Αρχαίο κείμενο | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 Ἐν δὲ τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ ἐξελθὼν ὁ Ἰησοῦς τῆς οἰκίας ἐκάθητο παρὰ τὴν θάλασσαν· | 1 Κατά δε την ημέραν εκείνην εβγήκε ο Ιησούς από το σπίτι και εκάθησε κοντά εις την θάλασσαν. | 1 Κατὰ τὴν ἡμέραν δὲ ἐκείνην ἐβγῆκεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὸ σπίτι, εἰς τὸ ὁποῖο ἐφιλοξενεῖτο, καὶ ἐκάθησε πλησίον τῆς θαλάσσης. |
2 καὶ συνήχθησαν πρὸς αὐτὸν ὄχλοι πολλοί, ὥστε αὐτὸν εἰς πλοῖον ἐμβάντα καθῆσθαι, καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν εἱστήκει. | 2 Και συγκεντρώθησαν πλησίον πολλά πλήθη λαού, ώστε να ανεβή αυτός εις ένα εκεί πλοιάριον και να καθήση, ενώ όλος ο άλλος λαός εστέκετο εις την παραλίαν. | 2 Καὶ ἐμαζεύθησαν πλησίον του πλήθη πολλὰ λαοῦ, ὥστε αὐτὸς ἠναγκάσθη νὰ ἔμβῃ εἰς πλοῖον καὶ νὰ καθήσῃ εἰς αὐτό, καὶ ὅλος ὁ λαὸς ἐστέκετο εἰς τὴν ἀμμουδιὰν τῆς παραλίας. |
3 καὶ ἐλάλησεν αὐτοῖς πολλὰ ἐν παραβολαῖς λέγων· | 3 Και εκήρυξεν εις αυτούς πολλάς αληθείας με παραβολάς και είπε· | 3 Καὶ εἶπεν εἰς αὐτοὺς πολλὰ διὰ παραβολῶν λέγων· |
4 Ἰδοὺ ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπείραι. καὶ ἐν τῷ σπείρειν αὐτὸν ἃ μὲν ἔπεσεν παρὰ τὴν ὁδόν, καὶ ἐλθόντα τὰ πετεινὰ κατέφαγεν αὐτά· | 4 “Ιδού εβγήκε στο χωράφι ο γεωργός, δια να σπείρη, και ενώ αυτός έσπερνε, άλλοι μεν σπόροι έπεσαν κοντά στον δρόμον και ήλθαν τα πτηνά του ουρανού και τους κετέφαγαν. | 4 Ἰδοὺ αὐτὸς ποὺ σπέρνει ἐβγῆκεν ἔξω εἰς τὸ χωράφι, διὰ νὰ σπείρῃ.Καὶ ὅταν αὐτὸς ἔσπερνεν, ἄλλοι μὲν σπόροι ἔπεσαν κοντὰ εἰς τὸν δρόμον τοῦ χωραφιοῦ καὶ ἐπειδὴ παρέμειναν ἐκτεθειμένοι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ ἐδάφους, ἦλθαν τὰ πετεινὰ καὶ τοὺς κατέφαγαν. τὸ ὁποῖον τρέφει ρίζας στερεάς. |
5 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰ πετρώδη ὅπου οὐκ εἶχε γῆν πολλήν, καὶ εὐθέως ἐξανέτειλε διὰ τὸ μὴ ἔχειν βάθος γῆς. | 5 Αλλοι δε έπεσαν εις την πετρώδη περιοχήν, όπου δεν υπήρχε πολύ χώμα και αμέσως εβλάστησαν πριν ρίξουν βαθειές ρίζες, διότι δεν υπήρχε βάθος γης. | 5 Ὅταν δὲ ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος, ἐκάησαν ἀπὸ τὴν ζέστην, καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶχαν ρίζαν, ἐξηράνθησαν. |
6 ἡλίου δὲ ἀνατείλαντος ἐκαυματίσθη, καὶ διὰ τὸ μὴ ἔχειν ῥίζαν ἐξηράνθη· | 6 Οταν δε ανέτειλε ο ήλιος, δεν άνθεξαν στον καύσωνα και επειδή δεν είχαν ρίζαν εξηράνθησαν. | 6 Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν εἰς μέρη, ποὺ εἶχαν καὶ σπόρους ἀγκαθιῶν.Καὶ ἐβλάστησαν τὰ ἀγκάθια καὶ ἔπνιξαν τελείως αὐτούς. |
7 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὰς ἀκάνθας, καὶ ἀνέβησαν αἱ ἄκανθαι καὶ ἀπέπνιξαν αὐτά· | 7 Αλλοι δε σπόροι έπεσαν εις περιοχήν, όπου υπήρχαν ρίζαι και σπόροι από αγκάθια. Και ανεπτύχθησαν τα αγκάθια και τους έπνιξαν τελείως. | 7 Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν ἐπάνω εἰς τὴν γῆν τὴν μαλακὴν καὶ εὔφορον καὶ ἀπέδιδαν καρπόν, ἄλλος μὲν σπόρος ἑκατόν, ἄλλος δὲ ἑξήκοντα, ἄλλος δὲ τριάκοντα. |
8 ἄλλα δὲ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν καὶ ἐδίδου καρπὸν ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα. | 8 Αλλοι δε έπεσαν εις την έφορον γην και απέδωσαν καρπόν, άλλος μεν σπόρος εκατόν, άλλος δε εξήκοντα και άλλος τριάκοντα. | 8 Ἐκεῖνος ποὺ ἔχει αὐτιὰ πνευματικὰ διὰ νὰ ἀκούῃ καὶ καλὴν διάθεσιν διὰ νὰ δέχεται καὶ ἐγκολπώνεται αὐτὰ ποὺ λέγω, ἄς ἀκούῃ. |
9 ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | 9 Εκείνος που έχει ανοικτά τα αυτιά της ψυχής του και καλήν διάθεσιν, δια να δέχεται τον λόγον του Θεού, ας ακούη αυτά που λέγω”. | 9 Καὶ ἀφοῦ προσῆλθον οἱ μαθηταί, τοῦ εἶπαν· Διατὶ τοὺς ὁμιλεῖς μὲ παραβολάς; |
10 Καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ εἶπον αὐτῷ· Διὰ τί ἐν παραβολαῖς λαλεῖς αὐτοῖς; | 10 Και οι μαθηταί, αφού τον επλησίασαν, του είπαν· “διατί τους ομιλείς με παραβολάς;” | 10 Ἄλλοι δὲ σπόροι ἔπεσαν ἐπάνω εἰς τόπους, ποὺ ἔχουν ὑποκάτω στρῶμα πέτρινον καὶ ὅπου δὲν ὑπῆρχε χῶμα πολύ.Καὶ ἀμέσως ἐβλάστησαν, προτοῦ νὰ ρίψουν βαθείας ρίζας, διότι δὲν εἶχον βάθος γῆς, |
11 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ὅτι ὑμῖν δέδοται γνῶναι τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἐκείνοις δὲ οὐ δέδοται. | 11 Ο δε Ιησούς απεκρίθη και τους είπε· “διότι εις σας μεν, δια την αγαθήν διάθεσίν σας, έχει δοθή το χάρισμα να εννοήτε τας μυστηριώδεις αληθείας της βασιλείας των ουρανών, εις εκείνους όμως δεν έχει δοθή. | 11 Ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν· Ὁμιλῶ διὰ παραβολῶν, διότι εἰς σᾶς, ποὺ ἔχετε καλὴν καὶ εὐθεῖαν προαίρεσιν, ἐδόθη ἀπὸ τὸν Θεὸν ὡς χάρις νὰ μάθετε τὰς μυστηριώδεις ἀληθείας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, εἰς ἐκείνους δὲ δὲν ἔχει δοθῆ τοῦτο. |
12 ὅστις γὰρ ἔχει, δοθήσεται αὐτῷ καὶ περισσευθήσεται· ὅστις δὲ οὐκ ἔχει, καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. | 12 Επειδή εις όποιον έχει καλήν διάθεσιν και ζωντανήν πίστιν θα δοθή με το παραπάνω η πλουσία γνώσις των θείων αληθειών. Από εκείνον δε που δεν έχει πίστιν, θα αφαιρεθή και η ολίγη ακόμη γνώσις. | 12 Διότι εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ἔχει πίστιν καὶ προθυμίαν, θὰ δοθῇ ἡ γνῶσις τῶν θείων μυστηρίων καὶ θὰ δοθῇ πλουσία καὶ μὲ πλεονασμόν.Ἀπ’ ἐκεῖνον ὅμως, ποὺ δὲν ἔχει πίστιν καὶ ἀγαθὴν διάθεσιν, θὰ ἀφαιρεθῇ καὶ ἡ ὀλίγη ἀκόμη γνῶσις, τὴν ὁποίαν ἔχει. |
13 διὰ τοῦτο ἐν παραβολαῖς αὐτοῖς λαλῶ, ὅτι βλέποντες οὐ βλέπουσι καὶ ἀκούοντες οὐκ ἀκούουσι οὐδὲ συνιοῦσι, | 13 Δι' αυτό και τους ομιλώ με παραβολάς, διότι αυτοί, ενώ βλέπουν τα θαύματά μου, δεν βλέπουν, και ενώ ακούουν την διδασκαλίαν μου, δεν την ακούουν δια να ωφεληθούν ούτε την ενοούν, | 13 Δι’ αὐτὸ τοὺς ὁμιλῶ μὲ παραβολάς, διότι, ἐνῷ βλέπουν τὰ θαύματά μου, δὲν θέλουν νὰ ἴδουν καὶ νὰ πιστεύσουν, καὶ ἐνῷ ἀκούουν τὴν διδασκαλίαν μου, δὲν θέλουν νὰ ἀκούσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν, οὔτε ἐννοοῦν αὐτήν, |
14 μήποτε ἐπιστρέψωσι· καὶ τότε πληρωθήσεται αὐτοῖς ἡ προφητεία Ἡσαΐου ἡ λέγουσα· ἀκοῇ ἀκούσετε καὶ οὐ μὴ συνῆτε, καὶ βλέποντες βλέψετε καὶ οὐ μὴ ἴδητε· | 14 μήπως τυχόν και μετανοήσουν κάποτε. Και εκπληρώνεται έτσι εις αυτούς η προφητεία του Ησαΐου, η οποία λέγει· Θα ακούσετε με τα αυτιά σας και όμως δεν θα εννοήσετε και θα ιδήτε πολύ καλά με τα μάτια του σώματος, αλλά δεν θα ιδήτε με τα μάτια της ψυχής. | 14 διὰ νὰ μὴ μετανοήσουν κάποτε.Καὶ λαμβάνει πλήρη ἐπαλήθευσιν εἰς αὐτοὺς ἡ προφητεία τοῦ Ἡσαΐου, Ἡ ὁποία λέγει· Θὰ ἀκούσετε μὲ τὰ αὐτιὰ τοῦ σώματος τὸ κήρυγμα τῆς ἀληθείας καὶ δὲν θὰ τὸ καταλάβετε· καὶ βλέποντες μὲ τὰ μάτια τοῦ σώματος θὰ ἴδετε, ἀλλὰ δὲν θὰ ἴδουν συγχρόνως καὶ αἱ ψυχαί σας διὰ νὰ φωτισθοῦν, ἀλλὰ θὰ παραμείνετε πνευματικῶς τυφλοί. |
15 ἐπαχύνθη γὰρ ἡ καρδία τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ τοῖς ὠσὶ βαρέως ἤκουσαν, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν ἐκάμμυσαν, μήποτε ἴδωσι τοῖς ὀφθαλμοῖς καὶ τοῖς ὠσὶν ἀκούσωσι καὶ τῇ καρδίᾳ συνῶσι καὶ ἐπιστρέψωσι, καὶ ἰάσομαι αὐτούς. | 15 Διότι έγινε χονδρή και επωρώθη η καρδία και ο νους του λαού αυτού και εβαρυάκουσαν με τα αυτιά τους και έκλεισαν τα μάτια τους, δια να μην ίδουν καμμιά φορά τα μεγαλεία του Θεού και να μη ακούσουν με τα αυτιά της ψυχής των και να μη εννοήσουν με την καρδιά του το κήρυγμα της μετανοίας και επιστρέψουν μετανοημένοι και λάβουν έτσι την θεραπείαν. | 15 Θὰ συμβῇ δὲ τοῦτο εἰς αὐτούς, διότι ἕνεκα τῆς κακῆς των προαιρέσεως ἐσκληρύνθη καὶ ἐχόνδρυνεν ὁ νοῦς τοῦ λαοῦ τούτου, καὶ μὲ τὰ πνευματικά των αὐτιὰ ἐβαρειάκουσαν καὶ ἔκλεισαν τὰ μάτια τῆς ψυχῆς των· διὰ νὰ μὴ ἴδουν καμμιὰ φορὰ μὲ τὰ πνευματικά τους μάτια καὶ νὰ μὴ ἀκούσουν μὲ τὰ ἐσωτερικά των αὐτιά, καὶ νὰ μὴ ἐννοήσουν μὲ τὴν καρδίαν τὴν σωτηριώδη ἀλήθειαν καὶ διὰ τῆς μετανοίας ἐπιστρέψουν καὶ τοὺς ἰατρεύσω. |
16 ὑμῶν δὲ μακάριοι οἱ ὀφθαλμοὶ ὅτι βλέπουσι, καὶ τὰ ὦτα ὑμῶν ὅτι ἀκούουσιν. | 16 Αλλά σεις, οι πιστοί μαθηταί μου, είσθε μακάριοι, που οι οφθαλμοί σας βλέπουν και τα αυτιά σας ακούουν με προσοχήν και εννοείτε την διδασκαλίαν και τα έργα μου. | 16 Αὐτὰ προεῖπεν ὁ προφήτης δι’ ἐκείνους.Τὰ ἰδικά σας ὅμως πνευματικὰ μάτια εἶναι ἄξια μακαρισμοῦ, διότι βλέπουν, καθὼς μακάρια εἶναι καὶ τὰ αὐτιὰ τῶν ψυχῶν σας, διότι ἀκούουν. |
17 ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν ἰδεῖν ἃ βλέπετε, καὶ οὐκ εἶδον, καὶ ἀκοῦσαι ἃ ἀκούετε, καὶ οὐκ ἤκουσαν. | 17 Σας διαβεβαιώνω, ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν να ίδουν αυτά που βλέπετε και δεν τα είδαν και να ακούσουν αυτά που ακούετε και δεν τα ήκουσαν. | 17 Καὶ εἶναι αἱ πνευματικοί σας αἰσθήσεις μακάριαι, διότι ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ὅτι πολλοὶ προφῆται καὶ δίκαιοι ἐπεθύμησαν νὰ ἴδουν αὐτὰ ποὺ βλέπετε σεῖς καὶ δὲν ἠξιώθησαν νὰ τὰ ἰδουν· ἐπεθύμησαν καὶ νὰ ἀκούσουν αὐτά, ποὺ ἀκούετε σεῖς, καὶ δὲν τὰ ἤκουσαν, διότι ἔζησαν εἰς χρόνους προγενεστέρους καὶ δὲν ἐπρόφθασαν νὰ ἴδουν τὴν ἐπὶ γῆς παρουσίαν μου. |
18 Ὑμεῖς οὖν ἀκούσατε τὴν παραβολὴν τοῦ σπείραντος. | 18 Σεις λοιπόν (που επήρατε από τον Θεόν τον φωτισμόν και την δύναμιν να ενοείτε την διδασκαλίαν μου) ακούστε τώρα και το νόημα της παραβολής του σπορέως. | 18 Σεῖς λοιπόν, εἰς τοὺς ὁποίους ἐδόθη ὠς χάρις ἀπὸ τὸν Θεὸν νὰ γνωρίσετε τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ἀκούσατε τὴν σημασίαν τῆς παραβολῆς ἐκείνου, ποὺ ἔσπειρεν. |
19 παντὸς ἀκούοντος τὸν λόγον τῆς βασιλείας καὶ μὴ συνιέντος, ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ αἴρει τὸ ἐσπαρμένον ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ· οὗτός ἐστιν ὁ παρὰ τὴν ὁδὸν σπαρείς. | 19 Από τον άνθρωπον, που ακούει το κήρυγμα της βασιλείας και δεν ενδιαφέρεται να το εννοήση, έρχεται ο πονηρός και παίρνει ο,τι έχει σπαρή εις την καρδίαν του· αυτόν συμβολίζει ο σπαρμένος τόπος, που είναι κοντά στον δρόμον. | 19 Ἀπὸ καθένα, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον τῆς βασιλείας καὶ ἕνεκα ἀδιαφορίας καὶ ψυχρότητος δὲν τὸν ἐννοεῖ, ἔρχεται ὁ πονηρὸς καὶ ἁρπάζει ἐκεῖνο, ποὺ ἔχει σπαρῇ εἰς τὴν καρδίαν του.Αὐτὸς εἶναι ὁ πνευματικὸς σπόρος, ποὺ ἐσπάρη πλησίον τοῦ δρόμου, τουτέστιν ὁ ἄνθρωπος, εἰς τὴν ράθυμον ψυχὴν τοῦ ὁποίου ἔπεσεν ὠς ἄλλος σπόρος ὁ λόγος τοῦ θείου κηρύγματος, ἀλλ’ αὐτὸς δὲν ἐκατάλαβε τίποτε ἀπὸ αὐτόν. |
20 ὁ δὲ ἐπὶ τὰ πετρώδη σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ εὐθέως μετὰ χαρᾶς λαμβάνων αὐτόν· | 20 Η περιοχή δε η πετρώδης, εις την οποίαν έπεσε άλλος σπόρος, συμβολίζει τον άνθρωπον, ο οποίος ακούει τον λόγον του Θεού, και αμέσως τον παίρνει και τον δέχεται με χαράν. | 20 Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐσπάρη εἰς τὸ ἔδαφος τὸ πέτρινον, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου καὶ ἀμέσως μετὰ χαρᾶς τὸν δέχεται. |
21 οὐκ ἔχει δὲ ῥίζαν ἐν ἑαυτῷ, ἀλλὰ πρόσκαιρός ἐστι, γενομένης δὲ θλίψεως ἢ διωγμοῦ διὰ τὸν λόγον εὐθὺς σκανδαλίζεται. | 21 Ο λόγος όμως δεν ρίπτει βαθείαν ρίζαν εις αυτόν, διότι ο άνθρωπος αυτός είναι ασταθής και επιπόλαιος και όταν συμβή θλίψις η διωγμός αμέσως κλονίζεται και χάνει τον ζήλον του και την πίστιν του. | 21 Δὲν ρίπτει ὅμως μέσα του βαθείας ρίζας ὁ λόγος, ἀλλ’ ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶναι ἀσταθὴς καὶ ἡ προθυμία ποὺ ἔδειξε διαρκεῖ ὀλίγον χρόνον· ὅταν δὲ συμβῇ θλῖψις ἢ διωγμὸς διὰ τὸν λόγον τοῦ εὐαγγελίου, ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς σκοντάπτει καὶ χάνει τὸν ἐνθουσιασμὸν καὶ τὴν πίστιν του. |
22 ὁ δὲ εἰς τὰς ἀκάνθας σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων, καὶ ἡ μέριμνα τοῦ αἰῶνος τούτου καὶ ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου συμπνίγει τὸν λόγον, καὶ ἄκαρπος γίνεται. | 22 Εκείνος δε που εσπάρθηκε εις τα αγκάθια, είναι ο άνθρωπος που ακούει τον λόγον του Θεού, αλλά η βασανιστική μέριμνα δια την ζωήν αυτήν και η απάτη του πλούτου και των υλικών αγαθών πνίγουν και κάνουν ατροφικόν και άκαρπον τον λόγον. | 22 Ἐκεῖνος δὲ ποὺ ἐσπάρη εἰς τὰ ἀγκάθια, εἶναι ὁ ἄνθρωπος αὐτός, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον, καὶ ἡ βασανιστική του ζάλη καὶ φροντὶς διὰ τὴν παροῦσαν ζωὴν καὶ ἡ ἀπάτη, ποὺ τοῦ προξενεῖ ὁ πλοῦτος μὲ τὴν προσκόλλησιν εἰς τὸ χρῆμα καὶ μὲ τὴν εὐκολίαν τῶν ἀπολαύσεων καὶ μὲ τὴν ματαιότητα τῆς ἐπιδείξεως, πνίγουν τὸν λόγον καὶ γίνεται ἄκαρπος. |
23 ὁ δὲ ἐπὶ τὴν γῆν τὴν καλὴν σπαρείς, οὗτός ἐστιν ὁ τὸν λόγον ἀκούων καὶ συνιῶν, ὃς δὴ καρποφορεῖ καὶ ποιεῖ ὃ μὲν ἑκατόν, ὃ δὲ ἑξήκοντα, ὃ δὲ τριάκοντα. | 23 Ο δε σπόρος που έπεσε εις την καλήν γην, είναι ο άνθρωπος που ακούει τον λόγον με προσοχήν και τον εννοεί και τον δέχεται· αυτός λοιπόν καρποφορεί και παράγει άλλος μεν εκατόν, άλλος δε εξήντα, άλλος δε τριάντα”. (Φερει δηλαδή ως καρπούς της γνώσεως του θείου θελήματος έργα αγαθά, πρωχωρεί στον αγιασμόν και γίνεται τέκνον του Θεού). | 23 Ὁ δὲ σπόρος, ποὺ ἐσπάρη εἰς τὴν καλὴν καὶ εὔφορον γῆν, αὐτὸς εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἀκούει τὸν λόγον καὶ τὸν κατανοεῖ.Καὶ αὐτὸς λοιπὸν παράγει καρπόν, ἄλλος μὲν ἀπὸ τὸ ἕνα παράγει ἑκατόν, ἄλλος δὲ ἑξήκοντα, ἄλλος δὲ τριάκοντα. |
24 Ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων· Ὡμοιώθη ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ σπείραντι καλὸν σπέρμα ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· | 24 Αλλην παραβολήν προσέφερεν εις αυτούς και είπεν· “η βασιλεία των ουρανών (δηλαδή η Εκκλησία) είναι ομοία με άνθρωπον που έσπειρε καλόν σπόρον στον αγρόν του. | 24 Ἄλλην παραβολὴν τοὺς ἐδίδαξε καὶ εἶπεν· Ἔγινεν ὁμοῖα ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἡ Ἐκκλησία δηλαδή, ποὺ θὰ κατακτήσῃ τὸν κόσμον ὁλόκληρον, καὶ ὁ δι’ αὐτῆς κηρυττόμενος εἰς ὅλον τὸν κόσμον λόγος τῆς ἀληθείας, πρὸς ἄνθρωπον, ποὺ ἔσπειρε καλὸν σπόρον εἰς τὸ χωράφι του.Ἔτσι καὶ ὁ Κύριος σπείρει πάντοτε εἰς τὸν κατακτώμενον ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας κόσμον τὸν καλὸν τῆς σωτηρίου ἀληθείας σπόρον. |
25 ἐν δὲ τῷ καθεύδειν τοὺς ἀνθρώπους ἦλθεν αὐτοῦ ὁ ἐχθρὸς καὶ ἔσπειρε ζιζάνια ἀνὰ μέσον τοῦ σίτου καὶ ἀπῆλθεν. | 25 Την ώραν όμως που εκοιμώντο οι άνθρωποί του, ήλθεν ο εχθρός του, ο διάβολος, (που έχει ως έργον του να αντιδρά στο έργον του Θεού και να σπείρη αμφιβολίας και συγχύσεις και παρεξηγήσεις στους ανθρώπους), έσπειρε ζιζάνια ανάμεσα στο σιτάρι και έφυγε. | 25 Τὴν ὥραν ὅμως ποὺ ἐκοιμῶντο οἱ ἄνθρωποί του, ἦλθεν ὁ ἐχθρός του, ὁ διάβολος δηλαδή, καὶ ἔσπειρεν ᾖραν ἀνάμεσα εἰς τὸν σῖτον καὶ ἔφυγεν. |
26 ὅτε δὲ ἐβλάστησεν ὁ χόρτος καὶ καρπὸν ἐποίησε, τότε ἐφάνη καὶ τὰ ζιζάνια. | 26 Οταν δε μετ' ολίγον εβλάστησαν τα στάχυα και έκαμαν καρπόν, τότε εφάνησαν και τα ζιζάνια ανάμεσα εις αυτά. | 26 Ὅταν δὲ ἐβλάστησαν τὰ στάχυα καὶ ἔκαμαν καρπόν, τότε ἐφάνησαν καὶ τὰ ζιζάνια. |
27 προσελθόντες δὲ οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου εἶπον αὐτῷ· κύριε, οὐχὶ καλὸν σπέρμα ἔσπειρας ἐν τῷ σῷ ἀγρῷ; πόθεν οὖν ἔχει ζιζάνια; | 27 Οι δε δούλοι του οικοδεσπότου προσελθόντες του είπαν με απορίαν και λύπην· Κυριε, εσύ δεν έσπειρες εκλεκτόν σπόρον στο χωράφι σου; Από που λοιπόν έχει τα ζιζάνια; | 27 Καὶ τότε οἱ δοῦλοι τοῦ οἰκοδεσπότου ἦλθαν πρὸς αὐτὸν καὶ τοῦ εἶπαν Κύριε, δὲν ἔσπειρες καλὸν σπόρον εἰς τὸ χωράφι σου; Ἀπὸ ποὺ λοιπὸν ἔχει τοῦτο ζιζάνια; |
28 ὁ δὲ ἔφη αὐτοῖς· ἐχθρὸς ἄνθρωπος τοῦτο ἐποίησεν. οἱ δὲ δοῦλοι εἶπον αὐτῷ· θέλεις οὖν ἀπελθόντες συλλέξωμεν αὐτά; | 28 Είπε δε εκείνος εις αυτούς· ένας εχθρός άνθρωπος έκαμε τούτο. Οι δούλοι του είπαν· θέλεις λοιπόν να πάμε να μαζέψωμε τα ζιζάνια; | 28 Ἐκεῖνος δὲ τοὺς εἶπεν· ἐχθρὸς ἄνθρωπος τὸ ἔκαμε.Καὶ οἱ δοῦλοι τοῦ εἶπαν· Θέλεις λοιπὸν νὰ πάμε καὶ νὰ τὰ μαζεύσωμεν; |
29 ὁ δέ ἔφη· οὔ, μήποτε συλλέγοντες τὰ ζιζάνια ἐκριζώσητε ἅμα αὐτοῖς τὸν σῖτον· | 29 Εκείνος όμως είπε, όχι, μήπως τυχόν καθώς θα μεζεύετε τα ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζή με αυτά και το σιτάρι. | 29 Ἐκεῖνος ὅμως εἶπεν· Ὄχι.Διότι αἱ ρίζαι τῶν ζιζανίων εἶναι μπλεγμένοι μέσα εἰς τὸ χῶμα μὲ τὰς ρίζας τοῦ σίτου καὶ ὑπάρχει φόβος μήπως, ὅταν θὰ συλλέγετε τὰ ζιζάνια, ξερριζώσετε μαζὶ μὲ αὐτὰ καὶ τὸν σῖτον. |
30 ἄφετε συναυξάνεσθαι ἀμφότερα μέχρι τοῦ θερισμοῦ, καὶ ἐν καιρῷ τοῦ θερισμοῦ ἐρῶ τοῖς θερισταῖς· συλλέξατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δήσατε αὐτὰ εἰς δέσμας πρὸς τὸ κατακαῦσαι αὐτά, τὸν δὲ σῖτον συναγάγετε εἰς τὴν ἀποθήκην μου. | 30 Αφήστε τα να μεγαλώνουν και τα δύο μαζή έως τον θερισμόν. Και κατά τον καιρόν του θερισμού θα πω στους θεριστάς· μαζεύσατε πρώτα τα ζιζάνια και δέσατέ τα σε δεμάτια, δια να τα κατακαύσετε. (Δηλαδή κατά την δευτέρα παρουσίαν μου θα πω στους αγγέλους μου να ξεχωρίσουν τους πονηρούς ανθρώπους και να τους ρίψουν στο πυρ της κολάσεως). Το δε σιτάρι μαζεύσατέ το εις την αποθήκην μου (δηλαδή τους δικαίους συνοδεύσατέ τους εις την βασιλείαν των ουρανών)”. | 30 Ἀφήσατε νὰ μεγαλώνουν καὶ τὰ δύο μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ θερισμοῦ.Καὶ κατὰ τὸν καιρὸν τοῦ θερισμοῦ, ἤτοι τῆς ἐσχάτης κρίσεως, θὰ εἴπω εἰς τοὺς θεριστὰς ἀγγέλους μου· μαζεύσατε πρῶτον τὰ ζιζάνια καὶ δέσατέ τα σὲ χειρόβολα, διὰ νὰ τὰ κατακαύσετε, δηλαδὴ ξεχωρίσατε τοὺς πονηροὺς ἀνθρώπους καὶ ρίψατέ τους ὅλους μαζὶ εἰς τὸ πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως.Τὸν σῖτον δέ, τουτέστι τοὺς ἀγαθοὺς καὶ ἐναρέτους, μαζεύσατέ τον εἰς τὴν ἀποθήκην μου, δηλαδὴ εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν. |
31 Ἄλλην παραβολὴν παρέθηκεν αὐτοῖς λέγων· Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν κόκκῳ σινάπεως, ὃν λαβὼν ἄνθρωπος ἔσπειρεν ἐν τῷ ἀγρῷ αὐτοῦ· | 31 Αλλην παραβολήν τους εδίδαξε και είπεν· “η βασιλεία των ουρανών (επειδή εις την αρχήν θα φανή μικρά και ασήμαντος, θα έχη όμως έντος αυτής δύναμιν και ζωήν) ομοιάζει με κόκκον σιναπιού, τον οποίον επήρε ένας άνθρωπος και τον έσπειρε στο χωράφι του. | 31 Ἄλλην παραβολὴν τοὺς ἐδίδαξε λέγων· Ἡ αὔξησις καὶ ἑξάπλωσις τῆς ἐπὶ γῆς Ἐκκλησίας μου καὶ τοῦ λόγου τῆς ἀληθείας, ποὺ κηρύττεται ἐν αὐτῇ, ὁμοιάζει πρὸς τὸν μικρὸν σπόρον τοῦ σιναπιοῦ, ποὺ τὸν ἐπῆρε κάποιος ἄνθρωπος καὶ τὸν ἔσπειρεν εἰς τὸ χωράφι του. |
32 ὃ μικρότερον μέν ἐστι πάντων τῶν σπερμάτων, ὅταν δὲ αὐξηθῇ μεῖζον τῶν λαχάνων ἐστὶ καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε ἐλθεῖν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ κατασκηνοῦν ἐν τοῖς κλάδοις αὐτοῦ. | 32 Αυτός ο κόκκος είναι μικρότερος από όλους τους σπόρους. Οταν όμως σπαρή και μεγαλώση, είναι από όλα τα λάχανα μεγαλύτερον και γίνεται δένδρον, ώστε να έρχωνται τα πουλιά του ουρανού και να φωλιάζουν στους κλάδους του”. | 32 Ὁ κόκκος αὐτὸς εἶναι μὲν μικρότερος ἀπὸ ὅλους τοὺς σπόρους, ὅταν ὅμως μεγαλώσῃ, εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὰ λάχανα καὶ τοὺς θάμνους, καὶ γίνεται δένδρον, ὥστε νὰ ἔλθουν τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ νὰ φωλιάζουν εἰς τοὺς κλάδους του.Ἔτσι καὶ αἱ ἀρχαὶ τῆς αὐξήσεως καὶ τῆς ἑξαπλώσεως τῆς Ἐκκλησίας μου καὶ τοῦ σπειρομένου ὑπ’ αὐτῆς εἰς τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων λόγου μου εἶναι ἀφανεῖς καὶ ἀσήμαντοι, ἀλλὰ βαθμηδὸν αἱ κατακτήσεις των γίνονται καταπληκτικοί.Ὁ λόγος δὲ τοῦ εὐαγγελίου ὁ διὰ τῆς ὁλονὲν ἑξαπλουμένης Ἐκκλησίας κηρυττόμενος, ὅταν καλλιεργηθῇ ἀπὸ τὴν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δημιουργεῖ τεράστια καὶ καταπληκτικὰ ἀποτελέσματα καὶ φέρει προστασίαν καὶ ἀνάπαυσιν εἰς τὰς ψυχάς. |
33 Ἄλλην παραβολὴν ἐλάλησεν αὐτοῖς· Ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ζύμῃ, ἣν λαβοῦσα γυνὴ ἐνέκρυψεν εἰς ἀλεύρου σάτα τρία, ἕως οὗ ἐζυμώθη ὅλον. | 33 Αλλη παραβολήν εδίδαξεν εις αυτούς· “η βασιλεία των ουρανών ομοιάζει με το προζύμι, που το επήρε μια γυναίκα και το ανακάτεψε με πολύ αλεύρι, έως ότου αυτό εζυμώθη όλο και έγινε κατάλληλο για ψωμί”. (Ετσι και το ευαγγέλιον της βασιλείας των ουρανών θα εισχωρήση εις τας κοινωνίας των ανθρώπων και θα ζυμώση τας καλοπροαιρέτους ψυχάς). | 33 Ἄλλην παραβολὴν εἶπεν εἰς αὐτούς, διὰ νὰ τοὺς διδάξῃ ὅτι ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἐπιβληθῇ δι’ ἐξωτερικῆς δυνάμεως καὶ βίας, ὅπως ἐπερίμεναν οἱ Ἰουδαῖοι τὴν βασιλείαν τοῦ Μεσσίου, ἀλλὰ δι’ ἐσωτερικῆς εἰρηνικῆς καὶ βαθμιαίας ἐπιδράσεως καὶ ἀφομοιώσεως.Ὁμοιαζει, εἶπεν, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν καὶ τὸ κήρυγμα αὐτῆς πρὸς προζύμιον, τὸ ὁποῖον ἐπῆρε μία γυναῖκα καὶ τὸ ἔκρυψεν εἰς μεγάλην ποσότητα ἀλεύρου.Καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ κρυμμένον τὸ προζύμιον, ἕως ὅτου ἐζυμώθη ὁλόκληρον τὸ ζυμάρι τοῦ ἀλεύρου.Ἔτσι καὶ ἡ ἐπὶ γῆς βασιλεία τῶν οὐρανῶν μὲ τὸ κήρυγμα τῆς πίστεως, σὰν ἄλλο προζύμι θὰ εἰσχωρήσῃ σιγά - σιγὰ καὶ θὰ ἀναζυμώσῃ ὅλην τὴν μᾶζαν τῆς ἀνθρωπότητος. |
34 Ταῦτα πάντα ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐν παραβολαῖς τοῖς ὄχλοις, καὶ χωρὶς παραβολῆς οὐδὲν ἐλάλει αὐτοῖς· | 34 Ολα αυτά εδίδαξεν ο Ιησούς εις τα πλήθη με παραβολάς και χωρίς παραβολήν κατά τον καιρόν εκείνον τίποτε δεν εδίδασκεν εις αυτούς. | 34 Ὅλα αὐτὰ ἐλάλησεν ὁ Ἰησοῦς μὲ παραβολὰς εἰς τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ.Καὶ χωρὶς παραβολὴν τίποτε κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην δὲν ἔλεγεν εἰς αὐτούς, |
35 ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· ἀνοίξω ἐν παραβολαῖς τὸ στόμα μου, ἐρεύξομαι κεκρυμμένα ἀπὸ καταβολῆς κόσμου. | 35 Και έτσι επραγματοποιήθη αυτό που είχε λεχθή από τον προφήτην· “θα ανοίξω το στόμα μου με παραβολάς, θα βροντοφωνήσω και θα φανερώσω πράγματα, που ήσαν κρυμμένα από τότε που ετέθησαν υπό του Θεού τα θεμέλια του κόσμου”. | 35 διὰ νὰ πληρωθῇ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος εἶπε· Θὰ ἀνοίξω μὲ παραβολὰς τὸ στόμα μου καὶ θὰ εἶπω ἀληθείας, ποὺ εἶναι κρυμμένοι ἀπὸ τότε ποὺ ἄρχισε νὰ κτίζεται ὁ κόσμος. |
36 Τότε ἀφεὶς τοὺς ὄχλους ἦλθεν εἰς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. Καὶ προσῆλθον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Φράσον ἡμῖν τὴν παραβολὴν τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ. | 36 Τοτε αφήκε ο Χριστός τα πλήθη και ήλθεν εις την οικίαν, όπου κυρίως έμενε κατά τον καιρόν της δημοσίας δράσεώς του. Και ήλθαν προς αυτόν οι μαθηταί του και του είπαν· “εξήγησέ μας την παραβολήν των ζιζανίων του αγρού”. | 36 Τότε, ἀφοῦ ἀφῆκε τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι, ποὺ ἐφιλοξενεῖτο.Καὶ προσῆλθον εἰς αὐτόν οἰ μαθηταί του καὶ εἶπαν· Ἐξήγησέ μας τὴν ἔννοιαν τῆς παραβολῆς τῶν ζιζανίων τοῦ ἀγροῦ. |
37 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Ὁ σπείρων τὸ καλὸν σπέρμα ἐστὶν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου· | 37 Ο δε Κυριος απεκρίθη και είπε· “Εκείνος που σπέρνει τον καλόν σπόρον είναι ο υιός του ανθρώπου, δηλαδή εγώ. | 37 Ὁ δὲ Κύριος ἀπεκρίθη καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐκεῖνος, ποὺ σπέρνει τὸν καλὸν σπόρον, εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐσαρκώθη καὶ ἐγινεν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου. |
38 ὁ δὲ ἀγρός ἐστιν ὁ κόσμος· τὸ δὲ καλὸν σπέρμα, οὗτοί εἰσιν οἱ υἱοὶ τῆς βασιλείας· τὰ δὲ ζιζάνιά εἰσιν οἱ υἱοὶ τοῦ πονηροῦ· | 38 Αγρός δε είναι ο κόσμος. Ο καλός σπόρος είναι τα τέκνα της ουρανίου βασιλείας· τα δε ζιζάνια είναι τα τέκνα του πονηρού, του διαβόλου. | 38 Ὁ δὲ ἀγρὸς εἶναι ὁ κόσμος τῶν ἀνθρώπων.Καὶ ὁ καλὸς σπόρος, αὐτοὶ εἶναι τὰ παιδιὰ τῆς οὐρανίου καὶ αἰωνίου βασιλείας, ποὺ θὰ τὴν κληρονομήσουν.Τὰ δὲ ζιζάνια εἶναι τὰ παιδιὰ τοῦ πονηροῦ, ποὺ ὁμοιάζουν πρὸς τὸν πατέρα τους διάβολον. |
39 ὁ δὲ ἐχθρὸς ὁ σπείρας αὐτά ἐστιν ὁ διάβολος· ὁ δὲ θερισμὸς συντέλεια τοῦ αἰῶνός ἐστιν· οἱ δὲ θερισταὶ ἄγγελοί εἰσιν. | 39 Ο δε εχθρός, που έσπειρε τα ζιζάνια αυτά, είναι ο διάβολος· ο θερισμός η συντέλεια του κόσμου και θερισταί οι άγγελοι του Θεού. | 39 Ὁ ἐχθρὸς δέ, ποὺ ἔσπειρε τὰ ζιζάνια, εἶναι ὁ διάβολος.Καὶ ὁ θερισμὸς σημαίνει τὸ τέλος τῆς παρούσης περιόδου τοῦ κόσμου, οἱ δὲ θερισταὶ σημαίνουν τοὺς ἀγγέλους, ποὺ θὰ εἶναι ἐκτελεσταὶ τῶν διαταγῶν τοῦ ὑπερτάτου Κριτοῦ. |
40 ὥσπερ οὖν συλλέγεται τὰ ζιζάνια καὶ πυρὶ καίεται, οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος· | 40 Οπως λοιπόν εις τα χωράφια μαζεύονται τα ζιζάνια και κατακαίονται εις την φωτιά, έτσι θα γίνη και εις την συντέλειαν του κόσμου. | 40 Καθὼς λοιπὸν μαζεύονται τὰ ζιζάνια καὶ κατακαίονται μὲ φωτιά, ἔτσι θὰ εἶναι καὶ κατὰ τὸ τέλος τῆς παρούσης περιόδου τοῦ κόσμου. |
41 ἀποστελεῖ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ, καὶ συλλέξουσιν ἐκ τῆς βασιλείας αὐτοῦ πάντα τὰ σκάνδαλα καὶ τοὺς ποιοῦντας τὴν ἀνομίαν, | 41 Θα στείλη ο υιός του ανθρώπου, ο Θεάνθρωπος και κριτής της οικουμένης, τους αγγέλους του και θα μαζεύσουν από την 'Εκκλησιαν του που θα έχη απλωθή εις όλην την οικουμένην, όλους εκείνους που βάζουν σκάνδαλα, δια να πέσουν εις την αμαρτίαν οι άλλοι και εκείνους που διαπράττουν τας ανομίας. | 41 Θὰ ἀποστείλῃ τότε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Θεάνθρωπος Μεσσίας, τοὺς ἀγγέλους του καὶ θὰ μαζεύσουν ἀπὸ τὸν κόσμον, ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ κυριαρχῇ πλέον ἡ βασιλεία του, ὅλους ἐκείνους, ποὺ ἔγιναν καὶ εἰς τοὺς ἄλλους αἰτία νὰ ἁμαρτήσουν, καὶ ἐκείνους, ποὺ παραβαίνουν τὸν νόμον του, |
42 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | 42 Και θα τους ρίψουν στο φοβερό καμίνι του ασβέστου πυρός, δηλαδή εις την αιωνίαν κόλασιν. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων. | 42 καὶ θὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ καμίνι τῆς φωτιᾶς, δηλαδὴ εἰς τὸ πῦρ τῆς αἰωνίου κολάσεως.Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. |
43 Τότε οἱ δίκαιοι ἐκλάμψουσιν ὡς ὁ ἥλιος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ πατρὸς αὐτῶν. ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω. | 43 Τοτε οι δίκαιοι θα λάμψουν ένδοξοι σαν τον ήλιον εις την βασιλείαν του ουρανίου Πατρός των. Οποιος έχει αυτιά να ακούη, ας ακούη (και ας κανονίση υπεύθυνα την θέσιν του απέναντι αυτών, που ακούει. Θα δώση λόγον δια τον λόγον που έχει ακούσει). | 43 Τότε οἱ δίκαιοι θὰ δοξασθοῦν καὶ θὰ λάμψουν σὰν τὸν ἥλιον εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ οὐρανίου πατρός των.Ὅποιος ἔχει αὐτιὰ διὰ νὰ ἀκούῃ μὲ ἐνδιαφέρον καὶ ἐγκολπώνεται τὴν ἀλήθειαν, ἂς ἀκούῃ. |
44 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν θησαυρῷ κεκρυμμένῳ ἐν τῷ ἀγρῷ, ὃν εὑρὼν ἄνθρωπος ἔκρυψε, καὶ ἀπὸ τῆς χαρᾶς αὐτοῦ ὑπάγει καὶ πάντα ὅσα ἔχει πωλεῖ καὶ ἀγοράζει τὸν ἀγρὸν ἐκεῖνον. | 44 Παλιν ομοιάζει η Βασιλεία των ουρανών με ανεκτίμητον θησαυρόν, κρυμμένον εις ένα χωράφι, τον οποίον ευρήκε κάποιος άνθρωπος και τον απέκρυψε εις αυτό το χωράφι, και από την μεγάλην χαράν του πηγαίνει και πωλεί όλα όσα έχει και αγοράζει εκείνον τον αγρόν. (Αξίζει να απαρνηθή κανείς όλα τα υλικά αγαθά δια να κερδήση τους θησαυρούς της βασιλείας των ουρανών). | 44 Πάλιν ἡ πολύτιμος διδασκαλία καὶ τὰ ἀνεκτίμητα ἀγαθὰ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ὁμοιάζουν πρὸς θησαυρὸν κρυμμένον καὶ χωμένον εἰς τὸ χωράφι, τὸν ὁποῖον, σὰν ηὗρε κάποιος ἄνθρωπος, τὸν ἔκρυψεν εἰς τὸ αὐτὸ χωράφι καὶ ἀπὸ τὴν μεγάλην του χαρὰν πηγαίνει καὶ πωλεῖ ὅλα ὅσα ἔχει καὶ ἀγοράζει τὸ χωράφι ἐκεῖνο.Ἔτσι καὶ ἐκεῖνος, ποὺ ἐξετίμησε τὸν πλοῦτον τῆς θείας διδασκαλίας καὶ τοὺς θησαυροὺς τῆς ἐπουρανίου βασιλείας.Ἀπαρνεῖται καὶ περιφρονεῖ καὶ πετᾷ ὅλα τὰ ἐπίγεια διὰ νὰ κατακτήσῃ τὰ ἐπουράνια. |
45 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν ἀνθρώπῳ ἐμπόρῳ ζητοῦντι καλοὺς μαργαρίτας· | 45 Είναι πάλιν ομοία η βασιλεία των ουρανών με έμπορον, ο όποιος ζητεί να αγοράση πολύτιμα μαργαριτάρια. | 45 Πάλιν εἶναι ὁμοία ἡ ἀνυπολόγιστος ἀξία τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πρὸς ἄνθρωπον ἔμπορον, ποὺ ζητεῖ νὰ ἀγοράσῃ καλὰ καὶ πολύτιμα μαργαριτάρια. |
46 ὃς εὑρὼν ἕνα πολύτιμον μαργαρίτην ἀπελθὼν πέπρακε πάντα ὅσα εἶχε καὶ ἠγόρασεν αὐτόν. | 46 Αυτός, όταν εύρηκε ένα μαργαριτάρι μεγάλης αξίας, επήγε αμέσως και επώλησε όλα όσα είχε και το αγόρασε. (Ετσι και ο πιστός, σαν καλός έμπορος που ξέρει το συμφέρον του, θυσιάζει με προθυμίαν τα υλικά αγαθά της παρούσης ζωής, δια να κερδήση την βασιλείαν του Θεού). | 46 Αὐτὸς ὅταν ηὗρεν ἔνα σπάνιον καὶ μεγάλης ἀξίας μαργαριτάρι, ἔτρεξε καὶ ἐπώλησεν ὅλα ὅσα εἶχε καὶ τὸ ἠγόρασε.Ἔτσι καὶ ὁ καλὸς καὶ ἀφωσιωμένος Χριστιανός.Σὰν καλὸς ἔμπορος θυσιάζει μὲ προθυμίαν τὴν ματαιότητα τῆς παρούσης ζωῆς, διὰ νὰ κατακτήσῃ τὴν αἰωνιότητα τῆς μελλούσης βασιλείας. |
47 Πάλιν ὁμοία ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν σαγήνῃ βληθείσῃ εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐκ παντὸς γένους συναγαγούσῃ· | 47 Παλιν η βασιλεία του Θεού είναι ομοία με δίκτυον, που ερίφθηκε εις την θάλασσαν και περιέκλεισε ψάρια από κάθε είδος. | 47 Πάλιν εἶναι ὁμοία ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν πρὸς δίκτυον, τὸ ὁποῖον ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν καὶ τὸ ὁποῖον ἐμάζευσεν ἀπὸ κάθε γένος ψαριῶν.(Ἔτσι καὶ μὲ τὸ δίκτυον τοῦ θείου κηρύγματος ἑλκύονται εἰς τὴν Ἐκκλησίαν πάσης προαιρέσεως καὶ προελεύσεως ἄνθρωποι). |
48 ἣν, ὅτε ἐπληρώθη, ἀναβιβάσαντες αὐτὴν ἐπὶ τὸν αἰγιαλὸν καὶ καθίσαντες συνέλεξαν τὰ καλὰ εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ σαπρὰ ἔξω ἔβαλον. | 48 Οταν δε εγέμισε, το ανέβασαν οι ψαράδες από το βάθος εις την παραλίαν και αφού εκάθισαν, εμάζευσαν τα καλά ψάρια εις αγγεία, τα δε ακατάλληλα και επιβλαβή δια φάγητον τα επέταξαν έξω. | 48 Τὸ δίκτυον αὐτό, ὅταν ἐγέμισε, τὸ ἔσυραν καὶ τὸ ἀνέβασαν ἀπὸ τὸ βάθος τῆς θαλάσσης εἰς τὴν ἀμμουδιὰν τῆς παραλίας καὶ ἀφοῦ ἐκάθισαν, ἐμάζευσαν τὰ καλὰ ψάρια μέσα εἰς ἀγγεῖα, τὰ δὲ ἀκατάλληλα καὶ ἐπιβλαβῆ διὰ φαγητὸν τὰ ἐπέταξαν ἔξω. |
49 οὕτως ἔσται ἐν τῇ συντελείᾳ τοῦ αἰῶνος. ἐξελεύσονται οἱ ἄγγελοι καὶ ἀφοριοῦσι τοὺς πονηροὺς ἐκ μέσου τῶν δικαίων | 49 Ετσι θα γίνη και εις την συντέλειαν του αιώνος· θα εξέλθουν οι άγγελοι από τον ουρανόν, δια να συγκεντρώσουν όλους τους ανθρώπους. Και θα ξεχωρίσουν τους πονηρούς, οι οποίοι τώρα είναι ανακατεμένοι με τους δικαίους. | 49 Ἔτσι θὰ γίνῃ καὶ εἰς τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου.Θὰ βγοῦν οἱ ἄγγελοι ἀπὸ τὸν οὐρανὸν καὶ θὰ χωρίσουν τοὺς πονηροὺς καὶ θὰ τοὺς πάρουν ἀπὸ τὸ μέσον τῶν δικαίων, μὲ τοὺς ὁποίους τώρα εἶναι ἀνακατεμένοι. |
50 καὶ βαλοῦσιν αὐτοὺς εἰς τὴν κάμινον τοῦ πυρός· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. | 50 Και θα τους ρίψουν εις την κάμινον του ασβέστου πυρός, δηλαδή εις την αιωνίαν κόλασιν· εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων”. | 50 Καὶ θὰ τοὺς ρίψουν εἰς τὸ ἀναμμένο καμίνι τῆς αἰωνίου κολάσεως.Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν. |
51 Λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Συνήκατε ταῦτα πάντα; λέγουσιν αὐτῷ, Ναί Κύριε. | 51 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “τα ενοήσατε όλα αυτά;” Εκείνοι του λέγουν· “ναι, Κυριε”. | 51 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Τὰ ἐκαταλάβατε ὅλα αὐτά; Λέγουν εἰς αὐτόν· Ναί, Κύριε. |
52 ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τοῦτο πᾶς γραμματεὺς μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ὅμοιός ἐστιν ἀνθρώπῳ οἰκοδεσπότῃ ὅστις ἐκβάλλει ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ καινὰ καὶ παλαιά. | 52 Ο δε Κυριος τους είπε· “δια τούτο και εγώ σας λέγω· Καθένας που εδιδάχθη και έμαθε τας αληθείας της βασιλείας των ουρανών, είναι όμοιος με πλούσιον νοικοκύρην, ο όποιος βγάζει από τους θησαυρούς αυτού καινούργια και παλαιά. (Ετσι και αυτός θα χρησιμοποιή, δια τον ευατόν του και τους άλλους, πολυτίμους γνώσεις από την Παλαιάν Διαθήκην και από τους θησαυρούς της νέας αυτής διδασκαλίας μου)”. | 52 Ὁ δὲ Κύριος τοὺς εἶπε· Καλὰ λοιπόν.Ἀφοῦ ἐνοιώσατε τὰς παραβολὰς αὐτάς, σᾶς λέγω, ὅτι κάθε ἐντριβὴς εἰς τὸν Μωσαϊκὸν νόμον, ποὺ ἐδιδάχθη συγχρόνως καὶ τὰς ἀληθείας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὁμοιάζει πρὸς ἄνθρωπον νοικοκύρην, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὸ θησαυροφυλάκιόν του βγάζει καινούργια καὶ παλαιά.Ἔτσι καὶ αὐτός, ὅταν θὰ διδάσκῃ, θὰ χρησιμοποιῇ κατὰ τὰς παρουσιαζομένας ἀνάγκας γνώσεις ἀπὸ τὴν Παλαιὰν Διαθήκην καὶ ἀπὸ τὴν νέαν διδασκαλίαν μου. |
53 Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τὰς παραβολὰς ταύτας, μετῆρεν ἐκεῖθεν. | 53 Και όταν ετελείωσεν ο Ιησούς την διδασκαλίαν αυτών των παραβολών, έφυγεν από εκεί. | 53 Καὶ συνέβη, ὅταν ὁ Ἰησοῦς ἐτελείωσε τὰς παραβολὰς αὐτὰς ἀνεχώρησεν ἀπ’ ἐκεῖ. |
54 καὶ ἐλθὼν εἰς τὴν πατρίδα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς ἐν τῇ συναγωγῇ αὐτῶν, ὥστε ἐκπλήττεσθαι αὐτοὺς καὶ λέγειν· Πόθεν τούτῳ ἡ σοφία αὕτη καὶ αἱ δυνάμεις; | 54 Και αφού ήλθεν εις την πατρίδα του, εδίδασκε τους Ναζαρηνούς εις την συναγωγήν των με τόσην σοφίαν, ώστε να εκπλήσσωνται αυτοί και να λέγουν· “από που υπάρχει εις αυτόν αυτή η σοφία και αυτά τα θαύματα; | 54 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν εἰς τὴν πατρίδα τοῦ Ναζαρέτ, ἐδίδασκε τοὺς κατοίκους της εἰς τὴν συναγωγήν των μὲ τόσην σοφίαν καὶ δύναμιν, ὥστε νὰ ἐκπλήττωνται αὐτοὶ καὶ νὰ λέγουν· Ἀπὸ ποῦ ἦλθεν εἰς τοῦτον αὐτὴ ἡ σοφία καὶ τὰ θαύματα; |
55 οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ τοῦ τέκτονος υἱός; οὐχὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ λέγεται Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωσὴφ καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; | 55 Δεν είναι αυτός το παδί του μαραγκού; Και δεν ονομάζεται η μητέρα του Μαριάμ και οι αδελφοί του Ιάκωβος και Ιωσής και Σιμων και Ιούδας; | 55 Δὲν εἶναι αὐτὸς ὁ υἱὸς τοῦ μαραγκοῦ; Δὲν ὀνομάζεται ἡ μητέρα του Μαριὰμ καὶ οἱ ἀδελφοί του Ἰάκωβος καὶ Ἰωσῆς καὶ Σίμων καὶ Ἰούδας; |
56 καὶ αἱ ἀδελφαὶ αὐτοῦ οὐχὶ πᾶσαι πρὸς ἡμᾶς εἰσι; πόθεν οὖν τούτῳ ταῦτα πάντα; | 56 Και αι αδελφαί του όλαι δεν ευρίσκονται μαζή μας; Αφού, λοιπόν, κατάγεται από τόσον πτωχήν και ταπεινήν οικογένειαν και δεν εσπούδασε πουθενά, από που επήρε και κατέχει όλα αυτά; | 56 Καὶ αἱ ἀδελφαί του δὲν εἶναι ὅλαι μαζί μας; Ἀπὸ ποὺ λοιπὸν τοῦ ἦλθαν ὅλα αὐτά; |
57 καὶ ἐσκανδαλίζοντο ἐν αὐτῷ. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ ἔστι προφήτης ἄτιμος εἰ μὴ ἐν τῇ πατρίδι καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ αὐτοῦ. | 57 Και αντί να πιστεύσουν ότι ο Ιησούς ήτο ο Μεσσίας, που επερίμεναν, εσκόνταπταν επάνω εις την ταπεινήν του εμφάνισιν και απιστούσαν προς αυτόν. Ο δε Ιησούς τους είπεν· “πουθενά αλλού δεν περιφρονείται περισσότερον ένας προφήτης όσον εις την πατρίδα του και μέσα στο σπίτι του”. | 57 Καὶ ἐδυσπίστουν εἰς αὐτὸν καὶ τὸν παρηκολούθουν μὲ φθόνον καὶ ὑποψίαν.Ὁ δὲ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε· Πουθενὰ ἀλλοῦ δὲν περιφρονεῖται πρρφήτης περισσότερον παρὰ εἰς τὴν πατρίδα του καὶ εἰς τοὺς ἀνθρώπους τοῦ σπιτιοῦ του. |
58 καὶ οὐκ ἐποίησεν ἐκεῖ δυνάμεις πολλὰς διὰ τὴν ἀπιστίαν αὐτῶν. | 58 Και δεν έκανε εκεί πολλά θαύματα, ένεκα της απιστίας αυτών. | 58 Καὶ δὲν ἔκαμεν ἐκεῖ πολλὰ θαύματα ἐξ αἰτίας τῆς ἀπιστίας των. |