Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 19 (ΙΘ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, μετῆρεν ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέραν τοῦ Ἰορδάνου. 1 Οταν δε ετελείωσεν ο Ιησούς τας ομιλίας αυτάς, ανεχώρησε από την Γαλιλαίαν και ήλθε εις τα όρια της Ιουδαίας πέραν από τον Ιορδάνην. 1 Καὶ συνέβη, ὅταν ἐτελείωσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους αὐτούς, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν καὶ ἦλθεν εἰς τὰ σύνορα τῆς Ἰουδαίας πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην.
2 καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς ἐκεῖ. 2 Και ηκολούθησαν αυτόν πλήθη πολλά και εθεράπευσεν εκεί τους μεταξύ αυτών ασθενείς. 2 Καὶ τὸν ἠκολούθησαν πλήθη λαοῦ πολλὰ καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς ἐκεῖ.
3 Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ Φαρισαῖοι πειράζοντες αὐτὸν καὶ λέγοντες αὐτῷ· Εἰ ἔξεστιν ἀνθρώπῳ ἀπολῦσαι τὴν γυναῖκα αὐτοῦ κατὰ πᾶσαν αἰτίαν; 3 Και οι Φαρισαίοι προσήλθαν εις αυτόν με σκοπόν να τον παγιδεύσουν και τον εκθέσουν με τας δολίας ερωτήσεις των, και τον ηρώτησαν, εάν επιτρέπεται εις ένα άνδρα να διώξη την γυναίκα του δια κάθε αιτίαν, που αυτός ήθελεν εύρει; 3 Καὶ τὸν ἐπλησίασαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ μὲ τὸν δόλιον σκοπὸν νὰ εὔρουν ἀφορμὴν διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν, ἐζήτησαν τὴν γνώμην του λέγοντες εἰς αὐτὸν ἄραγε ἐπιτρέπεται εἰς τὸν ἄνθρωπον νὰ χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του διὰ κάθε ἀφορμὴν καὶ αἰτίαν;
4 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ ἀνέγνωτε ὅτι ὁ ποιήσας ἀπ’ ἀρχῆς ἄρσεν καὶ θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς καὶ εἶπεν, 4 Απεκρίθη δε και είπεν εις αυτούς· “δεν εδιαβάσατε στο πρώτον βιβλίον της Γραφής ότι ο δημιουργός ευθύς εξ αρχής έπλασεν άνδρα και γυναίκα, ως ένα ανδρόγυνο και είπε· 4 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Δὲν ἀνεγνώσατε εἰς τὸ βιβλίον τῆς Γενέσεως ὅτι ὁ Θεός, ποῦ ἐδημιούργησε τὰ πάντα, ἔκαμεν ἐξ ἀρχῆς τὸ πρῶτον ἀνδρόγυνον ἀπὸ ἕνα ἄνδρα καὶ ἀπὸ μίαν γυναῖκα; Ἐὰν ὁ Δημιουργὸς ἐνομοθέτει τότε καὶ τὸ διαζύγιον, δὲν θὰ ἐδημιούργει μίαν μόνον ἀλλὰ περισσοτέρας γυναῖκας διὰ τὸν ἕνα ἄνδρα.
5 ἕνεκεν τούτου καταλείψει ἄνθρωπος τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ κολληθήσεται τῇ γυναικὶ αὐτοῦ, καὶ ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν; 5 Ενεκα τούτου θα εγκαταλείψη ο άνθρωπος τον πατέρα και την μητέρα του και θα προσκολληθή εις την γυναίκα αυτού και θα είναι οι δύο μία σαρξ, ένα σώμα; 5 Καὶ εἶπε τότε Ἀδὰμ ἐμπνεόμενος ἀπὸ τὸν Θεόν· Διότι μία γυνὴ ἐπλάσθη ἀπὸ τὴν πλευρὰν ἐμοῦ τοῦ ἑνός, δι’ αὐτὸ θὰ ἐγκαταλείψῃ ἄνθρωπος τὸν πατέρα του καὶ τὴν μητέρα του καὶ θὰ προσκολληθῇ εἰς τὴν γυναῖκα του καὶ θὰ γίνουν οἱ δύο μία σάρξ, ἓν σῶμα.
6 ὥστε οὐκέτι εἰσὶ δύο, ἀλλὰ σὰρξ μία. ὃ οὖν ὁ Θεὸς συνέζευξεν, ἄνθρωπος μὴ χωριζέτω. 6 Ωστε δεν είναι πλέον δύο, αλλά μία σαρξ. Το ανδρόγυνο λοιπόν, το οποίον ο Θεός τόσο στενά συνήνωσε, ο άνθρωπος ας μη το χωρίση. (Πως είναι δυνατόν να χωρίση εις δύο ένα σώμα και να ζήση το σώμα αυτό;”). 6 Ὥστε σύμφωνα μὲ τοὺς λόγους αὐτούς, ὅσοι ἔρχονται εἰς γάμον δὲν εἶναι πλέον δύο, ὅπως ἦσαν προτήτερα, ἀλλ’ εἶναι ἕνα σῶμα.Ἐκεῖνο λοιπόν, ποὺ ὁ Θεὸς ἤνωσεν εἰς ἓν σῶμα, ὁ ἄνθρωπος ἂς μὴ τὸ χωρίζῃ.
7 λέγουσιν αὐτῷ· Τί οὖν Μωσῆς ἐνετείλατο δοῦναι βιβλίον ἀποστασίου καὶ ἀπολῦσαι αὐτήν; 7 Λεγουν εις αυτόν· “Τοτε διατί ο Μωϋσής επέτρεψε το διαζύγιον και παρήγγειλε να δίδη ο άνδρας εις την γυναίκα γραπτόν διαζύγιον και να την απολύη;” 7 Λέγουσιν εἰς αὐτόν· Διατὶ λοιπὸν ὁ Μωϋσῆς παρήγγειλε διὰ τὸ διαζύγιον, ὅτι πρέπει νὰ δώσῃ ὁ ἄνδρας ἔγγραφον διαζυγίου εἰς τὴν γυναῖκα καὶ τότε νὰ τὴν χωρίσῃ;
8 λέγει αὐτοῖς ὅτι Μωσῆς πρὸς τὴν σκληροκαρδίαν ὑμῶν ἐπέτρεψεν ὑμῖν ἀπολῦσαι τὰς γυναῖκας ὑμῶν· ἀπ’ ἀρχῆς δὲ οὐ γέγονεν οὕτω. 8 Λεγει εις αυτούς ότι ο “Μωϋσής επέτρεψε εις σας να χωρίζετε τας γυναίκα σας, ένεκα της σκληροκαρδίας σας, (δια να προλάβη χειρότερα εγκλήματα, τα οποία ημπορούσατε να διαπράξετε, δια να απαλλαγήτε από την ανεπιθύμητον σύζυγον). Αλλά από την αρχήν της δημιουργίας δεν είχε γίνει έτσι. 8 Λέγει εἰς αὐτούς· Ὁ Μωϋσῆς ἀπέβλεπεν εἰς τὴν σκληρότητα τῶν καρδιῶν σας καὶ σᾶς ἐπέτρεψε νὰ χωρίσετε τᾶς γυναῖκας σας προλαμβάνων μὲ τὸ διαζύγιον χειρότερα κακά.Διότι μερικοὶ ἀπὸ σᾶς καὶ φόνον ἀκόμη ἢ τὸ δυνατὸν νὰ κάμουν, διὰ νὰ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἀνεπιθύμητον γυναῖκα των.Ἀπὸ τὴν ἀρχὴν τῆς δημιουργίας ὅμως δὲν ἔχει γίνει ἔτσι.
9 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ μὴ ἐπὶ πορνείᾳ καὶ γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται· καὶ ὁ ἀπολελυμένην γαμήσας μοιχᾶται. 9 Σας λέγω δε τούτο· ότι όποιος χωρίσει την γυναίκα αυτού, δι' οιανδήποτε άλλην αιτίαν πλην της πορνείας, και νυμφεφθή άλλην, διαπράττει μοιχείαν· και εκείνος που θα λάβη ως σύζυγον διαζευγμένην γυναίκα, διαπράττει μοιχείαν”. 9 Σᾶς λέγω δέ, ὅτι ὅποιος τυχὸν χωρίσῃ τὴν γυναῖκα του διὰ πᾶσαν ἄλλην αἰτίαν, καὶ ὅχι λόγῳ πορνείας, καὶ λάβῃ εἰς γάμον ἄλλην, διαπράττει μοιχείαν, ἤτοι ἁμαρτάνει κατὰ τοῦ θεσμοῦ τοῦ γάμου καὶ προδίδει τὴν συζυγικὴν πίστιν.Καὶ ἐκεῖνος, ποῦ θὰ λάβῃ εἰς γάμον χωρισμένην, διαπράττει μοιχείαν, διότι συνδέεται μὲ γυναῖκα, ποῦ ἀνῆκει εἰς ἄλλον.
10 λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Εἰ οὕτως ἐστὶν ἡ αἰτία τοῦ ἀνθρώπου μετὰ τῆς γυναικός, οὐ συμφέρει γαμῆσαι. 10 Λεγουσιν εις αυτόν οι μαθηταί του· “εάν έτσι έχουν τα πράγματα, εάν τόσον στενή είναι η σχέσις του ανδρογύνου και μία μόνη η αιτία που δικαιολογεί το διαζύγιον, τότε δεν συμφέρει να έρχεται κανείς εις γάμον”. 10 Λέγουσιν εἰς αὐτὸν οἱ μαθηταί του· Ἐὰν ὁ λόγος τοῦ διαζυγίου τοῦ ἀνδρὸς μετὰ τῆς γυναικὸς ἔχῃ οὕτω, καὶ μία μόνον εἶναι ἡ αἰτία, διὰ τὴν ὁποίαν ἐπιτρέπεται τὸ διαζύγιον, τότε δὲν συμφέρει νὰ ἔρχεται κανεὶς εἰς γάμον.
11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ’ οἷς δέδοται· 11 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “δεν παραδέχονται όλοι με τον νουν και την καρδίαν τον λόγον αυτόν, αλλά εκείνοι στους οποίους έχει δοθή από τον Θεόν το χάρισμα να μπορούν να μείνουν άγαμοι και αγνοί. 11 Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν εἰς αὐτούς· Δὲν χωρεῖ εἰς τὸ μυαλὸ καὶ εἰς τὴν καρδία ὅλων ὁ λόγος αὐτὸς τῆς ἀγαμίας, ἀλλ’ ἐκεῖνοι μόνον τὸν νοιώθουν καὶ τὸν ἐγκολπώνονται, εἰς τοὺς ὁποίους ἔχει δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς χάρισμα νὰ μείνουν ἄγαμοι.
12 εἰσὶ γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω· καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω. 12 Διότι υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι εγεννήθησαν τέτοιοι εκ κοιλίας μητρός. Και υπάρχουν ευνούχοι, οι οποίοι ευνουχίσθησαν από τους ανθρώπους. (Και οι μεν και οι δε είναι ανίκανοι δια γάμον και κατ' ανάγκην μένουν άγαμοι). Υπάρχουν όμως και άλλοι ευνούχοι οι οποίοι δια να αφοσιωθούν εις την βασιλείαν του Θεού και κερδήσουν ασφαλέστερα την σωτηρίαν, ηγωνίσθησαν κατά της εμφύτου ορμής, αυτοπροαιρέτως απέχουν από τον γάμον και ζουν ισοβίως αγνοί και παρθένοι. Οποιος ημπορεί να παραδεχθή και να εφαρμόση τον λόγον αυτόν, ας προχωρήση στον δρόμον της σωφροσύνης και αγνότητος”. 12 Λέγω δέ, ὅτι μόνον ἐκεῖνοι ἐγκολπώνονται τὸν λόγον αὐτὸν εἰς ὅσους ἐδόθη ὡς χάρισμα, διότι ὑπάρχουν εὐνοῦχοι, ποὺ ἀπὸ τὴν κοιλίαν τῆς μητέρας των ἐγεννήθηκαν ἔτσι· καὶ συνεπῶς εἶναι φύσει ἀνίκανοι νὰ ἔλθουν εἰς γάμον· καὶ ὑπάρχουν εὐνοῦχοι, ποῦ εὐνουχίσθησαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ ἔγιναν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ἀνίκανοι διὰ γάμον· καὶ εἶναι ἄλλοι εὐνοῦχοι, ποὺ διὰ τοῦ σωφρονισμένου λογισμοῦ ἐπεβλήθησαν εἰς τὸν ἑαυτόν τους καὶ εὐνούχισαν τὸν ἑαυτόν τους δι’ αὐτοπροαιρέτου ἀποχῆς ἀπὸ τὸν γάμον καὶ αὐστηρὰς ἐγκρατείας.Αὐτοὶ παραμένουν ἄγαμοι καὶ παρθένοι διὰ νὰ ἐργασθοῦν χωρὶς κανένα περισπασμὸν διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν καὶ διὰ νὰ τὴν κερδήσουν εὐκολώτερον.Ὅποιος μπορεῖ νὰ νοιώσῃ καὶ νὰ βάλῃ εἰς ἐφαρμογὴν τὸν λόγον αὐτόν, ἂς τὸν νοιώσῃ καὶ ἂς τὸν ἐφαρμόσῃ.
13 Τότε προσηνέχθη αὐτῷ παιδία, ἵνα ἐπιθῇ αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ προσεύξηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμησαν αὐτοῖς. 13 Τοτε έφεραν προς αυτόν μικρά παιδιά, δια να βάλη επάνω εις τα κεφάλια τα χέρια του, να τα ευλογήση και να προσευχηθή δι' αυτά. Οι μαθηταί όμως, δια να μη ενοχληθή ο διδάσκαλός των, επέπληξαν εκείνους που τα έφεραν. 13 Τότε τοῦ ἔφεραν μικρὰ παιδιά, διὰ νὰ βάλῃ ἐπάνω τους τᾶς χεῖρας του καὶ νὰ προσευχηθῇ ὑπὲρ αὐτῶν.Οἱ μαθηταὶ ὅμως τοὺς ἐπέπληξαν.
14 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 14 Αλλά ο Ιησούς είπεν· “αφήστε τα παιδιά και μη τα εμποδίζετε να έλθουν προς εμέ. Διότι εις αυτά, και εις εκείνους που ομοιάζουν με αυτά ως προς την απλότητα και την αθωότητα, ανήκει η βασιλεία των ουρανών”. 14 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἀφήσατε τὰ παιδιὰ καὶ μὴ τὰ ἐμποδίζετε νὰ ἔλθουν πρὸς ἐμέ· διότι δι’ αὐτούς, ποὺ θὰ γίνουν σὰν αὐτά, εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν.
15 καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτοῖς ἐπορεύθη ἐκεῖθεν. 15 Και αφού έβαλε τα χέρια επάνω τους και τα ευλόγησε, ανεχώρησε από εκεί. 15 Καὶ ἀφοῦ ἔβαλε τάς χεῖρας του ἐπάνω τους πρὸς εὐλογίαν, ἔφυγεν ἀπ’ ἐκεῖ.
16 Καὶ ἰδοὺ εἷς προσελθὼν εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν ποιήσω ἵνα ἔχω ζωὴν αἰώνιον; 16 Και ιδού ένας προσήλθε εις αυτόν και του είπε· “διδάσκαλε αγαθέ, τι αγαθόν πρέπει να κάμω, δια να έχω ζωήν αιώνιον;” 16 Καὶ ἰδοὺ ἔνας τὸν ἐπλησίασε καὶ τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθὸν καὶ τί καλὸν νὰ κάμω διὰ νὰ ἔχω ζωὴν αἰώνιον;
17 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεὸς. εἰ δὲ θέλεις εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν, τήρησον τὰς ἐντολάς. 17 Ο δε Ιησούς του είπε· “τι με λέγεις αγαθόν, αφού με νομίζεις απλούν άνθρωπον; Κανείς δεν είναι απόλυτα αγαθός, ει μη μόνον ένας, ο Θεός. Εάν δε θέλης να εισέλθης εις την αιώνιον ζωήν, τήρησε τας εντολάς”. 17 Ὁ δὲ Κύριος τοῦ εἶπε· Ἀφοῦ ἀπευθύνεσαι πρὸς ἐμὲ ὡς εἰς ἄνθρωπον ἀπλοῦν, διατὶ μὲ λέγεις ἀγαθόν; Κανεὶς δὲν εἶναι ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ πραγματικὰ ἀγαθὸς παρὰ μόνον ἕνας, ὁ Θεός.Ἐὰν ὅμως θέλῃς νὰ ἔμβῃς εἰς τὴν αἰώνιον καὶ μακαρίαν ζωήν, φύλαξε καθ’ ὅλον τὸν βίον σου τὰς ἐντολάς.
18 λέγει αὐτῷ· Ποίας; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Τὸ οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις, 18 Λεγει εις αυτόν· “ποίας;” Ο δε Ιησούς του είπε·“τας γνωστάς, δηλαδή το να μη φονεύσης, να μη μοιχεύσης, να μη κλέψης, να μη ψευδομαρτυρήσης, 18 Λέγει εἰς αὐτόν· Ποίας ἐντολάς; Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· τὸ νὰ μὴ φονεύσῃς, νὰ μὴ μοιχεύσῃς, νὰ μὴ κλέψῃς, νὰ μὴ ψευδομαρτυρήσῃς,
19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα, καί, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. 19 τίμα τον πατέρα σου και την μητέρα σου. Και να αγαπήσης τον πλησίον σου, όπως τον ευατόν σου”. 19 τίμα τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα καὶ νὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου σὰν τὸν ἑαυτόν σου.
20 λέγει αὐτῷ ὁ νεανίσκος· Πάντα ταῦτα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου· τί ἔτι ὑστερῶ; 20 Λεγει εις αυτόν ο νέος με κάποιαν προχειρότητα· “όλα αυτά τα έχω τηρήσει από την νεανική μου ηλικίαν· τι μου λείπει ακόμη δια να γίνω άξιος της βασιλείας των ουρανών;” 20 Λέγει εἰς αὐτὸν ὁ νέος, ὁ ὁποῖος δὲν εἶχε διδαχθῇ ποία εἶναι καὶ πῶς ἐφαρμζεται ἢ πρὸς τὸν πλησίον ἀγάπη· Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐφύλαξα ἀπὸ τότε, ποὺ ἤμουν νέος.Τί μοῦ λείπει ἀκόμη;
21 ἔφη αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι. 21 Είπε εις αυτόν ο Ιησούς· “Εάν θέλης να είσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τα υπάρχοντά σου, μοίρασέ τα στους πτωχούς και θα αποκτήσης θησαυρόν στον ουρανόν, και έλα ακολούθησέ με”. 21 Εἶπεν εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Ἐὰν θέλῃς νὰ εἶσαι τέλειος, πήγαινε, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά σου καὶ μοίρασέ τα εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ θὰ ἔχῃς θησαυρὸν εἰς τοὺς οὐρανούς.Καὶ ἔλα νὰ μὲ ἀκολουθήσῃς.
22 ἀκούσας δὲ ὁ νεανίσκος τὸν λόγον ἀπῆλθε λυπούμενος· ἦν γὰρ ἔχων κτήματα πολλά. 22 Αλλ' όταν ο νέος ήκουσε αυτόν τον λόγον, έφυγε λυπημένος, διότι είχε πολλά κτήματα και η καρδιά του ήταν κολλημένη εις αυτά. 22 Ὅταν ὅμως ὁ νέος ἤκουσε τὸν λόγον αὐτόν, ἔφυγε λυπημένος, διότι εἶχε πολλὰ κτήματα καὶ ἡ καρδία του ἦτο κολλημένη εἰς αὐτά.
23 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι δυσκόλως πλούσιος εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. 23 Ο δε Ιησούς είπε στους μαθητάς του· “αληθινά σας λέγω ότι πολύ δύσκολα θα εισέλθη πλούσιος εις την βασιλείαν των ουρανών. 23 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τότε εἶπεν εἰς τοὺς μαθητάς του· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι δύσκολα ἄνθρωπος πλούσιος θὰ ἔμβη εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
24 πάλιν δὲ λέγω ὑμῖν, εὐκοπώτερόν ἐστι κάμηλον διὰ τρυπήματος ῥαφίδος διελθεῖν ἢ πλούσιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ εἰσελθεῖν. 24 Και πάλιν σας λέγω, είναι ευκολώτερον να περάση γκαμήλα από την τρύπα που ανοίγει η βελόνι, παρά πλούσιος να εισέλθη εις την βασιλείαν του Θεού”. 24 Πάλιν δὲ σᾶς λέγω, εὐκολώτερον εἶναι νὰ περάσῃ μία γκαμήλα ἀπὸ τὴν τρύπα, ποῦ ἀνοίγει ἡ βελόνα, παρὰ ὁ πλούσιος νὰ ἔμβῃ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
25 ἀκούσαντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐξεπλήσσοντο σφόδρα λέγοντες· Τίς ἄρα δύναται σωθῆναι; 25 Οταν άκουσαν οι μαθηταί τα λόγια αυτά, έπεσαν εις μεγάλην έκπληξιν και με κάποια αποκαρδίωσιν είπαν· “ποιός τάχα ημπορεί να σωθή;” 25 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσαν τοῦτο οἱ μαθηταί του, τοὺς κατέλαβε πολὺ μεγάλη ἔκπληξις καὶ εἶπαν· Ποῖος τάχα ἠμπορεῖ νὰ σωθῇ;
26 ἐμβλέψας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Παρὰ ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι, παρὰ δὲ Θεῷ πάντα δυνατά ἐστι. 26 Ο δε Ιησούς τους εκύτταξε κατάματα και είπεν· “η σωτηρία είναι δια τους ανθρώπους έργον αδύνατον, αλλά στον Θεόν όλα είναι δυνατά, άρα και η σωτηρία των πλουσίων, όπως και όλων εκείνων οι οποίοι κατά κάποιον τρόπον ανακατεύονται με χρήματα και κτήματα. Αρκεί να έχουν την διάθεσιν της αυταπαρνήσεως και θυσίας”. 26 Ἀφοῦ δὲ ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἐκύτταξεν ἐκφραστικά, τοὺς επε· Εἰς τοὺς ἀνθρώπους αὐτὸ εἶναι ἀδύνατον, εἰς τὸν Θεὸν ὅμως ὅλα εἶναι δυνατά.Δύναται λοιπὸν ὁ Θεὸς διὰ τῆς χάριτός του νὰ λύσῃ κάθε καλοπροαιρέτου πλουσίου τοὺς δεσμοὺς τῆς καρδίας του πρὸς τὸ χρῆμα καὶ νὰ καταστήσῃ αὐτὸν ἄξιον τῆς σωτηρίας.
27 Τότε ἀποκριθεὶς ὁ Πέτρος εἶπεν αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καὶ ἠκολουθήσαμέν σοι· τί ἄρα ἔσται ἡμῖν; 27 Τοτε απεκρίθη ο Πετρος και του είπε· “ιδού ημείς αφήσαμεν όλα και σε ηκολουθήσαμεν. Ποία τάχα θα είναι η αμοιβή μας;” 27 Τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος καὶ τοῦ εἶπεν· Ἰδού, ἡμεῖς ἀφήκαμεν ὅλα καὶ σὲ ἠκολουθήσαμεν.Τί ἄραγε θὰ δοθῇ εἰς ἡμᾶς ὡς ἀμοιβή;
28 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ὑμεῖς οἱ ἀκολουθήσαντές μοι, ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ, ὅταν καθίσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καὶ ὑμεῖς ἐπὶ δώδεκα θρόνους κρίνοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ. 28 Ο δε Ιησούς απήντησεν εις αυτούς· “σας διαβεβαιώνω ότι σεις που με έχετε ακολουθήσει εδώ εις την γην, όταν εις την συντέλεια των αιώνων αναδημιουργηθή νέος κόσμος και αναστηθούν οι νεκροί και ο υιός του ανθρώπου καθίση επάνω στον ένδοξον θρόνον του, τότε και σεις θα καθίσετε επάνω εις δώδεκα θρόνους, δια να κρίνετε τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ. 28 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπεν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι σεῖς ποῦ μὲ ἀκολουθήσατε, ὅταν θὰ ξαναγεννηθῇ ὁ κόσμος καὶ θὰ ἔχῃ συντελεσθῇ ἡ ἐκ νεκρῶν ἀνάστασις, ὁπότε θὰ καθήσῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἰς θρόνον λαμπρόν, ἀντάξιον τῆς δόξῃς του, θὰ καθήσετε καὶ σεῖς εἰς δώδεκα θρόνους δικάζοντες τὰς δώδεκα φυλὰς τοῦ Ἰσραήλ.
29 καὶ πᾶς ὅς ἀφῆκεν οἰκίας ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναίκα ἢ τέκνα ἢ ἀγροὺς ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός μου, ἑκατονταπλασίονα λήψεται καὶ ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσει. 29 Και κάθε ένας, ο οποίος προς χάριν μου αφήκε οικίας η αδελφούς η αδελφάς η πατέρα η μητέρα η γυναίκα η χωράφια, θα λάβη εδώ εις την γην εκατό φορές περισσότερα και, το σπουδαιότερον, θα κληρονομήση την αιωνίαν ζωήν. 29 Καὶ καθένας ποὺ ἀφῆκε σπίτια ἢ ἀδελφοὺς ἢ ἀδελφὰς ἢ πατέρα ἢ μητέρα ἢ γυναῖκα ἢ παιδιὰ ἢ χωράφια διὰ νὰ μείνῃ ἐνωμένος καὶ νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ ἐμέ, θὰ λάβῃ πολλαπλὰ εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν, θὰ κληρονομήσῃ δὲ καὶ τὴν αἰώνιον ζωήν.
30 Πολλοὶ δὲ ἔσονται πρῶτοι ἔσχατοι καὶ ἔσχατοι πρῶτοι. 30 Πολλοί δε που στον κόσμον αυτόν, ένεκα των αξιωμάτων τα οποία κατέχουν και όχι δια την αρετήν των, είναι πρώτοι, εις την βασιλείαν των ουρανών θα είναι τελευταίοι και πολλοί που στον κόσμον αυτόν θεωρούνται τελευταίοι, θα είναι εκεί πρώτοι. 30 Πολλοὶ δέ, ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόσμον αὐτὸν πρῶτοι, θὰ εἶναι εἰς τὸν κόσμον τὸν μέλλοντα τελευταῖοι, καὶ πολλοὶ τελευταῖοι θὰ εἶναι ἐκεῖ πρῶτοι.