Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἐν ἐκείνῳ τῷ καιρῷ ἤκουσεν Ἡρῴδης ὁ τετράρχης τὴν ἀκοὴν Ἰησοῦ, | 1 Κατά τον καιρόν εκείνος ο Ηρώδης Αντίπας, ο τετράρχης της Γαλιλαίας, επληροφορήθη την φήμην του Ιησού, | 1 Κατ’ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἤκουσεν ὁ Ἡρῴδης ὁ Ἀντίπας, ὁ τετράρχης τῆς Γαλιλαίας καὶ Περαίας, τὴν φήμην τοῦ Ἰησοῦ |
2 καὶ εἶπεν τοῖς παισὶν αὐτοῦ· Οὗτός ἐστιν Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἠγέρθη ἀπὸ τῶν νεκρῶν, καὶ διὰ τοῦτο αἱ δυνάμεις ἐνεργοῦσιν ἐν αὐτῷ. | 2 και είπεν στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του· “αυτός είναι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, τον οποίον εγώ αποκεφάλισα· αυτός ανεστήθη εκ των νεκρών και δια τούτο ενεργούν δι' αυτού αι θαυματουργικαί δυνάμεις”. | 2 καὶ εἶπεν εἰς τοὺς αὐλικούς του αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστής· αὐτὸς ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν μὲ νέαν ἀποστολὴν ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ δι’ αὐτὸ αἱ ὑπερφυσικαὶ δυνάμεις ἐνεργοῦν διὰ μέσου αὐτοῦ. |
3 Ὁ γὰρ Ἡρῴδης κρατήσας τὸν Ἰωάννην ἔδησεν αὐτὸν καὶ ἔθετο ἐν φυλακῇ διὰ Ἡρῳδιάδα τὴν γυναῖκα Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ· | 3 Διότι ο Ηρώδης είχε συλλάβει τον Ιωάννην, τον έδεσε και τον έρριψεν εις την φυλακήν εξ αιτίας της Ηρωδιάδος, με την οποίαν παρανόμως συζούσε, διότι αυτή ήτο σύζυγος του αδελφού του Φιλίππου. | 3 Εἰπὲ δὲ ὁ Ἡρῴδης περὶ τοῦ Ἰωάννου, ὅτι ἀνεστήθη ἐκ νεκρῶν, διότι ὁ Ἡρῴδης τὸν εἶχε θανατώσει· ἀφοῦ δηλαδὴ συνέλαβε τὸν Ἰωάννην, τὸν ἔδεσε καὶ τὸν ἔβαλεν εἰς τὴν φυλακὴν ἐξ αἰτίας τῆς Ἡρῳδιάδος, ἡ ὁποία ἦτο σύζυγος τοῦ Φιλίππου τοῦ ἀδελφοῦ του, καὶ συνέζη τώρα μὲ τὸν Ἡρῴδην. |
4 ἔλεγεν γὰρ αὐτῷ ὁ Ἰωάννης· Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν αὐτήν. | 4 Επειδή έλεγεν εις αυτόν ο Ιωάννης· “δεν σου επιτρέπεται να συζής με αυτήν”. | 4 Διότι τοῦ ἔλεγεν ὁ Ἰωάννης· Δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται ἀπὸ τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ νὰ ἔχῃς αὐτὴν σύζυγον. |
5 καὶ θέλων αὐτὸν ἀποκτεῖναι ἐφοβήθη τὸν ὄχλον, ὅτι ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. | 5 Και ενώ ήθελε να τον θανατώση, δεν τον εθανάτωνε, διότι εφοβείτο τα πλήθη του λαού, τα οποία εθεωρούσαν τον Ιωάννην ως προφήτην. | 5 Καὶ ἐνῷ εἰς τὰς ἀρχάς, παρακινούμενος ἀπὸ τὴν Ἡρῳδιάδα, ἤθελε νὰ τὸν φονεύσῃ, ἐφοβήθη τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διότι ἐθεώρουν καὶ ἐσέβοντο αὐτὸν ὡς προφήτην. |
6 γενεσίων δὲ ἀγομένων τοῦ Ἡρῴδου ὠρχήσατο ἡ θυγάτηρ τῆς Ἡρῳδιάδος ἐν τῷ μέσῳ καὶ ἤρεσε τῷ Ἡρῴδῃ, | 6 Οταν όμως ο Ηρώδης εώρταζε τα γενέθλιά του, εχόρευσε με τέχνην και προκλητικότητα η κόρη της Ηρωδιάδος, η Σαλώμη, ενώπιον των προσκεκλημένων και ήρεσεν ο χορός της στον Ηρώδην. | 6 Ἀλλ’ ὅταν ἑωρτάζοντο τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρῴδου, ἐχόρευσεν ἡ κόρη τῆς Ἠρῳδιάδος εἰς τὸ μέσον τῶν προσκαλεσμένων εἰς τὸ τραπέζι καὶ ἄρεσεν ὁ χορός της εἰς τὸν Ἡρῴδην. |
7 ὅθεν μεθ’ ὅρκου ὡμολόγησεν αὐτῇ δοῦναι ὃ ἐὰν αἰτήσηται. | 7 Δια τούτο υπεσχέθη εις αυτήν με όρκον δημοσία, να της δώση ο,τιδηποτε και αν του ζητήση. | 7 Δι’ αὐτὸ τῆς ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον νὰ τῆς δώσῃ κάθε τι ποὺ θὰ ἐζήτει. |
8 ἡ δὲ προβιβασθεῖσα ὑπὸ τῆς μητρὸς αὐτῆς, Δός μοι, φησίν, ὧδε ἐπὶ πίνακι τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. | 8 Εκείνη δε καθοδηγηθείσα από την μητέρα της είπε· “δος μου εδώ επάνω στο πιάτο το κεφάλι του Ιωάννου του Βαπτιστού”. | 8 Αὐτὴ δὲ ὁδηγηθεῖσα ἀπὸ τὴν μητέρα της· Δός μοι, εἶπεν, ἐδῶ ἐπάνω εἰς τὸ πιάτο, τὴν κεφαλὴν Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ. |
9 καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεὺς, διὰ δὲ τοὺς ὅρκους καὶ τοὺς συνανακειμένους ἐκέλευσε δοθῆναι, | 9 Και εστενοχωρήθη μεν ο βασιλεύς, αλλά δια τους όρκους και δια να μη εκτεθή στους συνδαιτημόνας ως επίορκος, διέταξε να δοθή η κεφαλή του Ιωάννου. | 9 Καὶ ἐλυπήθη ὁ βασιλεύς, διὰ τοὺς ὅρκους ὅμως καὶ δι’ ἐκείνους, ποὺ ἐκάθηντο μαζὶ εἰς τὸ τραπέζι, εἰς τοὺς ὁποίους ἦτο ἐκτεθειμένος καὶ δὲν ἤθελε νὰ παρουσιασθῇ, ὅτι ἠθέτει τὸν λόγον του καὶ τὸν ὅρκον του, ἔδωκε διαταγὴν νὰ δοθῇ ἡ κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου. |
10 καὶ πέμψας ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην ἐν τῇ φυλακῇ· | 10 Και έστειλε δήμιον και αποκεφάλισε τον Ιωάννην εις την φυλακήν. | 10 Καὶ ἀφοῦ ἔστειλε δήμιον, ἀπεκεφάλισε τὸν Ἰωάννην εἰς τὴν φυλακήν. |
11 καὶ ἠνέχθη ἡ κεφαλὴ αὐτοῦ ἐπὶ πίνακι καὶ ἐδόθη τῷ κορασίῳ, καὶ ἤνεγκε τῇ μητρὶ αὐτῆς. | 11 Και έφεραν την κεφαλήν αυτού επάνω εις ένα πιάτο και την έδωσαν εις την κόρην και εκείνη την έφερεν εις την μητέρα της. | 11 Καὶ ἐφέρθη ἡ κεφαλή του ἐπάνω εἰς πιάτο καὶ ἐδόθη εἰς τὸ κοράσιον, καὶ τὴν ἔφερεν ἐκεῖνο εἰς τὴν μητέρα του. |
12 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἦραν τὸ σῶμα καὶ ἔθαψαν αὐτό, καὶ ἐλθόντες ἀπήγγειλαν τῷ Ἰησοῦ. | 12 Επήγαν κατόπιν οι μαθηταί του Ιωάννου, επήραν το σώμα αυτού και το έθαψαν. Επειτα δε ήλθαν στον Ιησούν και ανήγγειλαν εις αυτόν το θλιβερόν γεγονός. | 12 Καὶ ἐπῆγαν οἱ μαθηταὶ τοῦ Ἰωάννου εἰς τὴν φυλακὴν καὶ ἐσήκωσαν τὸ σῶμα του καὶ τὸ ἔθαψαν.Καὶ μετὰ τὴν ταφὴν ἦλθαν καὶ ἀνήγγειλαν εἰς τὸν Ἰησοῦν τὸ συμβάν. |
13 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἀνεχώρησεν ἐκεῖθεν ἐν πλοίῳ εἰς ἔρημον τόπον κατ’ ἰδίαν· καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἠκολούθησαν αὐτῷ πεζῇ ἀπὸ τῶν πόλεων. | 13 Οταν δε ο Ιησούς ήκουσε αυτά, ανεχώρησε από εκεί με πλοίον εις έρημον τόπον, όπου έμεινε μόνος με τους μαθητάς του. Οταν όμως επληροφορήθησαν τα πλήθη την αναχώρησιν του Ιησού, τον ηκολούθησαν πεζή από τας πόλεις. | 13 Ὅταν δὲ ἤκουσε ταῦτα ὁ Ἰησοῦς, ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ διὰ πλοίου εἰς ἔρημον τόπον, ὥστε νὰ μείνῃ μόνος μὲ τοὺς μαθητάς του. Καὶ ὅταν ἤκουσαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅτι ἀπεχώρησεν εἰς ἔρημον τόπον, τὸν ἠκολούθησαν πεζοὶ ἀπὸ τὰς πόλεις. |
14 Καὶ ἐξελθὼν εἶδε πολὺν ὄχλον, καὶ ἐσπλαγχνίσθη ἐπ’ αὐτοῖς καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους αὐτῶν. | 14 Και όταν εβγήκεν ο Ιησούς από εκεί που έμενεν, είδε πολύν λαόν, επλαγχνίσθη αυτούς και εθεράπευσεν όλους όσοι ήσαν άρωστοι. | 14 Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ὅταν ἐβγῆκεν ἀπὸ τὸ ἐρημικὸν καταφύγιόν του, εἶδε πολὺν λαὸν καὶ τοὺς συνεπάθησε πολὺ καὶ ἐθεράπευσε τοὺς ἀρρώστους των. |
15 ὀψίας δὲ γενομένης προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ἔρημός ἐστιν ὁ τόπος καὶ ἡ ὥρα ἤδη παρῆλθεν· ἀπόλυσον τοὺς ὄχλους, ἵνα ἀπελθόντες εἰς τὰς κώμας ἀγοράσωσιν ἑαυτοῖς βρώματα. | 15 Αργά δε το απόγευμα προσήλθαν οι μαθηταί και του είπαν· “ο τόπος είναι έρημος και η ώρα έχει περάσει· διέλυσε τα πλήθη, ώστε να πάνε εις τα γύρω χωριά και να αγοράσουν δια τον εαυτόν τους τροφάς”. | 15 Ὅταν δὲ ἐπλησίαζε νὰ βραδυάσῃ, προσῆλθον εἰς αὐτόν οἰ μαθηταί του λέγοντες· Εἶναι ἔρημος ὁ τόπος καὶ ἡ ὤρα πλέον ἐπέρασε. Δῶσε διαταγὴν νὰ διαλυθοῦν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, διὰ νὰ ὑπάγουν εἰς τὰ χωρία καὶ νὰ ἀγοράσουν διὰ τοὺς ἑαυτούς των τροφάς. |
16 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐ χρείαν ἔχουσιν ἀπελθεῖν· δότε αὐτοῖς ὑμεῖς φαγεῖν. | 16 Ο δε Ιησούς τους είπεν· “δεν έχουν ανάγκην να πάνε· δώστε τους σεις να φάγουν”. (Και είπε τούτο, δια να δώση ευκαιρίαν στους μαθητάς να δείξουν την αγάπην των, αλλά και δια να τους προπαρασκευάση ψυχολογικώς δια το θαύμα). | 16 Ὁ Ἰησοῦς ὅμως τοὺς εἶπε δὲν ἔχουν ἀνάγκην νὰ ἀπέλθουν καὶ νὰ ἀγοράσουν τρόφιμα. Δώσατέ τους σεῖς νὰ φάγουν. |
17 οἱ δὲ λέγουσιν αὐτῷ· Οὐκ ἔχομεν ὧδε εἰ μὴ πέντε ἄρτους καὶ δύο ἰχθύας. | 17 Εκείνοι δε του είπαν· “εδώ δεν έχομεν παρά μόνον πέντε άρτους και δύο ψάρια”. | 17 Ἀλλ’ ἐκεῖνοι τοῦ εἶπον· Δὲν ἔχομεν ἐδῶ παρὰ πέντε ψωμιὰ καὶ δύο ψάρια. |
18 ὁ δὲ εἶπε· Φέρετέ μοι αὐτούς ὧδε. | 18 Ο δε Ιησούς είπε “φέρετέ τα εδώ εις εμέ”. | 18 Ὁ δὲ Κύριος εἶπε· Φέρετέ τά μου ἐδῶ. |
19 καὶ κελεύσας τοὺς ὄχλους ἀνακλιθῆναι ἐπὶ τοὺς χόρτους, λαβὼν τοὺς πέντε ἄρτους καὶ τοὺς δύο ἰχθύας, ἀναβλέψας εἰς τὸν οὐρανὸν εὐλόγησε, καὶ κλάσας ἔδωκε τοῖς μαθηταῖς τοὺς ἄρτους οἱ δὲ μαθηταὶ τοῖς ὄχλοις. | 19 Και αφού συνέστησε εις τα πλήθη να καθήσουν επάνω εις τα χόρτα, επήρε τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια, εσήκωσε τα μάτια στον ουρανόν, δια να ευχαριστήση τον ουράνιον Πατέρα, ευλόγησε, έκοψε τους άρτους εις κομμάτια και τα έδωσε στους μαθητάς και οι μαθηταί στους όχλους. | 19 Καὶ ἀφοῦ παρεκίνησε τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ νὰ ἑξαπλωθοῦν εἰς τὴν πρασινάδα, ἐπῆρε τὰ πέντε ψωμιὰ καὶ τὰ δύο ψάρια, καί, ἀφοῦ ἐσήκωσε τὰ μάτια του εἰς τὸν οὐρανόν, ηὐχαρίστησε καὶ ἐπεκαλέσθη τὸν Πατέρα του καὶ ἀφοῦ ἔκοψε τὰ ψωμιά, τὰ ἔδωκεν εἰς τοὺς μαθητὰς καὶ οἰ μαθηταὶ εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. |
20 καὶ ἔφαγον πάντες καὶ ἐχορτάσθησαν, καὶ ἦραν τὸ περισσεῦον τῶν κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις. | 20 Εφαγαν δε όλοι και εχόρτασαν και εμάζευσαν ο,τι επερίσσευσεν από τα κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμάτα. | 20 Καὶ ἔφαγαν ὅλοι καὶ ἐχόρτασαν, καὶ ἐσήκωσαν ὅ,τι ἐπερίσσευσεν ἀπὸ τὰ κομμάτια, δώδεκα κοφίνια γεμᾶτα. |
21 οἱ δὲ ἐσθίοντες ἦσαν ἄνδρες ὡσεὶ πεντακισχίλιοι χωρὶς γυναικῶν καὶ παιδίων. | 21 Εκείνοι δε που έφαγαν ήσαν πέντε περίπου χιλιάδες, εκτός από τας γυναίκας και τα παιδιά. | 21 Ἐκεῖνοι δὲ ποὺ ἔφαγαν ἦσαν περίπου πέντε χιλιάδες ἄνδρες, χωρὶς νὰ συνυπολογίζωνται εἰς τὸν ἀριθμὸν αὐτὸν γυναῖκες καὶ παιδιά. |
22 Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. | 22 Και αμέσως ο Ιησούς ηνάγκασε τους μαθητάς να εισέλθουν στο πλοίον και να πάνε προ αυτού στο απέναντι μέρος, μέχρις ότου αυτός απολύση τα πλήθη του λαού. (Τούτο δε το έκαμε δια να μη παρασυρθούν και οι μαθηταί από τον άκριτον ενθουσιασμόν των ανθρώπων αυτών, που ήθελαν να τον ανακηρύξουν βασιλέα). | 22 Καὶ ἀμέσως ὁ Ἰησοῦς διὰ νὰ μὴ παρασυρθοῦν οἱ μαθηταί του ἀπὸ τὸν ἐνθουσιασμὸν τοῦ πλήθους, ποὺ ἤθελε νὰ τὸν ἀνακηρύξῃ βασιλέα, ἠνάγκασεν αὐτοὺς νὰ ἔμβουν εἰς τὸ πλοῖον καὶ νὰ περάσουν προτήτερα ἀπὸ αὐτὸν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος τῆς λίμνης, ἕως ὅτου αὐτὸς διαλύσῃ τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ. |
23 καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. | 23 Αφού δε διέλυσε τα πλήθη, ανέβη στο όρος, δια να προσευχηθή μόνος και απερίσπαστος. Οταν δε άρχισε να νυκτώνη, ήτο μόνος. | 23 Καὶ ἀφοῦ διέλυσε τὰ πλήθη, ἀνέβη εἰς τὸ βουνὸν διὰ νὰ προσευχηθῇ μόνος του.Ὅταν δὲ ἐβράδυασε καλά, ἦτο ἐκεῖ μοναχός. |
24 τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. | 24 Το δε πλοίον ευρίσκετο στο μέσον της θαλάσσης και εταλαιπωρείτο πολύ από τα κύματα, διότι ήτο αντίθετος ο άνεμος. | 24 Τὸ δὲ πλοῖον εἶχε προχωρήσει πλέον εἰς τὸ μέσον τῆς λίμνης καὶ συνεταράσσετο ἀπὸ τὰ κύματα.Διότι ἦτο ἐναντίος ὁ ἄνεμος. |
25 τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. | 25 Κατά δε τα χαράματα, το τέταρτον τρίωρον της νυκτός, κατά τον χρόνον που η τετάρτη βάρδια των φρουρών ανελάμβανε υπηρεσίαν, ήλθεν ο Ιησούς προς τους μαθητάς περιπατών επάνω εις την θάλασσαν. | 25 Κατὰ δὲ τὸ τελευταῖον τρίωρον τῆς νυκτός, ὁπότε παρελάμβανε τὴν στρατιωτικὴν φρουρὰν τὸ τέταρτον τμῆμα τῶν σκοπῶν, ἔφυγεν ἀπὸ τὸ ὅρος καὶ ἦλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, περιπατῶν ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, σὰν νὰ ἦτο αὐτὴ ξηρά. |
26 καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. | 26 Οταν δε τον είδαν οι μαθηταί να περιπατή επάνω εις την θάλασσαν, εταράχθησαν και έλεγαν ότι είναι φάντασμα και από τον φόβον έκραξαν. | 26 Καὶ ὅταν τὸν εἶδαν οἱ μαθηταὶ νὰ περιπατῇ ἐπάνω εἰς τὴν θάλασσαν, ἐταράχθησαν λέγοντες, ὅτι αὐτὸ ποὺ ἔβλεπαν εἶναι φάντασμα.Καὶ ἀπὸ τὸν φόβον τους ἀφῆκαν κραυγήν. |
27 εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. | 27 Αμέσως όμως ωμίλησεν ο Ιησούς προς αυτούς και τους είπε· “θάρρος, εγώ είμαι· μη φοβείσθε”. | 27 Ἀμέσως ὅμως ὡμίλησεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἔχετε θάρρος.Ἐγὼ εἶμαι.Μὴ φοβεῖσθε. |
28 ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· | 28 Απεκρίθη δε εις αυτόν ο Πετρος και είπε· “Κυριε, εάν είσαι συ, διάταξέ με να έλθω προς σε περιπατών επάνω εις τα νερά”. | 28 Ἀπεκρίθη δὲ εἰς αὐτὸν ὁ Πέτρος καὶ εἶπε· Κύριε, ἐὰν εἶσαι σύ, διατάξέ με νὰ ἔλθω πρὸς σὲ ἐπάνω εἰς τὰ νερά. |
29 ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. | 29 Ο δε Κυριος του είπε· “έλα”. Κατέβηκε ο Πετρος από το πλοίον και επεριπάτησε επάνω εις τα νερά, δια να έλθη στον Ιησούν. | 29 Ὁ δὲ Κύριος εἶπεν· Ἐλθέ.Καὶ ἀφοῦ κατέβη ἀπὸ τὸ πλοῖον ὁ Πέτρος, περιεπάτησεν ἐπάνω εἰς τὰ νερὰ διὰ νὰ ἔλθῃ πρὸς τὸν Ἰησοῦν. |
30 βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. | 30 Οταν όμως είδε τον άνεμον ισχυρόν, εφοβήθη, εκλονίσθη η πίστις του, ήρχισε να βυθίζεται και εφώναξε δυνατά λέγων· “Κυριε σώσε με”. | 30 Ἀλλ’ ὅταν εἶδε τὸν ἀέρα, ὅτι ἦτο δυνατός, ἐκλονίσθη ἡ πίστις του καὶ ἐφοβήθη, καὶ σὰν ἤρχισε νὰ βουλιάζῃ, ἐφώναξε δυνατὰ καὶ εἶπε· Κύριε, σῶσε με, διότι κινδυνεύω νὰ πνιγῶ. |
31 εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; | 31 Αμεσως δε ο Ιησούς άπλωσε το χέρι του, τον έπιασε και του είπε· ολιγόπιστε διατί εκλονίσθης εις την πίστιν και εδειλίασες;” | 31 Ἀμέσως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἤπλωσε τὴν χεῖρα του, τὸν ἔπιασε καὶ τοῦ εἶπε· Ὀλιγόπιστε, διατὶ ἐδείλιασες; |
32 καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. | 32 Οταν δε ανέβησαν στο πλοίον, έπαυσε ο άνεμος. | 32 Καὶ ὅταν ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Πέτρος ἐμβῆκαν εἰς τὸ πλοῖον, ἡσύχασεν ὁ ἄνεμος. |
33 οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. | 33 Οι μαθηταί, που ήσαν στο πλοίον, ήλθαν, εγονάτισαν με σεβασμόν προς αυτόν και είπαν· “αληθινά συ είσαι Υιός του Θεού”. | 33 Αὐτοὶ δέ, ποὺ ἦσαν ἀπὸ προτήτερα εἰς τὸ πλοῖον, ἦλθαν καὶ τὸν ἐπροσκύνησαν μὲ πολλὴν εὐλάβειαν λέγοντες· Ἀληθινά, εἶσαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. |
34 Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ. | 34 Και αφού διέσχισαν την θάλασσαν, ήλθαν εις την χώραν της Γεννησαρέτ. | 34 Καὶ ἀφοῦ ἐπέρασαν ἀπὸ τὸ ἕν μέρος τῆς λίμνης εἰς τὸ ἄλλο, ἦλθαν εἰς τὴν χώραν Γεννησαρέτ. |
35 καὶ ἐπιγνόντες αὐτὸν οἱ ἄνδρες τοῦ τόπου ἐκείνου ἀπέστειλαν εἰς ὅλην τὴν περίχωρον ἐκείνην, καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας, | 35 Οι δε άνθρωποι του τόπου εκείνου μόλις τον αντελήφθησαν, έστειλαν αγγελιοφόρους εις όλην την περιοχήν εκείνην, δια να αναγγείλουν την έλευσίν του, και του έφεραν όλους τους ασθενείς. | 35 Καὶ ὅταν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἐκείνου τὸν ἀντελήφθησαν, ἔστειλαν ἀπεσταλμένους εἰς ὅλην τὴν περιφέρειαν ἐκείνην διὰ νὰ εἰδοποιήσουν τοὺς κατοίκους της περὶ τῆς ἀφίξεώς του, καὶ τοῦ ἔφεραν ὅλους τοὺς ἀσθενεῖς. |
36 καὶ παρεκάλουν αὐτὸν ἵνα κἄν μόνον ἅψωνται τοῦ κρασπέδου τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· καὶ ὅσοι ἥψαντο διεσώθησαν. | 36 Τον παρακαλούσαν δε να τους επιτρέψη, έστω και να εγγίσουν μόνον την άκρη από το ιμάτιόν του· και όσοι το ήγγισαν εθεραπεύθησαν. | 36 Καὶ τὸν παρεκάλουν νὰ τοὺς ἀφήσῃ νὰ ἐγγίσουν μόνον τὸ ἄκρον τοῦ ἐξωτερικοῦ του ἐνδύματος.Καὶ ὅσοι τὸ ἤγγισαν, ἐθεραπεύθησαν τελείως. |