Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:05
Δύση: 17:16
Σελ. 12 ημ.
318-48
16ος χρόνος, 6115η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8 (Η)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καταβάντι δὲ αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ὄρους ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί. 1 Οταν δε ο Ιησούς κατέβηκε από το όρος, τον ηκολούθησαν πλήθη λαού. 1 ‘Οταν δὲ κατέβη ἀπὸ τὸ ὅρος, τὸν ἠκολούθησαν πλήθη λαοῦ πολλά.
2 καὶ ἰδοὺ λεπρὸς ἐλθὼν προσεκύνει αὐτῷ λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς δύνασαί με καθαρίσαι. 2 Και ιδού ένας λεπρός ήλθε εμπρός του και με ευλάβειαν πολλήν τον επροσκυνούσε λέγων· “Κυριε, εάν θέλης, ημπορείς να με καθαρίσης από την ανίατον και βασανιστικήν αυτήν λέπραν”. 2 Καὶ ἰδοὺ ἕνας λεπρὸς ἦλθε καὶ τὸν ἐπροσκύνει γονατιστὸς λέγων· Κύριε, ἐὰν θέλῃς, ἔχεις τὴν δύναμιν νὰ μὲ καθαρίσῃς ἀπὸ τὰς πληγὰς καὶ τὰ ἐξανθήματα τοῦ ἀκαθάρτου νοσήματός μου.
3 καὶ ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἥψατο αὐτοῦ ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θέλω, καθαρίσθητι· καὶ εὐθέως ἐκαθαρίσθη αὐτοῦ ἡ λέπρα. 3 Απλωσε δε ο Ιησούς το χέρι του, ήγγισε αυτόν και του είπε· “θέλω, καθαρίσου”. Και αμέσως εκαθαρίσθη εντελώς η λέπρα και αυτός έγινε υγιής. 3 Καὶ ἀφοῦ ἄπλωσε τὴν χεῖρα του ὁ Ἰησοῦς, τὸν ἤγγισε λέγων· Θέλω, καθαρίσου.Καὶ ἀμέσως ἐκαθαρίσθῃ ἡ λέπρα του καὶ ἔγινε τελείως ὑγιὴς ὁ λεπρός.
4 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ὅρα μηδενὶ εἴπῃς, ἀλλὰ ὕπαγε σεαυτὸν δεῖξον τῷ ἱερεῖ, καὶ προσένεγκε τὸ δῶρον ὃ προσέταξεν Μωσῆς, εἰς μαρτύριον αὐτοῖς. 4 Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “πρόσεχε, μη είπης εις κανένα τίποτε, αλλά πήγαινε, δείξε τον εαυτόν σου στον ιερέα και πρόσφερε την θυσίαν, που διατάσσει ο Μωϋσής, δια να πάρης από τον ιερέα την πιστοποίησιν ότι είσαι τελείως υγιής (και ότι έχστο δικαίωμα να επικοινωνής με τους άλλους ανθρώπους). 4 Καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· πρόσεξε νὰ μὴν εἴπῃς εἰς κανένα τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας σου, ἀλλὰ πήγαινε καὶ δεῖξε τὸν ἑαυτόν σου εἱς τὸν ἱερέα καὶ πρόσφερε τὸ δῶρον, ποὺ διέταξεν ὁ Μωϋσῆς, διὰ νὰ χρησιμεύσῃ ἡ ἐξέτασίς σου ἀπὸ τὸν ἱερέα καὶ ἡ προσφορὰ τοῦ δώρου σου ὡς μαρτυρία καὶ ἀπόδειξις εἰς τὸν ἱερέα καὶ εἰς τοὺς Ἰουδαίους, ὅτι καὶ σὺ ἐθεραπεύθης τελείους καὶ ἑγὼ δὲν ἦλθον νὰ καταλύσω τὸν νόμον.
5 Εἰσελθόντι δὲ αὐτῷ εἰς Καπερναοὺμ προσῆλθεν αὐτῷ ἑκατόνταρχος παρακαλῶν αὐτὸν καὶ λέγων· 5 Ενώ δε εισήλθεν ο Ιησούς εις την Καπερναούμ, τον επλησίασε με σεβασμόν ένας εκατόνταρχος παρακαλών αυτόν και λέγων· 5 Ὅταν δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐμβῆκεν εἰς τὴν Καπερναούμ, ἦλθε πρὸς αὐτὸν εἰς ἑκατόνταρχος, ὁ ὁποῖος τὸν παρεκάλει καὶ τοῦ ἔλεγε·
6 Κύριε, ὁ παῖς μου βέβληται ἐν τῇ οἰκίᾳ παραλυτικός, δεινῶς βασανιζόμενος. 6 “Κυριε, ο δούλος μου είναι κατάκοιτος στο σπίτι μου παράλυτος και βασανίζεται από τρομερούς πόνους”. 6 Κύριε, ὀ δοῦλος μου εἶναι κατάκοιτος εἰς τὸ σπίτι παραλυτικός, καὶ βασανίζεται τρομερὰ ἀπὸ πόνους.
7 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγὼ ἐλθὼν θεραπεύσω αὐτόν. 7 Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “εγώ θα έλθω και θα τον θεραπεύσω”. 7 Καὶ λέγει εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς· Θὰ ἔλθω ἑγὼ εἰς τὸ σπίτι σου καὶ θὰ τὸν θεραπεύσω.
8 καὶ ἀποκριθεὶς ὁ ἑκατόνταρχος ἔφη· Κύριε, οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς· ἀλλὰ μόνον εἰπὲ λόγῳ, καὶ ἰαθήσεται ὁ παῖς μου. 8 Ο εκατόνταρχος όμως απεκρίθη και είπε· Κυριε, δεν είμαι εγώ άξιος να εισέλθης συ, ο Παντοδύναμος, κάτω από την στέγην μου. Αλλά πες ένα μόνον λόγον και αμέσως θα θεραπευθή ο δούλος μου. 8 Καὶ ὁ ἑκατόνταρχος ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Κύριε, δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ νὰ εἰσέλθῃς κάτω ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ σπιτιοῦ μου.Ἀλλὰ μόνον εἰπὲ μὲ ἁπλοῦν λόγον αὐτὸ ποὺ θέλεις, καὶ θὰ ἰατρευθῇ ὁ δοῦλος μου.
9 καὶ γὰρ ἐγὼ ἄνθρωπός εἰμι ὑπὸ ἐξουσίαν, ἔχων ὑπ’ ἐμαυτὸν στρατιώτας, καὶ λέγω τούτῳ, πορεύθητι, καὶ πορεύεται, καὶ ἄλλῳ, ἔρχου, καὶ ἔρχεται, καὶ τῷ δούλῳ μου, ποίησον τοῦτο, καὶ ποιεῖ. 9 Ημπορείς δε να διατάξης και η διαταγή σου θα γίνη έργον. Διότι και εγώ είμαι άνθρωπος, και ευρίσκομαι υπό την εξουσίαν των ανωτέρων μου, έχω δε υπό τας διαταγάς μου στρατιώτας και λέγω στούτον, πήγαινε και πηγαίνει, και στον άλλον, έλα και έρχεται, και στον δούλον μου κάμε τούτο και το κάμνει”. 9 Διότι καὶ ἑγὼ ἄνθρωπος εἶμαι, ὑπεξούσιος, ποὺ λαμβάνω διαταγὰς ἀπὸ ἀνωτέρους, ἔχων ὑπὸ τὰς διαταγάς μου στρατιώτας· καὶ λέγω εἰς τοῦτον τὸν στρατιώτην πήγαινε, καὶ πηγαίνει· καὶ εἰς τὸν ἄλλον λέγω· ἐλθέ, καὶ ἔρχεται.Καὶ εἰς τὸν δοῦλον μου λέγω· κάμε αὐτό, καὶ τὸ ἐκτελεῖ.Πόσῳ μᾶλλον θὰ ἐκτελεσθῇ ὁ λόγος ὁ ἰδικός σου, ποὺ δὲν εἶσαι ὑπὸ τὰς διαταγὰς κανενός, ἀλλ' ἔχεις ἐξουσίαν ἐπὶ ὅλων τῶν ἀοράτων δυνάμεων;
10 ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐθαύμασε καὶ εἶπε τοῖς ἀκολουθοῦσιν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐδὲ ἐν τῷ Ἰσραὴλ τοσαύτην πίστιν εὗρον. 10 Ακούσας ο Ιησούς τα γεμάτα πίστιν αυτά λόγια εθαύμασε και είπεν εις αυτούς που τον ακολουθούσαν· “σας διαβεβαιώνω, ότι ούτε μεταξύ των Ισραηλιτών δεν εύρηκα τόσον μεγάλην πίστιν. 10 Ὅταν δὲ ἤκουσε τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, ἐθαύμασε καὶ εἶπεν εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν ἠκολούθουν· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι οὔτε μεταξὺ τῶν Ἰσραηλιτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶναι ὁ ἐκλεκτὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ, δὲν εὗρον τόσον μεγάλην πίστιν.
11 λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ δυσμῶν ἥξουσιν καὶ ἀνακλιθήσονται μετὰ Ἀβραὰμ καὶ Ἰσαὰκ καὶ Ἰακὼβ ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν, 11 Αληθινά δε σας λέγω ότι από τας χώρας της Ανατολής και της Δυσεως, από όλα τα μέρη της οικουμένης, θα έλθουν πολλοί και θα παρακαθήσουν στο πνευματικόν δείπνον μαζή με τον Αβραάμ και τον Ισαάκ και τον Ιακώβ εις την βασιλείαν των ουρανών. 11 Σᾶς διαβεβαιῶ δέ, ὅτι πολλοὶ σὰν τὸν ἑκατόνταρχον θὰ ἔλθουν ἀπὸ ἀνατολὴν καὶ δύσιν, ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου, καὶ θὰ παρακαθήσουν ὡς εἰς ἄλλο εὐφρόσυνον δεῖπνον μαζὶ μὲ τὸν Ἀβραὰμ καὶ τὸν Ἰσαὰκ καὶ τὸν Ἰακὼβ εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν.
12 οἱ δὲ υἱοὶ τῆς βασιλείας ἐκβληθήσονται εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. 12 Οι δε κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών, (οι απόγονοι δηλαδή των πατριαρχών, που έχουν τας επαγγελίας του Θεού), θα εκδιωχθούν και θα ριφθούν στο πυκνότατον σκότος του Αδου. Εκεί θα είναι ο κλαυθμός και το τρίξιμο των οδόντων”. 12 Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ κατάγονται ἀπὸ τὸν Ἀβραὰμ καὶ σύμφωνα πρὸς τὰς ἐπαγγελίας καὶ ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Ἀβραὰμ εἶναι κληρονόμοι τῆς βασιλείας, θὰ ριφθοῦν ἔξω ἀπὸ αὐτὴν εἰς τὸ σκότος τὸ τελείως ἀπομακρυσμένον ἀπὸ τὴν βασιλείαν.Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο τῶν ὀδόντων.
13 καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς τῷ ἑκατοντάρχῷ· Ὕπαγε, καὶ ὡς ἐπίστευσας γενηθήτω σοι. καὶ ἰάθη ὁ παῖς αὐτοῦ ἐν τῇ ὥρᾳ ἐκείνῃ. 13 Και είπεν ο Ιησούς στον εκατόνταρχον· “πήγαινε και όπως επίστευσες, ότι δηλαδή ημπορώ με ένα μου λόγον να θεραπεύσω τον δούλον σου, ας γίνη προς χάριν σου”. Και πράγματι εθεραπεύθη ο δούλος του αμέσως κατά την ώρα εκείνην. 13 Καὶ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ἑκατόνταρχον· Πήγαινε εἰς τὸ σπίτι σου καὶ ὅπως ἐπίστευσες, ὅτι δηλαδὴ μὲ μόνον τὸν λόγον καὶ ἀπὸ μακρυὰ δύναμαι νὰ θεραπεύσω τὸν δοῦλον σου, ἔτσι ἂς γίνῃ εἰς σέ.Πράγματι δὲ κατὰ τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐθεραπεύθη ὁ δοῦλος του.
14 Καὶ ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν οἰκίαν Πέτρου εἶδεν τὴν πενθερὰν αὐτοῦ βεβλημένην καὶ πυρέσσουσαν· 14 Και όταν ήλθεν ο Ιησούς στο σπίτι του Πετρου, είδε την πενθεράν του κατάκοιτον και με πυρετόν. 14 Καὶ ὅταν ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς εἱς τὸ σπίτι τοῦ Πέτρου, εἶδε τὴν πενθεράν του κατάκοιτον καὶ ἀσθενῆ ἀπὸ πυρετόν.
15 καὶ ἥψατο τῆς χειρὸς αὐτῆς, καὶ ἀφῆκεν αὐτὴν ὁ πυρετός· καὶ ἠγέρθη καὶ διηκόνει αὐτῷ. 15 Και ήγγισεν το χέρι της και αμέσως την αφήκε ο πυρετός· εσηκώθη και εντελώς υγιής τον υπηρετούσε. 15 Καὶ ἤγγισε τὴν χεῖρα της καὶ ἀμέσως τὴν ἀφῆκεν ὁ πυρετὸς καὶ ἐσηκώθη τελείως ὑγιὴς καὶ ἀφοῦ δὲν ᾐσθάνετο οὐδὲ τὴν παραμικρὰν ἑξάντλησιν, τὸν ὑπηρέτει.
16 Ὀψίας δὲ γενομένης προσήνεγκαν αὐτῷ δαιμονιζομένους πολλούς, καὶ ἐξέβαλεν τὰ πνεύματα λόγῳ, καὶ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ἐθεράπευσεν, 16 Αργά δε το απόγευμα, όταν επλησίαζε η εσπέρα, έφεραν προς αυτόν πολλούς δαιμονιζομένους, και με την παντοδύναμον προσταγήν του εξεδίωξε τα πονηρά πνεύματα και όλους όσοι εταλαιπωρούντο από ασθενείας τους εθεράπευσε. 16 Ὅταν δὲ ἔγινεν ἑσπέρα, ἔφεραν πρὸς αὐτὸν πολλοὺς δαιμονιζομένους· καὶ ἐξεδίωξε τὰ πονηρὰ πνεύματα ἀπὸ αὐτοὺς μὲ ἔνα καὶ μόνον προστακτικὸν λόγον.Καὶ ὅλους, ὅσοι ἔπασχον ἀπὸ ἄλλα νοσήματα, τοὺς ἐθεράπευσε.
17 ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ Ἡσαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· Αὐτὸς τὰς ἀσθενείας ἡμῶν ἔλαβε καὶ τὰς νόσους ἐβάστασεν. 17 Και έτσι εξεπληρώθη εκείνο το οποίον είχε λεχθή από το Πνεύμα του Θεού δια του προφήτου Ησαΐου· “αυτός επήρεν επάνω του ως ιδικάς του τας ιδικά μας σωματικάς και πνευματικάς ασθενείας και εβάστασε τας νόσους μας” (και με την θυσίαν του μας ελύτρωσεν από την ενόχην και την καταδίκην της αμαρτίας). 17 Διὰ νὰ λάβῃ πλήρη ἐπαλήθευσιν καὶ πραγματοποίησιν ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ διὰ μέσου τοῦ προφήτου Ἡσαΐου, ποὺ εἶπεν· Αὐτὸς ἐπῆρε τὰς ἀσθενείας μας καὶ ἐβάστασεν ἐπάνω του τὰς νόσους μας τιμωρηθεὶς ὡς ἀντιπρόσωπός μας διὰ τὰς ἁμαρτίας μας.Καὶ οὕτω δὲν ἐθεράπευσε μόνον τὰς ψυχάς μας, ἀλλ’ ἔλαβεν ἐξουσίαν νὰ ἰατρεύῃ καὶ τὰς σωματικάς μας ἀσθενείας.
18 Ἰδὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς πολλοὺς ὄχλους περὶ αὐτὸν ἐκέλευσεν ἀπελθεῖν εἰς τὸ πέραν. 18 Οταν δε είδε ο Ιησούς πολλά πλήθη να συγκεντρώνωνται ολόγυρά του, διέταξε τους μαθητάς να επιβιβασθούν μαζή του στο πλοίον, δια να αναχωρήσουν εις την απέναντι παραλίαν της Γεννησαρέτ. 18 Ὅταν δὲ εἶδεν ὁ Ἰησοῦς πολλὰ πλήθη λαοῦ νὰ συναθροίζωνται τριγύρω του, διέταξε τοὺς μαθητὰς νὰ ἐτοιμάσουν πλοῖον, διὰ νὰ ἀναχωρήσουν μαζί του εἰς τὴν ἀπέναντι παραλιακὴν χώραν τῆς Περαίας.
19 Καὶ προσελθὼν εἷς γραμματεὺς εἶπεν αὐτῷ· Διδάσκαλε, ἀκολουθήσω σοι ὅπου ἐὰν ἀπέρχῃ. 19 Τοτε προσήλθε εις αυτόν κάποιος νομοδιδάσκαλος και του είπε· “Διδάσκαλε, θα σε ακολουθήσω όπου και αν πηγαίνης”. 19 Καὶ ἀφοῦ προσῆλθε κάποιος γραμματεύς, τοῦ εἶπε· Διδάσκαλε, θὰ σὲ ἀκολουθήσω, εἰς ὅποιο μέρος καὶ ἄν πηγαίνῃς.
20 καὶ λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ. 20 Και λέγει προς αυτόν ο Ιησούς· “οι αλεπούδες έχουν τις φωλιές των, όπου καταφεύγουν, και τα πτηνά του ουρανού τις κούρνιες των· ο Υιός όμως του ανθρώπου δεν έχει που να γείρη την κεφαλήν” (και επομένως καθένας που θέλει να τον ακολουθήση θα υποβληθή εις ταλαιπωρίας και στερήσεις). 20 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Αἱ ἀλεποῦδες ἔχουν τρύπας, ποὺ τὰς χρησιμοποιοῦν ὠς φωλεάς, καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ ἔχουν μέρη ποὺ κουρνιάζουν, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (δηλαδὴ ἑγώ, ποὺ ἐγεννήθηκα ἀπὸ μόνην τὴν Παρθένον καὶ εἶμαι ὁ κατ’ ἐξοχὴν καὶ γνωστὸς ἐκ τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν Ἀδὰμ ἄνθρωπος, ποὺ ὡς Μεσσίας πρόκειται νὰ ἔλθω πάλιν ὡς κριτὴς ἔνδοξος ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ) δὲν ἔχει οὔτε ποὺ νὰ ἀκουμβήσῃ τὴν κεφαλήν του.Μὴ περιμένης λοιπὸν καὶ σὺ σωματικὰς ἀνέσεις καὶ ἀναπαύσεις, ἀλλὰ λάβε τὰς ἀποφάσεις σου γνωρίζων ἐκ προτέρου, ὅτι ἡ ζωὴ τῶν ἀκολούθων μου εἶναι γεμάτη ἀπὸ στερήσεις καὶ θυσίας, ὅπως ἡ ἰδική μου.
21 ἕτερος δὲ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· Κύριε, ἐπίτρεψόν μοι πρῶτον ἀπελθεῖν καὶ θάψαι τὸν πατέρα μου. 21 Ενας δε άλλος από τους πολλούς μαθητάς του του είπε· “Κυριε, δος μου την άδειαν να γυρίσω στο σπίτι, δια να θάψω πρώτα τον πατέρα μου και έπειτα σε ακολουθήσω”. 21 Ἄλλος δὲ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του εἶπεν εἰς αὐτόν· Κύριε, ἐπίτρεψόν μου πρῶτον νὰ ἀπέλθω καὶ νὰ θάψω τὸν πατέρα μου καὶ μετὰ τοῦτο θὰ σὲ ἀκολουθήσω παντοῦ.
22 ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι, καὶ ἄφες τοὺς νεκροὺς θάψαι τοὺς ἑαυτῶν νεκρούς. 22 Ο δε Ιησούς (δια να τον προφυλάξη από τας κληρονομικάς φροντίδας και φιλονεικίας, που μοιραίως θα επακολουθούσαν τον θάνατον του πατρός) του είπε· “έλα κοντά μου και άφησε τους συγγενείς σου, οι οποίοι από απόψεως πνευματικής ζωής είναι νεκροί, δια να θάψουν τους νεκρούς των”. 22 Ὁ δὲ Ἰησοῦς προβλέπων, ὅτι ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ μαθητοῦ εἰς τὸ σπίτι του θὰ τὸν ἔρριπτεν εἰς σοβαρὰς κληρονομικὰς φροντίδας καὶ διαμάχας, ποὺ θὰ τοῦ ἐψύχραιναν τὸν ζῆλον, τοῦ εἶπεν· Ἀκολούθει με καὶ ἄφησε τοὺς συγγενεῖς σου, οἱ ὁποῖοι φαίνονται μὲν ζωντανοί, πράγματι ὅμως λόγῳ τῆς ἀπιστίας των εἶναι πνευματικῶς νεκροί, νὰ θάψουν τοὺς νεκρούς, ποὺ εἶναι ἰδικοί τους, διότι καὶ αὐτοὶ ἐν ἀπιστίᾳ ἀπέθανον.
23 Καὶ ἐμβάντι αὐτῷ εἰς τὸ πλοῖον ἠκολούθησαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ. 23 Και όταν εμπήκε στο πλοίον, τον ηκολούθησαν οι δώδεκα μαθηταί του. 23 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἐμβῆκεν εἰς τὸ πλοῖον, τὸν ἠκολούθησαν οἰ μαθηταί του.
24 καὶ ἰδοὺ σεισμὸς μέγας ἐγένετο ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὥστε τὸ πλοῖον καλύπτεσθαι ὑπὸ τῶν κυμάτων· αὐτὸς δὲ ἐκάθευδε. 24 Και ιδού έγινε θύελλα ισχυρά, αναταραχή και τρικυμία μεγάλη εις την θάλασσαν, ώστε το πλοίον να σκεπάζεται από τα κύματα. Ο δε Ιησούς εκοιμάτο. 24 Καὶ ἰδοὺ ἔγινε τρικυμία μεγάλη εἰς τὴν θάλασσαν, ἡ ὁποία ἔσειεν ἀπὸ τὸ βάθος τὰ νερά της μέχρι σημείου, ὥστε τὸ πλοῖον νὰ σκεπάζεται ἀπὸ τὰ κύματα· αὐτὸς δὲ ἐκοιμᾶτο.
25 καὶ προσελθόντες οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἤγειραν αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα. 25 Και προσήλθαν έντρομοι οι μαθηταί καντά του και τον εξύπνησαν λέγοντες· “Κυριε σώσε μας, χανόμαστε”. 25 Καὶ ἀφοῦ ἦλθαν κοντά του οἱ μαθηταί του, τὸν ἐξύπνησαν λέγοντες· Κύριε, σῶσε μας· χανόμεθα.
26 καὶ λέγει αὐτοῖς· Τί δειλοί ἐστε, ὀλιγόπιστοι; τότε ἐγερθεὶς ἐπετίμησε τοῖς ἀνέμοις καὶ τῇ θαλάσσῃ, καὶ ἐγένετο γαλήνη μεγάλη. 26 Και λέγει προς αυτούς· “ω ολιγόπιστοι, διατί είσθε τόσον δειλοί;” Τοτε, αφού εσηκώθη όρθιος, διέταξε με εξουσίαν και επέπληξε τους ανέμους και την θάλασσαν και αμέσως έγινε γαλήνη μεγάλη. 26 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Διατὶ εἶσθε δειλοί, ὦ ὀλιγόπιστοι; Τότε, ἀφοῦ ἐσηκώθη ὄρθιος, διέταξε μὲ αὐστηρότητα τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν θάλασσαν, καὶ ἔγινεν ἀμέσως μεγάλη γαλήνη.
27 οἱ δὲ ἄνθρωποι ἐθαύμασαν λέγοντες· Ποταπός ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ; 27 Οι δε άνθρωποι, όσοι είδαν και ήκουσαν το καταπληκτικόν αυτό γεγονός, εθαύμασαν και έλεγαν· τι άνθρωπος είναι αυτός, αφού και οι άνεμοι και η θάλασσα υποτάσσονται εις αυτόν; 27 Οἱ ἄνθρωποι δέ, ὅσοι εἶδαν καὶ ὅσοι ἤκουσαν τὸ θαῦμα, ἐθαύμασαν λέγοντες· Τί ἄνθρωπος εἶναι αὐτός; Εἶναι πολὺ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅ,τι τὸν ἐθεωρούσαμεν ἕως τώρα, διότι καὶ οἰ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουν εἱς αὐτόν.
28 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ πέραν εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. 28 Οταν δε ήλθε εις την απέναντι παραλίαν, εις την χώραν των Γεργεσηνών, τον απάντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, που έβγαιναν από τα μνημεία και οι οποίοι ήσαν άγριοι και επιθετικοί, ώστε να μη ημπορή να περάση κανείς από τον δρόμον εκείνον. 28 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν, τὸν συνήντησαν δύο δαιμονιζόμενοι, ποὺ ἔβγαιναν ἀπὸ τὰ ἐκεῖ μνήματα, εἰς τὰ ὁποῖα εὐχαριστοῦντο νὰ κατοικοῦν.Ἦσαν δὲ καὶ οἰ δύο ἐπιθετικοὶ καὶ πολὺ ἐπικίνδυνοι, ὥστε νὰ μὴ μπορῇ κανεὶς νὰ περάσῃ ἀπὸ τὸν δρόμον ἐκεῖνον.
29 καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; 29 Και ιδού, όταν τον αντίκρυσαν, έκραξαν με φωνήν μεγάλην και είπαν· “τι κοινόν υπάρχει μεταξύ ημών και σου, Ιησού Υιέ του Θεού; Ηλθες εδώ να μας βασανίσης, πριν έλθη ο προκαθωρισμένος καιρός της κρίσεως και της τιμωρίας μας;” 29 Καὶ ἔξαφνα ἀπὸ τὸν φόβον των ἐφώναξαν δυνατὰ καὶ εἶπαν· Ποία σχέσις ὑπάρχει μεταξὺ ἠμῶν καὶ σοῦ, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; Ἦλθες ἐδῶ πρόωρα, πρὸ τοῦ καιροῦ τῆς παγκοσμίου κρίσεως, διὰ νὰ μᾶς βασανίσῃς;
30 ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. 30 Ευρίσκετο δε μακρυά από αυτούς ένα κοπάδι από πολλούς χοίρους, που έβοσκαν. 30 Ὑπῆρχε δὲ μακρὰν ἀπὸ αὐτοὺς κοπάδι ἀπὸ πολλοὺς χοίρους, ποὺ ἔβοσκεν ἐκεῖ.
31 οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. 31 Οι δε δαίμονες τον παρακαλούσαν και έλεγαν· “εάν θα μας διώξης από τους δύο αυτούς ανθρώπους, δος μας την άδειαν να πάμε στο κοπάδι των χοίρων”. 31 Καὶ οἰ δαίμονες τὸν παρεκάλουν λέγοντες· Ἐὰν πρόκειται νὰ μᾶς βγάλῃς ἔξω ἀπ' ἐδῶ, ἐπίτρεψόν μας νὰ ἀπέλθωμεν ες τὸ κοπάδι τῶν χοίρων.
32 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. 32 Και είπε εις αυτούς· “πηγαίνετε”. Και αυτοί εβγήκαν από τους ανθρώπους και επήγαν στο κοπάδι των χοίρων. Και ιδού με μανίαν και γρυλλισμούς ώρμησε όλο το καπάδι των χοίρων από το μέρος του κρημνού εις την θάλασσαν και επνίγησαν εις τα νερά. (Επέτρεψε δε ο Κυριος αυτό, δια να τιμωρηθούν έτσι οι ιδιοκτήται της αγγέλης, διότι παρά τον μωσαϊκόν νόμον αυτοί έτρεφαν χοίρους). 32 Καὶ ἐπειδὴ αὐτοί, ποὺ ἔτρεφον τοὺς χοίρους, ἔπραττον τοῦτο παρὰ τὸν μωσαϊκὸν νόμον, ποὺ ἀπηγόρευεν ὡς ἀκάθαρτον τὸ χοιρινὸν κρέας, ὁ Κύριος τιμωρῶν τὴν παρανομίαν ταύτην εἶπεν εἰς τοὺς δαίμονας· Πηγαίνετε.Αὐτοὶ δὲ ἀφοῦ ἐβγῆκαν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, ἐπήγαν εἰς τοὺς χοίρους.Καὶ ἰδοὺ μὲ μανίαν ὥρμησεν ὅλον τὸ κοπάδι τῶν χοίρων ἀπὸ τὸ ἐπάνω μέρος τοῦ κρημνοῦ πρὸς τὰ κάτω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ἐπνίγησαν ες τὰ νερὰ τῆς λίμνης.
33 οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. 33 Οι χοιροβοσκοί έφυγαν κατατρομαγμένοι, επήγαν εις την πόλιν και εγνωστοποίησαν όλα όσα συνέβησαν και μάλιστα τα της θεραπείας των δαιμονιζομένων. 33 Ἐκεῖνοι δέ, ποὺ ἔβοσκαν τοὺς χοίρους, ἔφυγαν καὶ ἀφοῦ ἐπῆγαν εἰς τὴν πόλιν, ἀνήγγειλαν ὅλα, ὅσα συνέβησαν καὶ ἰδιαιτέρως τὸ τί συνέβη μὲ τοὺς δαιμονιζομένους.
34 καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. 34 Και ιδού όλη η πόλις εβγήκε, δια να συναντήση τον Ιησούν· και όταν τον είδαν, τον παρεκάλεσαν να φύγη από τα όρια της περιοχής των· (και τούτο, διότι εφοβήθησαν, μήπως δια τας παραβάσεις των υποστούν και άλλην τιμωρίαν). 34 Καὶ ἰδοὺ ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ἐβγῆκαν διὰ νὰ συναντήσουν τὸν Ἰησοῦν, καὶ ὅταν τὸν εἶδαν, τὸν παρεκάλεσαν νὰ φύγῃ ἀπὸ τὰ σύνορά τους, ἐκ φόβου μήπως πάθουν καὶ μεγαλύτερα κακά.