Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος· καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· | 1 Οταν δε είδεν ο Ιησούς τα πλήθη, που είχαν έλθει να τον ακούσουν, ανέβη ολίγον εις την πλαγιάν του όρους και αφού εκάθισεν, ήλθαν πλησίον οι μαθηταί του. | 1 Όταν δὲ εἶδε τοὺς ὄχλους, ἀνέβη εἰς τὸ γειτονικὸν πρὸς τὴν λίμνην ὄρος καὶ ἀφοῦ ἐκάθισεν, ἦλθαν πλησίον του οἱ μαθηταί του. |
2 καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων· | 2 Και ανοίξας το στόμα αυτού εδίδασκεν τους μαθητάς και τα πλήθη και έλεγε· | 2 Καὶ ἀφοῦ ἤνοιξε τὸ στόμα του μὲ τὴν ἀπόφασιν νὰ ὁμιλήσῃ, τοὺς ἐδίδασκε λέγων· |
3 Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | 3 “Μακάριοι και τρισευτιχισμένοι είναι εκείνοι, που συναισθάνονται την πνευματικήν πτωχείαν των (και εξαρτούν τον εαυτόν τους με ταπείνωσιν και πίστιν από τον Θεόν), διότι ιδική των είναι η βασιλεία των ουρανών. | 3 Μακάριοι καὶ πανευτυχεῖς εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ταπεινῶς συναισθάνονται τὴν πνευματικὴν πτωχείαν των καὶ τὴν ἐξάρτησιν ὁλοκλήρου τοῦ ἐαυτοῦ των ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι εἶναι ἰδική των ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. |
4 μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. | 4 Μακάριοι είναι όσοι πενθούν (δια τας αμαρτίας των και δια το κακόν που επικρατεί στον κόσμον) διότι αυτοί θα παρηγορηθούν από τον Θεόν. | 4 Μακάριοι εἶναι ὅσοι πενθοῦν (διὰ τὰς ἁμαρτίας των καὶ διὰ τὸ κακόν ποὺ ἐπικρατεῖ εἰς τὸν κόσμον) διότι αὐτοὶ θα παρηγορηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεόν. |
5 μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν. | 5 Μακάριοι είναι οι πράοι και ειρηνικοί, διότι αυτοί θα λάβουν ως κληρονομίαν την νέαν γην της επαγγελίας, την άνω Ιερουσαλήμ, την βασιλείαν των ουρανών. | 5 Μακάριοι εἶναι οἱ πρᾶοι καὶ εἰρηνικοί, διότι αὐτοὶ θὰ λάβουν ὡς κληρονομίαν τὴν νέαν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, τὴν ἄνω ῾Ιερουσαλήμ, τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. |
6 μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. | 6 Μακάριοι όσοι πεινούν και διψούν δια να αποκτήσουν οι ίδιοι, να επικρατήση δε και στον κόσμον η δικαιοσύνη και η αρετή, διότι αυτοί θα χορτάσουν. | 6 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ μὲ σφοδρὸν ἐσωτερικὸν πόθον σὰν πεινασμένοι καὶ διψασμένοι ἐπιθυμοῦν τὴν δικαιοσύνην καὶ τελειότητα, διότι αὐτοὶ θὰ χορτασθοῦν διὰ πλήρους ἰκανοποιήσεως τοῦ πόθου των. |
7 μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. | 7 Μακάριοι οι ευσπλαγχνικοί και ελεήμονες, που συμπονούν και ελεούν τον πάσχοντα, διότι αυτοί θα ελεηθούν πλουσίως από τον Θεόν. | 7 Μακάριοι εἶναι οἱ εὐσπλαγχνικοὶ καὶ ἐπιεικεῖς, ποὺ συμπονοῦν εἰς τὴν δυστυχίαν τοῦ πλησίον, διότι αὐτοὶ θὰ ἐλεηθοῦν ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως. |
8 μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται. | 8 Μακάριοι όσοι έχουν καθαράν και αμόλυντον την καρδίαν, διότι αυτοί θα ίδουν τον Θεόν εις την δόξαν του. | 8 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν τὴν καρδίαν τους καθαρὰν ἀπὸ κάθε μολυσμὸν ἁμαρτίας, διότι αὐτοὶ θὰ ἴδουν τὸν Θεόν. |
9 μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. | 9 Μακάριοι όσοι έχουν ειρήνην μέσα των και προσπαθούν να ειρηνεύουν τους ανθρώπους μεταξύ των, διότι αυτοί θα ανακηρυχθούν, εμπρός στον ουράνιον και επίγειον κόσμον, υιοί του Θεού. | 9 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἔχουν μέσα τους τὴν ἐκ τοῦ ἁγιασμοῦ εἰρήνην καὶ μεταδίδουν αὐτὴν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους, εἰρηνεύοντες τούτους καὶ μεταξύ των καὶ πρὸς τὸν Θεόν, διότι αὐτοὶ θὰ ἀναγνωρισθοῦν καὶ θὰ διακηρυχθοῦν εἰς τὸν οὐράνιον κόσμον υἱοὶ Θεοῦ. |
10 μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | 10 Μακάριοι όσοι έχουν διωχθή ένεκα της αρετής και της πίστεώς των, διότι εις αυτούς ανήκει η βασιλεία των ουρανών. | 10 Μακάριοι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ ἐδιώχθησαν ἕνεκα τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς χριστιανικῆς των τελειότητος, διότι εἶναι ἰδική των ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. |
11 μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ· | 11 Μακάριοι είσθε, όταν σας εμπαίξουν και σας υβρίσουν οι άνθρωποι, και σας διώξουν και, ψευδόμενοι, είπουν παντός είδους κακολογίας και κατηγορίας ενάντιον σας, επειδή πιστεύετε εις εμέ. | 11 Μακάριοι εἶσθε, ὅταν σᾶς ἐμπαίξουν καὶ σᾶς ὑβρίσουν οἱ ἄνθρωποι, καὶ σᾶς διώξουν καί, ψευδόμενοι, εἴπουν παντὸς εἴδους κακολογίας καὶ κατηγορίας ἐναντίον σας, ἐπειδὴ πιστεύετε εἰς ἐμέ. |
12 χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν. | 12 Χαίρετε και γεμίστε από αγαλλίασιν, διότι η ανταμοιβή σας στους ουρανούς θα είναι μεγάλη και ανυπολόγιστος· έτσι κατεδίωξαν και τους προφήτας τους οποίους ο Θεός είχε στείλει ενωρίτερα από σας, και οι οποίοι, δια τους διωγμούς που υπέστησαν, είναι μακάριοι. | 12 Χαίρετε καὶ ζωηρὰ ἐκδηλώσατε τὴν χαράν σας, διότι ἡ ἀνταμοιβή σας εἰς τοὺς οὐρανοὺς θὰ εἶναι μεγάλη.Διότι ἔτσι κατεδίωξαν καὶ τοὺς προφήτας, τοὺς ὁποίους ἔστειλεν ὁ Θεὸς προτήτερα ἀπὸ σᾶς. |
13 Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων. | 13 Σεις οι μαθηταί μου είσθε το άλατι της γης (επειδή με το παράδειγμα και την διδασκαλίαν σας έχετε την δυνατότητα να νοστιμαίνετε την ζωήν των ανθρώπων και να προλαμβάνετε την ηθικήν σαπίλαν). Αλλά εάν το άλατι χάση αυτήν την ιδιότητά του, με τι άλλο θα αλατισθή, ώστε να αποκτήση πάλιν την ουσίαν και δύναμίν του; Δεν έχει πλέον καμμίαν αξίαν και εις τίποτε άλλο δεν χρειάζεται, παρά να πεταχθή στον δρόμον και να καταπατήται από τους ανθρώπους. | 13 Σεῖς οἱ μαθηταί μου εἶσθε τὸ πνευματικὸν ἅλας τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀνθρώπων, ἐπειδὴ ἔχετε προορισμὸν νὰ προλαμβάνετε τὴν ἠθικὴν σαπίλαν.Ἀλλ’ ἐὰν τὸ ἅλας χάσῃ τὴν δύναμίν του, μὲ τί θὰ ἀλατισθῇ, ὥστε νὰ ἀποκτήσῃ πάλιν τὴν δύναμιν ποὺ ἔχασε; Δὲν χρησιμεύει πλέον εἰς τίποτε, παρὰ νὰ πεταχθῇ ἔξω εἰς τοὺς δρόμους καὶ νὰ καταπατῆται ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.Ἐὰν λοιπὸν καὶ σεῖς χάσετε τὴν ἠθικήν σας δύναμιν, δὲν θὰ γίνετε ἄχρηστοι μόνον, ἀλλὰ καὶ θὰ περιφρονηθῆτε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. |
14 Ὑμεῖς ἐστε τὸ φῶς τοῦ κόσμου. οὐ δύναται πόλις κρυβῆναι ἐπάνω ὄρους κειμένη· | 14 Σεις με το φωτεινόν σας παράδειγμα και τα λόγια του Ευαγγελίου είσθε το πνευματικόν φως της ανθρωπότητος. Οπως δε μία πόλις που είναι κτισμένη επάνω στο όρος, δεν ημπορεί να κρυφθή, έτσι και ο ιδικός σας βίος θα υποπίπτη, είτε το θέλετε είτε όχι, εις την αντίληψιν των ανθρώπων. | 14 Σεῖς εἶσθε τὸ φῶς τοῦ κόσμου, διότι προορισμὸν ἔχετε μὲ τὸ φωτεινὸν παράδειγμά σας καὶ τοὺς μεταδίδοντας τὸ φῶς τῆς ἀληθείας λόγους σας νὰ φωτίζετε τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὸ σκότος τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς πλάνης.Δὲν εἶναι δυνατὸν μία πόλις, ποὺ εἶναι κτισμένη ἐπάνω εἰς ὅρος, νὰ κρυβῇ.Ἔτσι καὶ ὁ ἰδικός σας βίος θὰ ὑποπίπτῃ εἰς τὴν ἀντίληψιν ὅλων. |
15 οὐδὲ καίουσι λύχνον καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ’ ἐπὶ τὴν λυχνίαν, καὶ λάμπει πᾶσι τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ. | 15 Και όταν ανάπτουν λύχνον οι άνθρωποι, δεν τον θέτουν κάτω από τον κάδον, αλλά επάνω στον λυχνοστάτην, ώστε να φωτίζη όλους εκείνους που ευρίσκονται μέσα στο σπίτι. | 15 Οὔτε ἀνάπτουν οἱ ἄνθρωποι λύχνον διὰ νὰ τὸν βάλουν κάτω ἀπὸ τὸν κάδον, μὲ τὸν ὁποῖον μετροῦν τὸν σῖτον· ἀλλὰ τὸν τοποθετοῦν ἐπάνω εἰς τὸν λυχνοστάτην καὶ φωτίζει μὲ τὴν λάμψιν του ὅλους, ὅσοι εἶναι μέσα εἰς τὸ σπίτι. |
16 οὕτως λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσιν τὸν πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς. | 16 Το φως λοιπόν (που επήρατε από εμέ και είναι τώρα ιδικόν σας) έτσι ας λάμψη εμπρός στους ανθρώπους, δια να ίδουν τα καλά σας έργα και δοξάσουν τον Πατέρα σας τον ουράνιον, που έχει τέτοια ενάρετα τέκνα. | 16 Ἔτσι σὰν ἄλλος λύχνος καλὰ τοποθετημένος ἂς λάμψῃ τὸ φῶς τῆς ἀρετῆς σας ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἴδουν τὰ καλά σας ἔργα καὶ δοξάσουν διὰ τὰ ἐνάρετα καὶ ἅγια παιδιά του τὸν Πατέρα σας, ποὺ εἶναι μὲν πανταχοῦ παρών, ἀλλὰ ἐξαιρετικὰ φανερώνει τὴν παρουσίαν του εἰς τοὺς οὐρανοῦς. |
17 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον καταλῦσαι τὸν νόμον ἢ τοὺς προφήτας· οὐκ ἦλθον καταλῦσαι ἀλλὰ πληρῶσαι. | 17 Μη νομίσετε ότι ήλθα να καταλύσω τον νόμον του Μωϋσέως η την διδασκαλίαν των προφητών. Δεν ήλθα να καταλύσω αυτά, αλλά να τα τηρήσω, να τα εκπληρώσω και να τα ολοκληρώσω εις ένα τέλειον νόμον. | 17 Μὴ νομίσετε, ὅτι ἦλθα διὰ νὰ καταλύσω καὶ ἀκυρώσω τὸν ἠθικὸν νόμον τοῦ Μωϋσέως ἢ τὴν ἠθικὴν διδασκαλίαν τῶν προφητῶν.Δὲν ἦλθα νὰ καταλύσω αὐτά, ἀλλὰ νὰ τὰ συμπληρώσω καὶ νὰ σᾶς τὰ παραδώσω τέλεια. |
18 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἕως ἂν παρέλθῃ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ἰῶτα ἓν ἢ μία κεραία οὐ μὴ παρέλθῃ ἀπὸ τοῦ νόμου ἕως ἂν πάντα γένηται. | 18 Διότι σας διαβεβαιώ με πάσαν επισημότητα, ότι έως ότου υπάρχη ο ουρανός και η γη, ούτε ένα γιώτα η ένα κόμμα, δεν θα παραπέση από τον νόμον, μέχρι την στιγμήν που όλα θα επαληθεύσουν και θα πραγματοποιηθούν εις την ζωήν και το έργον μου. | 18 Διότι ἀληθινὰ σᾶς λέγω καὶ μὲ πᾶσαν σοβαρότητα καὶ ἐπισημότητα σᾶς βεβαιῶ ὅτι, ἕως ὅτου παραμένει καὶ δὲν καταστρέφεται ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, οὔτε ἕν γιῶτα ἢ ἕνα κόμμα, οὔτε δηλαδὴ ἡ μικροτάτη ἀπὸ τὰς ἐντολάς, δὲν θὰ παραπέσῃ ἀπὸ τὸν Νόμον καὶ δὲν θὰ χάσῃ τὸ κῦρος της, ἕως ὅτου ὅλα, ὅσα διατάσσει ὁ Νόμος, λάβουν τὴν ἐπαληθεύσιν καὶ πλήρωσίν τους τόσον ὑπὸ τῶν γεγονότων τῆς ζωῆς μου, ὅσα ἐκ τούτων ἐλέχθησαν προφητικῶς, ὅσον καὶ ἐν τῇ ζωῇ τῶν γνησίων μαθητῶν μου, οἱ ὁποῖοι θὰ τηροῦν ταῦτα ἐπακριβῶς. |
19 ὃς ἐὰν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων καὶ διδάξῃ οὕτως τοὺς ἀνθρώπους, ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ὃς δ’ ἂν ποιήσῃ καὶ διδάξῃ, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. | 19 Εκείνος λοιπόν, που θα παραβή μίαν από τας εντολάς αυτάς, που φαίνονται μικραί και ασήμαντοι, και διδάξη έτσι τους ανθρώπους, θα ονμασθή ελάχιστος εις την βασιλείαν των ουρανών. Εκείνος όμως που θα αγωνισθή να τηρήση όλας τας εντολάς και διδάξη την τήρησιν αυτών και στους ανθρώπους, αυτός θα ανακηρυχθή μέγας εις την βασιλείαν των ουρανών. | 19 Ἀφοῦ λοιπὸν αἱ ἐντολαὶ ἔχουν κῦρος καὶ ἰσχὺν ἀκατάλυτον, ὁποιοσδήποτε θὰ παραβῇ μίαν ἀπὸ ἐκείνας ἀκόμη τὰς ἐντολάς μου, ποὺ φαίνονται πολὺ μικραί, καὶ θὰ διδάξῃ τοὺς ἀνθρώπους οὕτω, ἤτοι νὰ θεωροῦν αὐτὰς μικρὰς καὶ ἀσημάντους, θὰ κηρυχθῇ ἐλάχιστος καὶ τελευταῖος εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ θὰ ἐκτελέσῃ ὅλας ἀνεξαιρέτως τὰς ἐντολὰς καὶ θὰ διδάξῃ καὶ τοὺς ἄλλους νὰ τὰς τηροῦν, οὗτος θὰ ἀναγνωρισθῇ μέγας ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν.Καὶ εἰς αὐτὰς λοιπὸν τὰς ἐντολάς, ποὺ οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι παραμερίζουν μὲ τὰς ἀνθρωπίνους παραδόσεις των, πρέπει νὰ δώσετε μεγάλην προσοχήν. |
20 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι ἐὰν μὴ περισσεύσῃ ἡ δικαιοσύνη ὑμῶν πλεῖον τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. | 20 Διότι σας λέγω και τούτο· εάν η αρετή σας δεν ξεπεράση πολύ την επιφανειακήν και τυπικήν αρετήν των Γραμματέων και Φαρισαίων, δεν θα εισέλθετε εις την βασιλείαν των ουρανών. | 20 Διότι σᾶς λέγω ὅτι, ἐὰν ἡ ἀρετή σας δὲν περισσεύσῃ καὶ δὲν ὑπερτερήσῃ κατὰ πολὺ τὴν ἐξωτερικὴν ἀρετὴν τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων, δὲν θὰ εἰσέλθετε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. |
21 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ φονεύσεις· ὃς δ’ ἂν φονεύσῃ, ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει. | 21 Ηκούσατε ότι ελέχθη από τον Θεόν στους αρχαίους, στους προγόνους σας· Δεν θα φονεύσης· εκείνος που θα φονεύση, θα είναι ένοχος και θα παραπεμθή στο μικρόν επταμελές συνέδριον, που λέγεται κρίσις. | 21 Ἠκούσατε ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ Νόμου εἰς τὰς συναγωγάς, ὅτι ἐλέχθη ἀπὸ τὸν Θεὸν εἰς τοὺς ἀρχαίους: Δὲν θὰ φονεύσῃς· ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ φονεύσῃ, θὰ εἶναι ἔνοχος εἰς τόσον βαθμόν, ὥστε νὰ παραπεμφθῇ πρὸς δίκην εἰς τὸ τοπικὸν ἑπταμελὲς δικαστήριον, ποὺ λέγεται κρίσις. |
22 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, Ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ, Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. | 22 Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας που οργίζεται αδίκως και χωρίς σοβαρόν πνευματικόν λόγον ενάντιον του αδελφού του, έχει την ιδίαν ενόχην, όπως εκείνος που δικάζεται δια φόνον στο επταμελές συνέδριον. Εκείνος δε που θα υβρίση τον αδελφόν του και θα του είπη με περιφρόνησιν “ανόητε, τιποτένιε”, είναι ένοχος εγκλήματος βαρυτέρου, από εκείνά που δικάζει το μεγάλο συνέδριον, το ανώτατον δηλαδή δικαστήριον των Εβραίων. Εκείνος δε που θα είπη με μίσος στον αδελφόν του “αμυαλε, τρελλέ”, είναι βαρύτατα ένοχος και άξιος να τιμωρηθή με την στον Αδην γέενναν του πυρός. | 22 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι καθένας ποὺ ὀργίζεται κατὰ τοῦ ἀδελφοῦ του ἄνευ σοβαροῦ πνευματικοῦ λόγου, διαπράττει ἔγκλημα ἀνάλογον πρὸς ἐκεῖνο, τὸ ὁποῖον ἐδικάζετο ἄλλοτε ἀπὸ τὸ τοπικὸν ἑπταμελὲς δικαστήριον.Ἐκεῖνος δὲ ποὺ θὰ εἴπῃ περιφρονητικῶς εἰς τὸν ἀδελφόν του: Ἀνόητε, εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος βαρυτέρου, σὰν ἐκεῖνα ποὺ δικάζονται ἀπὸ τὸ ἀνώτατον δικαστήριον τῶν Ἰουδαίων.Ἐκεῖνος δὲ ποὺ μὲ μῖσος καὶ κακίαν θὰ εἴπῃ εἰς τὸν ἀδελφόν του: Βλάκα, θὰ εἶναι ἔνοχος ἐγκλήματος ἀξίου νὰ τιμωρηθῇ μὲ τὴν ἐν τῷ Ἅδῃ γέενναν τοῦ πυρός. |
23 ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, | 23 Εάν λοιπόν προσφέρης το δώρον σου στο θυσιαστήριον και εκεί ενθυμηθής ότι ο αδελφός σου έχει κάτι ενάντιόν σου εξ αιτίας της αδίκου και απρεπούς συμπεριφοράς σου, | 23 Ἀφοῦ λοιπὸν κάθε προσβολὴ κατὰ τῶν ἀδελφῶν μας εἶναι ἀξιόποινος, ἐὰν προσφέρῃς τὸ δῶρον σου εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ ἐκεῖ ἐνθυμηθῇς, ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει κάτι ἐναντίον σου δι’ ἀδικίαν, τὴν ὁποίαν τοῦ ἔκαμες, |
24 ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου. | 24 άφησε εκεί το δώρον σου εμπρός στο θυσιαστήριον και πήγαινε πρώτον συμφιλιώσου με τον αδελφόν σου και έπειτα έλα να προσφέρης το δώρον σου στον Θεόν. | 24 ἄφησε ἐκεῖ τὸ δῶρον σου ἐμπρὸς εἰς τὸ θυσιαστήριον καὶ πήγαινε πρῶτον συμφιλιώσου μὲ τὸν ἀδελφόν σου, καὶ τότε, ἀφοῦ συνδιαλλαγῇς, ἐλθὲ καὶ πρόσφερε τὸ δῶρον σου, διότι μόνον τότε θὰ γίνῃ τοῦτο δεκτὸν ἀπὸ τὸν Θεόν. |
25 ἴσθι εὐνοῶν τῷ ἀντιδίκῳ σου ταχὺ ἕως ὅτου εἶ ἐν τῇ ὁδῷ μετ’ αὐτοῦ, μήποτέ σε παραδῷ ὁ ἀντίδικος τῷ κριτῇ, καὶ ὁ κριτὴς σε παραδῷ τῷ ὑπηρέτῃ, καὶ εἰς φυλακὴν βληθήσῃ· | 25 Συμβιβάσου και συμφιλιώσου γρήγορα με τον αντίδικόν σου, εφ' όσον ευρίσκεσαι μάζή του στον δρόμον, που οδηγεί στο δικαστήριον. Πρόλαβε, μήπως σε παραδώση ο αντίδικος στον δικαστήν, και ο δικαστής σε παραδώση ως ένοχον στον εκτελεστήν των ποινών και ριφθής έτσι εις την φυλακήν. | 25 Ἔσο συμβιβαστικὸς καὶ μὲ συμφιλιωτικὰς διαθέσεις πρὸς τὸν δανειστήν, μὲ τὸν ὁποῖον εὐρίσκεσαι εἰς δίκην.Καὶ δεῖξε τὰς διαθέσεις αὐτὰς γρήγορα, ἕως ὅτου εὐρίσκεσαι μαζί του εἰς τὸν δρόμον ποὺ ὁδηγεῖ εἰς τὸ δικαστήριον.Πρόλαβε, μήπως σὲ παραδώσῃ ὁ ἀντίδικος εἰς τὸν δικαστὴν καὶ ὁ δικαστὴς σὲ καταδικάσῃ καὶ σὲ παραδώσῃ εἰς τὸν ἐκτελεστὴν τῶν ποινῶν καὶ ἔτσι ριφθῇς εἰς φυλακήν. |
26 ἀμὴν λέγω σοι, οὐ μὴ ἐξέλθῃς ἐκεῖθεν ἕως ἂν ἀποδῷς τὸν ἔσχατον κοδράντην. | 26 Σε διαβεβαιώνω ότι δεν θα βγης από εκεί, έως ότου εξοφλήσης και το τελευταίον δίλεπτον. | 26 Ἀληθινὰ σοῦ λέγω, ὅτι δὲν θὰ ἐξέλθῃς ἀπ’ ἐκεῖ, ἕως ὅτου ἐξοφλήσῃς καὶ τὸ τελευταῖον δίλεπτον.Πόσον φοβερὸν εἶναι λοιπὸν νὰ ἐμφανισθῇς ἐνώπιον τοῦ ὑπερτάτου κριτοῦ ἀσυμφιλίωτος μὲ τοὺς ἀδελφούς σου, ποὺ ἠδίκησες! |
27 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐ μοιχεύσεις. | 27 Ηκούσατε ότι ελέχθη στους αρχαίους· να μη μοιχεύσης. | 27 Ἠκούσατε ὅτι ἐλέχθη εἰς τοὺς ἀρχαίους· νὰ μὴ μοιχεύσῃς.Καὶ οἰ γραμματεῖς περιορίζουν τὴν ἐντολὴν αὐτὴν μόνον εἰς τὸ ἁμάρτημα μὲ ὕπανδρον γυναῖκα. |
28 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ. | 28 Εγώ όμως σας λέγω ότι καθένας, ο οποίος βλέπει γυναίκα με την πονηράν επιθυμίαν προς αμαρτίαν, ήδη με την εμπαθή αυτήν ματιάν διέπραξε την αμαρτίαν της μοιχείας μέσα εις την ακάθαρτον καρδίαν του. | 28 Ἀλλ’ ἐγὼ σᾶς λέγω, ὅτι καθένας ποὺ βλέπει οἰανδήποτε γυναῖκα διὰ νὰ τὴν ἐπιθυμήσῃ πρὸς ἁμαρτίαν, ἤδη μὲ τὴν ἐμπαθῆ αὐτὴν ματιὰν ἐμοίχευσεν αὐτὴν μέσα εἰς τὴν καρδίαν του καὶ ἡμάρτησε μὲ τὴν πρόθεσιν καὶ προαίρεσίν του. |
29 εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν. | 29 Εάν δε ο δεξιός σου οφθαλμός νοσή και σε ενοχλή και υπάρχη φόβος να βλάψη όλον το σώμα, βγάλε τον και πέταξέ τον μακρυά από σε. Διότι συμφέρει εις σε να χαθή ένα μέλος του σώματος, παρά να ριφθής μαζή με όλον το σώμα εις την γέενναν του πυρός. (Δηλαδή εάν ένα πρόσωπον πολύτιμον και αγαπητόν, όπως ο δεξιός οφθαλμός, σε εξερεθίζη προς αμαρτίαν, χωρίσου οριστικώς απ' αυτό και κόψε την επικοινωνίαν μαζή του, διότι σε συμφέρει να το στερηθής το πρόσωπον αυτό, παρά να ριφθής μαζή του στο άσβεστον πυρ της κολάσεως). | 29 Ἐὰν δὲ πρόσωπον χρήσιμον καὶ προσφιλὲς εἰς σὲ σὰν τὸ δεξιόν σου μάτι σοῦ γίνεται ἀφορμὴ ἐμπαθοῦς ἐπιθυμίας καὶ ἁμαρτίας, χωρίσου ὁριστικῶς ἀπὸ αὐτό, καὶ πέταξέ το μακρυὰ ἀπὸ σέ, ὅπως θὰ ἔκανες καὶ μὲ τὸ μάτι σου, ἐὰν θὰ ἐκινδύνευε νὰ πάθη ἀπὸ αὐτὸ τὸ ὅλον σῶμα σου· διότι συμφέρει νὰ χαθῇ ἐν ἀπὸ τὰ μέλη σου καὶ νὰ μὴ ριφθῇ ὅλον τὸ σῶμα σου εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως.Σὲ συμφέρει νὰ στερηθῇς τὴν φιλίαν καὶ χρησιμότητα τοῦ προσώπου αὐτοῦ καὶ νὰ μὴ ριφθῇς μαζὶ μὲ ἐκεῖνο εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. |
30 καὶ εἰ ἡ δεξιά σου χεὶρ σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὴν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· συμφέρει γάρ σοι ἵνα ἀπόληται ἓν τῶν μελῶν σου καὶ μὴ ὅλον τὸ σῶμά σου βληθῇ εἰς γέενναν. | 30 Και εάν πρόσωπον χρήσιμον εις σε, όπως το δέξι σου χέρι, γίνεται πειρασμός να πέσης εις την αμαρτίαν, κόψε κάθε σχέσιν μαζή του και χωρίσου απ' αυτό, όπως θα έκοπτες και θα επετούσες το δέξι σου χέρι, εάν αυτό αποτελούσε κίνδυνον δι' όλον το σώμα· διότι σε συμφέρει να χαθή ένα από τα μέλη σου (να στερηθής δηλαδή τας υπηρεσίας του φίλου σου) και να μη ριφθής μαζή με εκείνον στο πυρ της κολάσεως. | 30 Καὶ ἐὰν πρόσωπον ποὺ σοῦ εἶναι χρήσιμον σὰν τὴν δεξιάν σου χεῖρα σὲ σκανδαλίζῃ, κόψε τελείως τὴν χεῖρα σου αὐτὴν καὶ πέταξέ την μακρυὰ ἀπὸ σέ· διότι σὲ συμφέρει νὰ χαθῇ ἕνα ἀπὸ τὰ μέλη σου καὶ νὰ στερηθῇς τὰς ὑπηρεσίας τοῦ φίλου σου, ποὺ σοῦ εἶναι χρησιμώτατος, καὶ νὰ μὴ ριφθῇς μαζὶ μὲ ἐκεῖνον εἰς τὸ πῦρ τῆς κολάσεως. |
31 Ἐρρέθη δέ· Ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ, δότω αὐτῇ ἀποστάσιον. | 31 Ακόμη ελέχθη, όποιος χωρίση την γυναίκα του, ας της δώση γραπτόν διαζύγιον. | 31 Ἐλέχθη ἀκόμη· ἐκεῖνος ποὺ θὰ χωρίσῃ καὶ θὰ διώξῃ τὴν γυναῖκα του, ἂς τῆς δώσῃ ἔγγραφον διαζυγίου. |
32 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι ὃς ἂν ἀπολύσῃ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ παρεκτὸς λόγου πορνείας, ποιεῖ αὐτὴν μοιχᾶσθαι, καὶ ὃς ἐὰν ἀπολελυμένην γαμήσῃ μοιχᾶται. | 32 Εγώ όμως σας λέγω ότι όποιος χωρίσει την γυναίκα του χωρίς την αιτίαν της μοιχείας, την σπρώχνει εις την μοιχείαν (διότι μοιχεία είναι πλέον, εάν αυτή έλθη εις νέον γάμον, εφ' όσον ζη ο πρώτος της ανήρ). Και εκείνος που θα λάβη ως σύζυγον διεζευγμένην γυναίκα, διαπράττει μοιχείαν. | 32 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω, ὅτι ἐκεῖνος ποὺ θὰ διώξῃ τὴν γυναῖκα του, χωρὶς νὰ ὑπάρχῃ αἰτία μοιχείας, συντελεῖ εἰς τὸ νὰ γίνῃ αὕτη μοιχαλίς, ἐὰν συζευχθῇ ἄλλον.Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ νυμφευθῇ διεζευγμένην γυναῖκα, γίνεται μοιχός. |
33 Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις, Οὐκ ἐπιορκήσεις, ἀποδώσεις δὲ τῷ Κυρίῳ τοὺς ὅρκους σου. | 33 Παλιν έχετε ακούσει ότι ελέχθη στους προγόνους σας· δεν θα καταπατήσης τον όρκον σου, αλλά ως καθήκον ιερόν προς τον Κυριον θα τηρήσης τας υποσχέσεις και τας μαρτυρίας, που με όρκον ανέλαβες. | 33 Πάλιν ἠκούσατε ὅτι ἐλέχθη εἰς τοὺς παλαιοὺς προγόνους μας· Δὲν θὰ ἀθετήσῃς τὸν ὅρκον σου, ἀλλ’ ὡς χρέος ἱερόν, ποὺ ὀφείλεις νὰ ἐξοφλήσῃς εἰς τὸν Κύριον, θὰ τηρήσῃς τὰς ἐνόρκους ὑποσχέσεις καὶ μαρτυρίας σου. |
34 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ὀμόσαι ὅλως· μήτε ἐν τῷ οὐρανῷ, ὅτι θρόνος ἐστὶν τοῦ Θεοῦ· | 34 Εγώ όμως σας λέγω, να μην ορκισθήτε καθόλου, ούτε στον ουρανόν, διότι είναι θρόνος του παντοκράτορος Θεού, | 34 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω νὰ μὴ ὁρκισθῆτε καθόλου· οὔτε εἰς τὸν οὐρανὸν μὴ ὁρκισθῆτε, διότι ὁ οὐρανὸς εἶναι θρόνος τοῦ Θεοῦ· |
35 μήτε ἐν τῇ γῇ, ὅτι ὑποπόδιόν ἐστιν τῶν ποδῶν αὐτοῦ· μήτε εἰς Ἱεροσόλυμα, ὅτι πόλις ἐστὶν τοῦ μεγάλου βασιλέως· | 35 ούτε εις την γην, διότι είναι σαν άλλο υποπόδιον εις τα πόδια αυτού, ούτε εις τα Ιεροσόλυμα, διότι είναι πόλις του μεγάλου βασιλέως Θεού, εφ' όσον εκεί είναι κτισμένος ο ναός του· | 35 οὔτε εἰς τὴν γῆν μὴ ὁρκισθῆτε, διότι σὰν εἰς ἄλλο σκαμνίον ἀκουμβοῦν ἐπάνω της οἱ πόδες του· οὔτε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, διότι διὰ τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἐκεῖ κτισμένος, εἶναι πόλις τοῦ μεγάλου βασιλέως Θεοῦ. |
36 μήτε ἐν τῇ κεφαλῇ σου ὀμόσῃς, ὅτι οὐ δύνασαι μίαν τρίχα λευκὴν ἢ μέλαιναν ποιῆσαι. | 36 ούτε εις την κεφαλήν σου να ορκισθής, που είναι δημιούργημα του Θεού, διότι συ δεν μπορείς ούτε μίαν τρίχα να την κάμης μαύρην η άσπρη (δηλαδή εις τίποτε να μη ορκισθής, αφού τα πάντα τα γεμίζει η παρουσία του Θεού). | 36 Οὔτε εἰς τὴν κεφαλήν σου μὴ ὁρκισθῇς, διότι τὴν ἐδημιούργησεν ὁ Θεός, σὺ δὲ δὲν ἠμπορεῖς οὔτε μιᾶς τριχὸς τὸ χρῶμα πραγματικῶς καὶ κατὰ βάθος νὰ μεταβάλῃς, ὥστε μίαν μαύρην τρίχα νὰ τὴν κάμῃς λευκήν, ἢ μίαν λευκὴν νὰ τὴν ἀλλάξῃς εἰς μαύρην. |
37 ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναί, οὒ οὔ· τὸ δὲ περισσὸν τούτων ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστιν. | 37 Ας είναι δε ο λόγος σας αληθινός πάντοτε, ώστε το ναι να είναι ναι και το όχι να είναι όχι. Διότι το παραπάνω από αυτά είναι από τον πονηρόν, τον πατέρα του ψεύδους. | 37 Ἂς εἶναι δὲ ὁ λόγος σας ναί, ὅταν πράγματι εἶναι ναί· καὶ ὄχι, ὅταν καὶ πράγματι εἶναι ὄχι· τὸ ἐπὶ πλέον δὲ ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀπὸ τὸν πονηρόν, τὸν πρῶτον ἐπινοητὴν καὶ πατέρα τοῦ ψεύδους. |
38 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος. | 38 Ηκούσατε ότι ελέχθη, οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος (δηλαδή να ανταποδίδης ίσον κακόν προς το κακόν, που σου έκαμεν ο άλλος). | 38 Ἠκούσατε ὅτι ἐλέχθη· ἐκεῖνος ποὺ ἐπλήγωσε καὶ ἐτραυμάτισε κάποιον, πρέπει νὰ δώσῃ μάτι ἀντὶ τοῦ ματιοῦ ποὺ ἔβλαψε, καὶ δόντι διὰ τὸ δόντι τοῦ πλησίον, ποὺ μὲ τὸ κτύπημά του ἔσπασεν ἢ ἐπέταξεν ἔξω. |
39 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν μὴ ἀντιστῆναι τῷ πονηρῷ· ἀλλ’ ὅστις σε ῥαπίζει εἰς τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αὐτῷ καὶ τὴν ἄλλην· | 39 Εγώ όμως σας λέγω να μη καταληφθήτε από οργήν και εχθρότητα και να μη αντισταθήτε στον πονηρόν άνθρωπον αποδιδόντες κακόν αντί κακού, αλλά αν κανείς σε ραπίση στο δεξιόν μέρος του πρωσώπου σας, γύρισε με πραότητα και υποχωρητικότητα και το άλλο μέρος του προσώπου (πρόθυμος να δεχθής και δεύτερον ράπισμα). | 39 Ἐγὼ ὅμως σᾶς λέγω νὰ μὴ προβάλετε ἀντίστασιν εἰς τὸν πονηρόν, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανόν του ἐκεῖνον ποὺ σᾶς βλάπτει· ἀλλ’ ὅποιος σὲ ραπίσῃ εἰς τὸ δεξιὸν μέρος τῆς σιαγόνος, στρέψον εἰς αὐτὸν καὶ τὸ ἄλλο μέρος διὰ νὰ ραπίσῃ καὶ τοῦτο. |
40 καὶ τῷ θέλοντί σοι κριθῆναι καὶ τὸν χιτῶνά σου λαβεῖν, ἄφες αὐτῷ καὶ τὸ ἱμάτιον· | 40 Και εις εκείνον που θέλει να σε οδηγήση εις τα δικαστήρια, δια να σου πάρη το υποκάμισον, άφησέ του και το επανωφόρι σου. | 40 Καὶ ἐκεῖνον ποὺ θέλει νὰ κάμῃ δίκην μαζί σου καὶ νὰ σοῦ πάρῃ τὸ ὑποκάμισον, ἄφησέ του καὶ τὸ ἐπανωφόριόν σου. |
41 καὶ ὅστις σε ἀγγαρεύσει μίλιον ἕν, ὕπαγε μετ’ αὐτοῦ δύο. | 41 Και αν κανείς σε αγγαρεύση ένα μίλι πήγαινε μαζή του δύο (να φανής δηλαδή υποχωρητικός και ν' αποφύγης έτσι φιλονεικίας και διαπληκτισμούς). | 41 Καὶ μὲ ἐκεῖνον, ποὺ θέλει νὰ σὲ ἀγγαρεύσῃ διὰ νὰ τὸν συνοδεύσῃς ἐπὶ ἕν μίλιον, πήγαινε μαζί του δύο μίλια. |
42 τῷ αἰτοῦντί σε δίδου, καὶ τὸν θέλοντα ἀπὸ σοῦ δανείσασθαι μὴ ἀποστραφῇς. | 42 Εις εκείνον που έχει πράγματι ανάγκην και σου ζητεί ελεημοσύνην, δίδε με ειλικρινή αγάπην, και μη περιφρονήσης αυτόν, που θέλει να δανεισθή από σε χωρίς τόκον. | 42 Εἰς ἐκεῖνον ποὺ σοῦ ζητεῖ ἐλεημοσύνην, δίδε, ἀλλὰ πάντοτε μὲ διάκρισιν ποὺ θὰ τὴν διαπνέῃ εἰλικρινὴς ἀγάπη· καὶ μὴ περιφρονήσῃς ἐκεῖνον, ποὺ θέλει νὰ δανεισθῇ χωρὶς τόκον ἀπὸ σέ. |
43 Ἠκούσατε ὅτι ἐρρέθη, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. | 43 Ηκούσατε ότι ελέχθη· θα αγαπήσης τον πλησίον σου και θα μισήσης τον εχθρόν σου. | 43 Ἠκούσατε, ὅτι ἐλέχθη· Θὰ ἀγαπήσῃς τὸν πλησίον σου καὶ θὰ μισήσῃς τὸν ἐχθρόν σου. |
44 ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων ὑμᾶς καὶ διωκόντων ὑμᾶς, | 44 Εγώ όμως σας λέγω, αγαπάτε τους εχθρούς σας, ευλογείτε αυτούς, οι οποίοι σας καταρώνται, ευεργετείτε αυτούς, οι οποίοι σας μισούν, και προσεύχεσθε δι' εκείνους, οι οποίοι σας υβρίζουν και σας συκοφαντούν και σας καταδιώκουν αδίκως, | 44 Ἐγὼ δὲ σᾶς λέγω, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθρούς σας, εὔχεσθε πρὸς τὸν Θεὸν ἀγαθὰ δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σᾶς καταρῶνται, εὐεργετεῖτε ἐκείνους, ποὺ σᾶς μισοῦν, καὶ προσεύχεσθε ὑπὲρ ἐκείνων, οἱ ὁποῖοι σᾶς μεταχειρίζονται ὑβριστικῶς καὶ περιφρονητικῶς καὶ σᾶς καταδιώκουν ἀδίκως, ἀκόμη καὶ ὅταν ὁ διωγμός των αὐτὸς σᾶς γίνεται διὰ τὰς θρησκευτικάς σας πεποιθήσεις. |
45 ὅπως γένησθε υἱοὶ τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς, ὅτι τὸν ἥλιον αὐτοῦ ἀνατέλλει ἐπὶ πονηροὺς καὶ ἀγαθοὺς καὶ βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους. | 45 δια να αναδειχθήτε έτσι τέκνα του ουρανίου Πατρός σας. Διότι και αυτός τον ζωογόνον ήλιόν του ανατέλλει εις πονηρούς και αγαθούς και στέλνει την βροχήν στους δικαίους και στους αδίκους. | 45 Διὰ νὰ ὁμοιάσετε ἔτσι καὶ νὰ γίνετε τέκνα τοῦ Πατρός σας, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς.Διότι καὶ αὐτὸς τὸν ἥλιον, ποὺ εἶναι ἰδικός του, ἀνατέλλει ἀδιακρίτως εἰς πονηροὺς καὶ εἰς ἀγαθούς, καὶ βρέχει τὴν βροχήν του εἰς δικαίους καὶ ἀδίκους. |
46 ἐὰν γὰρ ἀγαπήσητε τοὺς ἀγαπῶντας ὑμᾶς, τίνα μισθὸν ἔχετε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αὐτὸ ποιοῦσι; | 46 Διότι, εάν αγαπήσετε εκείνους μόνον που σας αγαπούν, ποίαν ανταμοιβήν έχετε να περιμένετε από τον Θεόν; Μηπως και οι τελώναι δεν κάμνουν το ίδιο; | 46 Διότι, ἐὰν ἀγαπήσετε ἐκείνους μόνον, ποὺ σᾶς ἀγαποῦν, ποίαν ἀνταμοιβὴν ἔχετε νὰ λαμβάνετε ἀπὸ τὸν Θεόν; Δὲν κάνουν τὸ αὐτὸ καὶ οἰ τελῶναι; |
47 καὶ ἐὰν ἀσπάσησθε τοὺς φίλους ὑμῶν μόνον, τί περισσὸν ποιεῖτε; οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι οὕτω ποιοῦσιν; | 47 Και εάν χαιρετίσετε με εγκαρδιότητα τους φίλους σας τους Ιουδαίους, τι περισσότερον κάμνετε από τους άλλους; Το ίδιο δεν κάμνουν και οι τελώναι; | 47 Καὶ ἐὰν χαιρετήσετε μόνον τοὺς φίλους σας Ἰουδαίους, τί τὸ ἐξαιρετικὸν πράττετε; Δὲν κάνουν ἔτσι καὶ οἱ τελῶναι; |
48 Ἔσεσθε οὖν ὑμεῖς τέλειοι, ὡς ὁ πατὴρ ὑμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς τέλειός ἐστιν. | 48 Αγωνισθήτε λοιπόν να γίνετε σεις τέλειοι με την αγάπην προς όλους, όπως τέλειος είναι και ο ουράνιος Πατέρας σας. | 48 Πρέπει λοιπὸν νὰ γίνετε τέλειοι διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς πάντας, καθὼς εἶναι τέλειος καὶ ὁ οὐράνιος Πατήρ σας, ὁ ὁποῖος εἶναι ἀγάπη. |