Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:05
Δύση: 17:16
Σελ. 12 ημ.
318-48
16ος χρόνος, 6115η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 (Γ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Ἐν δὲ ταῖς ἡμέραις ἐκείναις παραγίνεται Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς Ἰουδαίας 1 Κατά τας ημέρας εκείνας (που ο Ιησούς εζούσε αφανής εις την Ναζαρέτ) έκαμε την εμφάνισίν του ο Ιωάννης ο βαπτιστής και εκήρυσσε εις την έρημος της Ιουδαίας (που ευρίσκεται εις τα βόρεια της Νεκράς θαλάσσης). 1 Κατ’ ἐκείνας δὲ τὰς ἡμέρας, κατὰ τὰς ὁποίας ο Ἰησοῦς ἰδιώτευεν εἰς Ναζαρέτ, ἐβγῆκεν ὁ Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς εἰς τὴν δημοσίαν δρᾶσιν του καὶ ἐκήρυττεν εἰς τὴν ἔρημον τῆς Ἰουδαίας, ποὺ εκτείνεται πρὸς βορρᾶν τῆς Νεκρᾶς θαλάσσης καὶ πρὸς δυσμὰς τοῦ Ἰορδάνου,
2 καὶ λέγων· Μετανοεῖτε· ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. 2 Και έλεγε· “μετανοείτε, αλλάξατε φρονήματα και ζωήν, διότι η βασιλεία των ουρανών (την οποίαν θα μας φέρη ο Μεσσίας) έχει πλέον πλησιάσει”. 2 καὶ ἔλεγε· Μετανοεῖτε· ἀλλάξατε ἀποφασιστικὰ σκέψεις καὶ φρονήματα καὶ ζωήν, διότι πλησιάζει ο καιρός, κατὰ τὸν ὁποῖον ὁ Μεσσίας μὲ τὴν νέαν οὐράνιον ζωήν, ποὺ θὰ μᾶς φέρῃ, θὰ ἐγκαθιδρύσῃ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
3 οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ῥηθεὶς διὰ Ἠσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, Ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ. 3 Αυτός δε ο Ιωάννης ήτο εκείνος, δια τον οποίον είχε προφητεύσει ο Ησαΐας λέγων· “φωνή ανθρώπου ο οποίος κράζει μεγαλοφώνως εις την έρημον· Ετοιμάσατε τον δρόμον του Κυρίου, κάματε ευθείς και ομαλούς τους δρόμους αυτού· (δηλαδή προπαρασκευάσατε τις καρδιές σας και καθαρίσατε τις ψυχές σας, δια να τις επισκεφθή ο Κυριος). 3 Ἔπρεπε δὲ κατ’ ἐκείνας τὰς ἡμέρας νὰ ἐμφανισθῇ ὁ Ἰωάννης καὶ νὰ ἀκουσθῇ τὸ κήρυγμα αὐτό, διότι αὐτὸς ἦτο ὁ ἄνθρωπος, διὰ τὸν ὁποῖον ἐπροφήτευσεν ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης, ὅταν εἶπε φωτιζόμενος ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· φωνὴ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος κράζει εἰς τὴν ἔρημον καὶ λέγει· Ἐτοιμάσατε τὸν δρόμον, διὰ τοῦ ὁποίου θὰ ἔλθῃ πρὸς σᾶς ὁ Κύριος· κάμετε ἴσιους καὶ ὁμαλοὺς τοὺς δρόμους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους θὰ περάσῃ.Ξερριζώσατε δηλαδὴ ἀπὸ τὰς ψυχάς σας τὶς ἀγκαθιὲς τῶν αμαρτωλῶν παθῶν καὶ ρίψατε μακρὰν τοὺς λίθους τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς σκληρότητος καὶ καθαρίσατε μὲ τὴν μετάνοιαν τὸ ἐσωτερικόν σας, διὰ νὰ δεχθῇ τὸν Κύριον.
4 Αὐτὸς δὲ ὁ Ἰωάννης εἶχεν τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, ἡ δὲ τροφὴ ἦν αὐτοῦ ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον. 4 Ο δε Ιωάννης (αφοσιωμένος στον Κυριον και την αποστολήν του) εζούσε ασκητικήν ζωήν· εφορούσε ένδυμα από τρίχας καμήλου και δερματίνην ζώνην, γύρω από την μέσην του. Ετρωγε δε μόνον ακρίδας (από εκείνας, που κοπάδια ήρχοντο από την Αραβίαν και τας άλλας περιοχάς) και μέλι, το οποίον άγρια μελίσσια αποθήκευαν εις σχισμάς βράχων η κουφάλες δένδρων. 4 Σύμφωνος δὲ πρὸς τὸ κήρυγμά του καθ’ ὅλα ἦτο καὶ ὁ ὅλος βίος τοῦ Ἰωάννου καὶ ἡ ὅλη ἐμφάνισίς του.Αὐτὸς ὁ Ἰωάννης ἐφόρει ἔνδυμα ὑφασμένον ἀπὸ τρίχας καμήλου, μὲ ζώνην δερματίνην γύρω ἀπὸ τὴν μέσην του.Ἡ τροφή του δὲ ἦτο πρόχειρος καὶ ξηρά· δηλαδὴ ἀκρίδες απ’ ἐκεῖνες ποὺ ἔφερεν ὁ ἄνεμος εἰς τὴν ἔρημον ἀπὸ τὴν Ἀραβίαν, καὶ μέλι ποὺ μέσα εἰς σχισμὰς πετρῶν ἀποθήκευαν ἄγρια μελίσσια.
5 τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν Ἱεροσόλυμα καὶ πᾶσα ἡ Ἰουδαία καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ Ἰορδάνου, 5 Οι κάτοικοι της Ιερουσαλήμ και όλης της Ιουδαίας και όλης της περιοχής δεξιά και αριστερά του Ιορδάνου έβγαιναν τότε εις την έρημον προς τον Ιωάννην. 5 Τότε ἐπήγαιναν ἔξω πρὸς αὐτὸν οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων καὶ ὁλοκλήρου τῆς Ἰουδαίας καὶ ὅλης τῆς χώρας, ποὺ ἐξετείνετο εἰς τὴν δεξιὰν καὶ ἀριστερὰν ὄχθην τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.
6 καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπ’ αὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. 6 Και εβαπτίζοντο από αυτόν στον Ιορδάνην, όπου συγχρόνως εξωμολογούντο και τας αμαρτίας των. 6 Καὶ ἐβαπτίζοντο μέσα εἰς τὸν Ἰορδάνην ποταμὸν ἀπὸ τὸν Ἰωάννην, συγχρόνως δὲ ἐξωμολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των.
7 Ἰδὼν δὲ πολλοὺς τῶν Φαρισαίων καὶ Σαδδουκαίων ἐρχομένους ἐπὶ τὸ βάπτισμα αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; 7 Οταν δε ο Ιωάννης είδε πολλούς από τάξιν των υποκριτών Φαρισαίων και των υλιστών Σαδδουκαίων να έρχονται, δια να δεχθούν το βάπτισμά του, είπε προς αυτούς· “Γεννήματα από φαρμακιερές οχιές (που έχετε κληρονομικώς από τους προγόνος σας το δηλητήριον της κακίας και της μοχθηρίας) ποιός σας ωδήγησε να αποφύγετε την δικαίαν του Θεού οργήν, που θα ξεσπάση έντος ολίγου; 7 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἰωάννης πολλοὺς ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους καὶ τοὺς Σαδδουκαίους νὰ ἔρχωνται διὰ νὰ λάβουν τὸ βάπτισμά του, τοὺς εἶπεν· Ἀπόγονοι τῶν φαρμακερῶν ὀχιῶν, ποὺ ἔχετε τὴν κακίαν κληρονομικήν, διότι καὶ οἱ πρόγονοί σας γεμᾶτοι ἀπὸ τὸ δηλητήριον τῆς πονηρίας καὶ μοχθηρίας ἦσαν, ποῖος σᾶς ὠδήγησε νὰ φύγετε καὶ νὰ σωθῆτε ἀπὸ τὴν ὀργήν, ποὺ πρόκειται μετ’ ὀλίγον νὰ ξεσπάσῃ;
8 ποιήσατε οὖν καρπὸν ἄξιον τῆς μετανοίας· 8 Δια να σωθήτε, δεν αρκεί το βάπτισμα, αλλά πρέπει να κάμετε και έργα καλά, που θα είναι καρπός και απόδειξις της ειλικρινούς μετανοίας σας. 8 8 Διὰ νὰ σωθῆτε λοιπὸν ἀπὸ τὴν ὀργὴν αὐτήν, κάμετε ἔργα αγαθά, τὰ ὁποῖα εἶναι καρπὸς ἄξιος τῆς ἀληθοῦς μετανοίας, καὶ δείξατε εἰς τὸ ἑξῆς μὲ τὰς ἐναρέτους πράξεις σας, ὅτι μετενοήσατε εἰλικρινῶς. 9
9 καὶ μὴ δόξητε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ. 9 Και μη νομίσετε ότι ημπορείτε να σωθήτε με το να λέγετε μέσα σας, και μάλιστα με καύχησιν, πατέρα έχομεν τον πατριάρχην Αβραάμ. Διότι σας λέγω τούτο, ότι ο Θεός ημπορεί και από αυτές τις πέτρες να αναδείξη δια θαύματος αξίου απογόνους του Αβραάμ. 9 Καὶ μὴ σᾶς ἀρέσῃ νὰ ἀπατᾶτε τὸν ἑαυτόν σας καὶ νὰ λέγετε μέσα σας· πατέρα ἔχομεν τὸν Ἀβραάμ.Διότι σᾶς λέγω, ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει τὴν δύναμιν καὶ ἀπὸ τὰ λιθάρια αὐτὰ νὰ ἀναστήσῃ ἀπογόνους τοῦ Ἀβραάμ.
10 ἤδη δὲ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν ἐκκόπτεται καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. 10 Τωρα δε και το τσεκούρι ευρίσκεται πλέον κοντά εις την ρίζαν των δένδρων. (Εφθασε δηλαδή ο καιρός, που θα εκδηλωθή η δικαιοσύνη του Θεού)· κάθε δένδρον, που δεν κάνει καρπόν καλόν, κόπτετει σύριζα και ρίχνεται στην φωτιά (αυτό θα πάθη κάθε άνθρωπος, του οποίου τα έργα δεν είναι καλά). 10 10 Τώρα δὲ καὶ ὁ πέλεκυς τῆς θείας κρίσεως εὑρίσκεται κοντὰ εἰς τὴν ρίζαν τῶν δένδρων, ἕτοιμος νὰ κόψῃ σύρριζα καθένα ἄνθρωπον, ποὺ ὁμοιάζει πρὸς ἄκαρπον δένδρον.Κάθε δὲνδρον λοιπόν, ποὺ δὲν κάνει καρπὸν καλόν, κόπτεται ἀπὸ τὴν ρίζαν καὶ ρίπτεται εἰς τὸ πῦρ.Αὐτὸ θὰ πάθῃ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ δὲν ἔχει καρπὸν ἀρετῆς.
11 ἐγὼ μὲν ὑμᾶς βαπτίζω ἐν ὕδατι εἰς μετάνοιαν· ὁ δὲ ὀπίσω μου ἐρχόμενος ἰσχυρότερός μού ἐστιν, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς τὰ ὑποδήματα βαστάσαι· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί· 11 Εγώ μεν σας βαπτίζω με νερό, δια να σας οδηγήσω εις την μετάνοιαν· εκείνος όμως που έρχεται έπειτα από εμέ, είναι ισχυρότερός μου και δεν είμαι εγώ άξιος ούτε τα υποδήματά του να βαστάσω. Αυτός θα σας βαπτίση με Πνεύμα Αγιον και με το πυρ της χάριτος (που κατακαίει την αμαρτίαν, καθαρίζει δε και ζωογονεί την ψυχήν). 11 Εἶναι δὲ καὶ δυνατὸν καὶ εὔκολον νὰ καρποφορήσετε τὴν ἀρετήν.Διότι ναὶ μὲν ἑγὼ σᾶς βαπτίζω μὲ νερόν, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ εἰσαχθῆτε εἰς κατάστασιν μετανοίας· ἐκεῖνος ὅμως ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἑμέ, εἶναι λόγῳ τοῦ ἀξιώματός του καὶ τῆς θείας φύσεώς του δυνατώτερος ἀπὸ ἑμέ.Αὐτοῦ δὲν εἶμαι ἄξιος ἑγὼ οὔτε ὡς ὁ ἔσχατος δοῦλος νὰ βαστάσω τὰ ὑποδήματά του.Αὐτὸς θὰ σᾶς βαπτίσῃ μὲ Πνεῦμα Ἅγιον καὶ μὲ τὸ καθαρτικὸν πῦρ τῆς χάριτος.
12 οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ, καὶ συνάξει τὸν σῖτον αὐτοῦ εἰς τὴν ἀποθήκην, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. 12 Αυτός κρατεί στο χέρι του το φτυάρι και θα καθαρίση πλήρως το αλώνι του· και το μεν σιτάρι του θα το συγκεντρώση εις την αποθήκην (τους δικαίους δηλαδή και εναρέτους θα παραλάβη εις την βασιλείαν του) το δε άχυρον θα το κατακαύση εις άσβεστον πυρ, (δηλαδή τους αμετανοήτους αμαρτωλούς θα τους καταδικάση εις την γέενναν του πυρός). Ακούσατέ τα αυτά Σαδδουκαίοι και Φαρισσαίοι”. 12 12 Κρατεῖ εἰς τὴν χεῖρα φτυάρι, ποὺ λιχνίζει.Ἡ δικαία κρίσις του δηλαδὴ εἶναι ἕτοιμος νὰ λειτουργήσῃ καὶ θὰ καθαρίσῃ τελείως τὸ ἁλώνιόν του, ἤτοι τὸν κόσμον ὁλόκληρον.Καὶ θὰ συνάξῃ τὸν σῖτον του εἰς τὴν ἀποθήκην, ἤτοι τοὺς ἐναρέτους εἰς τὴν οὐράνιον βασιλείαν, τὸ δὲ ἄχυρον, ἤτοι τοὺς ἀμετανόητους, θὰ κατακαύσῃ μὲ φωτιά, ποὺ δὲν σβήνει ποτέ. 13
13 Τότε παραγίνεται ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας ἐπὶ τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην τοῦ βαπτισθῆναι ὑπ’ αὐτοῦ. 13 Τοτε έρχεται ο Ιησούς από την Γαλιλαίαν (όπου έμενε και ησχολείτο με την ξυλουργικήν τέχνην) στον Ιορδάνην προς τον Ιωάννην, δια να βαπτισθή από αυτόν. 13 Τότε ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν εἰς τὸν Ἰορδάνην πρὸς τὸν Ἰωάννην διὰ νὰ βαπτισθῇ ἀπὸ αὐτόν. 14
14 ὁ δὲ Ἰωάννης διεκώλυεν αὐτὸν λέγων· Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με; 14 Ο Ιωάννης όμως τον εμπόδιζε με επιμονήν και έλεγε· “εγώ, ο ατελής και αδύνατος άνθρωπος, έχω ανάγκην να βαπτισθώ από σε, και συ, ο αναμάρτητος και τέλειος, έρχεσαι να βαπτισθής από εμέ;” 14 Ὁ Ἰωάννης ὅμως τὸν ἠμπόδιζε ζωηρὰ καὶ ἔλεγεν· Ἐγὼ ἔχω ἀνάγκην νὰ βαπτισθῶ ἀπὸ σὲ τὸν ἀναμάρτητον, καὶ σὺ ἔρχεσαι πρὸς ἑμὲ διὰ νὰ λάβῃς βάπτισμα;
15 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν πρὸς αὐτόν· Ἄφες ἄρτι· οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην. τότε ἀφίησιν αὐτόν· 15 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και είπε προς αυτόν· “έτσι είναι, αλλά άφησε τώρα τας αντιρρήσεις και μη φέρνεις δυσκολίες στο βάπτισμά μου, διότι έτσι πρέπει, και για μένα και για σένα, να εκπληρώσω κάθε εντολήν του Θεού· μία από τας εντολάς είναι και αυτή”. Τοτε ο Ιωάννης τον αφήκε να βαπτισθή. 15 15 Ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἄφησε τώρα τὰς ἀντιρρήσεις καὶ μὴ φέρῃς δυσκολίαν νὰ βαπτισθῶ.Διότι κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον ταπεινούμενος πρέπει νὰ πληρώσω πᾶσαν ἐντολὴν τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σοῦ ἀνέθεσεν ὡς καθῆκον νὰ βαπτίζῃς.Τότε ὁ Ἰωάννης ἀφῆκεν αὐτὸν νὰ βαπτισθῇ.
16 καὶ βαπτισθεὶς ὁ Ἰησοῦς ἀνέβη εὐθὺς ἀπὸ τοῦ ὕδατος· καὶ ἰδοὺ ἀνεῴχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί, καὶ εἶδεν τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καταβαῖνον ὡσεὶ περιστερὰν καὶ ἐρχόμενον ἐπ’ αὐτόν· 16 Και ο Ιησούς, όταν εβαπτίσθη, εβγήκε αμέσως από το νερό (διότι δεν είχε καμμίαν αμαρτίαν να εξομολογηθή, ενώ οι άλλοι έμεναν εις αυτό, όσον χρόνον διαρκούσε η εξομολόγησίς των). Και ιδού ηνοίχθησαν χάριν αυτού οι ουρανοί και είδε το Πνεύμα του Θεού να κατεβαίνη υπό την μορφήν της περιστεράς και να έρχεται επάνω εις αυτόν. 16 Καὶ ὅταν ἐβαπτίσθῃ ὁ Ἰησοῦς, ἐπειδὴ ὡς ἀναμάρτητος δὲν εἶχε τίποτε νὰ ἐξομολογηθῇ, ἀνέβη ἀμέσως ἀπὸ τὸ νερὸν τοῦ Ἰορδάνου καὶ δὲν ἔμεινεν ἐπὶ πολὺ εἰς αὐτό, ὅπως οἱ ἄλλοι, ποὺ κατὰ τὸ βάπτισμά των ἐξωμολογοῦντο τὰς ἁμαρτίας των.Καὶ ἰδοὺ ἤνοιξαν εἰς αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ εἶδε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ νὰ καταβαίνῃ μὲ ἐξωτερικὸν σχῆμα καὶ μορφὴν ὁμοίαν πρὸς περιστερὰν καὶ νὰ ἔρχεται ἐπάνω του.
17 καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῶν οὐρανῶν λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. 17 Και ιδού ηκούσθη από τους ουρανούς η φωνή του Θεού και Πατρός, ο οποίος έλεγεν· “Αυτός είναι ο Υιός μου ο αγαπημένος (ο μονογενής ως Θεός υιός μου, και ο απολύτως αναμάρτητος ως άνθρωπος) στον οποίον αναπαύομαι πάντοτε πλήρως, διότι πράττει το αρεστόν εις εμέ”. 17 Καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἠκούσθη ἀπὸ τοὺς οὐρανοὺς ποὺ ἔλεγεν· Οὗτος εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπημένος, εἰς τὸν ὁποῖον εὐηρεστήθην.Τὸν ἐγέννησα ἀϊδίως καὶ εἶναι ὡς Θεὸς μονάκριβός μου Υἱός, ὡς ἄνθρωπος δὲ ἀπολύτως ἀναμάρτητος.Πάντοτε ἔκαμε τὸ ἀρεστὸν ἐνώπιόν μου.