Τετάρτη, 13 Νοεμβρίου 2024
Ανατ: 07:05
Δύση: 17:16
Σελ. 12 ημ.
318-48
16ος χρόνος, 6115η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 21 (ΚΑ)


 
 
Αρχαίο κείμενο Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 Καὶ ὅτε ἤγγισαν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθον εἰς Βηθσφαγῆ εἰς τὸ ὄρος τῶν ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητὰς 1 Οταν δε επλησίασαν εις τα Ιεροσόλυμα και ήλθαν εις Βηθσφαγή, κοντά στο όρος των ελαιών, τότε έστειλε ο Ιησούς δύο μαθητάς 1 Καὶ ὅταν ἐπλησίασαν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Βηθσφαγῆ, πλησίον τοῦ ὅρους τῶν Ἐλαιῶν, τότε ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλε δύο μαθητὰς
2 λέγων αὐτοῖς· Πορεύεθητε εἰς τὴν κώμην τὴν ἀπέναντι ὑμῶν, καὶ εὐθέως εὑρήσετε ὄνον δεδεμένην καὶ πῶλον μετ’ αὐτῆς· λύσαντες ἀγάγετέ μοι. 2 λέγων εις αυτούς· “πηγαίνετε στο χωριό, που είναι απέναντί σας, και αμέσως θα βρήτε εκεί μίαν δεμένην όνον και το πουλάρι μαζή της· λύσατέ την και φέρετέ τα εις εμέ. 2 καὶ τοὺς εἶπε· Πηγαίνετε εἰς τὸ χωριό, ποῦ βλέπετε ἀπέναντί σας, καὶ ἀμέσως θὰ εὕρητε μίαν ὅνον δεμένην καὶ ἕνα πουλάρι μαζί της.Ἀφοῦ τὴν λύσετε, φέρτε μου καὶ τὰ δύο ἐδῶ
3 καὶ ἐάν τις ὑμῖν εἴπῃ τι, ἐρεῖτε ὅτι ὁ Κύριος αὐτῶν χρείαν ἔχει· εὐθέως δὲ ἀποστελεῖ αὐτούς. 3 Και αν κανείς σας πη τίποτε και θελήση να σας εμποδίση, θα πήτε· “Οτι ο Κυριος τα χρειάζεται· πολύ δε σύντομα θα σας τα επιστρέψη”. 3 Καὶ ἐὰν σᾶς εἴπῃ κανεὶς τίποτε, θὰ εἴπητε, ὅτι ὁ Κύριος τὰ χρειάζεται· ἀμέσως δὲ θὰ σᾶς τὰ ἐπιστρέψῃ καὶ θὰ σᾶς τὰ ἀποστείλῃ.
4 Τοῦτο δὲ ὅλον γέγονεν ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος· 4 Ολο δε αυτό έγινε, δια να εκπληρωθή εκείνο που ελέχθη δια του προφήτου Ζαχαρίου, ο οποίος είπε· 4 Αὐτὸ δὲ ἔγινε διὰ νὰ πραγματοποιηθῇ ἐκεῖνο, ποὺ ἐλέχθη διὰ μέσου τοῦ προφήτου, ὁ ὁποῖος εἶπε·
5 εἴπατε τῇ θυγατρὶ Σιών, ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὄνον καὶ πῶλον υἱὸν ὑποζυγίου. 5 “να πήτε εις την θυγατέρα Σιών, την Ιερουσαλήμ, ιδού ο βασιλεύς σου έρχεται προς σε, πράος και ταπεινός, καθήμενος επάνω εις όνον και εις πουλάρι, γέννημα υποζυγίου”. 5 Εἴπατε εἰς τὴν θυγατέρα Σιών, δηλαδὴ εἰς τὴν Ἱερουσαλήμ· Ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου, ὁ Μεσσίας, ἔρχεται εἰς σὲ πρᾶος καὶ καθισμένος ἐπάνω εἰς ὄνον καὶ εἰς πουλάρι γέννημα ζώου, ποὺ ἐμβῆκεν εἰς ζυγόν.
6 πορευθέντες δὲ οἱ μαθηταὶ καὶ ποιήσαντες καθὼς προσέταξεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς, 6 Επήγαν οι μαθηταί και έκαμαν καθώς τους διέταξε ο Ιησούς. (Και αναμφιβόλως εθαύμασαν, όταν είδαν ότι τα πράγματα έγιναν, όπως ακριβώς τους είχε προείπει ο Διδάσκαλος). 6 Ἀφοῦ δὲ ἐπῆγαν οἱ μαθηταὶ καὶ ἔκαμαν ὅπως τοὺς διέταξεν ὁ Ἰησοῦς,
7 ἤγαγον τὴν ὄνον καὶ τὸν πῶλον, καὶ ἐπέθηκαν ἐπάνω αὐτῶν τὰ ἱμάτια αὐτῶν, καὶ ἐπεκάθισεν ἐπάνω αὐτῶν. 7 Εφεραν πράγματι την όνον και το πουλάρι της, έβαλαν επάνω εις αυτά τα ενδύματα των, επάνω εις τα οποία και εκάθισεν ο διδάσκαλος. 7 ἔφεραν τὴν ὅνον καὶ τὸ πουλάρι καὶ ἐπειδὴ δὲν ἤξευραν εἰς ποῖον ἀπὸ τὰ δύο θὰ καθίσῃ ὁ διδάσκαλος, ἔβαλαν τὰ ἐξωτερικά τους φορέματα ἐπάνω εἰς αὐτὰ καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐκάθησεν ἐπάνω εἰς τὰ φορέματα, ποὺ εἶχαν τεθῆ εἰς τὸ πουλάρι.
8 ὁ δὲ πλεῖστος ὄχλος ἔστρωσαν ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐν τῇ ὁδῷ, ἄλλοι δὲ ἔκοπτον κλάδους ἀπὸ τῶν δένδρων καὶ ἐστρώννυον ἐν τῇ ὁδῷ. 8 Τα δε πολλά πλήθη του λαού, που συνώδευαν τον Κυριον, έστρωναν εις ένδειξιν σεβασμού τα ενδύματά των στον δρόμον, δια να περάση επάνω από αυτά ο Ιησούς, και οι άλλοι έκοπταν κλάδους από δένδρα και έστρωναν στον δρόμον. 8 Καὶ τὸ περισσότερον πλῆθος τοῦ λαοῦ ἔστρωσαν εἰς τὸν δρόμον, ἀπὸ τὸν ὁποῖον διέβαινεν ὁ Χριστός, τὰ ἐξωτερικά τους ροῦχα διὰ νὰ περάσῃ ἐπ’ αὐτῶν, ἄλλοι δὲ ἔκοπταν κλάδους ἀπὸ τὰ δένδρα καὶ τοὺς ἔστρωναν εἰς τὸν δρόμον.
9 οἱ δὲ ὄχλοι οἱ προάγοντες (αὐτὸν) καὶ οἱ ἀκολουθοῦντες ἔκραζον λέγοντες· Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου· Ὡσαννὰ ἐν τοῖς ὑψίστοις. 9 Τα πλήθη δε του λαού, τόσον εκείνα που προηγούντο όσον και εκείνα που ακολουθούσαν, εφώναζαν δυνατά και έλεγαν· “δόξα και ύμνος στον ένδοξον απόγονον του Δαυΐδ· ευλογημένος ας είναι αυτός που έρχεται εν ονόματι του Κυρίου, δια να σώση τον λαόν· δοξολογίας και ύμνους στον Μεσσίαν ας ψάλλουν αι στρατιαί των αγγέλων, που είναι στους ουρανούς”. 9 Τὰ δὲ πλήθη τοῦ λαοῦ, ὅσα ἐπροπορεύοντο καὶ ὅσα ἀκολουθοῦσαν, μὲ δυνατὲς φωνὲς ἔλεγον· Δόξα εἰς τὸν ἀπόγονον τοῦ Δαβίδ, ποὺ ἕως τώρα τὸν ἐπεριμέναμεν.Δοξασμένος νὰ εἶναι αὐτός, ποὺ ἔρχεται σταλμένος ἀπὸ τὸν Κύριον.Δόξα σοι ἂς κράζουν καὶ οἱ ἐν τοῖς ὑψίστοις τοῦ οὐρανοῦ ἄγγελοι.
10 καὶ εἰσελθόντος αὐτοῦ εἰς Ἱεροσόλυμα ἐσείσθη πᾶσα ἡ πόλις λέγουσα· Τίς ἐστιν οὗτος; 10 Οταν δε εισήλθεν αυτός εις τα Ιεροσόλυμα, συνεκλονίσθη η πόλις όλη από την μεγαλοπρεπή πομπήν και ερωτούσαν οι κάτοικοι· “ποιός είναι αυτός;” 10 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἐμβῆκεν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, συνεκινήθησαν καὶ ἐσηκώθησαν ἐπὶ ποδὸς ὅλοι οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως λέγοντες· Ποῖος εἶναι αὐτός;
11 οἱ δὲ ὄχλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ προφήτης ὁ ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας. 11 Τα δε πλήθη έλεγαν· “Αυτός είναι ο Ιησούς, ο προφήτης από την Ναζαρέτ της Γαλιλαίας”. 11 Τὰ δὲ πλήθη τοῦ λαοῦ ἔλεγον· Αὐτὸς εἶναι ὁ Ἰησοῦς ὁ προφήτης, ποὺ κατάγεται ἀπὸ τὴν Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας.
12 Καὶ εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸ ἱερόν τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐξέβαλε πάντας τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ, καὶ τὰς τραπέζας τῶν κολλυβιστῶν κατέστρεψε καὶ τὰς καθέδρας τῶν πωλούντων τὰς περιστεράς, 12 Και εισήλθεν ο Ιησούς στον ναόν του Θεού και εξεδίωξε από τας αυλάς του ιερού τους πωλούντας και αγοράζοντας, ανέτρεψε τα τραπέζια των αργυραμοιβών και τα καθίσματα αυτών που πωλούσαν περιστέρια προς θυσίαν. 12 Καὶ ἐμβῆκεν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν ἱερὸν ναόν, τὸν ἀφιερωμένον εἰς τὸν Θεόν, καὶ ἔβγαλεν ἔξω ὅλους ἐκείνους ποὺ ἐπώλουν καὶ ἠγόραζον εἰς τὸ ἱερὸν προαύλιον τῶν ἐθνῶν, καὶ τὰς τραπέζας τῶν ἀργυραμοιβῶν ἀναποδογύρισε, καθὼς καὶ τὰ καθίσματα, ὅπου ἐκάθηντο αὐτοὶ ποὺ ἐπώλουν τὰς περιστεράς.
13 καὶ λέγει αὐτοῖς· Γέγραπται, ὁ οἶκός μου οἶκος προσευχῆς κληθήσεται· ὑμεῖς δὲ αὐτὸν ἐποιήσατε σπήλαιον λῃστῶν. 13 Και λέγει εις αυτούς· “είναι γραμμένο εις την Αγίαν Γραφήν· Ο οίκος μου θα ονομασθή οίκος προσευχής· αλλά σστον εκάματε, με την αισχροκέρδειαν και την απληστίαν σας, σπήλαιον ληστών”. 13 Καὶ λέγει εἰς αὐτούς· Εἶναι γραμμένον εἰς τὸν Ἡσαΐαν· Ὁ οἶκος μου θὰ ὀνομασθῇ οἶκος προσευχῆς.Σεῖς δὲ τὸν ἐκάματε σπήλαιον, ποὺ συχνάζουν λῃσταί, ἀφοῦ μὲ τὰς αἰσχροκερδείας σας κατακλέπτετε καὶ λῃστεύετε τοὺς προσκυνητάς.
14 Καὶ προσῆλθον αὐτῷ χωλοὶ καὶ τυφλοὶ ἐν τῷ ἱερῷ καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς. 14 Και προσήλθαν προς αυτόν εκεί στον ναόν χωλοί και τυφλοί και τους εθεράπευσε.(Και κατά τας δραματικάς εκείνας ημέρας, που προηγήθησαν από το πάθος του, δεν έπαυε να εκδηλώνη με τα θαύματά του την άπειρον αγάπην του προς τους πάσχοντας). 14 Καὶ τὸν ἐπλησίασαν κουτσοὶ καὶ τυφλοὶ εἰς τὸ ἱερὸν καὶ τοὺς ἐθεράπευσεν.
15 ἰδόντες δὲ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἃ ἐποίησε καὶ τοὺς παῖδας κράζοντας ἐν τῷ ἱερῷ καὶ λέγοντας, ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυῒδ, ἠγανάκτησαν 15 Οταν δε οι αρχιερείς και οι γραμματείς είδαν τα θαυμαστά αυτά έργα που έκανε ο Ιησούς και ήκουσαν τα παιδιά στον ναόν να κράζουν και να λέγουν “δόξα και τιμή στον απόγονον του Δαυΐδ”, ηγανάκτησαν 15 Ὅταν δὲ εἶδαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τὰ θαυμάσια ἔργα, ποὺ ἔκαμεν ὁ Ἰησοῦς, καὶ τὰ παιδιά, ποῦ ἐφωναζαν μέσα εἰς τὸ ἱερὸν καὶ ἔλεγαν· Δόξα εἰς τὸν ἀπόγονον τοῦ Δαβίδ, ἠγανάκτησαν
16 καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἀκούεις τί οὗτοι λέγουσιν; ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει αὐτοῖς· Ναί· οὐδέποτε ἀνέγνωτε ὅτι ἐκ στόματος νηπίων καὶ θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον; 16 και είπαν εις αυτόν· “ακούεις, τι λέγουν αυτά τα παιδιά;” Ο δε Ιησούς τους είπε· “ναι, ακούω· αλλά διατί σεις ενοχλείσθε; Δεν έχετε, λοιπόν, ποτέ αναγνώσει εις την Γραφήν, που προλέγει ότι από στόμα νηπίων και βρεφών, που θηλάζουν ακόμη, συνέθεσες, ω Θεε, δοξολογίαν;” 16 καὶ εἶπαν εἰς αὐτόν· Ἀκούεις, τὶ λέγουν αὐτοί; Ὁ δὲ Ἰησοῦς λέγει εἰς αὐτούς· Ναί.Δὲν ἀνεγνώσατε ποτέ, ὅτι ἀπὸ τὸ στόμα νηπίων καὶ μικρῶν παιδιῶν, ποῦ θηλάζουν ἀκομη, ἔφτιασες, ὦ Θεέ, τέλειον ὕμνον; Διατὶ λοιπὸν ἀγανακτεῖτε, σὰν νὰ ἀνέχωμαι κάτι, ποὺ δὲν τὸ ἐπροφήτευσε τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ;
17 καὶ καταλιπὼν αὐτοὺς ἐξῆλθεν ἔξω τῆς πόλεως εἰς Βηθανίαν καὶ ηὐλίσθη ἐκεῖ. 17 Και εγκαταλείψας αυτούς εβγήκεν έξω από την πόλιν εις την Βηθανίαν και εκεί επέρασε την νύκτα. 17 Καὶ ἀφοῦ τοὺς ἀφῆκεν, ἐβγῆκεν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλιν εἰς τὴν Βηθανίαν καὶ ἐπέρασε τὴν νύκτα του ἐκεῖ.
18 Πρωῒας δὲ ἐπανάγων εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· 18 Οταν δε την πρωΐαν επέστρεψε εις την πόλιν, επείνασε· 18 Ὅταν δὲ τὸ πρωῒ ἐπέστρεφεν εἰς τὴν πόλιν, ἐπείνασε.
19 καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. 19 Και καθώς είδε μία συκιά, παραπλεύρως στον δρόμον, επλησίασε εις αυτήν και δεν ευρήκε τίποτε, παρά μόνον φύλλα και λέγει εις αυτήν· “ποτέ πλέον από σε να μη γίνη καρπός στον αιώνα”. Και αμέσως εξηράθηκε η συκιά. (Τούτο δε έκαμε ο Κυριος, δια να συμβολίση την καταδίκην, που επερίμενε τους γραμματείς και Φαρισαίους, οι οποίοι είχαν την εξωτερικήν εμφάνισιν της ευσεβείας, όχι όμως την δύναμιν και την αρετήν αυτής). 19 Καὶ ὅταν εἶδε κάποιαν συκῆν εἰς τὸν δρόμον, ἦλθε πλησίον της καὶ δὲν ηὗρε τίποτε ἐπάνω της παρὰ φύλλα μόνον, ἀκριβῶς ὅπως καὶ ἡ συναγωγὴ τῶν Ἰουδαίων τότε φύλλα μόνον καὶ ἐξωτερικοὺς τύπους, ὅχι δὲ καὶ καρποὺς ἀρετῆς εἶχε νὰ ἐπιδείξῃ.Καὶ διὰ νὰ δώσῃ μάθημα περὶ τοῦ ποία θὰ εἶναι ἡ τύχη κάθε ἀνθρώπου ἀκάρπου σὰν τὴν συκῆν, λέγει εἰς αὐτήν· Νὰ μὴ βγῇ ποτὲ πλέον ἀπὸ σὲ καρπὸς εἰς τὸν αἰῶνα.Καὶ ἐξηράνθη ἀμέσως ἡ συκῆ.
20 καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; 20 Οταν δε είδαν οι μαθηταί το καταπληκτικόν αυτό γεγονός, εθαύμασαν και είπαν· “πως εις την στιγμήν εξηράνθηκε η συκιά;” 20 Καὶ ὅταν εἶδαν αὐτὸ οἱ μαθηταί, ἐθαύμασαν καὶ εἶπαν· Πῶς ἀμέσως, εἰς τὴν ἰδίαν στιγμὴν ἐξηράνθη ἡ συκῆ;
21 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· 21 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “σας διαβεβαιώνω, ότι εάν έχετε ακλόνητον πίστιν και δεν αμφιβάλλετε εις την δύναμιν του Θεού, όχι μόνο το θαύμα της συκιάς θα κάμετε, αλλά και αν πήτε στο όρος τούτο· Σηκω και πέσε εις την θάλασσαν, θα γίνη. 21 Ἀπεκρίθη δὲ ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπεν· Ἐν πάσῃ ἀληθείᾳ σᾶς βεβαιῶ, ἐὰν ἔχετε πίστιν εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν διστάσετε, ὅτι θὰ λάβετε καὶ σεῖς δύναμιν θαυματουργόν, ὅχι μόνον τὸ θαῦμα τῆς συκῆς θὰ κάμετε, ἀλλ’ ἀκόμη καὶ ἐὰν εἰς τὸ ὅρος αὐτὸ εἴπητε· Σήκω καὶ πέσε εἰς τὴν θάλασσαν, θὰ γίνῃ.
22 καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε. 22 Και όλα όσα θα ζητήσετε εις την προσευχήν σας με πίστιν θα τα λάβετε”. 22 Καὶ ὅλα ὅσα ζητήσετε εἰς τὴν προσευχὴν μὲ πίστιν εἰς τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ, θὰ τὰ λάβετε.
23 Καὶ ἐλθόντι αὐτῷ εἰς τὸ ἱερὸν προσῆλθον αὐτῷ διδάσκοντι οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; 23 Οταν δε επήγε στον ναόν, προσήλθαν την ώραν που εδίδασκε οι πρεσβύτεροι του λαού και του είπαν· “με ποίαν εξουσίαν κάμνεις αυτά, και ποιός σου έδωκε την εξουσίαν να διώξης τους πωλούντας και αγοράζοντας από τον ναόν, και ενώ δεν εσπούδασες εις καμμίαν ραββινικήν σχολήν, πως διδάσκεις στον λαόν;” 23 Καὶ ὅταν αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὸν ναόν, τὸν ἐπλησίασαν τὴν ὥραν, ποὺ ἐδίδασκεν, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ εἶπαν· Μὲ ποίαν ἐξουσίαν ἐνεργεῖς αὐτά; Καὶ ποῖος σοῦ ἔδωκε τὸ δικαίωμα νὰ διώχνῃς ἀπὸ τὸν ναὸν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ διδάσκῃς μέσα εἰς τὸν ἱερὸν αὐτὸν τόπον;
24 ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 24 Απεκρίθη δε ο Ιησούς και τους είπε· “και εγώ θα σας ερωτήσω ένα μόνον λόγον· αν μου απαντήσετε, τότε και εγώ θα σας πω με ποίαν εξουσίαν κάνω αυτά, δια τα οποία σεις αγανακτείτε. 24 Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς καὶ τοὺς εἶπε· Θὰ σᾶς ἐρωτήσω καὶ ἐγὼ ἕνα λόγον, εἰς τὸν ὁποῖον ἐὰν μοῦ ἀπαντήσετε, θὰ σᾶς εἶπω καὶ ἐγὼ μὲ ποίαν ἐξουσίαν κάνω αὐτά, ποὺ ἔκαμα.
25 τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ’ ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· 25 Το βάπτισμα Ιωάννου, ο οποίος όπως ξέρετε έδωσε επίσημον μαρτυρίαν δι' εμέ, από που ήτο; Προήρχετο από τον Θεόν η ήτο απατηλή επινόησις των ανθρώπων;” Εκείνοι τότε εσυλλογίζοντο από μέσα των και έλεγαν· “εάν πούμε ότι ήτο εκ Θεού, θα μας πη, διατί λοιπόν δεν επιστεύσατε στον Ιωάννην και εις όσα εκείνος είπε δι' εμέ; 25 Τὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, ὁ ὁποῖος ἐμαρτύρησε δι’ ἐμὲ καὶ ὑπῆρξε πρόδρομός μου, ἀπὸ ποῦ ἦτο; Ἀπὸ τὸν Θεὸν ἢ ἀπὸ ἐπινόησιν καὶ ἐντολὴν ἀνθρώπων; Αὐτοὶ δὲ ἐσυλλογίζοντο μέσα τους καὶ ἔλεγαν: Ἐὰν εἴπωμεν, ὅτι ἦτο ἐκ Θεοῦ, θὰ μᾶς εἴπῃ: Διατὶ λοιπὸν δὲν ἐπιστεύσατε εἰς αὐτόν;
26 ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. 26 Εάν δε πούμε ότι ήτο επινόησις ανθρώπων, φοβούμεθα τον λαόν, διότι όλοι παραδέχονται και τιμούν τον Ιωάννην ως προφήτην”. 26 Ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ὅτι ἦτο κατ’ ἐντολὴν ἀνθρώπων, φοβούμεθα, μήπως μᾶς κακοποιήσῃ ὁ λαός.Διότι ὅλοι τιμοῦν τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην.
27 καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. 27 Και αυτοί, οι ανεγνωρισμένοι διδάσκαλοι του Ισραήλ, είπαν στον Ιησούν καταντροπιασμένοι· “δεν γνωρίζομεν”. Τους είπε τότε και αυτός· “ούτε και εγώ σας λέγω με ποίαν εξουσίαν κάμνω τα έργα αυτά. 27 Καὶ αὐτοὶ ποὺ ἰσχυρίζοντο, ὅτι ἦσαν οἱ ἀνεγνωρισμένοι διδάσκαλοι τοῦ Ἰσραήλ, ἀπεκρίθησαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ εἶπαν· Δὲν ξεύρομεν.Εἶπεν εἰς αὐτοὺς καὶ αὐτός· Ἀφοῦ ξεφεύγετε καὶ δὲν εἶσθε εἰλικρινεῖς, οὔτε ἐγὼ σᾶς λέγω μὲ ποῖον δικαίωμα πράττω αὐτά.
28 Τί δὲ ὑμῖν δοκεῖ; ἄνθρωπος τις εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου. 28 Ποίαν δε γνώμην έχετε δι' αυτό, που θα σας πω; Ενας άνθρωπος είχε δύο υιούς και προσελθών στον πρώτον είπε· παιδί μου, πήγαινε να εργασθής σήμερα στο αμπέλι μου. 28 Τί δὲ σᾶς φαίνεται δι’ αὐτό, ποὺ θὰ σᾶς εἴπω; Ἔνας ἄνθρωπος εἶχε δύο υἱούς.Καὶ ἐλθὼν εἰς τὸν πρῶτον τοῦ εἶπε· Παιδί μου, πήγαινε σήμερον καὶ δούλεψε εἰς τὸ ἀμπέλι μου.
29 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. 29 Εκείνος δε αποκριθείς είπε· Δεν θέλω· ύστερα όμως μετεμελήθη, άλλαξε γνώμην και επήγε. 29 Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπε· Δὲν θέλω νὰ ὑπάγω.Ὕστερον ὅμως μετεμελήθη καὶ ἐπῆγε.
30 καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. 30 Και προσελθών ο πατέρας στο δεύτερο παιδί του είπε ο,τι και στο πρώτον. Εκείνος δε αποκριθείς είπε· ευχαρίστως, κύριε, πηγαίνω στο αμπέλι”· αλλά δεν επήγε. 30 Καὶ ἀφοῦ ἦλθεν εἰς τὸν δεύτερον υἱόν, εἶπε τὰ ἴδια.Αὐτὸς δὲ ἀπεκρίθη καὶ εἶπεν· Ἐγώ, κύριε, πηγαίνω.Καὶ δὲν ἐπῆγε.
31 τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν αὐτῷ· Ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. 31 Ποίος από τους δυό έκαμε το θέλημα του πατρός;” Λεγουν εις αυτόν· “ο πρώτος”. Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “σας διαβεβαιώνω, ότι οι τελώναι και αι πόρναι, οι οποίοι έδειξαν εις την αρχήν ανυπακοήν προς τον Θεόν, τώρα επειδή μετενόησαν προπορεύονται εις την βασιλείαν του Θεού από σας, οι οποίοι με τα λόγια μόνον και όχι με τα έργα δείχνετε υπακοήν στον Θεόν. 31 Ποῖος ἀπὸ τοὺς δύο ἔκαμε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; Λέγουν εἰς αὐτόν, ὁ πρῶτος· λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Ἀληθῶς σᾶς λέγω, ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι, αἱ ὁποῖαι ἐν τῇ ἀρχῇ ἐπέδειξαν ἀπείθειαν εἰς τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ, προλαμβάνουν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ σᾶς τοὺς Φαρισαίους καὶ γραμματεῖς, οἱ ὁποῖοι μὲ λόγους μόνον ἐδείξατε ὑπακοὴν εἰς τὸν Θεόν, εἰς τὰ πράγματα ὅμως ὑπήρξατε ἀπειθεῖς καὶ ἄπιστοι.
32 ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ. 32 Διότι ήλθε προς σας ο Ιωάννης κηρύττων και φανερώνων με τα έργα του και τα λόγια του τον δρόμον της δικαιοσύνης και δεν επιστεύσατε εις αυτόν. Οι τελώναι όμως και αι πόρναι επίστευσαν εις αυτόν. Σεις δε, και όταν είδατε αυτούς να πιστεύουν, δεν μετενοήσατε, ώστε να πιστεύσετε ύστερα εις αυτόν. 32 Διότι ἦλθε πρὸς σᾶς ὁ Ἰωάννης κηρύττων συμπεριφορὰν καὶ βίον συμμορφωμένον πρὸς τὰς ἀπαιτήσεις τῆς δικαιοσύνης καὶ δὲν ἐπιστεύσατε εἰς αὐτόν.Οἱ τελῶναι ὅμως καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.Σεῖς δέ, ὅταν τοὺς εἴδατε νὰ πιστεύουν, οὐδὲ κὰν ὕστερον μετεμελήθητε, ὥστε νὰ πιστεύσετε καὶ σεῖς εἰς αὐτόν.
33 Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε. ἄνθρωπος τις ἦν οἰκοδεσπότης, ὅστις ἐφύτευσεν ἀμπελῶνα καὶ φραγμὸν αὐτῷ περιέθηκε καὶ ὤρυξεν ἐν αὐτῷ ληνὸν καὶ ᾠκοδόμησεν πύργον, καὶ ἐξέδοτο αὐτὸν γεωργοῖς, καὶ ἀπεδήμησεν. 33 Ακούστε και άλλην παραβολήν· ένας άνθρωπος οικοδεσπότης εφύτευσε αμπέλι και ύψωσε γύρω από αυτό φράκτην και έσκαψε μέσα εις αυτό πατητήρι και δεξαμένην και έκτισε πύργον, δια να μένουν οι εργάται και οι φύλακες· ενοικίασε αυτό εις γεωργούς και ανεχώρησε εις άλλην χώραν. 33 Ἄλλην παραβολὴν ἀκούσατε.Ἦτο κάποιος οἰκοκύρης, ὁ Θεὸς δηλαδή, ὁ ὁποῖος ἐφύτευσεν ἄμπελον, τὸ ἰουδαϊκον ἔθνος τουτέστι.Καὶ ἔλαβεν ἰδιαιτέραν πρόνοιαν δι’ αὐτήν.Ἔβαλε δηλαδὴ τριγύρω ἀπ’ αὐτὴν φράκτην καὶ ἔσκαψε μέσα εἰς αὐτὴν ληνὸν καὶ ἔκτισε πύργον διὰ νὰ μένουν οἱ φύλακες καὶ ἐργάται, καὶ τὴν ἐνεπιστεύθη εἰς γεωργούς, εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ εἰς τοὺς ἄρχοντας τοῦ λαοῦ, καὶ ἀνεχώρησεν εἰς ἄλλην χώραν.
34 ὅτε δὲ ἤγγισεν ὁ καιρὸς τῶν καρπῶν, ἀπέστειλε τοὺς δούλους αὐτοῦ πρὸς τοὺς γεωργοὺς λαβεῖν τοὺς καρποὺς αὐτοῦ. 34 Οταν δε επλησίασε ο καιρός του τρυγητού, έστειλε τους δούλους του στους γεωργούς, δια να πάρουν τους καρπούς που εδικαιούτο. 34 Ὅταν δὲ ἐπλησίασεν ὁ καιρὸς τῆς ἐσοδείας, ἀπέστειλε τοὺς δούλους του, τοὺς προφήτας, πρὸς τοὺς γεωργοὺς διὰ νὰ παραλάβουν τοὺς καρπούς του, διὰ νὰ διαπιστώσουν δηλαδὴ τὴν εἰς τὸν Θεὸν ἀφοσίωσιν καὶ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, τὰ ὁποῖα ὤφειλεν ὁ λαὸς αὐτὸς ὕστερα ἀπὸ τὴν τόσην εὔνοιαν καὶ πρόνοιαν τοῦ Θεοῦ νὰ καρποφορήσῃ ὡς ἄλλη καλλιεργημένη ἄμπελος.
35 καὶ λαβόντες οἱ γεωργοὶ τοὺς δούλους αὐτοῦ ὃν μὲν ἔδειραν, ὃν δὲ ἀπέκτειναν, ὃν δὲ ἐλιθοβόλησαν. 35 Οι δε γεωργοί, μοχθηροί και άπληστοι, συνέλαβαν τους δούλους και άλλον μεν έδειραν, άλλον δε εφόνευσαν, άλλον δε ελιθοβόλησαν. 35 Καὶ οἱ γεωργοί, οἱ ἄρχοντες τοῦ Ἰσραὴλ τουτέστιν, ἀφοῦ συνέλαβαν τοὺς δούλους του, ἄλλον μὲν ἔδειραν, ἄλλον δὲ ἐφόνευσαν, ἄλλον δὲ ἐλιθοβόλησαν.
36 πάλιν ἀπέστειλεν ἄλλους δούλους πλείονας τῶν πρώτων, καὶ ἐποίησαν αὐτοῖς ὡσαύτως. 36 Παλιν ο οικοδεσπότης έστειλε άλλους δούλους περισσοτέρους από τους πρώτους και έκαμαν εις αυτούς τα ίδια. 36 Πάλιν ἀπέστειλεν ὁ οἰκοκύρης ἄλλους δούλους περισσοτέρους ἀπὸ τοὺς πρώτους, καὶ ἔκαμαν εἰς αὐτοὺς τὰ ἴδια.
37 ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱὸν αὐτοῦ λέγων· ἐντραπήσονται τὸν υἱόν μου. 37 Υστερα δε έστειλε προς αυτούς τον υιόν του λέγων· Οι άνθρωποι αυτοί θα εντραπούν τουλάχιστον το παιδί μου. 37 Ὕστερον δὲ ἀπέστειλε πρὸς αὐτοὺς τὸν υἱόν του λέγων· Πρέπει τουλάχιστον οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ νὰ ἐντραποῦν τὸν υἱόν μου.
38 οἱ δὲ γεωργοὶ ἰδόντες τὸν υἱὸν εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· οὗτός ἐστιν ὁ κληρονόμος· δεῦτε ἀποκτείνωμεν αὐτὸν καὶ κατάσχωμεν τὴν κληρονομίαν αὐτοῦ. 38 Οι γεωργοί όμως, όταν είδαν τον υιόν, είπαν μεταξύ των· Αυτός είναι ο κληρονόμος· ελάτε, ας τον φονεύσωμεν και ας καταλάβωμεν οριστικά πλέον ημείς την κληρονομίαν του. 38 Οἱ γεωργοὶ ὅμως, ὅταν εἶδαν τὸν υἱόν, τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν δηλαδή, τὸν ἐνανθρωπήσαντα υἱὸν τοῦ Θεοῦ, εἶπαν μεταξύ τους· αὐτὸς εἶναι ὁ κληρονόμος· ἐλᾶτε, ἂς τὸν φονεύσωμεν καὶ ἂς καταλάβωμεν τὴν κληρονομίαν του γινόμενοι ἀνενόχλητοι πλέον κύριοι καὶ ἐκμεταλλευταὶ τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς.
39 καὶ λαβόντες αὐτὸν ἐξέβαλον ἔξω τοῦ ἀμπελῶνος καὶ ἀπέκτειναν. 39 Και αφού τον συνέλαβαν, τον έβγαλαν έξω από το αμπέλι και εκεί τον εφόνευσαν”.(Κακοί γεωργοί, οι πνευματικοί άρχοντες του Ισραήλ, ασεβείς και αχάριστοι προς τον οικοδεσπότην, εξεμεταλλεύοντο την άμπελον, δηλαδή τον Ιουδαϊκόν λαόν, εκακοποιούσαν και εφόνευον τους προφήτας, που έστελλε ο Θεός, και τέλος θα εφόνευαν με σταυρικόν θάνατον τον υιόν του Θεού, τον Χριστόν, έξω από την Ιερουσαλήμ, δια να μείνουν ανενόχλητοι εκμεταλλευταί της αμπέλου του Θεού). 39 Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔπιασαν, τὸν ἔβγαλαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἄμπελον καὶ τὸν ἐφόνευσαν.
40 ὅταν οὖν ἔλθῃ ὁ κύριος τοῦ ἀμπελῶνος, τί ποιήσει τοῖς γεωργοῖς ἐκείνοις; 40 Μετά την διήγησιν της παραβολής ηρώτησε τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους του λαού ο Χριστός· “όταν λοιπόν έλθη ο κύριος του αμπελώνος, τι θα κάμη στους γεωργούς εκείνους;” 40 Ὅταν λοιπὸν ἔλθῃ ὁ κύριος τῆς ἀμπέλου, τί εἶναι δίκαιον νὰ κάνῃ εἰς τοὺς καλλιεργητὰς ἐκείνους;
41 λέγουσιν αὐτῷ· Κακοὺς κακῶς ἀπολέσει αὐτούς, καὶ τὸν ἀμπελῶνα ἐκδώσεται ἄλλοις γεωργοῖς, οἵτινες ἀποδώσουσιν αὐτῷ τοὺς καρποὺς ἐν τοῖς καιροῖς αὐτῶν. 41 Και αυτοί του απήντησαν· “τόσον κακοί που υπήρξαν, κακώς θα τους εξολοθρεύση και θα εμπιστευθή εις άλλους γεωργούς τον αμπελώνα, οι οποίοι θα δώσουν εις αυτόν τους καρπούς εις τας καταλλήλους εποχάς”. 41 Λέγουσιν εἰς αὐτόν· Θὰ ἐξολοθρεύσῃ μὲ θάνατον κακὸν αὐτοὺς ποὺ τόσον κακοὶ εἶναι, καὶ τὴν ἄμπελον θὰ ἐνοικιάσῃ εἰς ἄλλους γεωργούς, οἱ ὁποῖοι θὰ δώσουν εἰς αὐτὸν τοὺς ὀφειλομένους καρποὺς εἰς τὰς ἐποχάς των.Πράγματι δέ, ἀφοῦ ἐξωλόθρευσε τοὺς Ἰουδαίους καὶ κατέστρεψε διὰ τῶν Ρωμαίων τὴν Ἱερουσαλήμ, παρέδωκε τὴν ἄμπελόν του, τὸν νέον Ἰσραὴλ τῆς χάριτος, εἰς τοὺς Ἀποστόλους καὶ τοὺς διαδόχους των πρὸς καρποφόρον καλλιέργειαν.
42 λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε ἐν ταῖς γραφαῖς, λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας· παρὰ Κυρίου ἐγένετο αὕτη, καὶ ἔστι θαυμαστὴ ἐν ὀφθαλμοῖς ἡμῶν; 42 Λεγει εις αυτούς ο Ιησούς· “ουδέποτε λοιπόν εδιαβάσατε εις τας Γραφάς· λίθον, δηλαδή εμέ, τον οποίον απέρριψαν ως ακατάλληλον οι κτίσται, σεις οι οικοδόμοι του λαού, έγινε ακρογωνιαίος λίθος εις την πνευματικήν οικοδομήν του Θεού, δηλαδή εις την Εκκλησίαν, η οποία έγινε παρά του Θεού και είναι αξιοθαύμαστη στους οφθαλμούς μας; 42 Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς· Δὲν ἀνεγνώσατε ποτὲ εἰς τάς Γραφάς· Λίθον, τὸν ὁποῖον ἀπέρριψαν ὡς ἀκατάλληλον οἱ κτίσται, αὐτὸς ἔγινε τῆς ὅλης οἰκοδομῆς κεφαλὴ καὶ ἀκρογωνιαῖος λίθος· ἀπὸ τὸν Κύριον ἔγινε τοῦτο καὶ εἶναι θαυμαστὸν εἰς τὰ μάτια ἡμῶν τῶν πιστῶν; Ἤτοι ἐγώ, τὸν ὁποῖον ὡς ἄλλον λίθον ἀπέρριψαν ὡς ἀκατάλληλον ἐν τῇ οἰκοδομὴ τοῦ Θεοῦ αὐτοί, ποὺ μὲ τὴν διδασκαλίαν τῶν ἔργον καὶ καθῆκον ἔχουν νὰ σᾶς οἰκοδομοῦν, ἔγινα τῆς ὅλης οἰκοδομῆς κεφαλὴ καὶ συνήνωσα τοὺς λαοὺς εἰς μίαν Ἐκκλησίαν.Τὸ θαυμαστὸν δὲ εἰς τὰ μάτια ὅλων τῶν πιστῶν γεγονὸς τοῦτο ἔγινε ἀπὸ τὸν Κύριον.
43 διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν ὅτι ἀρθήσεται ἀφ’ ὑμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνει ποιοῦντι τοὺς καρποὺς αὐτῆς· 43 Δια τούτο σας λέγω, ότι θα αφαιρεθή από σας η βασιλεία του Θεού και θα δοθή εις έθνος, που θα παράγη καρπούς, δηλαδή έργα αγαθά. 43 Διὰ τοῦτο σᾶς λέγω, ὅτι θὰ ἀφαιρεθῇ ἀπὸ σᾶς ἡ βασιλεία καὶ ἡ ἰδιαιτέρα προστασία τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ δοθῇ εἰς ἔθνος, τὸ ὁποῖον θὰ παράγῃ τὰ ἀγαθὰ ἔργα, ποὺ εἶναι οἱ καρποὶ τῆς βασιλείας αὐτῆς.
44 καὶ ὁ πεσὼν ἐπὶ τὸν λίθον τοῦτον συνθλασθήσεται· ἐφ’ ὃν δ’ ἂν πέσῃ λικμήσει αὐτόν. 44 Εκείνος δε, ο οποίος θα πέση εναντίον του ακρογωνιαίου αυτού λίθου, θα κατατσακισθή. 44 Καὶ ἐκεῖνος, ποὺ θὰ πέσῃ μὲ ἐχθρικὰς διαθέσεις ἐπάνω εἰς τὸν λίθον αὐτὸν τὸν ἀκρογωνιαῖον, θὰ τσακισθῇ· ἐκεῖνον δὲ ἐπὶ τοῦ ὁποίου θὰ πέσῃ βαρὺς ὁ λίθος αὐτός, θὰ τὸν κάμῃ θρύμματα καὶ θὰ τὸν σκορπίσῃ σὰν σκόνην. Ὄλεθρος δηλαδὴ καὶ ἀφανισμὸς ἐπιφυλάσσεται εἰς ἐκεῖνον, ποὺ θὰ πολεμήσῃ τὸν Χριστὸν καὶ θὰ ἀντικρύσῃ τὴν ὀργήν του.
45 καὶ ἀκούσαντες οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολὰς αὐτοῦ ἔγνωσαν ὅτι περὶ αὐτῶν λέγει· 45 Και εις όποιον πέση επάνω ο βαρύς αυτός λίθος, θα τον κάμη συντρίμμια και σκόνην”. 45 Καὶ ὅταν ἤκουσαν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι τὰς παραβολάς του ἐκατάλαβαν, ὅτι δι’ αὐτοὺς ὁμιλεῖ.
46 καὶ ζητοῦντες αὐτὸν κρατῆσαι ἐφοβήθησαν τοὺς ὄχλους, ἐπειδὴ ὡς προφήτην αὐτὸν εἶχον. 46 Και όταν ήκουσαν οι αρχιερείς και οι Φαρισαίοι τας παραβολάς του, ενόησαν πλέον ότι δι' αυτούς ομιλεί. Και παρ' όλον ότι εζητούσαν να τον συλλάβουν, δεν ετόλμησαν, επειδή εφοβήθησαν τον λαόν, ο οποίος εσέβετο και ετιμούσε αυτόν ως προφήτην. 46 Καὶ ἐζητοῦσαν νὰ τὸν συλλάβουν, ἀλλ’ ἐφοβήθησαν τὰ πλήθη τοῦ λαοῦ, ἐπειδὴ ὡς προφήτην τὸν ἐθεώρει καὶ τὸν ἐτίμα ὁ λαός.