Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἦσαν Δεββώρα καὶ Βαρὰκ υἱὸς ᾿Αβινεὲμ ἐν τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ λέγοντες· | 1 Η Δεββώρα και ο Βαράκ υιός του Αβινεέμ έψαλαν επινίκιον ύμνον κατά την ημέραν εκείνην λέγοντες· | 1 Μετὰ τὴν διάβασιν τοῦ Ἰορδάνη συνέβη τοῦτο: Μόλις οἱ βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων, ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὰ δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς Φοινίκης, ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὰ παράλια τῆς Μεσογείου Θαλάσσης, ἐπληροφορήθησαν ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς διήρεσε καὶ ἀπεξήρανε τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, ὅταν τὸν ἐπερνοῦσαν οἱ Ἰσραηλῖται, κυριολεκτικὰ διελύθησαν ψυχικά, ἐλιποψύχησαν, ἐτρομοκρατήθησαν καὶ ἦλθαν εἰς πλήρη ἀμηχανίαν ἐξ αἰτίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν. Εξ ἀφορμῆς τῆς λαμπρᾶς ἐκείνης νίκης, ἡ Δεββώρα καὶ ὁ Βαράκ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀβινεέμ, ἔψαλαν τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἐπινίκιον ὕμνον εὑχαριστίας καὶ δοξολογίας πρὸς τὸν Κύριον, λέγοντες: |
2 ᾿Απεκαλύφθη ἀποκάλυμμα ἐν ᾿Ισραήλ· ἐν τῷ ἑκουσιασθῆναι λαόν, εὐλογεῖτε Κύριον. | 2 “ελευθέρα και χαρούμενη απεκαλύφθη η κεφαλή του ισραηλιτικού λαού ύστερα από τον ολοπρόθυμον και νικηφόρον πόλεμον που έκαμαν. Ευλογείτε τον Κυριον· | 2 «Ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ὑψώθη ἐλεύθερη, ὅταν ὁ λαὸς ὁλοπρόθυμος καὶ ὑπάκουος εἰς τοὺς ἄρχοντές του ἔτρεξε νὰ θυσιασθῆ αὐθόρμητα εἰς τὸν πόλεμον· εὐλογεῖτε καὶ ὑμνεῖτε τὸν Κύριον! |
3 ἀκούσατε, βασιλεῖς, καὶ ἐνωτίσασθε, σατράπαι· ἐγώ εἰμι τῷ Κυρίῳ, ἐγώ εἰμι, ἄσομαι, ψαλῶ τῷ Κυρίῳ τῷ Θεῷ ᾿Ισραήλ. | 3 βασιλείς ακούσατε, σατράτται ανοίξατε τα αυτιά σας· εγώ ανήκω στον Κυριον, εγώ υπάρχω χάρις εις αυτόν. Θα τραγουδήσω και με μουσικά όργανα θα ψάλω δοξολογίας στον Κυριον τον Θεόν Ισραήλ. | 3 Ἀκοῦστε, βασιλεῖς! βάλετε αὐτί, σατράπες, καὶ προσέξετε! Ἐνίκησα ὄχι μὲ τὴν ἰδικήν μου δύναμιν· ἐνίκησα μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν ὁποῖον ὀφείλω τὴν ὕπαρξίν μου. Εἰς αὐτὸν λοιπὸν τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, θὰ ἀναπέμψω ἆσμα δοξολογίας καὶ θὰ ψάλω μελωδικοὺς ὕμνους μὲ ὄργανα μουσικά! |
4 Κύριε, ἐν τῇ ἐξόδῳ σου ἐν Σηείρ, ἐν τῷ ἀπαίρειν σε ἐξ ἀγροῦ ᾿Εδώμ, γῆ ἐσείσθη καὶ ὁ οὐρανὸς ἔσταξε δρόσους, καὶ αἱ νεφέλαι ἔσταξαν ὕδωρ· | 4 Κυριε, κατά την έξοδόν σου από το όρος Σηείρ, όταν εξεκινούσες και αναχωρούσες από τας πεδιάδας της Ιδουμαίας, η γη εσείσθη, ο ουρανός έσταξε δροσιές και αι νεφέλαι έβρεξαν ύδωρ. | 4 Κύριε, ὅταν ἔβγαινες καὶ ἐπροχωροῦσες ἀπὸ τὸ ὅρος τῆς Ἰδουμαίας Σηείρ, ὅταν ἀναχωροῦσες μὲ πορείαν ἐπίσημον καὶ ἀργὴν ἀπὸ τὶς πεδιάδες τῆς Ἰδουμαίας, ἡ γῆ ἐσείσθη καὶ ὁ οὐρανὸς σὰν εἶδος βροχῆς σιγαλὴς ἔσταξε δροσιὰ καὶ τὰ νέφη ἔβρεξαν νερόν· |
5 ὄρη ἐσαλεύθησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου ᾿Ελωΐ, τοῦτο Σινὰ ἀπὸ προσώπου Κυρίου Θεοῦ ᾿Ισραήλ. | 5 Τα όρη συνεκλονίσθησαν ενώπιον Κυρίου Ελωΐ. Τούτο το όρος Σινά εσείσθη από την εμφάνισιν Κυρίου του Θεού του Ισραήλ όπως και τώρα που με την δύναμιν του Κυρίου συνετρίβη ο Σισάρα. | 5 τὰ ὅρη ἐσείσθησαν καὶ ἐσυνταράχθησαν ἀπὸ τὴν ἐμφάνισιν καὶ τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου Ἐλωΐ. Ἐκεῖ τὸ ὅρος αὐτό, δηλαδὴ τὸ Σινᾶ, ἐσείσθη ἀπὸ τὴν παρουσίαν Κυρίου τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἔγινε γνωστὸς εἰς τὸν Ἰσραὴλ καὶ λατρεύεται ἀπὸ αὐτόν. |
6 ἐν ἡμέραις Σαμεγὰρ υἱοῦ ᾿Ανάθ, ἐν ἡμέραις ᾿Ιαὴλ ἐξέλιπον ὁδοὺς καὶ ἐπορεύθησαν ἀτραπούς, ἐπορεύθησαν ὁδοὺς διεστραμμένας· | 6 Κατά την εποχήν Σαμεγάρ του υιού Ανάθ, κατά τας ημέρας εκείνας της Ιαήλ, ήσαν χωρίς ανθρώπους αι μεγάλαι οδοί, διότι οι άνθρωποι ένεκα φόβου εβάδιζαν από τα μονοπάτια, εκυκλοφορούσαν από ανωμάλους παρόδους. | 6 Τίς ἡμέρες ποὺ ἦταν Κριτὴς τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ ὁ Σαμεγάρ, ὁ υἱὸς τοῦ Ἀνάθ, τὶς ἡμέρες ποὺ ἐζοῦσε ἡ Ἰαήλ, οἱ ἐμπορικοὶ δρόμοι ἔμειναν ἔρημοι ἀπὸ ἀνθρώπους ἕνεκα τοῦ φόβου ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, δι' αὐτὸ τὰ καραβάνια ἀκολουθοῦσαν μονοπάτια καὶ ἐπροχωροῦσαν ἀπὸ ἀνωμάλους καὶ δυσβάτους πλαγίους δρόμους. |
7 ἐξέλιπον δυνατοὶ ἐν ᾿Ισραήλ, ἐξέλιπον, ἕως οὗ ἀνέστη Δεββώρα, ἕως οὗ ἀνέστη μήτηρ ἐν ᾿Ισραήλ. | 7 Δεν υπήρχον τότε ισχυροί άνδρες μεταξύ των Ισραηλιτών, μέχρις ότου ενεφανίσθη η Δεββώρα, μέχρις ότου παρουσιάσθη αυτή, η μητέρα του ισραηλιτικού λαού. | 7 Τότε δὲν ὑπῆρχαν ἄνδρες δυνατοί ἄρχοντες καὶ ἡγέτες μεταξὺ τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, μέχρις ὅτου παρουσιάσθη ἡ Δεββώρα· μέχρις ὅτου παρουσιάσθη ἡ Δεββώρα, πραγματικὴ μητέρα διὰ τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν! |
8 ἐξελέξαντο θεοὺς καινούς· τότε ἐπολέμησαν πόλεις ἀρχόντων· θυρεὸς ἐὰν ὀφθῇ καὶ λόγχη ἐν τεσσαράκοντα χιλιάσιν ἐν ᾿Ισραήλ. | 8 Είχον παραστρατήσει οι Ισραηλίται εις την ειδωλολατρείαν. Εξέλεξαν νέους ψευδείς θεούς. Αι πόλεις αντεμάχοντο η μία την άλλην δια τους άρχοντας. Ούτε μία ασπίδα, ούτε μία λόγχη δεν υπήρχε εις σαράντα χιλιάδας Ισραηλίτας ! | 8 Τότε οἱ Ἰσραηλῖται εἶχαν ἐγκαταλείψει τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ἐδιάλεξαν ὡς θεούς, θεοὺς καινούργιους, εἰδωλολατρικούς (τοὺς Βάαλ καὶ τὶς Ἀστάρτες)· (δι' αὐτό) τότε οἱ πόλεις ἐπολεμοῦσαν μεταξύ των (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐπολεμοῦσαν, διότι ἐφιλονικοῦσαν δι' ἄρχοντες). Ἔφθασαν εἰς τέτοιαν ἀθλίαν κατάστασιν καὶ τόσον ἐξευτελισμόν, ὥστε μεταξὺ σαράντα χιλιάδων ἀνδρῶν δὲν εὑρίσκετο οὔτε μία ἀσπίδα οὔτε μία λόγχη! |
9 ἡ καρδία μου εἰς τὰ διατεταγμένα τῷ ᾿Ισραήλ· οἱ ἐκουσιαζόμενοι ἐν λαῷ εὐλογεῖτε Κύριον. | 9 Η ιδική μου όμως καρδιά ήτο πειθαρχική εις τας εντολάς του Θεού προς τον ισραηλιτικόν λαόν. Οσοι από τον λαόν αυτόν με την θέλησίν σας λατρεύετε τον Θεόν, ευλογείτε τον Κυριον. | 9 Ἡ ἰδική μου καρδιὰ ὅμως ἦταν ἀφωσιωμένη εἰς ὅσα ἐνομοθέτησε καὶ διέταξεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν· ὅσοι ἀπὸ τὸν λαὸν μὲ προθυμίαν ἀφοσιώνεσθε εἰς τὸν Θεὸν καὶ μὲ αὐθορμητισμὸν ἐλάβετε μέρος εἰς τὸν πόλεμον, εὐλογεῖτε τὸν Κύριον. |
10 ἐπιβεβηκότες ἐπὶ ὄνου θηλείας μεσημβρίας, καθήμενοι ἐπὶ κριτηρίου καὶ πορευόμενοι ἐπὶ ὁδοὺς συνέδρων ἐφ᾿ ὁδῷ, | 10 Οσοι είσθε ανεβασμένοι επάνω εις θήλειαν όνον, όσοι καθέσθε εις δικαστικήν έδραν και οι πεζοί που βαδίζετε την οδόν των δικαστηρίων, | 10 Ἀναπέμψατε ἐπινίκιον ὠδὴν εἰς τὸν Κύριον, ὅσοι ἀνεβαίνετε καὶ κάθεσθε εἰς τὴν θηλυκὴν ὄνον λαμπροὶ ὅπως τὸ μεσημέρι (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Εἰς τὴν ἄσπρην θηλυκὴν ὅνον), ὅσοι εἶσθε ταγμένοι νὰ κρίνετε καὶ νὰ δικάζετε τὸν λαὸν καὶ ὅσοι πηγαίνετε πεζῇ εἰς τὰ δικαστήρια διὰ νὰ κριθῆτε· |
11 διηγεῖσθε ἀπὸ φωνῆς ἀνακρουομένων ἀνὰ μέσον ὑδρευομένων· ἐκεῖ δώσουσι δικαιοσύνας Κυρίῳ, δικαιοσύνας αὔξησον ἐν ᾿Ισραήλ. τότε κατέβη εἰς τὰς πόλεις λαὸς Κυρίου. | 11 διηγηθήτε την μεγάλην αυτήν νίκην με ήχον μουσικών οργάνων, εν μέσω γυναικών που παίρνουν νερό από τας πηγάς· ιστορήσατε την νίκην. Ετσι θα εκφράσετε την ευγνωμοσύνην και θα δοξολογήσετε τον Θεόν τον ευεργέτην του Ισραήλ. Ω ! Κυριε, πολλαπλασίασε τας ευεργεσίας σου στον λαόν σου. Τοτε είχε κατεβή εις τας πόλεις ο λαός του Κυρίου και έκαμε τον νικηφόρον πόλεμον. | 11 διηγηθῆτε τὴν μεγάλην αὐτὴν νίκην μαζὶ μὲ τοὺς ἤχους τῶν μουσικῶν ὀργάνων, τὰ ὁποῖα ἀνακρούουν οἱ μουσικοί (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Μαζὶ μὲ τοὺς ἤχους τῶν πολεμικῶν ἀσπίδων), μεταξὺ τῶν γυναικῶν, οἱ ὁποῖες πηγαίνουν εἰς τὶς πηγὲς διὰ νὰ πάρουν νερόν. Ἐκεῖ θὰ ἀναγγείλουν καὶ θὰ ἀποδώσουν τὸν δίκαιον ἔπαινον καὶ τὴν ὀφειλομένην εὐγνωμοσύνην καὶ δοξολογίαν εἰς τὸν νικητὴν Κύριον. Ὦ Κύριε, πλήθυνε τὶς εὐεργεσίες σου καὶ τὶς νίκες εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες! Τότε, μετὰ τὴν θριαμβευτικὴν νίκην, κατέβη καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὶς πόλεις του ὁ λαὸς τοῦ Κυρίου (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Τότε κατέβη καὶ ὥρμησεν ὁ λαὸς ἀπὸ τὶς πόλεις του εἰς τὸν νικηφόρον πόλεμον). |
12 ἐξεγείρου, ἐξεγείρου, Δεββώρα. ἐξεγείρου, ἐξεγείρου, λάλησον ᾠδήν· ἀνάστα Βαράκ, καὶ αἰχμαλώτισον αἰχμαλωσίαν σου, υἱὸς ᾿Αβινεέμ. | 12 Σηκω ορθή, σήκω Δεββώρα ! Σηκω, σήκω και ψάλε την ωδήν. Σηκω και συ Βαράκ, και δείξε το πλήθος των αιχμαλώτων σου, υιέ Αβινεέμ. | 12 Σήκω ἐπάνω, σήκω ἐπάνω, Δεββώρα, ἐνίσχυσε τὸν λαόν· σήκω ἐπάνω, σήκω ἐπάνω, ψάλε ἐπινίκιον ὠδὴν εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ. Ἐμπρός, σήκω ἐπάνω, ἐνδυναμώσου, λάβε θάρρος, Βαράκ· δέσε καὶ σῦρε δεμένους τοὺς αἰχμαλώτους σου εἰς τὴν αἰχμαλωσίαν, υἱὲ τοῦ Ἀβινεέμ. |
13 τότε κατέβη κατάλειμμα τοῖς ἰσχυροῖς, λαὸς Κυρίου κατέβη αὐτῷ ἐν τοῖς κραταιοῖς. | 13 Τοτε κατά τον πόλεμον κατέβη η υπόλοιπος δύναμις των ισχυρών του Ισραήλ, κατέβη ο λαός του Κυρίου ο ισχυρός μαζή με τον Βαράκ. | 13 Τότε, ποὺ ἀνεδείχθη ἔνδοξος ὁ Κύριος καὶ ἔλαμψεν ἡ δύναμίς του, ὅσοι ἀπὸ τοὺς ἰσχυροὺς ἔμειναν πιστοὶ εἰς τοὺς ἄρχοντες, κατέβησαν ἀπὸ τὸ ὅρος Θαβώρ, ὁ λαὸς αὐτὸς τοῦ Κυρίου κατέβη ὡς φῶς μαζὶ μὲ τὸν Βαρὰκ εἰς τὸν πόλεμον κατὰ τῶν πολυαρίθμων καὶ ἰσχυρῶν ἐχθρῶν. |
14 ἐξ ἐμοῦ ᾿Εφραὶμ ἐξερρίζωσεν αὐτοὺς ἐν τῷ ᾿Αμαλήκ· ὀπίσω σου Βενιαμὶν ἐν τοῖς λαοῖς σου. ἐν ἐμοὶ Μαχὶρ κατέβησαν ἐξερευνῶντες καὶ ἀπὸ Ζαβουλὼν ἕλκοντες ἐν ράβδῳ διηγήσεως γραμματέως. | 14 Από την φυλήν Εφραίμ ήλθον και έλαβον μέρος στον πόλεμον όσοι είχον εγκατασταθή εις την περιοχήν των Αμαληκιτών. Ω ! Εφραίμ, πίσω από σε ακολουθούσε η φυλή του Βενιαμίν μαζή μου κατέβησαν η φυλή του Μαχίρ με τους προπορευόμενους της δια την ανακάλυψιν των εχθρών και από την φυλήν Ζαβουλών οι κρατούντες γραφίδα, δια νο ιστορούν ως γραμματείς τα γεγονότα. | 14 Ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἐφραὶμ ἔλαβαν μέρος εἰς τὸν πόλεμον ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι ἔχουν τὶς ρίζες των καὶ εἶναι ἐγκατεστημένοι εἰς τὴν χώραν τῶν Ἀμαληκιτῶν πίσω σου, φυλὴ τοῦ Ἐφραίμ, ἀκολούθησαν οἰ ἀδελφοί σου τῆς φυλῆς τοῦ Βενιαμίν. Μαζί μου κατέβησαν εἰς τὸν πόλεμον καί οἰ ἄνδρες τῆς φυλῆς Μαχίρ (δηλαδὴ τῆς φυλῆς τοῦ Μανασσῆ) μὲ τοὺς ἀρχηγούς των ἀπὸ δὲ τὴν φυλὴν τοῦ Ζαβουλών (κατέβησαν εἰς τὸν πόλεμον) ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦν τὴν πένναν τοῦ γραμματέως, διὰ νὰ περιγράψουν τὰ γεγονότα (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ἐκεῖνοι ποὺ κρατοῦν τὴν στραταρχικήν ράβδον), δηλαδὴ ἄνθρωποι μὲ ἀξιώματα. |
15 καὶ ἀρχηγοὶ ἐν ᾿Ισσάχαρ μετὰ Δεββώρας καὶ Βαράκ, οὕτω Βαρὰκ ἐν κοιλάσιν ἀπέστειλεν ἐν ποσὶν αὐτοῦ. εἰς τὰς μερίδας Ρουβὴν μεγάλοι ἐξικνούμενοι καρδίαν. | 15 Εις τον πόλεμον αυτόν ηκολούθησαν οι αρχηγοί της φυλής Ισσάχαρ μαζή με τον Βαράκ και την Δεββώραν. Ετσι ο Βαράκ έστειλε τον στρατόν δια μέσου της πεδιάδος και αυτός μαζή με αυτούς. Η φυλή Ρουβήν είχε διασπασθή εις φατρίας· δεν έλαβε μέρος στον πόλεμον έως εις τα βάθή της καρδιάς της μεγάλοι οι ενδοιασμοί της. | 15 Εἰς τὸν πόλεμον αὐτὸν ἀκολούθησαν ἐπίσης τὴν Δεββώραν καὶ τὸν Βαρὰκ οἱ ἀρχηγοὶ τῆς φυλῆς Ἰσσάχαρ· ἔτσι ὁ Βαρὰκ διέταξε νὰ προχωρήσῃ ὁ στρατός του καὶ νὰ τὸν ἀκολουθήσῃ κατὰ πόδας εἰς τὴν κοιλάδα τοῦ ποταμοῦ Κισών, τὴν πεδιάδα Ἐσδραελών. Ἡ φυλὴ τοῦ Ρουβὴν δὲν ἔλαβε μέρος εἰς τὸν πόλεμον αὐτόν, ἕνεκα τῶν διαιρέσεων καὶ τῶν μεγάλων δισταγμῶν καὶ ἀμφιβολιῶν, ποὺ φθάνουν μέχρι τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς! |
16 εἰς τί ἐκάθισαν ἀνὰ μέσον τῆς διγομίας τοῦ ἀκοῦσαι συρισμοῦ ἀγγέλων; εἰς διαιρέσεις Ρουβὴν μεγάλοι ἐξετασμοὶ καρδίας. | 16 Διατί εκάθησαν ανά μέσον των φορτωμένων ζώων των και επερίμεναν αργοί να ακούσουν ειδοποίησιν αγγέλων; Οι μεγάλοι ενδοιασμοί έφεραν εις αυτούς διάσπασιν. | 16 Διατὶ ἐπροτίμησαν οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς Ρουβὴν νὰ ἠσυχάζουν μεταξὺ τῶν φορτωμένων ζώων (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Μεταξὺ δύο φαραγγιῶν) καὶ νὰ περιμένουν νὰ ἀκούσουν ἀγγελικὴν εἰδοποίησιν, διὰ νὰ κατέβουν εἰς τὸν πόλεμον; (ἢ κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Διατὶ ἐπροτίμησαν νὰ ἀκού(σ)ουν σφυρίγματα βοσκῶν, ἀντὶ νὰ κατέβουν εἰς τὸν πόλεμον;) (Διότι) οἱ μεγάλες ἀμφιβολίες καὶ δισταγμοὶ ὠδήγησαν τὴν φυλὴν τοῦ Ρουβὴν εἰς διαιρέσεις καὶ φατρίες. |
17 Γαλαὰδ ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐσκήνωσε· καὶ Δὰν εἰς τί παροικεῖ πλοίοις; ᾿Ασὴρ ἐκάθισε παραλίαν θαλασσῶν καὶ ἐπὶ διεξόδοις αὐτοῦ σκηνώσει. | 17 Και η φυλή του Γαλαάδ αδιάφορος έμενεν εις τας κατασκηνώσεις της πέραν του Ιορδάνου. Συ δε η φυλή του Δαν διατί μένεις ασυγκίνητος πλησίον εις τα πλοία σου; Η φυλή του Ασήρ εκάθησε και αυτή αδιάφορος εις τα παράλιά της και στους λιμένας, διεξόδους των πλοίων, έχει εγκατασταθή. | 17 Ἡ φυλὴ τοῦ Γαλαὰδ ἔστησε τὶς σκηνές της ἀδιάφορος εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη. Καὶ σύ, φυλὴ τοῦ Δάν, διατὶ μένεις ἀδρανὴς καὶ ἀδιάφορος εἰς τὰ παράλια τῆς Μεσογείου θαλάσσης, κοντὰ εἰς τὰ ξένα ἐμπορικὰ πλοῖα; Ἡ φυλὴ τοῦ Ἀσὴρ παρέμεινε ἄπρακτος εἰς τὰ παραθαλάσσια τῆς Παλαιστίνης καὶ ἔστησε τὶς σκηνές της εἰς τὰ λιμάνια της! |
18 Ζαβουλὼν λαὸς ὠνείδισε ψυχὴν αὐτοῦ εἰς θάνατον καὶ Νεφθαλὶ ἐπὶ ὕψη ἀγροῦ. | 18 Αι φυλαί όμως Ζαβουλών και Νεφθαλί εξέθεσαν εις κίνδυνον την ζωήν των επάνω εις τα οροπέδια. | 18 Ἐνῷ οἱ φυλὲς τοῦ Ρουβήν, τοῦ Γαλαάδ, τοῦ Δὰν καὶ τοῦ Ἀσὴρ εἶναι διηρημένες ἢ ἀναπαύονται κοντὰ εἰς τὰ κοπάδια των ἢ εἰς τὴν παραλίαν καὶ τὰ λιμάνια κοντὰ εἰς τὰ ξένα πλοῖα, ὁ λαὸς τῆς φυλῆς τοῦ Ζαβουλὼν καὶ τοῦ Νεφθαλὶ ἐρριψοκινδύνευσε τὴν ζωήν του μέχρι θανάτου εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, εἰς τὰ ὀροπέδια (ἢ τοὺς πρόποδες) τοῦ Θαβώρ. |
19 ἦλθον αὐτῶν βασιλεῖς, παρετάξαντο, τότε ἐπολέμησαν βασιλεῖς Χαναὰν ἐν Θαναὰχ ἐπὶ ὕδατι Μαγεδδώ· δῶρον ἀργυρίου οὐκ ἔλαβον. | 19 Ηλθον εναντίον των οι αρχηγοί των εχθρικών δυνάμεων, παρετάχθησαν κατ' αυτών, επολέμησαν οι ηγεμόνες των Χαναναίων κατά των φύλων Ζαβουλών και Νεφθαλί πλησίον της Θαναάχ και των υδάτων της Μαγεδδώ. Ηττήθησαν όμως και κανένα λάφυρον δεν έλαβον. | 19 Ἦλθαν οἱ βασιλεῖς τῶν ἐχθρῶν, παρετάχθησαν εἰς πόλεμον· τότε ἐπολέμησαν οἱ βασιλεῖς τῶν Χαναναίων ἐναντίον τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλὶ εὶς τὴν Θαναάχ, κοντὰ εἰς τὰ ὕδατα (τὸν χείμαρρον) τῆς πόλεως Μαγεδδῶ· δὲν ἐπῆραν ὅμως καθόλου λάφυρα, διότι ἐνικήθησαν! |
20 ἐξ οὐρανοῦ παρετάξαντο οἱ ἀστέρες, ἐκ τρίβων αὐτῶν παρετάξαντο μετὰ Σισάρα. | 20 Από τον ουρανόν αντιπαρετάχθησαν εναντίον αυτών οι αστέρες, αι οδοί των εστράφησαν κατά του Σισάρα. | 20 Ἐναντίον τῶν Χαναναίων παρετάχθη πρὸς μάχην καὶ ἐπολέμησεν ἡ στρατιὰ τῶν ἀστέρων τοῦ οὐρανοῦ· ἀπὸ τὶς οὐράνιες τροχιές των ἐκινήθησαν καὶ ἐστράφησαν ἐναντίον τοῦ Σισάρα. |
21 χειμάρρους Κισῶν ἐξέσυρεν αὐτούς, χειμάρρους ἀρχαίων, χειμάρρους Κισῶν· καταπατήσει αὐτὸν ψυχή μου δυνατή. | 21 Ο χείμαρρος Κισών παρέσυρε τα πτώματά των, ο αρχαίος αυτός χείμαρρος, ο χείμαρρος Κισών. Η ψυχή μου, ισχυρά και ακατάβλητος με την συμπαράστασιν του Θεού, θα καταπατήση τον εχθρόν. | 21 Ὁ χείμαρρος Κισὼν τοὺς ἔπνιξε καὶ τοὺς παρέσυρε μακριά, ὁ ἀρχαῖος αὐτὸς καὶ ἱστορικὸς χείμαρρος, ὁ χείμαρρος Κισῶν! Ὤ, ἡ ψυχή μου τώρα, ποὺ ἔλαβε θάρρος καὶ ἔγινε δυνατὴ μὲ τὴν θείαν βοήθειαν, θὰ προχωρήσω μὲ ὁρμὴν καὶ θὰ καταπατήσω τὸν ἐχθρόν! |
22 ὅτε ἐνεποδίσθησαν πτέρναι ἵππου, σπουδῇ ἔσπευσαν ἰσχυροὶ αὐτοῦ. | 22 Οταν οι πόδες των ίππων περιεπλάκησαν, πεζή έσπευσαν να σωθούν δια της φυγής οι ισχυροί εχθροί. | 22 Τότε, ὅταν τὰ πόδια τῶν ἵππων τοῦ ἐχθροῦ περιεπλάκησαν μέσα εἰς τὴν σύγχυσιν (ἢ κατ' ἄλλην γραφήν: Ἀπεκόπησαν), οἱ δυνατοὶ ἄνδρες τοῦ ἐχθροῦ διὰ νὰ σωθοῦν ἔτρεξαν πεζῇ. |
23 καταρᾶσθε Μηρώζ, εἶπεν ἄγγελος Κυρίου, καταρᾶσθε, ἐπικατάρατος πᾶς ὁ κατοικῶν αὐτήν, ὅτι οὐκ ἤλθοσαν εἰς βοήθειαν Κυρίου, εἰς βοήθειαν ἐν δυνατοῖς. | 23 Καταρασθήτε την Μηρώζ είπεν ο άγγελος Κυρίου, καταρασθήτέ την· κατηραμένος ας είναι κάθε κάτοικος αυτής, διότι δεν ήλθον να βοηθήσουν τους Ισραηλίτας στον παρά Κυρίου ιερόν αυτόν πόλεμον, δεν ήλθον εις βοήθειαν των αδελφών των με τας δυνάμεις των. | 23 Καταρασθῆτε τὴν πόλιν Μηρώζ, εἶπεν ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, καταρασθῆτε την· ἂς εἶναι καταράμενος κάθε ἕνας, ποὺ κατοικεῖ εἰς αὐτήν, διότι δὲν ἦλθαν εἰς βοήθειαν τῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπολεμοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἀρχηγίαν τοῦ Κυρίου· διότι δὲν ἔτρεξαν εἰς βοήθειαν τῶν ἄλλων Ἰσραηλιτῶν μὲ τὶς στρατιωτικές των δυνάμεις. |
24 εὐλογηθείη ἐν γυναιξὶν ᾿Ιαὴλ γυνὴ Χαβὲρ τοῦ Κιναίου, ἀπὸ γυναικῶν ἐν σκηναῖς εὐλογηθείη. | 24 Ας είναι ευλογημένη μεταξύ των γυναικών η Ιαήλ, η σύζυγος Χαβέρ του Κιναίου. Αυτή ας είναι ευλογημένη μεταξύ των άλλων γυναικών που ζουν εις σκηνάς. | 24 Ἂς εἶναι εὐλογημένη μεταξὺ τῶν γυναικῶν ἡ Ἰαήλ, ἡ σύζυγος τοῦ Χαβὲρ τοῦ Κιναίου. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἂς εἶναι εὐλογημένη μεταξὺ ὅλων τῶν ἄλλων νομάδων γυναικῶν, ποὺ κατοικοῦν εἰς σκηνές. |
25 ὕδωρ ᾔτησε, γάλα ἔδωκεν, ἐν λεκάνῃ ὑπερεχόντων προσήνεγκε βούτυρον. | 25 Νερό της εζήτησεν ο Σισάρα, γάλα του έδωκεν αυτή και με λεκάνην αρχοντικήν του προσέφερε βούτυρον. | 25 (Ὁ στρατηγὸς Σισάρα) τῆς ἐζήτησε νερόν, διὰ νὰ σβήσῃ τὴν δίψαν του, καὶ αὐτὴ τοῦ ἔδωκε ξινόγαλο· μέσα εἰς ἐπίσημον κύπελλον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον πίνουν οἱ ἄρχοντες καὶ οἱ ἰσχυροί, τοῦ προσέφερε βούτυρον. |
26 χεῖρα αὐτῆς ἀριστερὰν εἰς πάσσαλον ἐξέτεινε καὶ δεξιὰν αὐτῆς εἰς σφῦραν κοπιώντων καὶ ἐσφυροκόπησε Σισάρα, διήλωσε κεφαλὴν αὐτοῦ καὶ ἐπάταξε, διήλωσε κρόταφον αὐτοῦ. | 26 Κατόπιν όμως ήπλωσε το αριστερόν της χέρι και επήρε πάσσαλον και με το δεξί της την σφύραν των εργατών και εσφυροκόπησε τον Σισάρα. Διεπέρασε σαν με τεράστιο καρφί την κεφαλήν του, εκτύπησε τον πάσσαλον, διεπέρασε και εκάρφωσε τον κρόταφόν του. | 26 Ἅπλωσε τὸ ἀριστερό της χέρι καὶ ἔλαβεν ἕνα πάσσαλον τῆς σκηνῆς, καὶ εἰς τὸ δεξιόν της ἔλαβε σφυρί, ποὺ χρησιμοποιοῦν οἱ ἐργάτες· μὲ τὸ σφυρὶ ἐκτύπησε τὸν πάσσαλον εἰς τὸν κρόταφον τοῦ Σισάρα. Ὁ πάσσαλος ἐτρύπησε τὴν κεφαλήν του καὶ ἐκαρφώθη εἰς τὴν γῆν· (ἡ Ἰαήλ) ἐκτύπησε τὸν πάσσαλον καὶ τοῦ διεπέρασε τὸν κρόταφον! |
27 ἀνὰ μέσον τῶν ποδῶν αὐτῆς κατεκυλίσθη, ἔπεσε καὶ ἐκοιμήθη· ἀνὰ μέσον τῶν ποδῶν αὐτῆς κατακλιθεὶς ἔπεσε· καθὼς κατεκλίθη, ἐκεῖ ἔπεσεν ἐξοδευθείς. | 27 Ο Σισάρα εμπρός εις τα πόδια της εκυλίσθη με σφαδασμούς, έως ότου απέθανε. Μπροστά εις τα πόδια της έπέσε και εξεψύχησεν ο περίφημος Σισάρα. Από εκεί που έπεσε νεκρός μετεφέρθη έπειτα δια να κηδευθή εις την πατρίδα του. | 27 (Ὁ Σισάρα) ἐκυλίσθη μὲ σπασμοὺς καὶ σπαρταρίσματα μέσα εἰς τὰ πόδια της καὶ ἀπέθανε· μάλιστα! ὁ φοβερὸς στρατηγὸς ἔπεσε νεκρὸς εἰς τὰ πόδια της· εἰς τὰ πόδια μιᾶς γυναίκας! Ἀφοῦ ἑξάπλωσε κάτω νεκρὸς καὶ ἔπεσε ἀκίνητος, μετεφέρθη διὰ νὰ κηδευθῇ μὲ τιμές! |
28 διὰ τῆς θυρίδος παρέκυψε μήτηρ Σισάρα ἐκτὸς τοῦ τοξικοῦ, διότι ἠσχύνθη ἅρμα αὐτοῦ, διότι ἐχρόνισαν πόδες ἁρμάτων αὐτοῦ. | 28 Η μητέρα του Σισάρα έσκυψε από την θυρίδα έξω από την πολεμίστρα και παρατηρούσε· εκουράσθη περιμένουσα να ίδη επιστρέφον το άρμα του παιδιού της, διότι εβράδυναν πολύ οι τροχοί του άρματος δια την μεταφοράν αυτού. | 28 Ἡ μητέρα τοῦ Σισάρα ἔσκυψε ἔξω καὶ ἐκύτταξε διὰ νὰ διακρίνῃ καλύτερα μέσα ἀπὸ ἕνα παραθυρον τοῦ δικτυωτοῦ, διότι ἐκουράσθη νὰ περιμένῃ νὰ ἰδῇ τὸ πολεμικὸν ἅρμα τοῦ υἱοῦ της νὰ ἐπιστρέφῃ. Διότι ἐβράδυναν πάρα πολὺ οἱ τροχοὶ τοῦ ἅρματος νὰ φέρουν τὸν υἱόν της ἀπὸ τὸν πόλεμον. |
29 αἱ σοφαὶ ἄρχουσαι αὐτῆς ἀπεκρίθησαν πρὸς αὐτήν, καὶ αὐτὴ ἀπέστρεψε λόγους αὐτῆς ἑαυτῇ. | 29 Αι συνεταί αρχόντισσαι που την περιεστοίχιζαν απηύθυναν προς αυτήν λόγους παρηγορίας και αυτή πενθούσα έλεγε προς τον εαυτόν της· | 29 Οἱ σοφὲς κυρίες τῆς τιμῆς τῆς ἀπάντησαν μὲ λόγια παρηγορητικά, αὐτὴ δέ (ἡ μητέρα τοῦ Σισάρα) παρηγοροῦσε τὸν ἑαυτόν της μὲ τὰ ἑξῆς: |
30 οὐχ εὑρήσουσιν αὐτὸν διαμερίζοντα σκῦλα; οἰκτίρμων οἰκτειρήσει εἰς κεφαλὴν ἀνδρός· σκῦλα βαμμάτων τῷ Σισάρᾳ, σκῦλα βαμμάτων ποικιλίας, βάμματα ποικιλτῶν αὐτά, τῷ τραχήλῳ αὐτοῦ σκῦλα. | 30 “εάν μεταβούν μερικοί προς συνάντησίν του δεν θα τον εύρουν να διαμοιράζη τα λάφυρα της νίκης; Μεγολόκαρδος, θα λυπηθή και δεν θα κόψη τας κεφαλάς των αιχμαλώτων. Πολλά λάφυρα, ενδύματα διαφόρων χρωμάτων, κεντητά πολύχρωμα, λάφυρα του πολέμου θα κρέμωνται στον λαιμόν αυτού ! Αλλά ο υιός μου είναι νεκρός”. | 30 «Ἐᾶν μεταβῇ κανεὶς εἰς τὸ πεδίον τῆς μάχης, δὲν θὰ τὸν εὕρῃ νὰ μοιράζῃ τὰ λάφυρα τοῦ πολέμου; Ὡς εὐσπλαγχνικὸς ποὺ εἶναι, ὁ υἱός μου θὰ εὐσπλαγχνισθῇ ὅλους τοὺς αἰχμαλώτους καὶ τὸ κεφάλι ἔστω καὶ ἐνὸς ἐκόμη αἰχμαλώτου! Διὰ τὸν Σισάρα λάφυρα ποικιλοχρώμων ἐνδυμάτων, λάφυρα πολλῶν καὶ διαφόρων ἐνδυμάτων, λάφυρα διαφόρων χρωματιστῶν κεντημάτων θὰ κρέμωνται ἀπὸ τὸν λαιμόν του· πολλὰ λάφυρα!» Αὐτὰ ἐσκέπτετο καὶ ἐπαρηγορεῖτο ἡ μητέρα τοῦ Σισάρα· ἐκεῖνος ὅμως οὔτε λάφυρα ἐμοίραζε οὔτε μὲ λάφυρα ἐστολίζετο· ἦταν νεκρός! |
31 οὕτως ἀπόλοιντο πάντες οἱ ἐχθροί σου, Κύριε· καὶ οἱ ἀγαπῶντες αὐτὸν ὡς ἔξοδος ἡλίου ἐν δυνάμει αὐτοῦ. Καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ τεσσαράκοντα ἔτη. | 31 Είθε, Κυριε, έτσι, όπως ο Σισάρα να απολεσθούν όλοι οι εχθροί σου. Οσοι δέ σε αγαπούν, ας λάμψουν ωσάν τον ανατέλλοντα ήλιον κατά την μεγάλην του δύναμιν”. Επειτα από αυτά ησύχασεν η χώρα επί τεσσαράκοντα έτη. | 31 Ἔτσι, ὅπως ἐχάθη ὁ Σισάρα, ἂς ἑξαφανισθοῦν ὅλοι οἱ ἐχθροί σου, Κύριε! Ἐνῷ ὅσοι ἀγαποῦν τὸν Κύριον, ἂς λάμψουν ὅπως ὁ ἥλιος ποὺ ἀνατέλλει· ὅπως ὁ δυνατὸς καὶ λαμπρὸς ἥλιος κατὰ τὶς ὦρες ποὺ μεσουρανεῖ». Μετὰ τὴν θαυμαστὴν αὐτὴν νίκην ἡ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔμεινεν ἥσυχη καὶ εἰρηνικὴ ἀπὸ ἐχθρικὲς ἐπιθέσεις ἐπὶ σαράντα χρόνια. |