Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:13
Δύση: 17:11
Σελ. 20 ημ.
326-40
16ος χρόνος, 6123η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 (Θ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. 1 Αφού εμπήκε στο πλοίον ο Ιησούς, επέρασε την λίμνην και ήλθε εις την πόλιν του, δηλαδή την Καπερναούμ. 1 Καὶ ἀφοῦ ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, ἐπέρασε διὰ μέσου τῆς λίμνης εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδικήν του πόλιν, τὴν Καπερναούμ.
2 Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον. καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν εἶπεν τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. 2 Και ιδού έφεραν προς αυτόν ένα παραλυτικόν, κατάκοιτον επάνω στο κρεββάτι· και όταν είδεν ο Ιησούς την πίστιν του παραλυτικού και εκείνων, που τον έφεραν, είπε στον παραλυτικόν· “θάρρος, παιδί μου, μη φοβήσαι ότι αι αμαρτίαι σου θα εμποδίσουν την θεραπείαν· δια την πίστιν σου, σου έχουν ήδη συγχωρηθή αι αμαρτίαι”. 2 Καὶ ἰδοὺ ἔφεραν πρὸς αὐτὸν ἕνα παραλυτικόν, τὸν ὁποῖον εἶχαν βάλει ἐπάνω εἰς κρεββάτι.Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὅταν εἶδε τὴν πίστιν, ποὺ εἶχαν καὶ ὁ παραλυτικὸς καὶ ἐκεῖνοι, ποὺ τὸν ἔφεραν, εἶπεν εἰς τὸν παραλυτικόν, ὁ ὁποῖος εὑρίσκετο εἰς ἀνησυχίαν, μήπως αἱ ἁμαρτίαι του γίνουν ἐμπόδιον εἰς τὴν θεραπείαν του· Ἔχε θάρρος, παδί μου· σοῦ ἔχουν συγχωρηθῇ αἱ ἁμαρτίαι σου.
3 καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. 3 Και ιδού, μερικοί από τους γραμματείς που ήσαν παρόντες, εσκέφθησαν· “αυτός βλασφημεί (είναι ασεβής, διότι οικιειοποιείται την εξουσίαν του Θεού να συγχωρή αμαρτίας”). 3 Καὶ ἰδοὺ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους· Αὐτὸς βλασφημεῖ σφετεριζόμενος δικαίωμα, τὸ ὁποῖον μόνον ὁ Θεὸς ἔχει.
4 καὶ εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς τὰς ἐνθυμήσεις αὐτῶν εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; 4 Οταν δε ο Ιησούς, ως παντογνώστης, είδε ολοκάθαρα τας πονηράς σκέψεις των γραμματέων, είπε· “διατί κυκλοφορείτε στον νουν και την καρδίαν σας τέτοιες πονηρές σκέψεις; 4 Καὶ ὁ Ἰησοῦς τὴν ἰδίαν στιγμὴν εἶδε εἰς τὰ βάθη τῶν καρδιῶν των τοὺς διαλογισμούς των καὶ εἶπε· Διατὶ διαλογίζεσθε μέσα εἰς τὰς καρδίας σας σκέψεις κακοπροαιρέτους;
5 τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; 5 Διότι, τι είναι ευκολώτερον να πη κανείς· Σου έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σου η να πη· Σηκω επάνω και περιπάτει; Το πρώτον, ως εσωτερικόν, δεν το βλέπει κανείς και επομένως δεν ημπορεί να το εξακριβώση. Το δεύτερον, ως εξωτερικόν και αισθητόν, δεν ημπορεί να το αρνηθή, όσον κακόπιστος και αν είναι. 5 Εἶναι δὲ πράγματι αἱ σκέψεις σας κακόγνωμοι καὶ κακοπροαίρετοι, διότι, τί εἶναι εὐκολώτερον; Νὰ εἴπῃ, κανείς· Εἶναι συγχωρημέναι αἱ ἁμαρτίαι σου, ἢ νὰ εἴπῃ, σήκω ὄρθιος καὶ περιπάτει; Σεῖς θεωρεῖτε δυσκολώτερον τὸ τελευταῖον τοῦτο.
6 ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας – τότε λέγει τῷ παραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. 6 Δια να ιδήτε δε και μάθετε καλά, ότι ο υιός του ανθρώπου έχει εξουσίαν να συγχωρή αμαρτίας και να θεραπεύη ασθενείας, τότε λέγει προς τον παραλυτικόν· “σήκω επάνω υγιής, πάρε το κρεββάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου”. 6 Διὰ νὰ μάθετε λοιπὸν τώρα, ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Μεσσίας, ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἔνδοξος Κριτὴς αὐτῆς κατὰ τὴν δευτέραν παρουσίαν του, ἔχει ἐξουσίαν νὰ συγχωρῇ ἐπὶ τῆς γῆς ἁμαρτίας - τότε λέγει εἰς τὸν παραλυτικόν· Σήκω ὄρθιος καὶ πάρε εἰς τοὺς ὤμους σου τὸ κρεββάτι σου καὶ πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου.
7 καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. 7 Και αμέσως εσηκώθη ο παραλυτικός εντελώς υγιής και επήγε στο σπίτι του. 7 Καὶ πράγματι ἐκεῖνος ἐσηκώθη καὶ ἐπῆγεν εἰς τὸ σπίτι του.
8 ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις. 8 Οταν δε τα πλήθη του λαού είδαν αυτό που έγινε, εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεόν, ο οποίος έδωσεν στον Ιησούν, που τον εθεωρούσαν ως ένα εκ των ανθρώπων, τέτοιαν εξουσίαν, να συγχωρή δηλαδή αμαρτίας και να θεραπεύη ασθενείας. 8 Ὅταν δὲ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ εἶδαν αὐτό, ποὺ ἔγινεν, ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεόν, ὁ ὀποῖος ἔδωκε διὰ τοῦ Χριστοῦ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τέτοιαν ἐξουσίαν, τοῦ νὰ συγχωροῦνται αἱ ἁμαρτίαι, συγχρόνως δὲ νὰ ἰατρεύωνται μὲ ἔνα λόγον ἁσθένειαι τοῦ σώματος ἀθεράπευτοι.
9 Καὶ παράγων ὁ Ἰησοῦς ἐκεῖθεν εἶδεν ἄνθρωπον καθήμενον ἐπὶ τὸ τελώνιον, Ματθαῖον λεγόμενον, καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. καὶ ἀναστὰς ἠκολούθησεν αὐτῷ. 9 Καθώς δε ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, είδε ένα άνθρωπον, ονομαζόμενον Ματθαίον, να κάθεται στο γραφείον του μέσα στο τελωνείον, δια να εισπράττη τους φόρους και λέγει εις αυτόν· “έλα κοντά μου”. Και ο Ματθαίος εσηκώθη και τον ακολούθησεν αμέσως. 9 Τὸ ὅτι δὲ ἐθεράπευε καὶ τὰς ψυχὰς ὁ Κύριος, τὸ ἔδειξε καὶ πάλιν ὑστέρα ἀπὸ ὀλίγον.Σὰν ἔφυγε δηλαδὴ ἀπ’ ἐκεῖ καὶ διέβαινε πλησίον τῆς λίμνης, εἶδεν ὁ Ἰησοῦς ἕνα ἄνθρωπον, ποὺ ἐκάθητο εἰς τὴν τράπεζαν τῆς εἰσπράξεως τῶν φόρων καὶ ὁ ὁποῖος τώρα ὀνομάζεται Ματθαῖος.Καὶ εἰς τὸν τελώνην αὐτὸν λέγει ὁ Ἰησοῦς· Ἀκολούθει με.Καὶ ἐκεῖνος ἐσηκώθη καὶ τὸν ἠκολούθησε.
10 Καὶ ἐγένετο αὐτοῦ ἀνακειμένου ἐν τῇ οἰκίᾳ, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἐλθόντες συνανέκειντο τῷ Ἰησοῦ καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ. 10 Και ενώ εκάθητο ο Ιησούς στο γεύμα, που προς τιμήν του είχε παραθέσει ο Ματθαίος στο σπίτι του, ιδού πολλοί τελώναι και αμαρτωλοί ήλθαν και εκάθηντο μαζή με τον Ιησούν και τους μαθητάς του. 10 Καὶ συνέβη, ὅταν αὐτὸς εἶχε γείρει εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἔτρωγεν εἰς τὸ σπίτι τοῦ Ματθαίου, καὶ ἰδοὺ πολλοὶ τελῶναι καὶ ἁμαρτωλοὶ ἦλθαν καὶ ἐκάθηντο μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς μαθητάς του.
11 καὶ ἰδόντες οἱ Φαρισαῖοι εἶπον τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Διατί μετὰ τῶν τελωνῶν καὶ ἁμαρτωλῶν ἐσθίει ὁ διδάσκαλος ὑμῶν; 11 Και όταν είδαν οι Φαρισαίοι τούτο, είπαν στους μαθητάς του· “διατί ο διδάσκαλος σας τρώγει μαζή με τους τελώνας και τους αμαρτωλούς;” 11 Καὶ ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ Φαρισαῖοι, εἶπαν εἰς τοὺς μαθητάς του.Διατὶ ὁ Διδάσκαλός σας τρώγει μαζὶ μὲ τοὺς τελώνας καὶ τοὺς ἁμαρτωλούς;
12 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀκούσας εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ’ οἱ κακῶς ἔχοντες. 12 Ο δε Ιησούς, όταν ήκουσε τα λόγια αυτά, τους είπε· “δεν χρειάζονται ιατρόν οι υγιείς, αλλ' οι άρρωστοι. 12 Ὁ Ἰησοῦς δέ, ὅταν ἤκουσε τοὺς λόγους τούτους, εἶπε πρὸς αὐτούς· Δὲν ἔχουν ἀνάγκην ἰατροῦ οἱ ὑγιεῖς, ἀλλ’ ἐκεῖνοι, ποὺ δὲν εἶναι καλὰ εἰς τὴν ὑγείαν τους καὶ εἶναι ἄρρωστοι.
13 πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν, Ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν· οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλούς εἰς μετάνοιαν. 13 Πηγαίνετε δε στους ερμηνευτάς των Γραφών, δια να μάθετε τι σημαίνει· ευσπλαγχνίαν θέλω και όχι τυπικήν θυσίαν. Διότι εγώ δεν ήλθα να καλέσω εκείνους που νομίζουν τον ευατόν των δίκαιον, αλλά τους αμαρτωλούς, δια να τους οδηγήσω εις την μετάνοιαν και σωτηρίαν”. 13 Πηγαίνετε δὲ νὰ μάθετε, τί σημαίνει ἐκεῖνο, ποὺ εἶπεν ὁ προφήτης Ὡσηέ· Θέλω ἔλεος καὶ συμπάθειαν καὶ ὅχι ἐξωτερικὴν θυσίαν, ποὺ δὲν ἐμψυχώνεται ἀπὸ ἐσωτερικὴν ἀγαθὴν διάθεσιν καὶ εὐσπλαγχνίαν.Ἐγὼ ἠξεύρω τι κάνω.Διότι δὲν ἦλθα ἀπὸ τὸν οὐρανὸν διὰ νὰ καλέσω ἐκείνους, ποὺ νομίζουν τοὺς ἑαυτούς των δικαίους, ἀλλ’ ἦλθα νὰ καλέσω τοὺς ἁμαρτωλούς, διὰ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ σωθοῦν.
14 Τότε προσέρχονται αὐτῷ οἱ μαθηταὶ Ἰωάννου λέγοντες· Διὰ τί ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολλά, οἱ δὲ μαθηταί σου οὐ νηστεύουσι; 14 Τοτε ήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του Ιωάννου του Βαπτιστού και του είπαν· “διατί ημείς και οι Φαρισαίοι νηστεύομεν πολύ, οι δε μαθηταί σου δεν νηστεύουν καθόλου;” 14 Τότε ἦλθαν εἰς αὐτόν οἰ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου καὶ εἶπαν· Διατὶ ἡμεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι νηστεύομεν πολύ, οἱ δὲ μαθηταί σου δὲν νηστεύουν;
15 καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μὴ δύνανται οἱ υἱοὶ τοῦ νυμφῶνος πενθεῖν ἐφ’ ὅσον μετ’ αὐτῶν ἐστιν ὁ νυμφίος; ἐλεύσονται δὲ ἡμέραι, ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ’ αὐτῶν ὁ νυμφίος, καὶ τότε νηστεύσουσιν. 15 Και απήντησεν εις αυτούς ο Ιησούς· “Μηπως είναι δυνατόν και πρέπον οι φίλοι του νυμφίου και οι προσκεκλημένοι στον γάμον να πενθούν και να νηστεύουν εφ' όσον χρόνον είναι μαζή των ο νυμφίος; Θα έλθουν όμως ημέραι, κατά τας οποίας θα πάρουν τον νυμφίον εκ του μέσου αυτών και τότε θα νηστεύσουν. (Οι μαθηταί μου, εφ' όσον ευρίσκονται μαζή με εμέ, τον νυμφίον της Εκκλησίας, δεν είναι δυνατόν να πενθούν και εις εκδήλωσιν του πένθους των να νηστεύουν. Οταν όμως με πάρουν και με αποσπάσουν εκ μέσου αυτών, τότε θα πενθήσουν και θα νηστεύσουν). 15 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· μήπως εἶναι δυνατὸν οἱ προσκαλεσμένοι εἰς γάμον φίλοι τοῦ γαμβροῦ νὰ πενθοῦν καὶ νὰ νηστεύουν, ἐνόσῳ εἶναι μαζί τους ὁ γαμβρὸς καὶ ἐορτάζεται ὁ γάμος; Ἔτσι καὶ οἰ μαθηταί μου, ἐφ’ ὅσον ἐγὼ ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας εἶμαι μαζί τους, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ πενθοῦν.Θὰ ἔλθουν ὅμως ἡμέραι, ποὺ θὰ πάρουν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν Νυμφίον, καὶ τότε θὰ νηστεύσουν καὶ θὰ πενθήσουν καὶ θὰ κακοπαθήσουν.
16 οὐδεὶς δὲ ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου, καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται. 16 Κανείς συνετός δεν βάζει επάνω εις παλαιόν ένδυμα μπάλωμα καινούργιο, διότι τούτο, καθώς θα ράπτεται, θα παρασύρη με τις ραφές του ένα μέρος του παλαιού ενδύματος και το σχίσιμον θα γίνη χειρότερον. 16 Κανεὶς δὲν πρέπει νὰ βάλλῃ ἐπάνω εἰς παλαιὸν ροῦχον ἐμβάλωμα ἀπὸ τεμάχιον ὑφάσματος καινούργιου, τὸ ὁποῖον ὡς ἀμεταχείριστον εἶναι σκληρόν· διότι τὸ καινούργιο αὐτὸ κομμάτι, ποὺ ἐτέθη ὡς συμπλήρωμα, μαζεύει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸ παλαιὸν ροῦχον τὸ μέρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου εἶναι αἱ ραφαί, καὶ τὸ σχίσιμον γίνεται χειρότερον.Ἔτσι καὶ ἡ νέα μου διδασκαλία δὲν εἶναι ὠφέλιμον νὰ προσκολληθῇ ἐπάνω εἰς ἐξωτερικοὺς τύπους, ποὺ ἐπάληωσαν πλέον καὶ εἶναι ἐφθαρμένοι.Διότι καὶ οἱ ἐξωτερικοὶ τύποι θὰ ἀχρηστευθοῦν ἐπιβλαβῶς καὶ ἡ διδασκαλία μου θὰ νοθευθῇ.
17 οὐδὲ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς παλαιούς· εἰ δὲ μήγε, ῥήγνυνται οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος ἐκχεῖται καὶ οἱ ἀσκοὶ ἀπολλοῦνται· ἀλλὰ οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς βάλλουσι καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται. 17 Ούτε πάλιν βάζουν οι συνετοί άνθρωποι νέον κρασί, που βράζει ακόμη, εις παλαιά ασκία, που δεν αντέχουν. Εάν δε και κάμουν αυτό, τα ασκιά σπάζουν και σχίζονται και έτσι το κρασί χύνεται και τα ασκιά αχρηστεύονται. Αλλά βάζουν τον νέον οίνον μέσα εις νέους ασκούς και έτσι διατηρούνται και τα δύο. (Την νέαν διδασκαλίαν μου δεν θα την βάλω στους παλαιούς τύπους και στους ανθρώπους των παλαιών τύπων, όπως είναι οι Φαρισαίοι, αλλά την μεταδίδω στους νέους ανθρώπους, όπως είναι οι μαθηταί μου, και την βάζω εις νέους τύπους και σχήματα)”. 17 Οὔτε βάλλουν μοῦστον εἰς ἀσκοὺς παληούς, ποὺ δὲν ἀντέχουν εἰς τὴν βράσιν τοῦ μούστου.Εἰ δ’ ἄλλως σπάζουν οἱ ἀσκοί, καὶ ὁ οἶνος χύνεται ἔξω καὶ οἱ ἀσκοὶ θὰ χαθοῦν καὶ θὰ γίνουν ἄχρηστοι.Ἀλλὰ βάλλουν μοῦστον εἰς ἀσκοὺς καινούργιους, ποὺ ἀντέχουν, καὶ ἔτσι καὶ τὰ δύο, καὶ οἱ ἀσκοὶ δηλαδὴ καὶ ὁ μοῦστος διατηροῦνται.Ἔτσι καὶ τώρα οἱ Φαρισαῖοι, καὶ ὅσοι τοὺς ἀκολουθοῦν, εἶναι παλαιοὶ ἀσκοί, ποὺ δὲν μποροῦν νὰ βαστάσουν τὴν νέαν διδασκαλίαν μου, τὴν ὁποίαν θὰ παραλάβουν οἱ μαθηταί μου, ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς νέα ἐνδύματα καὶ νέους ἀσκούς.
18 Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος αὐτοῖς ἰδοὺ ἄρχων εἷς προσελθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων ὅτι Ἡ θυγάτηρ μου ἄρτι ἐτελεύτησεν· ἀλλὰ ἐλθὼν ἐπίθες τὴν χεῖρά σου ἐπ’ αὐτήν καὶ ζήσεται. 18 Ενώ δε έλεγεν αυτά ο Ιησούς, ιδού ένας άρχων της συναγωγής ήλθε προς αυτόν, έσκυψεν έως το έδαφος, τον προσκύνησε με βαθύτατον σεβασμόν και του είπεν ότι “η κόρη μου προ ολίγου απέθανεν, αλλά έλα, βάλε το χέρι σου επάνω εις αυτήν και θα ζήση”. 18 Ἐνῷ δὲ τοὺς ἔλεγε ταῦτα ὁ Ἰησοῦς, ἰδοὺ κάποιος ἄρχων τῆς συναγωγῆς, αφοῦ τον πλησίασε, τὸν έπροσκύνει λέγων ὅτι ἡ θυγάτηρ μου πρὸ ὀλίγου ἀπέθανεν· ἀλλ’ ἐλθὲ καὶ βάλε τὴν χεῖρα σου ἐπάνω της καὶ θὰ ζήσῃ.
19 καὶ ἐγερθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἠκολούθησεν αὐτῷ καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 19 Εσηκώθη ο Ιησούς και τον ηκολούθησε, καθώς και οι μαθηταί του. 19 Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ ἐσηκώθη ἀπὸ τὴν τράπεζαν, τὸν ἠκολούθησε, καθὼς καὶ οἱ μαθηταί του.
20 Καὶ ἰδοὺ γυνὴ, αἱμορροοῦσα δώδεκα ἔτη, προσελθοῦσα ὄπισθεν ἥψατο τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· 20 Και ιδού, καθώς επροχωρούσαν, μία γυναίκα, που έπασχε από αιμορραγίαν δώδεκα έτη, επλησίασε από πίσω και ήγγισε με πίστιν την άκρη από το ένδυμα αυτού. 20 Καὶ ἰδοὺ μία γυναῖκα, ποὺ ἔπασχεν ἀπὸ αἱμορραγίαν ἐπὶ δώδεκα χρόνια, ἐπλησίασεν ἀπ’ ὀπίσω κρυφά, ἐπειδὴ ἐντρέπετο νὰ γίνῃ φανερὸν τὸ νόσημά της, καὶ ἤγγισε τὸ ἄκρον τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος.
21 ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ, Ἐὰν μόνον ἅψωμαι τοῦ ἱματίου αὐτοῦ, σωθήσομαι. 21 Διότι, έλεγε από μέσα της, και μόνον εάν εγγίσω το ένδυμα αυτού θα σωθώ από την ασθένειάν μου. 21 Ἔπραξε δὲ τοῦτο, διότι ἔλεγε μέσα της, καὶ μόνον ἐὰν ἐγγίσω τὸ ἔνδυμά του, θὰ γίνω ὑγιής.
22 ὁ δὲ Ἰησοῦς ἐπιστραφεὶς καὶ ἰδὼν αὐτὴν εἶπε· Θάρσει, θύγατερ· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε. καὶ ἐσώθη ἡ γυνὴ ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. 22 Ο δε Ιησούς εγύρισε, την είδε και της είπε· “θάρρος, κόρη μου· η πίστις, με την οποίαν ήγγισες το ένδυμά μου, σε έχει σώσει”. Και πράγματι από την ώραν εκείνην εθεραπεύθη η γυναίκα και έγινε τελείως υγιής. 22 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως ἔστρεψεν ὀπίσω καὶ σὰν τὴν εἶδεν, εἶπεν· Ἔχε θάρρος, κόρη μου· ἡ πίστις καὶ πεποίθησις ποὺ εἶχες, ὅτι θὰ ἐθεραπεύεσο, ἐὰν ἤγγιζες τὸ ἔνδυμά μου, σὲ ἔχει θεραπεύσει.Καὶ ἔγινε τελείως ὑγιὴς ἡ γυναῖκα ἀπὸ τὴν ὥραν ἐκείνην.
23 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ ἄρχοντος καὶ ἰδὼν τοὺς αὐλητὰς καὶ τὸν ὄχλον θορυβούμενον λέγει αὐτοῖς· 23 Οταν δε ήλθε ο Ιησούς στο σπίτι του άρχοντος και είδε αυτούς, που με τους αυλούς των έπαιζαν πένθιμα και νεκρικά τραγούδια, και τον όχλον να θρηνή και να ολοφύρεται και να δημιουργή θόρυβον, είπε προς αυτούς. 23 Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ σπίτι τοῦ ἄρχοντος καὶ εἶδεν ἐκείνους ποὺ ἔπαιζαν μὲ τὸν αὐλὸν θλιβερὰ μοιρολόγια καὶ τὸ πλῆθος τῶν συγγενῶν καὶ γνωρίμων νὰ δημιουργοῦν μὲ τὸν θρῆνον τους θόρυβον, λέγει εἰς αὐτούς·
24 Ἀναχωρεῖτε· οὐ γὰρ ἀπέθανε τὸ κοράσιον ἀλλὰ καθεύδει· καὶ κατεγέλων αὐτοῦ. 24 “Πηγαίνετε· διότι η μικρή κόρη δεν απέθανε, αλλά κοιμάται”. Και εκείνοι τον περιγελούσαν, διότι ήξευραν πολύ καλά ότι η κόρη είχεν πεθάνει. 24 Φύγετε ἀπ’ ἐδῶ, διότι τὸ κοράσιον δὲν ἀπέθανεν, ἀλλὰ κοιμᾶται.Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἐπεριγελοῦσαν, διότι ἦσαν βέβαιοι ὅτι τὸ κοράσιον ἦτο πεθαμένο.
25 ὅτε δὲ ἐξεβλήθη ὁ ὄχλος, εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἠγέρθη τὸ κοράσιον. 25 Οταν δε εδιώχθη ο όχλος έξω από την αίθουσαν, που ευρίσκετο η νεκρά, εισήλθεν ο Ιησούς, επιασε το χέρι της και αμέσως εκείνη ανεστήθη. 25 Ὅταν δὲ τὸ πλῆθος ἐβγῆκεν ἔξω, ἐμβῆκεν εἰς τὸ δωμάτιον τῆς νεκρᾶς καὶ ἔπιασε τὸ χέρι της καὶ ἀνεστήθη τὸ κοράσιον.
26 καὶ ἐξῆλθεν ἡ φήμη αὕτη εἰς ὅλην τὴν γῆν ἐκείνην. 26 Και διεδόθη η φήμη περί της αναστάσεως της νεκράς κόρης εις όλην την χώραν εκείνην. 26 Καὶ διεδόθη ἡ φήμη περὶ τοῦ θαύματος εἰς ὅλην τὴν χώραν ἐκείνην.
27 Καὶ παράγοντι ἐκεῖθεν τῷ Ἰησοῦ ἠκολούθησαν αὐτῷ δύο τυφλοὶ κράζοντες καὶ λέγοντες· Ἐλέησον ἡμᾶς, υἱὲ Δαυῒδ. 27 Και ενώ ο Ιησούς επερνούσε από εκεί, τον ηκολούθησαν δύο τυφλοί, οι οποίοι έκραζαν και έλεγαν· “σπλαγχνίσου μας, υιέ Δαυΐδ, και δος μας το φως των οφθαλμών μας”. 27 Καὶ ἐνῷ ἐπροχώρει ἀπ’ ἐκεῖ ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἠκολούθησαν δύο τυφλοί, οἱ ὁποῖοι ἐφώναζαν δυνατὰ καὶ ἔλεγαν· Σπλαγχνίσου μας καὶ ἰάτρευσέ μας, ἔνδοξε ἀπόγονε τοῦ Δαβίδ.
28 ἐλθόντι δὲ εἰς τὴν οἰκίαν προσῆλθον αὐτῷ οἱ τυφλοί, καὶ λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύετε ὅτι δύναμαι τοῦτο ποιῆσαι; λέγουσιν αὐτῷ· Ναί, Κύριε. 28 Οταν δε έφθασε στο σπίτι, τον επλησίασαν οι τυφλοί και είπε προς αυτούς ο Ιησούς· “πιστεύετε πράγματι, ότι ημπορώ εγώ να κάμω αυτό, που ζητείτε;” Λεγουν προς αυτόν· “ναι, Κυριε”. 28 Ὅταν δὲ ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι, ἦλθαν πλησίον του οἱ τυφλοί, καὶ λέγει πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Πιστεύετε, ὅτι ἔχω τὴν δύναμιν νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ζητεῖτε; Λέγουν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι· Ναί, Κύριε.
29 τότε ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· Κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. 29 Τοτε ήγγισε τα μάτια των, λέγων· “σύμφωνα με την πίστιν σας ας γίνη αυτό προς χάριν σας”. 29 Τότε ἤγγισε μὲ τὰ δάκτυλά του τὰ μάτια τους καὶ εἶπε· Σύμφωνα μὲ τὴν πίστιν σας ἄς γίνῃ εἰς σᾶς.
30 καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοί· καὶ ἐνεβριμήσατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Ὁρᾶτε μηδεὶς γινωσκέτω. 30 Και αμέσως άνοιξαν οι οφθαλμοί των. Ο δε Ιησούς συνέστησεν εις αυτούς με αυστηρότητα και είπε· “προσέχετε, κανείς να μη μάθη το θαύμα”. 30 Καὶ ἤνοιξαν τὰ μάτια τους· καὶ μὲ αὐστηρότητα παρήγγειλεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Προσέχετε, κανεὶς νὰ μὴ μάθῃ τὸ θαῦμα ποὺ σᾶς ἔκαμα.
31 οἱ δὲ ἐξελθόντες διεφήμισαν αὐτὸν ἐν ὅλῃ τῇ γῇ ἐκείνῃ. 31 Αλλά εκείνοι εξελθόντες διέδωσαν το θαύμα και την φήμη του Ιησού εις όλην εκείνην την χώραν. 31 Αὐτοὶ ὅμως, ὅταν ἐβγῆκαν ἀπὸ τὸ σπίτι, διέδωκαν τὴν φήμην του ὡς θαυματουργοῦ καὶ Μεσαίου εἰς ὅλην τὴν χώραν ἐκείνην.
32 Αὐτῶν δὲ ἐξερχομένων ἰδοὺ προσήνεγκαν αὐτῷ ἄνθρωπον κωφὸν δαιμονιζόμενον· 32 Ενώ δε αυτοί εξήρχοντο, ιδού έφεραν στον Ιησούν ένα άνθρωπον δαιμονιζόμενον κωφάλαλον. 32 Ὅταν δὲ οἱ δύο αὐτοὶ ἔβγαιναν ἀπὸ τὸ σπίτι, ἰδοὺ ἔφεραν πρὸς τὸν Ἰησοῦν ἄνθρωπον, ποὺ κατείχετο ἀπὸ δαιμόνιον καὶ ἦτο κωφὸς καὶ ἄλαλος.
33 καὶ ἐκβληθέντος τοῦ δαιμονίου ἐλάλησεν ὁ κωφός. καὶ ἐθαύμασαν οἱ ὄχλοι λέγοντες, Οὐδέποτε ἐφάνη οὕτως ἐν τῷ Ἰσραήλ. 33 Και όταν εξεδιώχθη το δαιμόνιον, αμέσως ωμίλησεν ο κωφάλαλος και οι όχλοι που ήσαν εκεί εθαύμασαν και έλεγαν ότι ποτέ έως τώρα δεν εφάνησαν στον Ισραηλιτικόν λαόν τόσα πολλά και τόσα μεγάλα θαύματα. 33 Καὶ ἀφοῦ ἐξεδιώχθη τὸ δαιμόνιον, ὡμίλησεν ὁ κωφὸς καὶ ἐθαύμασαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ καὶ ἔλεγαν· Οὐδέποτε ἐφάνησαν τέτοια θαύματα εἰς τὸ ἔθνος τοῦ Ἰσραήλ.Οὔτε ὅταν οἱ προφῆται καὶ οἱ λοιποὶ ἅγιοι ἄνδρες ἐθαυματούργουν ἐν μέσῳ αὐτοῦ.
34 οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἔλεγον· Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια. 34 Οι μοχθηροί όμως και δόλιοι Φαρισαίοι έλεγαν· “αυτός διώχνει τα δαιμόνια με την δύναμιν του αργηγού των δαιμονίων”. 34 Οἱ Φαρισαῖοι ὅμως ἔλεγαν· Μὲ τὴν βοήθειαν καὶ συνέργειαν τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν δαιμόνων βγάζει ἀπὸ τοὺς πάσχοντας τὰ δαιμόνια.
35 Καὶ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς τὰς πόλεις πάσας καὶ τὰς κώμας, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. 35 Και περιώδευε ο Ιησούς όλας τας πόλεις και τα χωρία διδάσκων εις τας συναγωγάς αυτών και κηρύσσων το χαρμόσυνον άγγελμα της βασιλείας των ουρανών και θεραπεύων κάθε ασθένειαν και κάθε καχεξίαν μεταξύ του λαού. 35 Καὶ περιήρχετο ὁ Ἰησοῦς ὅλας τὰς πόλεις καὶ τὰ χωρία, διδάσκων εἰς τὰς συναγωγάς των καὶ κηρύττων τὸ χαρμόσυνον κήρυγμα τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύων κάθε ἀσθένειαν καὶ ἀδιαθεσίαν μεταξὺ τοῦ λαοῦ.
36 Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἐσπλαγχνίσθη περὶ αὐτῶν ὅτι ἦσαν ἐκλελυμένοι καὶ ἐρριμμένοι ὡς πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα. 36 Οταν δε είδε τα πλήθη του λαού, ησθάνθη ευσπλαγχνίαν και πόνον δι' αυτούς, διότι ήσαν αποκαμωμένοι πνευματικώς και παραπεταμένοι, σαν πρόββατα που δεν είχαν ποιμένα. 36 Ὅταν δὲ εἶδε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἠσθάνθη συμπάθειαν καὶ πόνον δι’ αὐτούς, διότι ἦσαν ἀποκαμωμένοι πνευματικῶς καὶ παραμελημένοι, σὰν πρόβατα, ποὺ δὲν ἔχουν ποιμένα νὰ τὰ προφυλάξῃ καὶ νὰ τὰ ὁδηγήσῃ εἰς τόπους βοσκῆς.
37 τότε λέγει τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Ὁ μὲν θερισμὸς πολύς, οἱ δὲ ἐργάται ὀλίγοι· 37 Τοτε λέγει στους μαθητάς του· “ο μεν θερισμός είναι πολύς (πολλοί δηλαδή είναι εκείνοι που έχουν την ανάγκην και την διάθεσιν να δεχθούν τα λόγια της σωτηρίας) αλλά οι πνευματικοί εργάται είναι ολίγοι. 37 Τότε λέγει εἰς τοὺς μαθητάς του· τὰ μὲν ὥριμα διὰ θερισμὸν στάχυα εἶναι πολλά, οἱ δὲ ἐργάται, ποὺ θὰ τὰ θερίσουν, εἶναι ὀλίγοι.Πολλοὶ εἶναι οἱ εὐδιάθετοι νὰ δεχθοῦν τὸ εὐαγγέλιον καὶ νὰ σωθοῦν, ὀλίγοι ὅμως εἶναι οἱ πνευματικοὶ ἐργάται, ποὺ θὰ ὑπηρετήσουν εἰς τὸ πνευματικὸν αὐτὸ ἔργον.
38 δεήθητε οὖν τοῦ κυρίου τοῦ θερισμοῦ ὅπως ἐκβάλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμὸν αὐτοῦ. 38 Παρακαλέστε λοιπόν τον Κυριον του θερισμού, να στείλη εργάτας στον θερισμόν αυτού”. 38 Παρακαλέσατε λοιπὸν τὸν Θεόν, ποὺ εἶναι ὁ κύριος καὶ ἰδιοκτήτης τῆς ὡρίμου πρὸς θερισμὸν σπορᾶς, νὰ βγάλῃ καὶ ἀποστείλῃ ἐργάτας εἰς τὸν θερισμόν του.