Μετάφραση τῶν Ἑβδομήκοντα | Ερμηνευτική απόδοση Ιωάννη Θ. Κολιτσάρα | Ερμηνευτική απόδοση Παναγιώτη Ν. Τρεμπέλα |
1 ΚΑΙ ἐγένετο ὡς ἤκουσαν οἱ βασιλεῖς τῶν ᾿Αμορραίων, οἳ ἦσαν πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς Φοινίκης οἱ παρὰ τὴν θάλασσαν, ὅτι ἀπεξήρανε Κύριος ὁ Θεὸς τὸν ᾿Ιορδάνην ποταμὸν ἐκ τῶν ἔμπροσθεν τῶν υἱῶν ᾿Ισραὴλ ἐν τῷ διαβαίνειν αὐτούς, καὶ ἐτάκησαν αὐτῶν αἱ διάνοιαι καὶ κατεπλάγησαν καὶ οὐκ ἦν ἐν αὐτοῖς φρόνησις οὐδεμία ἀπὸ προσώπου τῶν υἱῶν ᾿Ισραήλ. | 1 Οι βασιλείς των Αμορραίων, οι οποίοι ήσαν δυτικώς από τον Ιορδάνην ποταμόν, και οι βασιλείς της Φοινίκης, οι οποίοι κατοικούσαν πλησίον της Μεσογείου Θαλάσσης, όταν επληροφορήθησαν ότι Κυριος ο Θεός απεξήρανε τον Ιορδάνην ποταμόν ενώπιον των Ισραηλιτών, καθ' ον χρόνον τον διέβαιναν, έμειναν κατάπληκτοι, έλυωσαν οι καρδιές των από τον φόβον, τα έχασαν και έπεσαν εις πλήρη αμηχανίαν απέναντι των Ισραηλιτών. | 1 Μετὰ τὴν διάβασιν τοῦ Ἰορδάνη συνέβη τοῦτο: Μόλις οἱ βασιλεῖς τῶν Ἀμορραίων, ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὰ δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη, καὶ οἱ βασιλεῖς τῆς Φοινίκης, ποὺ ἑκατοικοῦσαν εἰς τὰ παράλια τῆς Μεσογείου Θαλάσσης, ἐπληροφορήθησαν ὅτι Κύριος ὁ Θεὸς διήρεσε καὶ ἀπεξήρανε τὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, ὅταν τὸν ἐπερνοῦσαν οἱ Ἰσραηλῖται, κυριολεκτικὰ διελύθησαν ψυχικά, ἐλιποψύχησαν, ἐτρομοκρατήθησαν καὶ ἦλθαν εἰς πλήρη ἀμηχανίαν ἐξ αἰτίας τοῦ λαοῦ τῶν Ἰσραηλιτῶν. |
2 ὑπό δὲ τοῦτον τὸν καιρὸν εἶπε Κύριος τῷ ᾿Ιησοῖ· ποίησον σεαυτῷ μαχαίρας πετρίνας ἐκ πέτρας ἀκροτόμου καὶ καθίσας περίτεμε τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐκ δευτέρου. | 2 Κατά τον καιρόν δε αυτόν των μεγάλων τούτων γεγονότων είπεν ο Κυριος στον Ιησούν· “κατασκεύασε πέτρινα μαχαίρια από λιθάρι αιχμηρό και κάθησε να κάμης περιτομήν στους Ισραηλίτας δια δεύτεραν φοράν”. | 2 Κατὰ τὸν καιρὸν δὲ αὐτὸν ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν: «Κατασκεύασε πέτρινα κοπτερὰ μαχαίρια ἀπὸ πυρόλιθον καὶ κάθισε νὰ κάμῃς περιτομὴν διὰ δευτέραν φορὰν εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες». |
3 καὶ ἐποίησεν ᾿Ιησοῦς μαχαίρας πετρίνας ἀκροτόμους καὶ περιέτεμε τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραὴλ ἐπὶ τοῦ καλουμένου τόπου Βουνὸς τῶν ἀκροβυστιῶν. | 3 Ο Ιησούς κατεσκεύασε λίθινα αιχμηρά μαχαίρια και με αυτά περιέταμε τους Ισραηλίτας, στοποθεσίαν, που εκλήθη “Βουνός Ακροβυστιών”. | 3 Καὶ ὁ Ἰησοῦς κατεσκεύασε κοπτερὰ μαχαίρια ἀπὸ πυρόλιθον καὶ μὲ αὐτὰ ἔκαμε περιτομὴν εἰς τοὺς Ἰσραηλῖτες εἰς τὴν τοποθεσίαν, ποὺ ἔλαβε τὸ ὄνομα «βουνὸν τῶν ἀκροβυστιῶν». |
4 ὃν δὲ τρόπον περιεκάθαρεν ᾿Ιησοῦς τοὺς υἱοὺς ᾿Ισραήλ, ὅσοι ποτὲ ἐγένοντο ἐν τῇ ὁδῷ καὶ ὅσοι ποτὲ ἀπερίτμητοι ἦσαν τῶν ἐξεληλυθότων ἐξ Αἰγύπτου, πάντας τούτους περιέτεμεν ᾿Ιησοῦς· | 4 Αυτός δε ήτο ο τρόπος, με τον οποίον ο Ιησούς εκαθάρισε δια της περιτομής τους υιούς Ισραήλ. Οσοι είχον γιεννηθή κατά την περιπλάνησιν των Ισραηλιτών εις την έρημον και όσοι άλλοι από τους εξελθόντας εκ της Αιγύπτου ήσαν απερίτμητοι, όλους αυτούς τους περιέταμεν ο Ιησούς του Ναυη. | 4 Καὶ αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος μέ (κατ' ἄλλην ἑρμηνείαν: Ὁ λόγος διὰ) τὸν ὁποῖον ὁ Ἰησοῦς ἐκαθάρισε καὶ ἐξήγνισε μὲ τὴν περιτομὴν τοὺς Ἰσραηλῖτες: Ἀπὸ τοὺς ἄνδρες ἐκείνους, ποὺ ἔφυγαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ ἐβάδισαν τὸν δρόμον μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημον τοῦ Σινᾶ, ὑπῆρξαν καὶ ἄνδρες, ποὺ δὲν εἶχαν ὑποβληθῇ εἰς περιτομήν· ὅλους αὐτούς (τοὺς ἄνδρες), ποὺ ἦσαν ἀπερίτμητοι, ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὑπέβαλεν εἰς περιτομήν. |
5 τεσσαράκοντα γὰρ καὶ δύο ἔτη ἀνέστραπται ᾿Ισραὴλ ἐν τῇ ἐρήμῳ τῇ Μαβδαρίτιδι, | 5 Διότι επί τεσσαράκοντα δύο έτη οι Ισραηλίται περιεπλανώντο εις την Μαβδαρίτιδα έρημον, όπου δεν είχαν περιτμηθή. | 5 Διότι ἐπὶ σαράντα δύο χρόνια ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἐβάδιζε καὶ ἐπροχωροῦσε μέσα εἰς τὴν ἔρημον Μαβδαρίτιδα, εἰς τὴν ὁποίαν δὲν εἶχαν περιτμηθῆ· |
6 διὸ ἀπερίτμητοι ἦσαν οἱ πλεῖστοι αὐτῶν τῶν μαχίμων τῶν ἐξεληλυθότων ἐκ γῆς Αἰγύπτου οἱ ἀπειθήσαντες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, οἷς καὶ διώρισε μὴ ἰδεῖν αὐτοὺς τὴν γῆν, ἣν ὤμοσε Κύριος τοῖς πατράσιν αὐτῶν δοῦναι, γῆν ρέουσαν γάλα καὶ μέλι. | 6 Δια τον λόγον αυτόν ήσαν απερίτμητοι οι πλείστοι από τους μαχίμους άνδρας, εκτός εκείνων, οι οποίοι είχον απειθήσει εις τας εντολάς του Θεού και εναντίον των οποίων απεφάσισε και ώρισεν ο Θεός να μη ίδουν την γην της Επαγγελίας, την οποίαν είχεν ορκισθή ο Κυριος στους προπάτοράς των να δώση, την γην την ρέουσαν γάλα και μέλι. | 6 ἕνεκα τούτου ἦσαν ἀπερίτμητοι οἱ περισσότεροι ἀπὸ τοὺς μαχίμους αὐτοὺς ἄνδρες, ποὺ ἀνεχώρησαν ἀπὸ τὴν Αἴγυπτον καὶ δὲν εἶχαν ὑπακούσει εἰς τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Δι' ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἀπειθεῖς ὁ Θεὸς εἶχεν ὁρκισθῆ ὅτι δὲν θὰ ἰδοῦν τὴν γῆν τῆς Ἐπαγγελίας, τὴν ὁποίαν ὁ Κύριος ὑπεσχέθη μὲ ὅρκον ὅτι θὰ δώσῃ εἰς τοὺς προπάτορές των· τὴν γῆν ἡ ὁποία εἶναι τόσον εὔφορος καὶ πλούσια, ὥστε τὸ γάλα καὶ τὸ μέλι εἶναι ἀφθονώτατα καὶ τρέχουν μέσα εἰς τοὺς δρόμους. |
7 ἀντὶ δὲ τούτων ἀντικατέστησε τοὺς υἱοὺς αὐτῶν, οὓς ᾿Ιησοῦς περιέτεμε, διὰ τὸ αὐτοὺς γεγεννῆσθαι κατὰ τὴν ὁδὸν ἀπεριτμήτους. | 7 Αντί δε τούτων, που ηπείθησαν, έφερεν ο Θεός τους υιούς των, τους οποίους ο Ιησούς του Ναυή περιέταμε, διότι ούτοι είχαν γεννηθή κατά την διάρκειαν της περιπλανήσεως εις την έρημον και είχαν μείνει απερίτμητοι. | 7 Ὁ Θεὸς ἀντικατέστησεν ὅλους αὐτούς, τοὺς ἀνυπάκουους εἰς τὴν ἐντολήν του, μὲ τοὺς ἀπογόνους των· εἰς αὐτὴν δὲ τὴν νέαν γενεὰν ἔκαμε περιτομὴν ὁ Ἰησοῦς, διότι αὐτοὶ ἐγεννήθησαν κατὰ τὴν πορείαν μέσα ἀπὸ τὴν ἔρημον καὶ εἶχαν μείνει ἀπερίτμητοι. |
8 περιτμηθέντες δὲ ἡσυχίαν εἶχον αὐτόθι καθήμενοι ἐν τῇ παρεμβολῇ, ἕως ὑγιάσθησαν. | 8 Ούτοι δέ, μετά την περιτομήν των, εκάθησαν ήσυχοι στο στρατόπεδον, έως ότου εθεραπεύθη η πληγή και αποκατεστάθη η υγεία των. | 8 Καὶ ὅταν πλέον ὅλοι αὐτοὶ ὑπεβλήθησαν εἰς περιτομήν, ἔμειναν ἥσυχοι καὶ ἀκίνητοι εἰς τὶς σκηνές των μέσα εἰς τὸ στρατόπεδον, μέχρις ὅτου ἀπεθεραπεύθησαν ἀπὸ τὴν πληγὴν τῆς περιτομῆς. |
9 καὶ εἶπε Κύριος τῷ ᾿Ιησοῖ υἱῷ Ναυή· ἐν τῇ σήμερον ἡμέρᾳ ἀφεῖλον τὸν ὀνειδισμὸν Αἰγύπτου ἀφ' ὑμῶν. καὶ ἐκάλεσε τὸ ὄνομα τοῦ τόπου ἐκείνου Γάλγαλα. | 9 Είπεν ο Κυριος στον Ιησούν, τον υιόν του Ναυη· “κατά την σημερινήν ημέρα αφήρεσα από σας το όνειδος της Αιγύπτου”· δια τούτο και εκάλεσε το όνομα του τόπου εκείνου Γαλγαλα (=αφαιρεσις). | 9 Τότε ὁ Κύριος εἶπεν εἰς τὸν Ἰησοῦν, τὸν υἱὸν τοῦ Ναυῆ: «Κατὰ τὴν σημερινὴν ἡμέραν ἐσήκωσα καὶ ἀφήρεσα τὴν ἐντροπήν, τὸ αἶσχος αὐτὸ τῆς Αἰγύπτου ἀπὸ σᾶς». Ἕνεκα τούτου ὠνόμασε τὸν τόπον ἐκεῖνον Γάλγαλα (ποὺ σημαίνει μετακίνησις, ἀποκύλισις, ἐλευθερία). |
10 Καί ἐποίησαν οἱ υἱοὶ ᾿Ισραὴλ τὸ πάσχα τῇ τεσσαρεσκαιδεκάτῃ ἡμέρᾳ τοῦ μηνὸς ἀφ' ἑσπέρας ἐπὶ δυσμῶν ῾Ιεριχὼ ἐν τῷ πέραν τοῦ ᾿Ιορδάνου ἐν τῷ πεδίῳ | 10 Οι Ισραηλίται εώρτασαν το Πασχα την δεκάτην τετάρτην ημέραν του μηνός Νισάν κατά την δύσιν του ηλίου εις την πεδιάδα της Ιεριχούς, την εκτεινομένην δυτικώς του Ιορδάνου. | 10 Καὶ οἱ Ἰσραηλῖται ἑώρτασαν τὸ Πάσχα τὴν δεκάτην τετάρτην ἡμέραν τοῦ μηνὸς (Νισάν) κατὰ τὸ ἑσπέρας, κατὰ τὴν ὥραν τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἐνῷ ἦσαν εἰς τὴν πεδιάδα τῆς Ἱεριχοῦς, ποὺ εὑρίσκετο εἰς τὰ δυτικὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, |
11 καὶ ἐφάγοσαν ἀπὸ τοῦ σίτου τῆς γῆς ἄζυμα καὶ νέα. | 11 Εφαγαν δε οι Ισραηλίται άζυμον άρτον, τον οποίον παρεσκεύασαν από τον νέον σίτον της χώρας εκείνης. | 11 καὶ τὴν ἑπομένην ἡμέραν ἔφαγαν διὰ πρώτην φορὰν ἀπὸ τὸ σιτάρι τῆς Χαναάν, ποὺ εὑρῆκαν ἀποθηκευμένον εἰς τὴν περιοχὴν γύρω ἀπὸ τὴν Ἱεριχώ, ψωμὶ χωρὶς ζυμάρι (ἄζυμα) καὶ καψαλισμένα χλωρὰ στάχυα ἀπὸ τὸ νέον σιτάρι (ψάναν ἢ ψάνην) τῆς χώρας ἐκείνης. |
12 ἐν ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐξέλιπε τὸ μάννα μετὰ τὸ βεβρωκέναι αὐτοὺς ἐκ τοῦ σίτου τῆς γῆς, καὶ οὐκέτι ὑπῆρχε τοῖς υἱοῖς ᾿Ισραὴλ μάννα· ἐκαρπίσαντο δὲ τὴν χώραν τῶν Φοινίκων ἐν τῷ ἐνιαυτῷ ἐκείνῳ. | 12 Και κατά την ημέραν αυτήν, όταν έφαγαν οι Ισραηλίται σιτάρι από την χώραν εκείνην, εξέλιπε το μάννα. Δεν υπήρχε πλέον το μάννα δια τους Ισραηλίτας. Εκαρπούντο αυτοί κατά το έτος εκείνο τα προϊόντα της χώρας των Φοινίκων, της περιοχής που ανήκεν εις την Ιεριχώ. | 12 Καὶ κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἐσταμάτησε νὰ πίπτῃ τὸ μάννα, μόλις ἔφαγαν ἀπὸ τὸ σιτάρι τῆς γῆς Χαναάν, καὶ πλέον δὲν ὑπῆρχε μάννα διὰ τοὺς Ἰσραηλῖτες. Ἐτρέφοντο ὅμως κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἀπὸ τὰ προϊόντα τῆς χώρας τῶν Φοινίκων, δηλαδὴ τῆς περιοχῆς ποὺ ἀνῆκεν εἰς τὴν Ἱεριχώ. |
13 Καὶ ἐγένετο ὡς ἦν ᾿Ιησοῦς ἐν ῾Ιεριχώ, καὶ ἀναβλέψας τοῖς ὀφθαλμοῖς εἶδεν ἄνθρωπον ἑστηκότα ἐναντίον αὐτοῦ, καὶ ἡ ρομφαία ἐσπασμένη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ. καὶ προσελθὼν ᾿Ιησοῦς εἶπεν αὐτῷ· ἡμέτερος εἶ ἢ τῶν ὑπεναντίων; | 13 Συνέβη δε τότε και τούτο· Οταν ο Ιησούς ήτο πλησίον της Ιεριχούς, εσήκωσε τα μάτια του και είδεν ένα άνδρα όρθιον ενώπιόν του, στο χέρι του οποίου υπήρχε γυμνή ρομφαία. Ο Ιησούς επλησίασεν αυτόν και του είπεν· “ιδικός μας είσαι συ η μήπως είσαι από τους εχθρούς;” | 13 Μετὰ τὴν περιτομὴν καὶ τὸν ἐορτασμὸν τοῦ Πάσχα συνέβη καὶ τοῦτο: Ὅταν ὁ Ἰησοῦς εὑρίσκετο κοντὰ εἰς τὴν Ἱεριχώ, ἐσήκωσε τὸ βλέμμα του καὶ εἶδεν ἕνα ἄνθρωπον νὰ στέκεται ἐμπρός του μὲ τὸ ξίφος γυμνὸν εἰς τὸ χέρι του. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τὸν ἐπλησίασε, τοῦ εἶπεν: «Εἶσαι ἀπὸ τοὺς ἰδικούς μας στρατιῶτες ἢ μήπως εἶσαι ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς;» |
14 ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· ἐγὼ ἀρχιστράτηγος δυνάμεως Κυρίου νυνὶ παραγέγονα. καὶ ᾿Ιησοῦς ἔπεσεν ἐπὶ πρόσωπον ἐπὶ τὴν γῆν καὶ εἶπεν αὐτῷ· δέσποτα, τί προστάσσεις τῷ σῷ οἰκέτῃ; | 14 Εκείνος απήντησεν· “εγώ είμαι ο αρχιστράτηγος της δυνάμεως του Κυρίου· μόλις δε τώρα δα ήλθα εδώ”. Ο Ιησούς έπεσε πρηνής κάτω εις την γην και είπεν εις αυτόν· “Δεσπότα, τι διατάσσεις εμέ τον δούλον σου;” | 14 Ἐκεῖνος δὲ τοῦ ἀπάντησε: «Ὄχι, δὲν εἶμαι τίποτε ἀπὸ αὐτά· ἐγὼ εἶμαι ἀρχιστράτηγος τῆς δυνάμεως τοῦ Κυρίου· ἔχω ἔλθει ἐδῶ μόλις τώρα». Καὶ ὁ Ἰησοῦς εἰς ἔνδειξιν βαθυτάτου σεβασμοῦ καὶ λατρευτικῆς προσκυνήσεως ἔπεσε μὲ τὸ πρόσωπον κατὰ γῆς καὶ τοῦ εἶπε: «Δέσποτα, τὶ διατάσσεις τὸν δοῦλον σου;» |
15 καὶ λέγει ὁ ἀρχιστράτηγος Κυρίου πρὸς ᾿Ιησοῦν· λῦσαι τὸ ὑπόδημα ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γὰρ τόπος, ἐφ' ᾧ νῦν ἕστηκας ἐπ' αὐτοῦ, ἅγιός ἐστι. | 15 Ο δε αρχιστράτηγος του Κυρίου απήντησε προς τον Ιησούν· “λύσε και αφαίρεσε το υπόδημα από τα πόδια σου, διότι ο τόπος, στον οποίον τώρα στέκεσαι, είναι άγιος”. | 15 Καὶ ὁ ἀρχιστράτηγος τοῦ Κυρίου λέγει εἰς τὸν Ἰησοῦν: «Λῦσε τὰ λουριὰ τῶν ὑποδημάτων σου καὶ βγάλε τὰ ὑποδήματα (σανδάλια) ἀπὸ τὰ πόδιά σου· διότι ὁ τόπος, εἰς τὸν ὁποῖον τώρα στέκεσαι, εἶναι ἅγιος». |