Κυριακή, 13 Οκτωβρίου 2024
Ανατ: 07:32
Δύση: 18:51
Σελ. 11 ημ.
287-79
16ος χρόνος, 6084η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20 (Κ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ὁμοία γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ, ὅστις ἐξῆλθεν ἅμα πρωῒ μισθώσασθαι ἐργάτας εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ· 1 Δια να εννοήσετε δε αυτήν την αλήθειαν, ακούσατε μία παραβολήν. Η βασιλεία των ουρανών είναι ομοία με ένα άνθρωπον νοικοκύρην, ο οποίος πρωί-πρωί εβγήκε να μισθώση εργάτας δια το αμπέλι του. 1 Θὰ γίνουν δὲ πολλοὶ ἔσχατοι πρῶτοι, διότι αἱ ἀμοιβαὶ ποὺ θὰ δοθοῦν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, καὶ ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον θὰ δοθοῦν, ὁμοιάζουν πρὸς τὰς πληρωμάς, ποὺ ἔκαμεν ἄνθρωπος οἰκοκύρης, ὁ ὁποῖος ἐβγῆκε γρήγορα τὸ πρωῒ διὰ νὰ μισθώσῃ ἐργάτας διὰ τὸ ἀμπέλι του.
2 καὶ συμφωνήσας μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐκ δηναρίου τὴν ἡμέραν ἀπέστειλεν αὐτοὺς εἰς τὸν ἀμπελῶνα αὐτοῦ. 2 Και αφού εσυμφώνησε με τους εργάτας να τους πληρώνη ως ημερομίσθιον ένα δηνάριον, τους έστειλε στο αμπέλι του. 2 Καὶ ἀφοῦ ἐσυμφώνησε μὲ τοὺς ἐργάτας ἀπὸ ἕνα δηνάριον ὡς ἡμερομίσθιον, τοὺς ἔστειλεν εἰς τὸ ἀμπέλι του.
3 καὶ ἐξελθὼν περὶ τρίτην ὥραν εἶδεν ἄλλους ἑστῶτας ἐν τῇ ἀγορᾷ ἀργούς, 3 Εβγήκε πάλιν κατά τας εννέα το πρωί εις την αγοράν και είδε άλλους εργάτας να στέκουν εκεί χωρίς εργασίαν και να περιμένουν μήπως τους μισθώση κανείς. 3 Καὶ ὅταν ἐβγῆκεν εἰς τὴν ἀγορὰν κατὰ τάς ἐννέα τὸ πρωΐ, εἶδεν ἄλλους ἐργάτας νὰ στέκωνται ἐκεῖ χωρὶς ἐργασίαν·
4 καὶ ἐκείνοις εἶπεν· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον δώσω ὑμῖν. οἱ δὲ ἀπῆλθον. 4 Και εις εκείνους είπε· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι και ο,τι είναι δίκαιον θα σας δώσω. Και εκείνοι επήγαν. 4 καὶ εἶπεν εἰς ἐκείνους· Πηγαίνετε καὶ σεῖς εἰς τὸ ἀμπέλι μου, καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιον, θὰ σᾶς δώσω.Καὶ ἐκεῖνοι ἐπῆγαν.
5 πάλιν ἐξελθὼν περὶ ἕκτην καὶ ἐνάτην ὥραν ἐποίησεν ὡσαύτως. 5 Και πάλιν εβγήκε κατά τας δώδεκα και τας τρστο απόγευμα και έκαμε το ίδιο. 5 Πάλιν δὲ ἐβγῆκε κατὰ τὰς δώδεκα καὶ κατὰ τάς τρεῖς τὸ ἀπόγευμα καὶ ἔκαμε τὸ ἴδιο.
6 περὶ δὲ τὴν ἑνδεκάτην ἐξελθὼν εὗρεν ἄλλους ἑστῶτας ἀργούς, καὶ λέγει αὐτοῖς· τί ὧδε ἑστήκατε ὅλην τὴν ἡμέραν ἀργοί; 6 Οταν δε κατά τας πέντε εβγήκε, ευρήκε και άλλους εργάτας να στέκουν χωρίς εργασίαν και τους λέγει· Διατί στέκεσθε εδώ όλην την ημέραν άνεργοι; 6 Ὅταν δὲ ἐβγῆκε καὶ κατὰ τὰς πέντε τὸ ἀπόγευμα, εὗρεν ἄλλους, ποὺ ἐστέκοντο χωρὶς ἐργασίαν καὶ τοὺς λέγει· Διατὶ στέκεσθε ἐδῶ ὅλην τὴν ἡμέραν χωρὶς ἐργασίαν;
7 λέγουσιν αὐτῷ· ὅτι οὐδεὶς ἡμᾶς ἐμισθώσατο. λέγει αὐτοῖς· ὑπάγετε καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν ἀμπελῶνα, καὶ ὃ ἐὰν ᾖ δίκαιον λήψεσθε. 7 Λεγουν προς αυτόν· Διότι κανείς δεν μας εμίσθωσε. Λεγει εις αυτούς· Πηγαίνετε και σεις στο αμπέλι μου και ο,τι είναι δίκαιον θα πάρετε. 7 Λέγουν εἰς αὐτόν· Μένομεν ἄνεργοι, διότι κανεὶς δὲν μᾶς ἐμίσθωσε.Λέγει εἰς αὐτούς· Πηγαίνετε καὶ σεῖς εἰς τὸ ἀμπέλι μου καὶ ὅ,τι εἶναι δίκαιον διὰ τὸν κόπον σας, θὰ τὸ λάβετε.
8 ὀψίας δὲ γενομένης λέγει ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος τῷ ἐπιτρόπῳ αὐτοῦ· κάλεσον τοὺς ἐργάτας καὶ ἀπόδος αὐτοῖς τὸν μισθὸν ἀρξάμενος ἀπὸ τῶν ἐσχάτων ἕως τῶν πρώτων. 8 Οταν δε εβράδιασε, λέγει ο κύριος του αμπελιού στον διαχειριστήν του· Καλεσε τους εργάτας και δώσε τους τον μισθόν, αρχίζοντας από τους τελευταίους και προχωρώντας στους πρώτους. 8 Ὅταν δὲ ἐβράδυασε, λέγει ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ ἀμπελιοῦ εἰς τὸν ἐπιστάτην του· Κάλεσε τοὺς ἐργάτας καὶ δός τους τὸ ὡρισμένον ἡμερομίσθιον, ἀρχίζων ἀπὸ τοὺς τελευταίους καὶ προχορῶν ἕως τοὺς πρώτους.
9 καὶ ἐλθόντες οἱ περὶ τὴν ἑνδεκάτην ὥραν ἔλαβον ἀνὰ δηνάριον. 9 Και όταν ήλθαν αυτοί που έπιασαν δουλειά κατά τας πέντε το απόγευμα, επήρε ο καθένας τους από ένα δηνάριον. 9 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν ἐκεῖνοι, ποὺ ἔπιασαν δουλειὰ κατὰ τὰς πέντε τὸ ἀπόγευμα, ἐπῆραν ὁ καθένας τους ἀπὸ ἕνα δηνάριον.
10 ἐλθόντες δὲ οἱ πρῶτοι ἐνόμισαν ὅτι πλείονα λήψονται, καὶ ἔλαβον καὶ αὐτοὶ ἀνὰ δηνάριον. 10 Οταν δε ήλθαν οι πρώτοι ενόμισαν ότι θα πάρουν περισσότερα, αλλά επήραν και αυτοί από ένα δηνάριον. 10 Ὅταν δὲ ἦλθαν οἱ πρῶτοι, ποὺ ἔπιασαν δουλειὰ πολὺ πρωῒ ἐνόμισαν, ὅτι θὰ πάρουν περισσότερα.Καὶ ἐπῆραν καὶ αὐτοὶ ἀπὸ ἕνα δηνάριον.
11 λαβόντες δὲ ἐγόγγυζον κατὰ τοῦ οἰκοδεσπότου 11 Οταν όμως το επήραν, εμουρμούριζαν δυσαρεστημένοι εναντίον του οικοδεσπότου 11 Ἀλλ’ ὅταν τὸ ἐπῆραν, παρεπονοῦντο καὶ ἐμουρμούριζαν κατὰ τοῦ νοικοκύρη
12 λέγοντες ὅτι οὗτοι οἱ ἔσχατοι μίαν ὥραν ἐποίησαν, καὶ ἴσους ἡμῖν αὐτοὺς ἐποίησας τοῖς βαστάσασι τὸ βάρος τῆς ἡμέρας καὶ τὸν καύσωνα. 12 και έλεγαν ότι αυτοί οι τελευταίοι μίαν μόνον ώρα εδούλεψαν και τους επλήρωσες ίσα με ημάς οι οποίοι εβαστάσαμε το ολοήμερον βάρος της εργασίας και όλον τον καύσωνα. 12 καὶ ἔλεγαν, ὅτι αὐτοὶ οἱ πιὸ τελευταῖοι μίαν ὥραν ἐργάσθησαν εἰς τὸ ἀμπέλι καὶ τοὺς ἔκαμες ἴσους μὲ ἡμᾶς, ποὺ ἐβαστάσαμεν τὸν βαρὺν κόπον τῆς ἡμέρας καὶ ὅλην τὴν ζέστην.
13 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν ἑνὶ αὐτῶν· ἑταῖρε, οὐκ ἀδικῶ σε· οὐχὶ δηναρίου συνεφώνησάς μοι; 13 Ο οικοδεσπότης απεκρίθη και είπε εις ένα από αυτούς· Φιλε, δεν σε αδικώ· δεν συνεφώνησες μαζή μου ένα δηνάριο ως ημερομίσθιον; 13 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς ἕνα ἀπὸ αὐτούς· Σύντροφε, δὲν σὲ ἀδικῶ.Δὲν συνεφώνησες μαζί μου ἕνα δηνάριον;
14 ἆρον τὸ σὸν καὶ ὕπαγε· θέλω δὲ τούτῳ τῷ ἐσχάτῳ δοῦναι ὡς καὶ σοί. 14 Παρε, λοιπόν, αυτό που σου ανήκει και πήγαινε. Θελω δε εις αυτόν τον τελευταίον να δώσω ο,τι έδωσα και εις σε· 14 Πάρε τὸ ἰδικόν σου καὶ πήγαινε.Θέλω δὲ ἐγὼ εἰς αὐτὸν τὸν (πιὸ) τελευταῖον νὰ δώσω ὅσον καὶ εἰς σέ.
15 ἢ οὐκ ἔξεστί μοι ποιῆσαι ὃ θέλω ἐν τοῖς ἐμοῖς, εἰ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ἐστιν ὅτι ἐγὼ ἀγαθός εἰμι; 15 η μήπως δεν έχω το δικαίωμα να κάνω, ο,τι θέλω εις την ιδικήν μου περιουσίαν. Η εάν το μάτι σου είναι φθονερό και αχόρταστο διότι εγώ είμαι αγαθός, ποίος πταίει; Ασφαλώς η ιδική σου μοχθηρία. 15 Ἢ δὲν ἔχω δικαίωμα νὰ κάμω ἐκεῖνο ποὺ θέλω εἰς αὐτά, ποὺ εἶναι ἰδικά μου; Ἢ τὸ μάτι σου εἶναι κακὸ καὶ ζηλεύει, ἐπειδὴ ἐγὼ εἶμαι καλὸς καὶ ἀγαθός, καὶ γίνεται ἀφορμὴ ἡ ἰδική μου καλωσύνη νὰ δείξῃς σὺ τὸν φθόνον σου;
16 Οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γὰρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί. 16 Ετσι θα είναι πρώτοι αυτοί που εκλήθησαν τελευταία και ειργάσθησαν με ζήλον και θα είναι τελευταίοι οι πρώτοι, ένεκα του φθόνου και της χαλαρώσεώς των. Διότι πολλοί είναι εκείνοι που έχουν κληθή, ολίγοι όμως είναι οι εκλεκτοί, που θα εργασθούν μέχρι τέλους με φλογεράν επιθυμίαν και θερμόν ζήλον”. 16 Ἔτσι θὰ γίνουν πρῶτοι αὐτοί, ποῦ ἐκλήθησαν τελευταῖοι καὶ ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλ’ ἔδειξαν μεγάλον ζῆλον εἰς τὸ ἔργον τοῦ Κυρίου.Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἐκλήθησαν ἐνωρίτερον καὶ πρῶτοι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀλλ’ ἐχαλαρώθησαν καὶ ἠμέλησαν, θὰ γίνουν τελευταῖοι. Διότι πολλοὶ εἶναι προσκαλεσμένοι ἀπὸ τὸν Χριστόν, ὀλίγοι ὅμως εἶναι ἐκλεκτοί, δὲν ἐξαρτᾶται δὲ ἡ ἀμοιβή, ποῦ δίδει ὁ Κύριος, ἀπὸ τὸν περισσότερον χρόνον, ποὺ θὰ ἐργασθῇ ὁ καθένας μας, ἀλλ’ ἀπὸ τὴν μεγαλυτέραν προθυμίαν ποῦ θὰ δείξῃ, πάντοτε δὲ ἡ ἀμοιβὴ αὐτὴ θὰ μᾶς δοθῇ κατὰ τὸ ἔλεος καὶ τὴν φιλανθρωπίαν τοῦ Κυρίου.
17 Καὶ ἀναβαίνων ὁ Ἰησοῦς εἰς Ἱεροσόλυμα παρέλαβε τοὺς δώδεκα μαθητὰς κατ' ἰδίαν ἐν τῇ ὁδῷ καὶ εἶπεν αὐτοῖς 17 Οταν δε ανέβαινε ο Ιησούς εις τα Ιεροσόλυμα, επήρε τους δώδεκα μαθητάς του ιδιαιτέρως και καθώς εβάδιζαν εις την οδόν είπεν εις αυτούς. 17 Καὶ ὅταν ἀνέβαινεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ἐπῆρε μαζί του ἰδιαιτέρως τοὺς δώδεκα μαθητὰς εἰς τὸν δρόμον καὶ τοὺς εἶπεν·
18 Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ, 18 “Ιδού αναβαίνομεν τώρα εις Ιεροσόλυμα και ο Υιός του ανθρώπου θα παραδοθή στους αρχιερείς και γραμματείς και θα τον καταδικάσουν εις θάνατον 18 Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου θὰ παραδοθῇ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς γραμματεῖς καὶ θὰ τὸν καταδικάσουν εἰς θάνατον,
19 καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσιν εἰς τὸ ἐμπαῖξαι καὶ μαστιγῶσαι καὶ σταυρῶσαι, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. 19 και θα τον παραδώσουν στους ειδωλολάτρας στρατιώτας της Ρωμης, δια να τον εμπαίξουν και να τον μαστιγώσουν και να τον σταυρώσουν· αλλά κατά την τρίτην ημέρα θα αναστηθή”. 19 καὶ θὰ τὸν παραδώσουν εἰς τοὺς ἐθνικοὺς στρατιώτας τῆς Ρώμης, διὰ νὰ τὸν περιπαίξουν καὶ νὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ νὰ τὸν σταυρώσουν, καὶ ἔπειτα κατὰ τὴν τρίτην ἀπὸ τοῦ θανάτου του ἡμέραν θὰ ἀναστηθῇ.
20 Τότε προσῆλθεν αὐτῷ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μετὰ τῶν υἱῶν αὐτῆς προσκυνοῦσα καὶ αἰτοῦσά τι παρ’ αὐτοῦ. 20 Τοτε τον επλησίασεν η μητέρα των υιών του Ζεβεδαίου, μαζή με τα παιδιά της, τον επροσκύνησε με ευλάβειαν και εφαίνετο ότι κάτι ήθελε να ζητήση από αυτόν. 20 Τότε τὸν ἐπλησίασεν ἡ μητέρα τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου μὲ τὰ παιδιά της, ἡ ὁποία τὸν ἐπροσκύνησε καὶ ἔδειξεν, ὅτι ἐσκόπευε νὰ τοῦ ζητήσῃ κάτι.
21 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Τί θέλεις; λέγει αὐτῷ· Εἰπὲ ἵνα καθίσωσιν οὗτοι οἱ δύο υἱοί μου εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου ἐν τῇ βασιλείᾳ σου. 21 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτήν· “τι θέλεις;” Λεγει εις αυτόν· “Δώσε εντολήν να καθίσουν τα δύο αυτά παιδιά μου ο ένας από τα δεξιά σου και ο άλλος από τα αριστερά σου, όταν συ θα αναλάβης την βασιλείαν σου”. 21 Αὐτὸς δὲ τῆς εἶπε· Τί θέλεις; Λέγει εἰς αὐτόν· Δῶσε διαταγήν, ὅταν θὰ ἀναλάβῃς τὴν βασιλείαν σου, νὰ καθήσουν τὰ δύο αὐτὰ παιδιά μου τὸ ἕνα εἰς τὰ δεξιά σου καὶ τὸ ἄλλο εἰς τὰ ἀριστερά σου.
22 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ μέλλω πίνειν ἢ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; λέγουσιν αὐτῷ· Δυνάμεθα. 22 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε· “δεν γνωρίζετε, τι ζητείτε. Ημπορείτε να πίετε το ποτήριον του πόνου, το οποίον εγώ μέλλω να πίω, η να βαπτισθήτε το βάπτισμα του αίματος και των παθημάτων, το οποίον εγώ βαπτίζομαι;” Λεγουν εις αυτόν· “ημπορούμεν”. 22 Ἀλλ’ ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δὲν ξεύρετε, τί ζητᾶτε.Μπορεῖτε νὰ πίετε τὸ ποτήριον τοῦ θανάτου, ποῦ πρόκειται ἐγῶ μετ’ ὀλίγον νὰ πίω, ἢ νὰ βαπτισθῆτε τὸ βάπτισμα τοῦ μαρτυρίου, ποὺ μετ’ ὀλίγον θὰ ὑποστῶ; Λέγουν εἰς αὐτόν· Δυνάμεθα.
23 καὶ λέγει αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριόν μου πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων μου οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται ὑπὸ τοῦ πατρός μου. 23 Και λέγει εις αυτούς· “το μεν ποτήριόν μου θα το πίετε και το βάπτισμα των παθημάτων, το οποίον εγώ βαπτίζομαι, θα βαπτισθήτε. Το να καθίσετε όμως εις τα δεξιά μου και τα αριστερά μου δεν είναι ιδικόν μου δικαίωμα να το δώσω εις όποιον απλώς το ζητήσει· αλλά θα δοθή από τον δίκαιον Πατέρα μου εις εκείνους δια τους οποίους έχει ετοιμασθή” (δηλαδή δια τους πιστούς εις αυτόν και καλούς αγωνιστάς στον δρόμον της αρετής). 23 Καὶ λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Τὸ μὲν ποτήριον, ποὺ θὰ πίω ἐγώ, θὰ τὸ πίετε καὶ σεῖς, καὶ τὸ βάπτισμα, ποῦ πρόκειται μετ’ ὀλίγον μέσα εἰς τὴν θάλασσαν τῶν παθημάτων μου νὰ βαπτισθῶ, θὰ τὸ βαπτισθῆτε.Διότι καὶ σεῖς θὰ ὑποστῆτε διωγμοὺς καὶ μαρτύριον διὰ τὸ εὐαγγέλιον.Τὸ νὰ καθήσετε ὅμως εἰς τὰ δεξιά μου καὶ εἰς τὰ ἀριστερά μου, δὲν εἶναι ἰδικόν μου δικαίωμα νὰ τὸ δώσω εἰς ὅποιον μοῦ τὸ ζητήσῃ, ἀλλὰ θὰ δοθῇ τοῦτο εἰς ἐκείνους διὰ τοὺς ὁποίους ἔχει ἐτοιμασθῇ ἀπὸ τὸν δικαιοκρίτην Πατέρα μου, ποὺ θὰ δώσῃ τάς ἀμοιβὰς καὶ τὰς διακρίσεις εἰς τὸν καθένα σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα του καὶ τὴν ἀρετήν του.
24 Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἠγανάκτησαν περὶ τῶν δύο ἀδελφῶν. 24 Και οι δέκα όταν ήκουσαν αυτά, ηγανάκτησαν δια την φιλόδοξον συμπεριφοράν των δύο αδελφών, οι οποίοι επροσπαθούσαν να τους παραγκωνίσουν, δια να λάβουν αυτοί τα μεγαλύτερα αξιώματα. 24 Καὶ ὅταν ἤκουσαν αὐτὰ οἱ δέκα, ἠγανάκτησαν διὰ τὴν συμπεριφορὰν αὐτὴν τῶν δύο ἀδελφῶν, οἱ ὁποῖοι ἐζήτουν νὰ τοὺς παραγκωνίσουν καὶ νὰ τιμηθοῦν περισσότερον ἀπὸ αὐτούς.
25 ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς εἶπεν· Οἴδατε ὅτι οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. 25 Ο δε Ιησούς τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “ξέρετε, ότι οι άρχοντες των εθνών φέρονται δεσποτικώς προς αυτά σαν απόλυτοι κυρίαρχοί των και εκείνοι που κατέχουν μεγάλα αξιώματα ασκούν ανεξέλεκτον τυραννικήν κυριαρχίαν εις αυτούς, σαν να τους έχουν δούλους. 25 Ὁ δὲ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τοὺς προσεκάλεσε νὰ πλησιάσουν, εἶπε· Γνωρίζετε ὅτι οἱ ἄρχοντες, ποὺ ἠγεμονεύουν εἰς τὰ ἔθνη, συμπεριφέρονται πρὸς τοὺς λαούς των ὡς κύριοί των, σὰν νὰ τοὺς ὁρίζουν καὶ σὰν νὰ εἶναι οἱ λαοὶ κτήματά τους· καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν μεγάλο ἀξίωμα, ὅπως εἶναι οἱ ἀνθύπατοι, τοὺς μεταχειρίζονται μὲ μεγάλην ἐξουσίαν, σὰν νὰ εἶναι δοῦλοι τους.
26 οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ ἐν ὑμῖν μέγας γενέσθαι, ἔσται ὑμῶν διάκονος, 26 Τετοιο πράγμα όμως μεταξύ σας δεν πρέπει να συμβαίνη. Αλλ' όποιος θέλει να αναδειχθή μέγας μεταξύ σας, ας είναι υπηρέτης σας. 26 Μεταξύ σας ὅμως δὲν πρέπει νὰ γίνεται ἔτσι.Ἀλλ’ ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ γίνῃ μέγας μεταξύ σας, ἂς εἶναι ὑπηρέτης σας καὶ ἂς σπουδάζῃ νὰ γίνεται εὐεργετικὸς καὶ ἐξυπηρετικὸς εἰς τοὺς ἄλλους.
27 καὶ ὃς ἂν θέλῃ ἐν ὑμῖν εἶναι πρῶτος, ἔσται ὑμῶν δοῦλος· 27 Και όποιος θέλει να είναι μεταξύ σας πρώτος, οφείλει να γίνη δούλος και να προσφέρη εις όλους με αγάπην και ταπεινοφροσύνην τας υπηρεσίας του. 27 Καὶ ὁποιοσδήποτε θέλει νὰ εἶναι πρῶτος μεταξύ σας, ὀφείλει νὰ ἀσκῇ μὲ πᾶσαν ταπεινοφροσύνην τὴν ἀγάπην καὶ νὰ γίνη δοῦλος ὅλων σας.
28 ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν. 28 Οπως ακριβώς ο υιός του ανθρώπου δεν ήλθε να υπηρετηθή, αλλά να υπηρετήση και να δώση την ζωήν του λύτρον, δια να εξαγοράση και ελευθερώση από την αμαρτίαν και τον αιώνιον θάνατον πολλούς, οι οποίοι θα πιστεύσουν εις αυτόν”. 28 Νὰ γίνῃ δὲ διάκονος καὶ δοῦλος, καθὼς καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦλθε διὰ νὰ ὑπηρετηθῇ, ἀλλὰ διὰ νὰ ὑπηρετήσῃ καὶ δώσῃ τὴν ζωήν του λύτρον διὰ νὰ ἑξαγορασθοῦν καὶ ἐλευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὸν θάνατον πολλοί.
29 Καὶ ἐκπορευομένων αὐτῶν ἀπὸ Ἰεριχὼ ἠκολούθησεν αὐτῷ ὄχλος πολύς. 29 Και ενώ έβγαιναν από την Ιεριχώ, τον ηκολούθησεν λαός πολύς. 29 Καὶ ἐνῷ αὐτοὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὴν Ἱεριχῶ, τὸν ἠκολούθησαν πλῆθος λαοῦ πολύ.
30 καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοὶ καθήμενοι παρὰ τὴν ὁδόν, ἀκούσαντες ὅτι Ἰησοῦς παράγει, ἔκραξαν λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱός Δαυῒδ. 30 Και ιδού δύο τυφλοί, που εκάθηντο παραπλεύρως από τον δρόμον, καθώς ήκουσαν ότι ο Ιησούς διέρχεται, εφώναξαν και είπαν· “ελέησέ μας, Κυριε, συ που είσαι ο ένδοξος απόγονος του Δαυΐδ”. 30 Καὶ ἰδοὺ δύο τυφλοί, ποὺ ἐκάθηντο πλησίον τοῦ δρόμου, ὅταν ἤκουσαν, ὅτι ὁ Ἰησοῦς περνᾷ, ἐφώναξαν καὶ εἶπαν· Ἐλέησέ μας, Κύριε, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ, ποὺ διὰ σὲ ἐλάλησαν οἱ προφῆται.
31 ὁ δὲ ὄχλος ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα σιωπήσωσιν· οἱ δὲ μεῖζον ἔκραζον λέγοντες· ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, υἱός Δαυῒδ. 31 Το δε πλήθος τους επέπληξε να σιωπήσουν (δια να μη ενοχλούν τάχα τον διδάσκαλον). Αλλά εκείνοι ακόμη δυνατώτερα εκραύγαζαν λέγοντες· “ελέησέ μας, Κυριε, υιέ του Δαυΐδ”. 31 Τὸ πλῆθος δὲ τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ μὴ ἐνοχληθῇ μὲ τὰς φωνάς των ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἐπέπληξε διὰ νὰ σιωπήσουν.Αὐτοὶ ὅμως πιὸ πολὺ ἐφώναζαν καὶ ἔλεγαν· Ἐλέησέ μας, Κύριε, ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ.
32 καὶ στὰς ὁ Ἰησοῦς ἐφώνησεν αὐτοὺς καὶ εἶπε· Τί θέλετε ποιήσω ὑμῖν; 32 Και ο Ιησούς, αφού εστάθη, τους εκάλεσε κοντά του και τους είπε· “τι θέλετε να κάμω εις σας;” 32 Καὶ ἀφοῦ ἐστάθη ὁ Ἰησοῦς, τοὺς ἐκάλεσε καὶ τοὺς εἶπε· Τὶ θέλετε νὰ σᾶς κάμω;
33 λέγουσιν αὐτῷ· Κύριε, ἵνα ἀνοιχθῶσιν ἡμῶν οἱ ὀφθαλμοὶ. 33 Λεγουν εις αυτόν· “Κυριε, θέλομεν να ανοιχθούν τα μάτια μας”. 33 Λέγουν εἰς αὐτόν· Κύριε, θέλομεν νὰ ἀνοιχθοῦν τὰ μάτια μας.
34 σπλαγχνισθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν, καὶ εὐθέως ἀνέβλεψαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί, καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ. 34 Ο δε Ιησούς τους ευσπλαγχνίσθη, ήγγισε τα μάτια των και αμέσως αυτοί απέκτησαν το φως των και με ευγνωμοσύνην πολλήν τον ηκολούθησαν. 34 Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς ἐσπλαγχνίσθη καὶ τοὺς ἤγγισε τὰ μάτια καὶ ἀμέσως τὰ μάτια των ἀπέκτησαν καὶ πάλιν τὸ φῶς των, καὶ ἀπὸ εὐγνωμοσύνην τὸν ἠκολούθησαν καὶ οἱ δύο.