Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:05
Δύση: 17:16
Σελ. 12 ημ.
318-48
16ος χρόνος, 6115η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 (Β)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλέεμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρῴδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα 1 Οταν δε εγεννήθη ο Ιησούς εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, κατά τας ημέρας που βασιλεύς ήτο ο Ηρώδης, ιδού μάγοι (δηλαδή άνθρωποι σοφοί που εμελετούσαν και τους αστέρας του ουρανού) ήλθον από τας χώρας της Ανατολής εις τα Ιεροσόλυμα. 1 Όταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐγεννήθη εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας κατὰ τὰς ἡμέρας τοῦ βασιλέως Ἡρῴδου ἰδοὺ σοφοὶ ἀστρολόγοι ἀπὸ τὰ μέρη τῆς ἀνατολῆς ἦλθαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα 2
2 λέγοντες· Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ. 2 Και ερωτούσαν τους κατοίκους· “που είναι ο νεογέννητος βασιλεύς των Ιουδαίων; Διότι ημείς είδαμεν τον αστέρα αυτού εις την Ανατολήν και από το ουράνιον αυτό φαινόμενον επληροφορηθήκαμεν την γέννησίν του και ήλθομεν να τον προσκυνήσωμεν”. 2 καὶ εἶπαν· Ποῦ εἶναι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων, ποὺ τώρα τελευταίως ἐγεννήθη; Διότι εἴδαμεν τὸν ἀστέρα του τὴν ὥραν, ποὺ μὲ τὴν ἀνατολήν του ἔδιδεν εἴδησιν διὰ τὴν γέννησιν τοῦ νέου βασιλέως καὶ ἤλθαμεν νὰ τὸν προσκυνήσωμεν.
3 ἀκούσας δὲ Ἡρῴδης ὁ βασιλεὺς ἐταράχθη καὶ πᾶσα Ἱεροσόλυμα μετ’ αὐτοῦ, 3 Οταν ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης να γίνεται λόγος δια νεογέννητον Βασιλέα εκυριεύθη από ταραχήν, διότι εφοβήθη μήπως του αρπάση εκείνος την βασιλείαν· μαζή με τον Ηρώδην εταράχθησαν και όλοι οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ (φοβηθέντες μήπως εκσπάση και εις βάρος αυτών η οργή του αιμοβόρου βασιλέως). 3 3 Ὅταν ὅμως ὁ βασιλεὺς Ἡρῴδης ἤκουσε τὸν λόγον αὐτόν, ποὺ εἶπαν οἱ μάγοι, ἐταράχθη, ἐπειδὴ ἐφοβήθη, μήπως ὁ νέος βασιλεὺς γίνῃ ἀντίζηλός του.Συγχρόνως ὅμως ἐταράχθησαν μαζὶ μὲ αὐτὸν καὶ οἰ κάτοικοι ὅλης τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων, ἐπειδὴ ἐφοβήθησαν, μήπως ἡ στενοχωρία τοῦ σκληροῦ Ἡρῴδου ξεσπάσῃ εἰς αὐτούς.
4 καὶ συναγαγὼν πάντας τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς τοῦ λαοῦ ἐπυνθάνετο παρ’ αὐτῶν ποῦ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. 4 Ο Ηρώδης, αφού εκάλεσε και συνεκέντρωσε όλους τους αρχιερείς και γραμματείς του λαού (αυτούς που εθεωρείτο ότι εγνώριζαν τον νόμον και τους προφήτας) εζητούσε πληροφορίας, που, σύμφωνα με τας Γραφάς, θα εγεννάτο ο Χριστός. 4 Καὶ ἀφοῦ ἐμάζευσεν ὁ Ἡρῴδης ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, ποὺ ἐθεωροῦντο γνῶσται καὶ διδάσκαλοι τοῦ νόμου, ἐζήτει νὰ μάθῃ ἀπὸ αὐτούς, εἰς ποῖον μέρος σύμφωνα μὲ τὰς προφητείας ἐπρόκειτο νὰ γεννηθῇ ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας δηλαδὴ καὶ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ.
5 οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Ἐν Βηθλέεμ τῆς Ἰουδαίας· οὕτως γὰρ γέγραπται διὰ τοῦ προφήτου· 5 Εκείνοι δε του είπαν· “εις την Βηθλεέμ της Ιουδαίας, διότι έτσι έχει γραφή από τον προφήτην Μιχαίαν· 5 Αὐτοὶ δὲ τοῦ εἶπαν· γεννᾶται εἰς τὴν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, διότι ἔτσι ἔχει γραφῆ ἀπὸ τὸν Θεὸν διὰ μέσου τοῦ προφήτου Μιχαίου·
6 Καὶ σύ Βηθλέεμ, γῆ Ἰούδα, οὐδαμῶς ἐλαχίστη εἶ ἐν τοῖς ἡγεμόσιν Ἰούδα· ἐκ σοῦ γὰρ ἐξελεύσεται ἡγούμενος, ὅστις ποιμανεῖ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ. 6 Και συ Βηθλεέμ, που ανήκεις εις την περιοχήν της φυλής Ιούδα μολονότι μικρά στον πληθυσμόν, δεν είσαι από απόψεως αξίας καθόλου μικρότερη και άσημη από τας μεγάλας πόλεις της φυλής του Ιούδα. Και τούτο, διότι από σε θα προέλθη και θα αναδειχθή άρχων, ο οποίος ως καλός πομήν θα οδηγήση με στοργήν τον λαόν μου τον Ισραηλιτικόν”. 6 Καὶ σύ, Βηθλεέμ, ποὺ περιλαμβάνεσαι εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα, μολονότι φαίνεσαι χωρίον μικρόν, δὲν εἶσαι ὅμως καθόλου ἡ πλέον ἀσήμαντος ἀπὸ τὰς πρωτευούσας πόλεις, ποὺ ἡγεμονεύουν εἰς τὴν χώραν τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα.Καὶ δὲν εἶσαι ἡ πλέον,μικρά, διότι ἀπὸ σὲ θὰ βγῇ ἄρχων, ὁ ὁποῖος θὰ ποιμάνῃ τὸν λαόν μου τὸν Ἰσραήλ.
7 Τότε Ἡρῴδης λάθρᾳ καλέσας τοὺς μάγους ἠκρίβωσεν παρ’ αὐτῶν τὸν χρόνον τοῦ φαινομένου ἀστέρος, 7 Τοτε ο Ηρώδης εκάλεσε κρυφίως τους μάγους και επληροφορήθη ακριβώς από αυτούς τον χρόνον, κατά τον οποίον είχε φανή ο αστήρ. 7 Τότε ὁ Ἡρῴδης, ἀφοῦ κρυφίως ἐκάλεσε τοὺς μάγους, ἐξηκρίβωσεν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν χρόνον, ἀφ’ ὅτου ἐφαίνετο τὸ ἄστρον.
8 καὶ πέμψας αὐτοὺς εἰς Βηθλέεμ εἶπε· Πορευθέντες ἐξετάσατε ἀκριβῶς περὶ τοῦ παιδίου· ἐπὰν δὲ εὕρητε ἀπαγγείλατέ μοι, ὅπως κἀγὼ ἐλθὼν προσκυνήσω αὐτῷ. 8 Κατόπιν τους έστειλε εις την Βηθλεέμ και είπε· “πηγαίνετε εκεί και εξετάσατε με κάθε ακρίβειαν όλα τα περί του παιδίου· και όταν θα το εύρετε, πληροφορήσατέ με, δια να έλθω εις την Βηθλεέμ να το προσκυνήσω και εγώ”. 8 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ὡδήγησε νὰ μεταβοῦν εἰς τὴν Βηθλεέμ, εἶπε· Πηγαίνετε ἐκεῖ καὶ ἐξετάσετε μὲ πᾶσαν ἀκρίβειαν διὰ τὸ παιδίον.Ὅταν δὲ εὕρετε, φέρετέ μου εἴδησιν, διὰ νὰ ἔλθω καὶ ἑγὼ εἰς Βηθλεὲμ νὰ τὸ προσκυνήσω.
9 οἱ δὲ ἀκούσαντες τοῦ βασιλέως ἐπορεύθησαν· καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτοὺς ἕως ἐλθὼν ἐστάθη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· 9 Οι δε μάγοι, αφού ήκουσαν τα λόγια του βασιλέως, εξεκίνησαν και επορεύοντο εις την Βηθλεέμ· και ιδού το λαμπρόν αστέρι, που είχαν ίδει εις την Ανατολήν, επροπορεύετο και τους ωδηγούσεν, έως ότου ήλθε και εστάθη επάνω από τον τόπον όπου ευρίσκετο το παιδίον. 9 9 Αὐτοὶ δέ, ἀφοῦ ἤκουσαν τοὺς λόγους αὐτοὺς τοῦ βασιλέως, ἔφυγον διὰ τὴν Βηθλεέμ.Καὶ ἰδοὺ ἄστρον ὑπερφυσικόν, ποὺ ἔλαμπε καὶ τὴν ἡμέραν, ὅμοιον ὅμως πρὸς ἐκεῖνο, ποὺ εἶδαν ἀπ’ ἀρχῆς τῆς ἀνατολῆς του, ἐπήγαινεν ἐμπρὸς ἀπὸ αὐτούς, ἕως ὅτου ἦλθε καὶ ἐστάθη ἐπάνω ἀπὸ τὸ σπίτι, ποὺ ἧτο τὸ παιδίον.
10 ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα. 10 Οι μάγοι, όταν είδαν τον αστέρα, εδοκίμασαν πολύ μεγάλην χαράν (διότι ευρήκαν πάλιν τον ασφαλή οδηγόν των). 10 10 Ὅταν δὲ εἶδαν τὸν ἀστέρα οἱ μάγοι ἐχάρησαν πολὺ μεγάλην χαράν, διότι εἶχαν πλέον ἀσφαλῆ ὁδηγόν.
11 καὶ ἐλθόντες εἰς τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες προσεκύνησαν αὐτῷ, καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα, χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν· 11 Και ελθόντες εις την οικίαν είδαν το παιδίον με την μητέρα αυτού Μαρίαν και πεσόντες στο έδαφος επροσκύνησαν με βαθείαν ευλάβειαν αυτό· και ανοίξαντες τας αποσκευάς και τα θησαυροφυλάκιά των του προσέφεραν δώρα, χρυσόν και πολύτιμα αρώματα της Ανατολής, λιβάνι και σμύρναν. 11 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν εἰς τὸ σπίτι, εἶδαν τὸ παιδίον μὲ τὴν μητέρα του Μαρίαν, καὶ ἀφοῦ ἔπεσαν κατὰ γῆς τὸ προσεκύνησαν, καὶ ἀνοίξαντες τὰ θησαυροφυλάκιά τους τοῦ προσέφεραν δῶρα, χρυσὸν καὶ ἀπὸ τὰ πολύτιμα ἀρωματικὰ τῆς Ἀραβίας, λίβανον καὶ σμύρναν.
12 καὶ χρηματισθέντες κατ’ ὄναρ μὴ ἀνακάμψαι πρὸς Ἡρῴδην, δι’ ἄλλης ὁδοῦ ἀνεχώρησαν εἰς τὴν χώραν αὐτῶν. 12 Επειδή δε έλαβον εντολήν και οδηγίαν από τον Θεόν εις όνειρόν των να μη επιστρέψουν προς τον Ηρώδην, ανεχώρησαν δια την πατρίδα των από άλλον δρόμον. 12 Καὶ ἀφοῦ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Θεὸν ὁδηγίαν εἰς ὄνειρόν τους νὰ μὴ ξαναγυρίσουν εἰς τὸν Ἡρῴδην, ἀνεχώρησαν ἀπὸ ἄλλον δρόμον εἰς τὴν πατρίδα τους.
13 Ἀναχωρησάντων δὲ αὐτῶν ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ Ἡρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. 13 Οταν δε αυτοί ανεχώρησαν, ιδού άγγελος Κυρίου εφάνηκε δι' ονείρου στον Ιωσήφ και του είπε· “σήκω αμέσως χωρίς αναβολήν και πάρε το παιδίον και την μητέρα του και φύγε εις την Αίγυπτον, και μένε εκεί, μέχρις ότου πάλιν εγώ σου είπω· διότι ο Ηρώδης θα αναζητήση το παιδίον, δια να το θανατώση”. 13 Ὅταν δὲ ἀνεχώρησαν οἱ μάγοι, ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐφάνη εἰς τὸ ὄνειρόν του εἰς τὸν Ἰωσὴφ καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω καὶ παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ φεῦγε εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ μένε ἐκεῖ, ἕως ὅτου σοῦ εἴπω.Φύγε, διότι πρόκειται ὁ Ἡρῴδης νὰ ζητήσῃ τὸ παιδίον μὲ τὸν σκοπὸν νὰ τὸ θανατώσῃ.
14 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον, 14 Και ο Ιωσήφ εσηκώθηκε αμέσως, παρέλαβε νύκτα το παιδίον και την μητέρα αυτού και έφυγεν εις την Αίγυπτον. 14 Ὁ Ἰωσὴφ δὲ ἐσηκώθη καὶ παρέλαβε νύκτα τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἀνεχώρησεν εἰς τὴν Αἴγυπτον.
15 καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς Ἡρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ Κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· Ἐξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. 15 Και έμενε εκεί, έως ότου απέθανε ο Ηρώδης και έτσι εξεπληρώθη και επραγματοποιήθη πλήρως εκείνο, που είχε λεχθή από τον Κυριον δια του προφήτου, ο οποίος είπε· “από την Αίγυπτον εκάλεσα τον υιόν μου”. 15 Καὶ ἦτο ἐκεῖ, μέχρις ὅτου ἀπέθανεν ὁ Ἡρῴδης, διὰ νὰ ἐπαληθεύσῃ τελείως ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Κύριον διὰ μέσου τοῦ Προφήτου, ὁ ὁποῖος εἶπεν· Ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸν τόπον τῆς γεννήσεώς του.
16 Τότε Ἡρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλέεμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. 16 Τοτε ο Ηρώδης, όταν είδε ότι οι Μαγοι τον εξεγέλασαν, ωργίσθη παρά πολύ, και επάνω εις την φονικήν οργήν του έστειλε δημίους και έσφαξε όλα τα παιδιά, που ήσαν εις την Βηθλεέμ και εις τα περίχωρα αυτής από ηλικίας δύο ετών και κάτω, σύμφωνα με τον χρόνον, τον οποίον είχε εξακριβώσει από τους μάγους. 16 Τότε ὁ Ἡρῴδης, ὅταν εἶδεν ὅτι οἱ μάγοι τὸν ἐξηπάτησαν καὶ τὸν ἐγέλασαν, ἐθύμωσε πολὺ καὶ ἔστειλε στρατιώτας, οἱ ὁποῖοι ἐθανάτωσαν ὁλα τὰ παιδιά, ποὺ ἦσαν εἰς τὴν Βηθλεὲμ καὶ εἰς ὅλα τὰ περίχωρα καὶ σύνορά της, ἀπὸ ἡλικίας δύο ἐτῶν καὶ κάτω, σύμφωνα μὲ τὸν χρόνον, τὸν ὁποῖον ἐξηκρίβωσεν ἀπὸ τοὺς μάγους.
17 τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ Ἰερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος· 17 Τοτε εξεπληρώθη εκείνο που είχε λεχθή από τον προφήτην Ιερεμίαν, ο οποίος είχε προφητεύσει· 17 17 Τότε ἔλαβε πλήρη πραγματοποίησιν ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸν προφήτην Ἱερεμίαν, ὁ ὁποῖος ἐπροφήτευσε καὶ εἶπε·
18 Φωνὴ ἐν Ραμὰ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσί. 18 “Κραυγή πόνου και σπαραγμού ηκούσθη εις την περιοχήν Ραμά· θρήνος μεγάλος και κλαυθμός και οδυρμός πολύς· όλαι αι μητέρες της περιοχής, απόγονοι της συζύγου του Ιακώβ Ραχήλ (η οποία είχε ταφή εκεί) έκλαιαν και εκόπτοντο δια τα φονευθέντα τέκνα των και δεν ήθελαν με κανένα τρόπον να παρηγορηθούν, διότι τα αθώα αυτά πλάσματα δεν υπάρχουν πλέον”. 18 18 Φωνὴ σπαρακτικὴ ἠκούσθη εἰς τὸ χωρίον τῆς φυλῆς Βενιαμὶν Ραμᾶ, θρῆνος καὶ κλάματα καὶ ὀδυρμὸς πολύς.Ἡ σύζυγος τοῦ Ἰακὼβ Ραχήλ, ποὺ ἦτο ἐκεῖ θαμμένη, διὰ τῶν ἀπογόνων τῆς μητέρων, ποὺ ἐστερήθησαν τὰ μικρά τους, κλαίει τὰ τέκνα της, καὶ δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπον νὰ παρηγορηθῇ, διότι τὰ ἀθῷα αὐτὰ παιδιὰ δὲν ὑπάρχουν πλέον εἰς τὴν ζωήν.
19 Τελευτήσαντος δὲ τοῦ Ἡρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ’ ὄναρ τῷ Ἰωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ 19 Οταν δε απέθανε ο Ηρώδης, ιδού άγγελος πάλιν Κυρίου εφάνη δι' ονείρου στον Ιωσήφ, που έμενε εις την Αίγυπτον 19 Ὅταν δὲ ἀπέθανεν ὁ Ἡρῴδης, ἰδοὺ ἐφάνη εἰς τὸ ὄνειρόν του εἰς τὸν Ἰωσὴφ ἄγγελος Κυρίου ἐν Αἰγύπτῳ 20
20 λέγων· Ἐγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν Ἰσραήλ, τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. 20 και του είπε· “σήκω, πάρε το παιδίον και την μητέρα αυτού και πήγαινε, χωρίς φόβον, εις την χώραν των Ισραηλιτών. Διότι έχουν πλέον αποθάνει εκείνοι, που εζητούσαν να αφαιρέσουν την ζωήν του παιδίου”. 20 καὶ τοῦ εἶπε· Σήκω καὶ πάρε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ πήγαινε μὲ τὴν ἡσυχίαν σου εἰς τὴν χώραν τῶν Ἰσραηλιτῶν.Διότι ἔχουν πλέον ἀποθάνει ἐκεῖνοι, ποὺ ἐζήτουν τὴν ζωὴν τοῦ παιδιοῦ.
21 ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν Ἰσραήλ. 21 Αυτός δε εσηκώθη, επήρε το παιδίον και την μητέρα του και επανήλθεν εις την Παλαιστίνην. 21 21 Αὐτὸς δέ, ἀφοῦ ἐσηκώθη, ἐπῆρε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα του καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Παλαιστίνην.
22 ἀκούσας δὲ ὅτι Ἀρχέλαος βασιλεύει τῆς Ἰουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἡρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ’ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, 22 Οταν όμως ήκουσε ότι εις την Ιουδαίαν βασιλεύει αντί του Ηρώδου του πατρός του ο Αρχέλαος (μοχθηρός επίσης ηγεμών) εφοβήθη να μεταβή εκεί. Λαβών δε οδηγίας από τον Θεόν στο όνειρόν του ανεχώρησε και επήγε εις τα μέρη της Γαλιλαίας (όπου ηγεμόνευεν ο Ηρώδης Αντίπας, ολιγώτερον σκληρός από τον αδελφόν του Αρχέλαον). 22 Ἀλλ’ ὅταν ἤκουσεν, ὅτι ὁ Ἀρχέλαος ἐβασίλευεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν ἀντὶ τοῦ πατρός του Ἡρῴδου, ἐφοβήθη νὰ μεταβῇ ἐκεῖ.Καὶ καθὼς ὡδηγήθη εἰς ὄνειρον ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας, ὅπου ἦτο ἡγεμὼν ὁ ὀλιγώτερον σκληρὸς ἀπὸ τὸν ἀδελφόν του Ἀρχέλαον Ἡρῴδης ὁ Ἀντίπας.
23 καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται. 23 Και αφού ήλθεν εκεί, εγκατεστάθη εις την πόλιν ονομαζομένην Ναζαρέτ· και έτσι εξεπληρώθη αυτό που είχε προαναγγελθή από τους προφήτας, ότι δηλαδή ο Ιησούς “θα ονομασθή (περιφρονητικώς από τους εχθρούς του) Ναζωραίος”. 23 Καὶ ἀφοῦ ἦλθε, κατοίκησεν εἰς πόλιν ποὺ λέγεται Ναζαρέτ, διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τοὺς προφήτας, ὅτι ὁ Ἰησοῦς θὰ ὀνομασθῇ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς του περιφρονητικῶς Ναζωραῖος.