Παρασκευή, 19 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:45
Δύση: 20:05
Σελ. 11 ημ.
110-256
16ος χρόνος, 5907η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12 (ΙΒ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἐπορεύθη ὁ Ἰησοῦς τοῖς σάββασιν διὰ τῶν σπορίμων· οἱ δὲ μαθηταὶ αὐτοῦ ἐπείνασαν, καὶ ἤρξαντο τίλλειν στάχυας καὶ ἐσθίειν. 1 Κατά τον καιρόν εκείνον ο Ιησούς εις ημέραν Σαββάτου επέρασε μέσα από σπαρμένους αγρούς· οι μαθηταί του επείνασαν και ήρχισαν να κόβουν στάχυα, να τα τρίβουν και να τρώγουν τον καρπόν. 1 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐβάδιζεν ὁ Ἰησοῦς ἐν ἡμέρᾳ Σαββάτου διὰ μέσου τῶν σπαρμένων χωραφιῶν, οἱ δὲ μαθηταί του ἐπείνασαν καὶ ἤρχισαν νὰ μαδοῦν στάχυα καὶ νὰ τρώγουν.
2 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἰδόντες εἶπον αὐτῷ· Ἰδοὺ οἱ μαθηταί σου ποιοῦσιν ὃ οὐκ ἔξεστι ποιεῖν ἐν σαββάτῳ. 2 Αλλά οι Φαρισαίοι, όταν είδαν το γεγονός, είπαν εις αυτόν· “ιδού, οι μαθηταί σου κάνουν κάτι, που δεν επιτρέπεται να γίνεται κατά την ημέραν Σαββάτου”. 2 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως, ὅταν εἶδαν αὐτό, τοῦ εἶπαν· Ἰδοὺ οἰ μαθηταί σου κάνουν αὐτό, ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται νὰ τὸ κάμῃ κανεὶς εἰς ἡμέραν Σαββάτου.
3 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ; 3 Ο δε Ιησούς είπεν εις αυτούς· “δεν εδιαβάσατε εις τας Γραφάς τι έκαμεν ο Δαυΐδ, όταν επείνασε αυτός και οι άνθρωποι που ήσαν μαζή του; 3 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς αὐτούς· Δὲν ἀνεγνώσατε, τί ἔκαμεν ὁ Δαβίδ, ὅταν ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ ἦσαν μαζί του;
4 πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὕς οὐκ ἐξὸν ἦν αὐτῷ φαγεῖν οὐδὲ τοῖς μετ’ αὐτοῦ, εἰ μὴ μόνοις τοῖς ἱερεῦσιν; 4 Δηλαδή πως εμπήκε στον οίκον του Θεού, εις την σκηνήν του Μαρτυρίου και έφαγε τους άρτους, που ήσαν τοποθετημένοι εις την τράπεζαν της προθέσεως, ως θυσία στον Θεόν και τους οποίους δεν επετρέπετο ούτε εις αυτόν ούτε στους ανθρώπους που είχε μαζή του να φάγουν, παρά μόνον στους ιερείς. Και όμως, ο Θεός δεν οργίσθη δι' αυτό. 4 Πῶς δηλαδὴ ἐμβῆκεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ καὶ ἔφαγε τοὺς ἄρτους, ποὺ ἦσαν βαλμένοι ὡς θυσία εἰς τὸν Θεὸν ἐπάνω εἰς τὴν τράπεζαν τῆς σκηνῆς, τοὺς ὁποίους δὲν ἦτο ἐπιτετραμμένον οὔτε εἰς αὐτόν, οὔτε εἰς ἐκείνους ποὺ ἦσαν μαζί του νὰ φάγουν, ἀλλ’ εἰς μόνους τοὺς ἱερεῖς ἐπετρέπετο τοῦτο; Καὶ ὅμως διότι ἡ ἀνάγκη τὸ ἐπέβαλλεν, οἱ ἀφιερωμένοι εἰς τὸν Θεὸν ἄρτοι ἐχρησιμοποιήθησαν διὰ τὴν διατροφὴν ἀνθρώπων, ποὺ δὲν ἦσαν ἱερεῖς, ὁ Θεὸς δὲ δὲν ὠργίσθη διὰ τοῦτο.
5 ἢ οὐκ ἀνέγνωτε ἐν τῷ νόμῳ ὅτι τοῖς σάββασιν οἱ ἱερεῖς ἐν τῷ ἱερῷ τὸ σάββατον βεβηλοῦσι καὶ ἀναίτιοί εἰσι; 5 Η δεν εδιαβάσατε στον Νομον, ότι κατά τα Σαββατα καταλύουν οι ιερείς το Σαββατον με τας εργασίας που κάνουν μέσα στον ναόν (όταν ανάβουν φωτιά δια το θυσιαστήριον, σφάζουν τα ζώα που θα προσφερθούν ως θυσία κ.λ.π); Και όμως κανείς δεν τους κατηγορεί δι' αυτό. 5 Ἢ διὰ νὰ σᾶς φέρω καὶ ἄλλην ἀπόδειξιν, δὲν ἀνεγνώσατε εἰς τὸν νόμον, ὅτι κατὰ τὰς ἡμέρας τῶν Σαββάτων οἱ ἱερεῖς μέσα εἰς τὸ ἱερὸν καταλύουν τὸ Σάββατον μὲ τὴν ἐργασίαν, τὴν ὁποίαν κάνουν κόπτοντες ξύλα, ἀνάπτοντες φωτιάν, σφάζοντες καὶ τεμαχίζοντες ζῶα, προκειμένου νὰ προσφερθοῦν αἱ θυσίαι; Καὶ ὅμως διὰ τὰς ἐργασίας των αὐτὰς εἶναι ἀνεύθυνοι καὶ ἀκατηγόρητοι.
6 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι τοῦ ἱεροῦ μεῖζόν ἐστιν ὧδε. 6 Σας λέγω δε τούτο· ότι έδω είναι κάτι πολύ ανώτερον από τον ναόν (διότι εγώ είμαι ο Κυριος του ναού, ο αιώνιος Αρχιερεύς, οι δε μαθηταί μου θα γίνουν οι ιερείς της χάριτος και οι απόστολοί μου). 6 Σᾶς λέγω δέ, ὅτι ἐδῶ εἶναι παραπάνω ἀπὸ τὸν ναόν, διότι οἱ μαθηταί μου, τοὺς ὁποίους κατηγορεῖτε, ἔμειναν νηστικοὶ διὰ τὴν ὑπηρεσίαν ἐμοῦ, ποὺ εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν ναόν.
7 εἰ δὲ ἐγνώκειτε τί ἐστιν, ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν, οὐκ ἂν κατεδικάσατε τοὺς ἀναιτίους. 7 Και εάν είχατε γνωρίσει καλά τι σημαίνει αυτό που είπε ο Θεός, αγάπην και ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπικήν θυσίαν, δεν θα κατεδικάζατε τους αθώους και ανευθύνους μαθητάς μου. 7 Ἐὰν δὲ εἶχατε κατανοήσει, τὶ σημαίνει, θέλω εὔσπλαγχνον διάθεσιν καὶ συμπάθειαν καὶ ὄχι θυσίαν, ποὺ δὲν συνοδεύεται ἀπὸ πραγματικὴν ἀφοσίωσιν καὶ εἰλικρινῆ ἀγάπην, δὲν θὰ κατεδικάζατε τοὺς ἀθῷους καὶ ἐλευθέρους κατηγορίας μαθητάς μου.
8 κύριος γάρ ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. 8 Επειτα δε μάθετε και τούτο· ότι ο Υιός του ανθρώπου-δηλαδή εγώ-είναι κύριος και του Σαββάτου (και ημπορεί, αν το κρίνη, να τροποποιήση και τον θεσμόν αυτόν. Ο,τι έκαμαν οι μαθηταί το έκαμαν με την ιδικήν μου σιωπηράν συγκατάθεσιν και άρα δεν είναι ένοχοι)”. 8 Πράγματι δὲ εἶναι ἀθῷοι καὶ ἀκατηγόρητοι οἱ μαθηταί μου, διότι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κύριος καὶ τοῦ Σαββάτου.Τὸ Σάββατον εἶναι θεσμὸς παιδαγωγικὸς καὶ ἰσχύει, μέχρις ποὺ ὁ ἄνθρωπος φθάσῃ εἰς ἠθικὴν τελειότητα.Ἐγὼ δέ, ποὺ εἶμαι ὁ κατ’ ἐξοχὴν ἀντιπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ὁ τέλειος ἄνθρωπος, ἔχω ἐξουσίαν ἀκόμη καὶ τὸν θεσμὸν τοῦ Σαββάτου νὰ τροποποιήσω.Ὅ,τι δὲ ἔκαμαν οἱ μαθηταί μου τὸ ἔκαμαν μὲ τὴν σιωπηρὰν συγκατάθεσίν μου.
9 Καὶ μεταβὰς ἐκεῖθεν ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγὴν αὐτῶν· 9 Και αναχωρήσας από εκεί ήλθεν εις την συναγωγήν των. 9 Καὶ ἀφοῦ ἔφυγεν ἀπ’ ἐκεῖ, ὅπου ἔγινεν ἡ συζήτησις αὐτή, ἦλθεν εἰς τὴν συναγωγήν τους.
10 καὶ ἰδοὺ ἄνθρωπος ἦν ἐκεῖ τὴν χεῖρα ἔχων ξηράν· καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἔξεστι τοῖς σάββασι θεραπεύειν; ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. 10 Και ιδού ήτο εκεί ένας άνθρωπος, που είχε ξηρόν και ακίνητον το ένα του χέρι. Και ηρώτησαν αυτόν λέγοντες, εάν επιτρέπεται να θεραπεύη κανείς κατά τα Σαββατα; Το έκαμαν δε αυτό δια να εύρουν αφορμήν να τον κατηγορήσουν. 10 Καὶ ἰδοὺ ἦτο ἐκεῖ ἄνθρωπος, ποὺ εἶχε ξηρὸν καὶ ἀκίνητον τὸ χέρι του.Καὶ τὸν ἠρώτησαν λέγοντες· Ἐὰν ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον νὰ ἐνεργῇ κανεὶς θεραπείας κατὰ τὰ Σάββατα; Καὶ τὸν ἠρώτησαν ὅχι διὰ νὰ διδαχθοῦν, ἀλλὰ διὰ νὰ τὸν κατηγορήσουν διὰ τὴν ἀπάντησιν, ποὺ θὰ ἔδιδεν.
11 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τίς ἔσται ἐξ ὑμῶν ἄνθρωπος ὃς ἕξει πρόβατον ἕν, καὶ ἐὰν ἐμπέσῃ τοῦτο τοῖς σάββασιν εἰς βόθυνον, οὐχὶ κρατήσει αὐτὸ καὶ ἐγερεῖ; 11 Ο δε Ιησούς τους είπεν· “ποιός άνθρωπος από σας, που θα έχη ένα πρόβατον εάν πέση το πρόβατον κατά την ημέραν του Σαββάτου εις λάκκον, δεν θα το πιάση και δεν θα το βγάλη από εκεί; 11 Ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς αὐτούς· Ποῖος ἄνθρωπος ἀπὸ σᾶς θὰ εὑρεθῇ, ποὺ θὰ ἔχῃ ἔνα πρόβατον, καὶ ἐὰν πέσῃ τοῦτο εἰς ἡμέραν Σαββάτου μέσα εἰς λάκκον, δὲν θὰ τὸ πιάσῃ καὶ δὲν θὰ τὸ σηκώσῃ;
12 πόσῳ οὖν διαφέρει ἄνθρωπος προβάτου; ὥστε ἔξεστι τοῖς σάββασι καλῶς ποιεῖν. 12 Ποσον, λοιπόν, διαφέρει ο άνθρωπος από το πρόβατον; Ασυγκρίτως περισσότερον. Ωστε εάν επιτρέπεται να κάνωμεν καλόν εις τα ζώα κατά την ημέραν του Σαββάτου, πόσο μάλλον στον άνθρωπον;” 12 Πόσον λοιπὸν διαφέρει ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὸ πρόβατον; Ἀναμφιβόλως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀσυγκρίτως τιμιώτερος ἀπὸ τὸ πρόβατον.Ὥστε ἐπιτρέπεται κατὰ τὰς ἡμέρας Σαββάτων νὰ κάμνῃ κανεὶς τὸ καλὸν καὶ εἰς ζῶα, ἀλλὰ πολὺ περισσότερον εἰς ἀνθρώπους.
13 τότε λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· Ἔκτεινόν σου τὴν χεῖρα· καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη. 13 Τοτε λέγει στον άνθρωπον· “άπλωσε το χέρι σου”· και εκείνος το άπλωσε και αποκατεστάθη αμέσως το χέρι και έγινε γερό, όπως και το άλλο. 13 Τότε λέγει εἰς τὸν ἄνθρωπον· Ἄπλωσε τὸ χέρι σου.Καὶ ἐκεῖνος μολονότι ἀπὸ τὴν ἀσθένειάν του ἐδυσκολεύετο νὰ πράξῃ τοῦτο, ὅμως φανερώνων τὴν πίστιν του κατέβαλε προσπάθειαν καὶ τὸ ἄπλωσε καὶ ἐπανῆλθε τὸ χέρι εἰς τὴν προτέραν κατάστασιν, ὑγιὲς σὰν τὸ ἄλλο.
14 ἐξελθόντες δὲ οἱ Φαρισαῖοι συμβούλιον ἔλαβον κατ’ αὐτοῦ, ὅπως αὐτὸν ἀπολέσωσιν. 14 Οταν δε οι Φαρισαίοι εβγήκαν από την συναγωγήν, έκαμαν ένα συμβούλιον μεταξύ των εναντίον του Ιησού, δια να εύρουν τρόπον να τον θανατώσουν. 14 Ἀφοῦ δὲ ἐβγῆκαν ἀπὸ τὴν συναγωγὴν οἱ Φαρισαῖοι, συνεσκέφθησαν ἐναντίον του, μὲ ποῖον τρόπον νὰ τὸν θανατώσουν.
15 Ὁ δὲ Ἰησοῦς γνοὺς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς πάντας, 15 Ο Ιησούς όμως έμαθε τας πονηράς των αποφάσεις και έφυγεν από εκεί· τον ηκολούθησαν δε όχλοι πολλοί· και αυτός εθεράπευσεν όλους τους ασθενείς. 15 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἔμαθε τὰ σχέδια των καὶ ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ· καὶ ἠκολούθησαν αὐτὸν πλήθη λαοῦ πολλὰ καὶ ἐθεράπευσεν ὅλους, ὅσοι ἦσαν ἀσθενεῖς.
16 καὶ ἐπετίμησεν αὐτοῖς ἵνα μὴ φανερὸν ποιήσωσιν αὐτὸν, 16 Και συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα, να μη τον φανερώσουν και να μη διαδώσουν τα θαύματά του. 16 Καὶ ἐντόνως παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς νὰ μὴ τὸν φανερώσουν, ὅτι ἐργάζεται τόσα καὶ τέτοια θαύματα·
17 ὃπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· 17 Δια να εκπληρωθή έτσι εκείνο που είχε πη ο Θεός δια του προφήτου Ησαΐου, περί της ταπεινώσεως και πραότητος του Μεσσίου· 17 διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ καὶ ἐπαληθεύσῃ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ὁ ὁποῖος εἶπεν·
18 Ἰδοὺ ὁ παῖς μου, ὃν ᾑρέτισα, ὁ ἀγαπητός μου, εἰς ὃν εὐδόκησεν ἡ ψυχή μου· θήσω τὸ Πνεῦμά μου ἐπ’ αὐτόν, καὶ κρίσιν τοῖς ἔθνεσιν ἀπαγγελεῖ· 18 “Ιδού ο παις μου, τον οποίον εγώ εξέλεξα, ο αγαπητός μου, στον οποίον έχει ευαρεστηθή η ψυχή μου, διότι τηρεί κατά πάντα το θέλημά μου· θα θέσω το Πνεύμα μου επάνω εις αυτόν και θα κηρύξη στους ανθρώπους την θείαν δικαιοσύνην, τον τέλειον νόμον. 18 Ἰδοὺ ὁ ἀπεσταλμένος μου, τὸν ὁποῖον ἐξέλεξα, ὁ ἀγαπητός μου καὶ μονάκριβός μου, εἰς τὸν ὁποῖον εὐηρεστήθη ἡ ψυχή μου· θὰ βάλω τὸ Πνεῦμα μου ἐπάνω του, καὶ θὰ ἀναγγείλῃ εἰς τὰ ἔθνη νέον τέλειον νόμον.
19 οὐκ ἐρίσει οὐδὲ κραυγάσει οὐδὲ ἀκούσει τις ἐν ταῖς πλατείαις τὴν φωνὴν αὐτοῦ. 19 Δεν θα φιλονεικήση ούτε θα κραυγάση ούτε θα ακούση κανείς εις τας πλατείας την φωνήν του. 19 Δὲν θὰ φιλονεικήσῃ, οὔτε θὰ βγάλῃ παραφόρους κραυγάς, οὔτε θὰ ἀκούσῃ κανεὶς τὴν φωνήν του εἰς τὰς δημοσίας πλατείας, ὅπως συμβαίνει μὲ τοὺς δημαγωγούς, ποὺ διὰ σκοποὺς ἰδιοτελεῖς ξεσηκώνουν τὸν λαὸν εἰς θορυβώδη συλλαλητήρια.
20 κάλαμον συντετριμμένον οὐ κατεάξει καὶ λίνον τυφόμενον οὐ σβέσει, ἕως ἂν ἐκβάλῃ εἰς νῖκος τὴν κρίσιν· 20 Καλάμι τσακισμένο δεν θα το συντρίψη και φιτίλι μισοσβησμένο, που καπνίζει, δεν θα το σβήση, έως ότου οδηγήση εις νίκην και καταστήση σεβαστήν εις τας καρδίας των ανθρώπων την δικαιοσύνην του Θεού. (Δηλαδή ανθρώπους τσακισμένους από τας πικρίας της ζωής και το βάρος της αμαρτίας, που κινδυνεύουν να χάσουν κάθε ελπίδα σωτηρίας των, όχι μόνον δεν θα τους απογοητεύση, αλλά θα τους ενθαρρύνη να δεχθούν τον νόμον και την σωτηρίαν που τους δίδει ο Θεός και να εξέλθουν έτσι νικηταί). 20 Ψυχάς, ποὺ ὁμοιάζουν μὲ τσακισμένον κάλαμον, δὲν θὰ συντρίψῃ, καὶ καρδίας, εἰς τὰς ὁποίας ὁ θεῖος φωτισμὸς πλησιάζει νὰ σβεσθῇ, ὥστε νὰ ὁμοιάζουν αὐταὶ πρὸς φυτίλι ποὺ καπνίζει, δὲν θὰ σβήσῃ, ἕως ὅτου νὰ κάμῃ νικητὴν τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐπικρατήσῃ οὖτος εἰς τὰς καρδίας ὅλων.
21 καὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ ἔθνη ἐλπιοῦσι. 21 Και στο όνομα αυτού όλα τα έθνη της γης θα στηρίξουν τας ελπίδας των”. 21 Καὶ εἰς τὸ ὅνομά του ὡς Μεσσίου καὶ Σωτῆρος οἱ ἐθνικοὶ θὰ στηρίξουν τὰς πρὸς σωτηρίαν ἐλπίδας των.
22 Τότε προσηνέχθη αὐτῷ δαιμονιζόμενος τυφλὸς καὶ κωφός, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτόν, ὥστε τὸν τυφλὸν καὶ κωφὸν καὶ λαλεῖν καὶ βλέπειν. 22 Τοτε του έφεραν ένα δαιμονιζόμενον, τυφλόν και κωφάλαλον και εθεράπευσεν αυτόν, ώστε ο τυφλός και κωφάλαλος να ομιλή και να βλέπη. 22 Τότε τοῦ ἔφεραν ἕνα δαιμονιζόμενον, ποὺ ἤταν συγχρόνως τυφλὸς καὶ κουφός.Καὶ τὸν ἐθεράπευσεν, ὥστε ὁ τυφλὸς καὶ κουφὸς καὶ ὡμίλει καὶ ἔβλεπε.
23 καὶ ἐξίσταντο πάντες οἱ ὄχλοι καὶ ἔλεγον· Μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς Δαυῒδ; 23 Και όλα τα πλήθη έμεναν κατάπληκτα και έλεγαν· “μήπως αυτός είναι ο Χριστός, ο Μεσσίας, ο απόγονος του Δαυΐδ”; 23 Καὶ ἐξεπλήττοντο ὅλα τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ ἔλεγον· Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ ἀναμενόμενος ἀπόγονος τοῦ Δαβίδ, ὁ Μεσσίας;
24 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες εἶπον· Οὗτος οὐκ ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια εἰ μὴ ἐν τῷ Βεελζεβοὺλ, ἄρχοντι τῶν δαιμονίων. 24 Οι δε Φαρισαίοι, όταν ήκουσαν αυτά, εκ φθόνου κινούμενοι είπαν· “αυτός δεν διώχνει τα δαιμόνια παρά μόνον με την δύναμιν του Βεελζεβούλ, του άρχοντος των δαιμονίων”. 24 Οἱ δὲ Φαρισαῖοι, ὅταν ἤκουσαν τί ἔλεγεν ὁ λαός, ἐφθόνησαν τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶπαν διὰ νὰ ἐξουδετέρωσουν τὴν ἐντύπωσιν, ποὺ ἐπροκάλουν τὰ θαύματά του: Αὐτὸς δὲν βγάζει τὰ δαιμόνια παρὰ μὲ τὴν βοήθειαν καὶ δύναμιν τοῦ Βεελζεβούλ, ὁ ὁποῖος εἶναι ἄρχων τῶν δαιμονίων.
25 εἰδὼς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν αὐτοῖς· Πᾶσα βασιλεία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτὴν ἐρημοῦται, καὶ πᾶσα πόλις ἢ οἰκία μερισθεῖσα καθ’ ἑαυτὴν οὐ σταθήσεται. 25 Γνωρίζων δε ολοκάθαρα ο Ιησούς τας πονηράς αυτών σκέψστους είπε· “κάθε βασίλειον, που έχει διαιρεθή εις αντιμαχομένας παρατάξεις και περιπλέκεται εις εμφύλιον πόλεμον, οδηγείται εις την ερήμωσιν. Και κάθε πόλις η οικογένεια που έχει κομματιασθή εις φατρίας, αι οποίαι αλληλοπολεμούνται, δεν θα σταθή, αλλά θα πέση και θα συντριβή. 25 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἐγνώρισε τὰς ἀποκρύφους σκέψεις των καὶ τοὺς εἶπε· Κάθε βασίλειον, τὸ ὁποῖον ἐχωρίσθη εἰς κόμματα ἐχθρικά, ὥστε δι’ ἐμφυλίου πολέμου νὰ στραφῇ κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του, καταλήγει εἰς τελείαν ἐρήμωσιν.Καὶ κάθε πόλις ἡ οἰκία, ποὺ διῃρέθη κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ της, δὲν θὰ σταθῇ, ἀλλὰ θὰ πέσῃ καὶ θὰ ἑξαφανισθῇ.
26 καὶ εἰ ὁ σατανᾶς τὸν σατανᾶν ἐκβάλλει, ἐφ’ ἑαυτὸν ἐμερίσθη· πῶς οὖν σταθήσεται ἡ βασιλεία αὐτοῦ; 26 Και εάν ο σατανάς διώχνη τον σατανάν, αυτό σημαίνει ότι το βασίλειόν του έχει διαιρεθή εις αντιμαχόμενα κόμματα. Πως, λοιπόν, είναι δυνατόν να σταθή η βασιλεία και η εξουσία του; 26 Καὶ ἐὰν ὁ σατανᾶς, ὁ ἄρχων τῶν δαιμονίων, βγάζῃ διὰ τῆς βίας τὸν σατανᾶν, διῃρέθη κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ του.Πῶς λοιπὸν θὰ σταθῇ καὶ δὲν θὰ πέσῃ ἡ βασιλεία του;
27 καὶ εἰ ἐγὼ ἐν Βεελζεβοὺλ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, οἱ υἱοὶ ὑμῶν ἐν τίνι ἐκβάλλουσι; διὰ τοῦτο αὐτοὶ κριταὶ ἔσονται ὑμῶν. 27 Και εάν εγώ βγάζω τα δαιμόνια, όπως σεις λέγετε, με την βοήθειαν του Βεελζεβούλ, τα πνευματικά σας τέκνα με την δύναμιν τίνος τα βγάζουν; Διατί δεν τους κατηγορείτε; Δια τούτο αυτοί θα σας καταδικάσουν δια την μοχθηρίαν σας και την υποκρισίαν. 27 Καὶ ἐὰν ἑγὼ μὲ τὴν συνέργειαν τοῦ Βεελζεβοὺλ βγάζω δαιμόνια, οἱ μαθηταὶ καὶ τὰ πνευματικά σας τέκνα, ποὺ ἐξορκίζουν δαιμόνια, μὲ τὴν δύναμιν ποίου τὰ βγάζουν; Διὰ τοῦτο αὐτοί, τοὺς ὁποίους δὲν κατηγορεῖτε, ἀλλ’ ἀφίνετε ἐλεύθερα νὰ ἐξορκίζουν, θὰ εἶναι δικασταί, ποὺ θὰ καταδικάσουν τὴν ὑποκρισίαν καὶ τὸν φθόνον σας.
28 εἰ δὲ ἐγὼ ἐν Πνεύματι Θεοῦ ἐκβάλλω τὰ δαιμόνια, ἄρα ἔφθασεν ἐφ’ ὑμᾶς ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. 28 Εάν όμως εγώ διώχνω τα δαιμόνια με την δύναμιν του Πνεύματος του Θεού, αυτό αποδεικνύει ότι έφθασε εις σας η βασιλεία του Θεού. 28 Ἐὰν ὅμως ἐγὼ μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ βγάζω τὰ δαιμόνια, ἀποδεικνύεται ἀπὸ τὸ ὑπερφυσικὸν αὐτὸ γεγονός, ὅτι κατέφθασε καὶ ἔπεσεν ἐπάνω σας ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
29 ἢ πῶς δύναταί τις εἰσελθεῖν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἰσχυροῦ καὶ τὰ σκεύη αὐτοῦ ἁρπάσαι, ἐὰν μὴ πρῶτον δήσῃ τὸν ἰσχυρόν; καὶ τότε τὴν οἰκίαν αὐτοῦ διαρπάσει. 29 Η πως ημπορεί κανείς να εισέλθη στο σπίτι του ισχυρού και να αρπάση τα υπάρχοντά του, εάν πρώτον δεν δέση τον ισχυρόν; Και τότε θα διαρπάση το σπίτι του. (Εγώ έχω κατανικήσει τον έως τώρα ανίκητον διάβολον και δ' αυτό ερημώνω την βασιλείαν του και αρπάζω αυτούς, που κρατεί αιχμαλώτους). 29 Ἢ ἂν δὲν σᾶς πείθῃ ἡ ἀπόδειξις αὐτή, σᾶς ἐρωτῶ: Πῶς ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ ἔμβῃ εἰς τὸ σπίτι τοῦ δυνατοῦ διαβόλου καὶ νὰ ἁρπάσῃ τοὺς δαιμονιζομένους, ποὺ τοὺς κατέχει σὰν ἄψυχα σκεύη, ἐὰν δὲν κατανικήσῃ καὶ δὲν δέσῃ προτήτερα τὸν ἰσχυρόν; Καὶ τότε θὰ διαρπάσῃ τὸ σπίτι του.Ἡ δύναμις τοῦ διαβόλου λοιπὸν ὅχι μόνον δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ ἑμέ, ἀλλὰ τουναντίον κατενικήθη καὶ ἐξεμηδενίσθη ἀπὸ τὴν δύναμίν μου.
30 ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. 30 Καθορίσατε την θέσιν σας, διότι εκείνος που δεν είναι μαζή μου είναι εναντίον μου και εκείνος που μαζή με εμέ δεν συγκεντρώνει και δεν φρουρεί τα πρόβατα της μάνδρας μου, τα σκορπίζει και τα απομακρύνει. 30 Συμβιβασμοὺς μὲ τὴν παράταξιν τοῦ διαβόλου δὲν δέχομαι.Ἐκεῖνος ποὺ δὲν εἶναι μαζί μου, εἶναι ἐναντίον μου.Καὶ ἐκεῖνος ποὺ δὲν μαζεύει μαζὶ μὲ ἑμὲ τὰ πνευματικὰ πρόβατά μου, αὐτὸς σὰν ἄλλος λύκος τὰ σκορπίζει.
31 Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις, ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις· 31 Δια τούτο σας λέγω ότι κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρηθή στους ανθρώπους, εφ' όσον θα μετανοήσουν· η δε βλασφημία εναντίον του Αγίου Πνεύματος, (το να διαβάλλη δηλαδή κανείς από εσωτερικήν πώρωσιν και εν επιγνώσει να αποδίδη τα έργα του Αγίου Πνεύματος στον διάβολον) αυτή η βλασφημία δεν θα συγχωρηθή ποτέ στους ανθρώπους αυτούς. 31 Ἐπειδὴ δὲ σεῖς σκορπίζετε μετὰ τοῦ σατανᾶ, δι’ αὐτὸ σᾶς λέγω, πᾶσα ἁμαρτία καὶ βλασφημία θὰ συγχωρηθῇ εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ἐφ’ ὅσον θὰ μετανοήσουν.Τὸ νὰ ἀποδίδει ὅμως κανεὶς τὰς πασιφανεῖς ἐνεργείας του Ἁγίου Πνεύματος εἰς τὸ πονηρὸν πνεῦμα καὶ ἀπὸ πώρωσιν ἐσωτερικὴν νὰ συκοφαντῇ τὰ ἔργα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἔτσι νὰ βλασφημῇ αὐτό, ἀποτελεῖ ἁμαρτίαν, ποὺ δὲν θὰ συγχωρηθῇ εἰς τοὺς ἀνθρώπους.
32 καὶ ὃς ἐὰν εἴπῃ λόγον κατὰ τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· ὃς δ’ ἂν εἴπῃ κατὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ ἁγίου, οὐκ ἀφεθήσεται αὐτῷ οὔτε ἐν τῷ νῦν αἰῶνι οὔτε ἐν τῷ μέλλοντι. 32 Και εκείνος που θα πη υβριστικόν λόγον ενάντιον του Υιού του ανθρώπου (σκανδαλιζόμενος από το φαινόμενον της ανθρωπίνης φύσεώς του) θα συγχωρηθή, διότι πιθανόν να μετανοήση. Εκείνος όμως που θα εκστομίση βλάσφημον λόγον κατά του Αγίου Πνεύματος (και από διεστραμμένην θέλησιν θα αποδίδη τας ενεργείας του Αγίου Πνεύματος στον διάβολον) δεν θα λάβη άφεσιν της αμαρτίας του ούτε εις την παρούσαν ούτε εις την μέλλουσαν ζωήν, διότι θα έχη σκληρυνθή πλέον η καρδία του και θα είναι ανεπίδεκτος μετανοίας. 32 Καὶ ἐκεῖνος ποὺ θὰ εἴπῃ λόγον ἐναντίον τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, σκανδαλιζόμενος ἀπὸ τὸ ἀσθενὲς φαινόμενον τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς του, θὰ συγχωρηθῇ, διότι ἐνδέχεται νὰ μετανοήσῃ.Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ θὰ εἴπῃ βλάσφημον λόγον κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀποδίδων ἐθελοκακῶς καὶ ἐκ πωρώσεως τὰς φανερὰς ἐνεργείας του Πνεύματος εἰς τὸν Βεελζεβούλ, ἐσκληρύνθη καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μετανοήσῃ, δι’ αὐτὸ δὲ δὲν θὰ συγχωρηθῇ οὔτε εἰς τὴν παροῦσαν οὔτε εἰς τὴν μέλλουσαν ζωήν, ἀλλὰ θὰ τιμωρηθῇ καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ.
33 Ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον καλὸν, καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρὸν καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται. 33 Οπως το δένδρον, ανάλογα με τους καρπούς που παράγει, το χαρακτηρίζετε καλόν η κακόν, έτσι κάμετε και με εμέ. Η παραδεχθήτε και διακηρύξατε ότι το δένδρον είναι καλόν και ο καρπός του είναι καλός η παραδεχθήτε ότι το δένδρον είναι σάπιο και βλαμμένο και ο καρπός επίσης αυτού χαλασμένος και επιβλαβής. Διότι από τον καρπόν κατανοείται η ποιότης του δένδρου. Και οι ιδικοί μου καρποί, τα έργα μου, μαρτυρούν τι είμαι εγώ. 33 Ποῖος εἶμαι ἑγὼ καὶ ἐὰν πράγματι συνεργάζωμαι μὲ τὸν σατανᾶν, φαίνεται καθαρὰ ἀπὸ τὰ ἔργα μου καὶ τὴν ὅλην ζωήν μου.Ἢ παραδεχθῆτε καὶ διακηρύξατε τὸ δένδρον, ὅτι εἶναι καλὸν καὶ ὁ καρπὸς αὐτοῦ καλός, ἢ διακηρύξατε τὸ δένδρον κακὸν καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ κακόν.Διότι ἀπὸ τὸν καρπόν του διακρίνεται, τί εἴδους εἶναι τὸ δένδρον.Καὶ ἀπὸ τὰ ἔργα μου λοιπόν, τὰ ὁποῖα δέχεσθε, ὅτι εἶναι ἔργα εὐεργετικὰ καὶ ἀγαθά, ἀποδεικνύεται, ὅτι δὲν ἔχω καμμίαν σχέσιν μὲ τὴν δύναμιν τοῦ πονηροῦ.
34 γεννήματα ἐχιδνῶν, πῶς δύνασθε ἀγαθὰ λαλεῖν πονηροὶ ὄντες; ἐκ γὰρ τοῦ περισσεύματος τῆς καρδίας τὸ στόμα λαλεῖ. 34 Απόγονοι από φαρμακερές οχιές, πως μπορείτε σεις ποτέ να λέτε λόγους αγαθούς, εφ' όσον είσθε πονηροί και διεστραμμένοι; Διότι το στόμα αντλεί και ομιλεί πάντοτε από εκείνα που υπερεκχειλίζουν την καρδίαν. 34 Ἀπόγονοι φαρμακερῶν ὀχιῶν, πῶς μπορεῖτε σεῖς νὰ λέγετε καλοὺς καὶ ἀγαθοὺς λόγους, ἀφοῦ εἶσθε πονηροὶ καὶ ἐξ ὁλοκλήρου διεφθαρμένοι; Τοῦτο εἶναι ἠθικῶς ἀδύνατον.Διότι τὸ στόμα ὁμιλεῖ ἐκεῖνα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶναι γεμᾶτη ἡ ψυχὴ καὶ ὑπερεκχειλίζουν εἰς αὐτήν.
35 ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ ἀγαθοῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει ἀγαθά, καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἐκ τοῦ πονηροῦ θησαυροῦ ἐκβάλλει πονηρά. 35 Ο αγαθός άνθρωπος βγάζει πάντοτε αγαθούς λόγους από τον αγαθόν θησαυρόν της καρδίας του. Και ο πονηρός άνθρωπος βγάζει πονηρά και βλάσφημα λόγια από τον φαύλον θησαυρόν. 35 Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἔχει τὴν ψυχήν του πολύτιμον θησαυροφυλάκιον ἀγαθῶν σκέψεων καὶ συναισθημάτων, καὶ βγάζει ἀπ’ ἐκεῖ ἀγαθοὺς λόγους.Καὶ ὁ πονηρὸς ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν πονηρὸν θησαυρὸν τῶν φαύλων διανοημάτων καὶ ἐπιθυμιῶν του βγάζει πονηρὰ καὶ φαρμακερὰ καὶ βλάσφημα λόγια.
36 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πᾶν ῥῆμα ἀργὸν ὃ ἐὰν λαλήσωσιν οἱ ἄνθρωποι, ἀποδώσουσι περὶ αὐτοῦ λόγον ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως· 36 Σας λέγω δε και τούτο· ότι δια κάθε περιττόν και μάταιον λόγον, τον οποίον θα πουν οι άνθρωποι, θα λογοδοτήσουν κατά την ημέραν της κρίσεως. (Και πολύ περισσότερον δια τα συκοφαντικά και φαρμακερά λόγια των). 36 Διὰ νὰ καταλάβετε δὲ πόσον αὐστηρὰ θὰ κριθῆτε διὰ τὰ βλάσφημα καὶ συκοφαντικὰ λόγια σας, σᾶς λέγω, ὅτι διὰ κάθε λόγον περιττὸν καὶ ἀνωφελῆ, τὸν ὁποῖον θὰ εἴπουν τυχόν οἰ ἄνθρωποι, θὰ δώσουν λόγον δι’ αὐτὸν κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως.
37 ἐκ γὰρ τῶν λόγων σου δικαιωθήσῃ, καὶ ἐκ τῶν λόγων σου καταδικασθήσῃ. 37 Διότι από τα λόγια σου θα δικαιωθής και από τα λόγια σου θα καταδικασθής”. 37 Διότι ἀπὸ τοὺς καλούς σου λόγους θὰ δικαιωθῇς, καὶ ἀπὸ τοὺς πονηρούς σου λόγους θὰ καταδικασθῇς.
38 Τότε ἀπεκρίθησάν τινες τῶν γραμματέων καὶ Φαρισαίων λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν. 38 Τοτε μερικοί από τους γραμματείς και Φαρισαίους τον διέκοψαν, έλαβον τον λόγον και είπαν· “διδάσκαλε, θέλομεν να ίδωμεν κάποιον σημείον, ένα θαύμα, από σε”. 38 Τότε ἔλαβαν τὸν λόγον μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς καὶ τοὺς Φαρισαίους καὶ εἶπαν· Διδάσκαλε, θέλομεν νὰ ἴδωμεν ἀπὸ σὲ κάποιο ἐξαιρετικὸν καὶ καταπληκτικὸν θαῦμα, ποὺ νὰ μαρτυρῇ τὴν ἀποστολήν σου.
39 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰμὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. 39 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “γενεά πονηρά, που επρόδωσε και κατεπάτησε την πίστιν της προς τον Θεόν, ζητεί τώρα με αξίωσιν θαύμα, που να μαρτυρή την αποστολήν μου. Τετοιο όμως θαύμα δεν θα της δοθή, παρά μόνον ένα θαύμα, που προεικονίζετο από το σημείον του Ιωνά του προφήτου. 39 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπε· Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλίς, ποὺ ἐπρόδωκε τὴν πίστιν της πρὸς τὸν οὐράνιον Νυμφίον, ἐπιμένει νὰ ζητῇ θαῦμα, ποὺ νὰ δεικνύῃ φανερώτερον τὴν ἀποστολήν μου.Ἀλλὰ τέτοιο θαῦμα δὲν θὰ τῆς δοθῇ, παρὰ τὸ θαῦμα, τὸ ὁποῖον προετυπώνετο καὶ προεικονίζετο ἀπὸ τὸ θαῦμα Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου.
40 ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. 40 Διότι, όπως ακριβώς ο Ιωνάς ο προφήτης έμεινε εις την κοιλίαν του κήτους τρεις ημέρας και τρεις νύκτας, έτσι και ο υιός του ανθρώπου θα είναι μέσα στον τάφον και τον Αδην τρεις ημέρας και τρεις νύκτας. 40 Διότι, καθὼς τότε ὁ Ἰωνᾶς ἦτο μέσα εἰς τὴν κοιλίαν τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέσα εἰς τὸν τάφον καὶ τὰ βάθη τῆς γῆς ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια.
41 ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε. 41 Εις την μέλλουσαν κρίσιν θα αναστηθούν μαζή με την γενεάν αυτήν άνδρες Νινευίται και θα την καταδικάσουν, διότι εκείνοι μετενόησαν με το κήρυγμα του Ιωνά. Η σημερινή όμως γενεά μένει σκληρή και αμετανόητος, μολονότι έδω γίνονται και λέγονται πολύ περισσότερα και ανώτερα από όσα είπε και έκαμε τότε ο Ιωνάς. 41 Ἄνδρες Νινεῖται θὰ ἀναστηθοῦν εἰς τὴν μέλλουσαν κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ κατακρίνουν αὐτήν.Διότι ἐκεῖνοι, καίτοι ἦσαν ἀλλοεθνεῖς καὶ εἰδωλολάτραι, μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ, ὁ ὁποῖος καὶ ξένος ἦτο καὶ κανὲν θαῦμα δὲν ἔκανεν εἰς αὐτούς.Καὶ ἰδοὺ ἐδῶ πολὺ περισσότερα συντείνουν εἰς τὸ νὰ γίνῃ δεκτὸν τὸ ἰδικόν μου κήρυγμα παρ’ ὅσα συνέτρεχον διὰ τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωνᾶ.Διότι πρὸ ἑμοῦ οἰ προφῆται σᾶς ἐγνώρισαν τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ σᾶς προανήγγειλαν τὴν ἔλευσίν μου, καὶ ἑγὼ ἐπὶ μακρὸν σᾶς κηρύττω καὶ μὲ θαύματα καταπληκτικὰ σᾶς ἀποδεικνύω, ὅτι δὲν εἶμαι ἀπλοῦς προφήτης.
42 βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε. 42 Η βασίλισσα της χώρας Σαβά, θα αναστηθή κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως μαζή με την γενεάν αυτήν και θα την καταδικάση, διότι ήλθε από τα πέρατα της γης να ακούση την σοφίαν του Σολομώντος. Και ιδού ότι εδώ είναι κάτι το ασυγκρίτως ανώτερον από τον Σολομώντα. (Είμαι εγώ, η ενσάρκωσις αυτής ταύτης της θείας σοφίας). 42 Ἡ βασίλισσα τῆς νοτιοδυτικῆς Ἀραβίας, τῆς χώρας Σαβά, θὰ ἀναστηθῇ κατὰ τὴν ἐσχάτην κρίσιν μαζὶ μὲ τὴν γενεὰν αὐτὴν καὶ θὰ τὴν κατακρίνῃ.Διότι ἦλθεν ἡ βασίλισσα αὐτὴ ἀπὸ τὴν ἄκρη τοῦ κόσμου νὰ ἀκούσῃ τὴν σοφίαν τοῦ Σολομῶντος, μολονότι ἦτο γυνὴ καὶ δὲν ἐγνώριζε τὸν ἀληθινὸν Θεόν.Καὶ ἰδοὺ ἐδῶ εἶναι περισσότερον ἀπὸ τὸν Σολομώντα, ἀφοῦ ἐγὼ δὲν εἶμαι ἁπλῶς σοφός, ὅπως ἦτο ἐκεῖνος, ἀλλ’ εἶμαι αὐτὴ ἡ ἐνσάρκωσις τῆς θείας Σοφίας.
43 Ὅταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι’ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει. 43 (Αλλοίμονο δε στον άνθρωπον που ήκουσε τα λόγια του Θεού και μετενόησε, έπειτα δε από ολίγον τα απέρριψε και έπεσε βαθύτερον εις την αμαρτίαν. Το κατάντημά του θα είναι φοβερόν). Διότι, όταν το ακάθαρτον πνεύμα βγη από τον άνθρωπον, περνά από ξηρούς και ανύδρους τόπους και ζητεί ανάπαυσιν, χωρίς να την ευρίσκη. 43 Τῆς ἀπίστου δὲ καὶ σκληροκαρδίου γενεᾶς τὸ τέλος θὰ εἶναι κάκιστον.Διότι ὅταν τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα βγῇ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπον, ποὺ ὁπωσδήποτε μετενόησε, περνᾶ ἀπὸ τόπους, ποὺ δὲν ἔχουν νερὸ καὶ ζητεῖ ἀνάπαυσιν, ἀλλὰ δὲν εὑρίσκει αὐτήν.Ἀνάπαυσιν εὑρίσκει, ὅταν κακοποιῇ καὶ κυριεύῃ τὸν ἄνθρωπον.
44 τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον. 44 Τοτε λέγει· θα ξαναγυρίσω στο σπίτι, δηλαδή εις την καρδίαν του ανθρώπου, από όπου έφυγα· και έρχεται και ευρίσκει το σπίτι αδειανό, σαρωμένο και κοσμημένο. (Ευρίσκει δηλαδή τον άνθρωπον ράθυμον και πρόθυμον να γυρίση εις την πρώτην αμαρτωλήν του κατάστασιν). 44 Τότε λέγει· θὰ γυρίσω πάλιν εἰς τὸ σπίτι μου, εἰς τὴν καρδίαν τοῦ ἀνθρώπου, ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἐβγῆκα.Καὶ ὅταν ἔλθη, εὑρίσκει τὸ σπίτι ἀδειανὸν καὶ σαρωμένον καὶ στολισμένον.Εὑρίσκει δηλαδὴ τὸν ἄνθρωπον ἀμέριμνον καὶ μὴ ἐργαζόμενον, ἀλλὰ διατεθειμένον νὰ δεχθῇ πάλιν τὸν παλαιὸν ἐπισκέπτην καὶ γνώριμον.
45 τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ’ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ· καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. οὕτως ἔσται καὶ τῇ γενεᾷ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ. 45 Τοτε το πονηρόν πνεύμα πηγαίνει και παίρνει μαζή του και άλλα επτά πνεύματα, πονηρότερα από τον ευατόν του, και εισέρχονται όλα μαζή και κατοικούν εις την καρδίαν εκείνην και έτσι η τελική κατάστασις του ανθρώπου εκείνου γίνεται πολύ χειρότερη από την πρώτην. Ετσι θα συμβή και εις την πονηράν αυτήν γενεάν, η οποία συνεκινήθη προς στιγμήν από το κήρυγμα του Ιωάννου του Βαπτιστού, αλλ' όταν ήλθε ο Μεσσίας να της προσφέρη την σωτηρίαν, ηρνήθη να τον δεχθή, έμεινεν αδιόρθωτος και διεστράφη περισσότερον”. 45 Τότε πηγαίνει καὶ παραλαμβάνει μαζί του πολλὰ ἄλλα πνεύματα πονηρότερα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του καὶ ἀφοῦ ἔμβῃ πάλιν μαζὶ μὲ αὐτά, κατοικεῖ πλέον μονίμως ἐκεῖ.Καὶ γίνεται ἡ ἐσχάτη αὐτὴ κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χειροτέρα ἀπὸ τὴν πρώτην.Ἔτσι θὰ συμβῇ καὶ εἰς τὴν πονηρὰν ταύτην γενεάν, ἡ ὁποία ἐφάνη πρὸς στιγμήν, ὅτι μετενόησεν ἀπὸ τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν καὶ τοῦ Ἰωάννου, ἀλλὰ ὅταν ἠκούσθη τὸ κήρυγμα τοῦ Μεσσίου, ἔδειξε πάλιν τὴν αὐτὴν ἀδιόρθωτον γνώμην.
46 Ἔτι δὲ αὐτοῦ λαλοῦντος τοῖς ὄχλοις ἰδοὺ ἡ μήτηρ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ εἱστήκεισαν ἔξω, ζητοῦντες λαλῆσαι αὐτῷ. 46 Ενώ δε αυτός ακόμη ωμιλούσε προς τους όχλους, ιδού η μητέρα του και οι θεωρούμενοι αδελφοί του είχαν σταθή έξω και εζητούσαν να του ομιλήσουν. 46 Ἐνῷ δὲ αὐτὸς ὡμίλει πρὸς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἰδοὺ ἡ μητέρα του καὶ οἰ νομιζόμενοι ἀδελφοί του ἐστέκοντο ἔξω καὶ ἐζητοῦσαν νὰ τοῦ ὁμιλήσουν.
47 εἶπεν δέ τις αὐτῷ· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν. 47 Του είπε δε κάποιος· “ιδού η μητέρα σου και οι αδελφοί σου στέκουν έξω και θέλουν να σε ιδούν”. 47 Εἶπε δὲ κάποιος πρὸς αὐτόν· Νά, ἡ μητέρα σου καὶ οἱ ἀδελφοί σου στέκουν ἔξω καὶ ζητοῦν νὰ σοῦ ὁμιλήσουν.
48 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ· Τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου, καὶ τίνες εἰσὶν οἱ ἀδελφοί μου; 48 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και του είπε· “ποιά είναι η μητέρα μου και ποιοί είναι οι αδελφοί μου;” 48 Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν εἰς ἐκεῖνον, ποὺ τοῦ εἶπε τοῦτο· Ποῖα εἶναι ἡ μητέρα μου καὶ ποῖοι εἶναι οἰ ἀδελφοί μου;
49 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔφη· Ἰδοὺ ἡ μήτηρ μου καὶ οἱ ἀδελφοί μου· 49 Και αφού άπλωσε το χέρι του επάνω στους μαθητάς του είπε· “αυτοί είναι η μητέρα μου και οι αδελφοί μου. 49 Καὶ ἀφοῦ ἥπλωσε τὴν χεῖρα του ἐπάνω εἰς τοὺς μαθητάς του, εἶπε· Ἰδοὺ ἡ μητέρα μου καὶ οἰ ἀδελφοί μου.Εἶναι αὐτοί, καίτοι δὲν ἔχω σαρκικὴν συγγένειαν πρὸς τούτους.
50 ὅστις γὰρ ἂν ποιήσῃ τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς αὐτός μου ἀδελφὸς καὶ ἀδελφὴ καὶ μήτηρ ἐστίν. 50 Διότι όποιος θα γνωρίση και θα εφαρμόση το θέλημα του ουρανίου Πατρός μου, αυτός είναι αδελφός μου και αδελφή μου και η μητέρα μου”. 50 Διότι ἐκεῖνος, ποὺ θὰ κάμῃ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς, αὐτὸς εἶναι ἀδελφός μου καὶ ἀδελφή μου καὶ μητέρα μου.