Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Καὶ προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. | 1 Αφού προσεκάλεσε τους δώδεκα μαθητάς του ο Ιησούς, έδωκεν εις αυτούς εξουσίαν επί των ακαθάρτων πνευμάτων, ώστε να τα εκδιώκουν από τους δαιμονιζομένους και να θεραπεύουν κάθε αρρώστιαν και κάθε σωματικήν αδυναμίαν και καχεξίαν. | 1 Καὶ ἀφοῦ ἐπροσκάλεσε τοὺς δώδεκα μαθητάς του, ἔδωκεν εἰς αὐτοὺς ἐξουσίαν καὶ δύναμιν ἐπὶ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, ὥστε νὰ τὰ βγάζουν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ θεραπεύουν κάθε εἶδος ἀσθενείας καὶ κακοδιαθεσίας. |
2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά ἐισι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, | 2 Τα δε ονόματα των δώδεκα αποστόλων είναι τα εξής· πρώτος ο Σιμων, ο ονομαζόμενος Πετρος και Ανδρέας ο αδελφός του, ο Ιάκωβος ο υιός του Ζεβεδαίου, και Ιωάννης ο αδελφός του· | 2 Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματα εἶναι αὐτά· πρῶτος καταριθμεῖται ὁ Σίμων, ὁ ὁποῖος ὑπὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν ἀκολούθων του ὠνομάζετο Πέτρος, καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφός του, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφός του, |
3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἁλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, | 3 ο Φιλιππος και ο Βαρθολομαίος, ο Θωμάς και ο Ματθαίος ο τελώνης, ο Ιάκωβος ο υιός του Αλφαίου και ο Λεββαίος, ο οποίος είχε επονομασθή και Θαδδαίος. | 3 Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος, ποὺ διετέλεσε τελώνης, Ἰάκωβος ὁ υἱὸς τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος, ὁ ὁποῖος ἐπωνομάσθη Θαδδαῖος, |
4 Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν. | 4 Ο Σιμων ο Κανανίτης, δηλαδή ο Ζηλωτής, και ο Ιούδας ο Ισκαριώτης, ο οποίος και παρέδωκεν τον Ιησούν. | 4 Σίμων ὁ Κανανίτης, ἤτοι ὁ ζηλωτής, καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης, ὁ ὁποῖος καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τοὺς ἐχθρούς του διὰ νὰ τὸν θανατώσουν. |
5 Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων· Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε· | 5 Αυτούς τους δώδεκα έστειλεν ο Ιησούς να κηρύξουν το Ευαγγέλιον, αφού τους έδωκεν τας επομένας παραγγελίας· “εις δρόμον, που οδηγεί προς τα ειδωλολατρικά έθνη, μη πορευθήτε και εις πόλιν Σαμαρειτών να μη εισέλθετε. | 5 Τοὺς δώδεκα αὐτοὺς ἀπέστειλεν ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς ἔδωκε παραγγελίας λέγων· Εἰς δρόμον, ποὺ θὰ σᾶς ὁδηγήσῃ εἰς χώραν κατοικουμένην ἀπὸ εἰδωλολάτρας, νὰ μὴ μεταβῆτε, καὶ εἰς πόλιν, ποὺ ἀνήκει εἰς Σαμαρείτας, νὰ μὴ ἔμβητε. |
6 πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ. | 6 Πηγαίνετε δε κατά προτίμησιν στους Ισραηλίτας, οι οποίοι μοιάζουν με πρόβατα απολωλότα. | 6 Πηγαίνετε δὲ καλύτερα εἰς τὰ χαμένα πρόβατα, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Ἰσραήλ. |
7 πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι Ἤγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. | 7 Και εκεί που θα πηγαίνετε, να κηρύσσετε και να λέγετε ότι επλησίασε η βασιλεία των ουρανών, έφθασε πλέον ο καιρός που θα ιδρυθή επί της γης η Εκκλησία. | 7 Ἐκεῖ δέ, ποὺ πηγαίνετε, κηρύττετε λέγοντες, ὅτι ἐπλησίασεν ἡ ἐπὶ τῆς γῆς ἔλευσις καὶ ἐγκαθίδρυσις τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.Μετ’ ὀλίγον ἱδρύεται ἡ Ἐκκλησία, εἰς τὴν ὁποίαν διὰ τοῦ κηρύγματος τοῦ εὐαγγελίου καὶ τῆς χάριτος τῶν μυστηρίων θὰ μεταδίδεται εἰς τοὺς πιστοὺς ἡ θεία ζωὴ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας. |
8 ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, λεπροὺς καθαρίζετε, νεκροὺς ἐγείρετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε. | 8 Σας δίδω εξουσίαν να θεραπεύετε ασθενείς, να καθαρίζετε λεπρούς, να ανασταίνετε νεκρούς, να διώχνετε δαιμόνια. Προσέχετε, μη εμπορευθήτε ποτέ το χάρισμα αυτό· δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δώστε. | 8 Πρὸς ἐπιβεβαίωσιν δὲ τοῦ κηρύγματός σας, σᾶς δίδω ἐξουσίαν καὶ δύναμιν νὰ θεραπεύετε ἀσθενεῖς, νὰ καθαρίζετε λεπρούς, νὰ ἀνασταίνετε νεκρούς, νὰ ἐκβάλλετε δαιμόνια.Δωρεὰν ἐλάβατε τὴν χάριν αὐτὴν τῆς θαυματουργίας, δωρεὰν καὶ χωρὶς νὰ λαμβάνετε χρήματα δώσατέ την καὶ σεῖς. |
9 Μὴ κτήσησθε χρυσὸν μηδὲ ἄργυρον μηδὲ χαλκὸν εἰς τὰς ζώνας ὑμῶν, | 9 Μη αποκτήσετε και μη φυλάσσετε εις την ζώνην σας χρυσά νομίσματα, ούτε αργυρά, ούτε χάλκινα. | 9 Μὴ ἀποκτήσετε χρυσᾶ, οὔτε ἀργυρᾶ, οὔτε χαλκᾶ νομίσματα, τὰ ὁποῖα νὰ φυλάττετε εἰς τὰς ζώνας σας. |
10 μὴ πήραν εἰς ὁδὸν μηδὲ δύο χιτῶνας μηδὲ ὑποδήματα μηδὲ ῥάβδον· ἄξιος γὰρ ἐστιν ὁ ἐργάτης τῆς τροφῆς αὐτοῦ. | 10 Μη παίρνετε ούτε σακκούλι, δια να βάζετε τα τρόφιμα, που θα σας χρειασθούν στον δρόμον· ούτε δύο υποκάμισα ούτε υποδήματα, εκτός από αυτά που φορείτε, ούτε ράβδον. Διότι ο κάθε εργάτης δικαιούτε την τροφήν του. (Σεις δε είσθε οι πνευματικοί εργάται, στους οποίους οι άνθρωποι θα δώσουν ο,τι χρειάζεται, αφού άλλωστε δι' αυτούς κοπιάζετε). | 10 Οὔτε σάκκον ν’ ἀποκτήσετε διὰ νὰ βάζετε εἰς αὐτὸν ψωμὶ διὰ τὸν δρόμον, ποὺ θὰ κάμετε.Οὔτε δύο ὑποκάμισα, οὔτε ὑποδήματα, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πέδιλα, ποὺ θὰ φορῆτε, ἀλλ’ οὔτε καὶ ράβδον.Σᾶς εἶναι περιττὰ αὐτά.Διότι εἶσθε ἐργάται, ποὺ ἐργάζεσθε διὰ τὴν πνευματικὴν ὠφέλειαν τῶν ἀνθρώπων καὶ ὁ ἐργάτης εἶναι δίκαιον νὰ λαμβάνῃ τὴν τροφήν του ἀπὸ ἐκείνους, διὰ τοὺς ὁποίους μοχθεῖ. |
11 εἰς ἣν δ’ ἂν πόλιν ἢ κώμην εἰσέλθητε, ἐξετάσατε τίς ἐν αὐτῇ ἄξιός ἐστι· κἀκεῖ μείνατε ἕως ἂν ἐξέλθητε. | 11 Εις όποιαν δε πόλιν η χωρίον εισέλθετε, πληροφορηθήτε ποιός είναι μεταξύ των κατοίκων ο ευϋπόληπτος και άξιος να σας φιλοξενήση. Και στο σπίτι αυτού μείνετε, έως ότου αναχωρήσετε από εκεί. | 11 Εἰς ὅποιαν δὲ πόλιν ἢ χωρίον μεταβῆτε, ἐξετάσατε ποῖος εἶναι εἰς αὐτὴν μὲ καλὴν ὑπόληψιν ἄξιος νὰ σᾶς φιλοξενήσῃ.Καὶ εἰς τὸ σπίτι ἐκείνου μείνατε, ἕως ὅτου ἀναχωρήσετε ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην. |
12 εἰσερχόμενοι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν ἀσπάσασθε αὐτήν λέγοντες· εἰρήνη τῷ οἰκῳ τούτῳ. | 12 Οταν δε εισέρχεσθε στο σπίτι αυτό, να χαιρετίσετε όλους και να ευχηθήτε λέγοντες· Η ειρήνη του Θεού ας έλθη στο σπίτι τούτο. | 12 Ὅταν δὲ ἐμβαίνετε εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ σᾶς τὸν ἐσύστησαν ὡς ἄξιον, δώσατε χαιρετισμὸν καὶ εὐχὴν εἰς αὐτὸ λέγοντες· Ἂς ἔλθῃ εἰρήνη εἰς τὸ σπίτι αὐτό. |
13 καὶ ἐὰν μὲν ᾖ ἡ οἰκία ἀξία, ἐλέθτω ἡ εἰρήνη ὑμῶν ἐπ’ αὐτήν· ἐὰν δὲ μὴ ᾖ ἀξία, ἡ εἰρήνη ὑμῶν πρὸς ὑμᾶς ἐπιστραφήτω. | 13 Και αν μεν το σπίτι αυτό είναι άξιον να δεχθή την ειρήνην, ας έλθη η ειρήνη σας εις αυτό· εάν όμως δεν είναι άξιον, η ειρήνη σας ας γυρίση πάλιν εις σας. | 13 Καὶ ἐὰν μὲν οἱ κατοικοῦντες εἰς τὸ σπίτι αὐτὸ ἀποδειχθοῦν ἄξιοι τοῦ εὐαγγελίου διὰ τῆς πίστεως μὲ τὴν ὁποίαν θὰ τὸ δεχθοῦν, ἂς ἔλθῃ ἡ εἰρήνη, τὴν ὁποίαν τοῦ ηὐχήθητε, εἰς αὐτούς.Ἐὰν ὅμως δὲν εἶναι ἄξιοι, ἡ εἰρήνη σας ἂς ἐπιστρέψῃ εἰς σᾶς καὶ ἂς αὐξηθῇ ἔτσι ἡ εἰρήνη, τὴν ὁποίαν ἔχετε. |
14 καὶ ὃς ἐὰν μὴ δέξηται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους ὑμῶν, ἐξερχόμενοι ἔξω τῆς οἰκίας ἢ τῆς πόλεως ἐκείνης ἐκτινάξατε τὸν κονιορτὸν τῶν ποδῶν ὑμῶν. | 14 Και όποιος δεν θα σας δεχθή και δεν θα θελήση να ακούση το κήρυγμά σας, όταν βγαίνετε από το σπίτι εκείνο η από την πόλιν εκείνην, τινάξατε τελείως την σκόνην που έχει καθίσει εις τα πόδια σας (δια να δείξετε έτσι ότι δεν έχετε πλέον καμμίαν επικοινωνίαν με αυτούς). | 14 Καὶ ὅποιος δὲν σᾶς δεχθῇ μηδὲ ἀκούσῃ τοὺς λόγους σας, καθὼς θὰ βγαίνετε ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι του ἢ ἀπὸ τὴν πόλιν ἐκείνην, ποὺ δὲν σᾶς ἐδέχθη, τινάξατε καλὰ τὴν σκόνην, ποὺ ἐπῆραν τὰ πόδια σας ἀπὸ τὸν τόπον ἐκεῖνον, ὥστε τίποτε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μὴ μείνῃ ἐπάνω σας, ἀλλὰ καὶ εἰς σημεῖον, ὅτι δὲν ἔχετε πλέον καμμίαν σχέσιν μαζί των. |
15 ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται γῇ Σοδόμων καὶ Γομόρρας ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. | 15 Σας διαβεβαιώνω ότι περισσότερον επιεικής θα είναι η τιμωρία, κατά την μεγάλην εκείνην ημέραν της κρίσεως, δια τους κατοίκους της χώρας των Σοδόμων και Γομόρρας, παρά δια τους κατοίκους της πόλεως εκείνης, που αρνήθηκε να σας δεχθή. | 15 Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς κρίσεως θὰ εἶναι περισσότερον ἐπιεικὴς ἡ τιμωρία δι’ ἐκείνους, ποὺ ἔζησαν εἰς τὴν χώραν τῶν Σοδόμων καὶ τῶν Γομόρρων, παρὰ διὰ τὴν πόλιν ἐκείνην, ποὺ δὲν ἐδέχθη τοὺς ἀπεσταλμένους μου. |
16 Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. | 16 Ιδού εγώ σας στέλνω ωσάν ήμερα και άκακα πρόββατα ανάμεσα σε αιμοβόρους λύκους. Δι' αυτό και σας συμβουλεύω να είσθε φρόνομοι σαν τα φίδια (τα οποία εις ώραν κινδύνου προφυλάσσουν κυρίως το κεφάλι των), και αθώοι και ακέραιοι όπως τα περιστέρια. | 16 Ἰδοὺ ἑγὼ ὁ Κύριός σας σᾶς στέλλω διὰ νὰ εἶσθε σὰν πρόβατα ἥμερα ἐν μέσῳ αἱμοβόρων λύκων, πρὸς τοὺς ὁποίους ὁμοιάζουν οἱ ἐχθροὶ τοῦ εὐαγγελίου, οἱ κυριευμένοι ἀπὸ τὰ ἄγρια πάθη τῆς σαρκός.Ἀφοῦ λοιπὸν τόσον δεινὴ θὰ εἶναι ἡ θέσις σας, φροντίσατε νὰ εἶσθε φρόνιμοι σὰν τὰ φίδια, ὥστε νὰ μὴ ἐκθέτετε τὸν ἑαυτόν σας εἰς ἀνωφελεῖς καὶ ἀνοήτους κινδύνους, καὶ ἄκακοι καὶ ἁπλοῖ σὰν τὰς περιστεράς. |
17 προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· | 17 Να προσέχετε, λοιπόν, και να προφυλάσσεσθε από τους κακούς ανθρώπους· διότι αυτοί θα σας σύρουν και θα σας παραδώσουν εις τας συνέδρια των Εβραίων, δια να καταδικασθήτε, και εις τας συναγωγάς αυτών εμπρός εις τα πλήθη θα σας μαστιγώσουν. | 17 Ἔχοντες δὲ ὡς μόνον ὅπλον τὴν φρόνησιν καὶ ἀκακίαν αὐτήν, προφυλάττεσθε ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους.Διότι θὰ σᾶς παραδώσουν εἰς συνέδρια διὰ νὰ καταδικασθῆτε ἀπὸ αὐτὰ καὶ εἰς τὰς συναγωγάς των ἐπὶ παρουσία τοῦ λαοῦ θὰ σᾶς μαστιγώσουν. |
18 καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. | 18 Και εις άρχοντας και εις βασιλείς θα σας τραβήξουν δια της βίας, δια να τιμωρηθήτε από αυτούς, ένεκα της πίστεώς σας εις εμέ· αλλά εκεί σεις, χωρίς να φοβηθήτε, θα δώσετε την καλήν μαρτυρίαν και εις αυτούς και γενικώτερα εις τα ειδωλολατρικά έθνη. | 18 Καὶ εἰς ἡγεμόνας δὲ καὶ εἰς βασιλεῖς θὰ σᾶς σύρουν ὠς κατηγορουμένους δι’ ἐμέ, διὰ νὰ δώσετε μαρτυρίαν περὶ ἐμοῦ, ποὺ νὰ τὴν ἀκούσουν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ ἐθνικοί, ὥστε νὰ μὴ προφασίζωνται ὕστερον, ὅτι δὲν ἤκουσαν κήρυγμα. |
19 ὅταν δὲ παραδῶσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε· | 19 Οταν δε σας παραδώσουν εις τα δικαστήρια η στους άρχοντας, μη βασανίζετε το πνεύμα σας με την αγωνιώδη μέριμναν, πως θα απολογηθήτε η τι θα πήτε. Εκείνην ακριβώς την ώραν θα σας δοθή άνωθεν, τι θα πήτε. | 19 Ὅταν δὲ σᾶς παραδώσουν διὰ νὰ προσαχθῆτε εἰς δικαστήρια ἢ βασιλεῖς, μὴ ζαλισθῆτε ἀπὸ τὴν ταραχώδη φροντίδα περὶ τοῦ πῶς θὰ ὁμιλήσετε ἢ τί θὰ εἴπετε.Διότι κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τῆς ἀπολογίας σας θὰ σᾶς δοθῇ ἀπὸ τὸν Θεὸν τί θὰ εἴπετε. |
20 οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. | 20 Επειδή δεν θα είσθε εσείς, που θα ομιλήτε, αλλά το Πνεύμα του ουρανίου Πατρός σας, το οποίον θα ομιλή δια μέσου υμών. | 20 Θὰ σᾶς δοθῇ δὲ τί νὰ εἴπετε, διότι δὲν θὰ εἶσθε σεῖς, ποὺ θὰ ὁμιλῆτε τότε, ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος εἶναι κατὰ χάριν Πατέρας σας.Τὸ Πνεῦμα αὐτὸ θὰ λαλῇ μεταχειριζόμενον ὡς ὅργανά του σας. |
21 παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· | 21 Θα παραδώση δε εις θάνατον ο άπιστος αδελφός τον πιστόν αδελφόν του και ο άπιστος πατέρας το ευσεβές τέκνον του και θα επαναστατήσουν τα άπιστα τέκνα εναντίον των πιστών γονέων των και θα τους θανατώσουν. | 21 Δὲν θὰ εἶναι δὲ μόνον οἱ ξένοι ἐναντίον σας, ἀλλὰ καὶ οἰ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ σας.Θὰ παραδώσῃ εἰς θάνατον ὁ ἀδελφὸς ὁ ἄπιστος τὸν ἀδελφόν του, ποὺ ἐπίστευσεν εἰς τὸ εὐαγγέλιον, καὶ ὁ πατέρας ὁ ἄπιστος τὸ τέκνον του, ποὺ ἐπίστευσε, καὶ θὰ ἐπαναστατήσουν τὰ ἄπιστα παιδιὰ κατὰ τῶν πιστῶν γονέων τους διὰ νὰ τοὺς θανατώσουν. |
22 καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται. | 22 Και θα σας μισούν όλοι οι ασεβείς και άπιστοι δια μόνον τον λόγον ότι πιστεύετε και ομολογείτε το όνομά μου· μη χάσετε όμως το θάρρος σας, διότι εκείνος, ο οποίος θα υπομείνη μέχρι τέλους, θα σωθή και θα γίνη άξιος της βασιλείας των ουρανών. | 22 Καὶ θὰ μισῆσθε ἑξακολουθητικῶς ἀπὸ ὅλους δι’ ἐμέ.Ἐκεῖνος ὅμως, ποὺ εἰς τὰς δοκιμασίας αὐτὰς θὰ δείξῃ ὑπομονὴν μέχρι τέλους, αὐτὸς θὰ σωθῇ. |
23 ὅταν δὲ διώκωσιν ὑμᾶς ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, φεύγετε εἰς τὴν ἄλλην· ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ τελέσητε τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραὴλ ἕως ἂν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. | 23 Οταν δε σας διώχνουν από την πόλιν αυτήν, φεύγετε και πηγαίνετε εις την άλλην. Αληθώς σας λέγω ότι δεν θα προλάβετε να περιέλθετε όλας τας πόλστου Ισραήλ, έως ότου έλθη ο Υιός του ανθρώπου εις συνάντησίν σας, βραδύτερον δε και εις τιμωρίαν εκείνων που δεν σας δέχονται. | 23 Ὅταν δὲ σᾶς διώχνουν εἰς τὴν πόλιν αὐτήν, φεύγετε καὶ πηγαίνετε εἰς τὴν ἄλλην, διὰ νὰ ἑξακολουθήσετε ἐκεῖ τὸ ἔργον σας.Μὴ σᾶς περάσῃ δὲ ἀπὸ τὸν νοῦν, ὅτι ἠμπορεῖ νὰ μὴ σᾶς ὑπολειφθοῦν πλέον πόλεις, εἰς τὰς ὁποίας νὰ καταφεύγετε, ὅταν θὰ σᾶς διώχνουν.Διότι ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι δὲν θὰ προφθάσετε νὰ περιέλθετε ὅλας τὰς πόλεις τοῦ Ἰσραήλ, ἕως ὅτου ἐπέλθῃ ἡ δικαία κρίσις τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ θὰ τιμωρήσῃ τοὺς διώκτας σας. |
24 Οὐκ ἔστι μαθητὴς ὑπὲρ τὸν διδάσκαλον οὐδὲ δοῦλος ὑπὲρ τὸν κύριον αὐτοῦ. | 24 Και ας έχετε υπ' όψιν σας, ότι δεν υπάρχει μαθητής ανώτερος από τον διδάσκαλόν του ούτε δούλος ανώτερος από τον κύριόν του· | 24 Μὴ παραξενεύεσθε δὲ ἀπὸ τοὺς διωγμοὺς αὐτούς.Κάθε μαθητής, ἐνόσῳ ἑξακολουθεῖ νὰ εἶναι μαθητής, δὲν εἶναι ποτὲ ἀνώτερος ἀπὸ τὸν διδάσκαλόν του· οὔτε κανεὶς δοῦλος εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ τὸν κύριόν του. |
25 ἀρκετὸν τῷ μαθητῇ ἵνα γένηται ὡς ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, καὶ ὁ δοῦλος ὡς ὁ κύριος αὐτοῦ. εἰ τὸν οἰκοδεσπότην Βεελζεβοὺλ ἐκάλεσαν, πόσῳ μᾶλλον τοὺς οἰκιακοὺς αὐτοῦ; | 25 είναι δε αρκετόν στον μαθητήν να γίνη και να πάθη όπως ο διδάσκαλός του, και στον δούλον όπως ο κύριός του. Εάν εμέ, τον διδάσκαλον και τον κύριον του σπιτιού, ωνόμασαν Βελζεβούλ, δηλαδή άρχοντα των δαιμονίων, πόσω μάλλον θα καλέσουν σας, που είσθε οι οικιακοί μου; | 25 Εἶναι ἀρκετὸν εἰς τὸν μαθητὴν νὰ λάβῃ τὴν ἰδίαν τύχην, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ διδάσκαλός του· καὶ πρέπει νὰ μένῃ ἰκανοποιημένος ὁ δοῦλος, ἐὰν λάβῃ τὴν αὐτὴν τύχην, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ κύριός του.Καὶ ἑμέ, ποὺ εἶμαι ὁ διδάσκαλός σας καὶ κύριός σας, δὲν μὲ καταδιώκουν; Ἐὰν ἑμέ, ποὺ εἶμαι νοικοκύρης εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ, ἐκάλεσαν Βεελζεβούλ, ἄρχοντα τῶν δαιμονίων δηλαδή, πόσῳ μᾶλλον θὰ καλέσουν ἔτσι σᾶς, ποὺ εἶσθε οἱ οἰκιακοί μου; |
26 Μὴ οὖν φοβηθῆτε αὐτούς· οὐδὲν γάρ ἐστι κεκαλυμμένον ὃ οὐκ ἀποκαλυφθήσεται, καὶ κρυπτὸν ὃ οὐ γνωσθήσεται. | 26 Ιδού ότι σας προείπα τι θα συναντήσετε στο έργον σας. Λοιπόν μη φοβηθήτε αυτούς, που θα σας συκοφαντήσουν και θα σας καταδιώξουν. (Η αθωότης σας θα λάμψη και η αλήθεια του Ευαγγελίου, που είναι σήμερα κρυφή και άγνωστος, θα γίνη γνωστή). Διότι δεν υπάρχει τίποτε σκεπασμένον που δεν θα ξεσκεπασθή και κανένα κρυφό που δεν θα γίνη γνωστόν. | 26 Ἀφοῦ δὲ ἀπὸ προτήτερα ξεύρετε, ὅτι ὅπως ἐδίωξαν καὶ ἐσυκοφάντησαν ἑμέ, ἔτσι θὰ διώξουν καὶ θὰ συκοφαντήσουν καὶ σᾶς, λοιπὸν μὴ φοβηθῆτε αὐτούς.Ὁποίαν συκοφαντίαν καὶ ἂν εἴπουν ἐναντίον σας, γρήγορα θὰ καταπέσῃ.Διότι δὲν ὑπάρχει τίποτε σκεπασμένον, ποὺ νὰ μὴ ξεσκεπασθῇ, καὶ τίποτε κρυφόν, ποὺ νὰ μὴ γίνῃ γνωστόν.Καὶ τὸ εὐαγγέλιον λοιπόν, ἐὰν τώρα εἶναι γνωστὸν εἰς ὀλίγους μόνον, εἰς τοὺς πολλοὺς δὲ εἶναι ἄγνωστον καὶ σκεπασμένον, θὰ γίνῃ γνωστὸν μὲ τὸ κήρυγμά σας καὶ θὰ φανερωθῇ ἡ ἀλήθειά του, τότε δὲ καὶ αἱ συκοφαντίαι ποὺ θὰ εἴπουν ἐναντίον σας καὶ κατὰ τοῦ κηρύγματός σας, θὰ καταπέσουν. |
27 ὃ λέγω ὑμῖν ἐν τῇ σκοτίᾳ, εἴπατε ἐν τῷ φωτί· καὶ ὃ εἰς τὸ οὖς ἀκούετε, κηρύξατε ἐπὶ τῶν δωμάτων. | 27 Εκείνο που σας λέγω τώρα ιδιαιτέρως, σαν υπό το σκότος, κηρύξατέ του στο φως της δημοσιότητος. Και εκείνο που ακούετε μυστικά στο αυτί, διαλαλήσατέ το από τις ταράτσες προς όλους. | 27 Ἐκεῖνο ποὺ τώρα σᾶς λέγω ἰδιαιτέρως, εἴπατέ το δημοσίᾳ.Καὶ ἐκεῖνο ποὺ ἀκούετε τώρα μυστικὰ εἰς τὸ αὐτί, κηρύξατέ το ἀπὸ τὶς ταράτσες, ὥστε νὰ τὸ ἀκούσουν ὅλοι. |
28 καὶ μὴ φοβεῖσθε ἀπὸ τῶν ἀποκτεννόντων τὸ σῶμα, τὴν δὲ ψυχὴν μὴ δυναμένων ἀποκτεῖναι· φοβήθητε δὲ μᾶλλον τὸν δυνάμενον καὶ ψυχὴν καὶ σῶμα ἀπολέσαι ἐν γεέννῃ. | 28 Και μη φοβηθήτε από τους διώκτας, οι οποίοι θανατώνουν το σώμα, δεν έχουν όμως την δύναμιν να θανατώσουν την ψυχήν. Αλλά να φοβηθήτε περισσότερον τον Θεόν, ο οποίος δύναται την ψυχήν και το σώμα να καταδικάση εις την απώλειαν της κολάσεως. | 28 Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, ποὺ θὰ κηρύττουν τὸ εὐαγγέλιον, θὰ καταδιώκωνται ἀπὸ τοὺς ἀπίστους, μὴ φοβηθῆτε ἀπ’ ἐκείνους, ποὺ θανατώνουν τὸ σῶμα, ἀλλὰ δὲν ἔχουν τὴν δύναμιν νὰ θανατώσουν καὶ τὴν ψυχήν.Φοβήθητε ὅμως ἀσυγκρίτως περισσότερον τὸν Θεόν, ὁ ὁποῖος ἔχει τὴν δύναμιν νὰ ρίψῃ εἰς τὴν κόλασιν καὶ εἰς τὴν αἰωνίαν δυστυχίαν τοῦ Ἅδου καὶ τὴν ψυχὴν καὶ τὸ σῶμα. |
29 οὐχὶ δύο στρουθία ἀσσαρίου πωλεῖται; καὶ ἓν ἐξ αὐτῶν οὐ πεσεῖται ἐπὶ τὴν γῆν ἄνευ τοῦ πατρὸς ὑμῶν. | 29 Δυο στρουθία δεν πωλούνται αντί ενός ασσαρίου, δηλαδή αντί οκτώ λεπτών; Και όμως ένα από αυτά δεν θα πέση νεκρό εις την γην, χωρίς να το επιτρέψη ο Πατήρ σας. | 29 Καὶ ἂν ἀκόμη σᾶς θανατώνουν, μὴ νομίσετε ὅτι ὁ Θεὸς σᾶς ἐγκατέλιπε καὶ δι’ αὐτὸ θανατώνεσθε.Ὄχι.Δύο σπουργίτια δὲν πωλοῦνται ἀντὶ δέκα λεπτῶν; Καὶ ὅμως ἕν ἀπὸ αὐτὰ δὲν θὰ πέσῃ νεκρὸν εἰς τὴν γῆν, χωρὶς νὰ τὸ ἐπιτρέψῃ ὁ Πατήρ σας. |
30 ὑμῶν δὲ καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί. | 30 Αφού ο Πατήρ σας προνοεί ακόμη και δια τα σπουργίτια, πόσω μάλλον θα προνοή για σας; Σκεφθήτε ότι αι τρίχες της κεφαλής σας είναι γνωσταί και αριθμημέναι από τον Θεόν. (Αυτός σας παρακολουθεί και εις τας πλέον ασημάντους λεπτομερείας της ζωής σας). | 30 Ὅσον δὲ διὰ σᾶς, μάθετε ὅτι ἀκόμη καὶ αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς σας, διὰ μίαν ἀπὸ τὰς ὁποίας σεῖς μικρὰν ἢ καμμίαν φροντίδα λαμβάνετε, καὶ τὸν ἀριθμὸν τῶν ὁποίων ἁγνοεῖτε, ὅλαι ἔχουν ἀριθμηθῇ.Ὁ Θεὸς δηλαδὴ ἔχει γνῶσιν καὶ περὶ αὐτὼν ἀκόμη τῶν ἐλαχίστων, ποὺ σᾶς συμβαίνουν, εἰς τὰ ὁποῖα σεῖς μικρὰν δίδετε σημασίαν. |
31 μὴ οὖν φοβηθῆτε· πολλῶν στρουθίων διαφέρετε ὑμεῖς. | 31 Λοιπόν μη αφήσετε ποτέ τον φόβον να κυριεύση την καρδίαν σας. Από παρά πολλά στρουθία είσθε ασυγκρίτως ανώτεροι σεις. | 31 Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Θεὸς τόσον ἐνδιαφέρεται διὰ σᾶς καὶ τόσον παρακολουθεῖ ὅσα συμβαίνουν, μὴ φοβηθῆτε ποτέ.Διαφέρετε σεῖς καὶ εἶσθε ἀσυγκρίτως ἀνώτεροι ἀπὸ πολλὰ στρουθία. |
32 Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς· | 32 Καθένας, λοιπόν, που με πίστιν και θάρρος και χωρίς να φοβήται τους διωγμούς, θα με ομολογήση σωτήρα του και Θεόν του εμπρός στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ έμπροσθεν του ουρανίου πατρός μου ως ιδικόν μου. | 32 Μὴ λογαριάζετε λοιπὸν τοὺς διωγμοὺς καὶ τοὺς κινδύνους, ἀλλὰ λογαριάζετε τὰς μεγάλας ἀμοιβάς, ποὺ σᾶς περιμένουν.Καθένας ποὺ θὰ μὲ ὁμολογήσῃ ὡς Σωτῆρα του καὶ Θεόν του ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ καταδιώκουν τὴν πίστιν μου, θὰ τὸν ὁμολογήσω καὶ ἑγὼ ὡς πιστὸν ἀκόλουθόν μου ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. |
33 ὅστις δ’ ἂν ἀρνήσηταί με ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ἀρνήσομαι αὐτὸν κἀγὼ ἔμπροσθεν τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. | 33 Οποιος όμως με αρνηθή εμπρός στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παραδεχθώ ως ιδικόν μου εμπρός στον ουράνιον Πατέρα μου. | 33 Ἐκεῖνον δέ, ποὺ θὰ μὲ ἀρνηθῇ ὡς Θεάνθρωπον Σωτῆρα ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ καὶ ἑγὼ καὶ δὲν θὰ τὸν ἀναγνωρίσω ὡς ἰδικόν μου ἐμπρὸς εἰς τὸν Πατέρα μου, ποὺ εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς. |
34 Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἀλλὰ μάχαιραν. | 34 Μη νομίσετε ότι ήλθα να επιβάλω μία ψευδή ειρήνην εις την γην (όπως την φαντάζονται οι Ισραηλίται, οι οποίοι περιμένουν τον Μεσσίαν ως επίγειον βασιλέαν). Δεν ήλθα να φέρω τέτοιαν ειρήνην, αλλά μάχαιραν και διαίρεσιν. | 34 Μὴ νομίσετε, ὅτι ἦλθα νὰ φέρω εἰς τὴν γῆν μίαν τέτοιαν εἰρήνην, ὅπως τὴν φαντάζονται αὐτοί, ποὺ περιμένουν τὸν Μεσσίαν ὡς ἐπίγειον βασιλέα καὶ κατακτητήν.Ὄχι.Δὲν ἦλθα διὰ νὰ ἐπιφέρω εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν καὶ διαίρεσιν καὶ διχασμόν, (διὰ τὰ ὁποῖα ὅμως ὑπεύθυνος εἶναι ἡ κακία τῶν ἀνθρώπων καὶ ὅχι τὸ εὐαγγέλιόν μου). |
35 ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς· | 35 Διότι ήλθα να χωρίσω τον ασεβή υιόν εναντίον του πιστού πατρός του και την ασεβή θυγατέρα εναντίον της μητρός της και την νύμφην ενάντιον της πενθεράς της. | 35 Διότι ἦλθον νὰ χωρίσω τὸν πιστὸν καὶ εὐθὺν ἄνθρωπον ἀπὸ τὸν ἄπιστον καὶ διεστραμμένον πατέρα του, καὶ τὴν κόρην ἀπὸ τὴν μητέρα της, καὶ τὴν νύμφην ἀπὸ τὴν πενθεράν της. |
36 καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ. | 36 Και θα γίνουν εχθροί του πιστού ανθρώπου οι οικιακοί του, που δεν θα δεχθούν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας. | 36 Καὶ ἐχθροὶ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου θὰ εἶναι οἰ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ του, ποὺ δὲν θὰ δεχθοῦν τὸ εὐαγγέλιόν μου, τὸ ὁποῖον φέρει τὴν ἀληθινὴν καὶ οὐρανίαν εἰρήνην. |
37 Ὁ φιλῶν πατέρα ἢ μητέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· καὶ ὁ φιλῶν υἱὸν ἢ θυγατέρα ὑπὲρ ἐμὲ οὐκ ἔστι μου ἄξιος· | 37 Εκείνος που αγαπά τον πατέρα η την μητέρα του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. Και εκείνος που αγαπά τον υιόν του η την κόρην του παραπάνω από εμέ, δεν είναι άξιος να λέγεται οπαδός μου. | 37 Ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὸν πατέρα του ἢ τὴν μητέρα του παραπάνω ἀπὸ ἑμέ, καὶ ἀρνεῖται ἐμὲ διὰ νὰ μὴ χωρισθῇ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του, δὲν ἀξίζει γιὰ μένα.Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαπᾷ τὸν υἱόν του ἢ τὴν θυγατέρα του παραπάνω ἀπὸ ἑμέ, δὲν εἶναι ἄξιος νὰ λέγεται μαθητής μου. |
38 καὶ ὃς οὐ λαμβάνει τὸν σταυρὸν αὐτοῦ καὶ ἀκολουθεῖ ὀπίσω μου, οὐκ ἔστι μου ἄξιος. | 38 Και όποιος δεν παίρνει σταθεράν την απόφασιν να υποστή κάθε ταλαιπωρίαν και σταυρικόν ακόμη θάνατον δια την πίστιν του εις εμέ και δεν με ακολουθεί ως αρχηγόν και υπόδειγμά του, δεν είναι άξιος για μένα. | 38 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ δὲν παίρνει τὴν ἀπόφασιν νὰ ὑποστῇ θάνατον σταυρικὸν καὶ δὲν ἀκολουθεῖ μὲ τὴν ἀπόφασιν αὐτὴν ὀπίσω μου μιμούμενος κατὰ πάντα τὸ παράδειγμά μου, δὲν ἀξίζει γιὰ μένα. |
39 ὁ εὑρὼν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἀπολέσει αὐτήν, καὶ ὁ ἀπολέσας τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἕνεκεν ἐμοῦ εὑρήσει αὐτήν. | 39 Εκείνος που εις καιρόν διωγμών θα αποφύγη την θλίψιν και το μαρτύριον, δια να σώση την ζωήν του, θα χάση την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν· και όποιος θυσιάσει την ζωήν του ένεκα εμού, θα κερδίση την αληθινήν και μακαρίαν ζωήν. | 39 Ἐκεῖνος, ποὺ ἐν καιρῷ διωγμῶν θὰ ἀποφύγῃ τὸ μαρτύριον καὶ θὰ διασώσῃ τὴν σωματικὴν ζωήν του, θὰ χάσῃ τὴν ὑψηλοτέραν καὶ μακαρίαν ζωήν, τὴν ὁποίαν κερδίζει κανεὶς διὰ τοῦ μαρτυρίου.Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ χάσῃ τὴν ζωήν του διὰ τὴν πίστιν του εἰς ἑμέ, θὰ κερδήσῃ τὴν ὑψηλοτέραν καὶ μακαρίαν ζωήν. |
40 Ὁ δεχόμενος ὑμᾶς ἐμὲ δέχεται, καὶ ὁ ἐμὲ δεχόμενος δέχεται τὸν ἀποστείλαντά με. | 40 Εκείνος που σας δέχεται και σας φιλοξενεί ως απεσταλμένους μου, υποδέχεται εμέ· και εκείνος που υποδέχεται εμέ, υποδέχεται 'Εκεινον, που με έστειλε στον κόσμον. | 40 Αἱ μεγάλαι δὲ αὐταὶ ἀμοιβαὶ δὲν εἶναι μόνον διὰ σᾶς, ποὺ θὰ κηρύττετε τὸ εὐαγγέλιον.Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ σᾶς ὑποδέχεται πρὸς φιλοξενίαν ὡς διακόνους τοῦ εὐαγγελίου μου, ὑποδέχεται ὅχι σᾶς, ἀλλὰ ἑμέ.Καὶ ἐκεῖνος ποὺ ὑποδέχεται ἑμέ, ὑποδέχεται αὐτὸν τὸν Θεόν, ποὺ μὲ ἀπέστειλεν εἰς τὸν κόσμον. |
41 ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται, καὶ ὁ δεχόμενος δίκαιον εἰς ὄνομα δικαίου μισθὸν δικαίου λήψεται. | 41 Εκείνος που υποδέχεται προφήτην, διδάσκαλον του θείου θελήματος, και τον τιμά ως προφήτην, θα πάρη μισθόν προφήτου από τον Θεόν. Και εκείνος που δέχεται δίκαιον, διότι είναι δίκαιος, θα λάβη μισθόν δικαίου. | 41 Ἐκεῖνος, ποὺ ὑποδέχεται καὶ ὑποστηρίζει καὶ συντρέχει προφήτην, λὸγῳ τοῦ ὅτι εἶναι προφήτης, θὰ λάβῃ τὴν αὐτὴν ἀνταμοιβήν, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ προφήτης.Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ὑποδέχεται τὸν δίκαιον, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι δίκαιος, θὰ λάβῃ τὴν αὐτὴν ἀνταμοιβήν, τὴν ὁποίαν καὶ ὁ δίκαιος. |
42 καὶ ὃς ἐὰν ποτίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων ποτήριον ψυχροῦ μόνον εἰς ὄνομα μαθητοῦ, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ. | 42 Και όποιος προσφέρει εις ένα από τους ασήμους τούτους μαθητάς μου έστω και ένα ποτήρι κρύο νερό, σας διαβεβαιώνω ότι δεν θα χάση τον μισθόν του. (Καθε ένας που με πίστιν υποβοηθεί και συντρέχει, έστω και ολίγον, τους Αποστόλους μου στο έργον των, θα λάβη την ανταμοιβήν του από τον Θεόν). | 42 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ ποτίσῃ ἕνα ἀπὸ τοὺς κατὰ κόσμον μικροὺς καὶ ἀσήμους τούτους μαθητάς μου, ἔστω καὶ ἔνα μόνον ποτήριον κρύο νερό, ποὺ προχείρως θὰ τὸ πάρῃ ἀπὸ τὴν πηγὴν καὶ δὲν θὰ ὑποβληθῇ εἰς τὸν κόπον νὰ τὸ βράση· καὶ θὰ προσφέρῃ τὴν ἐλαχίστην αὐτὴν ἢ παρομοίαν ἐξυπηρέτησιν εἰς αὐτόν, λόγῳ τοῦ ὅτι εἶναι μαθητής μου, ἀληθῶς σᾶς λέγω, δὲν θὰ χάσῃ εἰς τὴν μέλλουσαν ζωὴν τὴν ἀνταμοιβήν, ἡ ὁποία τοῦ ἀνήκει. |