Τρίτη, 16 Απριλίου 2024
Ανατ: 06:49
Δύση: 20:02
Σελ. 8 ημ.
107-259
16ος χρόνος, 5904η ημέρα
Έκδοση: 4η

ΙΗΣΟΥΣ ΝΑΥΗ - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7 (Ζ)


 
 
Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα
1 ΚΑΙ ἐπλημμέλησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ πλημμέλειαν μεγάλην καὶ ἐνοσφίσαντο ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος· καὶ ἔλαβεν ῎Αχαρ υἱὸς Χαρμὶ υἱοῦ Ζαμβρὶ υἱοῦ Ζαρὰ ἐκ τῆς φυλῆς ᾿Ιούδα ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος· καὶ ἐθυμώθη Κύριος ὀργῇ τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραήλ. 1 Οι Ισραηλίται όμως περιέπεσαν εις μεγάλο παράπτωμα, διότι κάποιος από αυτούς επήρε και εκράτησε δια τον εαυτόν του από τα αφιερωμένα στον Κυριον λάφυρα της Ιεριχούς. Ο Αχαρ δηλαδή, υιός του Χαρμί, ο οποίος το υιός του Ζαμβρί, υιού του Ζαρά, από την φυλήν του Ιούδα, εκράτησεν από τα αφιερωθέντα στον Κυριον. Και ωργίσθη ο Κυριος οργήν μεγάλην εναντίον όλων των Ισραηλιτών και η οργή του εξεδηλώθη κατά τον ακόλουθον τρόπον. 1 Αλλά οἱ Ἰσραηλῖται διέπραξαν μεγάλην ἁμαρτίαν, διότι κάποιος ἐξεχώρισε διὰ τὸν ἑαυτόν του ἕνα μέρος ἀπὸ ὅσα εὐρίσκοντο εἰς τὴν Ἱεριχὼ καὶ τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀφιερώσει ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν Θεόν. Ὁ Ἄχαρ, δηλαδὴ ὁ υἱὸς τοῦ Χαρμί, υἱοῦ τοῦ Ζαμβρί, υἱοῦ τοῦ Ζαρὰ ἀπὸ τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα, ἐκράτησε διὰ τὸν ἑαυτόν του ἀπὸ τὰ ἀφιερωμένα εἰς τὸν Θεὸν ἀντικείμενα τῆς Ἱεριχοῦς. Ἕνεκα τούτου ἐθυμώθη ὁ Κύριός μὲ μεγάλην ὀργὴν ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Ἡ ὀργή του ἐξεδηλώθη ὡς ἐξῇς:
2 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιησοῦς ἄνδρας εἰς Γαί, ἣ ἐστι κατὰ Βαιθήλ, λέγων· κατασκέψασθε τὴν Γαί· 2 Ο Ιησούς έστειλεν άνδρας εις την Γαι, η οποία ευρίσκεται απέναντι από την Βαιθήλ, λέγων· “κατασκοπεύσατε την πόλιν Γαι”. 2 Ὁ Ἰησοῦς ἀπέστειλεν ἀπὸ τὴν Ἱεριχὼ ἄνδρες εἰς τὴν πόλιν Γαί, ἡ ὁποία εὑρίσκεται εἰς τὰ ἀνατολικὰ τῆς Βαιθήλ, καὶ τοὺς εἶπε: «Πηγαίνετε καὶ κατασκοπεύσετε τὴν Γαί».
3 καὶ ἀνέβησαν οἱ ἄνδρες καὶ κατεσκέψαντο τὴν Γαί. καὶ ἀνέστρεψαν πρὸς ᾿Ιησοῦν καὶ εἶπαν πρὸς αὐτόν· μὴ ἀναβήτω πᾶς ὁ λαός, ἀλλ' ὡσεὶ δισχίλιοι ἢ τρισχίλιοι ἄνδρες ἀναβήτωσαν καὶ ἐκπολιορκησάτωσαν τὴν πόλιν· μὴ ἀναγάγῃς ἐκεῖ τὸν λαὸν ἅπαντα, ὀλίγοι γάρ εἰσι. 3 Οι άνδρες αυτοί ανήλθον εις την περιοχήν της Γαι, παρετήρησαν την πόλιν, και επέστρεψαν και είπον στον Ιησούν· “Ας μη αναβή όλος ο στρατός, αλλά μόνον δύο έως τρεις χιλιάδες και ας πολιορκήσουν την πόλιν. Μη οδηγήσης εκεί όλον τον στρατόν, διότι οι κάτοικοι της πόλεως είναι ολίγοι”. 3 Καὶ οἱ ἄνδρες ἐπροχώρησαν καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὰ γύρω ἀπὸ τὴν Γαὶ ὑψώματα καὶ κατεσκόπευσαν τὴν Γαί. Κατόπιν ἐπέστρεψαν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπαν: «Δὲν εἶναι ἀνάγκη νὰ ἀνέβη ὅλος ὁ στρατὸς εἰς τὴν Γαί· ἂς ἀνέβουν μόνον περίπου δύο ἕως τρεῖς χιλιάδες ἄνδρες καὶ αὐτοὶ ἂς ἐπιτεθοῦν καὶ ἂς πολιορκήσουν τὴν Γαί· μὴ ἀνεβάσῃς ἐκεῖ καὶ μὴ ταλαιπωρήσεις ὅλον τὸν στρατόν, διότι οἰ κάτοικοι τῆς Γαὶ εἶναι ὀλίγοι».
4 καὶ ἀνέβησαν ὡσεὶ τρισχίλιοι ἄνδρες καὶ ἔφυγον ἀπὸ προσώπου ἀνδρῶν Γαί. 4 Ανέβησαν πράγματι τρεις περίπου χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι όμως καθώς αντίκρυσαν τους άνδρας της Γαι, ετράπησαν εις φυγήν. 4 Ἔτσι ἐπροχώρησαν καὶ ἀνέβησαν εἰς τὴν Γαὶ μόνον τρεῖς περίπου χιλιάδες ἄνδρες, ἀλλὰ μόλις ἀντίκρυσαν τοὺς κατοίκους τῆς Γαί, ἐτράπησαν εἰς φυγήν.
5 καὶ ἀπέκτειναν ἀπ' αὐτῶν ἄνδρες Γαὶ εἰς τριακονταὲξ ἄνδρας καὶ κατεδίωξαν αὐτοὺς ἀπὸ τῆς πύλης καὶ συνέτριψαν αὐτοὺς ἀπὸ τοῦ καταφεροῦς· καὶ ἐπτοήθη ἡ καρδία τοῦ λαοῦ καὶ ἐγένετο ὥσπερ ὕδωρ. 5 Οι δε άνδρες της Γαι εφόνευσαν τριανταέξ από τους Ισραηλίτας, τους δε άλλους τους κατεδίωξαν από την πύλην της πόλεως μέχρι κάποιας κατωφρερείας, όπου και τους συνέτριψαν. Ο λαός κατελήφθη από πανικόν και η καρδία του έγινεν, ωσάν το νερό. 5 Καὶ οἱ ἄνδρες τῆς Γαὶ ἐσκότωσαν τριάντα ἕξι Ἰσραηλῖτες καὶ τοὺς ἄλλους κατεδίωξαν ἔξω ἀπὸ τὴν πύλην τῆς Γαὶ ἕως τὴν κατωφερικὴν κοιλάδα τοῦ Ἰορδάνου καὶ ἐκεῖ τοὺς συνέτριψαν. Ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ λαὸς ἔχασε τὸ θάρρος του, ἐπανικοβλήθη καὶ διελύθη κυριολεκτικὰ ἀπὸ τὸν φόβον.
6 καὶ διέρρηξεν ᾿Ιησοῦς τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἔπεσεν ᾿Ιησοῦς ἐπὶ τὴν γῆν ἐπὶ πρόσωπον ἐναντίον Κυρίου ἕως ἑσπέρας, αὐτὸς καὶ οἱ πρεσβύτεροι ᾿Ισραήλ, καὶ ἐπεβάλοντο χοῦν ἐπὶ τὰς κεφαλὰς αὐτῶν. 6 Εσχισε τα ιμάτιά του από την λύπην του ο Ιησούς του Ναυη, έπεσε πρηνής κάτω εις την γην ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου μέχρις εσπέρας και μαζή με αυτόν οι πρεσβύτεροι του λαού. Ερριψαν χώμα εις τα κεφάλια των, δια να εκφράσουν την φοβεράν λύπην, που τους κατέλαβεν. 6 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἀπὸ τὴν μεγάλην λύπην ἔσχισε τὰ ροῦχα του καὶ ἔπεσε μπρούμυτα μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου μέχρι τὸ βράδυ· μαζί του ἔπεσαν μπρούμυτα καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ εἰς ἔνδειξιν τοῦ μεγάλου πένθους των ἔβαλαν χῶμα εἰς τὶς κεφαλές των.
7 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς· δέομαι Κύριε· ἱνατί διεβίβασεν ὁ παῖς σου τὸν λαὸν τοῦτον τὸν ᾿Ιορδάνην παραδοῦναι αὐτὸν τῷ ᾿Αμορραίῳ ἀπολέσαι ἡμᾶς; καὶ εἰ κατεμείναμεν καὶ κατῳκίσθημεν παρὰ τὸν ᾿Ιορδάνην. 7 Ο Ιησούς του Ναυή προσηυχήθη και είπε· “σε ικετεύω, Κυριε, φανέρωσέ μου, διατί διεπεραίωσα εγώ ο δούλός σου τον λαόν τούτον από τον Ιορδάνην ποταμόν; Μηπως δια να παραδώσης αυτόν στους Αμορραίους και εκείνοι να μας καταστρέψουν; Είθε να εμέναμεν μονίμως και να κατοικούσαμεν εις τας πέραν του Ιορδάνου περιοχάς. 7 Ὁ δὲ Ἰησοῦς προσηυχήθη εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπεν: «Ἀλλοίμονον, Κύριε, σὲ παρακαλῶ, ἀποκάλυψέ μου· διατὶ ἐγὼ ὁ δοῦλος σου διεβίβασα κατ' ἐντολήν σου τὸν λαὸν αὐτὸν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην; Διὰ νὰ μᾶς παραδώσῃς εἰς τοὺς Ἀμορραίους καὶ ἐκεῖνοι νὰ μᾶς ἐξολοθρεύσουν; Τότε θὰ ἦταν προτιμότερον νὰ παραμείνωμεν εἰς τὰ ἀνατολικὰ τοῦ Ἰορδάνη καὶ νὰ ἐγκατασταθῶμεν ἐκεῖ.
8 καὶ τί ἐρῶ, ἐπεὶ μετέβαλεν ᾿Ισραὴλ αὐχένα ἀπέναντι τοῦ ἐχθροῦ αὐτοῦ; 8 Τι θα σκεφθώ και τι θα είπω εγώ τώρα, που βλέπω ότι οι Ισραηλίται έστρεψαν τα νώτα στους εχθρούς των; Τρομεροί κίνδυνοι μας απειλούν. 8 Ὤ, Κύριε· καὶ τὶ θὰ εἴπω, ὅταν σκεφθῶ ὅτι ὁ Ἰσραὴλ ἔστρεψε τὰ νῶτα καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν, μόλις ἀντίκρυσε τοὺς ἐχθρούς του; Συγκλονίζομαι ἀπὸ τὶς φοβερὲς συνέπειες ἑνὸς τέτοιου γεγονότος.
9 καὶ ἀκούσας ὁ Χαναναῖος καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες τὴν γῆν περικυκλώσουσιν ἡμᾶς καὶ ἐκτρίψουσιν ἡμᾶς ἀπὸ τῆς γῆς· καὶ τί ποιήσεις τὸ ὄνομά σου τὸ μέγα; 9 Διότι όταν πληροφορηθούν το γεγονός οι Χαναναίοι και όλοι οι άλλοι κάτοικοι της χώρας, θα μας περικυκλώσουν και θα μας εξολοθρεύσουν. Και τι θα πράξης τότε δια το μέγα και Ενδοξον Ονομά Σου;” 9 Διότι ὅταν πληροφορηθοῦν τὸ γεγονὸς τοῦτο οἱ Χαναναῖοι καὶ ὅλοι, ὅσοι κατοικοῦν τὴν χώραν αὐτήν, θὰ μᾶς περικυκλώσουν καὶ θὰ μᾶς ἑξαφανίσουν ἀπὸ τὴν γῆν· καὶ ὕστερα τί θὰ κάμῃς διὰ νὰ προστατεύσεις τὴν δόξαν καὶ τὴν τιμὴν τοῦ μεγάλου ὀνόματός σου;»
10 καὶ εἶπε Κύριος πρὸς ᾿Ιησοῦν· ἀνάστηθι, ἱνατί τοῦτο σὺ πέπτωκας ἐπὶ πρόσωπόν σου; 10 Είπε δε ο Κυριος προς τον Ιησούν· “σήκω· διατί συ έπεσες πρηνής και καταπτοημένος κάτω εις την γην; 10 Καὶ ὁ Κύριος εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν: «Σήκω ἐπάνω· διατὶ τὸ ἔκαμες αὐτὸ καὶ ἔπεσες μπρούμυτα μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς;
11 ἡμάρτηκεν ὁ λαὸς καὶ παρέβη τὴν διαθήκην, ἣν διεθέμην πρὸς αὐτούς, καὶ κλέψαντες ἀπὸ τοῦ ἀναθέματος ἐνέβαλον εἰς τὰ σκεύη αὐτῶν. 11 Ο λαός ημάρτησε και παρέβη την εντολήν, την οποίαν έδωκα προς αυτούς. Εκλεψαν από τα αφιερωμένα εις εμέ και τα έκρυψαν εις τας αποσκευάς των. 11 Σοῦ γνωστοποιῶ ὅτι ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἔχει ἁμαρτήσει καὶ παρέβη τὴν ἐντολήν, τὴν ὀποίαν τοὺς ἔδωκα· διότι ἀφοῦ ἔκλεψαν, κατεκράτησαν ἀπὸ τὰ ἀναθεματισμένα (τὰ ἀφιερωμένα εἰς ἐμὲ) πράγματα καὶ τὰ ἔκρυψαν εἰς τὶς ἰδικές τους ἀποσκευές.
12 καὶ οὐ μὴ δύνωνται οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ ὑποστῆναι κατὰ πρόσωπον τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν· αὐχένα ἐπιστρέψουσιν ἔναντι τῶν ἐχθρῶν αὐτῶν, ὅτι ἐγενήθησαν ἀνάθεμα· οὐ προσθήσω ἔτι εἶναι μεθ' ὑμῶν, ἐὰν μὴ ἐξάρητε τὸ ἀνάθεμα ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. 12 Δια τούτο οι Ισραηλίται δεν ημπορούν να αντικρούσουν και αντισταθούν ενώπιον των εχθρών των. Θα στρέφουν τα νώτα και θα τρέπωνται εις φυγήν ενώπιον των εχθρών των, διότι έγιναν οι ίδιοι αναθεματισμένοι. Δεν θα μείνω πλέον μαζή σας, εάν δεν βγάλετε από ανάμεσά σας εκείνον, που διέπραξε το ανάθεμα. 12 Δι' αὐτὸ οἱ Ἰσραηλῖται δὲν ἠμποροῦν νὰ ἀντιμετωπίσουν κατὰ πρόσωπον τοὺς ἐχθρούς των· θὰ τρέπωνται εἰς φυγήν, μόλις τοὺς ἀντικρύσουν, ἐπειδὴ ἔγιναν καὶ αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀναθεματισμένοι καὶ ἄξιοι ἀφανισμοῦ· δὲν θὰ συνεχίσω πλέον νὰ εἶμαι μαζί σας, ἐὰν προηγουμένως δὲν ξεχωρίσετε καὶ δὲν καταστρέψετε τὸν ἀναθεματισμένον καὶ τὰ πράγματα ποὺ ἔκλεψε ἀπὸ ἀνάμεσά σας.
13 ἀναστὰς ἁγίασον τὸν λαὸν καὶ εἰπὸν ἁγιασθῆναι εἰς αὔριον· τάδε λέγει Κύριος ὁ Θεὸς ᾿Ισραήλ· τὸ ἀνάθεμά ἐστιν ἐν ὑμῖν, οὐ δυνήσεσθε ἀντιστῆναι ἀπέναντι τῶν ἐχθρῶν ὑμῶν, ἕως ἂν ἐξάρητε τὸ ἀνάθεμα ἐξ ὑμῶν αὐτῶν. 13 Σηκω λοιπόν να αγιάσης τον λαόν· διάταξε αυτούς να αγιασθούν και απαλλαγούν από τον ένοχον εντός της αύριον. Αυτά λέγει Κυριος ο Θεός του Ισραήλ· Εκείνος που διέπραξε το ανάθεμα ευρίσκεται μεταξύ σας και δια τούτο δεν είναι δυνατόν να αντισταθήτε κατά των εχθρών σας, έως ότου βγάλετε τον αναθεματισμένον από ανάμεσά σας. 13 Σήκω λοιπὸν ἐπάνω· ἁγίασε τὸν λαὸν καὶ εἰπέ τους νὰ ἁγιασθοῦν κατὰ τὴν αὐριανὴν ἡμέραν καὶ ἔτσι νὰ ἁπαλλαγοῦν ἀπὸ τὴν ἐνοχήν· διότι αὐτὰ διατάσσει ὁ Κύριος, ὁ Θεὸς τοῦ Ἰσραήλ: « Ὁ ἀναθεματισμένος καὶ τὰ ἀναθεματισμένα πράγματα εὑρίσκονται μεταξύ σας· (δὲν θὰ ἠμπορέσετε νὰ ἀντιμετωπίσετε κατὰ πρόσωπον τοὺς ἐχθρούς σας, μέχρις ὅτου εὕρετε καὶ ἀπομακρύνετε τὸν ἀναθεματισμένον καὶ τὰ ὅσα ἔκλεψε ἀπὸ ἀνάμεσά σας.
14 καὶ συναχθήσεσθε πάντες τὸ πρωΐ κατὰ φυλάς, καὶ ἔσται ἡ φυλή, ἣν ἂν δείξῃ Κύριος, προσάξετε κατὰ δήμους· καὶ τὸν δῆμον, ὃν ἐὰν δείξῃ Κύριος, προσάξετε κατ' οἶκον· καὶ τὸν οἶκον, ὃν ἐὰν δείξῃ Κύριος, προσάξετε κατ' ἄνδρα· 14 Αύριον το πρωϊ θα συναχθήτε όλοι κατά φυλάς. Του ενόχου δε την φυλήν, την οποίαν θα αποκαλύψη ο Κυριος, θα την οδηγήσετε κατά τους δήμους αυτής. Τον δήμον στον οποίον θα ανήκη ο ένοχος, θα τον παρουσιάσετε κατά οικογενείας· και την οικογένειαν, που θα φανερώση ο Κυριος, θα την οδηγήσετε κατ' άνδρα. 14 Διά, τοῦτο πρέπει νὰ συγκεντρωθῆτε ὅλοι αὔριον τὸ πρωΐ κατὰ φυλές· καὶ θὰ συμβῇ τοῦτο: Τὴν φυλὴν τοῦ ἐνόχου, τὴν ὀποίαν θὰ ὑποδείξῃ καὶ θὰ φανερώσῃ ὁ Κύριος, θὰ τὴν παρουσιάσετε κατὰ δήμους· καὶ τὸν δῆμον τοῦ ἐνόχου, τὸν ὁποῖον θὰ δείξῃ καὶ θὰ φανερώσῃ ὁ Κύριος, θὰ τὸν παρουσιάσετε κατὰ οἰκογένειες· καὶ τὴν οἰκογένειαν τοῦ ἐνόχου, τὴν ὀποίαν θὰ ὑποδείξῃ καὶ θὰ φανερώσῃ ὁ Κύριος, θὰ τὴν παρουσιάσετε κατ’ ἄνδρα, κατ' ἄτομον.
15 καὶ ὃς ἂν ἐνδειχθῇ, κατακαυθήσεται ἐν πυρὶ καὶ πάντα, ὅσα ἐστὶν αὐτῷ, ὅτι παρέβη τὴν διαθήκην Κυρίου καὶ ἐποίησεν ἀνόμημα ἐν ᾿Ισραήλ. 15 Εκείνον, ο οποίος θα καταδειχθή από τον Κυριον ως ένοχος, θα τον παραδώσετε στο πυρ αυτόν και όλα τα υπάρχοντά του, διότι παρέβη την εντολήν του Κυρίου και διέπραξε παρανομίαν μεταξύ του ισραηλιτικού λαού”. 15 Καὶ αὐτός, ὁ ὁποῖος θὰ ὑποδειχθῇ τελικῶς ἀπὸ τὸν Κύριον ὅτι ἔκλεψε τὰ ἀφιερωμένα, θὰ κατακαῇ μὲ φωτιὰν μαζὶ μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντά του, διότι παρέβη τὴν ἐντολὴν τοῦ Κυρίου καὶ μὲ τὸ νὰ κατακρατήσῃ ἀπὸ τὰ ἀναθεματισμένα πράγματα ἁμάρτησε σοβαρὰ εἰς βάρος ὅλου τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ».
16 καὶ ὤρθρισεν ᾿Ιησοῦς καὶ προσήγαγε τὸν λαὸν κατὰ φυλάς, καὶ ἐνεδείχθη ἡ φυλὴ ᾿Ιούδα· 16 Ο Ιησούς ηγέρθη πρωί και διέταξεν τον λαόν να παρουσιασθή κατά φυλάς. Ως ένοχος εδείχθη από τον Κυριον η φυλή του Ιούδα. 16 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐσηκώθη ἐνωρὶς τὸ πρωῒ καὶ διέταξε να παρουσιασθῇ ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς κατὰ φυλές· καὶ ἀπὸ αὐτὲς ὁ Κύριος ὑπέδειξε καὶ ἐφανέρωσε τὴν φυλὴν τοῦ Ἰούδα (δεῖγμα ὅτι εἰς αὐτὴν ἀνῆκεν ὁ ἔνοχος).
17 καὶ προσήχθη κατὰ δήμους, καὶ ἐνεδείχθη δῆμος Ζαραΐ· 17 Η φυλή αυτή παρουσιάσθη κατά δήμους και υπεδείχθη ένοχος ο δήμος Ζαραΐ. 17 Καὶ παρουσιάσθη ἡ φυλὴ αὐτὴ κατὰ δήμους, ὁ δὲ Κύριος ὑπέδειξε καὶ ἐφανέρωσεν ἀπὸ αὐτοὺς τὸν δῆμον τῶν Ζαραϊτῶν (δεῖγμα ὅτι εἰς αὐτὸν ἀνῆκεν ὁ ἔνοχος).
18 καὶ προσήχθη κατ' ἄνδρα, καὶ ἐνεδείχθη ῎Αχαρ υἱὸς Ζαμβρὶ υἱοῦ Ζαρά. 18 Παρουσιάσθη ο δήμος αυτός κατ' άνδρα και υπεδείχθη ένοχος ο Αχαρ, υιός του Ζαμβρί, υιού του Ζαρά. 18 Καὶ παρουσιάσθη ὁ δῆμος αὐτὸς κατ' ἄνδρα, κατ' ἄτομον, ὁ δὲ Κύριος ὑπέδειξε καὶ ἐφανέρωσεν ἀπὸ αὐτοὺς ὡς ἔνοχον τὸν Ἄχαρ, υἱὸν τοῦ Ζαμβρί, υἱοῦ τοῦ Ζαρά.
19 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς τῷ ῎Αχαρ· δὸς δόξαν σήμερον τῷ Κυρίῳ Θεῷ ᾿Ισραὴλ καὶ δὸς τὴν ἐξομολόγησιν καὶ ἀνάγγειλόν μοι τί ἐποίησας καὶ μὴ κρύψῃς ἀπ' ἐμοῦ. 19 Είπε δε ο Ιησούς στον Αχαρ· “δόξασε σήμερον τον Θεόν, ομολόγησε και ανάγγειλον τι έπραξες και μη μου κρύψης τίποτε”. 19 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν Ἄχαρ: «Δόξασε σήμερον τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ, λέγοντας τὴν ἀλήθειαν καὶ ὁμολόγησε καὶ πές μου τώρα τί ἔκαμες καὶ μὴ κρύψῃς ἀπὸ ἐμὲ τὴν πρᾶξιν σου».
20 καὶ ἀπεκρίθη ῎Αχαρ τῷ ᾿Ιησοῖ καὶ εἶπεν· ἀληθῶς ἥμαρτον ἐναντίον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ᾿Ισραήλ· οὕτως καὶ οὕτως ἐποίησα· 20 Απεκρίθη ο Αχαρ στον Ιησούν και είπεν· “αληθώς ημάρτησα ενώπιον Κυρίου του Θεού Ισραήλ. Ετσι και έτσι έκαμα. 20 Ὁ Ἄχαρ ἀπάντησε εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε: «Πράγματι· ἁμάρτησα ἐμπρὸς εἰς τὸν Κύριον, τὸν Θεὸν τοῦ Ἰσραήλ· ἔκαμα ἔτσι καὶ ἔτσι, αὐτὸ καὶ αὐτό:
21 εἶδον ἐν τῇ προνομῇ ψιλὴν ποικίλην καλὴν καὶ διακόσια δίδραχμα ἀργυρίου καὶ γλῶσσαν μίαν χρυσῆν πεντήκοντα διδράχμων καὶ ἐνθυμηθεὶς αὐτῶν ἔλαβον, καὶ ἰδοὺ αὐτὰ ἐγκέκρυπται ἐν τῇ σκηνῇ μου καὶ τὸ ἀργύριον κέκρυπται ὑποκάτω αὐτῶν. 21 Είδα μεταξύ των λαφύρων ωραίαν πολύχρωμον στολήν, διακόσια δίδραχμα αργυρίου και μίαν ράβδον χρυσήν ομοίαν προς γλώσσαν αξίας πεντήκοντα διδράχμων, επεθύμησα αυτά και τα επήρα. Ιδού όλα αυτά είναι κρυμμένα εις την σκηνήν μου και κάτω από αυτά τα αργυρά δίδραχμα”. 21 Εἶδα εἰς τὰ πλούσια λάφυρα μίαν ὡραίαν, πολύχρωμον στολὴν καὶ διακόσια ἀργυρὰ δίδραχμα καὶ ἕνα ὁμοίωμα γλώσσης χρυσόν, ἀξίας πενῆντα διδράχμων· αὐτὰ τὰ ἐπεθύμησα παράνομα καὶ τὰ ἐπῆρα. Καὶ νά· αὐτὰ εἶναι χωμένα εἰς τὴν γῆν μέσα εἰς τὴν σκηνήν μου καὶ τὰ ἀργυρᾶ δίδραχμα εἶναι κρυμμένα κάτω ἀπὸ αὐτά».
22 καὶ ἀπέστειλεν ᾿Ιησοῦς ἀγγέλους, καὶ ἔδραμον εἰς τὴν σκηνὴν εἰς τὴν παρεμβολήν· καὶ ταῦτα ἦν κεκρυμμένα εἰς τὴν σκηνὴν αὐτοῦ, καὶ τὸ ἀργύριον ὑποκάτω αὐτῶν. 22 Εστειλεν ο Ιησούς απεσταλμένους, οι οποίοι έσπευσαν εις την σκηνήν, που ευρίσκετο στο στρατόπεδον. Και είδον ότι πράγματι τα αντικείμενα αυτά ήσαν κρυμμένα εις την σκηνήν του Αχαρ και τα αργυρά δίδραχμα κάτω από αυτά. 22 Ὁ Ἰησοῦς ἔστειλεν ἀπεσταλμένους, οἱ ὁποῖοι ἔτρεξαν καὶ ἐπῆγαν εἰς τὴν σκηνήν, ποὺ ἦταν στημένη εἰς τὸ στρατόπεδον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Καὶ πράγματι, ὅλα αὐτὰ τὰ ἀφιερωμένα εἰς τὸν Θεὸν ἦσαν χωμένα εἰς τὴν γῆν μέσα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ Ἄχαρ καὶ τὰ ἀργυρᾶ δίδραχμα ἦσαν κρυμμένα κάτω ἀπὸ αὐτά.
23 καὶ ἐξήνεγκαν αὐτὰ ἐκ τῆς σκηνῆς καὶ ἤνεγκαν πρὸς ᾿Ιησοῦν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους ᾿Ισραήλ, καὶ ἔθηκαν αὐτὰ ἔναντι Κυρίου. 23 Τα έβγαλαν από την σκηνήν, τα έφεραν στον Ιησούν και τους πρεσβυτέρους του Ισραήλ και τα απέθεσαν ενώπιον της Σκηνής του Μαρτυρίου. 23 Καὶ οἱ ἀπεσταλμένοι τὰ ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν σκηνὴν καὶ τὰ ἔφεραν εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοὺς πρεσβυτέρους τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ καὶ τὰ ἔβαλαν ἐμπρὸς εἰς τὴν Κιβωτὸν τῆς Διαθήκης τοῦ Κυρίου.
24 καὶ ἔλαβεν ᾿Ιησοῦς τὸν ῎Αχαρ υἱὸν Ζαρὰ καὶ ἀνήγαγεν αὐτὸν εἰς φάραγγα ᾿Αχὼρ καὶ τοὺς υἱοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς θυγατέρας αὐτοῦ καὶ τοὺς μόσχους αὐτοῦ καὶ τὰ ὑποζύγια αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ πρόβατα αὐτοῦ καὶ τὴν σκηνὴν αὐτοῦ καὶ πάντα τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ πᾶς ὁ λαὸς μετ' αὐτοῦ· καὶ ἀνήγαγεν αὐτοὺς εἰς ᾿Εμεκαχώρ. 24 Επήρε τότε ο Ιησούς τον Αχαρ, τον υιόν του Ζαρά, και τον ωδήγησεν εις την φάραγγα Αχώρ, αυτόν και τα παιδιά του και τας θυγατέρας του και τα μοσχάρια του, τα υποζύγιά του και όλα τα πρόβατά του, την σκηνήν και όλα τα υπάρχοντά του. Μαζή δέ με αυτόν επορεύθη και όλος ο λαός. Ωδήγησε δε αυτούς ο Ιησούς του Ναυή εις την κοιλάδα του Αχώρ. 24 Καὶ ὁ Ἰησοῦς ἐπῆρε τὸν Ἄχαρ, τὸν υἱὸν τοῦ Ζαρά, καὶ τὸν ὠδήγησεν εἰς τὴν κοιλάδα (φάραγγα) Ἀχώρ· μαζὶ μὲ τὸν Ἄχαρ ἐπῆρε καὶ τοὺς υἱούς του καὶ τὶς θυγατέρες του καὶ τὰ μοσχάρια του καὶ τοὺς ὄνους του καὶ ὅλα τὰ πρόβατά του καὶ τὴν σκηνήν του καὶ ὅλες τὶς ἀποσκευές του· μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν ἐπῆγε καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός. Καὶ ὁ Ἰησοῦς ὠδήγησεν ὅλους αὐτοὺς εἰς τὴν κοιλάδα (φάραγγα) τοῦ Ἀχώρ.
25 καὶ εἶπεν ᾿Ιησοῦς τῷ ῎Αχαρ· τί ὠλόθρευσας ἡμᾶς; ἐξολοθρεύσαι σε Κύριος καθὰ καὶ σήμερον. καὶ ἐλιθοβόλησαν αὐτὸν λίθοις πᾶς ᾿Ισραήλ. 25 Εκεί δε είπεν ο Ιησούς του Ναυή στον Αχαρ· “διατί μας κατέστρεψες; Ετσι και σε σήμερον θα καταστρέψη ο Θεός”. Και όλοι οι Ισραηλίται ελιθοβόλησαν αυτόν και τον εφόνευσαν με τους λίθους. 25 Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν εἰς τὸν Ἄχαρ: «Διατὶ μὲ τὴν ἁμαρτίαν σου αὐτὴν μᾶς κατέστρεψες; Ἔτσι θὰ καταστρέψῃ καὶ σὲ σήμερα ὁ Κύριος». Καὶ ὅλος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς τὸν ἐσκότωσαν μὲ λιθοβολισμόν.
26 καὶ ἐπέστησαν αὐτῷ σωρὸν λίθων μέγαν. καὶ ἐπαύσατο Κύριος τοῦ θυμοῦ τῆς ὀργῆς· διὰ τοῦτο ἐπωνόμασεν αὐτὸ ᾿Εμεκαχὼρ ἕως τῆς ἡμέρας ταύτης. 26 Εμάζεψαν δε και έστησαν μεγάλον σωρόν λίθων επάνω στο πτώμα του. Ετσι δε κατέπαυσεν η οργή του Κυρίου εναντίον του λαού. Δια τούτο ο τόπος εκείνος ωνομάσθη μέχρι της σήμερον Εμέκ Αχώρ, δηλαδή κοιλάς του Αχώρ. 26 Καὶ ἐμάζευσαν καὶ ἔστησαν ἐπάνω ἀπὸ τὸ νεκρὸν σῶμα του μεγάλον σωρὸν ἀπὸ πέτρες. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὰ ἐσταμάτησεν ὁ μεγάλος θυμὸς τῆς ὀργῆς τοῦ Κυρίου ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Διὰ τοῦτο ὠνόμασαν τὸν τόπον ἐκεῖνον Ἐμεκαχώρ (- κοιλάδα ἢ φάραγγα τοῦ Ἀχώρ)· τὸ ὄνομα τοῦτο διατηρεῖται μέχρι σήμερα, ποὺ γράφονται οἱ γραμμὲς αὐτές.