Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:05
Δύση: 17:16
Σελ. 12 ημ.
318-48
16ος χρόνος, 6115η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 (Δ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τότε ὁ Ἰησοῦς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου. 1 Τοτε ο Ιησούς ωδηγήθη από το Πνεύμα το Αγιον εις κάποιο υψηλότερον μέρος της ερήμου, δια να πειρασθή ως άνθρωπος από τον διάβολον (και νικήση εξ ολοκλήρου αυτόν). 1 Τότε ὁ Ἰησοῦς ὡδηγήθη ἀπὸ ἐσωτερικὴν παρακίνησιν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὴν ἔρημον, διὰ να πειρασθῇ ὑπὸ τοῦ διαβόλου καὶ ἀγωνισθῇ νικηφόρως κατ’ αὐτοῦ.
2 καὶ νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα ὕστερον ἐπείνασεν. 2 Και αφού ενήστευσε κατά συνέχειαν τεσσαράκοντα ημέρας και νύκτας, ύστερα (και ως άνθρωπος που ήτο) επείνασε. 2 Καὶ ἀφοῦ ἐνήστευσεν ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας καὶ νύκτας συνεχῶς, χωρὶς να φάγῃ τίποτε κατὰ τὴν περίοδον αὐτήν, ὕστερον ἐπείνασε.
3 Καὶ προσελθὼν αὐτῷ ὁ πειράζων εἶπεν· Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, εἰπὲ ἵνα οἱ λίθοι οὗτοι ἄρτοι γένωνται. 3 Τοτε ο διάβολος, που έχει ως έργον το να πειράζη τους ανθρώπους, τον επλησίασεν υπούλως και του είπεν· “εάν είσαι Υιός του Θεού (όπως είπεν η φωνή που ηκούσθη από τον ουρανόν στον Ιορδάνην) θαυματούργησε, πες να γίνουν αυτοί οι λίθοι άρτοι, δια να φάγης”. 3 Καὶ τότε τὸν ἐπλησίασεν αὐτός, ποὺ ἔργον ἔχει να πειράζει καὶ νὰ ὠθῇ τὸν ἄνθρωπον εἰς τὴν ἁμαρτίαν, καὶ τοῦ εἶπεν· Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἐμαρτύρησεν ἡ φωνή, ποὺ ἠκούσθη εἰς τὸν Ἰορδάνην, δεῖξε το μὲ θαῦμα.Εἰπὲ οἱ λίθοι αὐτοὶ να γίνουν ἄρτοι.
4 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε· Γέγραπται, Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ. 4 Ο δε Ιησούς απάντησεν· “είναι γραμμένον εις την Παλαιάν Διαθήκην· Ο άνθρωπος δεν θα ζη με άρτον μόνον, αλλά και με κάθε λόγον που βγαίνει από το στόμα του Θεού. (Οταν δε ο Θεός το είπη, ζη ο άνθρωπος και χωρίς τροφήν). 4 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν· Εἶναι γραμμένον εἰς τὸ Δευτερονόμιον: δὲν θὰ διατηρηθῇ εἰς τὴν ζωὴν ὁ ἄνθρωπος διὰ μόνου τοῦ ἄρτου, ἄλλα μὲ κάθε προσταγήν, ποὺ θὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Θεοῦ.Ὅταν τὸ εἶπη ὁ Θεός, καὶ χωρὶς τροφὴν ἀκόμη θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος.
5 Τότε παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν, καὶ ἵστησιν αὐτὸν ἐπὶ τὸ πτερύγιον τοῦ ἱεροῦ, 5 Τοτε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος και δια του αέρος τον φέρνει εις την αγίαν πόλιν, την Ιερουσαλήμ, και τον τοποθετεί στο άκρο της στέγης του ναού του Σολομώντος. 5 Τότε ὁ διάβολος τὸν παρέλαβε καὶ σηκωμένον διὰ μέσου τοῦ ἀέρος τὸν ἔφερεν εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἔστησεν ὄρθιον εἰς τὴν κορνίζαν τῆς στέγης τοῦ ναοῦ, ποὺ ἦτο τόσον ὑψηλά, ὥστε ἐζαλίζετο κανείς, ἐὰν ἀπ’ ἐκεῖ ἔβλεπε πρὸς τὰ κάτω,
6 καὶ λέγει αὐτῷ· Εἰ υἱὸς εἶ τοῦ Θεοῦ, βάλε σεαυτὸν κάτω· γέγραπται γὰρ ὅτι Τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ ἐντελεῖται περὶ σοῦ καὶ ἐπὶ χειρῶν ἀροῦσίν σε, μήποτε προσκόψῃς πρὸς λίθον τὸν πόδα σου. 6 Και λέγει προς αυτόν· “εάν είσαι Υιός του Θεού, ρίξε τον εαυτόν σου κάτω· διότι είναι γραμμένον, ότι ο Θεός θα δώση εντολήν στους αγγέλους προς χάριν σου και αυτοί θα σε σηκώσουν εις τα χέρια των αμέσως με προσοχήν, μήπως τυχόν και κτυπήση το πόδι σου προς κάποιον λίθον. (Τα δε πλήθη, που είναι συγκετρωμένα εις τας αυλάς του ναού, θα ίδουν το θαύμα και θα πιστεύσουν)”. 6 καὶ λέγει εἰς αὐτόν· Ἐὰν εἶσαι υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ρῖψε τὸν ἑαυτόν σου κάτω, διὰ νὰ δειχθῇ φανερὰ εἰς ὅλους ἡ πρὸς σὲ ἀγάπη καὶ προστασία τοῦ Πατρός σου.Διότι ἔχει γραφῆ εἰς τοὺς Ψαλμούς, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ δώσῃ ἐντολὴν διὰ σὲ εἰς τοὺς ἀγγέλους του καὶ αὐτοὶ θὰ σὲ σηκώσουν εἰς τὰς χεῖρας, διὰ νὰ μὴ κτυπήσῃς εἰς λίθον τὸν πόδα σου, καὶ νὰ μὴ σοῦ συμβῇ ἡ παραμικρὰ βλάβη.
7 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πάλιν γέγραπται, Οὐκ ἐκπειράσεις Κύριον τὸν Θεόν σου. 7 Απάντησεν εις αυτόν ο Ιησούς· “είναι επίσης γραμμένον· Δεν θα εκθέσης τον εαυτόν σου εις κίνδυνον, δια να δικιμάσης τον Θεόν” (και να πεισθής τάχα με χειροπιαστά γεγονότα, ότι πράγματι σε αγαπά και σε προστατεύει). 7 Εἶπεν ες αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ναί· ἀλλ’ ἔχει γραφῆ πάλιν· Δὲν θὰ ἐκθέσῃς εἰς κίνδυνον τὸν ἑαυτόν σου διὰ νὰ δοκιμάσῃς καὶ βεβαιωθῇς διὰ τῶν πραγμάτων, ἐὰν Κύριος ὁ Θεός σου θὰ σὲ προστατεύσῃ.
8 Πάλιν παραλαμβάνει αὐτὸν ὁ διάβολος εἰς ὄρος ὑψηλὸν λίαν, καὶ δείκνυσιν αὐτῷ πάσας τὰς βασιλείας τοῦ κόσμου καὶ τὴν δόξαν αὐτῶν, 8 Παλιν παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος και δια του αέρος τον μεταφέρει εις ένα πανύψηλον όρος και από εκεί του δικνύει πανοραματικώς όλα τα βασίλεια του κόσμου, τα πλούτη, τα μεγαλεία και την άλλην δόξαν των. 8 Πάλιν παρέλαβεν αὐτὸν ὁ διάβολος καὶ τὸν μετέφερεν εἰς ὅρος πολὺ ὑψηλὸν καὶ δεικνύει εἰς αὐτὸν σὰν εἰς πανόραμα ὅλα τὰ βασίλεια τοῦ τότε κόσμου καὶ τὰ πλούτη καὶ τὴν μεγαλοπρέπειαν τῶν πόλεών των καὶ τὸ πλῆθος τῶν κατοίκων των καὶ ὅλην τὴν δόξαν των.
9 καὶ λέγει αὐτῷ· Ταῦτά σοι πάντα δώσω ἐὰν πεσὼν προσκυνήσῃς μοι. 9 Και του λέγει· “όλα αυτά είναι ιδικά μου και θα σου τα δώσω, εάν με αναγνωρίσης ως κύριόν σου και πέσης κατά γης και με προσκυνήσης”. 9 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτόν· Ὡς ἄρχων καὶ κυρίαρχος το κόσμου τούτου θὰ σοῦ δώσω ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπεις, ἐὰν πέσῃς κατὰ γῆς καὶ μὲ προσκυνήσῃς ἀναγνωρίζων με ὡς κύριον σου.
10 τότε λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ· γέγραπται γάρ, Κύριον τὸν Θεόν σου προσκυνήσεις καὶ αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις. 10 Τοτε λέγει με αγανάκτησιν ο Ιησούς· “φύγε αμέσως από εμπρός μου, σατανά. Διότι έχει γραφή· Κυριον τον Θεόν σου θα προσκυνήσης και αυτόν μόνον θα λατρεύσης”. 10 Τότε εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Φύγε, σατανᾶ.Διότι ἔχει γραφῆ· Κύριον τὸν Θεόν σου θὰ προσκυνήσῃς καὶ αὐτὸν μόνον θὰ λατρεύσῃς.
11 Τότε ἀφίησιν αὐτὸν ὁ διάβολος, καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι προσῆλθον καὶ διηκόνουν αὐτῷ. 11 Τοτε ο διάβολος (έπειτα από την τριπλήν του ήτταν) αφήκεν τον Ιησούν· και ιδού άγγελοι του Θεού ήλθαν πλησίον του Ιησού και τον υπηρετούσαν ως νικητήν. 11 Τότε ἀφῆκεν αὐτὸν ἀνενόχλητον ὁ διάβολος.Καὶ ἰδοὺ ἄγγελοι ἦλθον πλησίον τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὸν ὑπηρέτουν παρέχοντες εἰς αὐτὸν τὰς διακονίας καὶ ἐκδουλεύσεις των.
12 Ἀκούσας δὲ ὅτι Ἰωάννης παρεδόθη ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν. 12 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσεν ότι ο Ιωάννης συνελήφθη κατά διαταγήν του Ηρώδου Αντίπα και ερρίφθη στην φυλακήν, ανεχώρησεν από την Ιουδαίαν δια την Γαλιλαίαν. 12 Ὅταν δὲ ἤκουσεν ὁ Ἰησοῦς, ὅτι ὁ Ἰωάννης παρεδόθη ὑπὸ τοῦ βασιλέως Ἀντίπα εἰς φυλακήν, ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
13 καὶ καταλιπὼν τὴν Ναζαρὲτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν ἐν ὁρίοις Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ· 13 Και αφού εγκατέλειψε την Ναζαρέτ, ήλθεν και εγκατεστάθη εις την Καπερναούμ, η οποία ήτο κτισμένη εις την παραλίαν της Γεννησαρέτ, εις τα όρια των φυλών Ζαβουλών και Νεφθαλείμ. 13 Καὶ ἀφοῦ ἀφῆκε τὴν Ναζαρέτ, ἦλθε καὶ κατοίκησεν εἰς τὴν Καπερναούμ, ἡ ὁποία ἦτο κτισμένη πλησίον τῆς λίμνης, εἰς τὰ σύνορα τῶν φυλῶν Ζαβουλὼν καὶ Νεφθαλείμ,
14 ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· 14 Και εξεπληρώθη έτσι αυτό, που είχε προείπει ο προφήτης Ησαΐας λέγων· 14 διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ καὶ πραγματοποιηθῇ ἐκεῖνο, ποὺ εἶπεν ὁ Θεὸς διὰ μέσου τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ὁ ὁποῖος λέγει·
15 Γῆ Ζαβουλὼν καὶ γῆ Νεφθαλείμ, ὁδὸν θαλάσσης, πέραν τοῦ Ἰορδάνου, Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν, 15 “Η περιοχή της φυλής Ζαβουλών και η περιοχή της φυλής Νεφθαλείμ, που εκτείνεται πλησίον της θαλάσσης της Γεννησαρέτ και προς ανατολάς του Ιορδάνου, η Γαλιλαία η γεμάτη από εθνικούς, 15 Ἡ χώρα τῆς φυλῆς Ζαβουλὼν καὶ ἡ χώρα τῆς φυλῆς Νεφθαλείμ, ποὺ ἐκτείνεται πλησίον τῆς θαλάσσης καὶ πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, πρὸς ἀνατολὰς αὐτοῦ, ἡ Γαλιλαία, εἰς τὴν ὁποίαν κατοικοῦν πολλοὶ ἐθνικοί,
16 ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει φῶς εἶδεν μέγα, καὶ τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς. 16 ο λαός που κάθεται στο σκοτάδι της θρησκευτικής αγνοίας και πλάνης, είδε πνευματικόν φως μέγα, τον Χριστόν, και εις αυτούς που κάθονται δούλοι ψυχικώς εις την χώραν, που την σκαπάζει καταθλιπτικόν το πυκνότατον σκοτάδι της αμαρτίας και του θανάτου, ανέτειλε και έλαμψε φως από τον ουρανόν”. 16 ὁ λαός, ποὺ κάθηται ὡσὰν κρατημένος καὶ ἀκίνητος εἰς τὸ πνευματικὸν σκότος τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης καὶ τῆς ἀσεβείας, εἶδε φῶς πνευματικὸν μέγα, τὸν Χριστόν, καὶ εἰς ἐκεῖνους, ποὺ κάθηνται εἰς τὴν χώραν, τὴν ὁποίαν σκιάζει τὸ πυκνότατον σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τοῦ θανάτου, ἔλαμψεν ἐξ οὐρανοῦ φῶς εἰς αὐτούς.
17 Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· Μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 17 Από τότε πλέον ήρχισεν ο Ιησούς να κηρύττη δημοσία και να λέγη· “μετανοείτε, διότι έχει πλησιάσει πλέον η βασιλεία των ουρανών, η πνευματική και αγία ζωή της λυτρώσεως και της μακαριότητος”. 17 Ἀπὸ τότε ἤρχισεν ὁ Ἰησοῦς νὰ κηρύττῃ συστηματικῶς καὶ νὰ λέγῃ· Μετανοεῖτε, διότι ἐπλησίασαν αἱ ἡμέραι κατὰ τὰς ὁποίας ὁ Μεσσίας μὲ τὴν νέαν, πνευματικήν, ἁγίαν καὶ οὐράνιον ζωήν, ἡ ὁποία θὰ μεταδίδεται ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, θὰ ἐγκαθιδρύσῃ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
18 Περιπατῶν δὲ παρὰ τὴν θάλασσαν τῆς Γαλιλαίας εἶδεν δύο ἀδελφούς, Σίμωνα τὸν λεγόμενον Πέτρον καὶ Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, βάλλοντας ἀμφίβληστρον εἰς τὴν θάλασσαν· ἦσαν γὰρ ἁλιεῖς. 18 Ενώ δε περιπατούσε εις την παραλίαν της θαλάσσης της Γαλιλαίας, είδε δύο αδελφούς, τον Σιμωνα, τον οποίον αργότερα ο ίδιος ο Χριστός ωνόμασε Πετρον, και τον Ανδρέαν τον αδελφόν αυτού, οι οποίοι έριπταν το δίκτυον εις την θάλασσαν, διότι ήσαν ψαράδες· 18 Ἐνῷ δὲ ἐπεριπάτει πλησίον τῆς θαλάσσης τῆς Γαλιλαίας, εἶδε δύο ἀδελφούς, τὸν Σίμωνα, ποὺ μὲ τὸ ὄνομα, τὸ ὁποῖον τοῦ ἔδωκεν ὁ Κύριος, λέγεται Πέτρος, καὶ τὸν Ἀνδρέαν τὸν ἀδελφόν του, οἱ ὁποῖοι ἔρριπταν δίκτυον εἱς τὴν θάλασσαν, διότι ἦσαν ψαράδες.
19 καὶ λέγει αὐτοῖς· Δεῦτε ὀπίσω μου, καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων. 19 και λέγει εις αυτούς· “ακολουθήσατέ με και εγώ θα σας κάμω ικανούς να ψαρεύετε και να προσελκύετε ανθρώπους εις την βασιλείαν των ουρανών με το δίκτυον του κυρήγματος”. 19 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Ἀκολουθήσατέ με καὶ θὰ σᾶς κάμω ἱκανοὺς νὰ ψαρεύετε ἀντὶ ψαριῶν ἀνθρώπους, τοὺς ὁποίους μὲ τὸ δίκτυον τοῦ κηρύγματος θὰ ἑλκύετε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
20 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα ἠκολούθησαν αὐτῷ. 20 Αυτοί αμέσως εγκατέλειψαν τα δίκτυα και τον ηκολούθησαν. 20 Αὐτοὶ δὲ ἀμέσως ἄφησαν τὰ δίκτυα καὶ τὸν ἠκολούθησαν.
21 Καὶ προβὰς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, Ἰάκωβον τὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, ἐν τῷ πλοίῳ μετὰ Ζεβεδαίου τοῦ πατρὸς αὐτῶν καταρτίζοντας τὰ δίκτυα αὐτῶν· καὶ ἐκάλεσεν αὐτούς. 21 Και προχωρήσας από εκεί είδε δύο άλλους αδελφούς, τον Ιάκωβον τον υιόν του Ζεβεδαίου και τον Ιωάννην τον αδελφόν αυτού να ετοιμάζουν μαζή με τον πατέρα των τον Ζεβεδαίον τα δίκτυά των μέσα στο πλοίον· και τους εκάλεσεν. 21 Καὶ ἀφοῦ ἐπροχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ, εἶδεν ἄλλους δύο ἀδελφούς, τὸν Ἰάκωβον τὸν υἱὸν τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τὸν Ἰωάννην τὸν ἀδελφόν του, νὰ ἐτοιμάζουν τὰ δίκτυά τους μέσα εἰς τὸ πλοῖον μαζὶ μὲ τὸν πατέρα τους Ζεβεδαῖον.Καὶ τοὺς ἐκάλεσεν.
22 οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα αὐτῶν ἠκολούθησαν αὐτῷ. 22 Αυτοί δε, χωρίς αναβολήν, άφησαν το πλοίον και τον πατέρα των και τον ηκολούθησαν. 22 Αὐτοὶ δὲ παρευθὺς ἄφησαν τὸ πλοῖον καὶ τὸν πατέρα τους καὶ τὸν ἠκολούθησαν.
23 Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. 23 Ο δε Ιησούς περιήρχετο τότε όλην την Γαλιλαίαν, εδίδασκεν εις τας συναγωγάς (όπου κάθε Σαββατον εμαζεύοντο οι Εβραίοι) εκήρυσσε το χαρμόσυνον άγγελμα της πνευματικής βασιλείας, που θα εγκαθίδρυε, και εθεράπευε κάθε ασθένειαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν μεταξύ του λαού. 23 Καὶ περιώδευεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ Ἰησοῦς διδάσκων εἰς τὰς συναγωγάς των, ὅπου κάθε Σάββατον ἐμαζεύοντο οἱ Ἑβραῖοι, διὰ νὰ ἀκούσουν τὴν ἀνάγνωσιν τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ νὰ προσευχηθοῦν.Καὶ ἐκεῖ ἐκήρυττε τὸ χαρμόσυνον ἄγγελμα, ὅτι ἐπλησίαζεν ὁ χρόνος τῆς πνευματικῆς βασιλείας, ποὺ θὰ ἔφερεν εἰς τοὺς ἀνθρώπους τὴν ἀπολύτρωσιν καὶ χαράν· καὶ ἐθεράπευε κάθε εἶδος ἀσθένειαν καὶ ἀδιαθεσίαν μεταξὺ τοῦ λαοῦ.
24 καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν· καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· 24 Και εξεχύθη η φήμη αυτού εις όλην την Συρίαν. Και έφεραν προς αυτόν όσους έπασχαν από διαφόρους ασθενείας και εβασανίζοντο από πόνους, και τους δαιμονιζομένους και τους σεληνιαζομένους και τους παραλυτικούς· και αυτός τους εθεράπευσεν όλους. 24 Καὶ διεδόθη ἡ φήμη του εἰς ὅλην τὴν Συρίαν.Καὶ ἔφεραν εἰς αὐτὸν ὅλους, ὅσοι ὑπέφεραν ἀπὸ ποικίλας νόσους καὶ κατείχοντο ἀπὸ ἀσθενείας βασανιστικάς, καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ τοὺς ἐθεράπευσε.
25 καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ Ἱεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου. 25 Εξ αιτίας δε της διδασκαλίας και των θαυμάτων που έκανε, ηκολούθησαν αυτόν πολλά πλήθη από την Γαλιλαίαν και από τας δέκα ελληνικάς πόλεις (που είχαν κυρίως κτισθή πέραν από την ανατολικήν όχθην του Ιορδάνου), όπως επίσης τον ακολουθούσαν και πλήθη από τα Ιεροσόλυμα και την Ιουδαίαν και από την περιοχήν, η οποία εκτείνεται εκείθεν από τον Ιορδάνην. 25 Καὶ τὸν ἠκολούθησαν πολλὰ πλήθη λαοῦ ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἀπὸ τὰς δέκα ἑλληνικὰς πόλεις, ποὺ εἶχαν κτισθῇ κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς τὴν ἀνατολικὴν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου, καὶ ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν Ἰουδαίαν καὶ τὴν χώραν, ποὺ ἐκτείνεται πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην ποταμόν.