πάσας τὰς ἡμέρας τῶν πρεσβυτέρων, ὅσοι ἐμακροημέρευσαν μετὰ ᾿Ιησοῦ, ὅσοι ἔγνωσαν πᾶν τὸ ἔργον Κυρίου τὸ μέγα, ὃ ἐποίησεν ἐν τῷ ᾿Ισραήλ. 7 Ο ισραηλιτικός λαός υπήκουε και ελάτρευε τον Κυριον όλον το διάστημα κατά το οποίον εζούσεν ο Ιησούς του Ναυη, και όλον το διάστημα κατά το οποίον εζούσαν οι γεροντότεροι, οι σύγχρονοι του Ιησού του Ναυη, οι οποίοι είχον ίδει και γνωρίσει όλα τα μεγάλα και θαυμαστά έργα, τα οποία εκαμεν ο Κυριος προς χάριν του Ισραηλιτικού λαού. 7 Ὁ δὲ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς μὲ τὴν εὐλαβῆ τήρησιν τῶν θείων ἐντολῶν ἐδούλευσεν εἰς τὸν Κύριον καθ' ὅλον τὸν χρόνον, ποὺ ἔζησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ καθ' ὅλην τὴν διάρκειαν τῆς ζωῆς τῶν πρεσβυτέρων, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν κατὰ τὴν μακρὰν περίοδον, ποὺ ἔζησεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ οἰ ὁποῖοι εἶδαν καὶ ἐγνώρισαν ὅλα τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου, τὰ ὁποῖα ἔκαμε χάριν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
8 καὶ ἐτελεύτησεν ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ δοῦλος Κυρίου, υἱὸς ἑκατὸν δέκα ἐτῶν. 8 Ο Ιησούς του Ναυη, ο πιστός αυτός δούλος του Κυρίου, απέθανε εις ηλικίαν εκατόν δέκα ετών. 8 Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, ὁ πιστὸς καὶ ἀφωσιωμένος ὑπηρέτης τοῦ Κυρίου, ἀπέθανεν εἰς ἡλικίαν ἑκατὸν δέκα ἐτῶν.
9 καὶ ἔθαψαν αὐτὸν ἐν ὁρίῳ τῆς κληρονομίας αὐτοῦ ἐν Θαμναθαρές, ἐν ὄρει ᾿Εφραὶμ ἀπὸ βορρᾶ τοῦ ὄρους Γαάς. 9 Εθαψαν δε αυτόν οι Ισραηλίται εις την περιοχήν της κληρονομίας του, την πόλιν Θαμναθαρές, στο όρος Εφραίμ βορείως του όρους Γαάς. 9 Οἱ Ἰσραηλῖται τὸν ἔθαψαν εἰς τὴν περιοχήν, ποὺ ἔλαβεν ὡς κληρονομίαν εἰς τὴν πόλιν Θαμναθαρές, ποὺ βρίσκεται εἰς τὴν ὀρεινὴν περιοχὴν Ἐφραίμ, εἰς τὰ βόρεια τοῦ ὄρους Γαάς.
10 καί γε πᾶσα ἡ γενεὰ ἐκείνη προσετέθησαν πρὸς τοὺς πατέρας αὐτῶν, καὶ ἀνέστη γενεὰ ἑτέρα μετ᾿ αὐτούς, οἳ οὐκ ἔγνωσαν τὸν Κύριον καί γε τὸ ἔργον, ὃ ἐποίησεν ἐν τῷ ᾿Ισραήλ. 10 Αλλά και όλη εκείνη η γενεά η σύγχρονος του Ιησού του Ναυή προσετέθη με την σειράν της στους προγόνους της, και υστερα από αυτούς ανεφάνη άλλη γενεά, της οποίας οι άνθρωποι δεν εγνώριζαν τον Κυριον ούτε και τα μεγάλα έργα, τα οποία είχε κάμει προς χάριν των Ισραηλιτών. Επαυσαν να τον λατρεύουν. 10 Ἐπίσης καὶ ὅλη ἐκείνη ἡ γενεά, ἡ σύγχρονος τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ἀπέθαναν καὶ προσετέθησαν εἰς τοὺς προγόνους των, ποὺ ἀπέθαναν πρὶν ἀπὸ αὐτούς· καὶ ἔπειτα ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς γεροντοτέρους ἐγεννήθη ἄλλη γενεά, ἡ ὁποία δὲν ἐγνώρισε τὸν Κύριον, ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ μεγάλα καὶ θαυμαστὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἔκαμε χάριν τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, καὶ γενικῶς δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὰ θαύματα τοῦ Θεοῦ, οὔτε τὸν εἶχεν αἰσθανθῆ ὡς σύμμαχον καὶ συμπολεμιστὴν καὶ ἄρα ἦταν ξένη πρὸς τὴν πλουσίαν παράδοσιν τοῦ Ἰσραήλ.
11 Καὶ ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ πονηρὸν ἐνώπιον Κυρίου καὶ ἐλάτρευσαν τοῖς Βααλίμ. 11 Ετσι δε οι Ισραηλίται εξέκλιναν και έπραξαν έργα πονηρά, μισητά ενώπιον του Κυρίου, και ελάτρευσαν τον ειδωλολατρικόν θεόν Βααλ. 11 Ἔτσι ἡ νεωτέρα αὐτὴ γενεὰ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἐπειδὴ ἐλησμόνησαν τὰ παραδείγματα καὶ τὶς συμβουλὲς τῶν πατέρων των, παρεσύρθησαν εἰς παρεκτροπὲς καὶ ἁμαρτωλὲς πράξεις καὶ ἔκαμαν ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον εἶναι πονηρὸν εἰς τὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Κατήντησαν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ ἀντὶ τοῦ ἑνὸς καὶ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ ἐλάτρευσαν τὰ ἀγάλματα τοῦ θεοῦ Βάαλ.
12 καὶ ἐγκατέλιπον τὸν Κύριον τὸν Θεὸν τῶν πατέρων αὐτῶν τὸν ἐξαγαγόντα αὐτοὺς ἐκ γῆς Αἰγύπτου καὶ ἐπορεύθησαν ὀπίσω θεῶν ἑτέρων ἀπὸ τῶν θεῶν τῶν ἐθνῶν τῶν περικύκλῳ αὐτῶν καί προσεκύνησαν αὐτοῖς καὶ παρώργισαν τὸν Κύριον 12 Εγκατέλιπον Κυριον τον Θεόν των προγόνων των, ο οποίος τους είχε βγάλει ελευθέρους από την χώραν της Αιγύπτου και ηκολούθησαν άλλους θεούς από τους ειδωλολατρικούς θεούς των γύρω εθνών και προσεκύνησαν αυτούς. Ετσι όμως εξώργισαν τον Κυριον, 12 Οἱ Ἰσραηλῖται ἐγκατέλειψαν τὸν παντοδύναμον Κύριον, τὸν Θεὸν τῶν πατέρων των, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐλευθέρωσε καὶ τοὺς ὠδήγησεν ἔξω ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Αἰγύπτου· οἱ Ἰσραηλῖται ἀκολούθησαν ἄλλους θεούς, ἀπὸ τοὺς θεοὺς τῶν γύρω ἀπὸ αὐτοὺς εἰδωλολατρικῶν ἐθνῶν, καὶ ἐλάτρευσαν αὐτούς. Ἔτσι ἐξώργισαν τὸν Κύριον,
13 καὶ ἐγκατέλιπον αὐτὸν καὶ ἐλάτρευσαν τῷ Βάαλ καὶ ταῖς ᾿Αστάρταις. 13 διότι εγκατέλιπον αυτόν και ελάτρευσαν ως θεούς τον Βααλ και την Αστάρτην. 13 διότι τὸν ἐγκατέλειψαν καὶ ἐχωρίσθησαν ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐλάτρευσαν τὸν Βάαλ καὶ τὶς Ἀστάρτες.
14 καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ παρέδωκεν αὐτοὺς εἰς χεῖρας προνομευόντων, καὶ κατεπρονόμευσαν αὐτούς· καὶ ἀπέδοτο αὐτοὺς ἐν χερσὶ τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν κυκλόθεν, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν ἔτι ἀντιστῆναι κατὰ πρόσωπον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν. 14 Δια την ασέβειαν και αχαριστίαν των αυτήν ωργίσθη οργήν μεγάλην εναντίον των ο Θεός και τους παρέδωκεν εις χείρας επιδρομέων οι οποίοι ελεηλατούσαν την χώραν των, και τους κατελήστευσαν. Τους παρέδωσεν εξ ολοκλήρου εις τα χέρια των γύρω εχθρών των και δεν ημπόρεσαν πλέον να αντισταθούν ενώπιον αυτών. 14 Διὰ τοῦτο ὠργίσθη πάρα πολὺ ὁ Κύριος, ἄναψε ὁ θυμὸς τοῦ κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τὸν ἐγκατέλειψε καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τὰ χέρια ἀνθρώπων ἐπιδρομέων, οἱ ὁποῖοι τὸν ἐλεηλάτησαν καὶ τὸν ἐλαφυραγώγησαν· ὁ Κύριος εἶχε τόσον πολὺ ὀργισθῆ ἐναντίον των, ὥστε τοὺς παρέδωκε τελείως (κατὰ τὸ ἑβραϊκόν: Τοὺς ἐπώλησε) ὡς δούλους εἰς τὰ χέρια τῶν γύρω ἀπὸ αὐτοὺς ἐχθρῶν. Ἔτσι οἱ Ἰσραηλῖται δὲν ἠμπόρεσαν πλέον νὰ ἀντισταθοὺν εἰς τοὺς ἐχθρούς των καὶ νὰ προστατεύσουν τοὺς ἑαυτούς των.
15 ἐν πᾶσιν, οἷς ἐπορεύοντο, καὶ χεὶρ Κυρίου ἦν ἐπ᾿ αὐτοὺς εἰς κακά, καθὼς ἐλάλησε Κύριος καὶ καθὼς ὤμοσε Κύριος αὐτοῖς, καὶ ἐξέθλιψεν αὐτοὺς σφόδρα. 15 Οπου και αν επήγαιναν, η παντοδύναμος και τιμωρός χειρ του Κυρίου ήτο εναντίον των και τους παρέδιδεν εις θλίψεις, όπως άλλωστε είχε με όρκον προαναγγείλει εις αυτούς ο Κυριος. Δι' αυτό και τους κατέθλιψε πολύ. 15 Παντοῦ ὅπου ἐπήγαιναν, εἰς ὅποιαν μάχην καὶ ἂν ἐλάμβαναν μέρος, τὸ χέρι τοῦ Κυρίου ὑψώνετο τιμωρητικὸν ἐναντίον των, ὅπως ἀκριβῶς τοὺς τὸ εἶχεν εἶπει ὁ Κύριος καὶ ὅπως ἀκριβῶς τοὺς εἶχε βεβαιώσει μὲ ὅρκον· ἔτσι τοὺς ἔσφιγξε καὶ τοὺς ἔλειωσε κυριολεκτικῶς, ὥστε κατήντησαν εἰς ἀνυπόφορον ἀπελπισίαν καὶ φοβερὰν ἀμηχανίαν,
16 καὶ ἤγειρε Κύριος κριτάς, καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς Κύριος ἐκ χειρὸς τῶν προνομευόντων αὐτούς. καί γε τῶν κριτῶν οὐχ ὑπήκουσαν, 16 Ο Κυριος όμως, δια το πολύ του έλεος, ανέδειξεν ευσεβείς ηγέτας, τους Κριτάς, και δι' αυτών τους έσωσεν από τα χέρια των εχθρών οι οποίοι τους ελεηλατούσαν. Δυστυχώς όμως οι Ισραηλίται και εις αυτούς ακόμη τους Κριτάς δεν υπήκουσαν πάντοτε. 16 Ἐν τούτοις ὁ Κύριος παρουσίασε μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, ἀνέδειξε καὶ ἐνέπνευσε ἀνθρώπους Κριτάς· καὶ διὰ τῶν Κριτῶν ἐκείνων τοὺς ἔσωσε ὁ Κύριος ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐπιδρομέων, ποὺ τοὺς ἐλεηλατοῦσαν. Δυστυχῶς ὅμως οἱ Ἰσραηλῖται ἐπέμειναν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ δὲν ἔδειξαν ὑπακοὴν οὔτε εἰς αὐτοὺς ἀκόμη τοὺς Κριτάς,
17 ὅτι ἐξεπόρνευσαν ὀπίσω θεῶν ἑτέρων καὶ προσεκύνησαν αὐτοῖς· καὶ ἐξέκλιναν ταχὺ ἐκ τῆς ὁδοῦ, ἧς ἐπορεύθησαν οἱ πατέρες αὐτῶν τοῦ εἰσακούειν τῶν λόγων Κυρίου, οὐκ ἐποίησαν οὕτως. 17 Διότι εξετράπησαν και ελάτρευσαν άλλους θεούς και προσεκύνησαν αυτούς. Πολύ σύντομα παρεξέκλιναν από τον δρόμον, που είχαν ακολουθήσει οι πατέρες των οι οποίοι υπήκουαν εις τας εντολάς του Κυρίου. Αυτοί όμως δεν έπραξαν σύμφωνα με το καλόν παράδειγμα εκείνων. 17 διότι ἐγκατέλειψαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐχωρισθησαν ἀπὸ Αὐτόν, μὲ τὸν ὁποῖον εἶχαν συνδεθῆ στενότατα, καὶ ἔφθασαν εἰς τέτοιο σημεῖον ἑξαχρειώσεως καὶ ἀποχαλινώσεως, ἐξέπεσαν τόσον πολύ, ὥστε ἀκολούθησαν ἄλλους θεούς, τοὺς ὁποίους καὶ ἐλάτρευσαν. Παρεξέκλιναν δὲ πολὺ γρήγορα ἀπὸ τὸν δρόμον τοῦ Θεοῦ, τὸν ὁποῖον ἀκολούθησαν οἰ πατέρες των, οἱ ὁποῖοι ἦσαν ὑπάκουοι καὶ τηρηταὶ τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ· ἡ γενεὰ αὐτὴ τῶν Ἰσραηλιτῶν δὲν ἔκαμε τὸ ἴδιον, ὅπως ἔλαβεν ἐντολὴν ἀπὸ τὸν Θεόν.
18 καὶ ὅτι ἤγειρε Κύριος αὐτοῖς κριτάς, καὶ ἦν Κύριος μετὰ τοῦ κριτοῦ καὶ ἔσωσεν αὐτοὺς ἐκ χειρὸς ἐχθρῶν αὐτῶν πάσας τὰς ἡμέρας τοῦ κριτοῦ, ὅτι παρεκλήθη Κύριος ἀπὸ τοῦ στεναγμοῦ αὐτῶν ἀπὸ προσώπου τῶν πολιορκούντων αὐτοὺς καί ἐκθλιβόντων αὐτούς. 18 Καθε φοράν που ο Κυριος ανεδείκνυε Κριτάς, ήτο μαζή με τον εκάστοτε Κριτήν και έτσι έσωζε και ηλευθέρωνεν αυτούς από τα χέρια των εχθρών των, όσον χρόνον εζούσεν ο Κριτής. Τούτο δε διότι ο Κυριος τους ελυπείτο βλέπων αυτούς να θλίβωνται και να στενάζουν εξ αιτίας των εχθρών των, οι οποίοι τους κατέθλιβον και τους εβασάνιζον. 18 Κάθε φορὰν ποὺ ὁ Κύριος παρουσίαζε, ἀνεδείκνυε καὶ ἐνέπνεε ἀνθρώπους Κριτὰς διὰ νὰ ἠγοῦνται τοῦ λαοῦ, ὁ Κύριος ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Κριτήν. Ἔτσι τοὺς ἔσωζε ἀπὸ τὰ χέρια τῶν ἐχθρῶν των, ὅσον καιρὸν ἐζοῦσε ὁ Κριτὴς ἡγέτης. Τοῦτο ἐγίνετο, διότι ὁ Κύριος ἐδεικνύετο ἵλεως καὶ συμπαθής, ὅταν ἔβλεπε καὶ ἄκουε τοὺς ἀναστεναγμοὺς καὶ τὰ βογγητά των, ποὺ προήρχοντο ἐξ ἀφορμῆς ἐκείνων ποὺ τοὺς ἐπολιορκοῦσαν, τοὺς κατεπίεζαν καὶ τοὺς ἐτυραννοῦσαν.
19 καὶ ἐγένετο ὡς ἀπέθνησκεν ὁ κριτής, καὶ ἀπέστρεψαν καὶ πάλιν διέφθειραν ὑπὲρ τοὺς πατέρας αὐτῶν πορεύεσθαι ὀπίσω θεῶν ἑτέρων, λατρεύειν αὐτοῖς καὶ προσκυνεῖν αὐτοῖς· οὐκ ἀπέρριψαν τὰ ἐπιτηδεύματα αὐτῶν, καὶ τὰς ὁδοὺς αὐτῶν τὰς σκληράς. 19 Οταν όμως ο Κριτής απέθνησκεν, οι Ισραηλίται απεμακρύνοντο από τον Θεόν, εξέκλιναν προς το κακόν, διεφβείροντο περισσότερον από τους πατέρας των, ώστε να πορεύωνται οπίσω άλλων θεών, να λατρεύουν αυτούς και να προσκυνούν αυτούς. Δεν ήθελαν να απαρνηθούν τας πονηράς συνηθείας των, τους σκληρούς και διεστραμμένους τρόπους της ζωής των. 19 Συνέβαινε ὅμως τοῦτο: Ὅταν ὁ Κριτῆς ἀπέθνησκεν, οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεμακρύνοντο πάλιν ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ἐγύριζαν πίσω εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν καὶ τὸ κακὸν ἐπληθύνετο ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεὰν διότι οἰ νεώτεροι διεφθείροντο περισσότερον ἀπὸ τοὺς πατέρας των μὲ τὸ νὰ ἀκολουθοῦν ἄλλους θεούς, μὲ τὸ νὰ λατρεύουν καὶ νὰ προσκυνοῦν τοὺς θεοὺς αὐτούς. Δὲν ἐσταμάτησαν καὶ ἀρνήθηκαν νὰ ἀφήσουν τὰ πονηρά των ἔργα καὶ τὶς ἁμαρτωλές των συνήθειες, εἰς τὰ ὁποῖα ἐπέμεναν μὲ ἰσχυρογνωμοσύνην, σκληρότητα, ἀνυποχωρητικότητα καὶ ἀναισθησίαν.
20 καὶ ὠργίσθη θυμῷ Κύριος ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἶπεν· ἀνθ᾿ ὧν ὅσα ἐγκατέλιπον τὸ ἔθνος τοῦτο τὴν διαθήκην μου, ἣν ἐνετειλάμην τοῖς πατράσιν αὐτῶν, καὶ οὐκ εἰσήκουσαν τῆς φωνῆς μου, 20 Δι' αυτό και ωργίσθη οργήν μεγάλην ο Κυριος εναντίον των Ισραηλιτών και είπεν· “επειδή ο λαός αυτός εγκατέλειψε και κατεπάτησε την διαθήκην μου, την οποίαν εγώ είχα διατάξει προς τους προγόνους των, και δεν υπήκουσαν εις την εντολήν μου, 20 Ἕνεκα τούτου ὁ Κύριος ὠργίσθη πάρα πολύ, ἄναψε ὁ θυμός του κατὰ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ εἶπεν: «Ἐπειδὴ ὁ λαὸς αὐτὸς ἀθέτησε καὶ παρέβη τὴν συμφωνίαν μου, τὴν ὁποίαν ἔκαμα μὲ τοὺς πατέρας των, καὶ δὲν ὑπήκουσαν εἰς τὴν ἐντολήν μου,
21 καὶ ἐγὼ οὐ προσθήσω τοῦ ἐξᾶραι ἄνδρα ἐκ προσώπου αὐτῶν ἀπὸ τῶν ἐθνῶν, ὧν κατέλιπεν ᾿Ιησοῦς υἱὸς Ναυὴ ἐν τῇ γῇ 21 εγώ δεν θα ενδιαφερθώ πλέον δια να εκδιώξω από εμπρός των ούτε ένα άνδρα από τα ειδωλολατρικά έθνη, τα οποία αφήκεν εις την χώραν των ο Ιησούς του Ναυη”. 21 διὰ τοῦτο καὶ ἐγὼ δὲν θὰ σννεχίσω πλέον νὰ διώχνω ἀπὸ τὸν δρόμον των οὔτε ἕνα ἄνθρωπον ἀπὸ τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, τὰ ὁποῖα ἀφῆκεν ὁ Ἰησοῦς, ὁ υἱὸς τοῦ Ναυῆ, εἰς τὴν χώραν (τὴν Παλαιστίνην), ὅταν ἀπέθανε!»
22 καὶ ἀφῆκε, τοῦ πειράσαι ἐν αὐτοῖς τὸν ᾿Ισραήλ, εἰ φυλάσσονται τὴν ὁδὸν Κυρίου πορεύεσθαι ἐν αὐτῇ, ὃν τρόπον ἐφύλαξαν οἱ πατέρες αὐτῶν, ἢ οὔ. 22 Ο Θεός επέτρεψε να μείνουν οι λαοί αυτοί δια να δοκιμάση δι' αυτών τους 'Ισραηλιτας, εάν θα ενδιαφερθούν και θα φροντίσουν να βαδίζουν την οδόν του Κυρίου και να τηρούν τας εντολάς του, όπως τας είχαν τηρήσει οι πατέρες των η οχι. 22 Καὶ ὁ Θεὸς ἀφῆκε τὰ εἰδωλολατρικὰ ἔθνη, ὥστε νὰ δοκιμάσῃ δι' αὐτῶν τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν, κατὰ πόσον θὰ φροντίσῃ νὰ μείνῃ πιστὸς εἰς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ καὶ Θὰ ἀκολουθῇ τὸν δρόμον αὐτόν, ὅπως ἀκριβῶς ἔμειναν πιστοί οἰ πατέρες των καὶ τὸν ἀκολούθησαν ἢ ὄχι.
23 καὶ ἀφῆκε Κύριος τὰ ἔθνη ταῦτα τοῦ μὴ ἐξᾶραι αὐτὰ τὸ τάχος καὶ οὐ παρέδωκεν αὐτὰ ἐν χειρὶ ᾿Ιησοῦ. 23 Δι' αυτό και αφήκεν ο Κυριος τα έθνη αυτά και δεν τα εξεδίωξεν αμέσως και δεν τα παρέδωκεν εις τα χέρια Ιησού του Νσυη. 23 Ἔτσι ὁ Κύριος ἐπέτρεψεν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς αὐτοὺς λαοὺς νὰ μείνουν εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ δὲν τοὺς ἔδιωξε ἀμέσως καὶ ἐσπευσμένα· καὶ δὲν τοὺς παρέδωκεν εἰς τὴν ἐξουσίαν τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, πρὶν ἀποθάνῃ.