Τρίτη, 03 Δεκεμβρίου 2024
Ανατ: 07:25
Δύση: 17:07
Σελ. 3 ημ.
338-28
16ος χρόνος, 6135η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΡΙΤΑΙ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 

 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ εἶπαν πρὸς Γεδεὼν ἀνὴρ ᾿Εφραίμ· τί τὸ ρῆμα τοῦτο ἐποίησας ἡμῖν τοῦ μὴ καλέσαι ἡμᾶς, ὅτε ἐπορεύθης παρατάξασθαι ἐν Μαδιάμ; καὶ διελέξαντο πρὸς αὐτὸν ἰσχυρῶς. 1 Οι άνδρες της φυλής Εφραίμ είπαν διαμαρτυρόμενοι προς τον Γεδεών· “διατί εφέρθης έτσι απέναντι μας και δεν μας εκάλεσες ευθύς εξ αρχής όταν εξεστράτευσες εναντίον των Μαδιανιτών;” Και εφιλονίκησαν εναντίον αυτού με πολύ οξύν τρόπον. 1 Οἱ ἄνδρες τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραὶμ μὲ τὰ τρόπαια τῆς νίκης εἰς τὰ χέρια (τὰ κεφάλια τοῦ Ὠρὴβ καὶ τοῦ Ζήβ) διεμαρτυρήθησαν εἰς τὸν Γεδεὼν καὶ τοῦ εἴπαν: «Τὶ εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔκαμες; Διατὶ μᾶς ἐφέρθης ἔτσι; Διατὶ δὲν ἐκάλεσες καὶ ἐμᾶς, ὅταν ἐπῆγες νὰ πολεμήσῃς ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν;» Παρεπονέθησαν δὲ πικρὰ καὶ ἐφιλονίκησαν μὲ ὀξύτητα μὲ τὸν Γεδεών.
2 καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· τί ἐποίησα νῦν καθὼς ὑμεῖς; ἢ οὐχὶ κρεῖσσον ἐπιφυλλὶς ᾿Εφραὶμ ἢ τρυγητὸς ᾿Αβιέζερ; 2 Ο δε Γεδεών είπε προς αυτούς· “τι έκαμα εγώ προς σας και τι εκάματε σεις; Δεν είναι πλουσιώτερον το τσαμπιδολόγημα που έκαμαν οι της φυλής Εφραίμ εις βάρος των φευγόντων Μαδιανιτών εν συγκρίσει προς τον τρυγητόν που έκαμε το γένος μου Αβιέζερ; 2 Ἄλλα ὁ Γεδεὼν τοὺς ἀπάντησε μὲ ταπείνωσιν καὶ πραότητα: «Τί περισσότερον ἔκαμα ἐγὼ ἐν συγκρίσει πρὸς αὐτὰ ποὺ ἐκάματε σεῖς; Δὲν εἶναι μεγαλύτερον καὶ σπουδαιότερον τὸ ραχολόγημα τῶν σταφυλιῶν ἐκ μέρους τῆς φυλῆς τοῦ Ἐφραὶμ ἀπὸ τὸν τρυγητὸν τῆς ἰδικῆς μου οἰκογενείας, τῆς οἰκογενείας τοῦ Ἀβιεζέρ; (δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ ἐκάματε σεῖς, οἱ ἄνδρες τοῦ Ἐφραίμ, νὰ κυνηγήσετε τοὺς Μαδιανῖτες, ἀξίζει περισσότερον ἀπὸ ὅσα ἔκαμεν ὅλη ἡ ἰδική μου οἰκογένεια).
3 ἐν χειρὶ ὑμῶν παρέδωκε Κύριος τοὺς ἄρχοντας Μαδιάμ, τὸν ᾿Ωρὴβ καὶ τὸν Ζήβ· καὶ τί ἠδυνήθην ποιῆσαι ὡς ὑμεῖς; τότε ἀνέθη τὸ πνεῦμα αὐτῶν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν τῷ λαλῆσαι αὐτὸν τὸν λόγον τοῦτον. 3 Εις τα ιδικά σας χέρια παρέδωσεν ο Κυριος τους αρχηγούς των Μαδιανιτών, τυν Ωρήβ και Ζηβ. Τι δε κατόρθωσα εγώ εμπρός στο ιδικόν σας κατόρθωμα;” Με αυτόν τον ειρηνικόν τρόπον ωμίλησεν ο Γεδεών και ειρήνευσαν τα πνεύματα εκείνων. 3 Διὰ τοῦτο εἰς τὰ χέρια σας παρέδωκεν ὁ Κύριος τοὺς ἀρχηγοὺς τῶν Μαδιανιτῶν, τὸν Ὠρὴβ καὶ τὸν Ζήβ· ἐγὶ τὶ ἠμπόρεσα νὰ κάμω, τὸ ὁποῖον ἠμπορεῖ νὰ σνγκριθῇ μὲ αὐτὸ ποὺ ἐπετύχατε σεῖς;» Ὕστερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν γλυκειάν, εἰρηνικὴν καὶ ταπεινὴν ἀπάντησιν του Γεδεὼν ὁ θυμός των ἔπεσε καὶ ἠρέμησε τὸ πνεῦμα των.
4 καὶ ἦλθε Γεδεὼν ἐπὶ τὸν ᾿Ιορδάνην, καὶ διέβη αὐτὸς καὶ οἱ τριακόσιοι ἄνδρες οἱ μετ᾿ αὐτοῦ πεινῶντες καὶ διώκοντες. 4 Κατόπιν ο Γεδεών ήλθεν στον Ιορδάνην ποταμόν, τον διέβη αυτός και οι μετ' αυτού 300 άνδρες, οι οποίοι καίτοι πεινώντες κατεδίωκον τους εχθρούς. 4 Καὶ ὁ Γεδεὼν ἦλθεν εἰς τὸν Ἰορδάνην καὶ τὸν ἐπέρασε αὐτὸς καὶ οἱ τριακόσιοι ἄνδρες, ποὺ ἦσαν μαζί του, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὴν πεῖναν καὶ τὴν ἐξάντλησίν των κατεδίωκαν τοὺς Μαδιανῖτες. Ἐμπῆκαν εἰς τὴν περιοχὴν τῆς φυλῆς Γὰδ καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν πόλιν Σοκχώθ,
5 καὶ εἶπε τοῖς ἀνδράσι Σοκχώθ· δότε δὴ ἄρτους εἰς τροφὴν τῷ λαῷ τούτῳ τῷ ἐν ποσί μου, ὅτι ἐκλείπουσι, καὶ ἰδοὺ ἐγώ εἰμι διώκων ὀπίσω τοῦ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ βασιλέων Μαδιάμ. 5 Εφθασαν εις Σοκχώθ και ο Γεδεών είπεν στους κατοίκους της πόλεως αυτής· “δώσατέ μας σας παρακαλώ άρτους, δια να φάγουν οι άνδρες που με ακολουθούν, διότι έχουν παραλύσει από την πείναν. Και όμως πρέπει να με ακολουθήσουν εις καταδίωξιν του Ζεβεέ και Σελμανά, βασιλέων της Μαδιάμ”. 5 Καὶ ὁ Γεδεὼν εἶπεν εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως Σοκχώθ: «Δῶστε, σᾶς παρακαλῶ, ψωμιὰ διὰ νὰ τραφοῦν οἱ ἄνδρες αὐτοί, ποὺ μὲ ἀκολουθοῦν, διότι ἀπέκαμαν καὶ κινδυνεύουν νὰ πεθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν· εἶναι ἐπείγουσα ἀνάγκη, διότι, ὅπως βλέπετε, καταδιώκω τοὺς Ζεβεὲ καὶ Σελμανά, τοὺς βασιλεῖς τῶν Μαδιανιτῶν».
6 καὶ εἶπον οἱ ἄρχοντες Σοκχώθ· μὴ χεὶρ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ νῦν ἐν χειρί σου; οὐ δώσομεν τῇ δυνάμει σου ἄρτους; 6 Οι άρχοντες της Σοκχώθ, καιροσκόποι, απήντησαν· “μήπως τάχα και έχουν περιέλθει εις τα χέρια σου ο Ζεβεέ και ο Σελμανά, ώστε να δώσωμεν ημείς άρτους στους στρατιώτας σου; 6 Ἄλλα οἱ ἀρχηγοὶ τῆς πόλεως Σοκχὼθ τοῦ ἀπάντησαν: «Διατὶ νὰ δώσωμεν τροφὴν εἰς τὸν στρατόν σου; Μήπως τὰ χέρια τῶν Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ εἶναι τώρα εἰς τὰ χέρια σου; Μήπως τοὺς ἔπιασες αἰχμαλώτους, ὥστε νὰ σοῦ δώσωμεν ψωμιά; Δὲν θὰ δώσωμεν εἰς τοὺς πεινασμένους στρατιῶτες σου ψωμιά»!
7 καὶ εἶπε Γεδεών· διὰ τοῦτο ἐν τῷ δοῦναι Κύριον τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανὰ ἐν χειρί μου, καὶ ἐγὼ ἀλοήσω τὰς σάρκας ὑμῶν ἐν ταῖς ἀκάνθαις τῆς ἐρήμου καὶ ἐν ταῖς Βαρκηνίμ. 7 Αγανακτήσας ο Γεδεών είπε προς αυτούς· “δια την καιροσκοπικήν αυτήν συμπεριφοράν σας, όταν ο Κυριος παραδώση εις τα χέρια μου τον Ζεβεέ και τον Σελμανά, εγώ θα αλωνίσω και θα διασκορπίσω και θα σχίσω τα σώματά σας εις τα αγκάθια της ερήμου και εις τα βάτα”. 7 Εἰς τὴν ἀπόκρισίν των ὁ Γεδεὼν ἀπάντησε: «Διὰ τὴν ἀφιλοτιμίαν σας αὐτήν, ὅταν ὁ Κύριος θὰ παραδώσῃ τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανὰ εἰς τὰ χέρια μου, ἐγὼ θὰ ἐπιστρέψω καὶ θὰ ἁλωνίσω τὰ κορμιά σας μέσα εἰς τὶς ἀγκαθιὲς τῆς ἐρήμου καὶ εἰς τὰ γαϊδουράγκαθα (κατ' ἄλλους: Ρείκια ἢ βατά)»!
8 καὶ ἀνέβη ἐκεῖθεν εἰς Φανουὴλ καὶ ἐλάλησε πρὸς αὐτοὺς ὡσαύτως, καὶ ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ἄνδρες Φανουὴλ ὃν τρόπον ἀπεκρίθησαν ἄνδρες Σοκχώθ. 8 Από την Σοκχώθ ανέβη ο Γεδεών με τους ιδικούς του εις Φανουήλ και είπεν εις αυτούς τα ίδια. Οι δε κάτοικοι της πόλεως Φανουήλ απήντησαν κατά τον ίδιον τρόπον, όπως και οι κάτοικοι της Σοκχώθ. 8 Ὁ Γεδεὼν ἀπὸ ἐκεῖ ἐπροχώρησε μὲ τὸν στρατόν του εἰς τὸν πύργον Φανουήλ (κοντὰ εἰς τὸν παραπόταμον Ἰαβώκ) καὶ ἐμίλησε εἰς τοὺς κατοίκους Φανουὴλ μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ποὺ ἐμίλησε εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Σοκχώθ· ἀλλὰ καὶ οἱ κάτοικοι τοῦ πύργου Φανουὴλ ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Γεδεὼν μὲ τὸν ἴδιον τρόπον, ποὺ τοῦ ἀπεκρίθησαν οἱ κάτοικοι τῆς Σοκχώθ.
9 καὶ εἶπε Γεδεὼν πρὸς ἄνδρας Φανουήλ· ἐν ἐπιστροφῇ μου μετ᾿ εἰρήνης κατασκάψω τὸν πύργον τοῦτον. 9 Ο Γεδεών είπε προς τους άνδρας της Φανουήλ· “όταν μετά την νίκην μου θα επιστρέψω, θα κρημνίσω και θα κατασκάψω τον πύργον τούτον”. 9 Τότε ὁ Γεδεὼν εἶπε πρὸς τοὺς ἄνδρες τοῦ πύργου Φανουήλ: Ὅταν θὰ ἐπιστρέψω μὲ τὸ καλὸ πίσω, ἀφοῦ πλέον θὰ ἔχω ἠσυχάσει ἀπὸ τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, θὰ κατεδαφίσω καὶ θὰ σκάψω ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τὸν ὀχυρὸν αὐτὸν πύργον», ὁ ὁποῖος σᾶς ἔδωκε τόσον ἀέρα!
10 καὶ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ ἐν Καρκάρ, καὶ ἡ παρεμβολὴ αὐτῶν μετ᾿ αὐτῶν ὡσεὶ δεκαπέντε χιλιάδες, πάντες οἱ καταλελειμμένοι ἀπὸ πάσης παρεμβολῆς ἀλλοφύλων, καὶ οἱ πεπτωκότες ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες ἀνδρῶν σπωμένων ρομφαίαν. 10 Οι βασιλείς Ζεβεέ και Σελμανά ήσαν εις Καρκάρ. Μαζή δέ με αυτούς ήτο και στρατός περί τας δέκα πέντε χιλιάδας. Αυτοί ήσαν όλοι οι απομείναντες από τον στρατόν των αλλοφύλων, ενώ οι φονευθέντες ένοπλοι στρατιώται έφθασαν τας εκατόν είκοσι χιλιάδας. 10 Οἱ βασιλεῖς τῶν Μαδιανιτῶν Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ εὑρίσκοντο εἰς Καρκάρ, μαζί των δὲ ἦταν καὶ ὁ στρατός των, ποὺ ἔφθανε τὶς δεκαπέντε περίπου χιλιάδες (15.000), Αὐτοὶ ἦσαν ὅλοι, ὅσοι ἔμειναν ἀπὸ τὸ πολυάριθμον στράτευμα τῶν ἐχθρῶν τοῦ Ἰσραήλ. Διότι ὅσοι ἔπεσαν νεκροί, ἦσαν ἑκατὸν εἴκοσι χιλιάδες ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν ρομφαίαν.
11 καὶ ἀνέβη Γεδεὼν ὁδὸν τῶν σκηνούντων ἐν σκηναῖς ἀπὸ ἀνατολῶν τῆς Ναβαὶ καὶ ᾿Ιεγεβάλ· καὶ ἐπάταξε τὴν παρεμβολήν, καὶ ἡ παρεμβολὴ ἦν πεποιθυῖα. 11 Ο Γεδεών επροχώρησεν εναντίον των εχθρών του από την οδόν των σκηνιτών, ανατολικά της Ναβαί και Ιεγεβάλ. Εκεί δε εκτύπησε τον εχθρικόν στρατόν, ο οποίος εθεώρει τον εαυτόν του εν ασφαλεία. 11 Ὁ Γεδεών, μετὰ ἀπὸ ὅσα συνήντησεν, ἐπροχώρησε ἀπὸ ἄλλον δρόμον, κοντὰ εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἐρήμου, ὁ ὁποῖος ἐπερνοῦσε ἀπὸ σκηνὲς πτωχοτέρων Ἰσραηλιτῶν (τῶν νομάδων), ποὺ ἦσαν ἐγκατεστημένοι εἰς τὰ ἀνατολικὰ τῆς Ναβαὶ καὶ Ἰεγεβάλ. Ὁ Γεδεὼν ἐπετέθη καὶ ἐκτύπησε ξαφνικά, ἐξ ἐφόδου, τὸν ἐχθρικὸν στρατόν, ὁ ὁποῖος (ἐνόμιζεν) ὅτι ἐκεῖ ποὺ εὑρίσκετο, ἦταν ἀσφαλισμένος.
12 καὶ ἔφυγον Ζεβεὲ καὶ Σελμανά, καὶ ἐδίωξαν ὀπίσω αὐτῶν καὶ ἐκράτησε τοὺς δύο βασιλεῖς Μαδιάμ, τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανά, καὶ πᾶσαν τὴν παρεμβολὴν ἐξέστησε. 12 Οι εχθροί ενικήθησαν, οι δε δύο βασιλείς Ζεβεέ και Σελμανά ετράπησαν εις φυγήν. Ο Γεδεών τους κατεδίωξε, συνέλαβε τους δύο βασιλείς και επέφερεν αναστάτωσιν και σύγχυσιν εις όλον τον εχθρικόν στρατόν. 12 Οἱ δεκαπέντε περίπου χιλιάδες ἐνικήθησαν ἀπὸ τοὺς τριακοσίους τοῦ Γεδεών, οἱ δὲ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ ἐτράπησαν εἰς φυγήν. Ὁ Γεδεὼν ὅμως τοὺς κατεδίωξε καὶ συνέλαβε τοὺς δύο βασηλεῖς τῶν Μαδιανιτῶν, τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανά, καὶ εἰς ὅλον τὸ ἄλλο στράτευμα ἐδημιούργησε πανικόν, σύγχυσιν καὶ διάλυσιν.
13 καὶ ἐπέστρεψε Γεδεὼν υἱὸς ᾿Ιωὰς ἀπὸ τῆς παρατάξεως ἀπὸ ἐπάνωθεν τῆς παρατάξεως ᾿Αρές. 13 Νικητής ο Γεδεών, ο υιός του Ιωάς, επέστρεψεν εκ της μάχης από το επάνω μέρος της Αρές, εις Σοκχώθ. 13 Καὶ ὁ Γεδεών, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάς, ἐπέστρεψε ἀπὸ τὸν πόλεμον ἀπὸ τὸν ἀνήφορον τῆς Ἀρὲς εἰς τὴν Σοκχώθ.
14 καὶ συνέλαβε παιδάριον ἀπὸ τῶν ἀνδρῶν Σοκχὼθ καὶ ἐπηρώτησεν αὐτόν, καὶ ἔγραψε πρὸς αὐτὸν ὀνόματα τῶν ἀρχόντων Σοκχὼθ καὶ τῶν πρεσβυτέρων αὐτῶν, ἑβδομήκοντα καὶ ἑπτὰ ἄνδρας. 14 Εξω από την Σοκχώθ συνέλαβεν ένα παιδάριον από τους κατοίκους της πόλεως και το ηρώτησε δια τα ονόματα των αρχόντων και των πρεσβυτέρων της πόλεως. Το παιδάριον έγραψε τα ονόματα εβδομήκοντα επτά ανδρών και τα έδωκεν στον Γεδεών. 14 Καὶ (ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν) συνέλαβεν ἕνα νέον ἄνθρωπον ἀπὸ τοὺς ἄνδρες τῆς Σοκχὼθ καὶ τοῦ ἐζήτησε πληροφορίες διὰ τοὺς ἀρχηγοὺς καὶ προεστοὺς τῆς Σοκχώθ. Καὶ ὁ νέος ἔγραψε καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν Γεδεὼν τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν καὶ τῶν προεστῶν τῆς Σοκχώθ· ὁ ἀριθμὸς ὅλων αὐτῶν ἦσαν ἑβδομῆντα ἑπτὰ (77) ἄνδρες.
15 καὶ παρεγένετο Γεδεὼν πρὸς τοὺς ἄρχοντας Σοκχὼθ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ Ζεβεὲ καὶ Σελμανά, ἐν οἷς ὠνειδίσατέ με λέγοντες· μὴ χεὶρ Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ νῦν ἐν χειρί σου, ὅτι δώσομεν τοῖς ἀνδράσι σου τοῖς ἐκλείπουσιν ἄρτους; 15 Εισήλθεν ο Γεδεών εις την πόλιν και είπεν στους άρχοντας Σοκχώθ· “ιδού, είναι τώρα εις τα χέρια μου ο Ζεβεέ και ο Σελμανά δια τους οποίους τότε με ειρωνευθήκατε και μου είπατε· Μηπως τάχα και είναι τώρα εις τα χέρια σου ο Ζεβεέ και ο Σελμανά ώστε να δώσωμεν άρτους στους εξηντλημένους από την πείναν άνδρας;” 15 Ὁ Γεδεὼν ἐπῆγε εἰς τοὺς ἀρχηγοὺς τῆς Σοκχὼθ καὶ τοὺς εἶπε: «Νά, εἶναι τώρα αἰχμάλωτοί μου ὁ Ζεβεὲ καὶ ὁ Σελμανά, διὰ τοὺς ὁποίους μὲ ἐχλευάσατε, μὲ ἐπεριφρονήσατε καὶ μοῦ εἴπατε: «Μήπως τὰ χέρια τῶν Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ εἶναι τώρα εἰς τὰ χέριά σου; Μήπως τοὺς ἔπιασες αἰχμαλώτους, ὥστε να δώσωμεν εἰς τοὺς ἄνδρες σου, ποὺ ἀπέκαμαν καὶ κινδυνεύουν νὰ ἀποθάνουν ἀπὸ τὴν πεῖναν, ψωμιά;»
16 καὶ ἔλαβε τοὺς πρεσβυτέρους τῆς πόλεως ἐν ταῖς ἀκάνθαις τῆς ἐρήμου καὶ ταῖς Βαρκηνὶμ καὶ ἠλόησεν ἐν αὐτοῖς τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως. 16 Συνέλαβε κατόπιν ο Γεδεών τους πρεσβυτέρους της Σοκχώθ, επήρεν αγκάθια από την έρημον και βατά και με αυτά αλώνισε τους άνδρας της πόλεως. 16 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἔδειξε πόσον ἄδικον εἶχαν νὰ τοῦ φερθοῦν, ὅπως τοῦ ἐφέρθησαν, ἐπῆρε τοὺς προεστοὺς τῆς πόλεως Σοκχώθ, τοὺς ἔρριψεν εἰς τις ἀγκαθιὲς τῆς ἐρήμου καὶ εἰς τὰ γαϊδουράγκαθα καὶ εἰς αὐτὰ ἁλώνισε τὰ κορμιὰ τῶν ἐβδομῆντα ἑπτὰ ἐκείνων ἀνδρῶν τῆς πόλεως.
17 καὶ τὸν πύργον Φανουὴλ κατέσκαψε καὶ ἀπέκτεινε τοὺς ἄνδρας τῆς πόλεως. 17 Τον πύργον Φανουήλ εκρήμνισεν εκ θεμελίων και τους άνδρας της πόλεως εφόνευσε. 17 Ἐπίσης κατεδάφισε καὶ ἔσκαψε ἀπὸ τὰ θεμέλιά του τὸν ὀχυρὸν πύργον Φανουὴλ καὶ ἐφόνευσε τοὺς ἄνδρες τῆς πόλεως.
18 καὶ εἶπε πρὸς Ζεβεὲ καὶ Σελμανά· ποῦ οἱ ἄνδρες, οὓς ἀπεκτείνατε ἐν Θαβώρ; καὶ εἶπαν· ὡς σύ, ὡς αὐτοὶ εἰς ὁμοίωμα υἱοῦ βασιλέως. 18 Ηρώτησε δε τον Ζεβεέ και τον Σελμανά· “πως ήσαν οι άνδρες τους οποίους εφονεύσατε στο Θαβώρ;” Εκείνοι απήντησαν· “όπως είσαι συ. Είχαν όψιν υιών βασιλέως όπως και συ”. 18 Κατόπιν ὁ Γεδεὼν ἐστράφη πρὸς τοὺς Ζεβεὲ καὶ Σελμανὰ καὶ τοὺς ἐρώτησε: «Σὰν ποίους ἔμοιαζαν οἱ ἄνδρες, τοὺς ὁποίους ἐσκοτώσατε (τίς προάλλες) εἰς τὸ Θαβώρ;» Οἱ δύο βασιλεῖς τοῦ ἀπάντησαν: «Ἔμοιαζαν μὲ σένα. Ἦσαν καὶ αὐτοί, ὅπως καὶ σύ, σὰν βασιλόπουλα».
19 καὶ εἶπε Γεδεών· ἀδελφοί μου καὶ υἱοὶ τῆς μητρός μου ἦσαν· ζῇ Κύριος, εἰ ἐζωογονήκειτε αὐτούς, οὐκ ἂν ἀπέκτεινα ὑμᾶς. 19 Ο Γεδεών είπεν· “αυτοί ήσαν πραγματικοί αδελφοί μου, παιδιά της μητρός μου. Ορκίζομαι στον ζώντα Θεόν, εάν τους αφήνατε εν τη ζωή, ούτε εγώ θα σας εφόνευα”. 19 Καὶ ὁ Γεδεὼν τοὺς εἶπε: «Λοιπὸν ἦσαν ὅλοι ἀδέλφια μου, παιδιὰ τῆς ἰδίας μὲ ἑμὲ μητέρας. Ὁρκίζομαι εἰς τὸν ζωντανὸν Θέον, ὅτι ἐὰν δὲν τοὺς ἐσκοτώνατε ἔτσι χωρὶς λόγον καὶ τοὺς ἀφήνατε νὰ ζήσουν, δὲν θὰ σᾶς ἐσκότωνα τώρα καὶ ἐγώ· θὰ σᾶς ἐχάριζα τὴν ζωήν».
20 καὶ εἶπεν ᾿Ιεθὲρ τῷ πρωτοτόκῳ αὐτοῦ· ἀναστὰς ἀπόκτεινον αὐτούς· καὶ οὐκ ἔσπασε τὸ παιδάριον τὴν ρομφαίαν αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβήθη, ὅτι ἔτι νεώτερος ἦν. 20 Αμέσως δε είπεν στον πρωτοτόκον υιόν του, τον Ιεθέρ· “σήκω και θανάτωσέ τους”. Αλλά τα παιδάριον τούτο δεν ανέσυρε την μάχαιράν του διότι του έλειπε το θάρρος· ήτο ακόμη μικρός. 20 Ὁ Γεδεὼν εἶπε τότε εἰς τὸ πρωτότοκον παιδί του, τὸν Ἰεθέρ: «Ἐμπρός· προχώρει· φόνευσέ τους!» Ἀλλὰ ὁ νεαρὸς Ἰεθὲρ δὲν ἐτράβηξε τὸ ξίφος του νὰ τοὺς φονεύσῃ, διότι ἐδίστασε καὶ ἐφοβήθη, ἐπειδὴ ἦταν ἀκὀμη πολὺ νέος καὶ δὲν εἶχε τόσην τόλμην.
21 καὶ εἶπε Ζεβεὲ καὶ Σελμανά· ἀνάστα σὺ καὶ συνάντησον ἡμῖν, ὅτι ὡς ἀνδρὸς ἡ δύναμίς σου. καὶ ἀνέστη Γεδεὼν καὶ ἀπέκτεινε τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανὰ καὶ ἔλαβε τοὺς μηνίσκους τοὺς ἐν τοῖς τραχήλοις τῶν καμήλων αὐτῶν. 21 Ο Ζεβεέ και ο Σελμανά είπον προς τον Γεδεών· “σήκω συ και έλα εναντίον μας να μας φονεύσης διότι η δύναμίς σου είναι πράγματι δύναμις ανδρός”. Ο Γεδεών ηγέρθη και εφόνευσε τον Ζεβεέ και τον Σελμανά. Ελαβε δε από τους τραχήλους των καμήλων τα εις σχήμα ημισελήνου κοσμήματά των. 21 Ὁ Ζεβεὲ καὶ ὁ Σελμανὰ εἶπαν εἰς τὸν Γεδεών: «Ἐμπρός· προχώρει σὺ καὶ ὅρμησε ἐπάνω μας νὰ μᾶς φονεύσῃς, διότι ἡ ἰδική σου δύναμις καὶ τὸ θάρρος εἶναι ἀνδρικά». Τότε ὁ Γεδεὼν ἐπροχώρησε καὶ ἐφόνευσε τὸν Ζεβεὲ καὶ τὸν Σελμανά. Καὶ μόνον ὅταν αὐτοὶ ἔπεσαν κάτω νεκροί, ἐπῆρε (ὁ Γεδεὼν) τὰ χρυσᾶ στολίδια, ποὺ εἶχαν σχῆμα μισοφέγγαρου καὶ ἐκρέμοντο ἀπὸ τοὺς τραχήλους τῶν καμήλων τῶν δύο Μαδιανιτῶν ἡγεμόνων.
22 Καὶ εἶπον ἀνὴρ ᾿Ισραὴλ πρὸς Γεδεών· κύριε, ἄρξον ἡμῶν καὶ σὺ καὶ ὁ υἱός σου καὶ ὁ υἱὸς τοῦ υἱοῦ σου, ὅτι σὺ ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ χειρὸς Μαδιάμ. 22 Οι Ισραηλίται ευγνωμονούντες και ενθουσιασμένοι δια την νίκην του Γεδεών του είπαν· “κύριε, γίνε συ αρχηγός μας και έπειτα από σε ο υιός σου και κατόπιν ο έγγονός σου, διότι συ μας έσωσες από την τυραννικήν κυριαρχίαν των Μαδιανιτών”. 22 Μετὰ ἀπὸ τὴν μεγάλην νίκην καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ Γεδεὼν οἱ Ἰσραηλῖται γεμᾶτοι εὐγνωμοσύνην τοῦ εἶπαν: «Κύριε, γίνε ἀρχηγός, κυβερνήτης μας καὶ σὺ καὶ κατόπιν ὁ υἱός σου καὶ ὕστερα ὁ υἱὸς τοῦ υἱοῦ σου· γίνε βασιλιᾶς μας μὲ δικαιώματα κληρονομικά. Σοῦ ἀξίζει· διότι σὺ μᾶς ἔσωσες ἀπὸ τὴν ἐξουσίαν καὶ τῇ τυραννίαν τῶν Μαδιανιτῶν».
23 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Γεδεών· οὐκ ἄρξω ἐγώ, καὶ οὐκ ἄρξει ὁ υἱός μου ἐν ὑμῖν· Κύριος ἄρξει ὑμῶν. 23 Ο Γεδεών απήντησε προς αυτούς· “ούτε εγώ θα γίνω αρχηγός σας ούτε ο υιός μου θα γίνη αρχηγός σας. Ο Κυριος θα είναι ο μοναδικός αρχηγός σας”. 23 Ὁ Γεδεὼν ὅμως, ποὺ δὲν εἶχε μεθύσει ἀπὸ τὰ κατορθώματά του καὶ ἐδιατηροῦσε τὸ φρόνημα ὅτι αὐτὰ ἦσαν θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ, τοὺς ἀπάντησε: «Δὲν θὰ γίνῃ ποτὲ ἀπὸ ἐμὲ αὐτό, ποὺ μοῦ προτείνετε. Δὲν θὰ γίνω ἐγὼ ἀρχηγὸς καὶ βασιλιᾶς σας μὲ κληρονομικὰ δικαιώματα. Δὲν θὰ γίνῃ ἑπομένως βασιλιᾶς σας οὔτε καὶ ὁ υἱός μου ὡς διάδοχος. Μοναδικὸς ἄρχοντας, κυρίαρχος, βασιλιᾶς σας εἶναι καὶ θὰ μείνῃ ὁ Κύριος!»
24 καὶ εἶπε πρὸς αὐτοὺς Γεδεών· αἰτήσομαι παρ᾿ ὑμῶν αἴτημα καὶ δότε μοι ἀνὴρ ἐνώτιον ἐκ σκύλων αὐτοῦ· ὅτι ἐνώτια χρυσᾶ αὐτοῖς, ὅτι ἦσαν ᾿Ισμαηλῖται. 24 Είπε δε προς αυτούς ο Γεδεών· “θα υποβάλω εις σας ένα αίτημα· ο καθένας σας ας μου δώση από τα λάφυρα του πολέμου ο,τι σκουλαρίκι έχει. Διότι οι εχθροί, καθ' ο Ισμαηλίται, είχον χρυσά σκουλαρίκια”. 24 Καὶ ὁ Γεδεὼν ἐπρόσθεσε: «Θὰ σᾶς ζητήσω ὅμως μίαν χάριν· θὰ σᾶς ὑποβάλω ἕνα ἄλλο αἴτημα· κάθε ἂνδρας νὰ μοῦ δώσῃ ὅσα σκουλαρίκια ἐπῆρε ὡς λάφυρα ἀπὸ τὸν πόλεμον. (Διότι οἱ ἐχθροί, τοὺς ὁποίους ἑνικήσαμεν, εἶχαν χρυσᾶ σκουλαρίκια, ἐπειδὴ ἦσαν Ἰσμαηλῖται)».
25 καὶ εἶπαν· διδόντες δώσομεν· καὶ ἀνέπτυξε τὸ ἱμάτιον αὐτοῦ, καὶ ἔβαλεν ἐκεῖ ἀνὴρ ἐνώτιον σκύλων αὐτοῦ. 25 Οι Ισραηλίται απήντησαν· “με όλην μας την καρδιά θα σου δώσωμεν”. Ο Γεδεών ήπλωσε το ιμάτιόν του και κάθε Ισραηλίτης έρριψεν εις αυτό από τα λάφυρα του πολέμου ο,τι σκουλαρίκι είχε. 25 Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Θὰ σοῦ τὰ δώσωμεν μὲ πολλὴν προθυμίαν». Τότε ὁ Γεδεὼν ἄνοιξε καὶ ἄπλωσε τὸν μανδύαν του καὶ ἐκεῖ μέσα ἔρριψε κάθε Ἰσραηλίτης τὰ σκουλαρίκια, ποὺ ἐπῆρεν ὡς λάφυρα ἀπὸ τὸν πόλεμον.
26 καὶ ἐγένετο ὁ σταθμὸς τῶν ἐνωτίων τῶν χρυσῶν, ὧν ᾔτησε, χίλιοι καὶ ἑπτακόσιοι χρυσοῖ, πάρεξ τῶν μηνίσκων καὶ τῶν στραγγαλίδων καὶ τῶν ἱματίων καὶ πορφυρίδων τῶν ἐπὶ βασιλεῦσι Μαδιὰμ καὶ ἐκτὸς τῶν περιθεμάτων, ἃ ἦν ἐν τοῖς τραχήλοις τῶν καμήλων αὐτῶν. 26 Το βάρος των χρυσών σκουλαρικιών, τα οποία εζήτησε και έλαβεν ο Γεδεών, έφθασε τους χιλίους επτακοσίους χρυσούς σίκλους (ήτοι υπέρ τα δέκα οκτώ χιλιόγραμμα), έκτος των κοσμημάτων που είχον σχήμα ημισελήνου, των πολύπλοκων κόμβων, των πολυτελών και πορφυρών ιματίων των βασιλέων της Μαδιάμ, και έκτός των περιδεραίων που εκρέμαντο στους τραχήλους των καμήλων. 26 Καὶ τὸ βάρος τῶν χρυσῶν σκουλαρικιῶν, τὰ ὁποῖα τοὺς ἐζήτησε καὶ τοῦ ἔδωκαν, ἔφθασε τοὺς χιλίους ἑπτακοσίους (1.700) χρυσοῦς σίκλους, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ χρυσᾶ στολίδια, ποὺ εἶχαν σχῆμα μισοφέγγαρου, καὶ τῶν κοσμημάτων, ποὺ εἶχαν σχῆμα βρόχου, πολυπλόκου κόμβου (ἤ, κατ' ἄλλους, κολλάρων), καὶ τῶν φορεμάτων τῶν πορφυρῶν, ποὺ ἐφοροῦσαν οἱ Μαδιανῖται βασιλεῖς, καὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὰ περιδέραια, ποὺ ἐκρέμοντο ἀπὸ τοὺς τραχήλους τῶν καμήλων των.
27 καὶ ἐποίησεν αὐτὸ Γεδεὼν εἰς ᾿Εφὼδ καὶ ἔστησεν αὐτὸ ἐν πόλει αὐτοῦ ᾿Εφραθά· καὶ ἐξεπόρνευσε πᾶς ᾿Ισραὴλ ὀπίσω αὐτοῦ ἐκεῖ, καὶ ἐγένετο τῷ Γεδεὼν καὶ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ εἰς σκῶλον. 27 Με τον χρυσόν αυτόν έδωσεν ο Γεδεών και κατεσκεύασαν Εφώδ (είδος τι αρχιερατικού αμφίου) το οποίον ετοποθέτησεν εις την πόλιν του την Εφραθά. Ο ισραηλιτικός όμως λαός ξέκλινε και πάλιν εις την ειδωλολατρείαν αι διαφθοράν και έγινε δια τον Γεδεών και το γένος του σκάνδαλον και πρόσκομισε. 27 Ἀπὸ τὸ χρυσάφι αὐτο ὁ Γεδεὼν κατεσκεύασεν Ἐφὼδ καὶ τὸ ἐτοποθέτησεν εἰς τὴν πόλιν του, τὴν Ἐφραθά. Ὅλοι ὅμως οἰ Ἰσραηλῖται τὸ μετέβαλαν εἰς εἰδωλολατρικὸν ἀντικείμενον καὶ ἕνεκα τοῦ Ἐφὼδ αὐτοῦ ἔπεσαν εἰς εἰδωλολατρίαν. Ἔτσι τὸ Ἐφὼδ ἐκεῖνο εἶχε δυσάρεστες συνέπειες· ἔγινε διὰ τὸν Γεδεὼν καὶ ὅλην τὴν οἰκογένειάν του παγίδα καὶ σκάνδαλον.
28 καὶ συνεστάλη Μαδιὰμ ἐνώπιον υἱῶν ᾿Ισραὴλ καὶ οὐ προσέθηκαν ἆραι κεφαλὴν αὐτῶν. καὶ ἡσύχασεν ἡ γῆ τεσσαράκοντα ἔτη ἐν ἡμέραις Γεδεών. 28 Οι Μαδιανίται, έπειτα από την συντριβήν των, εταπεινώθησαν και εσυμαζεύθησαν ενώπιον των Ισραηλιτών, και εν ετόλμησαν πλέον να ξανασηκώσουν, κεφάλι. Ετσι δε η Παλαιστίνη ησύχασεν επί τεσσαράκοντα έτη κατά τας ημέρας του Γεδεών. 28 Μετὰ τὸν θρίαμβον τοῦ Γεδεὼν οἱ Μαδιανῖται ἔμειναν συμμαζευμένοι καὶ μουδιασμένοι ἀπέναντι τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ δὲν ἐτόλμησαν πλέον νὰ σηκώσουν κεφάλι καὶ νὰ ξαναεπιτεθοῦν ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἔτσι ἡ χώρα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἔμεινεν ἥσυχη καὶ εἰρηνικὴ ἐπὶ σαράντα χρόνια, κατὰ τὰ ὁποῖα ἔζησεν ὁ Γεδεών.
29 καὶ ἐπορεύθη ῾Ιεροβάαλ υἱὸς ᾿Ιωὰς καὶ ἐκάθισεν ἐν οἴκῳ αὐτοῦ. 29 Ο Ιεροβάαλ, δηλαδή ο Γεδεών, ο υιός του Ιωάς, εγκατεστάθη και πάλιν στον οίκον του εν Εφραθά. 29 Καὶ ὁ Ἱεροβάαλ (δηλαδὴ ὁ Γεδεών), ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάς, ἐπῆγε καὶ ἐγκατεστάθη εἰς τὸ σπίτι του (εἰς τὴν Ἐφραθά).
30 καὶ τῷ Γεδεὼν ἦσαν υἱοὶ ἑβδομήκοντα ἐκπορευόμενοι ἐκ μηρῶν αὐτοῦ, ὅτι γυναῖκες πολλαὶ ἦσαν αὐτῷ. 30 Απέκτησε δε εβδομήκοντα υιούς, διότι είχε πολλάς συζύγους. 30 Ὁ δὲ Γεδεὼν ἀπέκτησεν ἑβδομῆντα υἱούς, διότι εἶχε πολλὲς συζύγους.
31 καὶ παλλακὴ αὐτοῦ ἦν ἐν Συχέμ· καὶ ἔτεκεν αὐτῷ καί γε αὐτὴ υἱόν, καὶ ἔθηκε τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾿Αβιμέλεχ. 31 Μια από αυτάς παλλακή δηλαδή δευτέρας σειράς σύζυγος ευρίσκετο εις Συχέμ. Και αυτή εγέννησεν στον Γεδεών υιόν, στον οποίον έδωσε το όνομα Αβιμέλεχ. 31 Μία ἀπὸ τὶς δευτέρας τάξεως συζύγους του (παλλακὴ) ἔμενεν εἰς τὴν Συχέμ. Ἐγέννησε δὲ καὶ αὐτὴ εἰς τὸν Γεδεὼν υἱόν, καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Ἀβιμέλεχ.
32 καὶ ἀπέθανε Γεδεὼν υἱὸς ᾿Ιωὰς ἐν πόλει αὐτοῦ καὶ ἐτάφη ἐν τῷ τάφῳ ᾿Ιωὰς τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ἐν ᾿Εφραθὰ ᾿Αβιεσδρί. 32 Ο Γεδεών, ο υιός του Ιωάς, απέθανεν εις την πόλιν του και ετάφη στον τάφον του πατρός του Ιωάς του Αβιεσδρίτου εις την Εφραθά. 32 Καὶ ὁ Γεδεών, ὁ υἱὸς τοῦ Ἰωάς, ἀπέθανεν εἰς τὴν πόλιν του καὶ ἐτάφη εἰς τὸν τάφον τοῦ πατέρα του Ἰωάς, εἰς τὴν πόλιν Ἐφραθὰ τῆς οἰκογενείας των Ἀβιεσδριτῶν.
33 Καὶ ἐγενήθη ὡς ἀπέθανε Γεδεών, καὶ ἐπέστρεψαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ καὶ ἐξεπόρνευσαν ὀπίσω τῶν Βααλὶμ καὶ ἔθηκαν ἑαυτοῖς τῷ Βάαλ διαθήκην τοῦ εἶναι αὐτοῖς αὐτὸν εἰς θεόν. 33 Οταν όμως απέθανεν ο Γεδεών, οι Ισραηλίται απεμακρύνθησαν και πάλιν από τον Θεόν, εξέκλιναν εις την ειδωλολατρείαν και διαφθοράν, ελάτρευσαν τα είδωλα του Βααλ και έκαμαν συμφωνίαν προς τον ειδωλικόν θεόν Βααλ, να είναι αυτός εις αυτούς θεός. 33 Μόλις δὲ ἀπέθανε ὁ Γεδεών, συνέβη τοῦτο: Οἱ Ἰσραηλῖται ἀπεστάτησαν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ ἐγύρισαν πάλιν εἰς τὴν εἰδωλολατρίαν μὲ τὶς διάφορες μορφὲς τοῦ Βάαλ καὶ ἔκαμαν συμφωνίαν μὲ τὸν εἰδωλικὸν θέον Βάαλ, διὰ νὰ εἶναι αὐτὸς θεός των!
34 καὶ οὐκ ἐμνήσθησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ Κυρίου τοῦ Θεοῦ τοῦ ρυσαμένου αὐτοὺς ἐκ χειρὸς πάντων τῶν θλιβόντων αὐτοὺς κυκλόθεν. 34 Ετσι δε οι Ισραηλίται ελησμόνησαν τον αληθινόν Κυριον και Θεόν ο οποίος τους εγλύτωσεν από την δυναστείαν και τυραννίαν των κύκλω από αυτούς λαών. 34 Μὲ ὅλα αὐτὰ οἱ Ἰσραηλῖται ἐλησμόνησαν τὸν Κύριον, τὸν ἀληθινὸν Θεόν των, ὁ ὁποῖος τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὰ χέρια ὅλων τῶν ἐχθρῶν, ποὺ τοὺς ἐτυραννοῦσαν καὶ τοὺς ἐπίεζαν ἀπὸ ὅλα τὰ σημεῖα τῆς χώρας των.
35 καὶ οὐκ ἐποίησαν ἔλεος μετὰ τοῦ οἴκου ῾Ιεροβάαλ (αὐτός ἐστι Γεδεών) κατὰ πάντα τὰ ἀγαθά, ἃ ἐποίησε μετὰ ᾿Ισραήλ. 35 Σκοτισμένοι δε από την ειδωλολατρείαν ούτε και προς την οικογένειαν του Ιεροβάαλ, του Γεδεών, δεν εφέρθησαν με καλωσύνην και σέβασμόν αναλόγως με τα καλά τα οποία αυτός είχε κάμει προς τους Ισραηλίτας. 35 Ἐπίσης οἱ Ἰσραηλῖται δὲν ἐφέρθησαν μὲ εὐγνωμοσύνην οὔτε καὶ πρὸς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Ἱεροβάαλ (αὐτὸς εἶναι ὁ Γεδεών) δὲν ἐφέρθησαν μὲ καλωσύνην καὶ σεβασμὸν ἀνάλογον πρὸς ὅλες τὶς μεγάλες εὐεργεσίες, τὶς ὁποῖες προσέφερεν αὐτὸς εἰς τὸν Ἰσραηλιτικὸν λαόν.